Αναγνώστες

Σάββατο 19 Φεβρουαρίου 2011

Λεόν Τρότσκι ΤΑ ΕΓΚΛΗΜΑ ΤΑ ΤΟΥ ΣΤΑΛΙΝ (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ)





Λεόν Τρότσκι
ΤΑ ΕΓΚΛΗΜΑ ΤΑ ΤΟΥ ΣΤΑΛΙΝ
(ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ)





ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ

Αυτό το συγκλονιστικά αποκαλυπτικό βιβλίο γράφτηκε πριν από ένα τέταρτο αιώνα, όταν στη χώρα των Σοβιέτ συν­τελούνταν ένα από τα πιο φριχτά εγκλήματα του καιρού μας που μόνο με τις γενοκτονίες του Χίτλερ θα μπορούσε να συγκριθεί.
Τα θύματα της σταλινικής τυραννίας, που συσσωρεύον­ταν ολοένα ύστερα από την έκδοση του βιβλίου και δε σταμά­τησαν με τη δολοφονία του συγγραφέα του, υπολογίζονται σή­μερα σε εκατομμύρια. Στη συνεδρίαση της Κ.Ε. του Σοβιετι­κού Κ.Κ. τον Ιούλη του 1957, ο Νικήτα Χρουστσόφ μίλησε για 1.600.000 εξοντωμένους σοβιετικούς κομμουνιστές, μα ο πραγματικός αριθμός φαίνεται πως είναι πολύ μεγαλύτερος – χωρίς να λογαριάσουμε εκείνους που πέρασαν από τις φυλα­κές και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης που ξεπερνάνε τα 20.000.000 –μιλάμε μόνο για τους νεκρούς. Και δω ο Στάλιν ε­πισκιάζει το Χίτλερ: τα θύματά του δεν είναι παρμένα από το σωρό, μα διαλεγμένα ανάμεσα σ’ ό,τι καλύτερο έχει να δό­σει ολόκληρη ιστορική εποχή.
Και δεν είναι μόνο Ρώσοι: ανάμεσα τους υπάρχουν χι­λιάδες επίλεκτοι επαναστάτες εργάτες και διανοούμενοι απ’ όλα τα μέρη του κόσμου και την Ελλάδα. Τόπος του εγκλή­ματος δεν είναι μόνον η Ρωσία, μα ολόκληρος ο πλανήτης που σε μιαν απόμακρη γωνιά του, κατατρεγμένος από τις πολυπλό­καμες δυνάμεις της αντίδρασης, ο συγγραφέας αυτού του βι­βλίου έπεσε με σπασμένο το κρανίο από ένα σμπίρο του Στά­λιν –που φιλοξενείται σήμερα στη «σοσιαλιστική» Τσεχοσλοβακία.
Ήρθε ύστερα o δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, με τις α­νείπωτες σφαγές του στα μέτωπα και στα μετόπισθεν, με τα Μπούνχεβαλντ και τα Άουσβιτς, με τα Ναγκασάκι και τις Χιροσίμα, για να επισκιάσει τα εγκλήματα του Στάλιν κι όλα φάνηκαν για μια στιγμή να καταποντίζονται μέσα στον ωκεα­νό της λησμοσύνης. Μα να που «Η Ιστορία δε θα συγχωρέσει ούτε για μια σταλαγματιά αίμα που προσφέρθηκε στον καινούργιο Μολώχ της αυθαιρεσίας και του προνομίου» –λέει προφητικά ο Λ. Τρότσκι στο τέλος τον βιβλίου του. Πραγματικά, τα τελευταία γεγονότα που διαδραματίζονται στην ΕΣΣΔ δείχνουν πως η ανθρωπότητα δεν μπορεί ούτε να λησμονήσει, ούτε να συγχωρέσει.
* * *
Το Δεκέμβρη του 1916, όταν το αφρισμένο κύμα της λαϊ­κής οργής χτυπούσε κιόλας τις πόρτες του παλατιού, οι πρίγκιπες του τελευταίου τσάρου σκότωναν τον απαίσιο Ρασπού­τιν ελπίζοντας να εξευμενίσουν έτσι τις δυνάμεις της επανά­στασης και να σώσουν το θρόνο και το καθεστώς. Οι πρίγκιπες του Στάλιν κάνουν κάτι λιγότερο: περιορίζονται σε μια μεταθανάτια εικονοκλασία –πάντα για τον ίδιο σκοπό και με την ίδια ελπίδα.
* * *
Όσο κι αν όλο αυτό το όργιο αίματος και βούρκου κα­τευθυνόταν προσωπικά από τον Στάλιν και φέρνει τη σφρα­γίδα της νερωνικής του μορφής, δεν μπορεί νά ’γινε από έναν μό­νον άνθρωπο. Χρειαζόντανε γι’ αυτό κατάλληλοι συνεργάτες και εκτελεστές και πάνω απ’ όλα ένα ολοκληρωτικά αντιδρα­στικό πολιτικό καθεστώς. Η χρουστσοφική άποψη της «προσωπολατρίας» είναι μια εξήγηση λειψή και ύπουλη που προσ­παθεί να μεταθέσει τις ευθύνες από το καθεστώς του γρα­φειοκρατικού βοναπαρτισμού στα κακά ένστικτα ενός ανθρώ­που. Εξηγεί τα εγκλήματα του Στάλιν με την ψυχοπαθολογία κι όχι με την κοινωνιολογία. Μέσα σε ποιές κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες, λοιπόν, φύτρωσε και γιγάντωσε το φαινό­μενο της «προσωπολατρίας»; Την απάντηση στο θεμελιακό αυτό ερώτημα την δίνει ο συγγραφέας αυτού του βιβλίου που δεν περιορίζεται να καταγγείλει το έγκλημα, να αποκαλύψει το ψέμα και την απάτη που κρύβονται πίσω από τις βδελυρές δι­καστικές σκηνοθεσίες της Μόσχας, να βροντοφωνήσει το αμεί­λικτο «Κατηγορώ» του, μα και να χαράζει την πορεία μιας βοναπαρτιστικής τυραννίας που είναι καταδικασμένη από τους ιστορικούς νόμους και που κανένα τέχνασμα δε θα μπορέσει να την σώσει.

ΤΙΣ ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΔΙΚΗΣ

Κογιοακάν – 21 Γενάρη 1937. Στις 19 του Γενάρη, το πρακτορείο ΤΑΣ ανάγγειλε για τις 23 την έναρξη μιας καινούργιας δίκης «τροτσκιστών» (Ράντεκ, Πιατάκοβ και άλλοι...). Ξέραμε από καιρό ότι προετοιμαζόταν, μα αναρωτιόμασταν αν η σοβιετική κυβέρ­νηση θα αποφάσιζε να την σκαρώσει ύστερα από την εξαιρετικά δυσμενή εντύπωση που προκάλεσε η δίκη Ζινόβιεφ. Αυτή η κυ­βέρνηση επαναλαβαίνει τη μανούβρα που μεταχειρίστηκε με την ευκαιρία της δίκης των Δεκάξι: σε τέσσερεις μέρες οι διεθνείς ερ­γατικές οργανώσεις δε θά ’χουν τον καιρό να επέμβουν, οι οχληροί μάρτυρες που βρίσκονται στο εξωτερικό δε θα μπορέσουν να γνω­στοποιήσουν την ύπαρξή τους, οι ανεπιθύμητοι ξένοι δε θα μπο­ρέσουν ούτε να επιχειρήσουν καν να πάνε στη Μόσχα. Όσο για τους δοκιμασμένους και μισθοδοτούμενους «φίλους», αυτοί προσκλή­θηκαν έγκαιρα, έτσι που να εγκωμιάσουν έπειτα τη δικαιοσύνη του Στάλιν - Βισίνσκι. Όταν θα δημοσιεύονται στον Τύπο αυτές οι γραμμές, η δίκη θά ’χει τελειώσει, οι καταδικαστικές αποφάσεις θά ’χουν ίσως εκτελεστεί. Το σχέδιο των σκηνοθετών είναι ολοκά­θαρο: να αιφνιδιάσουν την κοινή γνώμη και να την εκβιάσουν. Γι’ αυτό το πιο σημαντικό είναι να χυθεί φως πάνω στην απαίσια σκευωρία, στους σκοπούς της και στις μέθοδές της, προτού αυτή μπει σε κίνηση. Δε θα πρέπει να ξεχνάει κανείς ότι τη στιγμή που γράφω αυτές τις γραμμές το κατηγορητήριο δεν έχει ακόμα δημο­σιευτεί κι ούτε έχει δοθεί στις εφημερίδες ο πλήρης κατάλογος των κατηγορούμενων.
Η δίκη των Δεκάξι έγινε το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Αυ­γούστου 1936. Στα τέλη του Νοέμβρη ξετυλίχτηκε ξαφνικά, στα βάθη της Σιβηρίας, μια δεύτερη δίκη «τροτσκιστών» που συμπλή­ρωνε τη δίκη Ζινόβιεφ - Κάμενεφ και προετοίμαζε τη δίκη Ράν­τεκ - Πιατάκοβ. Το πιο αδύνατο σημείο της δίκης των Δεκάξι (που δεν είχε άλλωστε ισχυρά σημεία, εκτός από το μάουζερ των δημίων) είταν η τερατώδης κατηγορία για σύνδεσμο με τη Γκεστάπο. Εξαιρετικά σοβαρή αυτή η κατηγορία, στηριζόταν μόνο στα λεγόμενα άγνωστων ανθρώπων τόσο αμφίβολων όσο οι Όλμπεργκ και οι Ντάβιντ, λεγόμενα, που δεν στηρίζονταν με τη σειρά τους σε τίποτα. Μια δεύτερη δίκη γινόταν αναγκαία για την επι­κύρωση της πρώτης. Μα προτού αποφασιστεί μια μεγάλη παρά­σταση στη Μόσχα, έγινε μια δοκιμή στην επαρχία. Αυτή τη φορά έγινε στο Νοβοσίμπιρσκ, σε μεγάλη απόσταση από την Ευ­ρώπη, από τους ξένους δημοσιογράφους και γενικά από τα οχληρά βλέμματα. Η δίκη του Νοβοσίμπιρσκ στάθηκε αξιόλογη από το γε­γονός ότι εμφανίστηκε στη σκηνή ένας Γερμανός μηχανικός, ψεύ­τικος ή αληθινός πράκτορας της Γκεστάπο. Έπειτα, με τη βοήθεια των τυπικών ομολογιών, αποκαταστάθηκε ο σύνδεσμός του με Σιβιριανούς «τροτσκιστές», ψεύτικους ή αληθινούς, που μου είταν όπως και νά ’ναι ολότελα άγνωστοι. Το κυριότερο κεφάλαιο της κα­τηγορίας αυτή τη φορά δεν είταν η τρομοκρατία, μα το «σαμπο­τάζ της βιομηχανίας».
Ποιοί είναι αυτοί οι Γερμανοί μηχανικοί και τεχνικοί που συλ­λαμβάνονται σ’ όλες τις γωνιές της χώρας και που προορίζονται ο­λοφάνερα να ενσαρκώσουν το σύνδεσμο ανάμεσα στους τροτσκιστές και τη Γκεστάπο; Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να διατυπώσω εδώ μιαν υπόθεση. Οι Γερμανοί που, με τις τωρινές σχέσεις της Γερμανίας και της ΕΣΣΔ, αποφασίζουν να παραμείνουν στην υπη­ρεσία της σοβιετικής κυβέρνησης μπορούν από τα πριν να διαιρε­θούν σε δυο ομάδες: πράκτορες της Γκεστάπο και πράκτορες της Γκε-Πε-Ου. Ορισμένοι κρατούμενοι φαίνεται ν’ ανήκουν και στις δυο ομάδες: πράκτορες της Γκεστάπο παρασταίνουν τους κομμουνιστές και εισχωρούν στη Γκε-Πε-Ου· κομμουνιστές, εκπαιδευμένοι από τη Γκε-Πε-Ου, παρασταίνουν τους φασίστες για να γνωρίσουν τα μυ­στικά της Γκεστάπο. Όλοι αυτοί οι πράκτορες ακολουθούν ένα στενό μονοπάτι ανάμεσα σε δυο βάραθρα. Μπορεί να φανταστεί κα­νείς πρόσωπα πιο κατάλληλα για όλα τ’ αμαλγάματα, για όλες τις δικαστικές άπατες;
Είναι πολύ πιο δύσκολο να καταλάβουμε από πρώτη άποψη την υπόθεση Πιατάκοβ - Ράντεκ - Σερεμπριάκοβ. Μέσα στα τε­λευταία οκτώ ή εννιά χρόνια, αυτοί οι άνθρωποι, προπαντός οι δυο πρώτοι, υπηρέτησαν όσο μπορούσαν καλύτερα τη γραφειοκρα­τία, κατάτρεξαν την Αντιπολίτευση, ύμνησαν τη δόξα των αρχη­γών, στάθηκαν συνάμα θεράποντες και στολίδια του καθεστώτος. Γιατί ο Στάλιν νά ’χει ανάγκη απ’ τα κεφάλια τους;
Γιος μεγάλου ζαχαροβιομήχανου της Ουκρανίας, ο Πιατάκοβ έλαβε γερή μόρφωση, προπαντός μουσική. Γνωρίζει πολλές γλώσ­σες, καταπιάστηκε με την πολιτική οικονομία κ’ έγινε ειδικός στα τραπεζικά ζητήματα. Σε σχέση με το Ζινόβιεφ και τον Κάμενεφ, ανήκε στη νέα γενιά, αφού είναι σήμερα μόλις 46 χρονών.
Στην Αντιπολίτευση, ή καλύτερα στις διάφορες αντιπολιτεύσεις, κατέλαβε σημαντική θέση. Στον παγκόσμιο πόλεμο, χτύπησε τον Λένιν μαζί με τον Μπουχάριν, που είταν τότε στην άκρα αριστερά, προπαντός πάνω στο δικαίωμα αυτοδιάθεσης των εθνικοτήτων. Στην ειρήνη του Μπρεστ - Λίτοβσκ, ο Πιατάκοβ, ο Μπουχάριν, ο Ράντεκ, ο Γιαροσλάβσκι, ο μακαρίτης ο Κουϊμπίσεφ άνηκαν στη φρά­ξια των «αριστερών κομμουνιστών». Στην πρώτη φάση του εμφυλίου πολέμου, ο Πιατάκοβ είταν στην Ουκρανία αποφασιστικός αντί­παλος της στρατιωτικής πολιτικής μου. Από το 1923, ενώθηκε με τους «τροτσκιστές» και είταν στο διευθυντικό πυρήνα μας. Είναι ένας από τους έξι αγωνιστές που αναφέρονται από το Λένιν στη Διαθήκη του (Τρότσκι, Στάλιν, Ζινόβιεφ, Κάμενεφ, Μπουχάριν, Πιατάκοβ). Σημειώνοντας τις μεγάλες του ικανότητες, ο Λένιν προσθέτει πως δεν μπορεί να τον θεωρεί κανείς για σίγουρο στην πολιτική, γιατί, όπως κι ο Μπουχάριν, έχει σκέψη φορμαλιστική, στερημένη από διαλεκτική ευστροφία. Αντίθετα από το Μπουχά­ριν, οι διοικητικές του ικανότητες είναι εξαιρετικές και είχε την ευκαιρία να τις φανερώσει κάτω από το σοβιετικό καθεστώς. Κατά το 1925 ο Πιατάκοβ βρέθηκε κουρασμένος από την Αντιπολίτευση και γενικότερα από την πολιτική. Οι διοικητικές του ασχολίες τού ’διναν αρκετές ικανοποιήσεις. Από αδράνεια και προσωπικές σχέσεις, έμεινε «τροτσκιστής» ως το τέλος του 1927, μα με το πρώ­το κιόλας κύμα διωγμών έκοψε αποφασιστικά μ’ αυτό το παρελθόν, κατάθεσε τα αντιπολιτευόμενά του όπλα και πολιτογραφήθηκε αμέ­σως γραφειοκράτης. Ενώ ο Ζινόβιεφ κι ο Κάμενεφ, με όλες τις αποκηρύξεις τους, παράμεναν στη σκιά, ο Πιατάκοβ έγινε δεκτός στην Κεντρική Επιτροπή και έλαβε το χαρτοφυλάκιο του υφυπουρ­γού στη βαριά βιομηχανία. Με τη μόρφωσή του, τις ικανότητές του, τη συστηματική του σκέψη, τις οργανωτικές του συλλήψεις, είναι πολύ πάνω από τον επίσημο προϊστάμενο της βαριάς βιο­μηχανίας Ορντζονικίντζε, που διαθέτει περισσότερη εξουσία και που η εξουσία του είναι περισσότερο του Πολιτικού Γραφείου, του καταναγκασμού, του υβρεολόγιου, της προσταγής... Και να που στα 1936, ο άνθρωπος που σχεδόν επί δώδεκα χρόνια διεύθυνε τη βιομηχανία, αποκαλύπτεται ότι στην πραγματικότητα δεν είναι παρά «τρομοκράτης», σαμποταριστής και πράκτορας της Γκεστάπο. Τι να πει κανείς;
Ο Ράντεκ –είναι σήμερα 54 χρονών– δεν είναι παρά δημο­σιογράφος. Έχει όλες τις λαμπρές ιδιότητες των ανθρώπων αυτού του είδους, μα και όλα τα ελαττώματά τους. Η μόρφωση του είναι μάλλον μόρφωση ενός μεγάλου φιλαναγνώστη. Η γνώση του πο­λωνικού εργατικού κινήματος, η μακρόχρονη συμμετοχή στη γερμανική σοσιαλδημοκρατική κίνηση, η προσεχτική παρακολούθηση του διεθνούς Τύπου, κυρίως αγγλικού και αμερικάνικου, πλάτυναν τους ορίζοντες του, έδοσαν μια καινούργια ευκινησία στη σκέψη του, την εξοπλισμένη με άπειρα παραδείγματα, συγκρίσεις και τέλος ανέκδοτα. Μα του λείπει κείνο που ο Λασάλε αποκαλούσε «φυσική δύναμη της νόησης». Στις διάφορες πολιτικές ομάδες ο Ράντεκ είταν πιότερο μουσαφίρης παρά πραγματικός αγωνιστής. Η σκέψη του είναι πάρα πολύ παρορμητική και ευμετάβολη για συστηματική δράση. Τα άρθρα του διδάσκουν πολλά. Οι παραδο­ξολογίες του μπορούν να παρουσιάσουν ένα ζήτημα από απροσδό­κητη σκοπιά, μα δεν υπήρξε ποτέ πολιτική προσωπικότητα. Η φήμη που του δίνει, σε ορισμένες εποχές, αποφασιστική επίδραση στο Επιτροπάτο των Εξωτερικών είναι αβάσιμη. Το Πολιτικό Γραφείο εκτιμούσε το ταλέντο του Ράντεκ, μα δεν πήρε ποτέ τον Ράντεκ πολύ στα σοβαρά.
Από το 1923, ο Ράντεκ ταλαντεύτηκε ανάμεσα στην Αριστερή Αντιπολίτευση στη Ρωσία και τη Δεξιά Αντιπολίτευση του γερμα­νικού κομμουνισμού (Μπράντλερ, Ταλχάιμερ). Τη στιγμή της ρήξης ανάμεσα Ζινόβιεφ και Στάλιν, επιχείρησε να πείσει την Αρι­στερή Αντιπολίτευση να κάνει μπλοκ με το Στάλιν. Ανήκε έπειτα για δυο ή για τρία χρόνια στην Αριστερή Αντιπολίτευση («τροτσκιστική») και μαζί της στο αντιπολιτευτικό μπλοκ (Τρότσκι-Ζινόβιεφ). Μα και δω ακόμα δεν έπαψε να ελίσσεται πότε προς τα δεξιά, πότε προς τα αριστερά. Το 1929 συνθηκολογεί, κι αυτό δεν γίνεται με υστεροβουλία, γίνεται με αφοσίωση, οριστικά, αμετάκλητα, για να καταντήσει ο πιο ονομαστός δημοσιογράφος της γραφειοκρατίας. Δεν υπάρχει κατηγορία, που να μην την ρίχνει πάνω στην Αντιπολίτευση, δεν υπάρχει εγκώμιο που να μην το προσφέρει στο Στάλιν. Γιατί λοιπόν βρίσκεται κι αυτός στο εδώλιο του κατηγορούμενου;
Δυο άλλοι κατηγορούμενοι, όχι λιγότερο σπουδαίοι, ανήκουν στην ίδια γενιά με τον Πιατάκοβ. Ο Σερεμπριάκοβ είναι ένας από τους πιο αξιόλογους μπολσεβίκους εργάτες, από τους λιγοστούς οικοδόμους του Κόμματος τα δύσκολα χρόνια ανάμεσα στις δυο επαναστάσεις (1905-1917). Τον καιρό του Λένιν άνηκε στην Κεντρική Επιτροπή και είταν μάλιστα, ορισμένη εποχή, γραμ­ματέας της. Το τακτ και η λεπτότητα του τού επιτρέψανε να παίξει σημαντικό ρόλο στο ξεκαθάρισμα πολλών εσωκομματικών συγκρού­σεων. Ήρεμος, καλοσυνάτος, δίχως φιλοδοξία, ο Σερεμπριάκοβ είχε ανάμεσα στους συντρόφους πλατιές συμπάθειες. Ως το τέλος του 1927, είταν ένας από τους ηγήτορες της Αριστερής Αντιπολίτευσης πλάι στον Ι.Ν.Σμίρνοφ, τον τουφεκισμένο της δίκης των Δεκάξι. Αναμφισβήτητα διευκόλυνε σε υπέρτατο σημείο την προσέγγισή μας με την ομάδα Ζινόβιεφ («Αντιπολίτευση του 1926») και βοήθησε να εξομαλυνθούν οι προστριβές στους κόλπους του μπλοκ που μπόρεσε έτσι να συγκροτηθεί. Η θερμιδοριανή πίεση θα τον τσάκιζε όπως πολλούς άλλους. Αφού παραιτήθηκε από κάθε πολιτική δράση, ο Σερεμπριάκοβ συνθηκολόγησε μπροστά στη διευθύνουσα φατρία με τρόπο, είν’ αλήθεια, πιο αξιοπρεπή από ορισμένους, μα όχι και λιγότερο αποφασιστικό. Από την εξορία γύρισε στη Μόσχα, στάλθηκε με αποστολή στις Ενωμένες Πολι­τείες και εκπλήρωσε αθόρυβα τα καθήκοντά του σαν ανώτερος υπάλληλος στους σιδηροδρόμους. Όπως αρκετοί συνθηκολόγοι, είχε μισοξεχάσει το αντιπολιτευτικό του παρελθόν. Μα με δια­ταγή της Γκε-Πε-Ου, οι κατηγορούμενοι της δίκης των Δεκάξι δή­λωσαν πως σχετιζόταν με την «τρομοκρατία» που οι ίδιοι είταν ολότελα ξένοι μ’ αυτήν...
Ο Σοκόλνικοβ, ο τέταρτος κατηγορούμενος, γύρισε από την Ελβετία στη Ρωσία, τον Απρίλη του 1917, με το λεγόμενο σφραγισμένο βαγόνι και έγινε αμέσως ένας από τους πιο επιφανείς αγωνιστές του μπολσεβίκικου κόμματος. Τους αποφασιστικούς μή­νες της επαναστατικής χρονιάς, ο Σοκόλνικοβ συνεργάζεται με τον Στάλιν στο κεντρικό όργανο του Κόμματος. Και ενώ ο Στάλιν, αν­τίθετα από το μύθο που πλάστηκε κατοπινά, κρατάει σ’ όλες τις κρίσιμες στιγμές στάση αναμονής ή ταλάντευσης, έντονα αποτυπω­μένη στα πρακτικά της ΚΕ που δημοσιεύτηκαν κατόπι, ο Σο­κόλνικοβ ακολουθεί δραστήρια την πολιτική που αποκαλούνταν τότε πολιτική «Λένιν και Τρότσκι». Στον εμφύλιο πόλεμο εκπλη­ρώνει τις υψηλότερες αποστολές και διοικεί για ένα διάστημα την 8η στρατιά στο νότιο μέτωπο. Στη διάρκεια της ΝΕΠ, επίτροπος του λαού στα Οικονομικά, δημιουργεί ένα τσερβόνετς [1]. αρκετά σταθερό. Αργότερα αντιπροσωπεύει την ΕΣΣΔ στο Λονδίνο. Προι­κισμένος με πολλά χαρίσματα, οπλισμένος με γερή μόρφωση, βλέ­ποντας τα πράγματα στη διεθνική τους κλίμακα, ο Σοκόλνικοβ υπό­κειται ωστόσο, καθώς και ο Ράντεκ, σε μεγάλους δισταγμούς. Στα πιο σπουδαία οικονομικά προβλήματα οι συμπάθειές του πήγαν με τη Δεξιά του Κόμματος. Ποτέ δεν μπήκε στο αντιπολιτευτικό μπλοκ που σχηματίστηκε στα 1926-1927. Διακήρυξε τη συμφωνία του με την επίσημη πολιτική στο 15ο Συνέδριο που αποφάσισε τον αποκλεισμό της Αριστερής Αντιπολίτευσης (τέλος του 1927). Ξα­ναβγήκε αμέσως στην Κ.Ε. Όπως γενικά οι συνθηκολόγοι, δεν θά ’παιζε πια κανένα πολιτικό ρόλο. Όμως, αντίθετα από τον Ζινόβιεφ και τον Κάμενεφ, προσωπικότητες ολότελα ξεχωριστές, που ο Στάλιν τις φοβόταν ακόμα και στην ταπείνωσή τους, ο Σοκόλνικοβ, όπως κι ο Ράντεκ και ο Πιατάκοβ, γρήγορα αφομοιώ­θηκε από τη γραφειοκρατία σαν ανώτερος σοβιετικός υπάλληλος. Δεν είναι καταπληκτικό να βλέπεις να τον κατηγορούν για τα χειρότερα εγκλήματα εναντίον του κράτους ύστερα από δεκάχρονη ειρηνική συνεργασία; [2].
Τον Αύγουστο οι Δεκάξι κατηγορούμενοι, πλειοδοτώντας ο έ­νας με τον άλλο και όλοι μαζί με τον εισαγγελέα, απαιτούσαν την κεφαλική ποινή. Χτεσινοί τρομοκράτες επικίνδυνοι, δεν είταν πια παρά αυτομαστιγούμενοι και επιζητούσαν το στεφάνι του μαρτυ­ρίου. Ο Πιατάκοβ και ο Ράντεκ έγραφαν κείνη τη στιγμή στην «Πράβδα» μανιακά άρθρα αξιώνοντας για κάθε κατηγορούμενο πολλούς θανάτους. Όταν θα δημοσιεύονται στον Τύπο αυτές εδώ οι γραμμές, το πρακτορείο ΤΑΣ θα έχει αναγγείλει χωρίς άλλο ότι ο Ράντεκ και ο Πιατάκοβ, ομολογώντας τα δικά τους φανταστικά εγκλήματα, απαιτούν με τη σειρά τους τη θανατική ποινή...
Για να δόσει στις ιεροεξεταστικές του δίκες τουλάχιστο μια πειστική επίφαση, ο Στάλιν οφείλει να παρουσιάσει σ’ αυτές πα­λιούς μπολσεβίκους γνωστούς και με κύρος. «Είναι αδύνατο αυτοί οι ατσαλωμένοι επαναστάτες να αυτό-συκοφαντούνται τόσο τερατώδικα», θα πει ο μέσος ηλίθιος. «Εξάλλου είναι αδύνατο ο Στά­λιν να τουφεκίζει τους πρώην συντρόφους του αν δεν έχουν κάνει κανένα έγκλημα». Οι υπολογισμοί του κύριου οργανωτή των δικών της Μόσχας, αυτού του Καίσαρα Βοργία του καιρού μας, στηρί­ζονται ίσα - ίσα στην αναρμοδιότητα, την απλοϊκότητα και την ευκολοπιστία του μέσου ανθρώπου.
Στη δίκη των Δεκάξι, ο Στάλιν έριξε τα ισχυρότερα ατού του, το Ζινόβιεφ και τον Κάμενεφ. Μέσα στη μετριότητά του, που βρίσκεται κάτω από την πρωτόγονη δολιότητά του, υπολόγιζε σταθερά ότι οι ομολογίες του Ζινόβιεφ και του Κάμενεφ, επικυρω­μένες με εκτελέσεις, θα έπειθαν την υφήλιο. Τα πράγματα δεν έγιναν έτσι. Κανείς δεν πείστηκε. Οι πιο διορατικοί παράμεναν δύσπιστοι. Η δυσπιστία τους, ενισχυμένη με την κριτική, απλώνεται σε κύκλους ολοένα και πιο πλατιούς. Οι σοβιετικοί ιθύνοντες δε θα μπορούσαν σε καμιά περίπτωση να το δεχτούν αυτό: η εθνική και διεθνής υπόληψή τους ανεβοκατεβαίνει ανάλογα με τη στάθμη των δικών της Μόσχας.
Στις 15 Σεπτέμβρη του περασμένου χρόνου, δυο βδομάδες ύστερα από τον περιορισμό μου στη Νορβηγία, έγραψα σ’ ένα μήνυμά μου στον Τύπο: «Η δίκη της Μόσχας, αν τη δούμε μέσα στον καθρέφτη της παγκόσμιας κοινής γνώμης, είναι τρομερό φιάσκο... Η διευθύνουσα φατρία δε θα το υπομείνει αυτό. Όπως ύστερα από την κατάρρευση της πρώτης δίκης Κίροφ (Γενάρης 1935) χρειάστηκε να προετοιμάσει μια δεύτερη δίκη (Αύγουστος 1936), έτσι δε θα παραλείψει να ανακαλύψει τώρα, για να στηρίξει τις κατηγορίες που διατυπώνει εναντίον μου, καινούργιες τρομοκρατικές επιθέσεις, καινούργιες συνωμοσίες κλπ.». Η νορ­βηγική κυβέρνηση κατακράτησε τη δήλωση μου, μα τα γεγονότα την επιβεβαίωσαν. Χρειαζόταν μια δεύτερη δίκη για να επικυ­ρώσει την πρώτη, να γεμίσει τα κενά, να σκεπάσει τις αντιφάσεις που αποκαλύφτηκαν ήδη απ’ την κριτική.
Ο Ράντεκ, ο Πιατάκοβ, ο Σερεμπριάκοβ, ο Σοκόλνικοβ, αφή­νοντας κατά μέρος τον Ρακόβσκι που δεν τον άγγιξαν ακόμα, είναι οι πιο αξιόλογοι επιζώντες συνθηκολόγοι. Ο Στάλιν αποφάσισε όπως φαίνεται να τους θυσιάσει για να γεμίσει τα κενά της πρώ­της του δίκης. Κι άλλωστε όχι μόνο γι’ αυτό. Στη δίκη των Δεκάξι δεν γινόταν λόγος παρά για την τρομοκρατία, και χρόνια τρομοκρατίας, περιορίζονταν πραγματικά στη δολοφονία του Κί­ροφ, πολιτικού προσώπου δεύτερης σειράς, από τον άγνωστο Νικολάγιεφ (με την άμεση συνδρομή της Γκε-Πε-Ου, όπως το απόδειξα κιόλας από το 1934). Αυτό το έγκλημα είχε πληρωθεί ήδη με 200 τόσες εκτελέσεις με δίκη ή χωρίς δίκη! Δε μπορούσαν ωστόσο να χρησιμοποιούν επ’ άπειρο το κουφάρι του Κίροφ για να εξοντώσουν όλη την Αντιπολίτευση· τόσο πιο πολύ όσο οι πραγματικοί αντιπολιτευόμενοι, κείνοι που δεν συνθηκολόγησαν, δεν εγκαταλείψανε από το 1928 τη φυλακή και την εξορία. Η καινούργια δίκη χρειάζεται λοιπόν καινούργιες κατηγορίες: οικονομικό σαμποτάζ, κατασκοπεία, απόπειρα παλινόρθωσης του καπιταλισμού, απόπειρες «μαζικής εξόντωσης των εργατών»! Κάτω απ’ αυτούς τους τί­τλους μπορείς να βάλεις ό,τι θέλεις. Αν ο Πιατάκοβ, που σε δυο πεντάχρονες περίοδες διεύθυνε πραγματικά την εκβιομηχάνιση, αποκαλύπτεται σαν ο μεγάλος οργανωτής του σαμποτάζ, τί να πεις τότε για τους κοινούς θνητούς; Η γραφειοκρατία θα επιχειρήσει, προχωρώντας, να φορτώσει τις οικονομικές της αποτυχίες, τους σφαλερούς της υπολογισμούς, τις σπατάλες της, τις καταχρήσεις της, στους... τροτσκιστές που ο ρόλος τους στην ΕΣΣΔ είναι ακρι­βώς ίδιος με κείνο που αποδίνουν στους κομμουνιστές στη Γερ­μανία. Φαντάζεται κανείς τι ατιμίες, τι υπαινιγμούς και τι κατη­γορίες θ’ απευθύνουν εναντίον μου!
Η καινούργια δίκη φαίνεται πως πρέπει να λύσει ακόμα ένα πρόβλημα. Η «τροτσκιστική τρομοκρατία», σύμφωνα με τη δίκη των Δεκάξι, πρωταρχίζει από τα 1932, πράγμα που κάνει απρό­σιτους στο δήμιο τους τροτσκιστές που βρίσκονται στη φυλακή από το 1928. Πάω να πιστέψω πως θα υποχρεώσουν τους κατηγορουμέ­νους της τωρινής δίκης να ομολογήσουν εγκλήματα ή εγκληματικά σχέδια που ανάγονται στην εποχή όπου δεν είχαν ακόμα αποκη­ρύξει τις ιδέες τους. Σ’ αυτή την περίπτωση εκατοντάδες παλιοί αντιπολιτευόμενοι θα πέσουν αυτόματα κάτω απ’ τα πιστόλια.
Μα μπορεί να παραδεχτεί κανείς ότι ο Ράντεκ, ο Πιατάκοβ, ο Σοκόλνικοβ, ο Σερεμπριάκοβ –και άλλοι– θα μπουν στο δρόμο των ομολογιών ύστερα από την τραγική πείρα των Δεκάξι; Ο Ζινόβιεφ κι ο Κάμενεφ είχαν μιαν ελπίδα σωτηρίας. Τους ξεγέ­λασαν. Πλήρωσαν με τον φυσικό τους θάνατο ομολογίες που σή­μαιναν το ηθικό τους τέλος. Ο Ράντεκ και οι συγκατηγορούμενοί του δεν τό ’χουν καταλάβει αυτό το μάθημα; Θα το μάθουμε τις μέ­ρες που έρχονται. Ωστόσο θά ’ταν πλάνη να πιστέψουμε πως αυτά τα καινούργια θύματα έχουν να διαλέξουν. Ύστερα από πολύμηνη ιερή εξέταση, αυτοί οι άνθρωποι βλέπουν αργά, αδυσώπητα, το θάνατο να απλώνεται πάνω τους. Όσοι αρνούνται να ομολογήσουν αυτό που τους υπαγορεύουν, τουφεκίζονται χωρίς δίκη. Στον Ράν­τεκ, στον Πιατάκοβ, στους άλλους αφήνουν τη σκιά μιας ελπίδας. –Μα τουφεκίσατε τον Ζινόβιεφ και τον Κάμενεφ. –Ναι, τους του­φεκίσαμε γιατί αυτό είταν αναγκαίο, γιατί είταν κρυφοί εχθροί, γιατί αρνήθηκαν να ομολογήσουν τις σχέσεις τους με τη Γκεστάπο, γιατί... κλπ. Αντίθετα δεν έχουμε ανάγκη να τουφεκίσουμε εσάς. Εσείς πρέπει να μας βοηθήσετε να ξεκαθαρίσουμε για πάντα την Αντιπολίτευση και να εκθέσουμε τον Τρότσκι. Αυτή η υπηρεσία θα σας χαρίσει τη ζωή. Θα σας δόσουμε ακόμα και δουλειά σε λίγο καιρό... κλπ. –Βέβαια, ύστερα απ’ ότι έγινε, ούτε ο Ράντεκ, ούτε ο Πιατάκοβ μπορούν να δόσουν μεγάλη πίστη σε παρόμοιες υποσχέσεις. Είναι, στριμωγμένοι ανάμεσα σ’ ένα θάνατο αναπό­φευκτο και βέβαιο και... ένα θάνατο καμουφλαρισμένο με κάποιες λάμψεις ελπίδας. Σε τέτοια περίπτωση οι άνθρωποι, προπαντός οι κατατρεγμένοι, οι βασανισμένοι, οι ταπεινωμένοι, οι εξαντλημένοι κλίνουν προς την ελπιδοφόρα λάμψη...

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ
ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ: Η ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ
Αν η τρομοκρατία είναι δυνατή από τη μια μεριά, γιατί να την θεωρήσουμε σαν κάτι που αποκλείεται από την άλλη; Πα­ρά τη γοητευτική συμμετρία του, αυτός ο συλλογισμός είναι λει­ψός στη βάση του. Δε μπορεί σε καμιά περίπτωση να βάλεις στο ίδιο επίπεδο την τρομοκρατία της δικτατορίας του προλεταριά­του και την τρομοκρατία εναντίον αυτής της δικτατορίας. Για τη διευθύνουσα φατρία η προετοιμασία μιας δολοφονίας με δικα­στική μορφή ή στη γωνία του δάσους, είναι απλό ζήτημα αστυ­νομικής τεχνικής. Και μπορεί κανείς πάντα σε περίπτωση απο­τυχίας να θυσιάσει κατώτερους πράκτορες. Αντίθετα, από τη μεριά της αντιπολίτευσης η τρομοκρατία προϋποθέτει τη συγ­κέντρωση όλων των δυνάμεων στην προπαρασκευή επιθέσεων, με τη βεβαιότητα, τη δοσμένη από πριν, ότι κάθε πράξη είτε αποτυχαίνει είτε πετυχαίνει, θα συνεπιφέρει, σε αντίποινα, το χαμό των καλύτερων κατά δεκάδες. Αυτή την άφθονη σπατάλη δυ­νάμεων η αντιπολίτευση δε μπορούσε να την επιτρέψει στον ε­αυτό της. Γι’ αυτό το λόγο και όχι για κανέναν άλλο η Κομμου­νιστική Διεθνής αποφεύγει να καταφύγει στην τρομοκρατία στις χώρες της φασιστικής δικτατορίας. Η κομμουνιστική αντιπο­λίτευση στην ΕΣΣΔ, δεν είναι περισσότερο διατεθειμένη απ’ αυ­τήν να αυτοκτονήσει.
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, που συντάχτηκε για τους αμαθείς και τους νωθρούς στη σκέψη, οι «τροτσκιστές» αποφάσι­σαν να εξοντώσουν τη διευθύνουσα ομάδα για ν’ ανοίξουν έτσι το δρόμο προς την εξουσία. Ο μέσος φιλισταίος, προπαντός αν φέρνει το έμβλημα των «Φίλων της ΕΣΣΔ», κάνει πάνω - κάτω αυτό το συλλογισμό: οι αντιπολιτευόμενοι δε μπορούσαν να μην αποβλέπουν στην εξουσία και μισούσαν τους ιθύνοντες· γιατί δε σκέφτηκαν τότε την τρομοκρατία; Με αλλά λόγια, για το μέσο φιλισταίο τα ζήτημα τακτοποιείται ίσα - ίσα εκεί όπου στην πραγ­ματικότητα αρχίζει να τίθεται. Οι ηγέτες της αντιπολίτευσης δεν είναι οι πρώτοι τυχόντες κι ακόμα περισσότερο δεν είναι νεοφώτιστοι. Το ζήτημα δεν είναι αν αποβλέπανε στην εξουσία: κάθε σοβαρή πολιτική τάση αποβλέπει σ’ αυτήν. Το ζήτημα είναι αν οι αντιπολιτευόμενοι, που κατέχουν τεράστια επαναστατική πείρα, μπορούσαν να πιστέψουν ας είναι και για μια μόνο στιγμή πως η τρομοκρατία θα τους έφερνε κοντά σ’ αυτό το σκοπό. Η ιστορία της Ρωσίας, η μαρξιστική θεωρία, η πολιτική ψυχολογία απαντούν: Όχι.
Το πρόβλημα της τρομοκρατίας κάνει αναγκαία εδώ μια σύν­τομη ιστορική και θεωρητική παρέκβαση. Και επειδή με παρου­σιάζουν σαν τον μύστη της «αντισοβιετικής τρομοκρατίας», πρέ­πει βέβαια αυτές οι σελίδες νά ’χουν αυτοβιογραφικό χαρακτήρα. Στα 1902, μόλις έφτασα από τη Σιβηρία στο Λονδίνο, ύστερα α­πό πέντε χρόνια φυλακή και εξορία, σ’ ένα άρθρο μου αφιερω­μένο στα διακοσάχρονα του φρουρίου του Σλούσελμπουργκ και του δεσμωτηρίου του, απαριθμούσα τους επαναστάτες που είχαν θανατωθεί εκεί. «Αυτές οι πονεμένες σκιές φωνάζουν εκδίκηση –έγραφα– μα όχι εκδίκηση προσωπική: εκδίκηση επαναστα­τική. Εκτέλεση της αυταρχίας και όχι εκτέλεση των υπουργών». Αυτές οι γραμμές καταδίκαζαν την ατομική τρομοκρατία. Ο συγγραφέας αυτών των γραμμών είταν εικοσιτριών χρονών και είταν αντίπαλος της ατομικής τρομοκρατίας από την πρώτη μέρα της επαναστατικής του δράσης. Από το 1902 ως το 1905, σε διά­φορες πόλεις της Ευρώπης, έκανα στους φοιτητές και στους μετα­νάστες πολυάριθμες διαλέξεις εναντίον της τρομοκρατικής ιδε­ολογίας που στις αρχές του αιώνα ξανάρχιζε να διαδίνεται στους κόλπους της ρωσικής νεολαίας.
Από τα 1880, δυο γενιές Ρώσων μαρξιστών αποκτούν την πείρα της τρομοκρατίας, βγάζουν τα τραγικά μαθήματά της, δια­ποτίζονται με οργανική αποστροφή απέναντι στον ηρωικό τυχο­διωκτισμό μερικών. Ο θεμελιωτής του ρωσικού μαρξισμού Πλεχάνοβ, ο ηγέτης του μπολσεβικισμού Λένιν, ο πιο σημαντικός εκπρόσωπος του μενσεβικισμού Μάρτοβ, αφιερώνουν στην πάλη εναντίον της τρομοκρατίας χιλιάδες σελίδες και εκατοντάδες λό­γους. Απέναντι στην τρομοκρατική αλχημεία των κλειστών κύ­κλων των διανοουμένων, η νεότητά μου είχε τραφεί με τις ιδέες αυτών των πρεσβύτερων. Το πρόβλημα της τρομοκρατίας είταν για μας τους Ρώσους επαναστάτες ζήτημα ζωής ή θανάτου με την πολιτική έννοια, όπως και με την κυριολεκτική και προ­σωπική έννοια. Ο τρομοκράτης δεν είταν για μας ήρωας μυθι­στορήματος, είταν άνθρωπος ζωντανός και κοντινός. Στην εξο­ρία περνούσαμε χρόνια μαζί με τους τρομοκράτες της προηγού­μενης γενιάς. Στις φυλακές και στα τμήματα μεταγωγών συναντούσαμε τρομοκράτες της ηλικίας μας. Επικοινωνούσαμε στο φρού­ριο Πέτρου και Παύλου με χτυπήματα στον τοίχο με τους τρομο­κράτες που περίμεναν το θάνατο. Πόσες ώρες, πόσες μέρες με φλογερές συζητήσεις, πόσες ρήξεις εξαιτίας αυτού του καυτερού ζητήματος! Τα δημοσιεύματα που διερμηνεύανε και καθρεφτίζανε αυτές τις συζητήσεις, θα μπορούσαν να σχηματίσουν πλούσια βιβλιοθήκη.
Τρομοκρατικά ξεσπάσματα είναι αναπόφευκτα όταν η πο­λιτική καταπίεση ξεπερνάει ορισμένα όρια. Τέτοιες πράξεις έ­χουν σχεδόν παντού συμπτωματικό χαρακτήρα. Άλλο είναι η πολιτική που εκθειάζει την τρομοκρατία και την κάνει σύστημα. «Η τρομοκρατία – έγραφα στα 1909 – απαιτεί τέτοια συγκέντρω­ση ενεργητικότητας σε μια “κεφαλαιώδη στιγμή”, τέτοια υπερε­κτίμηση της σπουδαιότητας του ατομικού ηρωισμού και τέλος συνωμοτικότητα τόσο ερμητική... που αποκλείει ολότελα τη ζύ­μωση και την οργανωτική δουλειά στους κόλπους των μαζών... Καταπολεμώντας την τρομοκρατία, οι διανοούμενοι υπεράσπιζαν το δικαίωμα τους ή το καθήκον τους να μην εγκαταλείψουν τις εργατικές συνοικίες για να πάνε ν’ ανοίξουν λαγούμια κάτω από τα παλάτια του τσάρου και των μεγάλων δουκών». Η Ιστορία δεν αφήνει ούτε να την ξεγελάσεις, ούτε να παίξεις μαζί της. Βάζει στο τέλος τον καθένα στη θέση του. Το ιδιαίτερο της τρομοκρα­τίας είναι ότι τελικά καταστρέφει την οργάνωση που επιχειρεί να αναπληρώσει με τη βοήθεια των εργαστηρίων την ανεπάρ­κεια της ίδιας της πολιτικής δύναμης. Μέσα σε ορισμένες ι­στορικές συνθήκες η τρομοκρατία μπορεί να κάνει την εξουσία, να χάσει τον προσανατολισμό της. Μα ποιος ωφελείται σε τέτοια περίπτωση από την κατάσταση; Ποτέ η τρομοκρατική οργάνω­ση, ούτε οι μάζες που πίσω τους γίνεται η μονομαχία. Η φιλε­λεύθερη μπουρζουαζία στη Ρωσία πάντα συμπαθούσε την τρομο­κρατία. Να γιατί. Έγραφα στα 1909: η τρομοκρατία δε μπο­ρεί παρά να παίξει το παιχνίδι των φιλελευθέρων, στο μέτρο που φέρνει την αποδιοργάνωση και την αποθάρρυνση στις γραμμές της εξουσίας... με το τίμημα της αποδιοργάνωσης και της απο­θάρρυνσης των επαναστατών. Ξαναβρίσκoμε την ίδια σκέψη δια­τυπωμένη με λόγια πάνω - κάτω όμοια, ένα τέταρτο αιώνα αργό­τερα, απ’ αφορμή τη δολοφονία του Κίροφ.
Οι ατομικές επιθέσεις μαρτυράνε αλάθευτα την καθυστερη­μένη πολιτική κατάσταση της χώρας και την αδυναμία των προ­οδευτικών δυνάμεων. Αποκαλύπτοντας τη δύναμη του προλετα­ριάτου, η επανάσταση του 1905 έθεσε τέρμα στο ρομαντισμό της μονομαχίας των μικρών ομάδων των διανοουμένων εναντίον της αυταρχίας. «Η τρομοκρατία πέθανε στη Ρωσία», επαναλάβαινα σε διάφορα άρθρα. «Η τρομοκρατία μετατοπίστηκε μακριά προς την Ανατολή, προς το Πεντζάμπ και τη Βεγγάλη... Ίσως γνωρίσει ακόμα καλές μέρες στις χώρες της Ανατολής. Στη Ρωσία ανή­κει πια στην Ιστορία».
Από το 1907 ξαναβρισκόμουν και πάλι εξόριστος στο εξω­τερικό. Η αντεπανάσταση έκανε θραύση, πολυάριθμες ρωσικές παροικίες σχηματίστηκαν στις πόλεις της δυτικής Ευρώπης. Ολόκληρη φάση της δραστηριότητάς μου στο εξωτερικό απορρο­φήθηκε από την προπαγάνδα εναντίον της τρομοκρατίας, της εκ­δίκησης και της απελπισίας. Αποκαλύφθηκε στα 1909 ότι ένας προβοκάτορας, ο Άζεφ, βρισκόταν επικεφαλής της τρομοκρατι­κής οργάνωσης των «σοσιαλεπαναστατών». «Η προβοκάτσια κα­τοικοεδρεύει στο αδιέξοδο της τρομοκρατίας» (Γενάρης 1909). Η ατομική τρομοκρατία είταν ανέκαθεν για μένα αδιέξοδο.
«Η ασίγαστη εχθρότητα της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας α­πέναντι στη γραφειοκρατικοποιημένη τρομοκρατία της επανάστα­σης, παρμένη σαν όπλο εναντίον της γραφειοκρατικής τρομοκρα­τίας της αυταρχίας, έγραφα τότε, παραγνωρίστηκε και κατακρίθηκε όχι μόνο από τους Ρώσους φιλελεύθερους, μα ακόμα και από τους σοσιαλιστές της Δύσης...». Και οι πρώτοι και οι δεύτε­ροι μας χαρακτήριζαν για δογματικούς. Εμείς οι Ρώσοι μαρξι­στές εξηγούσαμε τη συμπάθεια των ηγετών της δυτικής σοσιαλ­δημοκρατίας για τη ρωσική τρομοκρατία από τη ροπή των οπορτουνιστών να μεταφέρουν τις ελπίδες τους από τις μάζες στους ι­θύνοντες. «Εκείνος που αναζήτα ένα υπουργικό χαρτοφυλάκιο πρέπει... το ίδιο όπως και εκείνος που με μια μπόμπα κάτω από τη μασχάλη αναζήτα τον υπουργό, να υπερτιμάει τη σημασία του υπουργού, την προσωπικότητά του, το λειτούργημά του. Και για τους δυο το σύστημα εξαφανίζεται ή παραμερίζει, δε μένει παρά ένα πρόσωπο περιβλημένο με εξουσία». Αυτή την κυ­ριαρχική ιδέα που καθοδηγούσε τη δράση μου ολόκληρες δεκαε­τίες, την ξαναβρίσκομε διατυπωμένη με την ευκαιρία της δο­λοφονίας του Κίροφ.
Τρομοκρατικές διαθέσεις εμφανίστηκαν γύρω στα 1911 σε ορισμένους εργατικούς κύκλους της Αυστρίας. Ο Φρίντριχ Άντλερ, που διεύθυνε τότε τη θεωρητική επιθεώρηση του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Αυστρίας, μου ζήτησε πάνω σ’ αυτό το θέμα ένα άρθρο για το «Ντερ Καμπφ». Του τό ’δοσα το Νοέμβρη του 1911. Να μερικές γραμμές απ’ αυτό: «Η απόπειρα, ακόμα κι όταν “πετύχει”, φέρνει ταραχή στους διευθυντικούς κύκλους; Αυτό εξαρτιέται από τις συγκεκριμένες πολιτικές περιστάσεις. Όπως και νά ’ναι, θα μπορούσε να γίνει λόγος μόνο για ταραχή σύντομης διάρκειας. Το καπιταλιστικό κράτος δε στηρίζεται σε υπουργούς και δε μπορεί να καταστραφεί μαζί με τους υπουργούς του. Οι τάξεις που υπηρετεί θα βρίσκουν πάντα άλλους θεράπον­τες, όταν ο μηχανισμός μένει ανέπαφος και εξακολουθεί να λει­τουργεί. Μα η ταραχή που οι τρομοκρατικές επιθέσεις φέρνουν στην εργατική τάξη είναι πιο βαθιά. Αν φτάνει να οπλιστεί κα­νείς μ’ ένα πιστόλι για να φτάσει στο σκοπό, σε τί χρησιμεύουν τάχα οι προσπάθειες της πάλης των τάξεων; Αν φτάνει λίγο μπαρουτομόλυβο για να τρυπήσει το κεφάλι του εχθρού, σε τί χρησι­μεύει η ταξική οργάνωση; Αν οι μεγάλοι αξιωματούχοι μπο­ρεί να πτοηθούν από τον κρότο μιας έκρηξης, σε τί χρησιμεύει το κόμμα; Τί να τις κάνεις τις συγκεντρώσεις, τί να την κάνεις τη ζύμωση, τί να τις κάνεις τις εκλογές, αν μπορείς τόσο εύκολα να βάλεις στο σημάδι το βήμα του κοινοβουλίου, το θώκο των υπουρ­γών; Η ατομική τρομοκρατία είναι ίσα - ίσα απαράδεκτη για μας γιατί ρίχνει στις μάζες την ίδια την εκτίμηση τους, τις συμφι­λιώνει με τις αδυναμίες τους και προσανατολίζει τα βλέμματά τους όπως και τις ελπίδες τους προς το μεγάλο εκδικητή, τον απελευ­θερωτή που θά ’ρθει μια μέρα και θα εκπληρώσει την αποστολή του». Πέντε χρόνια αργότερα, στο κορύφωμα του ιμπεριαλιστικού πολέμου, ο Φρίντριχ Άντλερ, που με είχε καλέσει να εκθέσω αυτές τις ιδέες, σκότωνε σ’ ένα βιενέζικο εστιατόριο τον πρωθυ­πουργό Στουργκ. Σκεπτικιστής και ηρωικός οπορτουνιστής κα­θώς είταν, η απελπισία του και η αγανάκτησή του δεν είχαν βρει άλλη διέξοδο. Οι συμπάθειές μου, το καταλαβαίνει κανείς αυτό, δεν είταν με το μέρος του υπάλληλου των Αψβούργων. Αντέταξα ωστόσο στην ατομική πράξη του Φρίντριχ Άντλερ τον τρόπο δρά­σης του Καρλ Λίμπκνεχτ που στην καρδιά του πολέμου είχε βαλ­θεί να μοιράζει επαναστατικές προκηρύξεις σε μια πλατεία του Βερολίνου.
Στις 28 Δεκέμβρη 1934, τέσσερεις βδομάδες ύστερα από τη δολοφονία του Κίροφ, σε μια στιγμή που η δικαιοσύνη του Στάλιν δεν ήξερε προς ποιόν να στρέψει τη ρομφαία της, έγραφα στο «Δελτίο της Αντιπολίτευσης» (Γενάρης 1935, αρ. 41): «...Οι μαρξιστές που καταδίκαζαν αποφασιστι­κά την ατομική τρομοκρατία... ακόμα κι όταν τα χτυπήματά της κατευθύνονταν εναντίον των πρακτόρων του τσάρου και της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, θα καταδικάσουν και θα απο­κρούσουν ακόμα πιο ανελέητα τον εγκληματικό τυχοδιωκτι­σμό των τρομοκρατικών επιθέσεων που στρέφονται εναντίον των γραφειοκρατικών εκπροσώπων του πρώτου εργατικού κράτους της Ιστορίας. Λίγο μας ενδιαφέρουν σ’ αυτή την περίπτωση τα υποκειμενικά κίνητρα του Νικολάγιεφ και των πολιτικών του φί­λων. Με καλές προθέσεις είναι στρωμένος ο δρόμος προς την Κό­λαση. Όσο η σοβιετική γραφειοκρατία δε θά ’χει κυνηγηθεί απ’ το προλεταριάτο – κι αυτό θα γίνει – θα εκπληρώνει μιαν αναγκαστική αποστολή υπεράσπισης του εργατικού κρά­τους. Αν οι τρομοκρατικές επιθέσεις όπως αυτή του Νικολά­γιεφ πλήθαιναν, το μόνο που θα μπορούσαν να κάνουν, μαζί με άλλους δυσμενείς όρους, είναι να σιγοντάρουν τη φασιστική αντεπανάσταση».
«Μόνο σκουληκιασμένοι πολιτικάντηδες που νομίζουν πως έχουν να κάνουν με ηλίθιους μπορούν να επιχειρήσουν να συν­δέσουν τον Νικολάγιεφ με την αριστερή αντιπολίτευση, έστω και με την ομάδα Ζινόβιεφ όπως είταν στα 1926-27. Δεν είναι η αντιπολίτευση, είναι η γραφειοκρατία που με την εσωτερική της αποσύνθεση γεννάει τρομοκρατικές οργανώσεις ανάμεσα στους νέους. Η ατομική τρομοκρατία δεν είναι στο βάθος πα­ρά η ανάποδη του γραφειοκρατικού συστήματος. Αυτό το νό­μο οι μαρξιστές δεν τον γνώρισαν χθες. Ο γραφειοκρατισμός δεν έχει εμπιστοσύνη στις μάζες που προσπαθεί να υποκαταστή­σει. Η τρομοκρατία φέρνεται όμοια, αφού εννοεί να χαρίσει την ευτυχία στις μάζες χωρίς τη δική τους συνδρομή. Η σταλινική γραφειοκρατία δημιούργησε την αηδιαστική λατρεία των αρ­χηγών με τις θεϊκές ιδιότητες. Η λατρεία των “ηρώων”, είναι και λατρεία του τρομοκράτη, μ’ όλο που τον σημαδεύει μ’ ένα αρνητικό σημείο. Οι Νικολάγιεφ φαντάζονται πως φθάνουν μερικές πιστολιές για ν’ αλλάξει η πορεία της Ιστορίας. Οι τρομοκράτες κομμουνιστές, σαν ιδεολογική συγκρότηση, είναι γέννημα της γραφειοκρατί­ας, σάρκα από τη σάρκα της». Αυτά μπορεί νά ’χουν πείσει τον ανα­γνώστη, αν κι αυτές οι γραμμές δε γράφτηκαν ad hoc. Συγκεφαλαίωναν την πείρα μιας ζωής που έχει τραφεί η ίδια με την πεί­ρα δυο γενιών.
Κάτω από το παλιό καθεστώς, το πέρασμα ενός νέου μαρξι­στή στο τρομοκρατικό κόμμα είταν γεγονός σχετικά σπάνιο, τό­σο που τον δείχναν με το δάχτυλο. Μα υπήρχε τουλάχιστο μια αδιάκοπη πάλη τάσεων, γινόταν σκληρή πολεμική από τα διά­φορα έντυπα, οι συζητήσεις δεν παύανε ούτε μια μέρα. Θά ’θελαν τώρα να μας κάνουν να πιστέψουμε πως παλιοί επαναστάτες, παλιοί ηγέτες του ρωσικού μαρξισμού, διαπαιδαγωγημένοι από την παράδοση τριών επαναστάσεων, στράφηκαν τάχα χω­ρίς συζητήσεις, χωρίς εξηγήσεις, προς την τρομοκρατία που την απόκρουαν ανέκαθεν σαν μέθοδο πολιτικής αυτοκτονίας. Και μόνο η δυνατότητα να διατυπωθεί παρόμοια κατηγορία δείχνει πό­σο χαμηλά η σταλινική γραφειοκρατία έριξε την επίσημη σκέ­ψη, θεωρητική και πρακτική, για να μη μιλήσουμε για τη σοβιε­τική δικαιοσύνη. Στις πολιτικές πεποιθήσεις τις αποκτημένες με την πείρα, τις στερεωμένες με τη θεωρία, τις ατσαλωμένες στο πιο καυτερό καμίνι της Ιστορίας, οι παραχαράκτες αντιτάσσουν τις ασυνάρτητες, αντιφατικές κι ολότελα ανεπιβεβαίωτες ομολο­γίες από υπόπτους ανώνυμους. Ναι, λένε, ο Στάλιν και οι πρά­κτορες του, δε μπορούμε ν’ αρνηθούμε πως ο Τρότσκι στη Ρω­σία όπως κι αλλού και σε διάφορες στιγμές της πολιτικής εξέ­λιξης αντιτάχτηκε στις τρομοκρατικές περιπέτειες. Μα ανακα­λύψαμε στη ζωή του κάποια επεισόδια που αποτελούν εξαίρεση σ’ αυτό τον κανόνα. Σ’ ένα μυστικό γράμμα που έγραψε σε κά­ποιο Ντρέϊτσερ (και που κανένας δεν το είδε)· σε μια συζήτηση με το Γκόλτζμαν, που του τον είχε φέρει ο γιος του, στην Κο­πεγχάγη (ο γιος του που την ίδια κείνη στιγμή είταν στο Βερο­λίνο)· σε συζητήσεις με το Μπέρμαν και το Ντάβιντ (πρόσωπα που έμαθα την ύπαρξη τους από τα πρακτικά της δίκης...), ο Τρότσκι έδοσε στους οπαδούς του (πρόκειται πραγματικά για τους πιο λυσ­σασμένους εχθρούς του!) τρομοκρατικές οδηγίες (που ούτε επιχεί­ρησε να δικαιολογήσει, ούτε επιζήτησε να συνδέσει με το έργο όλης του της ζωής). Σαράντα ολόκληρα χρόνια ο Τρότσκι προφορικά και γραφτά έκανε γνωστές τις ιδέες του για την τρομοκρατία σε εκατοντάδες χιλιάδες και εκατομμύρια ανθρώπους, μόνο και μόνο για να εξαπατήσει όλους εκείνους που τον άκουγαν. Τις πραγμα­τικές του ιδέες τις ανακοίνωνε με μεγάλη μυστικότητα στους Μπέρμαν και στους Ντάβιντ... Και αρκέσανε, ώ θαύμα!, αυτές οι ακαταλαβίστικες “οδηγίες”, ακριβώς στα πνευματικά μέτρα ενός εισαγγελέα Βισίνσκι, για να ριχτούν αυτόματα εκατοντάδες πα­λιοί μαρξιστές, χωρίς συζήτηση, χωρίς αντίρρηση, στο δρόμο της τρομοκρατίας... Τέτοια είναι η πολιτική βάση των δικών της Μό­σχας. Με άλλα λόγια, απ’ αυτές τις δίκες λείπει κάθε πολιτική βάση!

Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΚΙΡΟΦ

Στις δίκες της Μόσχας γίνεται λόγος για μεγαλεπήβολα σχέδια, για πλάνα, για προετοιμασία εγκλημάτων. Όλα γίνον­ται ωστόσο με κουβέντες ή πιο σωστά με επικλήσεις συνομιλιών που είχαν τάχα οι κατηγορούμενοι. Τα πρακτικά των δικών πε­ριορίζονται, τό ’χουμε κιόλας πει, σε μια συνομιλία γύρω από συ­νομιλίες. Η δολοφονία του Κίροφ είναι το μόνο πραγματικό έγ­κλημα, ωστόσο αυτό έγινε όχι από αντιπολιτευόμενους, όχι από συνθηκολόγους που η Γκε-Πε-Ου τους παρουσιάζει για αντιπολιτευ­όμενους, μα από ένα, δυο ή τρεις νεαρούς κομμουνιστές που έπε­σαν στα δίχτυα της προβοκάτσιας. Είτε η Γκε-Πε-Ου θέλησε να φτά­σει ως το έγκλημα, είτε όχι, η ευθύνη πέφτει πάνω της. Και δε μπορούσε σε τόσο σοβαρή περίπτωση να ενεργήσει δίχως τις άμεσες οδηγίες του Στάλιν.
Σε τι στηρίζονται αυτές οι βεβαιώσεις; Στα ντοκουμέντα που δημοσιεύτηκαν στη Μόσχα βρίσκει κανείς όλα τα στοιχεία της απάντησης. Η ανάλυση αυτών των ντοκουμέντων έχει δοθεί στη μπροσούρα μου «Η Δολοφονία του Κίροφ και η Σοβιετική Γραφειοκρατία», στην «Ερυθρά Βίβλο» του Λεόν Σεντόφ και σ’ άλλες εργασίες. Συγκεφαλαιώνω σύντομα εδώ τα συμπεράσματα αυτής της ανάλυσης.
1. Ο Ζινόβιεφ, ο Κάμενεφ και οι σύντροφοί τους δε μπο­ρούσαν νά ’χουν οργανώσει τη δολοφονία του Κίροφ γιατί αυτή η επίθεση δεν είχε καμιά πολιτική δικαίωση. Ο Κίροφ είταν μορφή δεύτερης σειράς, χωρίς προσωπική σημασία. Ποιος γνώ­ριζε στον κόσμο τ’ όνομά του πριν από το θάνατο του; Ακόμα κι αν δεχτούμε την παράλογη υπόθεση ότι ο Ζινόβιεφ, ο Κά­μενεφ και οι φίλοι τους είχαν μπει στο δρόμο της ατομικής τρο­μοκρατίας, δε μπορούσαν να μην καταλαβαίνουν πως η δολοφονία του Κίροφ, χωρίς να τους υπόσχεται πολιτικό όφελος, θα προ­καλούσε αμείλικτα αντίποινα εναντίον των ύποπτων και των αμ­φίβολων και θα δυσκόλευε κάθε κατοπινή αντιπολιτευτική δρά­ση και προπαντός την τρομοκρατία... Αληθινοί τρομοκράτες θά ’πρεπε ν’ αρχίσουν από τον Στάλιν. Υπήρχαν ανάμεσα στους κατηγορούμενους μέλη της Κεντρικής Επιτροπής και της κυβέρ­νησης που έμπαιναν ελεύθερα παντού: ο σκοτωμός του Στάλιν δεν παρουσίαζε γι’ αυτούς καμιά δυσκολία. Οι συνθηκολόγοι δεν τό ’καναν αυτό γιατί, αντί να πολεμήσουν το Στάλιν και να του αφαιρέσουνε τη ζωή, τον υπηρετούσαν.
2. Η δολοφονία του Κίροφ βύθισε τους διευθυντικούς κύκλους στον πανικό. Αν και είχε διαπιστωθεί αμέσως ποιος είταν ο Νικολάγιεφ, το πρώτο επίσημο ανακοινωθέν μιλάει για επίθεση ορ­γανωμένη από Λευκούς που είχαν μπει παράνομα στην ΕΣΣΔ, α­πό τα σύνορα της Ρουμανίας, της Πολωνίας και άλλων μεθορια­κών κρατών. Εκατόν τέσσερεις Λευκοί – τουλάχιστο – αυτής της κατηγορίας τουφεκίστηκαν! Πάνω από δυο βδομάδες η κυ­βέρνηση θεωρούσε χρέος της να στρέψει αλλού την προσοχή της κοινής γνώμης και να εξαλείψει άγνωστο ποια ίχνη ενεργώντας συνοπτικές εκτελέσεις. Η εκδοχή των Λευκών δεν εγκαταλείφθη­κε παρά τη δέκατη έκτη μέρα. Η κυβέρνηση δε μας έδοσε μέχρι σήμερα καμιάν εξήγηση απ’ αυτή την πρώτη περίοδο πανικού που επισφραγίστηκε με παραπάνω από εκατό πτώματα.
3. Ο σοβιετικός τύπος δεν είπε απολύτως τίποτα κάτω από ποιες περιστάσεις ο Νικολάγιεφ σκότωσε τον Κίροφ. Δεν είπε ού­τε τί καθήκοντα εκπλήρωνε ο Νικολάγιεφ, ούτε ποιες είταν οι σχέσεις του με τον Κίροφ. Οι λεπτομέρειες της επίθεσης παρα­μείναν στη σκιά. Η Γκε-Πε-Ου δε μπορεί να αφηγηθεί αυτό που έγινε χωρίς να αποκαλύψει τί ανάμιξη είχε στο έγκλημα.
4. Αν και ο Νικολάγιεφ και οι δεκατρείς συγκατηγορούμενοί του έκαναν όλες τις καταθέσεις που τους ζητήσανε (και δέ­χομαι πως μπορεί να βασανίστηκαν), δεν είπαν λέξη για συμμε­τοχή στην προπαρασκευή της επίθεσης του Ζινόβιεφ, του Μπακάεφ, του Κάμενεφ ή οποιουδήποτε «τροτσκιστή». Η Γκε-Πε-Ου δε φαίνεται ούτε καν να τους ρώτησε πάνω σ’ αυτό το θέμα. Η υπό­θεση είταν πάρα πολύ νωπή, η προβοκάτσια πάρα πολύ φανερή και η Γκε-Πε-Ου νοιαζόταν περισσότερο να αποκρύψει τη δικιά της ένοχη παρά να αναζητήσει την ενοχή της αντιπολίτευσης.
5. Ενώ η δίκη Ράντεκ - Πιατάκοβ, που ανακάτευε άμεσα ξένες κυβερνήσεις, παίχτηκε στο φως της μέρας, η δίκη του νεαρού κομμουνιστή Νικολάγιεφ, φονιά του Κίροφ, έγινε στις 25-29 Δεκέμβρη 1934 με κλειστές τις πόρτες. Γιατί; Δεν είταν βέβαια για λόγους διπλωματικούς. Η Γκε-Πε-Ου δε μπορούσε να αποκα­λύψει τα έργα της. Έπρεπε να εξαφανίσει στα σκοτάδια τους δράστες της επίθεσης και τους δικούς τους, να καλοπλύνει τα χέρια της και να ριχτεί έπειτα πάνω στην αντιπολίτευση.
6. Η δολοφονία του Κίροφ προκάλεσε τόσο μεγάλη ταραχή στους κόλπους της γραφειοκρατίας ώστε ο Στάλιν, που δε μπο­ρούσαν να μην τον υποψιαστούν μέσα στους πληροφορημένους κύ­κλους, είταν αναγκασμένος νά ’βρει αποδιοπομπαίους τράγους. Η δίκη των δώδεκα κυριότερων υπάλληλων της Γκε-Πε-Ου στο Λέ­νινγκραντ, με επικεφαλής το Μέντβιεντ, έγινε στις 23 Γενάρη 1935. Το κατηγορητήριο διαπιστώνει ότι ο Μέντβιεντ και οι συν­εργάτες του «είταν πληροφορημένοι για την επίθεση που προε­τοιμαζόταν». Η απόφαση παρατηρεί ότι «δεν πήραν έγκαιρα τα αναγκαία μέτρα για να αποκαλύψουν την τρομοκρατική ομάδα και να σταματήσουν τη δράση της, αν και είχαν όλη τη δυνατό­τητα γι’ αυτό». Δε θα μπορούσε να ζητήσει κανείς περισσότερη ειλικρίνεια. Όλοι οι κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης από δυο ως δέκα χρόνια. Όλα είναι καθαρά: η Γκε-Πε-Ου, ενεργώντας με τους προβοκάτορές της, έπαιζε με το κε­φάλι του Κίροφ για να μπλέξει την αντιπολίτευση στη σκευωρία της. Ο Νικολάγιεφ πυροβόλησε πριν πάρει γι’ αυτό την άδεια από το Μέντβιεντ, εκθέτοντας έτσι ανεπανόρθωτα το αμάλγαμα. Ο Στάλιν θυσίασε το Μέντβιεντ[3].
7. Η ανάλυσή μας βρίσκει μια καινούργια επικύρωση στο ρόλο που κράτησε ο πρόξενος της Λετονίας στο Λένινγκραντ, Μπισινέξ, φανερός πράκτορας της Γκε-Πε-Ου. Ο Νικολάγιεφ ανα­γνώρισε πως είχε σχέσεις μ’ αυτόν τον πρόξενο, είχε πάρει πέν­τε χιλιάδες ρούμπλια για να προπαρασκευάσει την επίθεσή του και είχε χωρίς λόγο. παρακινηθεί απ’ αυτόν να γράψει ένα γράμ­μα στον Τρότσκι. Για να συνδέσει τουλάχιστο πλάγια το όνομα μου με την υπόθεση Κίροφ, ο Βισίνσκι μνημονεύει στο κατηγο­ρητήριο του το Δεκέμβρη του 1934 αυτό το καταπληκτικό επει­σόδιο, που φανερώνει όσο δε γίνεται καλύτερα τα ρόλο του πρό­ξενου. Το όνομα αυτού του τελευταίου ωστόσο δε δημοσιεύθηκε παρά ύστερα από απαίτηση του διπλωματικού σώματος, οπότε κείνος ο αλλόκοτος προξενικός πράκτορας εξαφανίστηκε από τη σκηνή χωρίς ν’ αφήσει ίχνη. Το όνομα του δε θα αναφερόταν πια στις κατοπινές δίκες, μ' όλο που γνώριζε το δολοφόνο και χρηματοδότησε τη δολοφονία! Όλοι οι υστερότεροι «οργανωτές» αυτής της τρομοκρατικής επίθεσης (Μπακάεβ, Κάμενεφ, Ζινόβιεφ, Μρατσκόβσκι και άλλοι) ούτε μια φορά δεν ανέφεραν τα όνομα του Μπισινέξ! Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς προβο­κάτσια πιο χοντροκομένη, πιο χειροπιαστή και πιο ξετσίπωτη.
8. Μονάχα ύστερα από την εξόντωση των αυθεντικών τρομο­κρατών, των φίλων τους και των βοηθών τους, μαζί βέβαια και των πρακτόρων της Γκε-Πε-Ου που είχαν αναμιχθεί στη σκευωρία, ο Στάλιν θεωρεί δυνατό να επιτεθεί ολοκληρωτικά εναντίον της αντιπολίτευσης. Η Γκε-Πε-Ου συλλαμβάνει τότε τους ηγήτορες της παλιάς ομάδας Ζινόβιεφ και τους χωρίζει σε δυο κατηγορίες. Το πρακτορείο ΤΑΣ δημοσιεύει στις 22 Δεκέμβρη (1934) ένα ανακοινωθέν αναφορικά με τους εφτά σημαντικότερους, όλοι πα­λιά μέλη της Κεντρικής Επιτροπής. «Δε μπορούσαν να δικαστούν από έλλειψη επαρκών δεδομένων». Τα λιγότερο σημαντικά στε­λέχη παραμένουν, σύμφωνα με την πατροπαράδοτη τεχνική της Γκε-Πε-Ου, κάτω από τη σπάθα του Δαμοκλή. Με την απειλή του θανάτου πολλοί απ’ αυτούς ενοχοποιούν στις καταθέσεις τους το Ζινόβιεφ, τον Κάμενεφ, τον Εβντοκίμοβ... Δε μιλάνε, είν’ αλή­θεια, για τρομοκρατία, μα, για «αντεπαναστατική δράση» γενικά (δυσαρέσκεια, επικρίσεις για την πολιτική του Στάλιν). Αυτό φτά­νει για να αποσπαστεί από το Ζινόβιεφ, τον Κάμενεφ και από πολλούς άλλους η ομολογία για «ηθική» ευθύνη στην τρομοκρα­τική επίθεση. Μ’ αυτό το τίμημα ο Ζινόβιεφ και ο Κάμενεφ α­ποφεύγουν για μια στιγμή να κατηγορηθούν για άμεση συνε­νοχή.
9. Έγραφα στις 26 Γενάρη 1935 στους φίλους μου στην Α­μερική (γράμμα που δημοσιεύτηκε στο «Δελτίο της Αντιπολίτευσης», αριθμός 42, Φλεβάρης του 1935): «Η στρατηγική που αναπτύχθηκε γύρω από το πτώμα του Κίροφ δε χάρισε στο Στά­λιν λαμπρές δάφνες. Ίσα - ίσα γι’ αυτό δε μπορεί ούτε να στα­ματήσει, ούτε να οπισθοχωρήσει. Τα αμαλγάματα που δεν κα­τάφερε να οργανώσει, που ναυαγήσανε, έχει ανάγκη να τα αν­τικαταστήσει με άλλα μεγαλύτερα και πιο... πετυχημένα. Ας προετοιμαστούμε να τον αντιμετωπίσουμε!». Οι δίκες του 1936-37 επικύρωσαν με το παραπάνω αυτή την προειδοποίηση.

ΠΟΙΟΣ ΕΦΤΙΑΞΕ ΤΟΝ ΚΑΤΑΛΟΓΟ
ΤΩΝ ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ ΘΥΜΑΤΩΝ
ΤΗΣ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑΣ;
Η δίκη Ζινόβιεφ - Κάμενεφ τον Αύγουστο του 1936 βασί­στηκε ολόκληρη πάνω στην τρομοκρατία. Αντικείμενο του υπο­τιθεμένου «κέντρου» είταν να ανατρέψει την κυβέρνηση, ξεπα­στρεύοντας τους αρχηγούς, για να καταλάβει την εξουσία. Η προ­σεκτική αντιπαραβολή των πρακτικών των δυο δικών φτάνει για να μας πείσει ότι ο κατάλογος των αρχηγών που προορίζονταν, φαίνεται, να εξοντωθούν είχε συνταχτεί όχι από τους τρομοκρά­τες μα από τα υποθετικά θύματά τους και κατά πρώτο λόγο από το Στάλιν. Η περίπτωση Μόλοτοφ φανερώνει την προσωπική συμ­βολή του Στάλιν.
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο της δίκης Ζινόβιεφ, «το ε­νοποιημένο τρομοκρατικό τροτσκιστο-ζινοβιεφικό κέντρο», αφού ξεπάστρεψε τον Κίροφ, δεν περιορίστηκε να οργανώσει τη δο­λοφονία μόνο του Στάλιν. Εργαζόταν ταυτόχρονα για να οργα­νώσει τη δολοφονία και άλλων ηγητόρων του κόμματος και ονο­μαστικά του Βοροσίλοβ, του Ζντάνοβ, του Καγκάνοβιτς, του Κόσιορ, του Ορντζονικίντζε και του Ποστίσεβ. Αυτός ο κατάλογος δεν περιλαβαίνει το όνομα του Μόλοτοφ. Παράλλαξε στα χείλη των κατηγορουμένων σε διάφορες στιγμές της ανάκρισης και της δίκης, όμως σ’ ένα σημείο έμεινε αμετάβλητος: κανένας από τους κατηγορούμενους δεν ανάφερε το Μόλοτοφ. Κατά τον Ράϊνγκολντ που μίλησε στην ανάκριση, «η βασική ντιρεκτίβα του Ζινόβιεφ περιοριζόταν στο: να χτυπήσει το Στάλιν, το Καγκάνοβιτς και τον Κίροφ». Στη βραδινή συνεδρίαση της 19 Αυγούστου ο Ράϊν­γκολντ λέει: «Από τότε η μόνη μέθοδος δράσης είναι η τρομο­κρατία που κατευθύνεται εναντίον του Στάλιν και των πιο στε­νών συνεργατών του, Κίροφ, Βοροσίλοβ, Καγκάνοβιτς, Ορντζονικίντζε, Ποστίσεβ, Κόσιορ και άλλων!...». Ο Μόλοτοφ δεν α­ναφέρεται. Ο Μρατσκόβσκι καταθέτει: «Θα σκοτώναμε το Στά­λιν, το Βοροσίλοβ, το Καγκάνοβιτς, πρώτα - πρώτα το Στάλιν». Ο Μόλοτοφ και πάλι αγνοήθηκε.
Το ίδιο με τις υποτιθέμενες τρομοκρατικές μου ντιρεκτίβες. Το κατηγορητήριο λέει ότι «η ομάδα Ντρέϊτσερ έλαβε απ’ ευθείας από τον Τρότσκι τη ντιρεκτίβα να σκοτώσει το Βοροσίλοβ». Αν πιστέψουμε το Μρατσκόβσκι, μέσα στο φθινόπωρο του 1932 ο Τρότσκι «επιβεβαίωσε και πάλι την ανάγκη να σκοτωθούν ο Στά­λιν, ο Βοροσίλοβ και ο Κίροφ». Το Δεκέμβρη του 1934 ο Μρατσ­κόβσκι πήρε διαμέσου του Ντρέϊτσερ ένα γράμμα του Τρότσκι που απαιτούσε «μεγαλύτερη ταχύτητα στην εκτέλεση των δολο­φονικών επιθέσεων εναντίον του Στάλιν και του Βοροσίλοβ». Ο Ντρέϊτσερ το επιβεβαιώνει. Ο Μπέρμαν - Γιούριν καταθέτει: «Ο Τρότσκι είπε πως εκτός από τον Στάλιν έπρεπε να ξεπα­στρευτεί ο Καγκάνοβιτς και ο Βοροσίλοβ». Επαναλάβαινα λοι­πόν κοντά τρία χρόνια πως έπρεπε να σκοτωθούν ο Στάλιν, ο Καγκάνοβιτς, ο Βοροσίλοβ, ο Κίροφ. Ούτε μια λέξη για το Μό­λοτοφ. Το πράγμα είναι τόσο πιο αξιοσημείωτο, όσο τα τελευ­ταία χρόνια της δράσης μου σαν μέλος του Πολιτικού Γραφείου, ο Κίροφ και ο Καγκάνοβιτς δεν έπαιρναν μέρος σ’ αυτό και κα­νείς δεν τους θεωρούσε σαν πολιτικά πρόσωπα με κάποια σπου­δαιότητα, ενώ ο Μόλοτοφ είταν η δεύτερη φιγούρα της διευθυν­τικής ομάδας. Ο Μόλοτοφ δεν είναι μόνο μέλος του Πολιτικού Γραφείου, είναι και ο αρχηγός της κυβέρνησης. Η υπογραφή του, δίπλα στην υπογραφή του Στάλιν, μοστράρει κάτω από τα πιο σημαντικά διατάγματα. Κι ωστόσο, όπως βλέπουμε, οι τρομο­κράτες του «ενοποιημένου κέντρου» αγνοούν την ύπαρξη του. Πράγμα ολότελα απίστευτο, ο εισαγγελέας Βισίνσκι όχι μόνο δεν ξαφνιάζεται μ’ αυτό το κενό, μα το θεωρεί ολότελα φυσικό. Στην πρωινή συνεδρίαση της 19 Αυγούστου, ο Βισίνσκι ρωτάει το Ζινόβιεφ για τις προετοιμαζόμενες τρομοκρατικές επιθέσεις: «Εναν­τίον τίνος;».
Ζινόβιεφ. –Εναντίον των ηγητόρων.
Βισίνσκι. – Δηλαδή εναντίον των συντρόφων Στάλιν, Βοροσίλοβ και Καγκάνοβιτς;
Η λέξη «δηλαδή» δεν αφήνει θέση για αμφιβολία: ο εισαγ­γελέας αποκλείει επίσημα τον αρχηγό της κυβέρνησης από τους ηγήτορες του κόμματος και του κράτους. Για να τελειώνουμε, ο ίδιος εισαγγελέας στην αγόρευσή του σταυρώνει τους τροτσκι­στές «που σήκωσαν το χέρι ενάντια στους ηγήτορες του Κόμμα­τος, ενάντια στους συντρόφους Στάλιν, Βοροσίλοβ, Ζντάνοβ, Καγ­κάνοβιτς, Ορντζονικίντζε, Κόσιορ, Ποστίσεβ, ενάντια στους η­γήτορές μας, τους ηγήτορες του σοβιετικού κράτους». (Συνεδρίαση της 22 Αυγούστου). Η λέξη «ηγήτορες» επαναλαμβάνεται τρεις φορές, μα και πάλι δεν ισχύει για το Μόλοτοφ.
Λόγοι σοβαροί απαίτησαν λοιπόν, κατά τη μακριά προπαρασκευή της δίκης, το σβήσιμο του Μόλοτοφ από τον κατάλογο των «ηγητόρων». Οι αμύητοι δε θα μπορούσαν να καταλάβουν γιατί οι τρομοκράτες θεωρούσαν απαραίτητο να σκοτώσουν τον Κίροφ, τον Ποστίσεβ, το Ζντάνοβ, τον Κόσιορ, επαρχιακούς «αρ­χηγούς», και παράλειπαν το Μόλοτοφ, που ξεπερνάει πανθομο­λογούμενα ένα - δυο κεφάλια όλους αυτούς τους υποψήφιους στη θυσία. Ο Σεντόφ στην «Ερυθρά Βίβλο» του σημειώνει κιόλας αυ­τό τον εξοστρακισμό: «Στον κατάλογο των αρχηγών που οι τρο­μοκράτες είχαν τάχα την πρόθεση να ξεπαστρέψουν, κατάλογο που τον έφτιαξε ο Στάλιν, δεν περνάνε μόνο πρώτα μεγέθη. Βλέ­πεις εκεί ακόμα το Ζντάνοβ, τον Κόσιορ και τον Ποστίσεβ. Μα δε βρίσκεις εκεί το Μόλοτοφ. Και ο Στάλιν δεν ενεργεί τυχαία σε τέτοιου είδους υποθέσεις».
Πού βρίσκεται το μυστικό; Επίμονοι ψίθυροι διαδίδονταν για διαφωνίες ανάμεσα στο Στάλιν και το Μόλοτοφ σχετικές με την εγκατάλειψη της πολιτικής της λεγόμενης «τρίτης περιόδου». Αυτοί οι ψίθυροι βρήκαν επιβεβαίωση έμμεση μα σίγουρη στο σο­βιετικό τύπο: ο Μόλοτοφ ούτε αναφερόταν πια, ούτε εγκωμιαζό­ταν, ούτε φωτογραφιζόταν και τύχαινε ακόμα να ξεχνάνε και να τον μνημονεύσουν. Το «Δελτίο της Αντιπολίτευ­σης» το παρατήρησε αυτό πολλές φορές. Όπως και νά ’ναι το βέβαιο είναι ότι τον Αύγουστο του 1936 ο κύριος συναγωνιστής του Στάλιν στην πάλη ενάντια σε κάθε αντιπολίτευση, βρέθηκε δημόσια και βάναυσα αποκλεισμένος από τον κατάλογο των η­γητόρων. Κάτω απ’ αυτούς τους όρους δε μπορεί να μη βγάλει κανείς το συμπέρασμα ότι οι ομολογίες των κατηγορουμένων όπως και οι «ντιρεκτίβες» μου πρέπει να συμβάλανε στη λύση ε­νός περιστασιακού προβλήματος: να ανεβάσουν στην τάξη των «αρχηγών» τον Καγκάνοβιτς, το Ζντάνοβ και μερικούς άλλους, ρίχνοντας σε ανυποληψία τον πρώην «αρχηγό» Μόλοτοφ.
Μήπως όμως οι δικαστικές αρχές δεν είχαν απλούστατα στη δίκη Ζινόβιεφ δεδομένα για τρομοκρατικές επιθέσεις που νά ’χουν για στόχο τους το Μόλοτοφ; Η υπόθεση δεν αντέχει σε καμιά κριτική. Γενικά αυτές οι δίκες γίνονται χωρίς «δεδομένα». Η ε­τυμηγορία της 23 Αυγούστου 1936 μιλάει για απόπειρες (εναν­τίον του Ποστίσεβ και του Κόσιορ) για τις όποιες τα πρακτικά των συζητήσεων δε λένε λέξη. Παρά την καθαυτό σημασία της αυτή η εκτίμηση περνάει σε δεύτερη μοίρα από το γεγονός ότι οι κατηγορούμενοι, και πρώτα - πρώτα τα μέλη του «κέντρου», στις ομολογίες τους μιλάνε λιγότερο για επιθέσεις παρά για σχέ­δια επιθέσεων. Το ζήτημα είταν σχεδόν αποκλειστικά ποιους οι συνωμότες νόμιζαν πως έπρεπε να σκοτώσουν. Ο κατάλογος των θυμάτων καθοριζόταν έτσι όχι από το υλικό της ανάκρισης, μα από τον πολιτικό ρόλο των πιο σημαντικών προσώπων. Κι αυτό είναι τόσο πιο καταπληκτικό όσο τα «σχέδια» του «κέντρου» αγ­καλιάζουν όλους τους νοητούς υποψήφιους στο μαρτύριο, έκτος από το Μόλοτοφ, που ωστόσο κανένας δεν τον θεώρησε ποτέ σαν διακοσμητικό πρόσωπο στο είδος Καλίνιν. Αντίθετα, αν έπρεπε να τεθεί το ζήτημα της διαδοχής του Στάλιν, θα απαντούσε βέβαια κανείς πως Ο Μόλοτοφ έχει τις περισσότερες πιθανότητες από οποιονδήποτε άλλο.
Ίσως πάλι οι τρομοκράτες, πληροφορημένοι για τις διαφω­νίες ανάμεσα στους ηγήτορες, είχαν απλώς αποφασίσει να χα­ριστούν στο Μόλοτοφ; Κι αυτή η υπόθεση, όπως θα δούμε, δεν αντέχει στην εξέταση. Αληθινά δεν είναι οι «τρομοκράτες» που χαρίστηκαν στο Μόλοτοφ, είναι ο Στάλιν που θέλησε να δόσει την εντύπωση πως το είχαν κάνει αυτό, για να βλάψει έτσι τον αντίπαλό του. Τα γεγονότα δείχνουν πως πέτυχε ολότελα. Κιό­λας πριν από τη δίκη του Αυγούστου μια συνδιαλλαγή σκιαγρα­φείται ανάμεσα στο Στάλιν και το Μόλοτοφ. Αυτή διερμηνεύεται αμέσως στον τύπο που, υπακούοντας σ’ ένα σύνθημα, αρχίζει να αποκαθιστά το Μόλοτοφ στα αλλοτινά του δικαιώματα, θα μπο­ρούσε κανείς, παραθέτοντας την «Πράβδα», να χαράξει έναν αδρό και πειστικό πίνακα για την προοδευτική αποκατάσταση του Μό­λοτοφ το 1936. Το «Δελτίο της Αντιπολίτευσης» έγραφε πάνω σ’ αυτό (αρ. 50, Μάης 1936): «Από τη διάλυση της “τρίτης περιόδου” ο Μόλοτοφ είταν, όπως είναι γνωστό, σε μισοδυσμένεια... Μα κατάληξε να “ευθυγραμμιστεί”. Μέσα στις τε­λευταίες βδομάδες έκανε πολλές φορές τον πανηγυρικό του Στά­λιν. Σ’ ανταμοιβή... να που μνημονεύουν το όνομά του στη δεύτε­ρη θέση χαρακτηρίζοντάς τον σαν τον πιο κοντινό συναγωνιστή». Σ’ αυτή την περίπτωση όπως σε πολλές άλλες, η αντιπαράθεση των οργάνων της σοβιετικής γραφειοκρατίας με το «Δελτίο της Αντιπολίτευσης»μας επιτρέπει να ξεδιαλύνουμε πολλά αινίγματα.
Το μοντάρισμα της δίκης Ζινόβιεφ - Κάμενεφ είναι προ­γενέστερο απ’ αυτή τη συνδιαλλαγή: δε μπορούσε ωστόσο στο άψε - σβήσε να αναψηλαφηθεί όλο το υλικό της ανάκρισης! Ο Στάλιν άλλωστε δε βιαζόταν να αμνηστεύσει ολότελα τον πρόεδρο του Συμβουλίου των Επιτρόπων του Λάου, που έπρεπε να του δόσει ένα γερό μάθημα. Ο Βισίνσκι έπρεπε λοιπόν να σταθεί τον Αύγουστο στην αλλοτινή ντιρεκτίβα. Η προπαρασκευή της δί­κης Πιατάκοβ - Ράντεκ γίνεται ύστερα από τη συνδιαλλαγή. Ο κατάλογος των υποδειγμένων θυμάτων αλλάζει «προσηκόντως» και όχι μόνο για το μέλλον μα και για το παρελθόν! Στην κατάθεση του της 24 Γενάρη ο Ράντεκ, αναφερόμενος σε μια συνομιλία με το Μρατσκόβσκι στα 1932, λέει: «Δεν είχα την παραμικρή αμφιβολία πάνω σ’ αυτό: οι τρομοκρατικές πράξεις πρέπει να κατευθύνονταν εναντίον του Στάλιν και των πιο κοντι­νών συντρόφων του: Κίροφ, Μόλοτοφ, Βοροσίλοβ, Καγκάνοβιτς». Κατάθεση του μάρτυρα Λογκίνοβ στην πρωινή συνεδρίαση της 25 Γενάρη: «Ο Πιατάκοβ είπε (αρχές του καλοκαιριού 1935) ότι το παράλληλο τροτσκιστικό κέντρο... προετοίμαζε τρομοκρατικές πράξεις εναντίον του Στάλιν, Μόλοτοφ, Καγκάνοβιτς...». Ο Πια­τάκοβ έσπευσε, εννοείται, να επιβεβαιώσει τη κατάθεση του Λογ­κίνοβ. Οι κατηγορούμενοι της δεύτερης δίκης, αντίθετα από τα μέλη του «ενοποιημένου κέντρου», αναφέρουν το όνομα του Μό­λοτοφ ανάμεσα στα υποψήφια θύματα κι ακόμα τον βάζουν στη δεύτερη θέση, ύστερα από το Στάλιν.
Ποιός λοιπόν κατάρτισε, μέσα σ’ αυτούς τους όρους, τον κα­τάλογο των υποδειγμένων θυμάτων; Οι τρομοκράτες ή η Γκε-Πε-Ου; Ο Στάλιν διαμέσου της Γκε-Πε-Ου. Η υπόθεση που ανα­φέραμε πιο πάνω, σύμφωνα με την οποία οι «τροτσκιστές» πλη­ροφορημένοι για τις διχογνωμίες που υπήρχαν ανάμεσα στο Μό­λοτοφ και το Στάλιν χαρίστηκαν τάχα στον πρώτο για πολιτι­κούς λόγους, θα μπορούσε νά ’χει κάποια αληθοφάνεια μονάχα αν οι «τροτσκιστές» είχαν αρχίσει την προπαρασκευή μιας τρομο­κρατικής επίθεσης εναντίον του Μόλοτοφ ύστερα από τη συνδιαλ­λαγή του με το Στάλιν. Φαίνεται όμως πως σκεφτόντανε να σκο­τώσουν το Μόλοτοφ από το 1932: μόνο που «ξέχασαν» να το πουν τον Αύγουστο του 1935 και ο εισαγγελέας «ξέχασε» να τους το θυμίσει. Μα μόλις ο Μόλοτοφ πέτυχε από τον Στάλιν πολιτι­κή αμνηστία, η μνήμη του εισαγγελέα και των κατηγορουμένων καθάρισε. Και νά ’μας μπροστά σ’ ένα θαύμα: αν και ο Μρατσκόβ­σκι μίλησε στις καταθέσεις του μόνο για προπαρασκευή επιθέσε­ων εναντίον του Στάλιν, του Κίροφ, του Βοροσίλοβ και του Καγ­κάνοβιτς, ο κατηγορούμενος Ράντεκ, αναφερόμενος σε μια συνο­μιλία που είχε τάχα με το Μρατσκόβσκι στα 1932, προσθέτει κατόπιν εορτής πολύ αργά στον κατάλογο το όνομα του Μόλοτοφ. Ο Πιατάκοβ από το άλλο μέρος μίλησε στο Λογκίνοβ για επίθε­ση εναντίον του Μόλοτοφ στις αρχές του 1935, πάνω από ένα χρόνο πριν από τη δίκη Ζινόβιεφ. Τέλος, οι κατηγορούμενοι Μουράλοβ, Σέστοβ και Άρνολντ μιλάνε για μια «πραγματική» από­πειρα εναντίον του Μόλοτοφ, που είχε γίνει, λένε, στα 1934, πά­νω από δυο χρόνια πριν από τη δίκη του «ενοποιημένου κέντρου». Ένα συμπέρασμα επιβάλλεται: ότι οι κατηγορούμενοι είχαν τόση λίγη ελευθερία στην εκλογή των «θυμάτων» τους όση και σε κάθε άλλον τομέα. Ο κατάλογος των προσώπων που είχε για στόχο της η τρομοκρατία είταν στην πραγματικότητα ο κατάλογος των αρχηγών που επίσημα υποδείχνονταν στις μάζες. Αυτός ο κατάλογος τροποποιούνταν μαζί με τις ανακατατάξεις του διευ­θυντικού πυρήνα. Δεν έμενε στους κατηγορούμενους όπως και στον εισαγγελέα Βισίνσκι παρά να συμμορφώνονται με τις ολοκληρω­τικές οδηγίες
Η ακόλουθη αντίρρηση είναι ακόμα πιθανή: Όλη αυτή η σκευωρία δεν είναι αλήθεια πάρα πολύ χονδροκομένη; Ανάγκη ν’ απαντήσουμε πως δεν είναι περισσότερο από πολλές άλλες σ’ αυτές τις αποτρόπαιες δίκες. Ο σκηνοθέτης δεν απευθύνεται ούτε στο λογικό ούτε στην κριτική. Εννοεί να συντρίψει τα δικαιώμα­τα του λογικού κάτω από ένα όγκο ψευτιάς επισφραγισμένης με τουφεκισμούς.

Ο ΑΠΟΚΕΦΑΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥ
ΚΟΚΚΙΝΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ
Είναι ανάγκη να αναλύσουμε και πάλι τις λεπτομέρειες, να ελέγξουμε το γράμμα των πρακτικών, να συγκεντρώσουμε δια­ψεύσεις, να κοιτάξουμε την απάτη στο μικροσκόπιο; Ο Στάλιν άλλωστε αυτοδιαψεύδεται με το παραπάνω. Κάθε μέρα που περ­νάει μας φέρνει εντυπωσιακές ειδήσεις που μαρτυράνε την τελευ­ταία κρίση του καθεστώτος, μια κρίση που θα μπορούσε να ονο­μαστεί επιθανάτια αν η σύγκριση με τους ετοιμοθάνατους οργα­νισμούς δε μας έφερνε στη σκέψη προθεσμίες πάρα πολύ σύντομες.
Η «παλιά φρουρά», που στ’ όνομά της άνοιξε στα 1923 η πάλη εναντίον του «τροτσκισμού», έχει διαλυθεί πολιτικά από και­ρό. Η φυσική της εξόντωση ολοκληρώνεται σήμερα με τον στα­λινικό τρόπο, που συνδυάζει σαδιστική αγριότητα με γραφειο­κρατική λεπτολογία. Μα θά ’τανε πάρα πολύ επιπόλαιο να εξηγή­σουμε τις διαδικασίες δολοφονίας και αυτοκτονίας που εφαρμόζει ο Στάλιν, μόνο με την αγάπη για την εξουσία, τη σκληρότητα, την εκδικητική διάθεση για κάθε άλλο ανθρώπινο ελάττωμα. Είναι πολύς καιρός που ο Στάλιν έχει χάσει τον έλεγχο της πολιτικής του. Η γραφειοκρατία στο σύνολό της έχει χάσει τον έλεγχο των αμυν­τικών αντανακλαστικών της. Τα καινούργια μέτρα καταπίεσης, που ξεπερνάνε όλα τα νοητά όρια, της επιβλήθηκαν από την πο­ρεία των προηγούμενων μέτρων. Ένα καθεστώς, υποχρεωμένο να σκηνοθετεί κάτω από τα μάτια του κόσμου τη μια απάτη ύστερα από την άλλη, διευρύνοντας αυτόματα τον κύκλο των θυμάτων του, είναι καθεστώς καταδικασμένο.
Τα πρόσφατα πειράματα ανάγκασαν το Στάλιν να παραιτη­θεί από τις «δημόσιες» δίκες. Η ημιεπίσημη ερμηνεία αυτού του γεγονότος είναι ότι η χώρα έχει «καθήκοντα σπουδαιότερα». Είναι το επιχείρημα των ξένων «φίλων» της ΕΣΣΔ που αντιτάσ­σονται στις αντιδίκες. Εξακολουθούν ωστόσο να ανακαλύπτουν παντού στην ΕΣΣΔ εστίες «τροτσκισμού, σαμποτάζ, κατασκο­πείας». Από τις αρχές του Μάη ως τη στιγμή που γράφω αυτές τις γραμμές, Ιούνης, ογδοντατρείς «τροτσκιστές» τουφεκίστηκαν στη Μακρινή Ανατολή. Αυτό συνεχίζεται. Για δίκες ο τύπος δε λέει τίποτα. Δε μνημονεύει καν τα ονόματα των τουφεκισμένων. Ποιοί είναι; Το δίχως άλλο υπάρχει ανάμεσά τους κάποιο ποσοστό κατασκόπων. Αυτοί δε λείπουν από τη Μακρινή Ανατολή. Οι άλ­λοι είναι αντιπολιτευόμενοι, δυσαρεστημένοι, ενοχλητικοί. Οι τρί­τοι, τέλος, προβοκάτορες που εξασφάλισαν το σύνδεσμο ανάμεσα στους υποτιθέμενους «τροτσκιστές» και τους κατασκόπους κ’ έγι­ναν έτσι ανεπιθύμητοι μάρτυρες. Τέταρτη κατηγορία που μεγα­λώνει ολοένα: οι συγγενείς, οι φίλοι, οι υφιστάμενοι, οι γνωστοί των τουφεκισμένων, όλοι τους άνθρωποι πληροφορημένοι για την απάτη και ικανοί, αν όχι να διαμαρτυρηθούν, τουλάχιστο να διη­γηθούν αυτό που ξέρουν.
Τί γίνεται στην ενδοχώρα, προπαντός στις απομακρυσμένες περιοχές όπου η νόμιμη δολοφονία περιβάλλεται από την ανω­νυμία; Μπορεί να το φανταστεί κανείς αυτό απ’ ό,τι γίνεται στους διευθυντικούς κύκλους. Ο Στάλιν δεν κατάφερε να σκαρώσει δημόσια δίκη εναντίον του Ρίκοβ και του Μπουχάριν, γιατί κ’ οι δυο κατηγορούμενοι αρνήθηκαν να «ομολογήσουν τα εγκλήματα τους». Χρειάστηκε ν’ αρχίσουν να τους δίνουν συμπληρωματική εκ­παίδευση. Σύμφωνα με ορισμένες πληροφορίες, ο Ρίκοβ και ο Μπουχάριν, ο παλιός αρχηγός της κυβέρνησης και ο παλιός αρχη­γός της Κομμουνιστικής Διεθνούς, καταδικάστηκαν σε οκτώ χρό­νια ειρκτή, με κλειστές τις πόρτες, όπως είχε γίνει με τον Κάμενεφ τον Ιούλη 1935, ανάμεσα σε δυο θεαματικότατες δίκες. Και μόνο αυτή η σύγκριση μας κάνει να θεωρήσουμε την καταδίκη που επι­βλήθηκε στο Ρίκοβ και στο Μπουχάριν σαν μη οριστική. Ο τύπος, κάτω από τη διεύθυνση κάποιου με τ’ όνομα Μέχλις, ανθρώπου υπερφίαλου και άξεστου που υπήρξε ο προσωπικός γραμματέας του Στάλιν, απαιτεί το «ξερίζωμα» των εχθρών του λαού. Το πιο εκ­πληκτικό –αν μπορεί κανείς να προσφέρει στον εαυτό του την πολυτέλεια της έκπληξης– είναι ότι ο Ρίκοβ και ο Μπουχάριν χαρακτηρίστηκαν «τροτσκιστές», ενώ η αριστερή αντιπολίτευση δεν έπαψε ποτέ να κατευθύνει κυρίως τα πυρά της εναντίον της δε­ξιάς του Κόμματος, δεξιάς που ο Ρίκοβ και ο Μπουχάριν είταν οι ηγέτες της. Στην πάλη εναντίον του τροτσκισμού, μόνο ο Μπου­χάριν ξεφούρνισε ένα ομοίωμα θεωρίας που χρησίμευσε στο Στά­λιν –στο μέτρο που οι θεωρίες του χρησιμεύουν– για πολλά χρό­νια. Φαίνεται τώρα πως τα πολυάριθμα έργα που αφιερώθηκαν από το Μπουχάριν στην καταπολέμηση του τροτσκισμού και που διαπαιδαγώγησαν τους υπαλλήλους της Κομμουνιστικής Διεθνούς χρησίμευαν στην πραγματικότητα για ν’ αποκρύψουν τη μυστική συνεργασία του Μπουχάριν με τους τροτσκιστές για την τρομο­κρατία, όπως ο αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπουρι ασκεί το λειτούργημά του μόνο και μόνο για να καμουφλάρει καλύτερα την αθεϊστική του προπαγάνδα. Μα ποιός νοιάζεται σήμερα για τέτοιες λεπτομέρειες; Εκείνοι που γνωρίζουν το παρελθόν έχουν ξεπαστρευ­τεί ή έχουν καταδικαστεί σε σιγή κάτω από την απειλή του αφανισμού. Οι μισθοφόροι της Κομμουνιστικής Διεθνούς, που σερνόντανε μπροστά στο Μπουχάριν εδώ και λίγα χρόνια, ζητάνε τώρα να σταυρωθεί σαν «τροτσκιστής εχθρός του λάου».
Οι επαναστατικές εποχές δίνουν συνοχή στις λαϊκές μάζες. Οι φυγόκεντρες δυνάμεις υπερισχύουν, αντίθετα, σε περίοδες αν­τίδρασης. Από δεκατέσσερα χρόνια καμιά σχισμή δε μπόρεσε να καλυφθεί στο μπολσεβίκικο κόμμα, καμιά πληγή δεν επουλώθηκε, καμιά σύγκρουση δεν έκλεισε με συμφιλίωση. Οι συνθηκολογήσεις και οι ταπεινώσεις δε χρησίμευσαν σε τίποτα. Οι φυγόκεντρες δυ­νάμεις πλάταιναν την παραμικρή ρωγμή ώσπου την έκαναν ανε­πανόρθωτο ρήγμα. Όποιος έβαζε εκεί το δάχτυλο του είταν χα­μένος ανέκκλητα.
Η «παλιά φρουρά», δηλαδή η μπολσεβίκικη γενιά που δια­μορφώθηκε μέσα στην παρανομία κάτω από το παλιό καθεστώς, έχει ουσιαστικά διαλυθεί. Το μάουζερ της Γκε-Πε-Ου είναι τώρα στραμένο πάνω στην επόμενη γενιά που άρχισε τη σταδιοδρομία της στον εμφύλιο πόλεμο. Είν’ αλήθεια πως είδαμε να φιγουράρουνε στις δίκες, δίπλα στους παλιούς μπολσεβίκους, νεώτεροι κα­τηγορούμενοι, δευτερότερα πρόσωπα αναγκαία στο αμάλγαμα. Η εκκαθάριση των σαραντάρηδων, δηλαδή της γενιάς που βοή­θησε το Στάλιν να απαλλαγεί από την παλιά φρουρά, έχει συστη­ματοποιηθεί. Δεν πρόκειται πια για πρόσωπα τυχαία, μα για αστέρια δευτέρου μεγέθους.
Ο Ποστίσεβ έφτασε στο αξίωμα του Γραμματέα της Κεντρι­κής Επιτροπής για το ζήλο που έδειξε στην καταπολέμηση του τροτσκισμού. Είναι αυτός που στην Ουκρανία, το 1933, εκκαθά­ρισε το κόμμα και τη διοίκηση από τους «εθνικιστές» και οδήγησε στην αυτοκτονία, με τους διωγμούς του, τον επίτροπο του λάου Σκρίπνικ που «κατηγορήθηκε ότι είχε προστατεύσει» αυτούς τους εθνικιστές. Αυτή η αυτοκτονία ξάφνιασε τόσο περισσότερο το κόμμα όσο είχαν γιορτάσει στη Μόσχα και στο Χάρκοβο, τον προηγούμενο χρόνο, τα εξηντάχρονα του Σκρίπνικ, παλιού μπολ­σεβίκου, μέλους της Κεντρικής Επιτροπής και άψογου σταλινικού. Έγραφα πάνω σ’ αυτό τον Οκτώβρη του 1933: «...Το γεγονός ότι το σταλινικό σύστημα έχει ανάγκη από τέτοιες θυσίες, μας αποκαλύπτει την τραχύτητα των αντιθέσεων που ξεσκίζουν τους ίδιους τους διευθυντικούς του κύκλους», («Δελτίο της Αντιπολί­τευσης», αρ. 36-37). Τέσσερα χρόνια αργότερα, μαθαίνουμε ότι ο Ποστίσεβ, που είχε γίνει ύστερα από τα κατορθώματά του δικτά­τορας της Ουκρανίας, προστάτευσε ο ίδιος τους εθνικιστές. Τον βλέπουμε να κινάει, ανώτατος υπάλληλος σε δυσμένεια, για το Βόλγα. Υπάρχει λόγος να πιστέψουμε πως δε θα μείνει εκεί για πολύν καιρό. Ακόμα και τα τσαγκρουνίσματα δεν επουλώνονται πια. Ο Ποστίσεβ θα αυτοκτονήσει; Θα ομολογήσει εγκλήματα που δεν έκανε; Δεν υπάρχει πια σωτηρία γι' αυτόν.
Ο πρόεδρος της Κεντρικής Εκτελεστικής της Λευκορωσίας Τσερβιάκοβ αυτοκτόνησε. Είχε συνδεθεί με τους δεξιούς, μα είχε σμίξει από καιρό δημόσια με τους διώχτες των παλιών πολιτικών του φίλων. Το επίσημο ανακοινωθέν μας πληροφορεί ντροπαλά πως ο Τσερβιάκοβ, που το Σύνταγμα του παραχωρεί τα ίδια δικαιώ­ματα με τον Καλίνιν, τερμάτισε τη ζωή του «για οικογενειακούς λόγους». Ο Στάλιν δεν αποφάσισε να ανακηρύξει «πράκτορα της Γερμανίας» έναν από τους αρχηγούς του κράτους. Μα οι επίτροποι του λαού που είταν φίλοι του Τσερβιάκοβ συλληφθήκανε στο Μινσκ· μήπως κι αυτό για «οικογενειακούς λόγους»; Αν πρέπει, να πάρουμε τη γραφειοκρατία σαν μια οικογένεια, τότε είμαστε υποχρεωμένοι να δεχτούμε πως αυτή η οικογένεια έχει περάσει, σε μια φάση βαθιάς αποσύνθεσης.
Άπειρα πιο εκπληκτική (ακόμα μια φορά, αν μπορεί κανείς να επιτρέψει στον εαυτό του την έκπληξη) η σταδιοδρομία του Γιάγκοντα που είταν από δέκα χρόνια ο πιο κοντινός άνθρωπος του Στάλιν. Ο Στάλιν δεν εμπιστευόταν σε κανένα μέλος του Πο­λιτικού Γραφείου τα μυστικά που εμπιστευόταν στον αρχηγό της Γκε-Πε-Ου. Ότι ο Γιάγκοντα είταν ένας αχρείος, αυτό το ήξερε όλος ο κόσμος. Μα, πρώτα - πρώτα, δε διέφερε αισθητά απ’ τους συνάδελφους του. Έπειτα, χρειαζόταν ίσα - ίσα στο Στάλιν ένας τέλειος κανάγιας για να εκπληρώνει τις πιο σκοτεινές αποστολές. Όλη η πάλη εναντίον της αντιπολίτευσης, αυτή η αδιάκοπη αλυ­σίδα από απάτες και ψευτιές, είταν έργο του Γιάγκοντα, κάτω από την προσωπική διεύθυνση του Στάλιν. Κι αυτός ο φρουρός του κράτους, που εξολόθρευσε το παλιό κόμμα, αποκαλύπτεται γκάγκστερ και προδότης. Τον φυλακίζουν. Ομολογεί, δεν ομολογεί, σύμφωνα με τους τύπους που καθιέρωσε ο ίδιος; Το πεπρωμένο του δε θ’ αλλάξει μ’ αυτό. Ο παγκόσμιος τύπος συζητάει ωστόσο με σοβαρότητα το ζήτημα αν είταν ή όχι σε συνεννόηση με τους ... τροτσκιστές. Γιατί όχι; Από τη στιγμή που ο Μπουχάριν μακέλευε τον τροτσκισμό μόνο και μόνο για να κρύψει καλύτερα τη συνεννόηση μαζί του, γιατί να μη μπορεί ο Γιάγκοντα, για τον ίδιο σκοπό, να εξοντώνει φυσικά τους τροτσκιστές;
Μα τα πιο συνταρακτικά πράγματα γίνονται στο στρατό, αρχίζοντας από την ανώτατη διοίκηση. Αφού αποκεφάλισε το κόμμα και τα στελέχη του κράτους, ο Στάλιν αποκεφαλίζει το στρατό.
Ο στρατάρχης Τουχατσέβσκι, σκεπασμένος με δόξα ως τα τώρα, αποσπάστηκε στις 11 Μάη από το αξίωμα του υποεπίτροπου του λαού άμυνας της ΕΣΣΔ και τοποθετήθηκε σε μια δευτερότερη διοικητική θέση στην επαρχία. Οι διοικητές των στρατιωτικών περιφερειών κι άλλοι ξακουστοί στρατηγοί μετατέθηκαν τις επό­μενες μέρες. Αυτό δεν προανάγγελνε τίποτα το καλό. Στις 16 Μάη εγκαθιδρύονται με διάταγμα Συμβούλια επικεφαλής των στρα­τιωτικών περιφερειών, των στρατιών και των στόλων. Γίνεται φανερό ότι οι διευθυντικοί κύκλοι έχουν έρθει σε σύγκρουση με τη στρατιωτική διοίκηση. Είχα δημιουργήσει τα Επαναστατικά Συμ­βούλια του στρατού στον εμφύλιο πόλεμο. Αυτά αποτελούνταν από το διοικητή στρατιάς και δυο-τρεις πολιτικούς επίτροπους. Αν και ο στρατιωτικός διοικητής διατηρούσε τυπικά όλο του το κύρος, οι διαταγές του γίνονταν εκτελεστικές μόνον αφού συνυπογράφον­ταν από τους πολιτικούς επίτροπους. Η αναγκαιότητα αυτών των προφυλακτικών μέτρων, που τα θεωρούσαμε σαν αναπόφευκτο κα­κό, μας είχε υπαγορευτεί από την αριθμητική ανεπάρκεια της σίγουρης διοίκησης και από τη δυσπιστία των στρατιωτών απέ­ναντι ακόμα και στους καλύτερους διοικητές. Η δημιουργία κόκ­κινων αξιωματικών θα μας επέτρεπε να διαλύσουμε με τον καιρό αυτά τα Συμβούλια και να αποκαταστήσουμε το αμέριστο κύρος των διοικητών, απαραίτητο στο στρατό. Ο Φρούνζε, που με διαδέχτηκε στα 1925 επικεφαλής της οργάνωσης της άμυνας, επίσπευσε την αποκατάσταση της ενιαίας διοίκησης. Ο Βοροσίλοβ ακολούθησε τον ίδιο δρόμο. Φαίνεται πως η ΕΣΣΔ είχε αρκετό καιρό για να διαμορφώσει αξιωματικούς και να απαλλαγεί από την οδυνηρή αναγκαιότητα να τους ελέγχει με επίτροπους.
Δεν είναι έτσι ωστόσο τα πράγματα. Την παραμονή της ει­κοστής επετείου της Οκτωβριανής Επανάστασης, η μοσχοβίτικη ολιγαρχία, ετοιμάζοντας τον αποκεφαλισμό της ανώτατης διοίκη­σης, θεωρεί χρέος να αποκαταστήσει τη συλλογική διοίκηση. Τα καινούργια συμβούλια δεν ονομάζονται τώρα πια επαναστατικά. Το γεγονός είναι πως δεν έχουν τίποτα κοινό με τα αλλοτινά συμ­βούλια. Τα συμβούλια της εποχής του εμφυλίου πολέμου εξασφά­λιζαν τον έλεγχο της επαναστατικής τάξης πάνω στους στρατιω­τικούς τεχνικούς που προέρχονταν από τις τάξεις του εχθρού. Τα συμβούλια του 1937 έχουν για αποστολή να βοηθήσουν την ολιγαρχία, που επέβαλε την εξουσία της στην επαναστατική τάξη, να υπερασπίσει το κλεμένο κύρος από τις επιθέσεις των ίδιων της των στραταρχών και στρατηγών.
Με την ανάκληση του Τουχατσέβσκι, οι μυημένοι αναρωτιούν­ται ποιός θα διευθύνει τις υπηρεσίες της άμυνας. Ο στρατάρχης Γιεγκόροβ που κλήθηκε να διαδεχτεί τον Τουχατσέβσκι είναι ένας αντισυνταγματάρχης της πολεμικής περιόδου απροσδιόριστης με­τριότητας. Ο καινούργιος επιτελάρχης Σαπάσνικοβ είναι αξιω­ματικός του παλιού στρατού μορφωμένος και φιλόπονος, χωρίς ωστόσο στρατηγικά χαρίσματα και δίχως πρωτοβουλία. Ο Βορο­σίλοβ; Αυτό δεν είναι μυστικό: ο «παλιός μπολσεβίκος» Βοροσί­λοβ είναι πρόσωπο καθαρά διακοσμητικό. Όσο ζούσε ο Λένιν, κανενός δεν του πέρασε ποτέ από το μυαλό να τον προτείνει για την Κεντρική Επιτροπή. Στον εμφύλιο πόλεμο επέδειξε, μαζί με αναμφισβήτητο προσωπικό θάρρος, ολική ανικανότητα στρατιω­τική και διοικητική συμπληρωμένη από στενότητα κρίσης πολύ επαρχιακή. Τα μόνα δικαιώματά του, στα αξιώματα του Πολιτι­κού Γραφείου και του Επιτροπάτου του λάου άμυνας, προέρχον­ται από το γεγονός ότι στο Τσαρίτσιν, στα 1918-1919, την ε­ποχή του πολέμου εναντίον των Κοζάκων, υποστήριξε το Στάλιν –το Στάλιν που αντιτάσσονταν στην πολεμική πολιτική που μας εξασφάλισε τη νίκη. Πάντως ούτε ο Στάλιν ούτε τα άλλα μέλη του Πολιτικού Γραφείου έχουν αυταπάτες για τα στρατιωτικά τα­λέντα του Βοροσίλοβ. Προσπάθησαν να τον περιβάλλουν με ειδικευμένους συνεργάτες. Ο Τουχατσέβσκι και ο Γκαμάρνικ υπήρ­ξαν οι αληθινοί ηγήτορες του στρατού μέσα στα τελευταία χρόνια.
Ούτε ο ένας ούτε ο άλλος άνηκαν στην παλιά μπολσεβίκικη φρουρά. Και οι δυο τους είχαν αρχίσει την καριέρα τους στον εμφύλιο πόλεμο, όχι χωρίς να κάνει κάτι γι' αυτό ο συγγραφέας αυτών των γραμμών... Ο Τουχατσέβσκι έδειξε αναντίρρητα αξιό­λογο στρατηγικό ταλέντο. Ωστόσο τού ’λειπε η ικανότητα να εκτι­μήσει μια κατάσταση στις πολλές και διάφορες όψεις της. Η στρατηγική του είταν ανέκαθεν κάπως τυχοδιωκτική. Είχαμε γι’ αυτό το λόγο πολλές διαφωνίες, φιλικές άλλωστε. Χρειάστηκε όμοια να επικρίνω την τάση του να δημιουργήσει «καινούργια πο­λεμική θεωρία» εμποτισμένη από όψιμο μαρξισμό. Ας μην ξε­χνάμε πως ο Τουχατσέβσκι είταν πολύ νέος και πέρασε μ’ ένα πή­δημα από τον κύκλο των αξιωματικών της φρουράς στο μπολσεβικισμό. Φαίνεται νά ’χε κάνει από τότε ευσυνείδητες μελέτες, αν όχι μαρξιστικές (μαρξιστικές μελέτες κανένας δεν κάνει στην ΕΣΣΔ), τουλάχιστο στρατιωτικές. Είχε μάθει να καταλαβαίνει τη νεότερη τεχνική και κρατούσε, όχι χωρίς επιτυχία το ρόλο του «μηχανοποιητή» του στρατού. Είχε καταφέρει να αποκτήσει την εσωτερική ισορροπία χωρίς την οποία δε θα μπορούσε να υπάρξει μεγάλος στρατηλάτης; Ο πόλεμος όπου του επιφυλάσσονταν προκαταβολικά η ανώτατη διοίκηση, θα μας φώτιζε πάνω σ’ αυτό το σημείο.
Ο Γκαμάρνικ καταγόταν από ουκρανοεβραϊκή οικογένεια. Είχε διακριθεί στη χώρα του μέσα στον εμφύλιο πόλεμο σαν πολιτικός και διοικητής, επαρχιακός είν’ αλήθεια. Άκουσα να μιλάνε γι’ αυτόν στα 1924 σα νά ’ταν Ουκρανός «τροτσκιστής». Από τότε κιό­λας δεν είχα πια προσωπική επαφή μαζί του. Η τριανδρία που διεύ­θυνε τότε το κόμμα (Ζινόβιεφ, Στάλιν, Κάμενεφ) προσπαθούσε να αποσπάσει τους πιο ικανούς τροτσκιστές από το συνηθισμένο πε­ριβάλλον τους, να τους στείλει σε περιοχές καινούργιες γι’ αυτούς και να τους πλανέψει όσο γινόταν, αφήνοντας τους να προαισθανθούν ωραίες καριέρες. Από το Κίεβο ο Γκαμάρνικ κίνησε για τη Μακρινή Ανατολή όπου σημείωσε γοργή πρόοδο, ξεκόβοντας απο­φασιστικά από τον «τροτσκισμό» από το 1925 κιόλας, δηλαδή δυο - τρία χρόνια πριν από τη συνθηκολόγηση των πιο σημαντικών κατηγορουμένων στις τελευταίες δίκες. Με την αποπεράτωση της επανεκπαίδευσης του ανακλήθηκε στη Μόσχα για να τεθεί επι­κεφαλής της Πολιτικής Υπηρεσίας του Στρατού και του Στόλου. Για δέκα χρόνια ο Γκαμάρνικ κράτησε τα σπουδαιότερα πόστα, στην ίδια την καρδιά του Κόμματος, συνεργαζόμενος καθημερινά με τη Γκε-Πε-Ου. Είναι νοητό κάτω απ’ αυτούς τους όρους να ακολου­θούσε δύο πολιτικές, τη μια για τους άλλους και την άλλη για τον εαυτό του; Μέλος της Κεντρικής Επιτροπής, ένας από τους εκπρό­σωπους του Κόμματος τους ψηλότερα τοποθετημένους μέσα στο στρατό, ο Γκαμάρνικ, όπως και ο Τουχατσέβσκι, ανήκε ως το με­δούλι στην κυβερνητική κάστα.
Γιατί λοιπόν αυτοί οι δυο αρχηγοί του στρατού πέσανε κάτω από τα χτυπήματα της καταπίεσης; Ο Ζινόβιεφ και ο Κάμενεφ χάθηκαν γιατί το παρελθόν τους φαινόταν να τους κάνει επικίν­δυνους και, πιότερο ακόμα, γιατί τουφεκίζοντας τους ο Στάλιν έλπιζε να καταφέρει θανάσιμο πλήγμα στον «τροτσκισμό». Ο Πιατάκοβ και ο Ράντεκ, γνωστοί πρώην τροτσκιστές, βρέθηκαν να είναι τα μόνα κατάλληλα πρόσωπα για να φιγουράρουν σε μια δεύτερη δίκη που προοριζότανε να επανορθώσει την κακή εντύ­πωση της πρώτης, που είχε σκηνοθετηθεί πάρα πολύ χονδροκομένα. Ούτε ο Τουχατσέβσκι ούτε ο Γκαμάρνικ θά ’ταν κατάλληλοι γι’ αυτές τις δουλειές. Ο πρώτος δεν υπήρξε ποτέ τροτσκιστής, ο δεύτερος είχε αγγίξει τον τροτσκισμό σε μια εποχή που ο ίδιος είταν άγνωστος. Γιατί ο Ράντεκ είχε λάβει την εντολή να αναφέ­ρει το όνομα του Τουχατσέβσκι στο ακροατήριο; Γιατί ο Γκα­μάρνικ να γίνει με το μυστηριώδες τέλος του, «εχθρός του λάου»;
Ο Τουχατσέβσκι, εκπαιδευτής των στελεχών του στρατού και υποψήφιος αρχιστράτηγος, πρέπει να συνδεότανε με τους στρατιωτικούς διοικητές που τους ήξερε προικισμένους με ταλέντο. Ο Πούτνα είταν ένας από τους πιο φημισμένους αξιωματικούς του επιτελείου. Ο Τουχατσέβσκι τον έστειλε πραγματικά να πάρει πληροφορίες από τον Ράντεκ; Ο Ράντεκ ασκούσε ημιεπί­σημα την εξωτερική πολιτική. Ο Πούτνα είταν στρατιωτικός α­κόλουθος στη Μεγάλη Βρετανία. Δια μέσου του Πούτνα ο Τουχα­τσέβσκι μπορούσε να λάβει πληροφορίες από τον Ράντεκ. Ο Στά­λιν χρησιμοποίησε έτσι πάμπολλες φορές, για τη σύνταξη των λόγων του και των συνεντεύξεων του, πληροφορίες δοσμένες από τον Ράντεκ. Είναι πάντα δυνατό όλο αυτό το επεισόδιο να είναι φανταστικό, όπως τόσα άλλα. Μ' αυτό δεν αλλάζει τίποτα. Ο Τουχατσέβσκι ανέλαβε το δίχως άλλο την υπεράσπιση του Πούτνα και άλλων ανώτερων αξιωματικών που η Γκε-Πε-Ου θυσίαζε στα αμαλγάματα της. Έπρεπε να του δοθεί ένα μάθημα. Ποιός είταν εδώ ο ρόλος του Βοροσίλοβ; Μέχρι τώρα η πολιτική του καθορι­ζόταν σε πλατύτερη κλίμακα από τις σχέσεις του με τον Στάλιν παρά από τις σχέσεις του με το στρατό. Καθώς είταν άλλωστε στε­νοκέφαλος και αρκετά άστατος, ο Βοροσίλοβ πρέπει νά ’νιωθε κά­ποια αντιπάθεια για τον πάρα πολύ ικανό αναπληρωτή του. Τέ­τοια είναι τα πιθανά δεδομένα της σύγκρουσης στις πρωταρχές της.
Ο Γκαμάρνικ είχε πάρει σημαντικό μέρος σ’ όλες τις εκκα­θαρίσεις του στρατού, κάνοντας σ’ αυτές τις περιπτώσεις ό,τι του ζητούσαν. Ο λόγος είταν, είν’ αλήθεια, για αντιπολιτευόμενους, για δυσαρεστημένους, για ύποπτους και κατά συνέπεια για τα συμ­φέροντα του «κράτους». Αντίθετα, τον περασμένο χρόνο χρειάστηκε να διωχτούν από το στρατό άνθρωποι ολότελα αθώοι για τις σχέσεις τους που τους είχαν επιτρέψει να πλησιάσουν ορισμένες υπη­ρεσίες ή γιατί η τύχη τούς έκανε χρήσιμους για τις προετοιμα­ζόμενες δικαστικές σκηνοθεσίες. Ο Γκαμάρνικ και ο Τουχατσέβ­σκι είχαν συνδεθεί με πολλούς απ’ αυτούς τους ανώτερους αξιω­ματικούς με δεσμούς φιλίας και συντροφικότητας. Ο Γκαμάρνικ, σαν αρχηγός της Πολιτικής Υπηρεσίας, όφειλε να παραδόσει τους συνεργάτες του στο Βισίνσκι και να πάρει έπειτα μέρος στην κατασκευή ψεύτικων κατηγοριών εναντίον τους. Είναι ενδεχόμενο να αντιστάθηκε στη Γκε-Πε-Ου και να παραπονέθηκε για το Γιέζοβ στο ... Στάλιν. Πράγμα που θά ’ταν αρκετό για να χαθεί.
Παρακινημένοι από τα συμφέροντα της άμυνας, οι διοικητές των στρατιωτικών περιφερειών και γενικότερα οι αρχηγοί του στρατού μπορεί να επεμβήκανε υπέρ του Τουχατσέβσκι. Ο τρε­λός χορός των μεταθέσεων και των συλλήψεων το Μάη και τις αρχές Ιούνη εξηγείται μόνο από τον πανικό των ιθυνόντων. Ο Γκαμάρνικ αυτοκτονεί ή σκοτώνεται στις 31 Μάη. Οι διοικητές των στρατιωτικών περιφερειών μόλις φτάνουνε στις καινούργιες τους θέσεις συλλαμβάνονται και δικάζονται. Συλλαμβάνονται: ο Τουχατσέβσκι, που είχε τοποθετηθεί στη Σαμάρα· ο Γιακίρ, το­ποθετημένος στο Λένινγκραντ· ο Ουμπόρεβιτς που διοικεί τη στρατιωτική περιοχή της Λευκορωσίας· ο διοικητής της Στρατιωτικής Ακαδημίας Κορκ· ο διοικητής της υπηρεσίας στελεχών του στρατού Φέλντμαν· ο αρχηγός του «Οσοαβιάχιμ»[4]. Έϊντεμαν· ο Πούτνα, πρώην στρατιωτικός ακόλουθος στην Ιαπωνία και στην Αγγλία, καθώς και ο στρατηγός του ιππικού Πριμάκοβ είχαν συλληφθεί προτήτερα. Και οι οχτώ καταδικάστηκαν στην κεφαλική ποινή και τουφεκίστηκαν.
Ο στρατός πρέπει να αναστατώθηκε ως το μεδούλι. Πώς και γιατί είχανε χαθεί οι θρυλικοί αρχηγοί του εμφυλίου πολέμου, οι πιο προικισμένοι στρατηλάτες και οργανωτές, οι αρχηγοί ενός στρατού που χτες ακόμα είταν η ελπίδα και το στήριγμα του κα­θεστώτος; Ας θυμίσουμε με δυο λόγια καθέναν απ’ αυτούς χω­ριστά:
–Αν ο Τουχατσέβσκι, νεαρός αξιωματικός του αυτοκρατο­ρικού στρατού, είχε γίνει μπολσεβίκος, ο Γιακίρ, νεαρός φυματι­κός φοιτητής, είχε γίνει αρχηγός στον Κόκκινο Στρατό. Από τα πρώτα βήματα του ο Γιακίρ είχε φανερώσει φαντασία και πρω­τοβουλία στρατηγού: οι παλιοί αξιωματικοί είδανε πολλές φο­ρές με κατάπληξη κείνον τον καχεκτικό επίτροπο να ψηλαφίζει με την άκρη ενός σπιρτόξυλου το χάρτη. Ο Γιακίρ είχε την ευ­καιρία να αποδείξει την αφοσίωση του στην επανάσταση και στο κόμμα με τρόπο πολύ πιο άμεσο απ’ ό,τι ο Τουχατσέβσκι. Ύστερα από το τέλος του εμφυλίου πολέμου είχε κάνει σοβαρές μελέ­τες. Το κύρος του είταν μεγάλο και του άξιζε.
–Πλάϊ του μπορούμε να βάλουμε το όνομα ενός από τους λιγότερο λαμπρούς αρχηγούς, μα δοκιμασμένου και σίγουρου, των δύσκολων χρόνων, του Ουμπό­ρεβιτς. Ο Γιακίρ και ο Ουμπόρεβιτς είταν επιφορτισμένοι με την άμυνα των δυτικών συνόρων. Από χρόνια προπαρασκευάζονταν για το μελλοντικό μεγάλο πόλεμο.
–Ο Κορκ, που είχε βγει από την Ακαδημία Πολέμου του παλιού καθεστώτος, είχε διοικήσει μια στρατιά μ’ επιτυχία στα πεδία των μαχών. Έπειτα, αφού διοίκησε μια στρατιωτική περιφέρεια, είχε διαδεχθεί τον Έϊντεμαν επικεφαλής της Ακαδημίας Πολέμου.
–Ο Έϊντεμαν ανήκε στο περιβάλλον του Φρούνζε. Διεύθυνε από χρόνια το «Οσοαβιάχιμ», την οργάνωση που εξασφαλίζει τον ενεργητικό σύνδεσμο ανάμεσα στον στρατό και τον πληθυσμό.
–Ο Πούτνα, νεαρός μορφωμένος στρατηγός, ήξερε να συλλαμβάνει τα πράγματα σε διεθνή κλίμακα.
–Ο Φέλντμαν είταν επιφορτισμένος με την επί­βλεψη της διοίκησης, πράγμα που δίνει το μέτρο της εμπιστοσύ­νης που απολάβαινε.
–Ο Πριμάκοβ, έπειτα από το Μπουντιένι, είταν σίγουρα ο πιο αξιόλογος αρχηγός του Κόκκινου Ιππικού.
Μπο­ρεί να πει κανείς χωρίς να φοβάται ότι υπερβάλει πως δεν απο­μένει πια στον Κόκκινο Στρατό –έκτος από το Μπουντιένι– ούτε ένας άνθρωπος που να μπορεί από άποψη δημοτικότητας –για να μη μιλήσουμε για ταλέντα και γνώσεις– να συγκριθεί με τους οχτώ αρχηγούς που ξαφνικά ανακηρύχτηκαν εγκληματίες. Η ανώτατη διοίκηση του Κόκκινου Στρατού αποκεφαλίστηκε με δε­ξιοτεχνία που αγγίζει τα όρια της τελειότητας!
Η οργάνωση της δίκης αξίζει μεγάλη προσοχή: με πρόεδρο τον κατώτερο υπάλληλο Ούλριχ, στρατηγοί, έχοντας επικεφαλής το Μπουντιένι, αναγκάστηκαν ν’ απαγγείλουν εναντίον των συμ­πολεμιστών τους την απόφαση που είχε υπαγορευτεί από τη γραμματεία του Στάλιν. Διαβολική δοκιμασία πίστης! Οι επιζών­τες είναι πια υποδουλωμένοι στο Στάλιν με τη ντροπή που σκό­πιμα τους φόρτωσε. Μα η σκευωρία τραβάει μακρύτερα. Ο Στά­λιν φοβάται και το Βοροσίλοβ. Ο διορισμός του Μπουντιένι στη διοίκηση της στρατιωτικής περιοχής της Μόσχας μας το αποδεί­χνει. Παλιός υπαξιωματικός του ιππικού, ο Μπουντιένι περιφρο­νούσε ανέκαθεν το στρατιωτικό ντιλεταντισμό του Βοροσίλοβ. Τον καιρό της συνεργασίας τους στο Τσαρίτσιν τους έτυχε πάνω από μια φορά ν’ απειλήσουν ο ένας τον άλλο με τα πιστόλια τους. Η υψηλή καριέρα τους μετρίασε την έκφραση της εχθρό­τητάς τους χωρίς να την θεραπεύσει. Ο Μπουντιένι παίρνει τη στρατιωτική εξουσία στην πρωτεύουσα για να την φέρει στο Βο­ροσίλοβ. Το μέλλον θα δείξει ποιος από τους δυο είναι γραμμέ­νος στον κατάλογο των καταδικασμένων.
Η κατηγορία για συνεννόηση με τη Γερμανία, που εκτοξεύ­τηκε εναντίον του Τουχατσέβσκι, του Γιακίρ και των άλλων τουφεκισμένων, είναι τόσο ανόητη και άτιμη, που δεν αξίζει καν να ανασκευαστεί. Ο Στάλιν άλλωστε δεν έλπιζε να βρει πίστη στο εξωτερικό για τις βδελυρές του συκοφαντίες. Του χρειαζό­ταν, κι αυτήν ακόμα τη φορά, να δικαιολογήσει μπροστά στους εργάτες και στους χωρικούς με εντυπωσιακά επιχειρήματα τη δολοφονία ανθρώπων με πρωτοβουλία και ταλέντο. Υπολογίζει στην υπνωτική επίδραση ενός ολοκληρωτικού Τύπου και ραδιο­φώνου.
Ποιές είταν οι πραγματικές αιτίες της εκτέλεσης των καλύτε­ρων σοβιετικών στρατηγών; Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε εδώ είναι να παραδοθούμε σε εικασίες βασισμένες σε άμεσες και έμ­μεσες ενδείξεις. Με την προσέγγιση της απειλής του πολέμου, οι πιο έγκυροι στρατιωτικοί αρχηγοί δε μπορούσαν να βλέπουν δίχως ανησυχία το Βοροσίλοβ να παραμένει επικεφαλής των ενό­πλων δυνάμεων. Δεν υπάρχει λόγος να αμφιβάλουμε ότι αυτοί οι κύκλοι σκοπεύανε να αντικαταστήσουν το Βοροσίλοβ με τον Τουχατσέβσκι. Η «συνωμοσία» των στρατηγών πρέπει, στην πρώτη της φάση, να επιζήτησε την υποστήριξη του Στάλιν που έπαι­ζε από καιρό το συνηθισμένο του διπλό παιχνίδι, εκμεταλλευόμε­νος την αντιζηλία Τουχατσέβσκι-Βοροσίλοβ. Ο Τουχατσέβσκι και οι οπαδοί του υπερεκτίμησαν, όπως φαίνεται, τις δυνάμεις τους. Αναγκασμένος να διαλέξει, ο Στάλιν προτίμησε το Βορο­σίλοβ, που είταν ως τότε γι’ αυτόν πειθήνιο όργανο, και απαλλά­χτηκε από τον Τουχατσέβσκι που μπορούσε να γίνει αντίζηλος. Γελασμένοι στις ελπίδες τους και χολωμένοι με την «προδοσία» του Στάλιν, οι στρατηγοί μπορεί να σκέφτηκαν να απαλλάξουν το στρατό από την κηδεμονία του Πολιτικού Γραφείου. Απ’ αυ­τό ως την αληθινή συνωμοσία η απόσταση είταν μεγάλη. Μα σε ολοκληρωτικό καθεστώς αυτό είταν το πρώτο βήμα προς τη συνω­μοσία.
Καλοεξετάζοντας το παρελθόν των τουφεκισμένων και τον χα­ρακτήρα τους, δυσκολευόμαστε να δεχτούμε πως είχαν συνδεθεί δια μέσου ενός πολιτικού προγράμματος. Αντίθετα, πολλοί απ’ αυτούς, και πρώτα - πρώτα ο Τουχατσέβσκι, μπορεί να είχαν το πρόγραμμά τους σχετικά με την άμυνα της χώρας. Ας μην ξε­χνάμε πως ύστερα από την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, ο Στάλιν έκανε ό,τι μπορούσε για να διατηρήσει φιλικές σχέσεις με τη Γερμανία. Οι σοβιετικοί διπλωμάτες δεν τσιγκουνεύονταν τις φιλοφρονητικές τους εκδηλώσεις απέναντι στο φασισμό που σήμερα αποκτούν σκανδαλώδη ηχηρότητα. Ο Στάλιν διατύπωνε έτσι τη φιλοδοξία της πολιτικής του: «Πρώτα να διασώσουμε την οικοδόμηση του σοσιαλισμού στη χώρα μας. Ο φασισμός και η δημοκρατία είναι δίδυμα και όχι αντίθετα. Η Γαλλία δε θα μας επιτεθεί. Την απειλή της Γερμανίας μπορεί να την αποκρούσει κανείς συνεργαζόμενος μ’ αυτή τη χώρα». Σ’ ένα νεύμα οι αρχη­γοί του στρατού ενεργούσαν, προσπαθώντας να διατηρήσουν εγ­κάρδιες σχέσεις με τους Γερμανούς στρατιωτικούς ακόλουθους, τους μηχανικούς, τους βιομηχάνους, υποβάλλοντάς τους την ιδέα για μια πιθανή συνεργασία. Ορισμένοι στρατηγοί αποδέχονταν τόσο πιο πρόθυμα αυτή την πολιτική, όσο περισσότερο επιβάλλονταν σ’ αυτούς η τεχνική και η «πειθαρχία» της Γερμανίας.
Ο Στάλιν χρειάστηκε να συμπληρώσει τις «φιλικές» σχέσεις με τη Γερμανία μ’ ένα αμυντικό σύμφωνο με τη Γαλλία. Ο Χίτλερ δε μπορούσε να συναινέσει σ’ αυτό. Πρέπει νά ’χει ελεύθερα τα χέρια εδώ και κει. Στην προσέγγιση Μόσχας-Παρισιού απάν­τησε απωθώντας επιδεικτικά το Στάλιν. Ο Μουσολίνι έκανε το ίδιο λίγο αργότερα. Αντίθετα με τις αρχικές του προθέσεις, ο Στάλιν χρειάστηκε να απαρνηθεί τη φιλοσοφική του σύλληψη πως Φασισμός και Δημοκρατία είταν δίδυμα και να προσανατο­λιστεί προς τις «δυτικές δημοκρατίες». Συμβολικές μεταθέσεις έ­γιναν στο Επιτροπάτο των Εξωτερικών: ο Κρεστίνσκι, πρώην πρε­σβευτής στο Βερολίνο, αναπληρωτής του Λιτβίνοφ, παραμερί­στηκε· τον διαδέχτηκε ο Ποτέμκιν, πρώην πρεσβευτής στο Πα­ρίσι. Στους κόλπους της ανώτατης διοίκησης τα πράγματα δε μπορούσαν να γίνουν τόσο απλά, από το χαρακτήρα της στρα­τιωτικής κάστας που είναι πολύ πιο πολυάριθμη και λιγότερο ευ­κίνητη από τους διπλωματικούς κύκλους.
Αν δεχτούμε πως ο Τουχατσέβσκι έμεινε ως την τελευταία του στιγμή πιστός στο γερμανικό προσανατολισμό (και δεν έχω καθόλου πεισθεί γι’ αυτό) αυτό δεν τό ’κανε βέβαια σαν πράκτορας της Γερμανίας του Χίτλερ, μα σαν σοβιετικός πατριώτης εμπνεό­μενος από οικονομικούς και στρατηγικούς λόγους που πρό­σφατα ακόμα είταν σκέψεις του Στάλιν. Οι στρατηγοί πρέπει νά ’νιωθαν προσωπικά δεσμευμένοι από τις φιλικές δηλώσεις που θα είχαν αναγκαστεί να κάνουν απέναντι στη Γερμανία. Ο Στάλιν που είχε βολτατζάρει για καιρό, κρατώντας και τις δυο πόρτες ανοιχτές, φυλαγόταν να τους δόσει το σύνθημα της υποχώρησης. Υπολογίζοντας στην υποστήριξή του, είναι πιθανό πολλοί απ’ αυτούς να ξε­πέρασαν το όριο που είχε προκαθοριστεί για τις διαπραγματεύσεις. Είναι επίσης πιθανό ο Βοροσίλοβ που, σαν μέλος του Πολιτικού Γρα­φείου, γνώριζε από την πρώτη ώρα την αλλαγή στον προσανατολισμό της σοβιετικής πολιτικής, νά ’φησε σκόπιμα τον Τουχατσέβσκι να βγει από τα όρια της πολιτικής και στρατιωτικής πειθαρχίας, για να ζητήσει έπειτα, με την κτηνωδία που τον διακρίνει, μιαν από­τομη μεταστροφή. Το ερώτημα με ποιόν να πάνε, με τη Γερμανία ή με τη Γαλλία, θα μετατράπηκε έτσι σ’ αυτό το άλλο: ποιός διοικεί το στρατό, ο Βοροσίλοβ, μέλος του Πολιτικού Γραφείου, ή ο Τουχατσέβσκι, υποστηριζόμενος από τους επίλεκτους της στρα­τιωτικής διοίκησης; Μια και δεν υπάρχει ούτε πολιτική κοινή γνώμη ούτε κόμμα ούτε σοβιέτ, το καθεστώς έχει χάσει κάθε ίχνος ελαστικότητας. Κάθε σοβαρό ζήτημα λύνεται με το μάουζερ. Ο Στάλιν θα αντιτάχτηκε τόσο λιγότερο σ’ αυτή τη λύση, όσο του χρειάζονταν, για να δόσει στους καινούργιους συμμάχους του στο εξωτερικό εχέγγυα πίστης, αποδιοπομπαίοι τράγοι για να φορτώσει πάνω τους την ευθύνη της χτεσινής πολιτικής του.
Ποια είταν η στάση των τουφεκισμένων στρατηγών απέναντι στην αριστερή αντιπολίτευση; Οι εφημερίδες της Μόσχας χαρα­κτήρισαν το Γκαμάρνικ «τροτσκιστή» – ύστερα από το θάνατο του. Μερικούς μήνες προτήτερα, ο Πούτνα είχε μνημονευτεί με τον ίδιο χαρακτηρισμό στις δίκες Ζινόβιεφ και Ράντεκ. Κανείς από τους άλλους δεν έλαβε αυτό τον τρομερό ποιοτικό προσδιορι­σμό ούτε πριν από τη δίκη ούτε χωρίς άλλο στην ίδια τη δίκη, γιατί ούτε οι δικαστές ούτε οι κατηγορούμενοι είταν υποχρεωμέ­νοι να παίξουν κωμωδία με κλειστές τις πόρτες [5]. Κείνο που εμπόδιζε να μεταμορφωθούν ο Τουχατσέβσκι, ο Γιακίρ, ο Ουμπόρεβιτς, ο Έϊντεμαν σε τροτσκιστές είταν η απουσία του παραμι­κρού προσχήματος και ο φόβος μήπως δοθεί η υπερβολική σημα­σία στον τροτσκισμό μέσα στο στρατό. Ωστόσο το ανακοινωθέν του Βοροσίλοβ, που δημοσιεύτηκε την άλλη μέρα της εκτέλεσης, χα­ρακτηρίζει τους σφαγμένους για τροτσκιστές. Όπως βλέπουμε η απάτη έχει τη λογική της: αν οι στρατηγοί, όπως οι τροτσκιστές, χρησιμοποίησαν τη Γερμανία για να παλινορθώσουν τον καπιτα­λισμό, η Γερμανία δεν παράλειψε να ενώσει τις προσπάθειές τους για το συμφέρον της. Ο «τροτσκισμός» έχει καταντήσει άλλωστε μια γενική έννοια που περιλαβαίνει όλους εκείνους που πρέπει να εξαφανιστούν.
Οι σκέψεις μας για τις αιτίες του αποκεφαλισμού του στρατού περικλείνουν ένα στοιχείο εικασίας. Η πραγματική λεπτομέρεια των γεγονότων που δε θα γίνει γνωστή και τόσο γρήγορα, μπορεί νά ’ταν διαφορετική. Μα η πολιτική έννοια του σφαγιασμού είναι καθαρή κιόλας από σήμερα. Αν ο Στάλιν ήθελε να σώσει τους στρατηγούς είχε πάμπολλες δυνατότητες να τους προσφέρει απο­δεκτές διεξόδους. Δεν το θέλησε. Φοβάται μήπως φανεί αδύναμος. Φοβάται το στρατό. Φοβάται την ίδια του γραφειοκρατία. Και δεν έχει άδικο. Χιλιάδες και χιλιάδες αξιωματικοί και υπάλληλοι, που βγήκαν από το μπολσεβικισμό ή ήρθαν στο μπολσεβικισμό, υποστή­ριξαν το Στάλιν μέχρι τα τελευταία, όχι από φόβο μα από πεποί­θηση: Τα πρόσφατα γεγονότα ξύπνησαν μέσα τους διπλή αγωνία: για την επανάσταση και για τον εαυτό τους. Κείνοι που βοήθησαν το Στάλιν ν’ ανέβει, αποκαλύπτονται ολοένα και λιγότερο διατεθειμένοι να τον κρατήσουν στο ιλιγγιώδες ύψος όπου έφτασε. Ο Στάλιν αναγκάζεται γι’ αυτό να ανανεώνει ολοένα και πιο συχνά τα όρ­γανα της κυριαρχίας του. Και τρέμει μήπως αυτά τα ανανεωμένα όργανα δόσουν άλλον αρχηγό.
Αυτός ο κίνδυνος είναι ιδιαίτερα σημαντικός στο στρατό. Ό­ταν η γραφειοκρατία ξεφεύγει από τον έλεγχο του λαού, η στρα­τιωτική κάστα ζητάει άφευκτα να απαλλαγεί από τον έλεγχο της πολιτικής γραφειοκρατίας. Ο βοναπαρτισμός τείνει στη δικτατο­ρία του σπαθιού. Ανεξάρτητα από τις πραγματικές ή τις υποτιθέ­μενες φιλοδοξίες του Τουχατσέβσκι, το σώμα των αξιωματικών πρέπει να διαπνέεται από συναίσθημα ανωτερότητας απέναντι στους πολιτικούς δικτάτορες. Ο Στάλιν από το άλλο μέρος πρέπει να καταλαβαίνει πως το αστυνομικό καθεστώς που επιβάλει με τη βοήθεια της ιεραρχίας των γραμματέων του θα μπορούσε πιο α­πλά, πιο άμεσα να εφαρμοστεί από ένα «στρατάρχη» διαμέσου της στρατιωτικής ιεραρχίας. Ο κίνδυνος είναι φανερός. Είναι αλήθεια πως δε σημειώθηκε ακόμα συνωμοσία. Μα η συνωμοσία είναι στην ημερήσια διάταξη. Πριν από λίγο παραβρεθήκαμε σε μια προλη­πτική σφαγή. Ο Στάλιν επωφελήθηκε από μια «ευτυχή» περίσταση για να δόσει στους αξιωματικούς μια αιματηρή προειδοποίηση.
Και μπορεί να υποστηρίξει κανείς προκαταβολικά πως αυτή η προειδοποίηση δε θα σταματήσει κανένα, δε θα εμποδίσει τίποτα. Ο Στάλιν κατόρθωσε να παίξει το ρόλο του σαν νεκροθάφτης του μπολσεβικισμού μόνο και μόνο γιατί είναι ο ίδιος παλιός μπολσε­βίκος. Χρειαζόταν αυτό το εξωτερικό στη γραφειοκρατία για να πνίξει τις μάζες και να τσακίσει το κουκούλι μιας σπαρτιατικής παράδοσης. Μα οι θερμιδοριανοί δεν έχουν ομοιογένεια. Το ανώτερο στρώμα των προνομιούχων αποτελείται από ανθρώπους που εί­ναι ακόμα οι ίδιοι δεμένοι με τις παραδόσεις του μπολσεβικισμού. Το καθεστώς δε μπορούσε να στηρίζεται πάνω σ’ αυτό τον ενδιά­μεσο σχηματισμό των Ποστίσεβ, των Τσερβιάκοβ, των Τουχατσέβ­σκι, των Γιακίρ – για να μη μιλήσουμε για τους Γιάγκοντα. Το επόμενο στρώμα είναι οι διοικητικοί οι αδιάφοροι για την πολιτι­κή, όταν δεν είναι κατεργάρηδες και αριβίστες. Καλύτερα από κάθε άλλον, ο Στάλιν αντιλαμβάνεται αύτη τη διάρθρωση των δι­ευθυντικών του κύκλων. Πράγμα που τον οδηγεί στο συμπέρασμα πως ύστερα από την ασφυξία των μαζών και το ξερίζωμα της πα­λιάς φρουράς, η σωτηρία του σοσιαλισμού δε βρίσκεται πια παρά μόνο σ’ αυτόν.
Δεν πρόκειται για απλή προσωπική φιλοδοξία ή για σκλη­ρότητα χαρακτήρα. Ο Στάλιν δε μπορεί να μην αποβλέπει στο νομικό καθαγιασμό της προσωπικής του εξουσίας ως ισόβιου «αρχηγού», ως παντοδύναμου προέδρου, ακόμα και ως εστεμμένου αυ­τοκράτορα. Δε μπορεί να μη φοβάται σύγκαιρα την πιθανή αντί­σταση της γραφειοκρατίας και περισσότερο ακόμα του στρατού στα καισαρικά του σχέδια. Ώστε προτού κατρακυλήσει στην άβυσσο –με στέμμα ή χωρίς στέμμα– θα επιχειρήσει να εξολοθρεύσει τους καλύτερους υπηρέτες του κράτους [6].
Όπως και νά ’ναι, κατάφερε στον Κόκκινο Στρατό τρομερό πλήγμα. Η καινούργια δικαστική απάτη κόντηνε αυτό το στρατό πολλά κεφάλια. Ηθικά συγκλονίστηκε συθέμελα. Τα συμφέροντα της άμυνας της χώρας θυσιάστηκαν για τη διατήρηση της διευ­θύνουσας φατρίας. Ύστερα από τις δίκες Ζηνόβιεφ-Κάμενεφ και Ράντεκ-Πιατάκοβ, η δίκη Τουχατσέβσκι - Γιακίρ επισφραγίζει την αρχή του τέλους της σταλινικής δικτατορίας.

Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ
Σε όλους τους τομείς της κοινωνικής και πολιτικής ζωής η γραφειοκρατία έχει γίνει για τη χώρα αιτία εξασθένησης, ξεπε­σμού και ταπείνωσης. Πρώτα - πρώτα στην οικονομία. Οι κατη­γορίες για σαμποτάζ που σκορπίστηκαν άφθονα σ’ όλες τις κατευ­θύνσεις αποδιοργάνωσαν τη διοίκηση. Κάθε πραγματική δυσκο­λία ερμηνεύεται σαν προσωπικό σφάλμα. Κάθε σφάλμα γίνεται, μόλις βρουν συμφέρον σ’ αυτό, σαμποτάζ. Κάθε περιοχή, κάθε α­χτίδα τουφέκισε τον τοπικό της Πιατάκοβ. Οι μηχανικοί των υπη­ρεσιών του σχεδίου, οι διευθυντές των τραστ και των επιχειρή­σεων, οι αρχιεργάτες τρέμουν για τη ζωή τους. Κανείς δεν δέχε­ται να αναλάβει οποιαδήποτε υπευθυνότητα. Μα μπορείς να του­φεκιστείς και για έλλειψη πρωτοβουλίας. Η υπερένταση του δεσποτισμού οδηγεί στην αναρχία. Η σοβιετική οικονομία έχει α­νάγκη από δημοκρατία όσο και από καλές πρώτες ύλες και λιπαν­τικά. Το σταλινικό σύστημα δεν είναι παρά ένα καθολικό σαμπο­τάζ της οικονομίας.
Τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα, αν μπορούν να γίνουν χειρότερα, στον τομέα της κουλτούρας. Η δικτατορία της αμά­θειας και της ψευτιάς πνίγει την πνευματική ζωή ενός λαού από 170 εκατομμύρια κατοίκους. Οι πρόσφατες δίκες, μαζί με τις εκ­καθαρίσεις, άτιμες στους σκοπούς τους και στις μέθοδές τους, εγκαθίδρυσαν οριστικά τη βασιλεία της κακογλωσσιάς, του χαφιεδισμού, της αναντρίας, της αισχρότητας. Το σοβιετικό σχολείο δε διαφθείρει λιγότερο το πνεύμα του παιδιού απ’ ό,τι το καθολικό σεμινάριο από το όποιο ξεχωρίζει μόνο με τη μικρότερη ευστά­θειά του. Οι συγγραφείς, οι παιδαγωγοί, οι επιστήμονες, φτάνει να είναι λίγο προικισμένοι με ταλέντο και ανεξαρτησία, απειλούν­ται, καταδιώκονται, συλλαμβάνονται, εξορίζονται –όταν δεν του­φεκίζονται. Ο τιποτένιος γυμνοσάλιαγκας θριαμβεύει σ’ όλη τη γραμμή. Αυτός χαρίζει στην επιστήμη το οδοιπορικό της και υπα­γορεύει στις τέχνες τους κανόνες της δημιουργίας. Ο σοβιετικός Τύπος ξεχύνει μιαν αποπνιχτική μυρουδιά αποσύνθεσης.
Τί θα μπορούσε να είναι πιο ατιμωτικό από την αδιαφορία της γραφειοκρατίας για το διεθνές γόητρο της χώρας; Οι άνθρω­ποι της διεθνούς μεγαλομπουρζουαζίας και τα επιτελεία όλων των δυνάμεων γνωρίζουν πολύ καλύτερα από τις περισσότερες εργατικές οργανώσεις, τις εξαπατημένες από τους ηγήτορές τους, τι κρύβεται πίσω από τις δικαστικές άπατες και τις εκκαθαρίσεις της Μόσχας. Πώς οι οιωνοσκόποι του καπιταλισμού πρέπει να βλέπουν μια «σοσιαλιστική» κυβέρνηση που μπλέχτηκε σε τόσο βρόμικες περιπέτειες; Όπως και νά ’ναι, στο Βερολίνο και στο Τόκιο δεν μπορεί να αγνοούν πως οι κατηγορίες για προδοσία, που ορθώνονται εναντίον των τροτσκιστών και των κόκκινων στρατη­γών, είναι καθαρή αερολογία. Δεν έχουμε βέβαια αυταπάτες για την ηθική της γερμανικής, της γιαπωνέζικης και άλλων κυβερ­νήσεων. Δεν πρόκειται να συναγωνιστούν στην εφαρμογή των δέκα εντολών, μα να εκτιμήσουν τη σταθερότητα του σοβιετι­κού καθεστώτος. Η κυβέρνηση της Μόσχας βγαίνει ολότελα ατι­μασμένη από τις δίκες που οργανώνει. Οι εχθροί της, όπως και οι πιθανοί σύμμαχοί της, εκτιμούν τη δύναμή της πολύ πιο κά­τω απ’ ό,τι είταν πριν από την τελευταία εκκαθάριση. Και η αξιο­λόγησή τους γίνεται, με τη σειρά της, βασικός παράγοντας στις διεθνείς ανακατατάξεις. Η κυβέρνηση της ΕΣΣΔ υποχωρεί ωστόσο βήμα προς βήμα μπροστά στον πιο αδύναμο αντίπαλό της, την Ιαπωνία. Τα άρθρα και οι κραυγαλέοι λόγοι που συνοδεύ­ουν τις συνθηκολογήσεις δεν ξεγελούν κανένα. Η μοσχοβίτικη ολιγαρχία, κάνοντας τον πόλεμο στο εσωτερικό, δεν είναι σε θέ­ση να τον κάνει στο εξωτερικό. Η εγκατάλειψη των νήσων του Αμούρ έλυσε τα χέρια της Ιαπωνίας απέναντι στην Κίνα. Είναι αρκετά πιθανό πως ο Λιτβίνοφ είχε επιφορτιστεί να πει στους Γιαπωνέζους διπλωμάτες: «Κάντε ό,τι σας αρέσει στην Κίνα, μα αφήστε μας ήσυχους. Δε θα επέμβουμε». Η διευθύνουσα φα­τρία χλευάζει το καθετί που βρίσκεται έξω από την αυτοσυντή­ρηση της.
Όχι λιγότερο ολέθρια η διπλωματική δράση των γραφείων της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Ποτέ η Αγγλία και η Γαλλία δεν θα κατόρθωναν να επιβάλουν στην επαναστατική Ισπανία μιαν αντεπαναστατική αστική κυβέρνηση, όπως η κυβέρνηση Νεγκρίν. Οι διπλωμάτες του Λονδίνου και του Παρισιού χρειάστηκε αυ­τή τη φορά να επωφεληθούν από το μεταβιβαστικό μηχανισμό της λεγόμενης Κομμουνιστικής Διεθνούς. Ο κύριος σκοπός του Στά­λιν, που ζητάει να δικαιώσει την εμπιστοσύνη της αγγλο-γαλλικής μπουρζουαζίας, είναι να εμποδίσει τους εργαζόμενους της Ισπανίας να μπουν στο δρόμο της σοσιαλιστικής επανάστασης. Η βοήθεια που έδοσε η Μόσχα στην κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου της Ιβηρικής Χερσονήσου είχε για όρο την απαίτηση για μια πιο ενεργητική καταστολή του επαναστατικού κινήμα­τος. Όπως έπρεπε να το περιμένει κανείς, η πάλη εναντίον των εργατών και χωρικών στα μετόπισθεν φέρνει άφευκτα την ήττα στο μέτωπο. Απέναντι στον Φράνκο, η μοσχοβίτικη καμαρίλα είναι το ίδιο ανίσχυρη όσο κι απέναντι στο Μικάδο. Και όπως στην ΕΣΣΔ ο Στάλιν έχει ανάγκη από αποδιοπομπαίους τρά­γους για να φορτώσει πάνω τους τις δικές του αμαρτίες, έτσι οι ήττες που προκάλεσε στην Ισπανία η αντιδραστική πολιτική στα μετόπισθεν τον υποχρέωσαν να ζητήσει τη σωτηρία στην εξόντωση της επαναστατικής πρωτοπορίας.
Οι μέθοδες του αμαλγάματος και της κιβδηλίας, επεξεργα­σμένες στη Μόσχα, μεταφέρθηκαν ατόφιες στη Βαρκελώνα και στη Μαδρίτη. Οι ηγέτες, του Π.Ο.Υ.Μ. [7]. που μονάχα για οπορ­τουνισμό και αναποφασιστικότητα απέναντι στη σταλινική αν­τίδραση θα μπορούσαν να κατηγορηθούν, χαρακτηρίστηκαν μο­νομιάς «τροτσκιστές» και, εννοείται, σύμμαχοι του φασισμού. Οι πράκτορες της Γκε-Πε-Ου στην Ισπανία «ανακάλυψαν» γράμματα γραμμένα με συμπαθητική μελάνη που τα είχαν, οι ίδιοι φαμπρικάρει και καταδείχνανε, σύμφωνα με τους κανόνες της μοσχοβίτικης απάτης, το σύνδεσμο των επαναστατών με τον Φράνκο. Δεν λείπουν άθλιοι για αιματηρά έργα. Ο πρώην επαναστάτης Αντόνοβ - Οβσέενκο, που μετάνιωσε στα 1927 για τις αντιπολι­τευτικές του αμαρτίες και κυριεύτηκε στα 1936 από θανατερή αγωνία στην ιδέα μήπως καθίσει ο ίδιος στο σκαμνί, είχε γρά­ψει στην «Πράβδα» πώς είταν έτοιμος να τουφεκίσει τους τροτσ­κιστές «με τα ίδια του τα χέρια». Τον έστειλαν λοιπόν στη Βαρ­κελώνα, με την ιδιότητα του πρόξενου, λέγοντας του με τι να καταπιαστεί. Η σύλληψη του Νιν [8]. με κατηγορία ολοφάνερα ψεύτικη, η απαγωγή του Νιν και η μυστηριώδης δολοφονία του είναι έργα του Αντόνοβ-Οβσέενκο [9]. Μα η πρωτοβουλία δεν ανήκει βέβαια σ’ αυτόν: επιχειρήσεις τόσο σημαντικές αποφασί­ζονται μονάχα με διαταγή του γενικού γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής...
Ο Στάλιν έχει ανάγκη από αμαλγάματα στην Ευρώπη για να αποστρέψει την προσοχή από τη βασικά αντιδραστική διεθνή πολιτική του και για να επικυρώσει τα πάρα πολύ χοντροκομένα αμαλγάματα του στην ΕΣΣΔ. Το παραμορφωμένο πτώμα του Νιν θα του χρησιμεύσει για ν’ αποδείξει... πώς ο Πιατάκοβ πή­γε στο Όσλο. Αυτού του είδους οι υποθέσεις δεν περιορίζονται στην Ισπανία. Προπαρασκευάζονται από καιρό ανάλογες υπο­θέσεις σε άλλες χώρες. Ο Γερμανός εξόριστος Άντον Γκρίλεβιτς, παλιός άμεμπτος επαναστάτης, πιάστηκε στην Τσεχοσλοβακία σαν ύποπτος... για συνεννόηση με τη Γκεστάπο. Ο φάκε­λος της κατηγορίας, που χωρίς καμιά αμφιβολία κατασκευάστη­κε από τη Γκε-Πε-Ου, παραδόθηκε ολοέτοιμος στην τσέχικη αστυνο­μία την ολοέτοιμη γι’ αυτή την υπηρεσία [10]. Οι τροτσκιστές, αλη­θινοί ή υποτιθέμενοι, καταδιώκονται προπαντός στις χώρες που είχαν την ατυχία να πέσουν κάτω από την εξάρτηση της Μόσχας· Ισπανία, Τσεχοσλοβακία. Αυτό δεν είναι παρά η αρχή. Χάρη στις διεθνείς περιπλοκές, χρησιμοποιώντας ο Στάλιν το προσωπικό της Κομμουνιστικής Διεθνούς που είναι έτοιμο για όλα και τους πόρους από μιαν αυξανόμενη παραγωγή χρυσού, υπολογίζει να τα καταφέρει να επιβάλει τις μέθοδές του και σε άλλες χώρες. Παντού η αντίδραση δεν ζητάει παρά πώς να απαλλαγεί από τους επαναστάτες, προπαντός αν μια ξένη κυβέρνηση, με επαναστατι­κή επίφαση η ίδια, επιφορτίζεται να διαπράξει απάτες και δο­λοφονίες, με τη συνδρομή ξένων «φίλων» πληρωμένων από το προϋπολογισμό της.
Ο σταλινισμός είναι η μάστιγα της ΕΣΣΔ και η λέπρα του διεθνούς εργατικού κινήματος. Δεν είναι τίποτα στο πεδίο των ιδεών. Αυτή η τρομακτική μηχανή εκμεταλλεύεται ακόμα το δυναμισμό της πιο μεγάλης κοινωνικής επανάστασης και την παράδοση του νικηφόρου ηρωισμού της. Από το δημιουργικό ρόλο της επαναστατικής βίας σε μιαν ορισμένη στιγμή της Ιστορίας, ο Στάλιν, με τη μετριότητα που τον χαρακτηρίζει, κατάληξε στην παντοδυναμία της βίας γενικά. Χωρίς να το αντιλαμβάνεται ο ίδιος, πέρασε από την επαναστατική βία εναντίον των εκμεταλ­λευτών στην αντεπαναστατική βία εναντίον των εργαζομένων. Έτσι συντελείται, κάτω από τις παλιές φόρμουλες, η διάλυση της Οκτωβριανής Επανάστασης.
Κανένας –και δεν κάνω εξαίρεση ούτε για το Χίτλερ– δεν κατάφερε στο σοσιαλισμό τόσο θανάσιμα χτυπήματα. Ο Χί­τλερ χτυπούσε τις εργατικές οργανώσεις από έξω. Ο Στάλιν τις χτυπάει από μέσα. Ο Χίτλερ καταστρέφει το μαρξισμό. Ο Στάλιν τον εκπορνεύει. Ούτε μια αρχή δεν μένει άθικτη. Ούτε μια ιδέα που να μη βρομιστεί. Οι ίδιες οι λέξεις σοσιαλισμός και κομμουνισμός έχουν σοβαρά δυσφημιστεί από τότε που ολότελα ανεξέλεγκτοι χωροφύλακες, διπλωματούχοι «κομμουνιστές» , α­ποκαλούν σοσιαλισμό το καθεστώς που επιβάλλουν. Σιχαμερή βεβήλωση! Ο στρατώνας της Γκε-Πε-Ου δεν είναι το ιδανικό της μαχόμενης εργατικής τάξης. Σοσιαλισμός σημαίνει καθεστώς τέ­λειας διαφάνειας που στους κόλπους του οι εργαζόμενοι αυτοδιοικούνται. Το σταλινικό καθεστώς βασίζεται στη συνωμοσία των κυβερνώντων ενάντια στους κυβερνώμενους. Σοσιαλισμός σημαίνει αδιάκοπη πορεία προς την ισότητα. Ο Στάλιν αναστή­λωσε ένα σύστημα με σκανδαλώδη προνόμια. Ο σοσιαλισμός έχει για αντικείμενο την ολοκληρωτική ανάπτυξη της ανθρώπι­νης προσωπικότητας. Πού και πότε η προσωπικότητα καταπατή­θηκε όσο στην ΕΣΣΔ; Ο σοσιαλισμός δε θ’ άξιζε τίποτα δίχως σχέσεις ανιδιοτελείς, τίμιες, ανθρώπινες ανάμεσα στους ανθρώ­πους. Το σταλινικό καθεστώς διαπότισε τις κοινωνικές και ατο­μικές σχέσεις με ψέμα, αριβισμό και προδοσία. Ο Στάλιν δεν προσδιορίζει τους δρόμους της Ιστορίας. Γνωρίζουμε τις αντικει­μενικές αιτίες που προετοίμασαν την αντίδραση στην ΕΣΣΔ. Μα δεν είναι χωρίς λόγο που ο Στάλιν βρέθηκε στην κορυφή του θερμιδοριανού κύματος. Κατάφερε να δόσει στη βουλιμία μιας και­νούργιας κάστας την πιο απαίσια έκφραση. Δεν είναι υπεύθυνος για την Ιστορία. Μα είναι υπεύθυνος για ό,τι κάνει και για το ρόλο του στην Ιστορία. Είναι ο ρόλος ενός εγκληματία που τα εγκλήματα του έχουν τέτοιο πλάτος ώστε η αηδία γι’ αυτά πολλα­πλασιάζεται από τη φρίκη.
Οι πιο αυστηροί κώδικες δεν προσφέρουν τιμωρίες αρκετές για τους ιθύνοντες της Μόσχας και πρώτα - πρώτα για τον αρχη­γό τους. Αν παρ’ όλα αυτά επιστήσαμε πάμπολλες φορές την προσοχή της σοβιετικής νεολαίας εναντίον της ατομικής τρομο­κρατίας που γεννιέται τόσο εύκολα στη ρωσική γη τη ζυμωμένη με αυθαιρεσία και βία, δεν είταν για λόγους ηθικούς μα από πο­λιτικούς υπολογισμούς. Οι απελπισμένες πράξεις δεν αλλάζουν τί­ποτα από το σύστημα και το μόνο που κάνουν είναι να διευκολύ­νουν τους σφετεριστές στις αιματηρές καταστολές τους. Ακόμα κι αν κριθούν από το πρίσμα της «εκδίκησης», οι τρομοκρατικές επιθέσεις δεν θα μπορούσαν να μας δόσουν ικανοποίηση. Τι άξια θα είχε ο χαμός μιας δεκάδας από ανώτερους γραφειοκράτες μπρο­στά στα εγκλήματα της γραφειοκρατίας; Το ζήτημα είναι να ξεσκεπάσουμε τους εγκληματίες απέναντι στη συνείδηση της αν­θρωπότητας και να τους ρίξουμε έπειτα στο σκουπιδαριό της Ι­στορίας. Δεν θα μπορούσαμε να ικανοποιηθούμε με λιγότερα.
Η σοβιετική γραφειοκρατία, όπως και η ναζιστική γραφειο­κρατία, υπολογίζει, είν’ αλήθεια, σε βασιλεία χιλιόχρονη. Τα κα­θεστώτα υποκύπτουν, σκέφτεται, μόνο αν τους λείψει η ενεργη­τικότητα στην καταστολή. Η συνταγή είναι απλή: κόβοντας έγ­καιρα κάθε κεφάλι προικισμένο με κριτική σκέψη, εξασφαλίζεις τη διαιώνιση του καθεστώτος. Για ορισμένη περίοδο, που η σο­βιετική γραφειοκρατία εκπλήρωνε λειτουργίες σχετικά προοδευ­τικές –ανάλογες, σε πλατιά κλίμακα, με κείνες που εκπλήρω­σε άλλοτε η καπιταλιστική γραφειοκρατία στη Δύση– ο Στά­λιν σημείωσε ιλιγγιώδεις επιτυχίες. Αυτή η περίοδος είταν σύν­τομη. Ίσα - ίσα τη στιγμή που ο Στάλιν έφτανε στο σημείο να πειστεί πως η «μέθοδός» του είταν ακατανίκητη, η σοβιετική γραφειοκρατία τέλειωνε την αποστολή της και άρχιζε να σαπί­ζει από την πρώτη κιόλας γενιά της. Απ’ αυτού οι καινούργιες δίκες, οι καινούργιες κατηγορίες εναντίον των αντιπάλων της, καθετί που φαίνεται στο μέσο φιλισταίο σαν να πέφτει από έναν ουρανό ωστόσο ξάστερο.
Η αιματηρή εκκαθάριση στερέωσε ή εξασθένησε την εξου­σία του Στάλιν; Ο παγκόσμιος Τύπος δίνει σ’ αυτό το σημείο εκ­τιμήσεις διφορούμενες και δίγνωμες. Οι μοσχοβίτικες άπατες έκαναν πρώτα - πρώτα τον κόσμο να σκεφτεί ότι ένα καθεστώς υποχρεωμένο να καταφεύγει σε παρόμοιες σκηνοθεσίες δεν θα μπορούσε να κρατήσει πολύ. Ακόμα και ο πιο συντηρητικός Τύπος που οι συμπάθειές του είταν ανέκαθεν με τη διευθύνουσα σοβιε­τική κάστα στην πάλη της εναντίον της επανάστασης, δεν άρ­γησε να ελιχτεί. Ο Στάλιν είχε αφανίσει την Αντιπολίτευση, είχε ανανεώσει τη Γκε-Πε-Ου, είχε ξεπαστρέψει τους ανυπάκοους στρατηγούς –και ο λαός σώπαινε: ώστε στερέωνε την εξουσία του. Αυτές οι δυο εκτιμήσεις φαίνονται από πρώτη ματιά ορθές. Αυτό μόνο από πρώτη ματιά.
Η κοινωνική και πολιτική σημασία των εκκαθαρίσεων είναι φανερή: oι διευθυντικοί κύκλοι εξοντώνουν όποιον τους θυμίζει το επαναστατικό παρελθόν, τις αρχές του σοσιαλισμού, την ελευ­θερία, την ισότητα, την αδελφοσύνη, τα εκκρεμή καθήκοντα της παγκόσμιας επανάστασης. Η αγριότητα των διωγμών μαρτυ­ράει το μίσος της προνομιούχας κάστας για τους επαναστάτες. Μ’ αυτή την έννοια, η εκκαθάριση αυξάνει την ομοιογένεια των διευθυντικών κύκλων και φαίνεται σαν να στερεώνει την εξουσία του Στάλιν.
Στερέωση φαινομενική. Ο ίδιος ο Στάλιν παραμένει το προ­ϊόν της επανάστασης. Το άμεσο περιβάλλον του, το Πολιτικό Γραφείο, αποτελείται από ανθρώπους αρκετά ασήμαντους, μα δε­μένους στο μεγαλύτερο τους μέρος, από το παρελθόν τους, με το μπολσεβικισμό. Η σοβιετική αριστοκρατία, που χρησιμοποιεί με επιτυχία τη σταλινική φατρία για να απαλλαγεί από τους επα­ναστάτες, δεν νιώθει για τους τωρινούς αρχηγούς ούτε συμπάθεια ούτε σεβασμό. Αυτή εννοεί να ελευθερωθεί ολότελα από τους πε­ριορισμούς του μπολσεβικισμού, ακόμα και παραμορφωμένους, που ο Στάλιν έχει ακόμα την ανάγκη τους για να πειθαρχήσει τους ανθρώπους του. Ο Στάλιν θα είναι αύριο βάρος για τη διευθύ­νουσα κάστα.
Εκείνο που είναι σοβαρό, μα πολύ πιο σοβαρό, είναι ότι η εκκαθάριση της γραφειοκρατίας από τα ετερογενή στοιχεία πλη­ρώνεται με ρήξη ολοένα και πιο βαθιά με το λαό. Δεν είναι υπερ­βολικό να πούμε πως η ατμόσφαιρα της σοβιετικής κοινωνίας είναι κορεσμένη από μίσος εναντίον των προνομιούχων. Ο Στά­λιν θα πείθεται ολοένα και περισσότερο πως δεν φτάνει μόνο η απόφαση να σκοτώνεις τον καθένα για να σώσεις ένα καθεστώς που έχει φάει τα ψωμιά του. Το αυξανόμενο μίσος του λαού για τη γραφειοκρατία και το βουβό μίσος της πλειονότητας της γρα­φειοκρατίας για το Στάλιν κλονίζει αναπότρεπτα τον ίδιο το μηχανισμό της καταστολής, δημιουργώντας έτσι έναν από τους όρους για την πτώση του καθεστώτος.
Ο σοβιετικός βοναπαρτισμός γεννήθηκε από το θεμελιακό ανταγωνισμό ανάμεσα στη γραφειοκρατία και το λαό και το συμ­πληρωματικό ανταγωνισμό ανάμεσα στους επαναστάτες και τους θερμιδοριανούς στους κόλπους της γραφειοκρατίας. Ο Στάλιν ανέβηκε στην εξουσία στηριζόμενος στη γραφειοκρατία ενάντια στο λαό, στους θερμιδοριανούς ενάντια στους επαναστάτες. Ωστόσο σε κρίσιμες στιγμές είχε αναγκαστεί να επιζητήσει την υ­ποστήριξη των επαναστατών και, με τη συνδρομή τους, την υπο­στήριξη του λαού ενάντια στους πάρα πολύ ανυπόμονους προνο­μιούχους. Μα δεν μπορεί κανείς να στηριχτεί πάνω σ’ ένα κοινωνικό ανταγωνισμό που οδηγεί στην άβυσσο. Απ’ αυτού το υποχρεωτικό πέρασμα στο θερμιδοριανό «μονολιθισμό», με την εκμηδένιση των τελευταίων υπολειμμάτων του επαναστατικού πνεύματος και την κατάπνιξη της παραμικρής πολιτικής πρωτοβουλίας των μαζών. Όσο κι αν σώζει για μια στιγμή την εξουσία του Στάλιν, η αιματηρή εκκαθάριση γκρεμίζει για πάντα τις κοινωνικοπολιτικές βάσεις του βοναπαρτισμού.
Ο Στάλιν φαίνεται να βρίσκεται κοντά στο τέλος της τραγικής αποστολής του. Όσο περισσότερο πιστεύει πως δεν έχει ανάγκη από κανένα, τόσο και πλησιάζει η ώρα όπου κανένας δεν θά ’χει ανάγκη απ’ αυτόν. Αν η γραφειοκρατία καταφέρει, αφού μετατρέψει τις μορφές ιδιοκτησίας, να βγάλει από μέσα της μια καινούργια κατέχουσα τάξη, αυτή η τάξη θα δόσει καινούργιους αρχηγούς χωρίς επαναστατικό παρελθόν –και πιο μορφωμένους. Ο Στάλιν ενδεχόμενα δεν θα εισπράξει ευχαριστίες για τα έργα του. Η ξέσκεπη αντεπανάσταση θα απαλλαγεί απ’ αυτόν κατηγορώντας τον, λόγου χάρη, για... τροτσκισμό. Ο Στάλιν θά ’πεφτε σ’ αυτή την περίπτωση θύμα ενός αμαλγάματος του τρεχούμενου τύπου. Μα η ανθρωπότητα μπαίνει και πάλι σε μια φάση πολέμων και επαναστάσεων. Τα πολιτικά καθώς και τα κοινωνικά καθεστώτα θα καταρρεύσουν σαν χάρτινοι πύργοι. Είναι πολύ πιθανό επαναστατικοί σεισμοί στην Ευρώπη και στην Ασία, προλαβαίνοντας τον καταποντισμό του σταλινισμού από την καπιταλιστική αντεπανάσταση, να διευκολύνουν την ανατροπή του από τις εργαζόμενες μάζες. Σ’ αυτή την περίπτωση, ο Στάλιν θά ’χε ακόμα λιγότερο να υπολογίζει σε χάρη.
Η μνήμη των ανθρώπων είναι μεγαλόψυχη όταν τα δρακόντεια μέτρα μπαίνουν στην υπηρεσία μεγάλων ιστορικών σκοπών. Αντίθετα η ιστορία δεν θα συγχωρέσει ούτε για μια σταλαγματιά αίμα που προσφέρθηκε στον καινούργιο Μολώχ της αυθαιρεσίας και του προνομίου. Το ηθικό μας αίσθημα βρίσκει τη βαθύτερη ικανοποίησή του στην ακλόνητη πεποίθηση πως η ιστορική τιμωρία θα είναι ανάλογη με το έγκλημα. Η επανάσταση θ’ ανοίξει όλα τα μυστικά συρτάρια, θ’ αναθεωρήσει όλες τι δίκες, θα αποκαταστήσει τους συκοφαντημένους, θα στήσει μνημεία στα θύματα, θα ρίξει αιώνιο ανάθεμα στους δήμιους. Ο Στάλιν θα εξαφανιστεί από τη σκηνή κάτω από το βάρος των εγκλημάτων του, σαν ο νεκροθάφτης της επανάστασης και η πιο απαίσια μορφή της Ιστορίας.
                                                                                    Κογιοακάν, καλοκαίρι του 1937.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
——————
[1]. Νομισματική μονάδα της Σοβιετικής Ένωσης (Σ.τ.Μ.).
[2]. Τα τελευταία τηλεγραφήματα αναφέρουν ανάμεσα στους κα­τηγορούμενους: τον Μουράλοβ, έναν από τους ήρωες της επανάστασης του 1905, οικοδόμο του Κόκκινου Στράτου, έπειτα αναπληρωτή του Επίτροπου του Λαού στη Γεωργία· το Μπογκουσλάβσκι, παλιό πρόε­δρο του σοβιέτ του Βορόνεζ, πρόεδρο του «Στενού Συμβουλίου των Επιτρόπων του Λαού», που είναι στη Μόσχα η πιο σημαντική Επιτρο­πή της κυβέρνησης· τον Ντρόμπνις, πρόεδρο του σοβιέτ της Πολτάβα, που τουφεκίστηκε άλλοτε απ’ τους Λευκούς, μα βιαστικά, και ξέφυγε τραυματισμένος. Η εξουσία των Σοβιέτ κρατήθηκε στα 1918-1921 μόνο χάρη σε άντρες τέτοιας ποιότητας. Λ.Τ.
[3]. Παράβαλε σχετικά με την υπόθεση Κίροφ το απόσπασμα από τον τελικό λόγο του Χρουστσόφ στο 22ο Συνέδριο (σ. 316 - 317 έπ. ελληνικής έκδοσης : «Το 22ο Συνέδριο». (Σ.τ.Μ.).
[4]. Στρατιωτικο-λαϊκή οργάνωση που έχει για σκοπό την άμυνα της χώρας από την αεροπορία και το χημικό πόλεμο, (Σ.τ.Μ.).
[5]. Είναι άλλωστε αμφίβολο αν έγινε δίκη. Το πιο πιθανό είναι να περιορίστηκαν, ύστερα από εκτελέσεις δίχως δίκη, να κατασκευά­σουν το ανακοινωθέν, (Σ.τ.Μ.).
[6]. Οι κατοπινές αιματηρές εκκαθαρίσεις, με δίκη ή χωρίς δίκη, των ίδιων των ανθρώπων του και ιδιαίτερα η περιβόητη «υπόθεση των γιατρών» που κλείνει με το θάνατό του (φυσικό ή βίαιο) δίνουν σ’ αυτές τις σκέψεις του συγγραφέα προφητικό χαρακτήρα, (Σ.τ.Μ.).
[7]. Εργατικό Κόμμα Μαρξιστικής Ενοποίησης (Π.Ο.Υ.Μ.), (Σ.τ.Μ.).
[8]. Αντρέ Νιν, γραμματέας του Π.Ο.Υ.Μ., παλιός Ισπανός επαναστάτης και πρώην πρόεδρος της Κόκκινης Συνδικαλιστικής Διε­θνούς, (Σ.τ.Μ.).
[9]. Παρ’ όλα αυτά ο Αντόνοβ - Οβσέενκο δεν γλίτωσε τελικά από το μαχαίρι του Στάλιν, (Σ.τ.Μ.).
[10]. Αυτό επιβεβαιώθηκε ολότελα από τον Ιγνάτιο Ράις, Πολωνό κομμουνιστή, επιφορτισμένο με εμπιστευτικές αποστολές στο εξωτερικό από τη σοβιετική κυβέρνηση. Ο Ράις είχε έρθει σε ρήξη με τη Μό­σχα τον Ιούλη του 1937 και είχε περάσει στην Αριστερή Αντιπολίτευση, δημοσιεύοντας στον τύπο μια διαμαρτυρία γεμάτη αγανάχτηση για τη σφαγή των παλιών μπολσεβίκων. Ο Ιγνάτιος Ράις δολοφο­νήθηκε στις 4 Σεπτέμβρη 1937 κοντά στη Λοζάνη από πράκτορες της Γκε-Πε-Ου. Στις σημειώσεις που άφησε εξηγεί, ανάμεσα σ’ άλλα, πως η υπόθεση Γκρίλεβιτς σκηνοθετήθηκε ολοκληρωτικά από τη Γκε-Πε-Ου και πως ο Στάλιν είχε εκδηλώσει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον γι’ αυτήν, τηλεφωνώντας ο ίδιος επανειλημμένα στον αρχηγό της Γκε-Πε-Ου, Γιέζοβ, (Σ.τ.Μ.).



Δεν υπάρχουν σχόλια: