Λεόν Τρότσκι: ΤΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΤΑΛΙΝ
(ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ)
Γράφτηκε: στο
τέλος του 1936 – αρχές του 1937 τη στιγμή που ο Στάλιν με δίκες ή χωρίς δίκες
δολοφονούσε κατά χιλιάδες τους μπολσεβίκους ηγέτες
Μεταφράστηκε: στα ελληνικά το 1962 από τον Λ. ΜΙΧΑΗΛ (Μιχάλη Λίλλη)
Εκδόθηκε: αμέσως από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ “ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ” και το 1984 από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ “ΑΛΛΑΓΗ”
Επιμέλεια - Σύνταξη: ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΘΩΜΑΔΑΚΗΣ
Μεταφράστηκε: στα ελληνικά το 1962 από τον Λ. ΜΙΧΑΗΛ (Μιχάλη Λίλλη)
Εκδόθηκε: αμέσως από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ “ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ” και το 1984 από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ “ΑΛΛΑΓΗ”
Επιμέλεια - Σύνταξη: ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΘΩΜΑΔΑΚΗΣ
ΤΙΣ ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΔΙΚΗΣ
Κογιοακάν – 21 Γενάρη 1937. Στις 19 του Γενάρη,
το πρακτορείο ΤΑΣ ανάγγειλε για τις 23 την έναρξη μιας καινούργιας δίκης
«τροτσκιστών&#`87; (Ράντεκ, Πιατάκοβ και άλλοι...). Ξέραμε από καιρό ότι
προετοιμαζόταν, μα αναρωτιόμασταν αν η σοβιετική κυβέρνηση θα αποφάσιζε να την
σκαρώσει ύστερα από την εξαιρετικά δυσμενή εντύπωση που προκάλεσε η δίκη
Ζινόβιεφ. Αυτή η κυβέρνηση επαναλαβαίνει τη μανούβρα που μεταχειρίστηκε με την
ευκαιρία της δίκης των Δεκάξι: σε τέσσερεις μέρες οι διεθνείς εργατικές
οργανώσεις δε θά ’χουν τον καιρό να επέμβουν, οι οχληροί μάρτυρες που
βρίσκονται στο εξωτερικό δε θα μπορέσουν να γνωστοποιήσουν την ύπαρξή τους, οι
ανεπιθύμητοι ξένοι δε θα μπορέσουν ούτε να επιχειρήσουν καν να πάνε στη Μόσχα.
Όσο για τους δοκιμασμένους και μισθοδοτούμενους «φίλους», αυτοί προσκλήθηκαν
έγκαιρα, έτσι που να εγκωμιάσουν έπειτα τη δικαιοσύνη του Στάλιν - Βισίνσκι.
Όταν θα δημοσιεύονται στον Τύπο αυτές οι γραμμές, η δίκη θά ’χει τελειώσει, οι
καταδικαστικές αποφάσεις θά ’χουν ίσως εκτελεστεί. Το σχέδιο των σκηνοθετών
είναι ολοκάθαρο: να αιφνιδιάσουν την κοινή γνώμη και να την εκβιάσουν. Γι’
αυτό το πιο σημαντικό είναι να χυθεί φως πάνω στην απαίσια σκευωρία, στους
σκοπούς της και στις μέθοδές της, προτού αυτή μπει σε κίνηση. Δε θα πρέπει να
ξεχνάει κανείς ότι τη στιγμή που γράφω αυτές τις γραμμές το κατηγορητήριο δεν
έχει ακόμα δημοσιευτεί κι ούτε έχει δοθεί στις εφημερίδες ο πλήρης κατάλογος
των κατηγορούμενων.
Η δίκη των Δεκάξι έγινε το δεύτερο δεκαπενθήμερο
του Αυγούστου 1936. Στα τέλη του Νοέμβρη ξετυλίχτηκε ξαφνικά, στα βάθη της
Σιβηρίας, μια δεύτερη δίκη «τροτσκιστών» που συμπλήρωνε τη δίκη Ζινόβιεφ -
Κάμενεφ και προετοίμαζε τη δίκη Ράντεκ - Πιατάκοβ. Το πιο αδύνατο σημείο της
δίκης των Δεκάξι (που δεν είχε άλλωστε ισχυρά σημεία, εκτός από το μάουζερ των
δημίων) είταν η τερατώδης κατηγορία για σύνδεσμο με τη Γκεστάπο. Εξαιρετικά
σοβαρή αυτή η κατηγορία, στηριζόταν μόνο στα λεγόμενα άγνωστων ανθρώπων τόσο
αμφίβολων όσο οι Όλμπεργκ και οι Ντάβιντ, λεγόμενα, που δεν στηρίζονταν με τη
σειρά τους σε τίποτα. Μια δεύτερη δίκη γινόταν αναγκαία για την επικύρωση της
πρώτης. Μα προτού αποφασιστεί μια μεγάλη παράσταση στη Μόσχα, έγινε μια δοκιμή
στην επαρχία. Αυτή τη φορά έγινε στο Νοβοσίμπιρσκ, σε μεγάλη απόσταση από την
Ευρώπη, από τους ξένους δημοσιογράφους και γενικά από τα οχληρά βλέμματα. Η
δίκη του Νοβοσίμπιρσκ στάθηκε αξιόλογη από το γεγονός ότι εμφανίστηκε στη
σκηνή ένας Γερμανός μηχανικός, ψεύτικος ή αληθινός πράκτορας της Γκεστάπο.
Έπειτα, με τη βοήθεια των τυπικών ομολογιών, αποκαταστάθηκε ο σύνδεσμός του με
Σιβιριανούς «τροτσκιστές», ψεύτικους ή αληθινούς, που μου είταν όπως και νά
’ναι ολότελα άγνωστοι. Το κυριότερο κεφάλαιο της κατηγορίας αυτή τη φορά δεν
είταν η τρομοκρατία, μα το «σαμποτάζ της βιομηχανίας».
Ποιοί είναι αυτοί οι Γερμανοί μηχανικοί και
τεχνικοί που συλλαμβάνονται σ’ όλες τις γωνιές της χώρας και που προορίζονται
ολοφάνερα να ενσαρκώσουν το σύνδεσμο ανάμεσα στους τροτσκιστές και τη
Γκεστάπο; Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να διατυπώσω εδώ μιαν υπόθεση. Οι
Γερμανοί που, με τις τωρινές σχέσεις της Γερμανίας και της ΕΣΣΔ, αποφασίζουν να
παραμείνουν στην υπηρεσία της σοβιετικής κυβέρνησης μπορούν από τα πριν να
διαιρεθούν σε δυο ομάδες: πράκτορες της Γκεστάπο και πράκτορες της Γκεπεού.
Ορισμένοι κρατούμενοι φαίνεται ν’ ανήκουν και στις δυο ομάδες: πράκτορες της
Γκεστάπο παρασταίνουν τους κομμουνιστές και εισχωρούν στη Γκεπεού·
κομμουνιστές, εκπαιδευμένοι από τη Γκεπεού, παρασταίνουν τους φασίστες για να
γνωρίσουν τα μυστικά της Γκεστάπο. Όλοι αυτοί οι πράκτορες ακολουθούν ένα
στενό μονοπάτι ανάμεσα σε δυο βάραθρα. Μπορεί να φανταστεί κανείς πρόσωπα πιο
κατάλληλα για όλα τ’ αμαλγάματα, για όλες τις δικαστικές άπατες;
Είναι πολύ πιο δύσκολο να καταλάβουμε από πρώτη
άποψη την υπόθεση Πιατάκοβ - Ράντεκ - Σερεμπριάκοβ. Μέσα στα τελευταία οκτώ ή
εννιά χρόνια, αυτοί οι άνθρωποι, προπαντός οι δυο πρώτοι, υπηρέτησαν όσο
μπορούσαν καλύτερα τη γραφειοκρατία, κατάτρεξαν την Αντιπολίτευση, ύμνησαν τη
δόξα των αρχηγών, στάθηκαν συνάμα θεράποντες και στολίδια του καθεστώτος.
Γιατί ο Στάλιν νά ’χει ανάγκη απ’ τα κεφάλια τους;
Γιος μεγάλου ζαχαροβιομήχανου της Ουκρανίας, ο
Πιατάκοβ έλαβε γερή μόρφωση, προπαντός μουσική. Γνωρίζει πολλές γλώσσες,
καταπιάστηκε με την πολιτική οικονομία κ’ έγινε ειδικός στα τραπεζικά ζητήματα.
Σε σχέση με το Ζινόβιεφ και τον Κάμενεφ, ανήκε στη νέα γενιά, αφού είναι σήμερα
μόλις 46 χρονών.
Στην Αντιπολίτευση, ή καλύτερα στις διάφορες
αντιπολιτεύσεις, κατέλαβε σημαντική θέση. Στον παγκόσμιο πόλεμο, χτύπησε τον
Λένιν μαζί με τον Μπουχάριν, που είταν τότε στην άκρα αριστερά, προπαντός πάνω
στο δικαίωμα αυτοδιάθεσης των εθνικοτήτων. Στην ειρήνη του Μπρεστ - Λίτοβσκ, ο
Πιατάκοβ, ο Μπουχάριν, ο Ράντεκ, ο Γιαροσλάβσκι, ο μακαρίτης ο Κουϊμπίσεφ
άνηκαν στη φράξια των «αριστερών κομμουνιστών». Στην πρώτη φάση του εμφυλίου
πολέμου, ο Πιατάκοβ είταν στην Ουκρανία αποφασιστικός αντίπαλος της
στρατιωτικής πολιτικής μου. Από το 1923, ενώθηκε με τους «τροτσκιστές» και
είταν στο διευθυντικό πυρήνα μας. Είναι ένας από τους έξι αγωνιστές που
αναφέρονται από το Λένιν στη Διαθήκη του (Τρότσκι, Στάλιν, Ζινόβιεφ, Κάμενεφ,
Μπουχάριν, Πιατάκοβ). Σημειώνοντας τις μεγάλες του ικανότητες, ο Λένιν
προσθέτει πως δεν μπορεί να τον θεωρεί κανείς για σίγουρο στην πολιτική, γιατί,
όπως κι ο Μπουχάριν, έχει σκέψη φορμαλιστική, στερημένη από διαλεκτική
ευστροφία. Αντίθετα από το Μπουχάριν, οι διοικητικές του ικανότητες είναι
εξαιρετικές και είχε την ευκαιρία να τις φανερώσει κάτω από το σοβιετικό
καθεστώς. Κατά το 1925 ο Πιατάκοβ βρέθηκε κουρασμένος από την Αντιπολίτευση και
γενικότερα από την πολιτική. Οι διοικητικές του ασχολίες τού ’διναν αρκετές
ικανοποιήσεις. Από αδράνεια και προσωπικές σχέσεις, έμεινε «τροτσκιστής» ως το
τέλος του 1927, μα με το πρώτο κιόλας κύμα διωγμών έκοψε αποφασιστικά μ’ αυτό
το παρελθόν, κατάθεσε τα αντιπολιτευόμενά του όπλα και πολιτογραφήθηκε αμέσως
γραφειοκράτης. Ενώ ο Ζινόβιεφ κι ο Κάμενεφ, με όλες τις αποκηρύξεις τους,
παράμεναν στη σκιά, ο Πιατάκοβ έγινε δεκτός στην Κεντρική Επιτροπή και έλαβε το
χαρτοφυλάκιο του υφυπουργού στη βαριά βιομηχανία. Με τη μόρφωσή του, τις
ικανότητές του, τη συστηματική του σκέψη, τις οργανωτικές του συλλήψεις, είναι
πολύ πάνω από τον επίσημο προϊστάμενο της βαριάς βιομηχανίας Ορντζονικίντζε,
που διαθέτει περισσότερη εξουσία και που η εξουσία του είναι περισσότερο του
Πολιτικού Γραφείου, του καταναγκασμού, του υβρεολόγιου, της προσταγής... Και να
που στα 1936, ο άνθρωπος που σχεδόν επί δώδεκα χρόνια διεύθυνε τη βιομηχανία,
αποκαλύπτεται ότι στην πραγματικότητα δεν είναι παρά «τρομοκράτης»,
σαμποταριστής και πράκτορας της Γκεστάπο. Τι να πει κανείς;
Ο Ράντεκ –είναι σήμερα 54 χρονών– δεν είναι παρά
δημοσιογράφος. Έχει όλες τις λαμπρές ιδιότητες των ανθρώπων αυτού του είδους,
μα και όλα τα ελαττώματά τους. Η μόρφωση του είναι μάλλον μόρφωση ενός μεγάλου
φιλαναγνώστη. Η γνώση του πολωνικού εργατικού κινήματος, η μακρόχρονη
συμμετοχή στη γερμανική σοσιαλδημοκρατική κίνηση, η προσεχτική παρακολούθηση
του διεθνούς Τύπου, κυρίως αγγλικού και αμερικάνικου, πλάτυναν τους ορίζοντες
του, έδοσαν μια καινούργια ευκινησία στη σκέψη του, την εξοπλισμένη με άπειρα
παραδείγματα, συγκρίσεις και τέλος ανέκδοτα. Μα του λείπει κείνο που ο Λασάλε
αποκαλούσε «φυσική δύναμη της νόησης». Στις διάφορες πολιτικές ομάδες ο Ράντεκ
είταν πιότερο μουσαφίρης παρά πραγματικός αγωνιστής. Η σκέψη του είναι πάρα
πολύ παρορμητική και ευμετάβολη για συστηματική δράση. Τα άρθρα του διδάσκουν
πολλά. Οι παραδοξολογίες του μπορούν να παρουσιάσουν ένα ζήτημα από απροσδόκητη
σκοπιά, μα δεν υπήρξε ποτέ πολιτική προσωπικότητα. Η φήμη που του δίνει, σε
ορισμένες εποχές, αποφασιστική επίδραση στο Επιτροπάτο των Εξωτερικών είναι
αβάσιμη. Το Πολιτικό Γραφείο εκτιμούσε το ταλέντο του Ράντεκ, μα δεν πήρε ποτέ
τον Ράντεκ πολύ στα σοβαρά.
Από το 1923, ο Ράντεκ ταλαντεύτηκε ανάμεσα στην
Αριστερή Αντιπολίτευση στη Ρωσία και τη Δεξιά Αντιπολίτευση του γερμανικού
κομμουνισμού (Μπράντλερ, Ταλχάιμερ). Τη στιγμή της ρήξης ανάμεσα Ζινόβιεφ και
Στάλιν, επιχείρησε να πείσει την Αριστερή Αντιπολίτευση να κάνει μπλοκ με το Στάλιν.
Ανήκε έπειτα για δυο ή για τρία χρόνια στην Αριστερή Αντιπολίτευση
(«τροτσκιστική») και μαζί της στο αντιπολιτευτικό μπλοκ (Τρότσκι -Ζινόβιεφ). Μα
και δω ακόμα δεν έπαψε να ελίσσεται πότε προς τα δεξιά, πότε προς τα αριστερά.
Το 1929 συνθηκολογεί, κι αυτό δεν γίνεται με υστεροβουλία, γίνεται με αφοσίωση,
οριστικά, αμετάκλητα, για να καταντήσει ο πιο ονομαστός δημοσιογράφος της
γραφειοκρατίας. Δεν υπάρχει κατηγορία, που να μην την ρίχνει πάνω στην
Αντιπολίτευση, δεν υπάρχει εγκώμιο που να μην το προσφέρει στο Στάλιν. Γιατί
λοιπόν βρίσκεται κι αυτός στο εδώλιο του κατηγορούμενου;
Δυο άλλοι κατηγορούμενοι, όχι λιγότερο σπουδαίοι,
ανήκουν στην ίδια γενιά με τον Πιατάκοβ. Ο Σερεμπριάκοβ είναι ένας από τους πιο
αξιόλογους μπολσεβίκους εργάτες, από τους λιγοστούς οικοδόμους του Κόμματος τα
δύσκολα χρόνια ανάμεσα στις δυο επαναστάσεις (1905-1917). Τον καιρό του Λένιν
άνηκε στην Κεντρική Επιτροπή και είταν μάλιστα, ορισμένη εποχή, γραμματέας
της. Το τακτ και η λεπτότητα του τού επιτρέψανε να παίξει σημαντικό ρόλο στο
ξεκαθάρισμα πολλών εσωκομματικών συγκρούσεων. Ήρεμος, καλοσυνάτος, δίχως
φιλοδοξία, ο Σερεμπριάκοβ είχε ανάμεσα στους συντρόφους πλατιές συμπάθειες. Ως
το τέλος του 1927, είταν ένας από τους ηγήτορες της Αριστερής Αντιπολίτευσης
πλάι στον Ι.Ν.Σμίρνοφ, τον τουφεκισμένο της δίκης των Δεκάξι. Αναμφισβήτητα
διευκόλυνε σε υπέρτατο σημείο την προσέγγισή μας με την ομάδα Ζινόβιεφ
(«Αντιπολίτευση του 1926») και βοήθησε να εξομαλυνθούν οι προστριβές στους
κόλπους του μπλοκ που μπόρεσε έτσι να συγκροτηθεί. Η θερμιδοριανή πίεση θα τον
τσάκιζε όπως πολλούς άλλους. Αφού παραιτήθηκε από κάθε πολιτική δράση, ο
Σερεμπριάκοβ συνθηκολόγησε μπροστά στη διευθύνουσα φατρία με τρόπο, είν’
αλήθεια, πιο αξιοπρεπή από ορισμένους, μα όχι και λιγότερο αποφασιστικό. Από
την εξορία γύρισε στη Μόσχα, στάλθηκε με αποστολή στις Ενωμένες Πολιτείες και
εκπλήρωσε αθόρυβα τα καθήκοντά του σαν ανώτερος υπάλληλος στους σιδηροδρόμους.
Όπως αρκετοί συνθηκολόγοι, είχε μισοξεχάσει το αντιπολιτευτικό του παρελθόν. Μα
με διαταγή της Γκεπεού, οι κατηγορούμενοι της δίκης των Δεκάξι δήλωσαν πώς
σχετιζόταν με την «τρομοκρατία» που οι ίδιοι είταν ολότελα ξένοι μ’ αυτήν...
Ο Σοκόλνικοβ, ο τέταρτος κατηγορούμενος, γύρισε
από την Ελβετία στη Ρωσία, τον Απρίλη του 1917, με το λεγόμενο σφραγισμένο βαγόνι
και έγινε αμέσως ένας από τους πιο επιφανείς αγωνιστές του μπολσεβίκικου
κόμματος. Τους αποφασιστικούς μήνες της επαναστατικής χρονιάς, ο Σοκόλνικοβ
συνεργάζεται με τον Στάλιν στο κεντρικό όργανο του Κόμματος. Και ενώ ο Στάλιν,
αντίθετα από το μύθο που πλάστηκε κατοπινά, κρατάει σ’ όλες τις κρίσιμες
στιγμές στάση αναμονής ή ταλάντευσης, έντονα αποτυπωμένη στα πρακτικά της ΚΕ
που δημοσιεύτηκαν κατόπι, ο Σοκόλνικοβ ακολουθεί δραστήρια την πολιτική που
αποκαλούνταν τότε πολιτική «Λένιν και Τρότσκι». Στον εμφύλιο πόλεμο εκπληρώνει
τις υψηλότερες αποστολές και διοικεί για ένα διάστημα την 8η στρατιά στο νότιο
μέτωπο. Στη διάρκεια της ΝΕΠ, επίτροπος του λαού στα Οικονομικά, δημιουργεί ένα
τσερβόνετς [1]. αρκετά σταθερό. Αργότερα αντιπροσωπεύει την
ΕΣΣΔ στο Λονδίνο. Προικισμένος με πολλά χαρίσματα, οπλισμένος με γερή μόρφωση,
βλέποντας τα πράγματα στη διεθνική τους κλίμακα, ο Σοκόλνικοβ υπόκειται
ωστόσο, καθώς και ο Ράντεκ, σε μεγάλους δισταγμούς. Στα πιο σπουδαία οικονομικά
προβλήματα οι συμπάθειές του πήγαν με τη Δεξιά του Κόμματος. Ποτέ δεν μπήκε στο
αντιπολιτευτικό μπλοκ που σχηματίστηκε στα 1926-1927. Διακήρυξε τη συμφωνία του
με την επίσημη πολιτική στο 15ο Συνέδριο που αποφάσισε τον αποκλεισμό της
Αριστερής Αντιπολίτευσης (τέλος του 1927). Ξαναβγήκε αμέσως στην Κ.Ε. Όπως
γενικά οι συνθηκολόγοι, δεν θά ’παιζε πια κανένα πολιτικό ρόλο. Όμως, αντίθετα
από τον Ζινόβιεφ και τον Κάμενεφ, προσωπικότητες ολότελα ξεχωριστές, που ο
Στάλιν τις φοβόταν ακόμα και στην ταπείνωσή τους, ο Σοκόλνικοβ, όπως κι ο
Ράντεκ και ο Πιατάκοβ, γρήγορα αφομοιώθηκε από τη γραφειοκρατία σαν ανώτερος
σοβιετικός υπάλληλος. Δεν είναι καταπληκτικό να βλέπεις να τον κατηγορούν για
τα χειρότερα εγκλήματα εναντίον του κράτους ύστερα από δεκάχρονη ειρηνική
συνεργασία; [2].
Τον Αύγουστο οι Δεκάξι κατηγορούμενοι,
πλειοδοτώντας ο ένας με τον άλλο και όλοι μαζί με τον εισαγγελέα, απαιτούσαν
την κεφαλική ποινή. Χτεσινοί τρομοκράτες επικίνδυνοι, δεν είταν πια παρά
αυτομαστιγούμενοι και επιζητούσαν το στεφάνι του μαρτυρίου. Ο Πιατάκοβ και ο
Ράντεκ έγραφαν κείνη τη στιγμή στην «Πράβδα» μανιακά άρθρα αξιώνοντας
για κάθε κατηγορούμενο πολλούς θανάτους. Όταν θα δημοσιεύονται στον Τύπο αυτές
εδώ οι γραμμές, το πρακτορείο ΤΑΣ θα έχει αναγγείλει χωρίς άλλο ότι ο Ράντεκ
και ο Πιατάκοβ, ομολογώντας τα δικά τους φανταστικά εγκλήματα, απαιτούν με τη
σειρά τους τη θανατική ποινή...
Για να δόσει στις ιεροεξεταστικές του δίκες
τουλάχιστο μια πειστική επίφαση, ο Στάλιν οφείλει να παρουσιάσει σ’ αυτές παλιούς
μπολσεβίκους γνωστούς και με κύρος. «Είναι αδύνατο αυτοί οι ατσαλωμένοι
επαναστάτες να αυτό-συκοφαντούνται τόσο τερατώδικα», θα πει ο μέσος
ηλίθιος. «Εξάλλου είναι αδύνατο ο Στάλιν να τουφεκίζει τους πρώην
συντρόφους του αν δεν έχουν κάνει κανένα έγκλημα». Οι υπολογισμοί του
κύριου οργανωτή των δικών της Μόσχας, αυτού του Καίσαρα Βοργία του καιρού μας,
στηρίζονται ίσα - ίσα στην αναρμοδιότητα, την απλοϊκότητα και την ευκολοπιστία
του μέσου ανθρώπου.
Στη δίκη των Δεκάξι, ο Στάλιν έριξε τα ισχυρότερα
ατού του, το Ζινόβιεφ και τον Κάμενεφ. Μέσα στη μετριότητά του, που βρίσκεται
κάτω από την πρωτόγονη δολιότητά του, υπολόγιζε σταθερά ότι οι ομολογίες του
Ζινόβιεφ και του Κάμενεφ, επικυρωμένες με εκτελέσεις, θα έπειθαν την υφήλιο.
Τα πράγματα δεν έγιναν έτσι. Κανείς δεν πείστηκε. Οι πιο διορατικοί παράμεναν
δύσπιστοι. Η δυσπιστία τους, ενισχυμένη με την κριτική, απλώνεται σε κύκλους
ολοένα και πιο πλατιούς. Οι σοβιετικοί ιθύνοντες δε θα μπορούσαν σε καμιά
περίπτωση να το δεχτούν αυτό: η εθνική και διεθνής υπόληψή τους ανεβοκατεβαίνει
ανάλογα με τη στάθμη των δικών της Μόσχας.
Στις 15 Σεπτέμβρη του περασμένου χρόνου, δυο
βδομάδες ύστερα από τον περιορισμό μου στη Νορβηγία, έγραψα σ’ ένα μήνυμά μου
στον Τύπο: «Η δίκη της Μόσχας, αν τη δούμε μέσα στον καθρέφτη της παγκόσμιας
κοινής γνώμης, είναι τρομερό φιάσκο... Η διευθύνουσα φατρία δε θα το υπομείνει
αυτό. Όπως ύστερα από την κατάρρευση της πρώτης δίκης Κίροφ (Γενάρης 1935) χρειάστηκε
να προετοιμάσει μια δεύτερη δίκη (Αύγουστος 1936), έτσι δε θα παραλείψει να
ανακαλύψει τώρα, για να στηρίξει τις κατηγορίες που διατυπώνει εναντίον μου,
καινούργιες τρομοκρατικές επιθέσεις, καινούργιες συνωμοσίες κλπ.». Η νορβηγική
κυβέρνηση κατακράτησε τη δήλωση μου, μα τα γεγονότα την επιβεβαίωσαν.
Χρειαζόταν μια δεύτερη δίκη για να επικυρώσει την πρώτη, να γεμίσει τα κενά,
να σκεπάσει τις αντιφάσεις που αποκαλύφτηκαν ήδη απ’ την κριτική.
Ο Ράντεκ, ο Πιατάκοβ, ο Σερεμπριάκοβ, ο
Σοκόλνικοβ, αφήνοντας κατά μέρος τον Ρακόβσκι που δεν τον άγγιξαν ακόμα, είναι
οι πιο αξιόλογοι επιζώντες συνθηκολόγοι. Ο Στάλιν αποφάσισε όπως φαίνεται να
τους θυσιάσει για να γεμίσει τα κενά της πρώτης του δίκης. Κι άλλωστε όχι μόνο
γι’ αυτό. Στη δίκη των Δεκάξι δεν γινόταν λόγος παρά για την τρομοκρατία, και
χρόνια τρομοκρατίας, περιορίζονταν πραγματικά στη δολοφονία του Κίροφ,
πολιτικού προσώπου δεύτερης σειράς, από τον άγνωστο Νικολάγιεφ (με την άμεση
συνδρομή της Γκεπεού, όπως το απόδειξα κιόλας από το 1934). Αυτό το έγκλημα
είχε πληρωθεί ήδη με 200 τόσες εκτελέσεις με δίκη ή χωρίς δίκη! Δε μπορούσαν
ωστόσο να χρησιμοποιούν επ’ άπειρο το κουφάρι του Κίροφ για να εξοντώσουν όλη
την Αντιπολίτευση· τόσο πιο πολύ όσο οι πραγματικοί αντιπολιτευόμενοι, κείνοι
που δεν συνθηκολόγησαν, δεν εγκαταλείψανε από το 1928 τη φυλακή και την εξορία.
Η καινούργια δίκη χρειάζεται λοιπόν καινούργιες κατηγορίες: οικονομικό
σαμποτάζ, κατασκοπεία, απόπειρα παλινόρθωσης του καπιταλισμού, απόπειρες
«μαζικής εξόντωσης των εργατών»! Κάτω απ’ αυτούς τους τίτλους μπορείς να
βάλεις ό,τι θέλεις. Αν ο Πιατάκοβ, που σε δυο πεντάχρονες περίοδες διεύθυνε
πραγματικά την εκβιομηχάνιση, αποκαλύπτεται σαν ο μεγάλος οργανωτής του
σαμποτάζ, τί να πεις τότε για τους κοινούς θνητούς; Η γραφειοκρατία θα επιχειρήσει,
προχωρώντας, να φορτώσει τις οικονομικές της αποτυχίες, τους σφαλερούς της
υπολογισμούς, τις σπατάλες της, τις καταχρήσεις της, στους... τροτσκιστές που ο
ρόλος τους στην ΕΣΣΔ είναι ακριβώς ίδιος με κείνο που αποδίνουν στους
κομμουνιστές στη Γερμανία. Φαντάζεται κανείς τι ατιμίες, τι υπαινιγμούς και τι
κατηγορίες θ’ απευθύνουν εναντίον μου!
Η καινούργια δίκη φαίνεται πως πρέπει να λύσει
ακόμα ένα πρόβλημα. Η «τροτσκιστική τρομοκρατία», σύμφωνα με τη δίκη των
Δεκάξι, πρωταρχίζει από τα 1932, πράγμα που κάνει απρόσιτους στο δήμιο τους
τροτσκιστές που βρίσκονται στη φυλακή από το 1928. Πάω να πιστέψω πως θα
υποχρεώσουν τους κατηγορουμένους της τωρινής δίκης να ομολογήσουν εγκλήματα ή
εγκληματικά σχέδια που ανάγονται στην εποχή όπου δεν είχαν ακόμα αποκηρύξει
τις ιδέες τους. Σ’ αυτή την περίπτωση εκατοντάδες παλιοί αντιπολιτευόμενοι θα
πέσουν αυτόματα κάτω απ’ τα πιστόλια.
Μα μπορεί να παραδεχτεί κανείς ότι ο Ράντεκ, ο
Πιατάκοβ, ο Σοκόλνικοβ, ο Σερεμπριάκοβ –και άλλοι– θα μπουν στο δρόμο των
ομολογιών ύστερα από την τραγική πείρα των Δεκάξι; Ο Ζινόβιεφ κι ο Κάμενεφ
είχαν μιαν ελπίδα σωτηρίας. Τους ξεγέλασαν. Πλήρωσαν με τον φυσικό τους θάνατο
ομολογίες που σήμαιναν το ηθικό τους τέλος. Ο Ράντεκ και οι συγκατηγορούμενοί
του δεν τό ’χουν καταλάβει αυτό το μάθημα; Θα το μάθουμε τις μέρες που
έρχονται. Ωστόσο θά ’ταν πλάνη να πιστέψουμε πως αυτά τα καινούργια θύματα
έχουν να διαλέξουν. Ύστερα από πολύμηνη ιερή εξέταση, αυτοί οι άνθρωποι βλέπουν
αργά, αδυσώπητα, το θάνατο να απλώνεται πάνω τους. Όσοι αρνούνται να
ομολογήσουν αυτό που τους υπαγορεύουν, τουφεκίζονται χωρίς δίκη. Στον Ράντεκ,
στον Πιατάκοβ, στους άλλους αφήνουν τη σκιά μιας ελπίδας. –Μα τουφεκίσατε τον
Ζινόβιεφ και τον Κάμενεφ. –Ναι, τους τουφεκίσαμε γιατί αυτό είταν αναγκαίο,
γιατί είταν κρυφοί εχθροί, γιατί αρνήθηκαν να ομολογήσουν τις σχέσεις τους με
τη Γκεστάπο, γιατί... κλπ. Αντίθετα δεν έχουμε ανάγκη να τουφεκίσουμε εσάς.
Εσείς πρέπει να μας βοηθήσετε να ξεκαθαρίσουμε για πάντα την Αντιπολίτευση και
να εκθέσουμε τον Τρότσκι. Αυτή η υπηρεσία θα σας χαρίσει τη ζωή. Θα σας δόσουμε
ακόμα και δουλειά σε λίγο καιρό... κλπ. –Βέβαια, ύστερα απ’ ότι έγινε, ούτε ο
Ράντεκ, ούτε ο Πιατάκοβ μπορούν να δόσουν μεγάλη πίστη σε παρόμοιες υποσχέσεις.
Είναι, στριμωγμένοι ανάμεσα σ’ ένα θάνατο αναπόφευκτο και βέβαιο και... ένα
θάνατο καμουφλαρισμένο με κάποιες λάμψεις ελπίδας. Σε τέτοια περίπτωση οι
άνθρωποι, προπαντός οι κατατρεγμένοι, οι βασανισμένοι, οι ταπεινωμένοι, οι
εξαντλημένοι κλίνουν προς την ελπιδοφόρα λάμψη...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου