Λεόν Τρότσκι
ΤΑ ΕΓΚΛΗΜΑ ΤΑ ΤΟΥ ΣΤΑΛΙΝ
(ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ)
ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ
Αυτό το συγκλονιστικά αποκαλυπτικό βιβλίο γράφτηκε πριν από
ένα τέταρτο αιώνα, όταν στη χώρα των Σοβιέτ συντελούνταν ένα από τα πιο φριχτά
εγκλήματα του καιρού μας που μόνο με τις γενοκτονίες του Χίτλερ θα μπορούσε να
συγκριθεί.
Τα θύματα της σταλινικής τυραννίας, που συσσωρεύονταν
ολοένα ύστερα από την έκδοση του βιβλίου και δε σταμάτησαν με τη δολοφονία του
συγγραφέα του, υπολογίζονται σήμερα σε εκατομμύρια. Στη συνεδρίαση της Κ.Ε.
του Σοβιετικού Κ.Κ. τον Ιούλη του 1957, ο Νικήτα Χρουστσόφ μίλησε για
1.600.000 εξοντωμένους σοβιετικούς κομμουνιστές, μα ο πραγματικός αριθμός
φαίνεται πως είναι πολύ μεγαλύτερος – χωρίς να λογαριάσουμε εκείνους που
πέρασαν από τις φυλακές και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης που ξεπερνάνε τα
20.000.000 –μιλάμε μόνο για τους νεκρούς. Και δω ο Στάλιν επισκιάζει το
Χίτλερ: τα θύματά του δεν είναι παρμένα από το σωρό, μα διαλεγμένα ανάμεσα σ’
ό,τι καλύτερο έχει να δόσει ολόκληρη ιστορική εποχή.
Και δεν είναι μόνο Ρώσοι: ανάμεσα τους υπάρχουν χιλιάδες
επίλεκτοι επαναστάτες εργάτες και διανοούμενοι απ’ όλα τα μέρη του κόσμου και
την Ελλάδα. Τόπος του εγκλήματος δεν είναι μόνον η Ρωσία, μα ολόκληρος ο
πλανήτης που σε μιαν απόμακρη γωνιά του, κατατρεγμένος από τις πολυπλόκαμες
δυνάμεις της αντίδρασης, ο συγγραφέας αυτού του βιβλίου έπεσε με σπασμένο το
κρανίο από ένα σμπίρο του Στάλιν –που φιλοξενείται σήμερα στη «σοσιαλιστική»
Τσεχοσλοβακία.
Ήρθε ύστερα o δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, με τις ανείπωτες
σφαγές του στα μέτωπα και στα μετόπισθεν, με τα Μπούνχεβαλντ και τα Άουσβιτς,
με τα Ναγκασάκι και τις Χιροσίμα, για να επισκιάσει τα εγκλήματα του Στάλιν κι
όλα φάνηκαν για μια στιγμή να καταποντίζονται μέσα στον ωκεανό της λησμοσύνης.
Μα να που «Η Ιστορία δε θα συγχωρέσει ούτε για μια σταλαγματιά αίμα που
προσφέρθηκε στον καινούργιο Μολώχ της αυθαιρεσίας και του προνομίου» –λέει
προφητικά ο Λ. Τρότσκι στο τέλος τον βιβλίου του. Πραγματικά, τα τελευταία
γεγονότα που διαδραματίζονται στην ΕΣΣΔ δείχνουν πως η ανθρωπότητα δεν μπορεί
ούτε να λησμονήσει, ούτε να συγχωρέσει.
* * *
Το Δεκέμβρη του 1916, όταν το αφρισμένο κύμα της λαϊκής
οργής χτυπούσε κιόλας τις πόρτες του παλατιού, οι πρίγκιπες του τελευταίου
τσάρου σκότωναν τον απαίσιο Ρασπούτιν ελπίζοντας να εξευμενίσουν έτσι τις
δυνάμεις της επανάστασης και να σώσουν το θρόνο και το καθεστώς. Οι πρίγκιπες
του Στάλιν κάνουν κάτι λιγότερο: περιορίζονται σε μια μεταθανάτια εικονοκλασία
–πάντα για τον ίδιο σκοπό και με την ίδια ελπίδα.
* * *
Όσο κι αν όλο αυτό το όργιο αίματος και βούρκου κατευθυνόταν
προσωπικά από τον Στάλιν και φέρνει τη σφραγίδα της νερωνικής του μορφής, δεν
μπορεί νά ’γινε από έναν μόνον άνθρωπο. Χρειαζόντανε γι’ αυτό κατάλληλοι
συνεργάτες και εκτελεστές και πάνω απ’ όλα ένα ολοκληρωτικά αντιδραστικό
πολιτικό καθεστώς. Η χρουστσοφική άποψη της «προσωπολατρίας» είναι μια εξήγηση
λειψή και ύπουλη που προσπαθεί να μεταθέσει τις ευθύνες από το καθεστώς του
γραφειοκρατικού βοναπαρτισμού στα κακά ένστικτα ενός ανθρώπου. Εξηγεί τα εγκλήματα
του Στάλιν με την ψυχοπαθολογία κι όχι με την κοινωνιολογία. Μέσα σε ποιές
κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες, λοιπόν, φύτρωσε και γιγάντωσε το φαινόμενο
της «προσωπολατρίας»; Την απάντηση στο θεμελιακό αυτό ερώτημα την δίνει ο
συγγραφέας αυτού του βιβλίου που δεν περιορίζεται να καταγγείλει το έγκλημα, να
αποκαλύψει το ψέμα και την απάτη που κρύβονται πίσω από τις βδελυρές δικαστικές
σκηνοθεσίες της Μόσχας, να βροντοφωνήσει το αμείλικτο «Κατηγορώ» του, μα και
να χαράζει την πορεία μιας βοναπαρτιστικής τυραννίας που είναι καταδικασμένη
από τους ιστορικούς νόμους και που κανένα τέχνασμα δε θα μπορέσει να την σώσει.
ΤΙΣ ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ
ΔΙΚΗΣ
Κογιοακάν – 21 Γενάρη 1937. Στις 19 του Γενάρη, το
πρακτορείο ΤΑΣ ανάγγειλε για τις 23 την έναρξη μιας καινούργιας δίκης
«τροτσκιστών» (Ράντεκ, Πιατάκοβ και άλλοι...). Ξέραμε από καιρό ότι
προετοιμαζόταν, μα αναρωτιόμασταν αν η σοβιετική κυβέρνηση θα αποφάσιζε να την
σκαρώσει ύστερα από την εξαιρετικά δυσμενή εντύπωση που προκάλεσε η δίκη
Ζινόβιεφ. Αυτή η κυβέρνηση επαναλαβαίνει τη μανούβρα που μεταχειρίστηκε με την
ευκαιρία της δίκης των Δεκάξι: σε τέσσερεις μέρες οι διεθνείς εργατικές
οργανώσεις δε θά ’χουν τον καιρό να επέμβουν, οι οχληροί μάρτυρες που
βρίσκονται στο εξωτερικό δε θα μπορέσουν να γνωστοποιήσουν την ύπαρξή τους, οι
ανεπιθύμητοι ξένοι δε θα μπορέσουν ούτε να επιχειρήσουν καν να πάνε στη Μόσχα.
Όσο για τους δοκιμασμένους και μισθοδοτούμενους «φίλους», αυτοί προσκλήθηκαν
έγκαιρα, έτσι που να εγκωμιάσουν έπειτα τη δικαιοσύνη του Στάλιν - Βισίνσκι.
Όταν θα δημοσιεύονται στον Τύπο αυτές οι γραμμές, η δίκη θά ’χει τελειώσει, οι
καταδικαστικές αποφάσεις θά ’χουν ίσως εκτελεστεί. Το σχέδιο των σκηνοθετών
είναι ολοκάθαρο: να αιφνιδιάσουν την κοινή γνώμη και να την εκβιάσουν. Γι’
αυτό το πιο σημαντικό είναι να χυθεί φως πάνω στην απαίσια σκευωρία, στους
σκοπούς της και στις μέθοδές της, προτού αυτή μπει σε κίνηση. Δε θα πρέπει να
ξεχνάει κανείς ότι τη στιγμή που γράφω αυτές τις γραμμές το κατηγορητήριο δεν
έχει ακόμα δημοσιευτεί κι ούτε έχει δοθεί στις εφημερίδες ο πλήρης κατάλογος
των κατηγορούμενων.
Η δίκη των Δεκάξι έγινε το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Αυγούστου
1936. Στα τέλη του Νοέμβρη ξετυλίχτηκε ξαφνικά, στα βάθη της Σιβηρίας, μια
δεύτερη δίκη «τροτσκιστών» που συμπλήρωνε τη δίκη Ζινόβιεφ - Κάμενεφ και
προετοίμαζε τη δίκη Ράντεκ - Πιατάκοβ. Το πιο αδύνατο σημείο της δίκης των
Δεκάξι (που δεν είχε άλλωστε ισχυρά σημεία, εκτός από το μάουζερ των δημίων)
είταν η τερατώδης κατηγορία για σύνδεσμο με τη Γκεστάπο. Εξαιρετικά σοβαρή αυτή
η κατηγορία, στηριζόταν μόνο στα λεγόμενα άγνωστων ανθρώπων τόσο αμφίβολων όσο
οι Όλμπεργκ και οι Ντάβιντ, λεγόμενα, που δεν στηρίζονταν με τη σειρά τους σε
τίποτα. Μια δεύτερη δίκη γινόταν αναγκαία για την επικύρωση της πρώτης. Μα
προτού αποφασιστεί μια μεγάλη παράσταση στη Μόσχα, έγινε μια δοκιμή στην
επαρχία. Αυτή τη φορά έγινε στο Νοβοσίμπιρσκ, σε μεγάλη απόσταση από την Ευρώπη,
από τους ξένους δημοσιογράφους και γενικά από τα οχληρά βλέμματα. Η δίκη του
Νοβοσίμπιρσκ στάθηκε αξιόλογη από το γεγονός ότι εμφανίστηκε στη σκηνή ένας
Γερμανός μηχανικός, ψεύτικος ή αληθινός πράκτορας της Γκεστάπο. Έπειτα, με τη
βοήθεια των τυπικών ομολογιών, αποκαταστάθηκε ο σύνδεσμός του με Σιβιριανούς
«τροτσκιστές», ψεύτικους ή αληθινούς, που μου είταν όπως και νά ’ναι ολότελα
άγνωστοι. Το κυριότερο κεφάλαιο της κατηγορίας αυτή τη φορά δεν είταν η
τρομοκρατία, μα το «σαμποτάζ της βιομηχανίας».
Ποιοί είναι αυτοί οι Γερμανοί μηχανικοί και τεχνικοί που
συλλαμβάνονται σ’ όλες τις γωνιές της χώρας και που προορίζονται ολοφάνερα να
ενσαρκώσουν το σύνδεσμο ανάμεσα στους τροτσκιστές και τη Γκεστάπο; Το μόνο που
μπορώ να κάνω είναι να διατυπώσω εδώ μιαν υπόθεση. Οι Γερμανοί που, με τις
τωρινές σχέσεις της Γερμανίας και της ΕΣΣΔ, αποφασίζουν να παραμείνουν στην υπηρεσία
της σοβιετικής κυβέρνησης μπορούν από τα πριν να διαιρεθούν σε δυο ομάδες:
πράκτορες της Γκεστάπο και πράκτορες της Γκε-Πε-Ου. Ορισμένοι κρατούμενοι
φαίνεται ν’ ανήκουν και στις δυο ομάδες: πράκτορες της Γκεστάπο παρασταίνουν
τους κομμουνιστές και εισχωρούν στη Γκε-Πε-Ου· κομμουνιστές, εκπαιδευμένοι από
τη Γκε-Πε-Ου, παρασταίνουν τους φασίστες για να γνωρίσουν τα μυστικά της
Γκεστάπο. Όλοι αυτοί οι πράκτορες ακολουθούν ένα στενό μονοπάτι ανάμεσα σε δυο
βάραθρα. Μπορεί να φανταστεί κανείς πρόσωπα πιο κατάλληλα για όλα τ’
αμαλγάματα, για όλες τις δικαστικές άπατες;
Είναι πολύ πιο δύσκολο να καταλάβουμε από πρώτη άποψη την
υπόθεση Πιατάκοβ - Ράντεκ - Σερεμπριάκοβ. Μέσα στα τελευταία οκτώ ή εννιά
χρόνια, αυτοί οι άνθρωποι, προπαντός οι δυο πρώτοι, υπηρέτησαν όσο μπορούσαν
καλύτερα τη γραφειοκρατία, κατάτρεξαν την Αντιπολίτευση, ύμνησαν τη δόξα των
αρχηγών, στάθηκαν συνάμα θεράποντες και στολίδια του καθεστώτος. Γιατί ο
Στάλιν νά ’χει ανάγκη απ’ τα κεφάλια τους;
Γιος μεγάλου ζαχαροβιομήχανου της Ουκρανίας, ο Πιατάκοβ έλαβε
γερή μόρφωση, προπαντός μουσική. Γνωρίζει πολλές γλώσσες, καταπιάστηκε με την
πολιτική οικονομία κ’ έγινε ειδικός στα τραπεζικά ζητήματα. Σε σχέση με το
Ζινόβιεφ και τον Κάμενεφ, ανήκε στη νέα γενιά, αφού είναι σήμερα μόλις 46
χρονών.
Στην Αντιπολίτευση, ή καλύτερα στις διάφορες
αντιπολιτεύσεις, κατέλαβε σημαντική θέση. Στον παγκόσμιο πόλεμο, χτύπησε τον
Λένιν μαζί με τον Μπουχάριν, που είταν τότε στην άκρα αριστερά, προπαντός πάνω
στο δικαίωμα αυτοδιάθεσης των εθνικοτήτων. Στην ειρήνη του Μπρεστ - Λίτοβσκ, ο
Πιατάκοβ, ο Μπουχάριν, ο Ράντεκ, ο Γιαροσλάβσκι, ο μακαρίτης ο Κουϊμπίσεφ
άνηκαν στη φράξια των «αριστερών κομμουνιστών». Στην πρώτη φάση του εμφυλίου
πολέμου, ο Πιατάκοβ είταν στην Ουκρανία αποφασιστικός αντίπαλος της
στρατιωτικής πολιτικής μου. Από το 1923, ενώθηκε με τους «τροτσκιστές» και
είταν στο διευθυντικό πυρήνα μας. Είναι ένας από τους έξι αγωνιστές που
αναφέρονται από το Λένιν στη Διαθήκη του (Τρότσκι, Στάλιν, Ζινόβιεφ, Κάμενεφ,
Μπουχάριν, Πιατάκοβ). Σημειώνοντας τις μεγάλες του ικανότητες, ο Λένιν
προσθέτει πως δεν μπορεί να τον θεωρεί κανείς για σίγουρο στην πολιτική, γιατί,
όπως κι ο Μπουχάριν, έχει σκέψη φορμαλιστική, στερημένη από διαλεκτική
ευστροφία. Αντίθετα από το Μπουχάριν, οι διοικητικές του ικανότητες είναι
εξαιρετικές και είχε την ευκαιρία να τις φανερώσει κάτω από το σοβιετικό
καθεστώς. Κατά το 1925 ο Πιατάκοβ βρέθηκε κουρασμένος από την Αντιπολίτευση και
γενικότερα από την πολιτική. Οι διοικητικές του ασχολίες τού ’διναν αρκετές
ικανοποιήσεις. Από αδράνεια και προσωπικές σχέσεις, έμεινε «τροτσκιστής» ως το
τέλος του 1927, μα με το πρώτο κιόλας κύμα διωγμών έκοψε αποφασιστικά μ’ αυτό
το παρελθόν, κατάθεσε τα αντιπολιτευόμενά του όπλα και πολιτογραφήθηκε αμέσως
γραφειοκράτης. Ενώ ο Ζινόβιεφ κι ο Κάμενεφ, με όλες τις αποκηρύξεις τους,
παράμεναν στη σκιά, ο Πιατάκοβ έγινε δεκτός στην Κεντρική Επιτροπή και έλαβε το
χαρτοφυλάκιο του υφυπουργού στη βαριά βιομηχανία. Με τη μόρφωσή του, τις
ικανότητές του, τη συστηματική του σκέψη, τις οργανωτικές του συλλήψεις, είναι
πολύ πάνω από τον επίσημο προϊστάμενο της βαριάς βιομηχανίας Ορντζονικίντζε,
που διαθέτει περισσότερη εξουσία και που η εξουσία του είναι περισσότερο του
Πολιτικού Γραφείου, του καταναγκασμού, του υβρεολόγιου, της προσταγής... Και να
που στα 1936, ο άνθρωπος που σχεδόν επί δώδεκα χρόνια διεύθυνε τη βιομηχανία,
αποκαλύπτεται ότι στην πραγματικότητα δεν είναι παρά «τρομοκράτης»,
σαμποταριστής και πράκτορας της Γκεστάπο. Τι να πει κανείς;
Ο Ράντεκ –είναι σήμερα 54 χρονών– δεν είναι παρά δημοσιογράφος.
Έχει όλες τις λαμπρές ιδιότητες των ανθρώπων αυτού του είδους, μα και όλα τα
ελαττώματά τους. Η μόρφωση του είναι μάλλον μόρφωση ενός μεγάλου φιλαναγνώστη.
Η γνώση του πολωνικού εργατικού κινήματος, η μακρόχρονη συμμετοχή στη
γερμανική σοσιαλδημοκρατική κίνηση, η προσεχτική παρακολούθηση του διεθνούς
Τύπου, κυρίως αγγλικού και αμερικάνικου, πλάτυναν τους ορίζοντες του, έδοσαν
μια καινούργια ευκινησία στη σκέψη του, την εξοπλισμένη με άπειρα παραδείγματα,
συγκρίσεις και τέλος ανέκδοτα. Μα του λείπει κείνο που ο Λασάλε αποκαλούσε
«φυσική δύναμη της νόησης». Στις διάφορες πολιτικές ομάδες ο Ράντεκ είταν
πιότερο μουσαφίρης παρά πραγματικός αγωνιστής. Η σκέψη του είναι πάρα πολύ
παρορμητική και ευμετάβολη για συστηματική δράση. Τα άρθρα του διδάσκουν πολλά.
Οι παραδοξολογίες του μπορούν να παρουσιάσουν ένα ζήτημα από απροσδόκητη
σκοπιά, μα δεν υπήρξε ποτέ πολιτική προσωπικότητα. Η φήμη που του δίνει, σε
ορισμένες εποχές, αποφασιστική επίδραση στο Επιτροπάτο των Εξωτερικών είναι
αβάσιμη. Το Πολιτικό Γραφείο εκτιμούσε το ταλέντο του Ράντεκ, μα δεν πήρε ποτέ
τον Ράντεκ πολύ στα σοβαρά.
Από το 1923, ο Ράντεκ ταλαντεύτηκε ανάμεσα στην Αριστερή
Αντιπολίτευση στη Ρωσία και τη Δεξιά Αντιπολίτευση του γερμανικού κομμουνισμού
(Μπράντλερ, Ταλχάιμερ). Τη στιγμή της ρήξης ανάμεσα Ζινόβιεφ και Στάλιν,
επιχείρησε να πείσει την Αριστερή Αντιπολίτευση να κάνει μπλοκ με το Στάλιν.
Ανήκε έπειτα για δυο ή για τρία χρόνια στην Αριστερή Αντιπολίτευση
(«τροτσκιστική») και μαζί της στο αντιπολιτευτικό μπλοκ (Τρότσκι-Ζινόβιεφ). Μα
και δω ακόμα δεν έπαψε να ελίσσεται πότε προς τα δεξιά, πότε προς τα αριστερά.
Το 1929 συνθηκολογεί, κι αυτό δεν γίνεται με υστεροβουλία, γίνεται με αφοσίωση,
οριστικά, αμετάκλητα, για να καταντήσει ο πιο ονομαστός δημοσιογράφος της
γραφειοκρατίας. Δεν υπάρχει κατηγορία, που να μην την ρίχνει πάνω στην
Αντιπολίτευση, δεν υπάρχει εγκώμιο που να μην το προσφέρει στο Στάλιν. Γιατί
λοιπόν βρίσκεται κι αυτός στο εδώλιο του κατηγορούμενου;
Δυο άλλοι κατηγορούμενοι, όχι λιγότερο σπουδαίοι, ανήκουν
στην ίδια γενιά με τον Πιατάκοβ. Ο Σερεμπριάκοβ είναι ένας από τους πιο
αξιόλογους μπολσεβίκους εργάτες, από τους λιγοστούς οικοδόμους του Κόμματος τα
δύσκολα χρόνια ανάμεσα στις δυο επαναστάσεις (1905-1917). Τον καιρό του Λένιν
άνηκε στην Κεντρική Επιτροπή και είταν μάλιστα, ορισμένη εποχή, γραμματέας
της. Το τακτ και η λεπτότητα του τού επιτρέψανε να παίξει σημαντικό ρόλο στο
ξεκαθάρισμα πολλών εσωκομματικών συγκρούσεων. Ήρεμος, καλοσυνάτος, δίχως
φιλοδοξία, ο Σερεμπριάκοβ είχε ανάμεσα στους συντρόφους πλατιές συμπάθειες. Ως
το τέλος του 1927, είταν ένας από τους ηγήτορες της Αριστερής Αντιπολίτευσης
πλάι στον Ι.Ν.Σμίρνοφ, τον τουφεκισμένο της δίκης των Δεκάξι. Αναμφισβήτητα
διευκόλυνε σε υπέρτατο σημείο την προσέγγισή μας με την ομάδα Ζινόβιεφ
(«Αντιπολίτευση του 1926») και βοήθησε να εξομαλυνθούν οι προστριβές στους
κόλπους του μπλοκ που μπόρεσε έτσι να συγκροτηθεί. Η θερμιδοριανή πίεση θα τον
τσάκιζε όπως πολλούς άλλους. Αφού παραιτήθηκε από κάθε πολιτική δράση, ο
Σερεμπριάκοβ συνθηκολόγησε μπροστά στη διευθύνουσα φατρία με τρόπο, είν’ αλήθεια,
πιο αξιοπρεπή από ορισμένους, μα όχι και λιγότερο αποφασιστικό. Από την εξορία
γύρισε στη Μόσχα, στάλθηκε με αποστολή στις Ενωμένες Πολιτείες και εκπλήρωσε
αθόρυβα τα καθήκοντά του σαν ανώτερος υπάλληλος στους σιδηροδρόμους. Όπως
αρκετοί συνθηκολόγοι, είχε μισοξεχάσει το αντιπολιτευτικό του παρελθόν. Μα με
διαταγή της Γκε-Πε-Ου, οι κατηγορούμενοι της δίκης των Δεκάξι δήλωσαν πως
σχετιζόταν με την «τρομοκρατία» που οι ίδιοι είταν ολότελα ξένοι μ’ αυτήν...
Ο Σοκόλνικοβ, ο τέταρτος κατηγορούμενος, γύρισε από την
Ελβετία στη Ρωσία, τον Απρίλη του 1917, με το λεγόμενο σφραγισμένο βαγόνι και
έγινε αμέσως ένας από τους πιο επιφανείς αγωνιστές του μπολσεβίκικου κόμματος.
Τους αποφασιστικούς μήνες της επαναστατικής χρονιάς, ο Σοκόλνικοβ συνεργάζεται
με τον Στάλιν στο κεντρικό όργανο του Κόμματος. Και ενώ ο Στάλιν, αντίθετα από
το μύθο που πλάστηκε κατοπινά, κρατάει σ’ όλες τις κρίσιμες στιγμές στάση
αναμονής ή ταλάντευσης, έντονα αποτυπωμένη στα πρακτικά της ΚΕ που
δημοσιεύτηκαν κατόπι, ο Σοκόλνικοβ ακολουθεί δραστήρια την πολιτική που
αποκαλούνταν τότε πολιτική «Λένιν και Τρότσκι». Στον εμφύλιο πόλεμο εκπληρώνει
τις υψηλότερες αποστολές και διοικεί για ένα διάστημα την 8η στρατιά στο νότιο
μέτωπο. Στη διάρκεια της ΝΕΠ, επίτροπος του λαού στα Οικονομικά, δημιουργεί ένα
τσερβόνετς [1]. αρκετά σταθερό. Αργότερα
αντιπροσωπεύει την ΕΣΣΔ στο Λονδίνο. Προικισμένος με πολλά χαρίσματα,
οπλισμένος με γερή μόρφωση, βλέποντας τα πράγματα στη διεθνική τους κλίμακα, ο
Σοκόλνικοβ υπόκειται ωστόσο, καθώς και ο Ράντεκ, σε μεγάλους δισταγμούς. Στα
πιο σπουδαία οικονομικά προβλήματα οι συμπάθειές του πήγαν με τη Δεξιά του
Κόμματος. Ποτέ δεν μπήκε στο αντιπολιτευτικό μπλοκ που σχηματίστηκε στα
1926-1927. Διακήρυξε τη συμφωνία του με την επίσημη πολιτική στο 15ο Συνέδριο
που αποφάσισε τον αποκλεισμό της Αριστερής Αντιπολίτευσης (τέλος του 1927). Ξαναβγήκε
αμέσως στην Κ.Ε. Όπως γενικά οι συνθηκολόγοι, δεν θά ’παιζε πια κανένα πολιτικό
ρόλο. Όμως, αντίθετα από τον Ζινόβιεφ και τον Κάμενεφ, προσωπικότητες ολότελα
ξεχωριστές, που ο Στάλιν τις φοβόταν ακόμα και στην ταπείνωσή τους, ο
Σοκόλνικοβ, όπως κι ο Ράντεκ και ο Πιατάκοβ, γρήγορα αφομοιώθηκε από τη
γραφειοκρατία σαν ανώτερος σοβιετικός υπάλληλος. Δεν είναι καταπληκτικό να
βλέπεις να τον κατηγορούν για τα χειρότερα εγκλήματα εναντίον του κράτους
ύστερα από δεκάχρονη ειρηνική συνεργασία; [2].
Τον Αύγουστο οι Δεκάξι κατηγορούμενοι, πλειοδοτώντας ο ένας
με τον άλλο και όλοι μαζί με τον εισαγγελέα, απαιτούσαν την κεφαλική ποινή.
Χτεσινοί τρομοκράτες επικίνδυνοι, δεν είταν πια παρά αυτομαστιγούμενοι και
επιζητούσαν το στεφάνι του μαρτυρίου. Ο Πιατάκοβ και ο Ράντεκ έγραφαν κείνη τη
στιγμή στην «Πράβδα» μανιακά άρθρα αξιώνοντας για κάθε κατηγορούμενο
πολλούς θανάτους. Όταν θα δημοσιεύονται στον Τύπο αυτές εδώ οι γραμμές, το
πρακτορείο ΤΑΣ θα έχει αναγγείλει χωρίς άλλο ότι ο Ράντεκ και ο Πιατάκοβ,
ομολογώντας τα δικά τους φανταστικά εγκλήματα, απαιτούν με τη σειρά τους τη
θανατική ποινή...
Για να δόσει στις ιεροεξεταστικές του δίκες τουλάχιστο μια
πειστική επίφαση, ο Στάλιν οφείλει να παρουσιάσει σ’ αυτές παλιούς
μπολσεβίκους γνωστούς και με κύρος. «Είναι αδύνατο αυτοί οι ατσαλωμένοι
επαναστάτες να αυτό-συκοφαντούνται τόσο τερατώδικα», θα πει ο μέσος
ηλίθιος. «Εξάλλου είναι αδύνατο ο Στάλιν να τουφεκίζει τους πρώην
συντρόφους του αν δεν έχουν κάνει κανένα έγκλημα». Οι υπολογισμοί του
κύριου οργανωτή των δικών της Μόσχας, αυτού του Καίσαρα Βοργία του καιρού μας,
στηρίζονται ίσα - ίσα στην αναρμοδιότητα, την απλοϊκότητα και την ευκολοπιστία
του μέσου ανθρώπου.
Στη δίκη των Δεκάξι, ο Στάλιν έριξε τα ισχυρότερα ατού του,
το Ζινόβιεφ και τον Κάμενεφ. Μέσα στη μετριότητά του, που βρίσκεται κάτω από
την πρωτόγονη δολιότητά του, υπολόγιζε σταθερά ότι οι ομολογίες του Ζινόβιεφ
και του Κάμενεφ, επικυρωμένες με εκτελέσεις, θα έπειθαν την υφήλιο. Τα
πράγματα δεν έγιναν έτσι. Κανείς δεν πείστηκε. Οι πιο διορατικοί παράμεναν
δύσπιστοι. Η δυσπιστία τους, ενισχυμένη με την κριτική, απλώνεται σε κύκλους
ολοένα και πιο πλατιούς. Οι σοβιετικοί ιθύνοντες δε θα μπορούσαν σε καμιά
περίπτωση να το δεχτούν αυτό: η εθνική και διεθνής υπόληψή τους ανεβοκατεβαίνει
ανάλογα με τη στάθμη των δικών της Μόσχας.
Στις 15 Σεπτέμβρη του περασμένου χρόνου, δυο βδομάδες
ύστερα από τον περιορισμό μου στη Νορβηγία, έγραψα σ’ ένα μήνυμά μου στον Τύπο:
«Η δίκη της Μόσχας, αν τη δούμε μέσα στον καθρέφτη της παγκόσμιας κοινής
γνώμης, είναι τρομερό φιάσκο... Η διευθύνουσα φατρία δε θα το υπομείνει αυτό.
Όπως ύστερα από την κατάρρευση της πρώτης δίκης Κίροφ (Γενάρης 1935) χρειάστηκε
να προετοιμάσει μια δεύτερη δίκη (Αύγουστος 1936), έτσι δε θα παραλείψει να
ανακαλύψει τώρα, για να στηρίξει τις κατηγορίες που διατυπώνει εναντίον μου,
καινούργιες τρομοκρατικές επιθέσεις, καινούργιες συνωμοσίες κλπ.». Η νορβηγική
κυβέρνηση κατακράτησε τη δήλωση μου, μα τα γεγονότα την επιβεβαίωσαν.
Χρειαζόταν μια δεύτερη δίκη για να επικυρώσει την πρώτη, να γεμίσει τα κενά,
να σκεπάσει τις αντιφάσεις που αποκαλύφτηκαν ήδη απ’ την κριτική.
Ο Ράντεκ, ο Πιατάκοβ, ο Σερεμπριάκοβ, ο Σοκόλνικοβ, αφήνοντας
κατά μέρος τον Ρακόβσκι που δεν τον άγγιξαν ακόμα, είναι οι πιο αξιόλογοι
επιζώντες συνθηκολόγοι. Ο Στάλιν αποφάσισε όπως φαίνεται να τους θυσιάσει για
να γεμίσει τα κενά της πρώτης του δίκης. Κι άλλωστε όχι μόνο γι’ αυτό. Στη
δίκη των Δεκάξι δεν γινόταν λόγος παρά για την τρομοκρατία, και χρόνια
τρομοκρατίας, περιορίζονταν πραγματικά στη δολοφονία του Κίροφ, πολιτικού
προσώπου δεύτερης σειράς, από τον άγνωστο Νικολάγιεφ (με την άμεση συνδρομή της
Γκε-Πε-Ου, όπως το απόδειξα κιόλας από το 1934). Αυτό το έγκλημα είχε πληρωθεί
ήδη με 200 τόσες εκτελέσεις με δίκη ή χωρίς δίκη! Δε μπορούσαν ωστόσο να
χρησιμοποιούν επ’ άπειρο το κουφάρι του Κίροφ για να εξοντώσουν όλη την Αντιπολίτευση·
τόσο πιο πολύ όσο οι πραγματικοί αντιπολιτευόμενοι, κείνοι που δεν
συνθηκολόγησαν, δεν εγκαταλείψανε από το 1928 τη φυλακή και την εξορία. Η
καινούργια δίκη χρειάζεται λοιπόν καινούργιες κατηγορίες: οικονομικό σαμποτάζ,
κατασκοπεία, απόπειρα παλινόρθωσης του καπιταλισμού, απόπειρες «μαζικής
εξόντωσης των εργατών»! Κάτω απ’ αυτούς τους τίτλους μπορείς να βάλεις ό,τι
θέλεις. Αν ο Πιατάκοβ, που σε δυο πεντάχρονες περίοδες διεύθυνε πραγματικά την
εκβιομηχάνιση, αποκαλύπτεται σαν ο μεγάλος οργανωτής του σαμποτάζ, τί να πεις
τότε για τους κοινούς θνητούς; Η γραφειοκρατία θα επιχειρήσει, προχωρώντας, να
φορτώσει τις οικονομικές της αποτυχίες, τους σφαλερούς της υπολογισμούς, τις
σπατάλες της, τις καταχρήσεις της, στους... τροτσκιστές που ο ρόλος τους στην
ΕΣΣΔ είναι ακριβώς ίδιος με κείνο που αποδίνουν στους κομμουνιστές στη Γερμανία.
Φαντάζεται κανείς τι ατιμίες, τι υπαινιγμούς και τι κατηγορίες θ’ απευθύνουν
εναντίον μου!
Η καινούργια δίκη φαίνεται πως πρέπει να λύσει ακόμα ένα
πρόβλημα. Η «τροτσκιστική τρομοκρατία», σύμφωνα με τη δίκη των Δεκάξι,
πρωταρχίζει από τα 1932, πράγμα που κάνει απρόσιτους στο δήμιο τους
τροτσκιστές που βρίσκονται στη φυλακή από το 1928. Πάω να πιστέψω πως θα
υποχρεώσουν τους κατηγορουμένους της τωρινής δίκης να ομολογήσουν εγκλήματα ή
εγκληματικά σχέδια που ανάγονται στην εποχή όπου δεν είχαν ακόμα αποκηρύξει
τις ιδέες τους. Σ’ αυτή την περίπτωση εκατοντάδες παλιοί αντιπολιτευόμενοι θα
πέσουν αυτόματα κάτω απ’ τα πιστόλια.
Μα μπορεί να παραδεχτεί κανείς ότι ο Ράντεκ, ο Πιατάκοβ, ο
Σοκόλνικοβ, ο Σερεμπριάκοβ –και άλλοι– θα μπουν στο δρόμο των ομολογιών ύστερα
από την τραγική πείρα των Δεκάξι; Ο Ζινόβιεφ κι ο Κάμενεφ είχαν μιαν ελπίδα
σωτηρίας. Τους ξεγέλασαν. Πλήρωσαν με τον φυσικό τους θάνατο ομολογίες που σήμαιναν
το ηθικό τους τέλος. Ο Ράντεκ και οι συγκατηγορούμενοί του δεν τό ’χουν
καταλάβει αυτό το μάθημα; Θα το μάθουμε τις μέρες που έρχονται. Ωστόσο θά ’ταν
πλάνη να πιστέψουμε πως αυτά τα καινούργια θύματα έχουν να διαλέξουν. Ύστερα
από πολύμηνη ιερή εξέταση, αυτοί οι άνθρωποι βλέπουν αργά, αδυσώπητα, το θάνατο
να απλώνεται πάνω τους. Όσοι αρνούνται να ομολογήσουν αυτό που τους
υπαγορεύουν, τουφεκίζονται χωρίς δίκη. Στον Ράντεκ, στον Πιατάκοβ, στους
άλλους αφήνουν τη σκιά μιας ελπίδας. –Μα τουφεκίσατε τον Ζινόβιεφ και τον
Κάμενεφ. –Ναι, τους τουφεκίσαμε γιατί αυτό είταν αναγκαίο, γιατί είταν κρυφοί
εχθροί, γιατί αρνήθηκαν να ομολογήσουν τις σχέσεις τους με τη Γκεστάπο,
γιατί... κλπ. Αντίθετα δεν έχουμε ανάγκη να τουφεκίσουμε εσάς. Εσείς πρέπει να
μας βοηθήσετε να ξεκαθαρίσουμε για πάντα την Αντιπολίτευση και να εκθέσουμε τον
Τρότσκι. Αυτή η υπηρεσία θα σας χαρίσει τη ζωή. Θα σας δόσουμε ακόμα και
δουλειά σε λίγο καιρό... κλπ. –Βέβαια, ύστερα απ’ ότι έγινε, ούτε ο Ράντεκ,
ούτε ο Πιατάκοβ μπορούν να δόσουν μεγάλη πίστη σε παρόμοιες υποσχέσεις. Είναι,
στριμωγμένοι ανάμεσα σ’ ένα θάνατο αναπόφευκτο και βέβαιο και... ένα θάνατο
καμουφλαρισμένο με κάποιες λάμψεις ελπίδας. Σε τέτοια περίπτωση οι άνθρωποι,
προπαντός οι κατατρεγμένοι, οι βασανισμένοι, οι ταπεινωμένοι, οι εξαντλημένοι
κλίνουν προς την ελπιδοφόρα λάμψη...
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΒΑΣΗ
ΤΗΣ
ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ: Η
ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ
Αν η τρομοκρατία είναι δυνατή από τη μια μεριά, γιατί να
την θεωρήσουμε σαν κάτι που αποκλείεται από την άλλη; Παρά τη γοητευτική
συμμετρία του, αυτός ο συλλογισμός είναι λειψός στη βάση του. Δε μπορεί σε
καμιά περίπτωση να βάλεις στο ίδιο επίπεδο την τρομοκρατία της δικτατορίας του
προλεταριάτου και την τρομοκρατία εναντίον αυτής της δικτατορίας. Για τη
διευθύνουσα φατρία η προετοιμασία μιας δολοφονίας με δικαστική μορφή ή στη
γωνία του δάσους, είναι απλό ζήτημα αστυνομικής τεχνικής. Και μπορεί κανείς
πάντα σε περίπτωση αποτυχίας να θυσιάσει κατώτερους πράκτορες. Αντίθετα, από
τη μεριά της αντιπολίτευσης η τρομοκρατία προϋποθέτει τη συγκέντρωση όλων των
δυνάμεων στην προπαρασκευή επιθέσεων, με τη βεβαιότητα, τη δοσμένη από πριν,
ότι κάθε πράξη είτε αποτυχαίνει είτε πετυχαίνει, θα συνεπιφέρει, σε αντίποινα,
το χαμό των καλύτερων κατά δεκάδες. Αυτή την άφθονη σπατάλη δυνάμεων η
αντιπολίτευση δε μπορούσε να την επιτρέψει στον εαυτό της. Γι’ αυτό το λόγο
και όχι για κανέναν άλλο η Κομμουνιστική Διεθνής αποφεύγει να καταφύγει στην
τρομοκρατία στις χώρες της φασιστικής δικτατορίας. Η κομμουνιστική αντιπολίτευση
στην ΕΣΣΔ, δεν είναι περισσότερο διατεθειμένη απ’ αυτήν να αυτοκτονήσει.
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, που συντάχτηκε για τους
αμαθείς και τους νωθρούς στη σκέψη, οι «τροτσκιστές» αποφάσισαν να εξοντώσουν
τη διευθύνουσα ομάδα για ν’ ανοίξουν έτσι το δρόμο προς την εξουσία. Ο μέσος
φιλισταίος, προπαντός αν φέρνει το έμβλημα των «Φίλων της ΕΣΣΔ», κάνει πάνω -
κάτω αυτό το συλλογισμό: οι αντιπολιτευόμενοι δε μπορούσαν να μην αποβλέπουν
στην εξουσία και μισούσαν τους ιθύνοντες· γιατί δε σκέφτηκαν τότε την
τρομοκρατία; Με αλλά λόγια, για το μέσο φιλισταίο τα ζήτημα τακτοποιείται ίσα -
ίσα εκεί όπου στην πραγματικότητα αρχίζει να τίθεται. Οι ηγέτες της
αντιπολίτευσης δεν είναι οι πρώτοι τυχόντες κι ακόμα περισσότερο δεν είναι
νεοφώτιστοι. Το ζήτημα δεν είναι αν αποβλέπανε στην εξουσία: κάθε σοβαρή
πολιτική τάση αποβλέπει σ’ αυτήν. Το ζήτημα είναι αν οι αντιπολιτευόμενοι, που
κατέχουν τεράστια επαναστατική πείρα, μπορούσαν να πιστέψουν ας είναι και για
μια μόνο στιγμή πως η τρομοκρατία θα τους έφερνε κοντά σ’ αυτό το σκοπό. Η
ιστορία της Ρωσίας, η μαρξιστική θεωρία, η πολιτική ψυχολογία απαντούν: Όχι.
Το πρόβλημα της τρομοκρατίας κάνει αναγκαία εδώ μια σύντομη
ιστορική και θεωρητική παρέκβαση. Και επειδή με παρουσιάζουν σαν τον μύστη της
«αντισοβιετικής τρομοκρατίας», πρέπει βέβαια αυτές οι σελίδες νά ’χουν αυτοβιογραφικό
χαρακτήρα. Στα 1902, μόλις έφτασα από τη Σιβηρία στο Λονδίνο, ύστερα από πέντε
χρόνια φυλακή και εξορία, σ’ ένα άρθρο μου αφιερωμένο στα διακοσάχρονα του
φρουρίου του Σλούσελμπουργκ και του δεσμωτηρίου του, απαριθμούσα τους
επαναστάτες που είχαν θανατωθεί εκεί. «Αυτές οι πονεμένες σκιές φωνάζουν
εκδίκηση –έγραφα– μα όχι εκδίκηση προσωπική: εκδίκηση επαναστατική.
Εκτέλεση της αυταρχίας και όχι εκτέλεση των υπουργών». Αυτές οι γραμμές
καταδίκαζαν την ατομική τρομοκρατία. Ο συγγραφέας αυτών των γραμμών είταν
εικοσιτριών χρονών και είταν αντίπαλος της ατομικής τρομοκρατίας από την πρώτη
μέρα της επαναστατικής του δράσης. Από το 1902 ως το 1905, σε διάφορες πόλεις
της Ευρώπης, έκανα στους φοιτητές και στους μετανάστες πολυάριθμες διαλέξεις
εναντίον της τρομοκρατικής ιδεολογίας που στις αρχές του αιώνα ξανάρχιζε να
διαδίνεται στους κόλπους της ρωσικής νεολαίας.
Από τα 1880, δυο γενιές Ρώσων μαρξιστών αποκτούν την πείρα
της τρομοκρατίας, βγάζουν τα τραγικά μαθήματά της, διαποτίζονται με οργανική
αποστροφή απέναντι στον ηρωικό τυχοδιωκτισμό μερικών. Ο θεμελιωτής του ρωσικού
μαρξισμού Πλεχάνοβ, ο ηγέτης του μπολσεβικισμού Λένιν, ο πιο σημαντικός
εκπρόσωπος του μενσεβικισμού Μάρτοβ, αφιερώνουν στην πάλη εναντίον της
τρομοκρατίας χιλιάδες σελίδες και εκατοντάδες λόγους. Απέναντι στην
τρομοκρατική αλχημεία των κλειστών κύκλων των διανοουμένων, η νεότητά μου είχε
τραφεί με τις ιδέες αυτών των πρεσβύτερων. Το πρόβλημα της τρομοκρατίας είταν
για μας τους Ρώσους επαναστάτες ζήτημα ζωής ή θανάτου με την πολιτική έννοια,
όπως και με την κυριολεκτική και προσωπική έννοια. Ο τρομοκράτης δεν είταν για
μας ήρωας μυθιστορήματος, είταν άνθρωπος ζωντανός και κοντινός. Στην εξορία
περνούσαμε χρόνια μαζί με τους τρομοκράτες της προηγούμενης γενιάς. Στις
φυλακές και στα τμήματα μεταγωγών συναντούσαμε τρομοκράτες της ηλικίας μας.
Επικοινωνούσαμε στο φρούριο Πέτρου και Παύλου με χτυπήματα στον τοίχο με τους
τρομοκράτες που περίμεναν το θάνατο. Πόσες ώρες, πόσες μέρες με φλογερές
συζητήσεις, πόσες ρήξεις εξαιτίας αυτού του καυτερού ζητήματος! Τα δημοσιεύματα
που διερμηνεύανε και καθρεφτίζανε αυτές τις συζητήσεις, θα μπορούσαν να
σχηματίσουν πλούσια βιβλιοθήκη.
Τρομοκρατικά ξεσπάσματα είναι αναπόφευκτα όταν η πολιτική
καταπίεση ξεπερνάει ορισμένα όρια. Τέτοιες πράξεις έχουν σχεδόν παντού
συμπτωματικό χαρακτήρα. Άλλο είναι η πολιτική που εκθειάζει την τρομοκρατία και
την κάνει σύστημα. «Η τρομοκρατία – έγραφα στα 1909 – απαιτεί τέτοια
συγκέντρωση ενεργητικότητας σε μια “κεφαλαιώδη στιγμή”, τέτοια υπερεκτίμηση
της σπουδαιότητας του ατομικού ηρωισμού και τέλος συνωμοτικότητα τόσο
ερμητική... που αποκλείει ολότελα τη ζύμωση και την οργανωτική δουλειά στους
κόλπους των μαζών... Καταπολεμώντας την τρομοκρατία, οι διανοούμενοι
υπεράσπιζαν το δικαίωμα τους ή το καθήκον τους να μην εγκαταλείψουν τις
εργατικές συνοικίες για να πάνε ν’ ανοίξουν λαγούμια κάτω από τα παλάτια του
τσάρου και των μεγάλων δουκών». Η Ιστορία δεν αφήνει ούτε να την
ξεγελάσεις, ούτε να παίξεις μαζί της. Βάζει στο τέλος τον καθένα στη θέση του.
Το ιδιαίτερο της τρομοκρατίας είναι ότι τελικά καταστρέφει την οργάνωση που
επιχειρεί να αναπληρώσει με τη βοήθεια των εργαστηρίων την ανεπάρκεια της
ίδιας της πολιτικής δύναμης. Μέσα σε ορισμένες ιστορικές συνθήκες η
τρομοκρατία μπορεί να κάνει την εξουσία, να χάσει τον προσανατολισμό της. Μα
ποιος ωφελείται σε τέτοια περίπτωση από την κατάσταση; Ποτέ η τρομοκρατική
οργάνωση, ούτε οι μάζες που πίσω τους γίνεται η μονομαχία. Η φιλελεύθερη
μπουρζουαζία στη Ρωσία πάντα συμπαθούσε την τρομοκρατία. Να γιατί. Έγραφα στα
1909: η τρομοκρατία δε μπορεί παρά να παίξει το παιχνίδι των φιλελευθέρων, στο
μέτρο που φέρνει την αποδιοργάνωση και την αποθάρρυνση στις γραμμές της
εξουσίας... με το τίμημα της αποδιοργάνωσης και της αποθάρρυνσης των
επαναστατών. Ξαναβρίσκoμε την ίδια σκέψη διατυπωμένη με λόγια πάνω - κάτω
όμοια, ένα τέταρτο αιώνα αργότερα, απ’ αφορμή τη δολοφονία του Κίροφ.
Οι ατομικές επιθέσεις μαρτυράνε αλάθευτα την καθυστερημένη
πολιτική κατάσταση της χώρας και την αδυναμία των προοδευτικών δυνάμεων. Αποκαλύπτοντας
τη δύναμη του προλεταριάτου, η επανάσταση του 1905 έθεσε τέρμα στο ρομαντισμό
της μονομαχίας των μικρών ομάδων των διανοουμένων εναντίον της αυταρχίας. «Η
τρομοκρατία πέθανε στη Ρωσία», επαναλάβαινα σε διάφορα άρθρα. «Η
τρομοκρατία μετατοπίστηκε μακριά προς την Ανατολή, προς το Πεντζάμπ και τη
Βεγγάλη... Ίσως γνωρίσει ακόμα καλές μέρες στις χώρες της Ανατολής. Στη Ρωσία
ανήκει πια στην Ιστορία».
Από το 1907 ξαναβρισκόμουν και πάλι εξόριστος στο εξωτερικό.
Η αντεπανάσταση έκανε θραύση, πολυάριθμες ρωσικές παροικίες σχηματίστηκαν στις
πόλεις της δυτικής Ευρώπης. Ολόκληρη φάση της δραστηριότητάς μου στο εξωτερικό
απορροφήθηκε από την προπαγάνδα εναντίον της τρομοκρατίας, της εκδίκησης και
της απελπισίας. Αποκαλύφθηκε στα 1909 ότι ένας προβοκάτορας, ο Άζεφ, βρισκόταν
επικεφαλής της τρομοκρατικής οργάνωσης των «σοσιαλεπαναστατών». «Η
προβοκάτσια κατοικοεδρεύει στο αδιέξοδο της τρομοκρατίας» (Γενάρης 1909).
Η ατομική τρομοκρατία είταν ανέκαθεν για μένα αδιέξοδο.
«Η ασίγαστη εχθρότητα της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας απέναντι
στη γραφειοκρατικοποιημένη τρομοκρατία της επανάστασης, παρμένη σαν όπλο
εναντίον της γραφειοκρατικής τρομοκρατίας της αυταρχίας, έγραφα τότε, παραγνωρίστηκε
και κατακρίθηκε όχι μόνο από τους Ρώσους φιλελεύθερους, μα ακόμα και από τους
σοσιαλιστές της Δύσης...». Και οι πρώτοι και οι δεύτεροι μας χαρακτήριζαν
για δογματικούς. Εμείς οι Ρώσοι μαρξιστές εξηγούσαμε τη συμπάθεια των ηγετών
της δυτικής σοσιαλδημοκρατίας για τη ρωσική τρομοκρατία από τη ροπή των
οπορτουνιστών να μεταφέρουν τις ελπίδες τους από τις μάζες στους ιθύνοντες. «Εκείνος
που αναζήτα ένα υπουργικό χαρτοφυλάκιο πρέπει... το ίδιο όπως και εκείνος που
με μια μπόμπα κάτω από τη μασχάλη αναζήτα τον υπουργό, να υπερτιμάει τη σημασία
του υπουργού, την προσωπικότητά του, το λειτούργημά του. Και για τους δυο το
σύστημα εξαφανίζεται ή παραμερίζει, δε μένει παρά ένα πρόσωπο περιβλημένο με
εξουσία». Αυτή την κυριαρχική ιδέα που καθοδηγούσε τη δράση μου ολόκληρες
δεκαετίες, την ξαναβρίσκομε διατυπωμένη με την ευκαιρία της δολοφονίας του
Κίροφ.
Τρομοκρατικές διαθέσεις εμφανίστηκαν γύρω στα 1911 σε
ορισμένους εργατικούς κύκλους της Αυστρίας. Ο Φρίντριχ Άντλερ, που διεύθυνε
τότε τη θεωρητική επιθεώρηση του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Αυστρίας, μου
ζήτησε πάνω σ’ αυτό το θέμα ένα άρθρο για το «Ντερ Καμπφ». Του τό ’δοσα
το Νοέμβρη του 1911. Να μερικές γραμμές απ’ αυτό: «Η απόπειρα, ακόμα κι όταν
“πετύχει”, φέρνει ταραχή στους διευθυντικούς κύκλους; Αυτό εξαρτιέται από τις
συγκεκριμένες πολιτικές περιστάσεις. Όπως και νά ’ναι, θα μπορούσε να γίνει
λόγος μόνο για ταραχή σύντομης διάρκειας. Το καπιταλιστικό κράτος δε στηρίζεται
σε υπουργούς και δε μπορεί να καταστραφεί μαζί με τους υπουργούς του. Οι τάξεις
που υπηρετεί θα βρίσκουν πάντα άλλους θεράποντες, όταν ο μηχανισμός μένει ανέπαφος
και εξακολουθεί να λειτουργεί. Μα η ταραχή που οι τρομοκρατικές επιθέσεις
φέρνουν στην εργατική τάξη είναι πιο βαθιά. Αν φτάνει να οπλιστεί κανείς μ’
ένα πιστόλι για να φτάσει στο σκοπό, σε τί χρησιμεύουν τάχα οι προσπάθειες της
πάλης των τάξεων; Αν φτάνει λίγο μπαρουτομόλυβο για να τρυπήσει το κεφάλι του
εχθρού, σε τί χρησιμεύει η ταξική οργάνωση; Αν οι μεγάλοι αξιωματούχοι μπορεί
να πτοηθούν από τον κρότο μιας έκρηξης, σε τί χρησιμεύει το κόμμα; Τί να τις
κάνεις τις συγκεντρώσεις, τί να την κάνεις τη ζύμωση, τί να τις κάνεις τις
εκλογές, αν μπορείς τόσο εύκολα να βάλεις στο σημάδι το βήμα του κοινοβουλίου,
το θώκο των υπουργών; Η ατομική τρομοκρατία είναι ίσα - ίσα απαράδεκτη για μας
γιατί ρίχνει στις μάζες την ίδια την εκτίμηση τους, τις συμφιλιώνει με
τις αδυναμίες τους και προσανατολίζει τα βλέμματά τους όπως και τις ελπίδες
τους προς το μεγάλο εκδικητή, τον απελευθερωτή που θά ’ρθει μια μέρα και θα
εκπληρώσει την αποστολή του». Πέντε χρόνια αργότερα, στο κορύφωμα του
ιμπεριαλιστικού πολέμου, ο Φρίντριχ Άντλερ, που με είχε καλέσει να εκθέσω αυτές
τις ιδέες, σκότωνε σ’ ένα βιενέζικο εστιατόριο τον πρωθυπουργό Στουργκ.
Σκεπτικιστής και ηρωικός οπορτουνιστής καθώς είταν, η απελπισία του και η
αγανάκτησή του δεν είχαν βρει άλλη διέξοδο. Οι συμπάθειές μου, το καταλαβαίνει
κανείς αυτό, δεν είταν με το μέρος του υπάλληλου των Αψβούργων. Αντέταξα ωστόσο
στην ατομική πράξη του Φρίντριχ Άντλερ τον τρόπο δράσης του Καρλ Λίμπκνεχτ που
στην καρδιά του πολέμου είχε βαλθεί να μοιράζει επαναστατικές προκηρύξεις σε
μια πλατεία του Βερολίνου.
Στις 28 Δεκέμβρη 1934, τέσσερεις βδομάδες ύστερα από τη
δολοφονία του Κίροφ, σε μια στιγμή που η δικαιοσύνη του Στάλιν δεν ήξερε προς
ποιόν να στρέψει τη ρομφαία της, έγραφα στο «Δελτίο της Αντιπολίτευσης»
(Γενάρης 1935, αρ. 41): «...Οι μαρξιστές που καταδίκαζαν αποφασιστικά την
ατομική τρομοκρατία... ακόμα κι όταν τα χτυπήματά της κατευθύνονταν εναντίον
των πρακτόρων του τσάρου και της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, θα καταδικάσουν
και θα αποκρούσουν ακόμα πιο ανελέητα τον εγκληματικό τυχοδιωκτισμό των
τρομοκρατικών επιθέσεων που στρέφονται εναντίον των γραφειοκρατικών εκπροσώπων
του πρώτου εργατικού κράτους της Ιστορίας. Λίγο μας ενδιαφέρουν σ’ αυτή την
περίπτωση τα υποκειμενικά κίνητρα του Νικολάγιεφ και των πολιτικών του φίλων.
Με καλές προθέσεις είναι στρωμένος ο δρόμος προς την Κόλαση. Όσο η σοβιετική
γραφειοκρατία δε θά ’χει κυνηγηθεί απ’ το προλεταριάτο – κι αυτό θα γίνει – θα
εκπληρώνει μιαν αναγκαστική αποστολή υπεράσπισης του εργατικού κράτους. Αν οι
τρομοκρατικές επιθέσεις όπως αυτή του Νικολάγιεφ πλήθαιναν, το μόνο που θα
μπορούσαν να κάνουν, μαζί με άλλους δυσμενείς όρους, είναι να σιγοντάρουν τη
φασιστική αντεπανάσταση».
«Μόνο σκουληκιασμένοι πολιτικάντηδες που νομίζουν πως
έχουν να κάνουν με ηλίθιους μπορούν να επιχειρήσουν να συνδέσουν τον
Νικολάγιεφ με την αριστερή αντιπολίτευση, έστω και με την ομάδα Ζινόβιεφ όπως
είταν στα 1926-27. Δεν είναι η αντιπολίτευση, είναι η γραφειοκρατία που με την
εσωτερική της αποσύνθεση γεννάει τρομοκρατικές οργανώσεις ανάμεσα στους νέους. Η
ατομική τρομοκρατία δεν είναι στο βάθος παρά η ανάποδη του γραφειοκρατικού
συστήματος. Αυτό το νόμο οι μαρξιστές δεν τον γνώρισαν χθες. Ο
γραφειοκρατισμός δεν έχει εμπιστοσύνη στις μάζες που προσπαθεί να υποκαταστήσει.
Η τρομοκρατία φέρνεται όμοια, αφού εννοεί να χαρίσει την ευτυχία στις μάζες
χωρίς τη δική τους συνδρομή. Η σταλινική γραφειοκρατία δημιούργησε την
αηδιαστική λατρεία των αρχηγών με τις θεϊκές ιδιότητες. Η λατρεία των “ηρώων”,
είναι και λατρεία του τρομοκράτη, μ’ όλο που τον σημαδεύει μ’ ένα αρνητικό
σημείο. Οι Νικολάγιεφ φαντάζονται πως φθάνουν μερικές πιστολιές για ν’ αλλάξει
η πορεία της Ιστορίας. Οι τρομοκράτες κομμουνιστές, σαν ιδεολογική συγκρότηση,
είναι γέννημα της γραφειοκρατίας, σάρκα από τη σάρκα της». Αυτά μπορεί νά
’χουν πείσει τον αναγνώστη, αν κι αυτές οι γραμμές δε γράφτηκαν ad hoc.
Συγκεφαλαίωναν την πείρα μιας ζωής που έχει τραφεί η ίδια με την πείρα δυο
γενιών.
Κάτω από το παλιό καθεστώς, το πέρασμα ενός νέου μαρξιστή
στο τρομοκρατικό κόμμα είταν γεγονός σχετικά σπάνιο, τόσο που τον δείχναν με
το δάχτυλο. Μα υπήρχε τουλάχιστο μια αδιάκοπη πάλη τάσεων, γινόταν σκληρή
πολεμική από τα διάφορα έντυπα, οι συζητήσεις δεν παύανε ούτε μια μέρα. Θά
’θελαν τώρα να μας κάνουν να πιστέψουμε πως παλιοί επαναστάτες, παλιοί ηγέτες
του ρωσικού μαρξισμού, διαπαιδαγωγημένοι από την παράδοση τριών επαναστάσεων,
στράφηκαν τάχα χωρίς συζητήσεις, χωρίς εξηγήσεις, προς την τρομοκρατία που την
απόκρουαν ανέκαθεν σαν μέθοδο πολιτικής αυτοκτονίας. Και μόνο η δυνατότητα να
διατυπωθεί παρόμοια κατηγορία δείχνει πόσο χαμηλά η σταλινική γραφειοκρατία
έριξε την επίσημη σκέψη, θεωρητική και πρακτική, για να μη μιλήσουμε για τη
σοβιετική δικαιοσύνη. Στις πολιτικές πεποιθήσεις τις αποκτημένες με την πείρα,
τις στερεωμένες με τη θεωρία, τις ατσαλωμένες στο πιο καυτερό καμίνι της
Ιστορίας, οι παραχαράκτες αντιτάσσουν τις ασυνάρτητες, αντιφατικές κι ολότελα
ανεπιβεβαίωτες ομολογίες από υπόπτους ανώνυμους. Ναι, λένε, ο Στάλιν και οι
πράκτορες του, δε μπορούμε ν’ αρνηθούμε πως ο Τρότσκι στη Ρωσία όπως κι αλλού
και σε διάφορες στιγμές της πολιτικής εξέλιξης αντιτάχτηκε στις τρομοκρατικές
περιπέτειες. Μα ανακαλύψαμε στη ζωή του κάποια επεισόδια που αποτελούν
εξαίρεση σ’ αυτό τον κανόνα. Σ’ ένα μυστικό γράμμα που έγραψε σε κάποιο
Ντρέϊτσερ (και που κανένας δεν το είδε)· σε μια συζήτηση με το Γκόλτζμαν, που
του τον είχε φέρει ο γιος του, στην Κοπεγχάγη (ο γιος του που την ίδια κείνη
στιγμή είταν στο Βερολίνο)· σε συζητήσεις με το Μπέρμαν και το Ντάβιντ
(πρόσωπα που έμαθα την ύπαρξη τους από τα πρακτικά της δίκης...), ο Τρότσκι
έδοσε στους οπαδούς του (πρόκειται πραγματικά για τους πιο λυσσασμένους
εχθρούς του!) τρομοκρατικές οδηγίες (που ούτε επιχείρησε να δικαιολογήσει,
ούτε επιζήτησε να συνδέσει με το έργο όλης του της ζωής). Σαράντα ολόκληρα
χρόνια ο Τρότσκι προφορικά και γραφτά έκανε γνωστές τις ιδέες του για την
τρομοκρατία σε εκατοντάδες χιλιάδες και εκατομμύρια ανθρώπους, μόνο και μόνο
για να εξαπατήσει όλους εκείνους που τον άκουγαν. Τις πραγματικές του ιδέες
τις ανακοίνωνε με μεγάλη μυστικότητα στους Μπέρμαν και στους Ντάβιντ... Και
αρκέσανε, ώ θαύμα!, αυτές οι ακαταλαβίστικες “οδηγίες”, ακριβώς στα πνευματικά
μέτρα ενός εισαγγελέα Βισίνσκι, για να ριχτούν αυτόματα εκατοντάδες παλιοί
μαρξιστές, χωρίς συζήτηση, χωρίς αντίρρηση, στο δρόμο της τρομοκρατίας...
Τέτοια είναι η πολιτική βάση των δικών της Μόσχας. Με άλλα λόγια, απ’ αυτές
τις δίκες λείπει κάθε πολιτική βάση!
Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΚΙΡΟΦ
Στις δίκες της Μόσχας γίνεται λόγος για μεγαλεπήβολα
σχέδια, για πλάνα, για προετοιμασία εγκλημάτων. Όλα γίνονται ωστόσο με
κουβέντες ή πιο σωστά με επικλήσεις συνομιλιών που είχαν τάχα οι
κατηγορούμενοι. Τα πρακτικά των δικών περιορίζονται, τό ’χουμε κιόλας πει, σε
μια συνομιλία γύρω από συνομιλίες. Η δολοφονία του Κίροφ είναι το μόνο
πραγματικό έγκλημα, ωστόσο αυτό έγινε όχι από αντιπολιτευόμενους, όχι από
συνθηκολόγους που η Γκε-Πε-Ου τους παρουσιάζει για αντιπολιτευόμενους, μα από
ένα, δυο ή τρεις νεαρούς κομμουνιστές που έπεσαν στα δίχτυα της προβοκάτσιας.
Είτε η Γκε-Πε-Ου θέλησε να φτάσει ως το έγκλημα, είτε όχι, η ευθύνη πέφτει
πάνω της. Και δε μπορούσε σε τόσο σοβαρή περίπτωση να ενεργήσει δίχως τις
άμεσες οδηγίες του Στάλιν.
Σε τι στηρίζονται αυτές οι βεβαιώσεις; Στα ντοκουμέντα που
δημοσιεύτηκαν στη Μόσχα βρίσκει κανείς όλα τα στοιχεία της απάντησης. Η ανάλυση
αυτών των ντοκουμέντων έχει δοθεί στη μπροσούρα μου «Η Δολοφονία του Κίροφ
και η Σοβιετική Γραφειοκρατία», στην «Ερυθρά Βίβλο» του Λεόν Σεντόφ
και σ’ άλλες εργασίες. Συγκεφαλαιώνω σύντομα εδώ τα συμπεράσματα αυτής της
ανάλυσης.
1. Ο Ζινόβιεφ, ο Κάμενεφ και οι σύντροφοί τους δε μπορούσαν
νά ’χουν οργανώσει τη δολοφονία του Κίροφ γιατί αυτή η επίθεση δεν είχε καμιά
πολιτική δικαίωση. Ο Κίροφ είταν μορφή δεύτερης σειράς, χωρίς προσωπική
σημασία. Ποιος γνώριζε στον κόσμο τ’ όνομά του πριν από το θάνατο του; Ακόμα
κι αν δεχτούμε την παράλογη υπόθεση ότι ο Ζινόβιεφ, ο Κάμενεφ και οι φίλοι
τους είχαν μπει στο δρόμο της ατομικής τρομοκρατίας, δε μπορούσαν να μην
καταλαβαίνουν πως η δολοφονία του Κίροφ, χωρίς να τους υπόσχεται πολιτικό
όφελος, θα προκαλούσε αμείλικτα αντίποινα εναντίον των ύποπτων και των αμφίβολων
και θα δυσκόλευε κάθε κατοπινή αντιπολιτευτική δράση και προπαντός την
τρομοκρατία... Αληθινοί τρομοκράτες θά ’πρεπε ν’ αρχίσουν από τον Στάλιν.
Υπήρχαν ανάμεσα στους κατηγορούμενους μέλη της Κεντρικής Επιτροπής και της
κυβέρνησης που έμπαιναν ελεύθερα παντού: ο σκοτωμός του Στάλιν δεν παρουσίαζε
γι’ αυτούς καμιά δυσκολία. Οι συνθηκολόγοι δεν τό ’καναν αυτό γιατί, αντί να
πολεμήσουν το Στάλιν και να του αφαιρέσουνε τη ζωή, τον υπηρετούσαν.
2. Η δολοφονία του Κίροφ βύθισε τους διευθυντικούς κύκλους
στον πανικό. Αν και είχε διαπιστωθεί αμέσως ποιος είταν ο Νικολάγιεφ, το πρώτο
επίσημο ανακοινωθέν μιλάει για επίθεση οργανωμένη από Λευκούς που είχαν μπει
παράνομα στην ΕΣΣΔ, από τα σύνορα της Ρουμανίας, της Πολωνίας και άλλων
μεθοριακών κρατών. Εκατόν τέσσερεις Λευκοί – τουλάχιστο – αυτής της κατηγορίας
τουφεκίστηκαν! Πάνω από δυο βδομάδες η κυβέρνηση θεωρούσε χρέος της να στρέψει
αλλού την προσοχή της κοινής γνώμης και να εξαλείψει άγνωστο ποια ίχνη
ενεργώντας συνοπτικές εκτελέσεις. Η εκδοχή των Λευκών δεν εγκαταλείφθηκε παρά
τη δέκατη έκτη μέρα. Η κυβέρνηση δε μας έδοσε μέχρι σήμερα καμιάν εξήγηση απ’
αυτή την πρώτη περίοδο πανικού που επισφραγίστηκε με παραπάνω από εκατό
πτώματα.
3. Ο σοβιετικός τύπος δεν είπε απολύτως τίποτα κάτω από
ποιες περιστάσεις ο Νικολάγιεφ σκότωσε τον Κίροφ. Δεν είπε ούτε τί καθήκοντα
εκπλήρωνε ο Νικολάγιεφ, ούτε ποιες είταν οι σχέσεις του με τον Κίροφ. Οι
λεπτομέρειες της επίθεσης παραμείναν στη σκιά. Η Γκε-Πε-Ου δε μπορεί να
αφηγηθεί αυτό που έγινε χωρίς να αποκαλύψει τί ανάμιξη είχε στο έγκλημα.
4. Αν και ο Νικολάγιεφ και οι δεκατρείς συγκατηγορούμενοί
του έκαναν όλες τις καταθέσεις που τους ζητήσανε (και δέχομαι πως μπορεί να βασανίστηκαν),
δεν είπαν λέξη για συμμετοχή στην προπαρασκευή της επίθεσης του Ζινόβιεφ, του
Μπακάεφ, του Κάμενεφ ή οποιουδήποτε «τροτσκιστή». Η Γκε-Πε-Ου δε φαίνεται ούτε
καν να τους ρώτησε πάνω σ’ αυτό το θέμα. Η υπόθεση είταν πάρα πολύ νωπή, η
προβοκάτσια πάρα πολύ φανερή και η Γκε-Πε-Ου νοιαζόταν περισσότερο να αποκρύψει
τη δικιά της ένοχη παρά να αναζητήσει την ενοχή της αντιπολίτευσης.
5. Ενώ η δίκη Ράντεκ - Πιατάκοβ, που ανακάτευε άμεσα ξένες
κυβερνήσεις, παίχτηκε στο φως της μέρας, η δίκη του νεαρού κομμουνιστή
Νικολάγιεφ, φονιά του Κίροφ, έγινε στις 25-29 Δεκέμβρη 1934 με κλειστές τις
πόρτες. Γιατί; Δεν είταν βέβαια για λόγους διπλωματικούς. Η Γκε-Πε-Ου δε
μπορούσε να αποκαλύψει τα έργα της. Έπρεπε να εξαφανίσει στα σκοτάδια τους
δράστες της επίθεσης και τους δικούς τους, να καλοπλύνει τα χέρια της και να
ριχτεί έπειτα πάνω στην αντιπολίτευση.
6. Η δολοφονία του Κίροφ προκάλεσε τόσο μεγάλη ταραχή στους
κόλπους της γραφειοκρατίας ώστε ο Στάλιν, που δε μπορούσαν να μην τον
υποψιαστούν μέσα στους πληροφορημένους κύκλους, είταν αναγκασμένος νά ’βρει
αποδιοπομπαίους τράγους. Η δίκη των δώδεκα κυριότερων υπάλληλων της Γκε-Πε-Ου
στο Λένινγκραντ, με επικεφαλής το Μέντβιεντ, έγινε στις 23 Γενάρη 1935. Το
κατηγορητήριο διαπιστώνει ότι ο Μέντβιεντ και οι συνεργάτες του «είταν
πληροφορημένοι για την επίθεση που προετοιμαζόταν». Η απόφαση παρατηρεί
ότι «δεν πήραν έγκαιρα τα αναγκαία μέτρα για να αποκαλύψουν την τρομοκρατική
ομάδα και να σταματήσουν τη δράση της, αν και είχαν όλη τη δυνατότητα γι’ αυτό».
Δε θα μπορούσε να ζητήσει κανείς περισσότερη ειλικρίνεια. Όλοι οι
κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης από δυο ως δέκα χρόνια. Όλα
είναι καθαρά: η Γκε-Πε-Ου, ενεργώντας με τους προβοκάτορές της, έπαιζε με το κεφάλι
του Κίροφ για να μπλέξει την αντιπολίτευση στη σκευωρία της. Ο Νικολάγιεφ
πυροβόλησε πριν πάρει γι’ αυτό την άδεια από το Μέντβιεντ, εκθέτοντας έτσι
ανεπανόρθωτα το αμάλγαμα. Ο Στάλιν θυσίασε το Μέντβιεντ[3].
7. Η ανάλυσή μας βρίσκει μια καινούργια επικύρωση στο ρόλο
που κράτησε ο πρόξενος της Λετονίας στο Λένινγκραντ, Μπισινέξ, φανερός
πράκτορας της Γκε-Πε-Ου. Ο Νικολάγιεφ αναγνώρισε πως είχε σχέσεις μ’ αυτόν τον
πρόξενο, είχε πάρει πέντε χιλιάδες ρούμπλια για να προπαρασκευάσει την επίθεσή
του και είχε χωρίς λόγο. παρακινηθεί απ’ αυτόν να γράψει ένα γράμμα στον
Τρότσκι. Για να συνδέσει τουλάχιστο πλάγια το όνομα μου με την υπόθεση Κίροφ, ο
Βισίνσκι μνημονεύει στο κατηγορητήριο του το Δεκέμβρη του 1934 αυτό το καταπληκτικό
επεισόδιο, που φανερώνει όσο δε γίνεται καλύτερα τα ρόλο του πρόξενου. Το
όνομα αυτού του τελευταίου ωστόσο δε δημοσιεύθηκε παρά ύστερα από απαίτηση του
διπλωματικού σώματος, οπότε κείνος ο αλλόκοτος προξενικός πράκτορας
εξαφανίστηκε από τη σκηνή χωρίς ν’ αφήσει ίχνη. Το όνομα του δε θα αναφερόταν
πια στις κατοπινές δίκες, μ' όλο που γνώριζε το δολοφόνο και χρηματοδότησε τη
δολοφονία! Όλοι οι υστερότεροι «οργανωτές» αυτής της τρομοκρατικής επίθεσης
(Μπακάεβ, Κάμενεφ, Ζινόβιεφ, Μρατσκόβσκι και άλλοι) ούτε μια φορά δεν ανέφεραν
τα όνομα του Μπισινέξ! Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς προβοκάτσια πιο
χοντροκομένη, πιο χειροπιαστή και πιο ξετσίπωτη.
8. Μονάχα ύστερα από την εξόντωση των αυθεντικών τρομοκρατών,
των φίλων τους και των βοηθών τους, μαζί βέβαια και των πρακτόρων της Γκε-Πε-Ου
που είχαν αναμιχθεί στη σκευωρία, ο Στάλιν θεωρεί δυνατό να επιτεθεί
ολοκληρωτικά εναντίον της αντιπολίτευσης. Η Γκε-Πε-Ου συλλαμβάνει τότε τους
ηγήτορες της παλιάς ομάδας Ζινόβιεφ και τους χωρίζει σε δυο κατηγορίες. Το
πρακτορείο ΤΑΣ δημοσιεύει στις 22 Δεκέμβρη (1934) ένα ανακοινωθέν αναφορικά με
τους εφτά σημαντικότερους, όλοι παλιά μέλη της Κεντρικής Επιτροπής. «Δε
μπορούσαν να δικαστούν από έλλειψη επαρκών δεδομένων». Τα λιγότερο
σημαντικά στελέχη παραμένουν, σύμφωνα με την πατροπαράδοτη τεχνική της
Γκε-Πε-Ου, κάτω από τη σπάθα του Δαμοκλή. Με την απειλή του θανάτου πολλοί απ’
αυτούς ενοχοποιούν στις καταθέσεις τους το Ζινόβιεφ, τον Κάμενεφ, τον
Εβντοκίμοβ... Δε μιλάνε, είν’ αλήθεια, για τρομοκρατία, μα, για «αντεπαναστατική
δράση» γενικά (δυσαρέσκεια, επικρίσεις για την πολιτική του Στάλιν). Αυτό φτάνει
για να αποσπαστεί από το Ζινόβιεφ, τον Κάμενεφ και από πολλούς άλλους η
ομολογία για «ηθική» ευθύνη στην τρομοκρατική επίθεση. Μ’ αυτό το τίμημα ο
Ζινόβιεφ και ο Κάμενεφ αποφεύγουν για μια στιγμή να κατηγορηθούν για άμεση
συνενοχή.
9. Έγραφα στις 26 Γενάρη 1935 στους φίλους μου στην Αμερική
(γράμμα που δημοσιεύτηκε στο «Δελτίο της Αντιπολίτευσης», αριθμός 42,
Φλεβάρης του 1935): «Η στρατηγική που αναπτύχθηκε γύρω από το πτώμα του
Κίροφ δε χάρισε στο Στάλιν λαμπρές δάφνες. Ίσα - ίσα γι’ αυτό δε μπορεί ούτε
να σταματήσει, ούτε να οπισθοχωρήσει. Τα αμαλγάματα που δεν κατάφερε να
οργανώσει, που ναυαγήσανε, έχει ανάγκη να τα αντικαταστήσει με άλλα μεγαλύτερα
και πιο... πετυχημένα. Ας προετοιμαστούμε να τον αντιμετωπίσουμε!». Οι
δίκες του 1936-37 επικύρωσαν με το παραπάνω αυτή την προειδοποίηση.
ΠΟΙΟΣ ΕΦΤΙΑΞΕ ΤΟΝ ΚΑΤΑΛΟΓΟ
ΤΩΝ ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ ΘΥΜΑΤΩΝ
ΤΗΣ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑΣ;
Η δίκη Ζινόβιεφ - Κάμενεφ τον Αύγουστο του 1936 βασίστηκε
ολόκληρη πάνω στην τρομοκρατία. Αντικείμενο του υποτιθεμένου «κέντρου» είταν
να ανατρέψει την κυβέρνηση, ξεπαστρεύοντας τους αρχηγούς, για να καταλάβει την
εξουσία. Η προσεκτική αντιπαραβολή των πρακτικών των δυο δικών φτάνει για να
μας πείσει ότι ο κατάλογος των αρχηγών που προορίζονταν, φαίνεται, να
εξοντωθούν είχε συνταχτεί όχι από τους τρομοκράτες μα από τα υποθετικά θύματά
τους και κατά πρώτο λόγο από το Στάλιν. Η περίπτωση Μόλοτοφ φανερώνει την
προσωπική συμβολή του Στάλιν.
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο της δίκης Ζινόβιεφ, «το ενοποιημένο
τρομοκρατικό τροτσκιστο-ζινοβιεφικό κέντρο», αφού ξεπάστρεψε τον Κίροφ, δεν
περιορίστηκε να οργανώσει τη δολοφονία μόνο του Στάλιν. Εργαζόταν ταυτόχρονα
για να οργανώσει τη δολοφονία και άλλων ηγητόρων του κόμματος και ονομαστικά
του Βοροσίλοβ, του Ζντάνοβ, του Καγκάνοβιτς, του Κόσιορ, του Ορντζονικίντζε και
του Ποστίσεβ. Αυτός ο κατάλογος δεν περιλαβαίνει το όνομα του Μόλοτοφ.
Παράλλαξε στα χείλη των κατηγορουμένων σε διάφορες στιγμές της ανάκρισης και
της δίκης, όμως σ’ ένα σημείο έμεινε αμετάβλητος: κανένας από τους
κατηγορούμενους δεν ανάφερε το Μόλοτοφ. Κατά τον Ράϊνγκολντ που μίλησε στην
ανάκριση, «η βασική ντιρεκτίβα του Ζινόβιεφ περιοριζόταν στο: να χτυπήσει το
Στάλιν, το Καγκάνοβιτς και τον Κίροφ». Στη βραδινή συνεδρίαση της 19
Αυγούστου ο Ράϊνγκολντ λέει: «Από τότε η μόνη μέθοδος δράσης είναι η τρομοκρατία
που κατευθύνεται εναντίον του Στάλιν και των πιο στενών συνεργατών του, Κίροφ,
Βοροσίλοβ, Καγκάνοβιτς, Ορντζονικίντζε, Ποστίσεβ, Κόσιορ και άλλων!...». Ο
Μόλοτοφ δεν αναφέρεται. Ο Μρατσκόβσκι καταθέτει: «Θα σκοτώναμε το Στάλιν,
το Βοροσίλοβ, το Καγκάνοβιτς, πρώτα - πρώτα το Στάλιν». Ο Μόλοτοφ και πάλι
αγνοήθηκε.
Το ίδιο με τις υποτιθέμενες τρομοκρατικές μου ντιρεκτίβες.
Το κατηγορητήριο λέει ότι «η ομάδα Ντρέϊτσερ έλαβε απ’ ευθείας από τον
Τρότσκι τη ντιρεκτίβα να σκοτώσει το Βοροσίλοβ». Αν πιστέψουμε το
Μρατσκόβσκι, μέσα στο φθινόπωρο του 1932 ο Τρότσκι «επιβεβαίωσε και πάλι την
ανάγκη να σκοτωθούν ο Στάλιν, ο Βοροσίλοβ και ο Κίροφ». Το Δεκέμβρη του
1934 ο Μρατσκόβσκι πήρε διαμέσου του Ντρέϊτσερ ένα γράμμα του Τρότσκι που
απαιτούσε «μεγαλύτερη ταχύτητα στην εκτέλεση των δολοφονικών επιθέσεων
εναντίον του Στάλιν και του Βοροσίλοβ». Ο Ντρέϊτσερ το επιβεβαιώνει. Ο
Μπέρμαν - Γιούριν καταθέτει: «Ο Τρότσκι είπε πως εκτός από τον Στάλιν έπρεπε
να ξεπαστρευτεί ο Καγκάνοβιτς και ο Βοροσίλοβ». Επαναλάβαινα λοιπόν κοντά
τρία χρόνια πως έπρεπε να σκοτωθούν ο Στάλιν, ο Καγκάνοβιτς, ο Βοροσίλοβ, ο
Κίροφ. Ούτε μια λέξη για το Μόλοτοφ. Το πράγμα είναι τόσο πιο αξιοσημείωτο,
όσο τα τελευταία χρόνια της δράσης μου σαν μέλος του Πολιτικού Γραφείου, ο
Κίροφ και ο Καγκάνοβιτς δεν έπαιρναν μέρος σ’ αυτό και κανείς δεν τους
θεωρούσε σαν πολιτικά πρόσωπα με κάποια σπουδαιότητα, ενώ ο Μόλοτοφ είταν η
δεύτερη φιγούρα της διευθυντικής ομάδας. Ο Μόλοτοφ δεν είναι μόνο μέλος του
Πολιτικού Γραφείου, είναι και ο αρχηγός της κυβέρνησης. Η υπογραφή του, δίπλα
στην υπογραφή του Στάλιν, μοστράρει κάτω από τα πιο σημαντικά διατάγματα. Κι
ωστόσο, όπως βλέπουμε, οι τρομοκράτες του «ενοποιημένου κέντρου»
αγνοούν την ύπαρξη του. Πράγμα ολότελα απίστευτο, ο εισαγγελέας Βισίνσκι όχι
μόνο δεν ξαφνιάζεται μ’ αυτό το κενό, μα το θεωρεί ολότελα φυσικό. Στην πρωινή
συνεδρίαση της 19 Αυγούστου, ο Βισίνσκι ρωτάει το Ζινόβιεφ για τις
προετοιμαζόμενες τρομοκρατικές επιθέσεις: «Εναντίον τίνος;».
Ζινόβιεφ. –Εναντίον
των ηγητόρων.
Βισίνσκι. – Δηλαδή
εναντίον των συντρόφων Στάλιν, Βοροσίλοβ και Καγκάνοβιτς;
Η λέξη «δηλαδή» δεν αφήνει θέση για αμφιβολία: ο
εισαγγελέας αποκλείει επίσημα τον αρχηγό της κυβέρνησης από τους ηγήτορες του
κόμματος και του κράτους. Για να τελειώνουμε, ο ίδιος εισαγγελέας στην αγόρευσή
του σταυρώνει τους τροτσκιστές «που σήκωσαν το χέρι ενάντια στους ηγήτορες
του Κόμματος, ενάντια στους συντρόφους Στάλιν, Βοροσίλοβ, Ζντάνοβ, Καγκάνοβιτς,
Ορντζονικίντζε, Κόσιορ, Ποστίσεβ, ενάντια στους ηγήτορές μας, τους ηγήτορες
του σοβιετικού κράτους». (Συνεδρίαση της 22 Αυγούστου). Η λέξη «ηγήτορες»
επαναλαμβάνεται τρεις φορές, μα και πάλι δεν ισχύει για το Μόλοτοφ.
Λόγοι σοβαροί απαίτησαν λοιπόν, κατά τη μακριά προπαρασκευή
της δίκης, το σβήσιμο του Μόλοτοφ από τον κατάλογο των «ηγητόρων». Οι
αμύητοι δε θα μπορούσαν να καταλάβουν γιατί οι τρομοκράτες θεωρούσαν απαραίτητο
να σκοτώσουν τον Κίροφ, τον Ποστίσεβ, το Ζντάνοβ, τον Κόσιορ, επαρχιακούς «αρχηγούς»,
και παράλειπαν το Μόλοτοφ, που ξεπερνάει πανθομολογούμενα ένα - δυο κεφάλια
όλους αυτούς τους υποψήφιους στη θυσία. Ο Σεντόφ στην «Ερυθρά Βίβλο» του
σημειώνει κιόλας αυτό τον εξοστρακισμό: «Στον κατάλογο των αρχηγών που οι
τρομοκράτες είχαν τάχα την πρόθεση να ξεπαστρέψουν, κατάλογο που τον έφτιαξε ο
Στάλιν, δεν περνάνε μόνο πρώτα μεγέθη. Βλέπεις εκεί ακόμα το Ζντάνοβ, τον
Κόσιορ και τον Ποστίσεβ. Μα δε βρίσκεις εκεί το Μόλοτοφ. Και ο Στάλιν δεν
ενεργεί τυχαία σε τέτοιου είδους υποθέσεις».
Πού βρίσκεται το μυστικό; Επίμονοι ψίθυροι διαδίδονταν για
διαφωνίες ανάμεσα στο Στάλιν και το Μόλοτοφ σχετικές με την εγκατάλειψη της
πολιτικής της λεγόμενης «τρίτης περιόδου».
Αυτοί οι ψίθυροι βρήκαν επιβεβαίωση έμμεση μα σίγουρη στο σοβιετικό τύπο: ο
Μόλοτοφ ούτε αναφερόταν πια, ούτε εγκωμιαζόταν, ούτε φωτογραφιζόταν και
τύχαινε ακόμα να ξεχνάνε και να τον μνημονεύσουν. Το «Δελτίο της Αντιπολίτευσης»
το παρατήρησε αυτό πολλές φορές. Όπως και νά ’ναι το βέβαιο είναι ότι τον
Αύγουστο του 1936 ο κύριος συναγωνιστής του Στάλιν στην πάλη ενάντια σε κάθε
αντιπολίτευση, βρέθηκε δημόσια και βάναυσα αποκλεισμένος από τον κατάλογο των ηγητόρων.
Κάτω απ’ αυτούς τους όρους δε μπορεί να μη βγάλει κανείς το συμπέρασμα ότι οι
ομολογίες των κατηγορουμένων όπως και οι «ντιρεκτίβες» μου πρέπει να συμβάλανε
στη λύση ενός περιστασιακού προβλήματος: να ανεβάσουν στην τάξη των «αρχηγών»
τον Καγκάνοβιτς, το Ζντάνοβ και μερικούς άλλους, ρίχνοντας σε ανυποληψία τον
πρώην «αρχηγό» Μόλοτοφ.
Μήπως όμως οι δικαστικές αρχές δεν είχαν απλούστατα στη
δίκη Ζινόβιεφ δεδομένα για τρομοκρατικές επιθέσεις που νά ’χουν για στόχο τους
το Μόλοτοφ; Η υπόθεση δεν αντέχει σε καμιά κριτική. Γενικά αυτές οι δίκες
γίνονται χωρίς «δεδομένα». Η ετυμηγορία της 23 Αυγούστου 1936 μιλάει για
απόπειρες (εναντίον του Ποστίσεβ και του Κόσιορ) για τις όποιες τα πρακτικά
των συζητήσεων δε λένε λέξη. Παρά την καθαυτό σημασία της αυτή η εκτίμηση
περνάει σε δεύτερη μοίρα από το γεγονός ότι οι κατηγορούμενοι, και πρώτα -
πρώτα τα μέλη του «κέντρου», στις ομολογίες τους μιλάνε λιγότερο για επιθέσεις
παρά για σχέδια επιθέσεων. Το ζήτημα είταν σχεδόν αποκλειστικά ποιους οι
συνωμότες νόμιζαν πως έπρεπε να σκοτώσουν. Ο κατάλογος των θυμάτων καθοριζόταν
έτσι όχι από το υλικό της ανάκρισης, μα από τον πολιτικό ρόλο των πιο
σημαντικών προσώπων. Κι αυτό είναι τόσο πιο καταπληκτικό όσο τα «σχέδια» του
«κέντρου» αγκαλιάζουν όλους τους νοητούς υποψήφιους στο μαρτύριο, έκτος από το
Μόλοτοφ, που ωστόσο κανένας δεν τον θεώρησε ποτέ σαν διακοσμητικό πρόσωπο στο
είδος Καλίνιν. Αντίθετα, αν έπρεπε να τεθεί το ζήτημα της διαδοχής του Στάλιν,
θα απαντούσε βέβαια κανείς πως Ο Μόλοτοφ έχει τις περισσότερες πιθανότητες από
οποιονδήποτε άλλο.
Ίσως πάλι οι τρομοκράτες, πληροφορημένοι για τις διαφωνίες
ανάμεσα στους ηγήτορες, είχαν απλώς αποφασίσει να χαριστούν στο Μόλοτοφ; Κι
αυτή η υπόθεση, όπως θα δούμε, δεν αντέχει στην εξέταση. Αληθινά δεν είναι οι
«τρομοκράτες» που χαρίστηκαν στο Μόλοτοφ, είναι ο Στάλιν που θέλησε να δόσει
την εντύπωση πως το είχαν κάνει αυτό, για να βλάψει έτσι τον αντίπαλό του. Τα
γεγονότα δείχνουν πως πέτυχε ολότελα. Κιόλας πριν από τη δίκη του Αυγούστου
μια συνδιαλλαγή σκιαγραφείται ανάμεσα στο Στάλιν και το Μόλοτοφ. Αυτή
διερμηνεύεται αμέσως στον τύπο που, υπακούοντας σ’ ένα σύνθημα, αρχίζει να
αποκαθιστά το Μόλοτοφ στα αλλοτινά του δικαιώματα, θα μπορούσε κανείς,
παραθέτοντας την «Πράβδα», να χαράξει έναν αδρό και πειστικό πίνακα για
την προοδευτική αποκατάσταση του Μόλοτοφ το 1936. Το «Δελτίο της
Αντιπολίτευσης» έγραφε πάνω σ’ αυτό (αρ. 50, Μάης 1936): «Από τη διάλυση
της “τρίτης περιόδου” ο Μόλοτοφ είταν, όπως είναι γνωστό, σε μισοδυσμένεια...
Μα κατάληξε να “ευθυγραμμιστεί”. Μέσα στις τελευταίες βδομάδες έκανε πολλές
φορές τον πανηγυρικό του Στάλιν. Σ’ ανταμοιβή... να που μνημονεύουν το όνομά
του στη δεύτερη θέση χαρακτηρίζοντάς τον σαν τον πιο κοντινό συναγωνιστή».
Σ’ αυτή την περίπτωση όπως σε πολλές άλλες, η αντιπαράθεση των οργάνων της
σοβιετικής γραφειοκρατίας με το «Δελτίο της Αντιπολίτευσης»μας επιτρέπει
να ξεδιαλύνουμε πολλά αινίγματα.
Το μοντάρισμα της δίκης Ζινόβιεφ - Κάμενεφ είναι προγενέστερο
απ’ αυτή τη συνδιαλλαγή: δε μπορούσε ωστόσο στο άψε - σβήσε να αναψηλαφηθεί όλο
το υλικό της ανάκρισης! Ο Στάλιν άλλωστε δε βιαζόταν να αμνηστεύσει ολότελα τον
πρόεδρο του Συμβουλίου των Επιτρόπων του Λάου, που έπρεπε να του δόσει ένα γερό
μάθημα. Ο Βισίνσκι έπρεπε λοιπόν να σταθεί τον Αύγουστο στην αλλοτινή
ντιρεκτίβα. Η προπαρασκευή της δίκης Πιατάκοβ - Ράντεκ γίνεται ύστερα από τη
συνδιαλλαγή. Ο κατάλογος των υποδειγμένων θυμάτων αλλάζει «προσηκόντως» και όχι
μόνο για το μέλλον μα και για το παρελθόν! Στην κατάθεση του της 24 Γενάρη ο
Ράντεκ, αναφερόμενος σε μια συνομιλία με το Μρατσκόβσκι στα 1932, λέει: «Δεν
είχα την παραμικρή αμφιβολία πάνω σ’ αυτό: οι τρομοκρατικές πράξεις πρέπει να
κατευθύνονταν εναντίον του Στάλιν και των πιο κοντινών συντρόφων του: Κίροφ,
Μόλοτοφ, Βοροσίλοβ, Καγκάνοβιτς». Κατάθεση του μάρτυρα Λογκίνοβ στην πρωινή
συνεδρίαση της 25 Γενάρη: «Ο Πιατάκοβ είπε (αρχές του καλοκαιριού 1935) ότι
το παράλληλο τροτσκιστικό κέντρο... προετοίμαζε τρομοκρατικές πράξεις εναντίον
του Στάλιν, Μόλοτοφ, Καγκάνοβιτς...». Ο Πιατάκοβ έσπευσε, εννοείται, να
επιβεβαιώσει τη κατάθεση του Λογκίνοβ. Οι κατηγορούμενοι της δεύτερης δίκης,
αντίθετα από τα μέλη του «ενοποιημένου κέντρου», αναφέρουν το όνομα του
Μόλοτοφ ανάμεσα στα υποψήφια θύματα κι ακόμα τον βάζουν στη δεύτερη θέση,
ύστερα από το Στάλιν.
Ποιός λοιπόν κατάρτισε, μέσα σ’ αυτούς τους όρους, τον κατάλογο
των υποδειγμένων θυμάτων; Οι τρομοκράτες ή η Γκε-Πε-Ου; Ο Στάλιν διαμέσου της
Γκε-Πε-Ου. Η υπόθεση που αναφέραμε πιο πάνω, σύμφωνα με την οποία οι
«τροτσκιστές» πληροφορημένοι για τις διχογνωμίες που υπήρχαν ανάμεσα στο Μόλοτοφ
και το Στάλιν χαρίστηκαν τάχα στον πρώτο για πολιτικούς λόγους, θα μπορούσε νά
’χει κάποια αληθοφάνεια μονάχα αν οι «τροτσκιστές» είχαν αρχίσει την
προπαρασκευή μιας τρομοκρατικής επίθεσης εναντίον του Μόλοτοφ ύστερα από τη
συνδιαλλαγή του με το Στάλιν. Φαίνεται όμως πως σκεφτόντανε να σκοτώσουν το
Μόλοτοφ από το 1932: μόνο που «ξέχασαν» να το πουν τον Αύγουστο του 1935 και ο
εισαγγελέας «ξέχασε» να τους το θυμίσει. Μα μόλις ο Μόλοτοφ πέτυχε από τον
Στάλιν πολιτική αμνηστία, η μνήμη του εισαγγελέα και των κατηγορουμένων
καθάρισε. Και νά ’μας μπροστά σ’ ένα θαύμα: αν και ο Μρατσκόβσκι μίλησε στις
καταθέσεις του μόνο για προπαρασκευή επιθέσεων εναντίον του Στάλιν, του Κίροφ,
του Βοροσίλοβ και του Καγκάνοβιτς, ο κατηγορούμενος Ράντεκ, αναφερόμενος σε
μια συνομιλία που είχε τάχα με το Μρατσκόβσκι στα 1932, προσθέτει κατόπιν
εορτής πολύ αργά στον κατάλογο το όνομα του Μόλοτοφ. Ο Πιατάκοβ από το άλλο
μέρος μίλησε στο Λογκίνοβ για επίθεση εναντίον του Μόλοτοφ στις αρχές του 1935,
πάνω από ένα χρόνο πριν από τη δίκη Ζινόβιεφ. Τέλος, οι κατηγορούμενοι
Μουράλοβ, Σέστοβ και Άρνολντ μιλάνε για μια «πραγματική» απόπειρα εναντίον του
Μόλοτοφ, που είχε γίνει, λένε, στα 1934, πάνω από δυο χρόνια πριν από τη δίκη
του «ενοποιημένου κέντρου». Ένα συμπέρασμα επιβάλλεται: ότι οι
κατηγορούμενοι είχαν τόση λίγη ελευθερία στην εκλογή των «θυμάτων» τους όση και
σε κάθε άλλον τομέα. Ο κατάλογος των προσώπων που είχε για στόχο της η
τρομοκρατία είταν στην πραγματικότητα ο κατάλογος των αρχηγών που επίσημα
υποδείχνονταν στις μάζες. Αυτός ο κατάλογος τροποποιούνταν μαζί με τις
ανακατατάξεις του διευθυντικού πυρήνα. Δεν έμενε στους κατηγορούμενους όπως
και στον εισαγγελέα Βισίνσκι παρά να συμμορφώνονται με τις ολοκληρωτικές
οδηγίες
Η ακόλουθη αντίρρηση είναι ακόμα πιθανή: Όλη αυτή η
σκευωρία δεν είναι αλήθεια πάρα πολύ χονδροκομένη; Ανάγκη ν’ απαντήσουμε πως
δεν είναι περισσότερο από πολλές άλλες σ’ αυτές τις αποτρόπαιες δίκες. Ο
σκηνοθέτης δεν απευθύνεται ούτε στο λογικό ούτε στην κριτική. Εννοεί να συντρίψει
τα δικαιώματα του λογικού κάτω από ένα όγκο ψευτιάς επισφραγισμένης με
τουφεκισμούς.
Ο ΑΠΟΚΕΦΑΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥ
ΚΟΚΚΙΝΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ
Είναι ανάγκη να αναλύσουμε και πάλι τις λεπτομέρειες, να
ελέγξουμε το γράμμα των πρακτικών, να συγκεντρώσουμε διαψεύσεις, να κοιτάξουμε
την απάτη στο μικροσκόπιο; Ο Στάλιν άλλωστε αυτοδιαψεύδεται με το παραπάνω.
Κάθε μέρα που περνάει μας φέρνει εντυπωσιακές ειδήσεις που μαρτυράνε την τελευταία
κρίση του καθεστώτος, μια κρίση που θα μπορούσε να ονομαστεί επιθανάτια αν η σύγκριση
με τους ετοιμοθάνατους οργανισμούς δε μας έφερνε στη σκέψη προθεσμίες πάρα
πολύ σύντομες.
Η «παλιά φρουρά», που στ’ όνομά της άνοιξε στα 1923 η πάλη
εναντίον του «τροτσκισμού», έχει διαλυθεί πολιτικά από καιρό. Η φυσική της
εξόντωση ολοκληρώνεται σήμερα με τον σταλινικό τρόπο, που συνδυάζει σαδιστική
αγριότητα με γραφειοκρατική λεπτολογία. Μα θά ’τανε πάρα πολύ επιπόλαιο να
εξηγήσουμε τις διαδικασίες δολοφονίας και αυτοκτονίας που εφαρμόζει ο Στάλιν,
μόνο με την αγάπη για την εξουσία, τη σκληρότητα, την εκδικητική διάθεση για
κάθε άλλο ανθρώπινο ελάττωμα. Είναι πολύς καιρός που ο Στάλιν έχει χάσει τον
έλεγχο της πολιτικής του. Η γραφειοκρατία στο σύνολό της έχει χάσει τον έλεγχο
των αμυντικών αντανακλαστικών της. Τα καινούργια μέτρα καταπίεσης, που
ξεπερνάνε όλα τα νοητά όρια, της επιβλήθηκαν από την πορεία των προηγούμενων
μέτρων. Ένα καθεστώς, υποχρεωμένο να σκηνοθετεί κάτω από τα μάτια του κόσμου τη
μια απάτη ύστερα από την άλλη, διευρύνοντας αυτόματα τον κύκλο των θυμάτων του,
είναι καθεστώς καταδικασμένο.
Τα πρόσφατα πειράματα ανάγκασαν το Στάλιν να παραιτηθεί
από τις «δημόσιες» δίκες. Η ημιεπίσημη ερμηνεία αυτού του γεγονότος είναι ότι η
χώρα έχει «καθήκοντα σπουδαιότερα». Είναι το επιχείρημα των ξένων
«φίλων» της ΕΣΣΔ που αντιτάσσονται στις αντιδίκες. Εξακολουθούν ωστόσο να
ανακαλύπτουν παντού στην ΕΣΣΔ εστίες «τροτσκισμού, σαμποτάζ, κατασκοπείας».
Από τις αρχές του Μάη ως τη στιγμή που γράφω αυτές τις γραμμές, Ιούνης,
ογδοντατρείς «τροτσκιστές» τουφεκίστηκαν στη Μακρινή Ανατολή. Αυτό συνεχίζεται.
Για δίκες ο τύπος δε λέει τίποτα. Δε μνημονεύει καν τα ονόματα των
τουφεκισμένων. Ποιοί είναι; Το δίχως άλλο υπάρχει ανάμεσά τους κάποιο ποσοστό
κατασκόπων. Αυτοί δε λείπουν από τη Μακρινή Ανατολή. Οι άλλοι είναι
αντιπολιτευόμενοι, δυσαρεστημένοι, ενοχλητικοί. Οι τρίτοι, τέλος, προβοκάτορες
που εξασφάλισαν το σύνδεσμο ανάμεσα στους υποτιθέμενους «τροτσκιστές» και τους
κατασκόπους κ’ έγιναν έτσι ανεπιθύμητοι μάρτυρες. Τέταρτη κατηγορία που μεγαλώνει
ολοένα: οι συγγενείς, οι φίλοι, οι υφιστάμενοι, οι γνωστοί των τουφεκισμένων,
όλοι τους άνθρωποι πληροφορημένοι για την απάτη και ικανοί, αν όχι να
διαμαρτυρηθούν, τουλάχιστο να διηγηθούν αυτό που ξέρουν.
Τί γίνεται στην ενδοχώρα, προπαντός στις απομακρυσμένες
περιοχές όπου η νόμιμη δολοφονία περιβάλλεται από την ανωνυμία; Μπορεί να το
φανταστεί κανείς αυτό απ’ ό,τι γίνεται στους διευθυντικούς κύκλους. Ο Στάλιν
δεν κατάφερε να σκαρώσει δημόσια δίκη εναντίον του Ρίκοβ και του Μπουχάριν,
γιατί κ’ οι δυο κατηγορούμενοι αρνήθηκαν να «ομολογήσουν τα εγκλήματα τους».
Χρειάστηκε ν’ αρχίσουν να τους δίνουν συμπληρωματική εκπαίδευση. Σύμφωνα με
ορισμένες πληροφορίες, ο Ρίκοβ και ο Μπουχάριν, ο παλιός αρχηγός της κυβέρνησης
και ο παλιός αρχηγός της Κομμουνιστικής Διεθνούς, καταδικάστηκαν σε οκτώ χρόνια
ειρκτή, με κλειστές τις πόρτες, όπως είχε γίνει με τον Κάμενεφ τον Ιούλη 1935,
ανάμεσα σε δυο θεαματικότατες δίκες. Και μόνο αυτή η σύγκριση μας κάνει να
θεωρήσουμε την καταδίκη που επιβλήθηκε στο Ρίκοβ και στο Μπουχάριν σαν μη
οριστική. Ο τύπος, κάτω από τη διεύθυνση κάποιου με τ’ όνομα Μέχλις, ανθρώπου
υπερφίαλου και άξεστου που υπήρξε ο προσωπικός γραμματέας του Στάλιν, απαιτεί
το «ξερίζωμα» των εχθρών του λαού. Το πιο εκπληκτικό –αν μπορεί κανείς να
προσφέρει στον εαυτό του την πολυτέλεια της έκπληξης– είναι ότι ο Ρίκοβ και ο
Μπουχάριν χαρακτηρίστηκαν «τροτσκιστές», ενώ η αριστερή αντιπολίτευση δεν έπαψε
ποτέ να κατευθύνει κυρίως τα πυρά της εναντίον της δεξιάς του Κόμματος, δεξιάς
που ο Ρίκοβ και ο Μπουχάριν είταν οι ηγέτες της. Στην πάλη εναντίον του τροτσκισμού,
μόνο ο Μπουχάριν ξεφούρνισε ένα ομοίωμα θεωρίας που χρησίμευσε στο Στάλιν
–στο μέτρο που οι θεωρίες του χρησιμεύουν– για πολλά χρόνια. Φαίνεται τώρα πως
τα πολυάριθμα έργα που αφιερώθηκαν από το Μπουχάριν στην καταπολέμηση του
τροτσκισμού και που διαπαιδαγώγησαν τους υπαλλήλους της Κομμουνιστικής Διεθνούς
χρησίμευαν στην πραγματικότητα για ν’ αποκρύψουν τη μυστική συνεργασία του
Μπουχάριν με τους τροτσκιστές για την τρομοκρατία, όπως ο αρχιεπίσκοπος του
Καντέρμπουρι ασκεί το λειτούργημά του μόνο και μόνο για να καμουφλάρει καλύτερα
την αθεϊστική του προπαγάνδα. Μα ποιός νοιάζεται σήμερα για τέτοιες
λεπτομέρειες; Εκείνοι που γνωρίζουν το παρελθόν έχουν ξεπαστρευτεί ή έχουν
καταδικαστεί σε σιγή κάτω από την απειλή του αφανισμού. Οι μισθοφόροι της
Κομμουνιστικής Διεθνούς, που σερνόντανε μπροστά στο Μπουχάριν εδώ και λίγα
χρόνια, ζητάνε τώρα να σταυρωθεί σαν «τροτσκιστής εχθρός του λάου».
Οι επαναστατικές εποχές δίνουν συνοχή στις λαϊκές μάζες. Οι
φυγόκεντρες δυνάμεις υπερισχύουν, αντίθετα, σε περίοδες αντίδρασης. Από
δεκατέσσερα χρόνια καμιά σχισμή δε μπόρεσε να καλυφθεί στο μπολσεβίκικο κόμμα,
καμιά πληγή δεν επουλώθηκε, καμιά σύγκρουση δεν έκλεισε με συμφιλίωση. Οι
συνθηκολογήσεις και οι ταπεινώσεις δε χρησίμευσαν σε τίποτα. Οι φυγόκεντρες δυνάμεις
πλάταιναν την παραμικρή ρωγμή ώσπου την έκαναν ανεπανόρθωτο ρήγμα. Όποιος
έβαζε εκεί το δάχτυλο του είταν χαμένος ανέκκλητα.
Η «παλιά φρουρά», δηλαδή η μπολσεβίκικη γενιά που διαμορφώθηκε
μέσα στην παρανομία κάτω από το παλιό καθεστώς, έχει ουσιαστικά διαλυθεί. Το
μάουζερ της Γκε-Πε-Ου είναι τώρα στραμένο πάνω στην επόμενη γενιά που άρχισε τη
σταδιοδρομία της στον εμφύλιο πόλεμο. Είν’ αλήθεια πως είδαμε να φιγουράρουνε
στις δίκες, δίπλα στους παλιούς μπολσεβίκους, νεώτεροι κατηγορούμενοι, δευτερότερα
πρόσωπα αναγκαία στο αμάλγαμα. Η εκκαθάριση των σαραντάρηδων, δηλαδή της γενιάς
που βοήθησε το Στάλιν να απαλλαγεί από την παλιά φρουρά, έχει συστηματοποιηθεί.
Δεν πρόκειται πια για πρόσωπα τυχαία, μα για αστέρια δευτέρου μεγέθους.
Ο Ποστίσεβ έφτασε στο αξίωμα του Γραμματέα της Κεντρικής
Επιτροπής για το ζήλο που έδειξε στην καταπολέμηση του τροτσκισμού. Είναι αυτός
που στην Ουκρανία, το 1933, εκκαθάρισε το κόμμα και τη διοίκηση από τους
«εθνικιστές» και οδήγησε στην αυτοκτονία, με τους διωγμούς του, τον επίτροπο
του λάου Σκρίπνικ που «κατηγορήθηκε ότι είχε προστατεύσει» αυτούς τους
εθνικιστές. Αυτή η αυτοκτονία ξάφνιασε τόσο περισσότερο το κόμμα όσο είχαν
γιορτάσει στη Μόσχα και στο Χάρκοβο, τον προηγούμενο χρόνο, τα εξηντάχρονα του
Σκρίπνικ, παλιού μπολσεβίκου, μέλους της Κεντρικής Επιτροπής και άψογου
σταλινικού. Έγραφα πάνω σ’ αυτό τον Οκτώβρη του 1933: «...Το γεγονός ότι το
σταλινικό σύστημα έχει ανάγκη από τέτοιες θυσίες, μας αποκαλύπτει την τραχύτητα
των αντιθέσεων που ξεσκίζουν τους ίδιους τους διευθυντικούς του κύκλους»,
(«Δελτίο της Αντιπολίτευσης», αρ. 36-37). Τέσσερα χρόνια αργότερα,
μαθαίνουμε ότι ο Ποστίσεβ, που είχε γίνει ύστερα από τα κατορθώματά του δικτάτορας
της Ουκρανίας, προστάτευσε ο ίδιος τους εθνικιστές. Τον βλέπουμε να κινάει,
ανώτατος υπάλληλος σε δυσμένεια, για το Βόλγα. Υπάρχει λόγος να πιστέψουμε πως
δε θα μείνει εκεί για πολύν καιρό. Ακόμα και τα τσαγκρουνίσματα δεν
επουλώνονται πια. Ο Ποστίσεβ θα αυτοκτονήσει; Θα ομολογήσει εγκλήματα που δεν
έκανε; Δεν υπάρχει πια σωτηρία γι' αυτόν.
Ο πρόεδρος της Κεντρικής Εκτελεστικής της Λευκορωσίας
Τσερβιάκοβ αυτοκτόνησε. Είχε συνδεθεί με τους δεξιούς, μα είχε σμίξει από καιρό
δημόσια με τους διώχτες των παλιών πολιτικών του φίλων. Το επίσημο ανακοινωθέν
μας πληροφορεί ντροπαλά πως ο Τσερβιάκοβ, που το Σύνταγμα του παραχωρεί τα ίδια
δικαιώματα με τον Καλίνιν, τερμάτισε τη ζωή του «για οικογενειακούς λόγους».
Ο Στάλιν δεν αποφάσισε να ανακηρύξει «πράκτορα της Γερμανίας» έναν από τους
αρχηγούς του κράτους. Μα οι επίτροποι του λαού που είταν φίλοι του Τσερβιάκοβ
συλληφθήκανε στο Μινσκ· μήπως κι αυτό για «οικογενειακούς λόγους»; Αν
πρέπει, να πάρουμε τη γραφειοκρατία σαν μια οικογένεια, τότε είμαστε
υποχρεωμένοι να δεχτούμε πως αυτή η οικογένεια έχει περάσει, σε μια φάση βαθιάς
αποσύνθεσης.
Άπειρα πιο εκπληκτική (ακόμα μια φορά, αν μπορεί κανείς να
επιτρέψει στον εαυτό του την έκπληξη) η σταδιοδρομία του Γιάγκοντα που είταν
από δέκα χρόνια ο πιο κοντινός άνθρωπος του Στάλιν. Ο Στάλιν δεν εμπιστευόταν
σε κανένα μέλος του Πολιτικού Γραφείου τα μυστικά που εμπιστευόταν στον αρχηγό
της Γκε-Πε-Ου. Ότι ο Γιάγκοντα είταν ένας αχρείος, αυτό το ήξερε όλος ο κόσμος.
Μα, πρώτα - πρώτα, δε διέφερε αισθητά απ’ τους συνάδελφους του. Έπειτα,
χρειαζόταν ίσα - ίσα στο Στάλιν ένας τέλειος κανάγιας για να εκπληρώνει τις πιο
σκοτεινές αποστολές. Όλη η πάλη εναντίον της αντιπολίτευσης, αυτή η αδιάκοπη
αλυσίδα από απάτες και ψευτιές, είταν έργο του Γιάγκοντα, κάτω από την
προσωπική διεύθυνση του Στάλιν. Κι αυτός ο φρουρός του κράτους, που εξολόθρευσε
το παλιό κόμμα, αποκαλύπτεται γκάγκστερ και προδότης. Τον φυλακίζουν. Ομολογεί,
δεν ομολογεί, σύμφωνα με τους τύπους που καθιέρωσε ο ίδιος; Το πεπρωμένο του δε
θ’ αλλάξει μ’ αυτό. Ο παγκόσμιος τύπος συζητάει ωστόσο με σοβαρότητα το ζήτημα
αν είταν ή όχι σε συνεννόηση με τους ... τροτσκιστές. Γιατί όχι; Από τη στιγμή
που ο Μπουχάριν μακέλευε τον τροτσκισμό μόνο και μόνο για να κρύψει καλύτερα τη
συνεννόηση μαζί του, γιατί να μη μπορεί ο Γιάγκοντα, για τον ίδιο σκοπό, να
εξοντώνει φυσικά τους τροτσκιστές;
Μα τα πιο συνταρακτικά πράγματα γίνονται στο στρατό,
αρχίζοντας από την ανώτατη διοίκηση. Αφού αποκεφάλισε το κόμμα και τα στελέχη
του κράτους, ο Στάλιν αποκεφαλίζει το στρατό.
Ο στρατάρχης Τουχατσέβσκι, σκεπασμένος με δόξα ως τα τώρα,
αποσπάστηκε στις 11 Μάη από το αξίωμα του υποεπίτροπου του λαού άμυνας της ΕΣΣΔ
και τοποθετήθηκε σε μια δευτερότερη διοικητική θέση στην επαρχία. Οι διοικητές
των στρατιωτικών περιφερειών κι άλλοι ξακουστοί στρατηγοί μετατέθηκαν τις επόμενες
μέρες. Αυτό δεν προανάγγελνε τίποτα το καλό. Στις 16 Μάη εγκαθιδρύονται με
διάταγμα Συμβούλια επικεφαλής των στρατιωτικών περιφερειών, των στρατιών και
των στόλων. Γίνεται φανερό ότι οι διευθυντικοί κύκλοι έχουν έρθει σε σύγκρουση
με τη στρατιωτική διοίκηση. Είχα δημιουργήσει τα Επαναστατικά Συμβούλια του
στρατού στον εμφύλιο πόλεμο. Αυτά αποτελούνταν από το διοικητή στρατιάς και
δυο-τρεις πολιτικούς επίτροπους. Αν και ο στρατιωτικός διοικητής διατηρούσε
τυπικά όλο του το κύρος, οι διαταγές του γίνονταν εκτελεστικές μόνον αφού
συνυπογράφονταν από τους πολιτικούς επίτροπους. Η αναγκαιότητα αυτών των
προφυλακτικών μέτρων, που τα θεωρούσαμε σαν αναπόφευκτο κακό, μας είχε
υπαγορευτεί από την αριθμητική ανεπάρκεια της σίγουρης διοίκησης και από τη
δυσπιστία των στρατιωτών απέναντι ακόμα και στους καλύτερους διοικητές. Η
δημιουργία κόκκινων αξιωματικών θα μας επέτρεπε να διαλύσουμε με τον καιρό
αυτά τα Συμβούλια και να αποκαταστήσουμε το αμέριστο κύρος των διοικητών,
απαραίτητο στο στρατό. Ο Φρούνζε, που με διαδέχτηκε στα 1925 επικεφαλής της
οργάνωσης της άμυνας, επίσπευσε την αποκατάσταση της ενιαίας διοίκησης. Ο
Βοροσίλοβ ακολούθησε τον ίδιο δρόμο. Φαίνεται πως η ΕΣΣΔ είχε αρκετό καιρό για
να διαμορφώσει αξιωματικούς και να απαλλαγεί από την οδυνηρή αναγκαιότητα να
τους ελέγχει με επίτροπους.
Δεν είναι έτσι ωστόσο τα πράγματα. Την παραμονή της εικοστής
επετείου της Οκτωβριανής Επανάστασης, η μοσχοβίτικη ολιγαρχία, ετοιμάζοντας τον
αποκεφαλισμό της ανώτατης διοίκησης, θεωρεί χρέος να αποκαταστήσει τη
συλλογική διοίκηση. Τα καινούργια συμβούλια δεν ονομάζονται τώρα πια
επαναστατικά. Το γεγονός είναι πως δεν έχουν τίποτα κοινό με τα αλλοτινά συμβούλια.
Τα συμβούλια της εποχής του εμφυλίου πολέμου εξασφάλιζαν τον έλεγχο της
επαναστατικής τάξης πάνω στους στρατιωτικούς τεχνικούς που προέρχονταν από τις
τάξεις του εχθρού. Τα συμβούλια του 1937 έχουν για αποστολή να βοηθήσουν την
ολιγαρχία, που επέβαλε την εξουσία της στην επαναστατική τάξη, να υπερασπίσει
το κλεμένο κύρος από τις επιθέσεις των ίδιων της των στραταρχών και στρατηγών.
Με την ανάκληση του Τουχατσέβσκι, οι μυημένοι αναρωτιούνται
ποιός θα διευθύνει τις υπηρεσίες της άμυνας. Ο στρατάρχης Γιεγκόροβ που κλήθηκε
να διαδεχτεί τον Τουχατσέβσκι είναι ένας αντισυνταγματάρχης της πολεμικής
περιόδου απροσδιόριστης μετριότητας. Ο καινούργιος επιτελάρχης Σαπάσνικοβ
είναι αξιωματικός του παλιού στρατού μορφωμένος και φιλόπονος, χωρίς ωστόσο
στρατηγικά χαρίσματα και δίχως πρωτοβουλία. Ο Βοροσίλοβ; Αυτό δεν είναι
μυστικό: ο «παλιός μπολσεβίκος» Βοροσίλοβ είναι πρόσωπο καθαρά διακοσμητικό.
Όσο ζούσε ο Λένιν, κανενός δεν του πέρασε ποτέ από το μυαλό να τον προτείνει
για την Κεντρική Επιτροπή. Στον εμφύλιο πόλεμο επέδειξε, μαζί με αναμφισβήτητο
προσωπικό θάρρος, ολική ανικανότητα στρατιωτική και διοικητική συμπληρωμένη
από στενότητα κρίσης πολύ επαρχιακή. Τα μόνα δικαιώματά του, στα αξιώματα του
Πολιτικού Γραφείου και του Επιτροπάτου του λάου άμυνας, προέρχονται από το
γεγονός ότι στο Τσαρίτσιν, στα 1918-1919, την εποχή του πολέμου εναντίον των
Κοζάκων, υποστήριξε το Στάλιν –το Στάλιν που αντιτάσσονταν στην πολεμική
πολιτική που μας εξασφάλισε τη νίκη. Πάντως ούτε ο Στάλιν ούτε τα άλλα μέλη του
Πολιτικού Γραφείου έχουν αυταπάτες για τα στρατιωτικά ταλέντα του Βοροσίλοβ.
Προσπάθησαν να τον περιβάλλουν με ειδικευμένους συνεργάτες. Ο Τουχατσέβσκι και
ο Γκαμάρνικ υπήρξαν οι αληθινοί ηγήτορες του στρατού μέσα στα τελευταία
χρόνια.
Ούτε ο ένας ούτε ο άλλος άνηκαν στην παλιά μπολσεβίκικη
φρουρά. Και οι δυο τους είχαν αρχίσει την καριέρα τους στον εμφύλιο πόλεμο, όχι
χωρίς να κάνει κάτι γι' αυτό ο συγγραφέας αυτών των γραμμών... Ο Τουχατσέβσκι
έδειξε αναντίρρητα αξιόλογο στρατηγικό ταλέντο. Ωστόσο τού ’λειπε η ικανότητα
να εκτιμήσει μια κατάσταση στις πολλές και διάφορες όψεις της. Η στρατηγική
του είταν ανέκαθεν κάπως τυχοδιωκτική. Είχαμε γι’ αυτό το λόγο πολλές
διαφωνίες, φιλικές άλλωστε. Χρειάστηκε όμοια να επικρίνω την τάση του να
δημιουργήσει «καινούργια πολεμική θεωρία» εμποτισμένη από όψιμο
μαρξισμό. Ας μην ξεχνάμε πως ο Τουχατσέβσκι είταν πολύ νέος και πέρασε μ’ ένα
πήδημα από τον κύκλο των αξιωματικών της φρουράς στο μπολσεβικισμό. Φαίνεται
νά ’χε κάνει από τότε ευσυνείδητες μελέτες, αν όχι μαρξιστικές (μαρξιστικές
μελέτες κανένας δεν κάνει στην ΕΣΣΔ), τουλάχιστο στρατιωτικές. Είχε μάθει να
καταλαβαίνει τη νεότερη τεχνική και κρατούσε, όχι χωρίς επιτυχία το ρόλο του
«μηχανοποιητή» του στρατού. Είχε καταφέρει να αποκτήσει την εσωτερική ισορροπία
χωρίς την οποία δε θα μπορούσε να υπάρξει μεγάλος στρατηλάτης; Ο πόλεμος όπου
του επιφυλάσσονταν προκαταβολικά η ανώτατη διοίκηση, θα μας φώτιζε πάνω σ’ αυτό
το σημείο.
Ο Γκαμάρνικ καταγόταν από ουκρανοεβραϊκή οικογένεια. Είχε
διακριθεί στη χώρα του μέσα στον εμφύλιο πόλεμο σαν πολιτικός και διοικητής,
επαρχιακός είν’ αλήθεια. Άκουσα να μιλάνε γι’ αυτόν στα 1924 σα νά ’ταν
Ουκρανός «τροτσκιστής». Από τότε κιόλας δεν είχα πια προσωπική επαφή μαζί του.
Η τριανδρία που διεύθυνε τότε το κόμμα (Ζινόβιεφ, Στάλιν, Κάμενεφ) προσπαθούσε
να αποσπάσει τους πιο ικανούς τροτσκιστές από το συνηθισμένο περιβάλλον τους,
να τους στείλει σε περιοχές καινούργιες γι’ αυτούς και να τους πλανέψει όσο
γινόταν, αφήνοντας τους να προαισθανθούν ωραίες καριέρες. Από το Κίεβο ο
Γκαμάρνικ κίνησε για τη Μακρινή Ανατολή όπου σημείωσε γοργή πρόοδο, ξεκόβοντας
αποφασιστικά από τον «τροτσκισμό» από το 1925 κιόλας, δηλαδή δυο - τρία χρόνια
πριν από τη συνθηκολόγηση των πιο σημαντικών κατηγορουμένων στις τελευταίες
δίκες. Με την αποπεράτωση της επανεκπαίδευσης του ανακλήθηκε στη Μόσχα για να
τεθεί επικεφαλής της Πολιτικής Υπηρεσίας του Στρατού και του Στόλου. Για δέκα
χρόνια ο Γκαμάρνικ κράτησε τα σπουδαιότερα πόστα, στην ίδια την καρδιά του
Κόμματος, συνεργαζόμενος καθημερινά με τη Γκε-Πε-Ου. Είναι νοητό κάτω απ’
αυτούς τους όρους να ακολουθούσε δύο πολιτικές, τη μια για τους άλλους και την
άλλη για τον εαυτό του; Μέλος της Κεντρικής Επιτροπής, ένας από τους εκπρόσωπους
του Κόμματος τους ψηλότερα τοποθετημένους μέσα στο στρατό, ο Γκαμάρνικ, όπως
και ο Τουχατσέβσκι, ανήκε ως το μεδούλι στην κυβερνητική κάστα.
Γιατί λοιπόν αυτοί οι δυο αρχηγοί του στρατού πέσανε κάτω
από τα χτυπήματα της καταπίεσης; Ο Ζινόβιεφ και ο Κάμενεφ χάθηκαν γιατί το
παρελθόν τους φαινόταν να τους κάνει επικίνδυνους και, πιότερο ακόμα, γιατί
τουφεκίζοντας τους ο Στάλιν έλπιζε να καταφέρει θανάσιμο πλήγμα στον
«τροτσκισμό». Ο Πιατάκοβ και ο Ράντεκ, γνωστοί πρώην τροτσκιστές, βρέθηκαν να
είναι τα μόνα κατάλληλα πρόσωπα για να φιγουράρουν σε μια δεύτερη δίκη που
προοριζότανε να επανορθώσει την κακή εντύπωση της πρώτης, που είχε
σκηνοθετηθεί πάρα πολύ χονδροκομένα. Ούτε ο Τουχατσέβσκι ούτε ο Γκαμάρνικ θά
’ταν κατάλληλοι γι’ αυτές τις δουλειές. Ο πρώτος δεν υπήρξε ποτέ τροτσκιστής, ο
δεύτερος είχε αγγίξει τον τροτσκισμό σε μια εποχή που ο ίδιος είταν άγνωστος.
Γιατί ο Ράντεκ είχε λάβει την εντολή να αναφέρει το όνομα του Τουχατσέβσκι στο
ακροατήριο; Γιατί ο Γκαμάρνικ να γίνει με το μυστηριώδες τέλος του, «εχθρός
του λάου»;
Ο Τουχατσέβσκι, εκπαιδευτής των στελεχών του στρατού και
υποψήφιος αρχιστράτηγος, πρέπει να συνδεότανε με τους στρατιωτικούς διοικητές
που τους ήξερε προικισμένους με ταλέντο. Ο Πούτνα είταν ένας από τους πιο φημισμένους
αξιωματικούς του επιτελείου. Ο Τουχατσέβσκι τον έστειλε πραγματικά να πάρει
πληροφορίες από τον Ράντεκ; Ο Ράντεκ ασκούσε ημιεπίσημα την εξωτερική
πολιτική. Ο Πούτνα είταν στρατιωτικός ακόλουθος στη Μεγάλη Βρετανία. Δια μέσου
του Πούτνα ο Τουχατσέβσκι μπορούσε να λάβει πληροφορίες από τον Ράντεκ. Ο Στάλιν
χρησιμοποίησε έτσι πάμπολλες φορές, για τη σύνταξη των λόγων του και των
συνεντεύξεων του, πληροφορίες δοσμένες από τον Ράντεκ. Είναι πάντα δυνατό όλο
αυτό το επεισόδιο να είναι φανταστικό, όπως τόσα άλλα. Μ' αυτό δεν αλλάζει
τίποτα. Ο Τουχατσέβσκι ανέλαβε το δίχως άλλο την υπεράσπιση του Πούτνα και
άλλων ανώτερων αξιωματικών που η Γκε-Πε-Ου θυσίαζε στα αμαλγάματα της. Έπρεπε
να του δοθεί ένα μάθημα. Ποιός είταν εδώ ο ρόλος του Βοροσίλοβ; Μέχρι τώρα η
πολιτική του καθοριζόταν σε πλατύτερη κλίμακα από τις σχέσεις του με τον
Στάλιν παρά από τις σχέσεις του με το στρατό. Καθώς είταν άλλωστε στενοκέφαλος
και αρκετά άστατος, ο Βοροσίλοβ πρέπει νά ’νιωθε κάποια αντιπάθεια για τον
πάρα πολύ ικανό αναπληρωτή του. Τέτοια είναι τα πιθανά δεδομένα της σύγκρουσης
στις πρωταρχές της.
Ο Γκαμάρνικ είχε πάρει σημαντικό μέρος σ’ όλες τις εκκαθαρίσεις
του στρατού, κάνοντας σ’ αυτές τις περιπτώσεις ό,τι του ζητούσαν. Ο λόγος
είταν, είν’ αλήθεια, για αντιπολιτευόμενους, για δυσαρεστημένους, για ύποπτους
και κατά συνέπεια για τα συμφέροντα του «κράτους». Αντίθετα, τον περασμένο
χρόνο χρειάστηκε να διωχτούν από το στρατό άνθρωποι ολότελα αθώοι για τις
σχέσεις τους που τους είχαν επιτρέψει να πλησιάσουν ορισμένες υπηρεσίες ή
γιατί η τύχη τούς έκανε χρήσιμους για τις προετοιμαζόμενες δικαστικές
σκηνοθεσίες. Ο Γκαμάρνικ και ο Τουχατσέβσκι είχαν συνδεθεί με πολλούς απ’
αυτούς τους ανώτερους αξιωματικούς με δεσμούς φιλίας και συντροφικότητας. Ο
Γκαμάρνικ, σαν αρχηγός της Πολιτικής Υπηρεσίας, όφειλε να παραδόσει τους
συνεργάτες του στο Βισίνσκι και να πάρει έπειτα μέρος στην κατασκευή ψεύτικων
κατηγοριών εναντίον τους. Είναι ενδεχόμενο να αντιστάθηκε στη Γκε-Πε-Ου και να
παραπονέθηκε για το Γιέζοβ στο ... Στάλιν. Πράγμα που θά ’ταν αρκετό για να
χαθεί.
Παρακινημένοι από τα συμφέροντα της άμυνας, οι διοικητές
των στρατιωτικών περιφερειών και γενικότερα οι αρχηγοί του στρατού μπορεί να
επεμβήκανε υπέρ του Τουχατσέβσκι. Ο τρελός χορός των μεταθέσεων και των
συλλήψεων το Μάη και τις αρχές Ιούνη εξηγείται μόνο από τον πανικό των
ιθυνόντων. Ο Γκαμάρνικ αυτοκτονεί ή σκοτώνεται στις 31 Μάη. Οι διοικητές των
στρατιωτικών περιφερειών μόλις φτάνουνε στις καινούργιες τους θέσεις
συλλαμβάνονται και δικάζονται. Συλλαμβάνονται: ο Τουχατσέβσκι, που είχε
τοποθετηθεί στη Σαμάρα· ο Γιακίρ, τοποθετημένος στο Λένινγκραντ· ο Ουμπόρεβιτς
που διοικεί τη στρατιωτική περιοχή της Λευκορωσίας· ο διοικητής της
Στρατιωτικής Ακαδημίας Κορκ· ο διοικητής της υπηρεσίας στελεχών του στρατού
Φέλντμαν· ο αρχηγός του «Οσοαβιάχιμ»[4]. Έϊντεμαν· ο Πούτνα, πρώην
στρατιωτικός ακόλουθος στην Ιαπωνία και στην Αγγλία, καθώς και ο στρατηγός του
ιππικού Πριμάκοβ είχαν συλληφθεί προτήτερα. Και οι οχτώ καταδικάστηκαν στην
κεφαλική ποινή και τουφεκίστηκαν.
Ο στρατός πρέπει να αναστατώθηκε ως το μεδούλι. Πώς και
γιατί είχανε χαθεί οι θρυλικοί αρχηγοί του εμφυλίου πολέμου, οι πιο
προικισμένοι στρατηλάτες και οργανωτές, οι αρχηγοί ενός στρατού που χτες ακόμα
είταν η ελπίδα και το στήριγμα του καθεστώτος; Ας θυμίσουμε με δυο λόγια
καθέναν απ’ αυτούς χωριστά:
–Αν ο Τουχατσέβσκι, νεαρός αξιωματικός του αυτοκρατορικού
στρατού, είχε γίνει μπολσεβίκος, ο Γιακίρ, νεαρός φυματικός φοιτητής,
είχε γίνει αρχηγός στον Κόκκινο Στρατό. Από τα πρώτα βήματα του ο Γιακίρ είχε
φανερώσει φαντασία και πρωτοβουλία στρατηγού: οι παλιοί αξιωματικοί είδανε
πολλές φορές με κατάπληξη κείνον τον καχεκτικό επίτροπο να ψηλαφίζει με την
άκρη ενός σπιρτόξυλου το χάρτη. Ο Γιακίρ είχε την ευκαιρία να αποδείξει την
αφοσίωση του στην επανάσταση και στο κόμμα με τρόπο πολύ πιο άμεσο απ’ ό,τι ο
Τουχατσέβσκι. Ύστερα από το τέλος του εμφυλίου πολέμου είχε κάνει σοβαρές μελέτες.
Το κύρος του είταν μεγάλο και του άξιζε.
–Πλάϊ του μπορούμε να βάλουμε το όνομα ενός από τους
λιγότερο λαμπρούς αρχηγούς, μα δοκιμασμένου και σίγουρου, των δύσκολων χρόνων,
του Ουμπόρεβιτς. Ο Γιακίρ και ο Ουμπόρεβιτς είταν επιφορτισμένοι με την
άμυνα των δυτικών συνόρων. Από χρόνια προπαρασκευάζονταν για το μελλοντικό
μεγάλο πόλεμο.
–Ο Κορκ, που είχε βγει από την Ακαδημία Πολέμου του
παλιού καθεστώτος, είχε διοικήσει μια στρατιά μ’ επιτυχία στα πεδία των μαχών.
Έπειτα, αφού διοίκησε μια στρατιωτική περιφέρεια, είχε διαδεχθεί τον Έϊντεμαν
επικεφαλής της Ακαδημίας Πολέμου.
–Ο Έϊντεμαν ανήκε στο περιβάλλον του Φρούνζε.
Διεύθυνε από χρόνια το «Οσοαβιάχιμ», την οργάνωση που εξασφαλίζει τον
ενεργητικό σύνδεσμο ανάμεσα στον στρατό και τον πληθυσμό.
–Ο Πούτνα, νεαρός μορφωμένος στρατηγός, ήξερε να
συλλαμβάνει τα πράγματα σε διεθνή κλίμακα.
–Ο Φέλντμαν είταν επιφορτισμένος με την επίβλεψη
της διοίκησης, πράγμα που δίνει το μέτρο της εμπιστοσύνης που απολάβαινε.
–Ο Πριμάκοβ, έπειτα από το Μπουντιένι, είταν σίγουρα
ο πιο αξιόλογος αρχηγός του Κόκκινου Ιππικού.
Μπορεί να πει κανείς χωρίς να φοβάται ότι υπερβάλει πως
δεν απομένει πια στον Κόκκινο Στρατό –έκτος από το Μπουντιένι– ούτε ένας
άνθρωπος που να μπορεί από άποψη δημοτικότητας –για να μη μιλήσουμε για ταλέντα
και γνώσεις– να συγκριθεί με τους οχτώ αρχηγούς που ξαφνικά ανακηρύχτηκαν
εγκληματίες. Η ανώτατη διοίκηση του Κόκκινου Στρατού αποκεφαλίστηκε με δεξιοτεχνία
που αγγίζει τα όρια της τελειότητας!
Η οργάνωση της δίκης αξίζει μεγάλη προσοχή: με πρόεδρο τον
κατώτερο υπάλληλο Ούλριχ, στρατηγοί, έχοντας επικεφαλής το Μπουντιένι,
αναγκάστηκαν ν’ απαγγείλουν εναντίον των συμπολεμιστών τους την απόφαση που
είχε υπαγορευτεί από τη γραμματεία του Στάλιν. Διαβολική δοκιμασία πίστης! Οι
επιζώντες είναι πια υποδουλωμένοι στο Στάλιν με τη ντροπή που σκόπιμα τους
φόρτωσε. Μα η σκευωρία τραβάει μακρύτερα. Ο Στάλιν φοβάται και το Βοροσίλοβ. Ο
διορισμός του Μπουντιένι στη διοίκηση της στρατιωτικής περιοχής της Μόσχας μας
το αποδείχνει. Παλιός υπαξιωματικός του ιππικού, ο Μπουντιένι περιφρονούσε
ανέκαθεν το στρατιωτικό ντιλεταντισμό του Βοροσίλοβ. Τον καιρό της συνεργασίας
τους στο Τσαρίτσιν τους έτυχε πάνω από μια φορά ν’ απειλήσουν ο ένας τον άλλο
με τα πιστόλια τους. Η υψηλή καριέρα τους μετρίασε την έκφραση της εχθρότητάς
τους χωρίς να την θεραπεύσει. Ο Μπουντιένι παίρνει τη στρατιωτική εξουσία στην
πρωτεύουσα για να την φέρει στο Βοροσίλοβ. Το μέλλον θα δείξει ποιος από τους
δυο είναι γραμμένος στον κατάλογο των καταδικασμένων.
Η κατηγορία για συνεννόηση με τη Γερμανία, που εκτοξεύτηκε
εναντίον του Τουχατσέβσκι, του Γιακίρ και των άλλων τουφεκισμένων, είναι τόσο
ανόητη και άτιμη, που δεν αξίζει καν να ανασκευαστεί. Ο Στάλιν άλλωστε δεν
έλπιζε να βρει πίστη στο εξωτερικό για τις βδελυρές του συκοφαντίες. Του
χρειαζόταν, κι αυτήν ακόμα τη φορά, να δικαιολογήσει μπροστά στους εργάτες και
στους χωρικούς με εντυπωσιακά επιχειρήματα τη δολοφονία ανθρώπων με πρωτοβουλία
και ταλέντο. Υπολογίζει στην υπνωτική επίδραση ενός ολοκληρωτικού Τύπου και
ραδιοφώνου.
Ποιές είταν οι πραγματικές αιτίες της εκτέλεσης των καλύτερων
σοβιετικών στρατηγών; Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε εδώ είναι να παραδοθούμε
σε εικασίες βασισμένες σε άμεσες και έμμεσες ενδείξεις. Με την προσέγγιση της
απειλής του πολέμου, οι πιο έγκυροι στρατιωτικοί αρχηγοί δε μπορούσαν να
βλέπουν δίχως ανησυχία το Βοροσίλοβ να παραμένει επικεφαλής των ενόπλων
δυνάμεων. Δεν υπάρχει λόγος να αμφιβάλουμε ότι αυτοί οι κύκλοι σκοπεύανε να
αντικαταστήσουν το Βοροσίλοβ με τον Τουχατσέβσκι. Η «συνωμοσία» των στρατηγών
πρέπει, στην πρώτη της φάση, να επιζήτησε την υποστήριξη του Στάλιν που έπαιζε
από καιρό το συνηθισμένο του διπλό παιχνίδι, εκμεταλλευόμενος την αντιζηλία
Τουχατσέβσκι-Βοροσίλοβ. Ο Τουχατσέβσκι και οι οπαδοί του υπερεκτίμησαν, όπως
φαίνεται, τις δυνάμεις τους. Αναγκασμένος να διαλέξει, ο Στάλιν προτίμησε το
Βοροσίλοβ, που είταν ως τότε γι’ αυτόν πειθήνιο όργανο, και απαλλάχτηκε από
τον Τουχατσέβσκι που μπορούσε να γίνει αντίζηλος. Γελασμένοι στις ελπίδες τους
και χολωμένοι με την «προδοσία» του Στάλιν, οι στρατηγοί μπορεί να σκέφτηκαν να
απαλλάξουν το στρατό από την κηδεμονία του Πολιτικού Γραφείου. Απ’ αυτό ως την
αληθινή συνωμοσία η απόσταση είταν μεγάλη. Μα σε ολοκληρωτικό καθεστώς αυτό
είταν το πρώτο βήμα προς τη συνωμοσία.
Καλοεξετάζοντας το παρελθόν των τουφεκισμένων και τον χαρακτήρα
τους, δυσκολευόμαστε να δεχτούμε πως είχαν συνδεθεί δια μέσου ενός πολιτικού
προγράμματος. Αντίθετα, πολλοί απ’ αυτούς, και πρώτα - πρώτα ο Τουχατσέβσκι,
μπορεί να είχαν το πρόγραμμά τους σχετικά με την άμυνα της χώρας. Ας μην ξεχνάμε
πως ύστερα από την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, ο Στάλιν έκανε ό,τι μπορούσε
για να διατηρήσει φιλικές σχέσεις με τη Γερμανία. Οι σοβιετικοί διπλωμάτες δεν
τσιγκουνεύονταν τις φιλοφρονητικές τους εκδηλώσεις απέναντι στο φασισμό που
σήμερα αποκτούν σκανδαλώδη ηχηρότητα. Ο Στάλιν διατύπωνε έτσι τη φιλοδοξία της
πολιτικής του: «Πρώτα να διασώσουμε την οικοδόμηση του σοσιαλισμού στη χώρα
μας. Ο φασισμός και η δημοκρατία είναι δίδυμα και όχι αντίθετα. Η Γαλλία δε θα
μας επιτεθεί. Την απειλή της Γερμανίας μπορεί να την αποκρούσει κανείς
συνεργαζόμενος μ’ αυτή τη χώρα». Σ’ ένα νεύμα οι αρχηγοί του στρατού
ενεργούσαν, προσπαθώντας να διατηρήσουν εγκάρδιες σχέσεις με τους Γερμανούς
στρατιωτικούς ακόλουθους, τους μηχανικούς, τους βιομηχάνους, υποβάλλοντάς τους
την ιδέα για μια πιθανή συνεργασία. Ορισμένοι στρατηγοί αποδέχονταν τόσο πιο
πρόθυμα αυτή την πολιτική, όσο περισσότερο επιβάλλονταν σ’ αυτούς η τεχνική και
η «πειθαρχία» της Γερμανίας.
Ο Στάλιν χρειάστηκε να συμπληρώσει τις «φιλικές» σχέσεις με
τη Γερμανία μ’ ένα αμυντικό σύμφωνο με τη Γαλλία. Ο Χίτλερ δε μπορούσε να
συναινέσει σ’ αυτό. Πρέπει νά ’χει ελεύθερα τα χέρια εδώ και κει. Στην
προσέγγιση Μόσχας-Παρισιού απάντησε απωθώντας επιδεικτικά το Στάλιν. Ο
Μουσολίνι έκανε το ίδιο λίγο αργότερα. Αντίθετα με τις αρχικές του προθέσεις, ο
Στάλιν χρειάστηκε να απαρνηθεί τη φιλοσοφική του σύλληψη πως Φασισμός και
Δημοκρατία είταν δίδυμα και να προσανατολιστεί προς τις «δυτικές δημοκρατίες».
Συμβολικές μεταθέσεις έγιναν στο Επιτροπάτο των Εξωτερικών: ο Κρεστίνσκι,
πρώην πρεσβευτής στο Βερολίνο, αναπληρωτής του Λιτβίνοφ, παραμερίστηκε· τον
διαδέχτηκε ο Ποτέμκιν, πρώην πρεσβευτής στο Παρίσι. Στους κόλπους της ανώτατης
διοίκησης τα πράγματα δε μπορούσαν να γίνουν τόσο απλά, από το χαρακτήρα της
στρατιωτικής κάστας που είναι πολύ πιο πολυάριθμη και λιγότερο ευκίνητη από
τους διπλωματικούς κύκλους.
Αν δεχτούμε πως ο Τουχατσέβσκι έμεινε ως την τελευταία του
στιγμή πιστός στο γερμανικό προσανατολισμό (και δεν έχω καθόλου πεισθεί γι’
αυτό) αυτό δεν τό ’κανε βέβαια σαν πράκτορας της Γερμανίας του Χίτλερ, μα σαν
σοβιετικός πατριώτης εμπνεόμενος από οικονομικούς και στρατηγικούς λόγους που
πρόσφατα ακόμα είταν σκέψεις του Στάλιν. Οι στρατηγοί πρέπει νά ’νιωθαν
προσωπικά δεσμευμένοι από τις φιλικές δηλώσεις που θα είχαν αναγκαστεί να
κάνουν απέναντι στη Γερμανία. Ο Στάλιν που είχε βολτατζάρει για καιρό,
κρατώντας και τις δυο πόρτες ανοιχτές, φυλαγόταν να τους δόσει το σύνθημα της
υποχώρησης. Υπολογίζοντας στην υποστήριξή του, είναι πιθανό πολλοί απ’ αυτούς
να ξεπέρασαν το όριο που είχε προκαθοριστεί για τις διαπραγματεύσεις. Είναι
επίσης πιθανό ο Βοροσίλοβ που, σαν μέλος του Πολιτικού Γραφείου, γνώριζε από
την πρώτη ώρα την αλλαγή στον προσανατολισμό της σοβιετικής πολιτικής, νά ’φησε
σκόπιμα τον Τουχατσέβσκι να βγει από τα όρια της πολιτικής και στρατιωτικής
πειθαρχίας, για να ζητήσει έπειτα, με την κτηνωδία που τον διακρίνει, μιαν απότομη
μεταστροφή. Το ερώτημα με ποιόν να πάνε, με τη Γερμανία ή με τη Γαλλία, θα
μετατράπηκε έτσι σ’ αυτό το άλλο: ποιός διοικεί το στρατό, ο Βοροσίλοβ, μέλος
του Πολιτικού Γραφείου, ή ο Τουχατσέβσκι, υποστηριζόμενος από τους επίλεκτους
της στρατιωτικής διοίκησης; Μια και δεν υπάρχει ούτε πολιτική κοινή γνώμη ούτε
κόμμα ούτε σοβιέτ, το καθεστώς έχει χάσει κάθε ίχνος ελαστικότητας. Κάθε σοβαρό
ζήτημα λύνεται με το μάουζερ. Ο Στάλιν θα αντιτάχτηκε τόσο λιγότερο σ’ αυτή τη
λύση, όσο του χρειάζονταν, για να δόσει στους καινούργιους συμμάχους του στο
εξωτερικό εχέγγυα πίστης, αποδιοπομπαίοι τράγοι για να φορτώσει πάνω τους την
ευθύνη της χτεσινής πολιτικής του.
Ποια είταν η στάση των τουφεκισμένων στρατηγών απέναντι
στην αριστερή αντιπολίτευση; Οι εφημερίδες της Μόσχας χαρακτήρισαν το
Γκαμάρνικ «τροτσκιστή» – ύστερα από το θάνατο του. Μερικούς μήνες προτήτερα, ο
Πούτνα είχε μνημονευτεί με τον ίδιο χαρακτηρισμό στις δίκες Ζινόβιεφ και Ράντεκ.
Κανείς από τους άλλους δεν έλαβε αυτό τον τρομερό ποιοτικό προσδιορισμό ούτε
πριν από τη δίκη ούτε χωρίς άλλο στην ίδια τη δίκη, γιατί ούτε οι δικαστές ούτε
οι κατηγορούμενοι είταν υποχρεωμένοι να παίξουν κωμωδία με κλειστές τις πόρτες
[5]. Κείνο
που εμπόδιζε να μεταμορφωθούν ο Τουχατσέβσκι, ο Γιακίρ, ο Ουμπόρεβιτς, ο
Έϊντεμαν σε τροτσκιστές είταν η απουσία του παραμικρού προσχήματος και ο φόβος
μήπως δοθεί η υπερβολική σημασία στον τροτσκισμό μέσα στο στρατό. Ωστόσο το
ανακοινωθέν του Βοροσίλοβ, που δημοσιεύτηκε την άλλη μέρα της εκτέλεσης, χαρακτηρίζει
τους σφαγμένους για τροτσκιστές. Όπως βλέπουμε η απάτη έχει τη λογική της: αν
οι στρατηγοί, όπως οι τροτσκιστές, χρησιμοποίησαν τη Γερμανία για να
παλινορθώσουν τον καπιταλισμό, η Γερμανία δεν παράλειψε να ενώσει τις
προσπάθειές τους για το συμφέρον της. Ο «τροτσκισμός» έχει καταντήσει άλλωστε
μια γενική έννοια που περιλαβαίνει όλους εκείνους που πρέπει να εξαφανιστούν.
Οι σκέψεις μας για τις αιτίες του αποκεφαλισμού του στρατού
περικλείνουν ένα στοιχείο εικασίας. Η πραγματική λεπτομέρεια των γεγονότων που
δε θα γίνει γνωστή και τόσο γρήγορα, μπορεί νά ’ταν διαφορετική. Μα η πολιτική
έννοια του σφαγιασμού είναι καθαρή κιόλας από σήμερα. Αν ο Στάλιν ήθελε να
σώσει τους στρατηγούς είχε πάμπολλες δυνατότητες να τους προσφέρει αποδεκτές
διεξόδους. Δεν το θέλησε. Φοβάται μήπως φανεί αδύναμος. Φοβάται το στρατό.
Φοβάται την ίδια του γραφειοκρατία. Και δεν έχει άδικο. Χιλιάδες και χιλιάδες
αξιωματικοί και υπάλληλοι, που βγήκαν από το μπολσεβικισμό ή ήρθαν στο
μπολσεβικισμό, υποστήριξαν το Στάλιν μέχρι τα τελευταία, όχι από φόβο μα από
πεποίθηση: Τα πρόσφατα γεγονότα ξύπνησαν μέσα τους διπλή αγωνία: για την
επανάσταση και για τον εαυτό τους. Κείνοι που βοήθησαν το Στάλιν ν’ ανέβει,
αποκαλύπτονται ολοένα και λιγότερο διατεθειμένοι να τον κρατήσουν στο
ιλιγγιώδες ύψος όπου έφτασε. Ο Στάλιν αναγκάζεται γι’ αυτό να ανανεώνει ολοένα
και πιο συχνά τα όργανα της κυριαρχίας του. Και τρέμει μήπως αυτά τα
ανανεωμένα όργανα δόσουν άλλον αρχηγό.
Αυτός ο κίνδυνος είναι ιδιαίτερα σημαντικός στο στρατό. Όταν
η γραφειοκρατία ξεφεύγει από τον έλεγχο του λαού, η στρατιωτική κάστα ζητάει
άφευκτα να απαλλαγεί από τον έλεγχο της πολιτικής γραφειοκρατίας. Ο
βοναπαρτισμός τείνει στη δικτατορία του σπαθιού. Ανεξάρτητα από τις
πραγματικές ή τις υποτιθέμενες φιλοδοξίες του Τουχατσέβσκι, το σώμα των
αξιωματικών πρέπει να διαπνέεται από συναίσθημα ανωτερότητας απέναντι στους
πολιτικούς δικτάτορες. Ο Στάλιν από το άλλο μέρος πρέπει να καταλαβαίνει πως το
αστυνομικό καθεστώς που επιβάλει με τη βοήθεια της ιεραρχίας των γραμματέων του
θα μπορούσε πιο απλά, πιο άμεσα να εφαρμοστεί από ένα «στρατάρχη» διαμέσου της
στρατιωτικής ιεραρχίας. Ο κίνδυνος είναι φανερός. Είναι αλήθεια πως δε
σημειώθηκε ακόμα συνωμοσία. Μα η συνωμοσία είναι στην ημερήσια διάταξη. Πριν
από λίγο παραβρεθήκαμε σε μια προληπτική σφαγή. Ο Στάλιν επωφελήθηκε από μια
«ευτυχή» περίσταση για να δόσει στους αξιωματικούς μια αιματηρή προειδοποίηση.
Και μπορεί να υποστηρίξει κανείς προκαταβολικά πως αυτή η
προειδοποίηση δε θα σταματήσει κανένα, δε θα εμποδίσει τίποτα. Ο Στάλιν
κατόρθωσε να παίξει το ρόλο του σαν νεκροθάφτης του μπολσεβικισμού μόνο και
μόνο γιατί είναι ο ίδιος παλιός μπολσεβίκος. Χρειαζόταν αυτό το εξωτερικό στη
γραφειοκρατία για να πνίξει τις μάζες και να τσακίσει το κουκούλι μιας
σπαρτιατικής παράδοσης. Μα οι θερμιδοριανοί δεν έχουν ομοιογένεια. Το ανώτερο
στρώμα των προνομιούχων αποτελείται από ανθρώπους που είναι ακόμα οι ίδιοι
δεμένοι με τις παραδόσεις του μπολσεβικισμού. Το καθεστώς δε μπορούσε να
στηρίζεται πάνω σ’ αυτό τον ενδιάμεσο σχηματισμό των Ποστίσεβ, των Τσερβιάκοβ,
των Τουχατσέβσκι, των Γιακίρ – για να μη μιλήσουμε για τους Γιάγκοντα. Το
επόμενο στρώμα είναι οι διοικητικοί οι αδιάφοροι για την πολιτική, όταν δεν
είναι κατεργάρηδες και αριβίστες. Καλύτερα από κάθε άλλον, ο Στάλιν
αντιλαμβάνεται αύτη τη διάρθρωση των διευθυντικών του κύκλων. Πράγμα που τον
οδηγεί στο συμπέρασμα πως ύστερα από την ασφυξία των μαζών και το ξερίζωμα της
παλιάς φρουράς, η σωτηρία του σοσιαλισμού δε βρίσκεται πια παρά μόνο σ’ αυτόν.
Δεν πρόκειται για απλή προσωπική φιλοδοξία ή για σκληρότητα
χαρακτήρα. Ο Στάλιν δε μπορεί να μην αποβλέπει στο νομικό καθαγιασμό της
προσωπικής του εξουσίας ως ισόβιου «αρχηγού», ως παντοδύναμου προέδρου, ακόμα
και ως εστεμμένου αυτοκράτορα. Δε μπορεί να μη φοβάται σύγκαιρα την πιθανή
αντίσταση της γραφειοκρατίας και περισσότερο ακόμα του στρατού στα καισαρικά
του σχέδια. Ώστε προτού κατρακυλήσει στην άβυσσο –με στέμμα ή χωρίς στέμμα– θα
επιχειρήσει να εξολοθρεύσει τους καλύτερους υπηρέτες του κράτους [6].
Όπως και νά ’ναι, κατάφερε στον Κόκκινο Στρατό τρομερό
πλήγμα. Η καινούργια δικαστική απάτη κόντηνε αυτό το στρατό πολλά κεφάλια.
Ηθικά συγκλονίστηκε συθέμελα. Τα συμφέροντα της άμυνας της χώρας θυσιάστηκαν
για τη διατήρηση της διευθύνουσας φατρίας. Ύστερα από τις δίκες
Ζηνόβιεφ-Κάμενεφ και Ράντεκ-Πιατάκοβ, η δίκη Τουχατσέβσκι - Γιακίρ επισφραγίζει
την αρχή του τέλους της σταλινικής δικτατορίας.
Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ
Σε όλους τους τομείς της κοινωνικής και πολιτικής ζωής η
γραφειοκρατία έχει γίνει για τη χώρα αιτία εξασθένησης, ξεπεσμού και
ταπείνωσης. Πρώτα - πρώτα στην οικονομία. Οι κατηγορίες για σαμποτάζ που
σκορπίστηκαν άφθονα σ’ όλες τις κατευθύνσεις αποδιοργάνωσαν τη διοίκηση. Κάθε
πραγματική δυσκολία ερμηνεύεται σαν προσωπικό σφάλμα. Κάθε σφάλμα γίνεται,
μόλις βρουν συμφέρον σ’ αυτό, σαμποτάζ. Κάθε περιοχή, κάθε αχτίδα τουφέκισε
τον τοπικό της Πιατάκοβ. Οι μηχανικοί των υπηρεσιών του σχεδίου, οι διευθυντές
των τραστ και των επιχειρήσεων, οι αρχιεργάτες τρέμουν για τη ζωή τους. Κανείς
δεν δέχεται να αναλάβει οποιαδήποτε υπευθυνότητα. Μα μπορείς να τουφεκιστείς
και για έλλειψη πρωτοβουλίας. Η υπερένταση του δεσποτισμού οδηγεί στην αναρχία.
Η σοβιετική οικονομία έχει ανάγκη από δημοκρατία όσο και από καλές πρώτες ύλες
και λιπαντικά. Το σταλινικό σύστημα δεν είναι παρά ένα καθολικό σαμποτάζ της
οικονομίας.
Τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα, αν μπορούν να γίνουν
χειρότερα, στον τομέα της κουλτούρας. Η δικτατορία της αμάθειας και της
ψευτιάς πνίγει την πνευματική ζωή ενός λαού από 170 εκατομμύρια κατοίκους. Οι
πρόσφατες δίκες, μαζί με τις εκκαθαρίσεις, άτιμες στους σκοπούς τους και στις
μέθοδές τους, εγκαθίδρυσαν οριστικά τη βασιλεία της κακογλωσσιάς, του
χαφιεδισμού, της αναντρίας, της αισχρότητας. Το σοβιετικό σχολείο δε διαφθείρει
λιγότερο το πνεύμα του παιδιού απ’ ό,τι το καθολικό σεμινάριο από το όποιο
ξεχωρίζει μόνο με τη μικρότερη ευστάθειά του. Οι συγγραφείς, οι παιδαγωγοί, οι
επιστήμονες, φτάνει να είναι λίγο προικισμένοι με ταλέντο και ανεξαρτησία,
απειλούνται, καταδιώκονται, συλλαμβάνονται, εξορίζονται –όταν δεν τουφεκίζονται.
Ο τιποτένιος γυμνοσάλιαγκας θριαμβεύει σ’ όλη τη γραμμή. Αυτός χαρίζει στην
επιστήμη το οδοιπορικό της και υπαγορεύει στις τέχνες τους κανόνες της
δημιουργίας. Ο σοβιετικός Τύπος ξεχύνει μιαν αποπνιχτική μυρουδιά αποσύνθεσης.
Τί θα μπορούσε να είναι πιο ατιμωτικό από την αδιαφορία της
γραφειοκρατίας για το διεθνές γόητρο της χώρας; Οι άνθρωποι της διεθνούς
μεγαλομπουρζουαζίας και τα επιτελεία όλων των δυνάμεων γνωρίζουν πολύ καλύτερα
από τις περισσότερες εργατικές οργανώσεις, τις εξαπατημένες από τους ηγήτορές
τους, τι κρύβεται πίσω από τις δικαστικές άπατες και τις εκκαθαρίσεις της
Μόσχας. Πώς οι οιωνοσκόποι του καπιταλισμού πρέπει να βλέπουν μια
«σοσιαλιστική» κυβέρνηση που μπλέχτηκε σε τόσο βρόμικες περιπέτειες; Όπως και
νά ’ναι, στο Βερολίνο και στο Τόκιο δεν μπορεί να αγνοούν πως οι κατηγορίες για
προδοσία, που ορθώνονται εναντίον των τροτσκιστών και των κόκκινων στρατηγών,
είναι καθαρή αερολογία. Δεν έχουμε βέβαια αυταπάτες για την ηθική της
γερμανικής, της γιαπωνέζικης και άλλων κυβερνήσεων. Δεν πρόκειται να
συναγωνιστούν στην εφαρμογή των δέκα εντολών, μα να εκτιμήσουν τη σταθερότητα
του σοβιετικού καθεστώτος. Η κυβέρνηση της Μόσχας βγαίνει ολότελα ατιμασμένη
από τις δίκες που οργανώνει. Οι εχθροί της, όπως και οι πιθανοί σύμμαχοί της,
εκτιμούν τη δύναμή της πολύ πιο κάτω απ’ ό,τι είταν πριν από την τελευταία
εκκαθάριση. Και η αξιολόγησή τους γίνεται, με τη σειρά της, βασικός παράγοντας
στις διεθνείς ανακατατάξεις. Η κυβέρνηση της ΕΣΣΔ υποχωρεί ωστόσο βήμα προς
βήμα μπροστά στον πιο αδύναμο αντίπαλό της, την Ιαπωνία. Τα άρθρα και οι
κραυγαλέοι λόγοι που συνοδεύουν τις συνθηκολογήσεις δεν ξεγελούν κανένα. Η
μοσχοβίτικη ολιγαρχία, κάνοντας τον πόλεμο στο εσωτερικό, δεν είναι σε θέση να
τον κάνει στο εξωτερικό. Η εγκατάλειψη των νήσων του Αμούρ έλυσε τα χέρια της
Ιαπωνίας απέναντι στην Κίνα. Είναι αρκετά πιθανό πως ο Λιτβίνοφ είχε
επιφορτιστεί να πει στους Γιαπωνέζους διπλωμάτες: «Κάντε ό,τι σας αρέσει
στην Κίνα, μα αφήστε μας ήσυχους. Δε θα επέμβουμε». Η διευθύνουσα φατρία
χλευάζει το καθετί που βρίσκεται έξω από την αυτοσυντήρηση της.
Όχι λιγότερο ολέθρια η διπλωματική δράση των γραφείων της
Κομμουνιστικής Διεθνούς. Ποτέ η Αγγλία και η Γαλλία δεν θα κατόρθωναν να
επιβάλουν στην επαναστατική Ισπανία μιαν αντεπαναστατική αστική κυβέρνηση, όπως
η κυβέρνηση Νεγκρίν. Οι διπλωμάτες του Λονδίνου και του Παρισιού χρειάστηκε αυτή
τη φορά να επωφεληθούν από το μεταβιβαστικό μηχανισμό της λεγόμενης
Κομμουνιστικής Διεθνούς. Ο κύριος σκοπός του Στάλιν, που ζητάει να δικαιώσει
την εμπιστοσύνη της αγγλο-γαλλικής μπουρζουαζίας, είναι να εμποδίσει τους εργαζόμενους
της Ισπανίας να μπουν στο δρόμο της σοσιαλιστικής επανάστασης. Η βοήθεια που
έδοσε η Μόσχα στην κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου της Ιβηρικής Χερσονήσου είχε
για όρο την απαίτηση για μια πιο ενεργητική καταστολή του επαναστατικού κινήματος.
Όπως έπρεπε να το περιμένει κανείς, η πάλη εναντίον των εργατών και χωρικών στα
μετόπισθεν φέρνει άφευκτα την ήττα στο μέτωπο. Απέναντι στον Φράνκο, η
μοσχοβίτικη καμαρίλα είναι το ίδιο ανίσχυρη όσο κι απέναντι στο Μικάδο. Και
όπως στην ΕΣΣΔ ο Στάλιν έχει ανάγκη από αποδιοπομπαίους τράγους για να
φορτώσει πάνω τους τις δικές του αμαρτίες, έτσι οι ήττες που προκάλεσε στην
Ισπανία η αντιδραστική πολιτική στα μετόπισθεν τον υποχρέωσαν να ζητήσει τη
σωτηρία στην εξόντωση της επαναστατικής πρωτοπορίας.
Οι μέθοδες του αμαλγάματος και της κιβδηλίας, επεξεργασμένες
στη Μόσχα, μεταφέρθηκαν ατόφιες στη Βαρκελώνα και στη Μαδρίτη. Οι ηγέτες, του
Π.Ο.Υ.Μ. [7]. που
μονάχα για οπορτουνισμό και αναποφασιστικότητα απέναντι στη σταλινική αντίδραση
θα μπορούσαν να κατηγορηθούν, χαρακτηρίστηκαν μονομιάς «τροτσκιστές» και,
εννοείται, σύμμαχοι του φασισμού. Οι πράκτορες της Γκε-Πε-Ου στην Ισπανία
«ανακάλυψαν» γράμματα γραμμένα με συμπαθητική μελάνη που τα είχαν, οι ίδιοι
φαμπρικάρει και καταδείχνανε, σύμφωνα με τους κανόνες της μοσχοβίτικης απάτης,
το σύνδεσμο των επαναστατών με τον Φράνκο. Δεν λείπουν άθλιοι για αιματηρά
έργα. Ο πρώην επαναστάτης Αντόνοβ - Οβσέενκο, που μετάνιωσε στα 1927 για τις
αντιπολιτευτικές του αμαρτίες και κυριεύτηκε στα 1936 από θανατερή αγωνία στην
ιδέα μήπως καθίσει ο ίδιος στο σκαμνί, είχε γράψει στην «Πράβδα» πώς
είταν έτοιμος να τουφεκίσει τους τροτσκιστές «με τα ίδια του τα χέρια».
Τον έστειλαν λοιπόν στη Βαρκελώνα, με την ιδιότητα του πρόξενου, λέγοντας του
με τι να καταπιαστεί. Η σύλληψη του Νιν [8]. με κατηγορία ολοφάνερα
ψεύτικη, η απαγωγή του Νιν και η μυστηριώδης δολοφονία του είναι έργα του
Αντόνοβ-Οβσέενκο [9]. Μα η πρωτοβουλία δεν
ανήκει βέβαια σ’ αυτόν: επιχειρήσεις τόσο σημαντικές αποφασίζονται μονάχα με
διαταγή του γενικού γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής...
Ο Στάλιν έχει ανάγκη από αμαλγάματα στην Ευρώπη για να
αποστρέψει την προσοχή από τη βασικά αντιδραστική διεθνή πολιτική του και για
να επικυρώσει τα πάρα πολύ χοντροκομένα αμαλγάματα του στην ΕΣΣΔ. Το
παραμορφωμένο πτώμα του Νιν θα του χρησιμεύσει για ν’ αποδείξει... πώς ο
Πιατάκοβ πήγε στο Όσλο. Αυτού του είδους οι υποθέσεις δεν περιορίζονται στην
Ισπανία. Προπαρασκευάζονται από καιρό ανάλογες υποθέσεις σε άλλες χώρες. Ο
Γερμανός εξόριστος Άντον Γκρίλεβιτς, παλιός άμεμπτος επαναστάτης, πιάστηκε στην
Τσεχοσλοβακία σαν ύποπτος... για συνεννόηση με τη Γκεστάπο. Ο φάκελος της
κατηγορίας, που χωρίς καμιά αμφιβολία κατασκευάστηκε από τη Γκε-Πε-Ου,
παραδόθηκε ολοέτοιμος στην τσέχικη αστυνομία την ολοέτοιμη γι’ αυτή την
υπηρεσία [10]. Οι τροτσκιστές, αληθινοί
ή υποτιθέμενοι, καταδιώκονται προπαντός στις χώρες που είχαν την ατυχία να
πέσουν κάτω από την εξάρτηση της Μόσχας· Ισπανία, Τσεχοσλοβακία. Αυτό δεν είναι
παρά η αρχή. Χάρη στις διεθνείς περιπλοκές, χρησιμοποιώντας ο Στάλιν το
προσωπικό της Κομμουνιστικής Διεθνούς που είναι έτοιμο για όλα και τους πόρους
από μιαν αυξανόμενη παραγωγή χρυσού, υπολογίζει να τα καταφέρει να επιβάλει τις
μέθοδές του και σε άλλες χώρες. Παντού η αντίδραση δεν ζητάει παρά πώς να
απαλλαγεί από τους επαναστάτες, προπαντός αν μια ξένη κυβέρνηση, με επαναστατική
επίφαση η ίδια, επιφορτίζεται να διαπράξει απάτες και δολοφονίες, με τη
συνδρομή ξένων «φίλων» πληρωμένων από το προϋπολογισμό της.
Ο σταλινισμός είναι η μάστιγα της ΕΣΣΔ και η λέπρα του
διεθνούς εργατικού κινήματος. Δεν είναι τίποτα στο πεδίο των ιδεών. Αυτή η
τρομακτική μηχανή εκμεταλλεύεται ακόμα το δυναμισμό της πιο μεγάλης κοινωνικής
επανάστασης και την παράδοση του νικηφόρου ηρωισμού της. Από το δημιουργικό
ρόλο της επαναστατικής βίας σε μιαν ορισμένη στιγμή της Ιστορίας, ο Στάλιν, με
τη μετριότητα που τον χαρακτηρίζει, κατάληξε στην παντοδυναμία της βίας γενικά.
Χωρίς να το αντιλαμβάνεται ο ίδιος, πέρασε από την επαναστατική βία εναντίον
των εκμεταλλευτών στην αντεπαναστατική βία εναντίον των εργαζομένων. Έτσι
συντελείται, κάτω από τις παλιές φόρμουλες, η διάλυση της Οκτωβριανής
Επανάστασης.
Κανένας –και δεν κάνω εξαίρεση ούτε για το Χίτλερ– δεν
κατάφερε στο σοσιαλισμό τόσο θανάσιμα χτυπήματα. Ο Χίτλερ χτυπούσε τις
εργατικές οργανώσεις από έξω. Ο Στάλιν τις χτυπάει από μέσα. Ο Χίτλερ
καταστρέφει το μαρξισμό. Ο Στάλιν τον εκπορνεύει. Ούτε μια αρχή δεν μένει
άθικτη. Ούτε μια ιδέα που να μη βρομιστεί. Οι ίδιες οι λέξεις σοσιαλισμός και
κομμουνισμός έχουν σοβαρά δυσφημιστεί από τότε που ολότελα ανεξέλεγκτοι
χωροφύλακες, διπλωματούχοι «κομμουνιστές» , αποκαλούν σοσιαλισμό το καθεστώς
που επιβάλλουν. Σιχαμερή βεβήλωση! Ο στρατώνας της Γκε-Πε-Ου δεν είναι το
ιδανικό της μαχόμενης εργατικής τάξης. Σοσιαλισμός σημαίνει καθεστώς τέλειας
διαφάνειας που στους κόλπους του οι εργαζόμενοι αυτοδιοικούνται. Το σταλινικό
καθεστώς βασίζεται στη συνωμοσία των κυβερνώντων ενάντια στους κυβερνώμενους.
Σοσιαλισμός σημαίνει αδιάκοπη πορεία προς την ισότητα. Ο Στάλιν αναστήλωσε ένα
σύστημα με σκανδαλώδη προνόμια. Ο σοσιαλισμός έχει για αντικείμενο την
ολοκληρωτική ανάπτυξη της ανθρώπινης προσωπικότητας. Πού και πότε η
προσωπικότητα καταπατήθηκε όσο στην ΕΣΣΔ; Ο σοσιαλισμός δε θ’ άξιζε τίποτα
δίχως σχέσεις ανιδιοτελείς, τίμιες, ανθρώπινες ανάμεσα στους ανθρώπους. Το
σταλινικό καθεστώς διαπότισε τις κοινωνικές και ατομικές σχέσεις με ψέμα,
αριβισμό και προδοσία. Ο Στάλιν δεν προσδιορίζει τους δρόμους της Ιστορίας.
Γνωρίζουμε τις αντικειμενικές αιτίες που προετοίμασαν την αντίδραση στην ΕΣΣΔ.
Μα δεν είναι χωρίς λόγο που ο Στάλιν βρέθηκε στην κορυφή του θερμιδοριανού
κύματος. Κατάφερε να δόσει στη βουλιμία μιας καινούργιας κάστας την πιο
απαίσια έκφραση. Δεν είναι υπεύθυνος για την Ιστορία. Μα είναι υπεύθυνος για
ό,τι κάνει και για το ρόλο του στην Ιστορία. Είναι ο ρόλος ενός εγκληματία που
τα εγκλήματα του έχουν τέτοιο πλάτος ώστε η αηδία γι’ αυτά πολλαπλασιάζεται
από τη φρίκη.
Οι πιο αυστηροί κώδικες δεν προσφέρουν τιμωρίες αρκετές για
τους ιθύνοντες της Μόσχας και πρώτα - πρώτα για τον αρχηγό τους. Αν παρ’ όλα
αυτά επιστήσαμε πάμπολλες φορές την προσοχή της σοβιετικής νεολαίας εναντίον
της ατομικής τρομοκρατίας που γεννιέται τόσο εύκολα στη ρωσική γη τη ζυμωμένη
με αυθαιρεσία και βία, δεν είταν για λόγους ηθικούς μα από πολιτικούς
υπολογισμούς. Οι απελπισμένες πράξεις δεν αλλάζουν τίποτα από το σύστημα και
το μόνο που κάνουν είναι να διευκολύνουν τους σφετεριστές στις αιματηρές
καταστολές τους. Ακόμα κι αν κριθούν από το πρίσμα της «εκδίκησης», οι
τρομοκρατικές επιθέσεις δεν θα μπορούσαν να μας δόσουν ικανοποίηση. Τι άξια θα
είχε ο χαμός μιας δεκάδας από ανώτερους γραφειοκράτες μπροστά στα εγκλήματα
της γραφειοκρατίας; Το ζήτημα είναι να ξεσκεπάσουμε τους εγκληματίες απέναντι
στη συνείδηση της ανθρωπότητας και να τους ρίξουμε έπειτα στο σκουπιδαριό της
Ιστορίας. Δεν θα μπορούσαμε να ικανοποιηθούμε με λιγότερα.
Η σοβιετική γραφειοκρατία, όπως και η ναζιστική γραφειοκρατία,
υπολογίζει, είν’ αλήθεια, σε βασιλεία χιλιόχρονη. Τα καθεστώτα υποκύπτουν,
σκέφτεται, μόνο αν τους λείψει η ενεργητικότητα στην καταστολή. Η συνταγή
είναι απλή: κόβοντας έγκαιρα κάθε κεφάλι προικισμένο με κριτική σκέψη,
εξασφαλίζεις τη διαιώνιση του καθεστώτος. Για ορισμένη περίοδο, που η σοβιετική
γραφειοκρατία εκπλήρωνε λειτουργίες σχετικά προοδευτικές –ανάλογες, σε πλατιά
κλίμακα, με κείνες που εκπλήρωσε άλλοτε η καπιταλιστική γραφειοκρατία στη
Δύση– ο Στάλιν σημείωσε ιλιγγιώδεις επιτυχίες. Αυτή η περίοδος είταν σύντομη.
Ίσα - ίσα τη στιγμή που ο Στάλιν έφτανε στο σημείο να πειστεί πως η «μέθοδός»
του είταν ακατανίκητη, η σοβιετική γραφειοκρατία τέλειωνε την αποστολή της και
άρχιζε να σαπίζει από την πρώτη κιόλας γενιά της. Απ’ αυτού οι καινούργιες
δίκες, οι καινούργιες κατηγορίες εναντίον των αντιπάλων της, καθετί που
φαίνεται στο μέσο φιλισταίο σαν να πέφτει από έναν ουρανό ωστόσο ξάστερο.
Η αιματηρή εκκαθάριση στερέωσε ή εξασθένησε την εξουσία
του Στάλιν; Ο παγκόσμιος Τύπος δίνει σ’ αυτό το σημείο εκτιμήσεις διφορούμενες
και δίγνωμες. Οι μοσχοβίτικες άπατες έκαναν πρώτα - πρώτα τον κόσμο να σκεφτεί
ότι ένα καθεστώς υποχρεωμένο να καταφεύγει σε παρόμοιες σκηνοθεσίες δεν θα
μπορούσε να κρατήσει πολύ. Ακόμα και ο πιο συντηρητικός Τύπος που οι συμπάθειές
του είταν ανέκαθεν με τη διευθύνουσα σοβιετική κάστα στην πάλη της εναντίον
της επανάστασης, δεν άργησε να ελιχτεί. Ο Στάλιν είχε αφανίσει την
Αντιπολίτευση, είχε ανανεώσει τη Γκε-Πε-Ου, είχε ξεπαστρέψει τους ανυπάκοους
στρατηγούς –και ο λαός σώπαινε: ώστε στερέωνε την εξουσία του. Αυτές οι δυο
εκτιμήσεις φαίνονται από πρώτη ματιά ορθές. Αυτό μόνο από πρώτη ματιά.
Η κοινωνική και πολιτική σημασία των εκκαθαρίσεων είναι
φανερή: oι διευθυντικοί κύκλοι εξοντώνουν όποιον τους θυμίζει το επαναστατικό
παρελθόν, τις αρχές του σοσιαλισμού, την ελευθερία, την ισότητα, την
αδελφοσύνη, τα εκκρεμή καθήκοντα της παγκόσμιας επανάστασης. Η αγριότητα των
διωγμών μαρτυράει το μίσος της προνομιούχας κάστας για τους επαναστάτες. Μ’
αυτή την έννοια, η εκκαθάριση αυξάνει την ομοιογένεια των διευθυντικών κύκλων
και φαίνεται σαν να στερεώνει την εξουσία του Στάλιν.
Στερέωση φαινομενική. Ο ίδιος ο Στάλιν παραμένει το προϊόν
της επανάστασης. Το άμεσο περιβάλλον του, το Πολιτικό Γραφείο, αποτελείται από
ανθρώπους αρκετά ασήμαντους, μα δεμένους στο μεγαλύτερο τους μέρος, από το
παρελθόν τους, με το μπολσεβικισμό. Η σοβιετική αριστοκρατία, που χρησιμοποιεί
με επιτυχία τη σταλινική φατρία για να απαλλαγεί από τους επαναστάτες, δεν
νιώθει για τους τωρινούς αρχηγούς ούτε συμπάθεια ούτε σεβασμό. Αυτή εννοεί να
ελευθερωθεί ολότελα από τους περιορισμούς του μπολσεβικισμού, ακόμα και
παραμορφωμένους, που ο Στάλιν έχει ακόμα την ανάγκη τους για να πειθαρχήσει
τους ανθρώπους του. Ο Στάλιν θα είναι αύριο βάρος για τη διευθύνουσα κάστα.
Εκείνο που είναι σοβαρό, μα πολύ πιο σοβαρό, είναι ότι η
εκκαθάριση της γραφειοκρατίας από τα ετερογενή στοιχεία πληρώνεται με ρήξη
ολοένα και πιο βαθιά με το λαό. Δεν είναι υπερβολικό να πούμε πως η ατμόσφαιρα
της σοβιετικής κοινωνίας είναι κορεσμένη από μίσος εναντίον των προνομιούχων. Ο
Στάλιν θα πείθεται ολοένα και περισσότερο πως δεν φτάνει μόνο η απόφαση να
σκοτώνεις τον καθένα για να σώσεις ένα καθεστώς που έχει φάει τα ψωμιά του. Το
αυξανόμενο μίσος του λαού για τη γραφειοκρατία και το βουβό μίσος της
πλειονότητας της γραφειοκρατίας για το Στάλιν κλονίζει αναπότρεπτα τον ίδιο το
μηχανισμό της καταστολής, δημιουργώντας έτσι έναν από τους όρους για την πτώση
του καθεστώτος.
Ο σοβιετικός βοναπαρτισμός γεννήθηκε από το θεμελιακό
ανταγωνισμό ανάμεσα στη γραφειοκρατία και το λαό και το συμπληρωματικό
ανταγωνισμό ανάμεσα στους επαναστάτες και τους θερμιδοριανούς στους κόλπους της
γραφειοκρατίας. Ο Στάλιν ανέβηκε στην εξουσία στηριζόμενος στη γραφειοκρατία
ενάντια στο λαό, στους θερμιδοριανούς ενάντια στους επαναστάτες. Ωστόσο σε
κρίσιμες στιγμές είχε αναγκαστεί να επιζητήσει την υποστήριξη των επαναστατών
και, με τη συνδρομή τους, την υποστήριξη του λαού ενάντια στους πάρα πολύ
ανυπόμονους προνομιούχους. Μα δεν μπορεί κανείς να στηριχτεί πάνω σ’ ένα
κοινωνικό ανταγωνισμό που οδηγεί στην άβυσσο. Απ’ αυτού το υποχρεωτικό πέρασμα
στο θερμιδοριανό «μονολιθισμό», με την εκμηδένιση των τελευταίων υπολειμμάτων
του επαναστατικού πνεύματος και την κατάπνιξη της παραμικρής πολιτικής
πρωτοβουλίας των μαζών. Όσο κι αν σώζει για μια στιγμή την εξουσία του Στάλιν,
η αιματηρή εκκαθάριση γκρεμίζει για πάντα τις κοινωνικοπολιτικές βάσεις του
βοναπαρτισμού.
Ο Στάλιν φαίνεται να βρίσκεται κοντά στο τέλος της τραγικής
αποστολής του. Όσο περισσότερο πιστεύει πως δεν έχει ανάγκη από κανένα, τόσο
και πλησιάζει η ώρα όπου κανένας δεν θά ’χει ανάγκη απ’ αυτόν. Αν η
γραφειοκρατία καταφέρει, αφού μετατρέψει τις μορφές ιδιοκτησίας, να βγάλει από
μέσα της μια καινούργια κατέχουσα τάξη, αυτή η τάξη θα δόσει καινούργιους
αρχηγούς χωρίς επαναστατικό παρελθόν –και πιο μορφωμένους. Ο Στάλιν ενδεχόμενα
δεν θα εισπράξει ευχαριστίες για τα έργα του. Η ξέσκεπη αντεπανάσταση θα
απαλλαγεί απ’ αυτόν κατηγορώντας τον, λόγου χάρη, για... τροτσκισμό. Ο Στάλιν
θά ’πεφτε σ’ αυτή την περίπτωση θύμα ενός αμαλγάματος του τρεχούμενου τύπου. Μα
η ανθρωπότητα μπαίνει και πάλι σε μια φάση πολέμων και επαναστάσεων. Τα
πολιτικά καθώς και τα κοινωνικά καθεστώτα θα καταρρεύσουν σαν χάρτινοι πύργοι.
Είναι πολύ πιθανό επαναστατικοί σεισμοί στην Ευρώπη και στην Ασία,
προλαβαίνοντας τον καταποντισμό του σταλινισμού από την καπιταλιστική
αντεπανάσταση, να διευκολύνουν την ανατροπή του από τις εργαζόμενες μάζες. Σ’
αυτή την περίπτωση, ο Στάλιν θά ’χε ακόμα λιγότερο να υπολογίζει σε χάρη.
Η μνήμη των ανθρώπων είναι μεγαλόψυχη όταν τα δρακόντεια
μέτρα μπαίνουν στην υπηρεσία μεγάλων ιστορικών σκοπών. Αντίθετα η ιστορία δεν
θα συγχωρέσει ούτε για μια σταλαγματιά αίμα που προσφέρθηκε στον καινούργιο
Μολώχ της αυθαιρεσίας και του προνομίου. Το ηθικό μας αίσθημα βρίσκει τη
βαθύτερη ικανοποίησή του στην ακλόνητη πεποίθηση πως η ιστορική τιμωρία θα
είναι ανάλογη με το έγκλημα. Η επανάσταση θ’ ανοίξει όλα τα μυστικά συρτάρια,
θ’ αναθεωρήσει όλες τι δίκες, θα αποκαταστήσει τους συκοφαντημένους, θα στήσει
μνημεία στα θύματα, θα ρίξει αιώνιο ανάθεμα στους δήμιους. Ο Στάλιν θα
εξαφανιστεί από τη σκηνή κάτω από το βάρος των εγκλημάτων του, σαν ο νεκροθάφτης
της επανάστασης και η πιο απαίσια μορφή της Ιστορίας.
Κογιοακάν, καλοκαίρι του 1937.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
——————
——————
[2].
Τα τελευταία τηλεγραφήματα αναφέρουν ανάμεσα στους κατηγορούμενους: τον
Μουράλοβ, έναν από τους ήρωες της επανάστασης του 1905, οικοδόμο του Κόκκινου
Στράτου, έπειτα αναπληρωτή του Επίτροπου του Λαού στη Γεωργία· το Μπογκουσλάβσκι, παλιό πρόεδρο του σοβιέτ του Βορόνεζ,
πρόεδρο του «Στενού Συμβουλίου των Επιτρόπων του Λαού», που είναι στη Μόσχα η
πιο σημαντική Επιτροπή της κυβέρνησης· τον Ντρόμπνις, πρόεδρο του σοβιέτ της
Πολτάβα, που τουφεκίστηκε άλλοτε απ’ τους Λευκούς, μα βιαστικά, και ξέφυγε
τραυματισμένος. Η εξουσία των Σοβιέτ κρατήθηκε στα 1918-1921 μόνο χάρη σε
άντρες τέτοιας ποιότητας. Λ.Τ.
[3].
Παράβαλε σχετικά με την υπόθεση Κίροφ το απόσπασμα από τον τελικό λόγο του
Χρουστσόφ στο 22ο Συνέδριο (σ. 316 - 317 έπ. ελληνικής έκδοσης : «Το 22ο
Συνέδριο». (Σ.τ.Μ.).
[4].
Στρατιωτικο-λαϊκή οργάνωση που έχει για σκοπό την άμυνα της χώρας από την
αεροπορία και το χημικό πόλεμο, (Σ.τ.Μ.).
[5].
Είναι άλλωστε αμφίβολο αν έγινε δίκη. Το πιο πιθανό είναι να περιορίστηκαν,
ύστερα από εκτελέσεις δίχως δίκη, να κατασκευάσουν το ανακοινωθέν, (Σ.τ.Μ.).
[6].
Οι κατοπινές αιματηρές εκκαθαρίσεις, με δίκη ή χωρίς δίκη, των ίδιων των
ανθρώπων του και ιδιαίτερα η περιβόητη «υπόθεση των γιατρών» που κλείνει με το
θάνατό του (φυσικό ή βίαιο) δίνουν σ’ αυτές τις σκέψεις του συγγραφέα προφητικό
χαρακτήρα, (Σ.τ.Μ.).
[8].
Αντρέ Νιν, γραμματέας του Π.Ο.Υ.Μ., παλιός Ισπανός επαναστάτης και πρώην
πρόεδρος της Κόκκινης Συνδικαλιστικής Διεθνούς, (Σ.τ.Μ.).
[10].
Αυτό επιβεβαιώθηκε ολότελα από τον Ιγνάτιο Ράις, Πολωνό κομμουνιστή,
επιφορτισμένο με εμπιστευτικές αποστολές στο εξωτερικό από τη σοβιετική
κυβέρνηση. Ο Ράις είχε έρθει σε ρήξη με τη Μόσχα τον Ιούλη του 1937 και είχε
περάσει στην Αριστερή Αντιπολίτευση, δημοσιεύοντας στον τύπο μια διαμαρτυρία
γεμάτη αγανάχτηση για τη σφαγή των παλιών μπολσεβίκων. Ο Ιγνάτιος Ράις δολοφονήθηκε
στις 4 Σεπτέμβρη 1937 κοντά στη Λοζάνη από πράκτορες της Γκε-Πε-Ου. Στις
σημειώσεις που άφησε εξηγεί, ανάμεσα σ’ άλλα, πως η υπόθεση Γκρίλεβιτς
σκηνοθετήθηκε ολοκληρωτικά από τη Γκε-Πε-Ου και πως ο Στάλιν είχε εκδηλώσει
πολύ μεγάλο ενδιαφέρον γι’ αυτήν, τηλεφωνώντας ο ίδιος επανειλημμένα στον
αρχηγό της Γκε-Πε-Ου, Γιέζοβ, (Σ.τ.Μ.).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου