Θα
προσπαθήσω λοιπόν να δείξω πώς οι ταυτότητες και η σχέση της με την ετερότητα
διαθλάται και μετασχηματίζεται καθώς διαπερνά τρεις τύπους κοινωνιών
Α. Παραδοσιακή κοινωνια
Ποια είναι η σχέση της παραδοσιακής κοινωνίας
με την ίδια την παράδοση . Όσο και αν φαίνεται οξύμωρο και παρόλο που το
παρελθόν ως παράδοση αποτελούσε
υπέρτατη άξια Η παραδοσιακή κοινωνία ,αγνοούσε
την παράδοση ως έννοια. καθώς βρισκόταν ήδη εντός της[1] Οι ορίζοντες
του κόσμου του, οι ίδιες οι κοινωνικές συνθήκες έπειθαν τον παραδοσιακό άνθρωπο
ότι το μέλλον θα είναι όμοιο με το παρόν. Οι εποχικές κανονικότητες, οι
θρησκευτικές τελετουργίες, η μαγεία, εξόρκιζαν το άγνωστο.‘[2] Ο
χρόνος στην παραδοσιακή κοινωνία θεωρείτο ''ταυτοχρονικός''
[3]
δηλαδή δεν υπήρχε σαφής διάκριση παρελθόντος και μέλλοντος, γιατί –γράφει
ο Γκυ Ντεμπορ΄- «Όσο η αγροτική παραγωγή εξακολουθεί να
είναι η κύρια εργασία
ο κυκλικός χρόνος πού εξακολουθεί να παρευρίσκεται στα βάθη της κοινωνίας
θρέφει τις συνασπισμένες δυνάμεις της παράδοσης, πού βάζουν φρένο στην κίνηση»
[4]
Στην
παραδοσιακή κοινωνία οι κάτοχοι της γνώσης ήσαν και κάτοχοι του χρόνου Γιατί ένα
από τα κύρια χαρακτηριστικά της παραδοσιακής κοινωνίας έχει να κάνει με τη φύση
της γνώσης-αλήθειας. Όποιος ακολουθεί
μια παράδοση δεν νιώθει την ανάγκη να αναζητήσει άλλες εναλλακτικές πρακτικές.
Όσες αλλαγές και να υποστεί η παράδοση προσφέρει ένα πλαίσιο δράσης που σε
μεγάλο βαθμό θεωρείται αδιαμφισβήτητο. Η αλήθεια ή η σοφία στις παραδοσιακές
κοινωνίες είναι τυποποιημένη, αποθηκευμένη, περνά από γενιά σε γενιά. Οι ειδικοί
της γνώσης αυτής οι γέροντες, είναι
σοφοί, ιερείς, πατριαρχικές μορφές, «φύλακες»
της γνώσης.[5] Όλοι αυτοί έχουν το
προνόμιο της προσπέλασης στη σοφία της παράδοσης δηλαδή στην αλήθεια. Ετσι
εξηγείται η εκπληκτική δύναμη του παπισμού ΠΟΥ στο μεσουράνημα του
«μπορεί
να κατανοηθεί μόνο σε σχέση μ¨ ένα δυτικοευρωπαϊκό λατινομαθή κλήρο και μια
αντίληψη του κόσμου[…], σύμφωνα με την οποία η δίγλωσση διανόηση,
διαμεσολαβώντας μεταξύ καθομιλουμένης και λατινικής ,διαμεσολαβούσε μεταξύ γης
και ουρανού» [6]Γιατι η
γλώσσα, που χρησιμοποιούν οι διαμεσολαβητες της αλήθειας δεν είναι απλά
αναφορική στην αλήθεια αλλά και «τελετουργική»
Τελετουργική αλήθεια σημαίνει ότι το
σχήμα της τελετουργίας (οι ίδιες οι λέξεις και οι κινησεις που τις συνοδεύουν),
θεωρείται ότι εμπεριέχουν κομμάτια της παραδοσιακής έγκυρης γνώσης-«αλήθειας».που
φανερώνεται μέσα στην επανάληψη πρακτικών στερεοτυπικών διατυπώσεων.[7]
Άποψη
μας είναι πώς στην παραδοσιακή κοινωνία, ήταν αποδεκτή η ανοχή του άλλου, (με
άλλες εθνότητες, με άλλους πολιτισμούς, αν εξαιρέσουμε τους θρησκευτικούς
φανατισμούς και τα κατ διαστήματα πογκρόμ εναντίον των εβραίων κ.α.) Αυτή η
ανοχή στηριζόταν στην σχεδόν αυτονόητη οριοθέτηση των διαφορών. Οι παραδοσιακές κοινωνίες
χαρακτηριζόταν από μια πολύ περίπλοκη κατανομή εργασίας πού συνοδευόταν και
κατά κάποιο τρόπο επικυρωνόταν από μια μεγάλη πολιτισμική διασπορά. Οι
διαφοροποιήσεις λόγου, ενδύματος, τρόπων εμφάνισης, αποτελούσαν δείκτες των
προνομίων και δικαιωμάτων των φορέων τους[8] Γιατί
ο παραδοσιακός
πολιτικός και κοινωνικός κόσμος, ήταν κόσμος ανυπέρβλητων διακρίσεων. ενδυματολογικών,
θρησκευτικών ,ή ,κοινωνικής θέσης, , που η υπέρβαση τους αποτελούσε ''υβριν'',.
Τώρα
, ας φανταστούμε πως κατανοούσαν τις έννοιες της ταυτότητας και της ετερότητας
στην παραδοσιακή κοινωνία Εδώ πρέπει να διακρίνουμε τρία χαρακτηριστικά της
κατανόησης αυτών των εννοιών Καταρχήν το
κεντρικό ερώτημα για τις ταυτότητες, το ερώτημα «ποιος είμαι», ετίθετο σε πολύ μικρότερο βαθμό από ότι σήμερα ,και αφορούσε
μόνο σε ορισμένους διανοούμενους και όχι την μεγάλη μάζα των ανθρώπων Δεύτερον
οι παραδοσιακές ταυτότητες ήσαν μάλλον σφιχτοδεμένες και περιέκλειαν η
μια την άλλη σαν Ρωσικές κούκλες ή σαν κρεμμύδι που οι εξωτερικές
του φλούδες περικλείουν με ασφάλεια τις εσωτερικές. Ο κανόνας στις παραδοσιακές
κοινωνίες ήταν η εμφανής, ιεραρχημένη, συστηματική, και νομικά επιβεβλημένη
ανισότητα στις ταυτότητες , όπως ποιητικά την περιγράφει ο μεγάλος Άραβας
φιλόσοφος του Μεσαίωνα , Ιμν Καλντούν: «Ο κόσμος είναι ένας κήπος
του οποίου ο φράκτης είναι η δυναστεία. Η δυναστεία είναι μια εξουσία διαμέσου
της οποίας η ζωή αποκτά το κατάλληλο
περιεχόμενο. Το κατάλληλο περιεχόμενο καθορίζεται από τον ηγεμόνα. Ο
ηγεμόνας είναι ένας θεσμός που στηρίζεται στους στρατιώτες[..]Οι υπήκοοι είναι υπηρέτες που προστατεύονται από τη
δικαιοσύνη. Η δικαιοσύνη είναι το καλό μέσα από το οποίο ο κόσμος συνεχίζει την
ύπαρξη του. Ο κόσμος είναι ένας κήπος
…»[9] Τρίτον
στην παραδοσιακή κοινωνία(στο μεγαλύτερο κομμάτι της ιστορίας της) οι θρησκευτικές διαφοροποιήσεις ήταν
σημαντικότερες και επικάλυπταν όλες τις άλλες. (Η θρησκεία ήταν η πιο μεγάλη
από τις ρώσικες κούκλες που περιέκλειε όλες τις άλλες )Για τον προνεωτερικό
άνθρωπο, η αλήθεια και η πραγματικότητα, που ήταν ταυτισμένες, αποτελούσαν το
προϊόν της πρόθεσης του Θεού , Η δοθείσα, προφανής ,αναλλοίωτη φύση της θέσης
του ανθρώπου στην αλυσίδα της ύπαρξης[10],
υπέβαλλε ακριβώς μια κατανόηση του κόσμου- ως εκπλήρωση μιας ς θεϊκής πρόθεσης [11]
Ετσι
η παράδοση γίνεται αυτονόητα και ένα μέσο παραγωγής ταυτότητας καθώς η
ταυτότητα αφορά αυτονόητα και σε μια ‘’συνέχεια μέσα στο χρόνο’’ [12]Στη
παραδοσιακή κοινωνία οι άνθρωποι δεν έκαναν λόγο για «ταυτότητα» και
«αναγνώριση» όχι γατί δεν διέθεταν αυτό που αποκαλούμε τώρα ταυτότητες, αλλά
γιατί εδραζόταν σε κοινωνικές κατηγορίες που ο καθένας εκλάμβανε ως δεδομένες Η
παράδοσιακή κουνωνια συνυπάρχει η ενυπάρχει και με σαφής διάκριση του ‘’έσω ‘’
από το ‘’έξω’’. Ο άλλος είναι το καθετί πού είναι απ’ έξω. Στον μηχανισμό της
παραδοσιακής κοινωνίας η ανισότητα υποτίθεται ότι εξέφραζε «φυσικές» διάφορες: Ο άλλος γινόταν αντιληπτός ως «εντελώς
διαφορετικός» Με αυτήν την έννοια η παραδοσιακή ταυτότητα
βρισκόταν σε ασφαλή απόσταση από τον «άλλο»
η
ιεραρχημένη, συστηματική, νομικά επιβεβλημένη ανισότητα έκανε τον άλλο να
εμφανίζεται ως εντελώς διαφορετικός και γι αυτό ανεκτός.[13] Η
ίδια η λειτουργικότητα του
δικαιώματος στη φιλοξενία στηριζόταν σε αυτή την θεμελιακή ανισότητα[14]. Αν ο άλλος,
ο ξένος, είναι από τη φύση του διαφορετικός από μας, δεν διεκδικεί την ισότητα
και δεν αποτελεί απειλή.
Το
δεύτερο παράδειγμα κοινωνίας, είναι οι νεωτερικες κοινωνίες Η νεωτερικότητα ‘’αναφέρεται σε
τρόπους κοινωνικής ζωής, ή οργάνωσης, που αναδύθηκαν στην Ευρώπη γύρω στον 17ο
αιώνα και στην συνέχεια εξαπλώθηκαν λίγο πολύ σε ολόκληρο τον κόσμο’’,[15]
πού χαρακτηρίζονται από τον τεμαχισμό της παλαιάς, ομοιογενούς και ενιαίας
κοσμοαντίληψης σε μια σειρά διακριτών τομέων της σκέψης και της ανθρώπινης
δραστηριότητας: τη σφαίρα της οικονομίας, τη; οικογένειας, την πολιτική, την
επιστήμη, την σφαίρα της αισθητικής, της θρησκευτικής πρακτικής και επέφερε
μια
βαθιά αλλαγή στην χρονική δομή της ανθρώπινης εμπειρίας, στην οποία το μέλλον
γίνεται ένας πρωταρχικός προσανατολισμός για την φαντασία και δραστηριότητα’’[16]
Στα
περιορισμένα πλαίσια αυτού του κειμένου δεν θα μπορούσαμε βέβαια να αναλύσουμε
την κεντρική σημασία που είχε και έχει ο
καπιταλισμός ως συστατικό στοιχείο της
νεωτερικοτητας . Θα περιοριστούμε σε κάποιους υπαινιγμούς που αφορούν
στη αλλαγή στην νεωτερικη κατανόηση του
χρόνου και στην εμφάνιση της επινοημένης παράδοσης
Ετσι αν στην παραδοσιακή(μεσαιωνική) αντίληψη επικρατούσε
η ‘’ταυτοχρονία’’, δηλαδή η αξεδιάλυτη συνύφανση παρελθόντος και μέλλοντος
εντός του παρόντος ,στην νεώτερη κατανόηση του χρόνου παρελθόν, παρόν και
μέλλον σαφώς διαχωρίζονται, ως τμήματα μιας διαδοχικής προοδευτικής ανέλιξης. O
Νεωτερικός χρόνος εμφανίζεται πια« ως μέγεθος [..]κενό περιεχομένου, είναι
επομένως μέγεθος διαθέσιμο και όλο το
ζήτημα είναι το τι κάνει καθ ένας μαζί του, δηλαδή πώς τον γεμίζει και
πώς τον διαμορφώνει»''[17] « Αυτή
η παράσταση του χρόνου ως ομοιογενούς ευθύγραμμου και κενού -γράφει
ο Giorgio
Agamben- γεννιέται από την εμπειρία της εργασίας …και
κατακυρώνεται από την νεωτερική μηχανική που παγιώνει το πρωτείο της
ομοιόμορφης ευθύγραμμης κίνησης έναντι της κυκλικής. […]»[18] Ο
νέος ομοιογενής, άδειος χρόνος εννοήθηκε ως χρόνος πραγμάτων, εμπορευμάτων πού
παράγονται ομοιόμορφα, σε σειρές.
Δεύτερον να θυμηθούμε ότι η νεωτερική κοινωνία είναι εκείνη που επινοεί
την έννοια «παράδοση» Η ιδιαιτερότητα των επινοημένων παραδόσεων είναι ότι αυτή
η συνέχεια με το παρελθόν είναι σε μεγάλο βαθμό τεχνητή.«Το
ετήσιο χριστουγεννιάτικο διάγγελμα του μονάρχη στη Βρετανία αποτελεί πια
παράδοση . Ωστόσο εγκαινιάστηκε μόλις το 1932» «Αυτός που
επινόησε την κοντή φούστα κιλτ των δεν ήταν κάποιος αρχαίος σκωτσέζος αλλά ένας άγγλος βιομήχανος, ο Τόμας Ρολινσον
, που ζούσε στο Λανκασαιρ στις αρχές του 19ου αιώνα .Ήθελε να αλλάξει τις
φορεσιές των ορεσίβιων Σκότων ,για να τις κάνει πιο άνετες για τους εργαζόμενους»[19]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου