Αναγνώστες

Σάββατο 19 Φεβρουαρίου 2011

Λεόν Τρότσκι ΤΑ ΕΓΚΛΗΜΑ ΤΑ ΤΟΥ ΣΤΑΛΙΝ





Λεόν Τρότσκι
ΤΑ ΕΓΚΛΗΜΑ ΤΑ ΤΟΥ ΣΤΑΛΙΝ
(ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ)



Γράφτηκε: στο τέλος του 1936 – αρχές του 1937 τη στιγμή που ο Στάλιν με δίκες ή χωρίς δίκες δολοφονούσε κατά χιλιάδες τους μπολσεβίκους ηγέτες
Μεταφράστηκε:
στα ελληνικά το 1962 από τον Λ. ΜΙΧΑΗΛ (Μιχάλη Λίλλη)
Εκδόθηκε: αμέσως
από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ “ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ” και το 1984 από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ “ΑΛΛΑΓΗ”
Επιμέλεια - Σύνταξη:
ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΘΩΜΑΔΑΚΗΣ

ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ

Αυτό το συγκλονιστικά αποκαλυπτικό βιβλίο γράφτηκε πριν από ένα τέταρτο αιώνα, όταν στη χώρα των Σοβιέτ συν­τελούνταν ένα από τα πιο φριχτά εγκλήματα του καιρού μας που μόνο με τις γενοκτονίες του Χίτλερ θα μπορούσε να συγκριθεί.
Τα θύματα της σταλινικής τυραννίας, που συσσωρεύον­ταν ολοένα ύστερα από την έκδοση του βιβλίου και δε σταμά­τησαν με τη δολοφονία του συγγραφέα του, υπολογίζονται σή­μερα σε εκατομμύρια. Στη συνεδρίαση της Κ.Ε. του Σοβιετι­κού Κ.Κ. τον Ιούλη του 1957, ο Νικήτα Χρουστσόφ μίλησε για 1.600.000 εξοντωμένους σοβιετικούς κομμουνιστές, μα ο πραγματικός αριθμός φαίνεται πως είναι πολύ μεγαλύτερος – χωρίς να λογαριάσουμε εκείνους που πέρασαν από τις φυλα­κές και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης που ξεπερνάνε τα 20.000.000 –μιλάμε μόνο για τους νεκρούς. Και δω ο Στάλιν ε­πισκιάζει το Χίτλερ: τα θύματά του δεν είναι παρμένα από το σωρό, μα διαλεγμένα ανάμεσα σ’ ό,τι καλύτερο έχει να δό­σει ολόκληρη ιστορική εποχή.
Και δεν είναι μόνο Ρώσοι: ανάμεσα τους υπάρχουν χι­λιάδες επίλεκτοι επαναστάτες εργάτες και διανοούμενοι απ’ όλα τα μέρη του κόσμου και την Ελλάδα. Τόπος του εγκλή­ματος δεν είναι μόνον η Ρωσία, μα ολόκληρος ο πλανήτης που σε μιαν απόμακρη γωνιά του, κατατρεγμένος από τις πολυπλό­καμες δυνάμεις της αντίδρασης, ο συγγραφέας αυτού του βι­βλίου έπεσε με σπασμένο το κρανίο από ένα σμπίρο του Στά­λιν –που φιλοξενείται σήμερα στη «σοσιαλιστική» Τσεχοσλοβακία.
Ήρθε ύστερα o δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, με τις α­νείπωτες σφαγές του στα μέτωπα και στα μετόπισθεν, με τα Μπούνχεβαλντ και τα Άουσβιτς, με τα Ναγκασάκι και τις Χιροσίμα, για να επισκιάσει τα εγκλήματα του Στάλιν κι όλα φάνηκαν για μια στιγμή να καταποντίζονται μέσα στον ωκεα­νό της λησμοσύνης. Μα να που «Η Ιστορία δε θα συγχωρέσει ούτε για μια σταλαγματιά αίμα που προσφέρθηκε στον καινούργιο Μολώχ της αυθαιρεσίας και του προνομίου» –λέει προφητικά ο Λ. Τρότσκι στο τέλος τον βιβλίου του. Πραγματικά, τα τελευταία γεγονότα που διαδραματίζονται στην ΕΣΣΔ δείχνουν πως η ανθρωπότητα δεν μπορεί ούτε να λησμονήσει, ούτε να συγχωρέσει.
* * *
Το Δεκέμβρη του 1916, όταν το αφρισμένο κύμα της λαϊ­κής οργής χτυπούσε κιόλας τις πόρτες του παλατιού, οι πρίγκιπες του τελευταίου τσάρου σκότωναν τον απαίσιο Ρασπού­τιν ελπίζοντας να εξευμενίσουν έτσι τις δυνάμεις της επανά­στασης και να σώσουν το θρόνο και το καθεστώς. Οι πρίγκιπες του Στάλιν κάνουν κάτι λιγότερο: περιορίζονται σε μια μεταθανάτια εικονοκλασία –πάντα για τον ίδιο σκοπό και με την ίδια ελπίδα.
* * *
Όσο κι αν όλο αυτό το όργιο αίματος και βούρκου κα­τευθυνόταν προσωπικά από τον Στάλιν και φέρνει τη σφρα­γίδα της νερωνικής του μορφής, δεν μπορεί νά ’γινε από έναν μό­νον άνθρωπο. Χρειαζόντανε γι’ αυτό κατάλληλοι συνεργάτες και εκτελεστές και πάνω απ’ όλα ένα ολοκληρωτικά αντιδρα­στικό πολιτικό καθεστώς. Η χρουστσοφική άποψη της «προσωπολατρίας» είναι μια εξήγηση λειψή και ύπουλη που προσ­παθεί να μεταθέσει τις ευθύνες από το καθεστώς του γρα­φειοκρατικού βοναπαρτισμού στα κακά ένστικτα ενός ανθρώ­που. Εξηγεί τα εγκλήματα του Στάλιν με την ψυχοπαθολογία κι όχι με την κοινωνιολογία. Μέσα σε ποιές κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες, λοιπόν, φύτρωσε και γιγάντωσε το φαινό­μενο της «προσωπολατρίας»; Την απάντηση στο θεμελιακό αυτό ερώτημα την δίνει ο συγγραφέας αυτού του βιβλίου που δεν περιορίζεται να καταγγείλει το έγκλημα, να αποκαλύψει το ψέμα και την απάτη που κρύβονται πίσω από τις βδελυρές δι­καστικές σκηνοθεσίες της Μόσχας, να βροντοφωνήσει το αμεί­λικτο «Κατηγορώ» του, μα και να χαράζει την πορεία μιας βοναπαρτιστικής τυραννίας που είναι καταδικασμένη από τους ιστορικούς νόμους και που κανένα τέχνασμα δε θα μπορέσει να την σώσει.

ΤΙΣ ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΔΙΚΗΣ

Κογιοακάν – 21 Γενάρη 1937. Στις 19 του Γενάρη, το πρακτορείο ΤΑΣ ανάγγειλε για τις 23 την έναρξη μιας καινούργιας δίκης «τροτσκιστών» (Ράντεκ, Πιατάκοβ και άλλοι...). Ξέραμε από καιρό ότι προετοιμαζόταν, μα αναρωτιόμασταν αν η σοβιετική κυβέρ­νηση θα αποφάσιζε να την σκαρώσει ύστερα από την εξαιρετικά δυσμενή εντύπωση που προκάλεσε η δίκη Ζινόβιεφ. Αυτή η κυ­βέρνηση επαναλαβαίνει τη μανούβρα που μεταχειρίστηκε με την ευκαιρία της δίκης των Δεκάξι: σε τέσσερεις μέρες οι διεθνείς ερ­γατικές οργανώσεις δε θά ’χουν τον καιρό να επέμβουν, οι οχληροί μάρτυρες που βρίσκονται στο εξωτερικό δε θα μπορέσουν να γνω­στοποιήσουν την ύπαρξή τους, οι ανεπιθύμητοι ξένοι δε θα μπο­ρέσουν ούτε να επιχειρήσουν καν να πάνε στη Μόσχα. Όσο για τους δοκιμασμένους και μισθοδοτούμενους «φίλους», αυτοί προσκλή­θηκαν έγκαιρα, έτσι που να εγκωμιάσουν έπειτα τη δικαιοσύνη του Στάλιν - Βισίνσκι. Όταν θα δημοσιεύονται στον Τύπο αυτές οι γραμμές, η δίκη θά ’χει τελειώσει, οι καταδικαστικές αποφάσεις θά ’χουν ίσως εκτελεστεί. Το σχέδιο των σκηνοθετών είναι ολοκά­θαρο: να αιφνιδιάσουν την κοινή γνώμη και να την εκβιάσουν. Γι’ αυτό το πιο σημαντικό είναι να χυθεί φως πάνω στην απαίσια σκευωρία, στους σκοπούς της και στις μέθοδές της, προτού αυτή μπει σε κίνηση. Δε θα πρέπει να ξεχνάει κανείς ότι τη στιγμή που γράφω αυτές τις γραμμές το κατηγορητήριο δεν έχει ακόμα δημο­σιευτεί κι ούτε έχει δοθεί στις εφημερίδες ο πλήρης κατάλογος των κατηγορούμενων.
Η δίκη των Δεκάξι έγινε το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Αυ­γούστου 1936. Στα τέλη του Νοέμβρη ξετυλίχτηκε ξαφνικά, στα βάθη της Σιβηρίας, μια δεύτερη δίκη «τροτσκιστών» που συμπλή­ρωνε τη δίκη Ζινόβιεφ - Κάμενεφ και προετοίμαζε τη δίκη Ράν­τεκ - Πιατάκοβ. Το πιο αδύνατο σημείο της δίκης των Δεκάξι (που δεν είχε άλλωστε ισχυρά σημεία, εκτός από το μάουζερ των δημίων) είταν η τερατώδης κατηγορία για σύνδεσμο με τη Γκεστάπο. Εξαιρετικά σοβαρή αυτή η κατηγορία, στηριζόταν μόνο στα λεγόμενα άγνωστων ανθρώπων τόσο αμφίβολων όσο οι Όλμπεργκ και οι Ντάβιντ, λεγόμενα, που δεν στηρίζονταν με τη σειρά τους σε τίποτα. Μια δεύτερη δίκη γινόταν αναγκαία για την επι­κύρωση της πρώτης. Μα προτού αποφασιστεί μια μεγάλη παρά­σταση στη Μόσχα, έγινε μια δοκιμή στην επαρχία. Αυτή τη φορά έγινε στο Νοβοσίμπιρσκ, σε μεγάλη απόσταση από την Ευ­ρώπη, από τους ξένους δημοσιογράφους και γενικά από τα οχληρά βλέμματα. Η δίκη του Νοβοσίμπιρσκ στάθηκε αξιόλογη από το γε­γονός ότι εμφανίστηκε στη σκηνή ένας Γερμανός μηχανικός, ψεύ­τικος ή αληθινός πράκτορας της Γκεστάπο. Έπειτα, με τη βοήθεια των τυπικών ομολογιών, αποκαταστάθηκε ο σύνδεσμός του με Σιβιριανούς «τροτσκιστές», ψεύτικους ή αληθινούς, που μου είταν όπως και νά ’ναι ολότελα άγνωστοι. Το κυριότερο κεφάλαιο της κα­τηγορίας αυτή τη φορά δεν είταν η τρομοκρατία, μα το «σαμπο­τάζ της βιομηχανίας».
Ποιοί είναι αυτοί οι Γερμανοί μηχανικοί και τεχνικοί που συλ­λαμβάνονται σ’ όλες τις γωνιές της χώρας και που προορίζονται ο­λοφάνερα να ενσαρκώσουν το σύνδεσμο ανάμεσα στους τροτσκιστές και τη Γκεστάπο; Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να διατυπώσω εδώ μιαν υπόθεση. Οι Γερμανοί που, με τις τωρινές σχέσεις της Γερμανίας και της ΕΣΣΔ, αποφασίζουν να παραμείνουν στην υπη­ρεσία της σοβιετικής κυβέρνησης μπορούν από τα πριν να διαιρε­θούν σε δυο ομάδες: πράκτορες της Γκεστάπο και πράκτορες της Γκε-Πε-Ου. Ορισμένοι κρατούμενοι φαίνεται ν’ ανήκουν και στις δυο ομάδες: πράκτορες της Γκεστάπο παρασταίνουν τους κομμουνιστές και εισχωρούν στη Γκε-Πε-Ου· κομμουνιστές, εκπαιδευμένοι από τη Γκε-Πε-Ου, παρασταίνουν τους φασίστες για να γνωρίσουν τα μυ­στικά της Γκεστάπο. Όλοι αυτοί οι πράκτορες ακολουθούν ένα στενό μονοπάτι ανάμεσα σε δυο βάραθρα. Μπορεί να φανταστεί κα­νείς πρόσωπα πιο κατάλληλα για όλα τ’ αμαλγάματα, για όλες τις δικαστικές άπατες;
Είναι πολύ πιο δύσκολο να καταλάβουμε από πρώτη άποψη την υπόθεση Πιατάκοβ - Ράντεκ - Σερεμπριάκοβ. Μέσα στα τε­λευταία οκτώ ή εννιά χρόνια, αυτοί οι άνθρωποι, προπαντός οι δυο πρώτοι, υπηρέτησαν όσο μπορούσαν καλύτερα τη γραφειοκρα­τία, κατάτρεξαν την Αντιπολίτευση, ύμνησαν τη δόξα των αρχη­γών, στάθηκαν συνάμα θεράποντες και στολίδια του καθεστώτος. Γιατί ο Στάλιν νά ’χει ανάγκη απ’ τα κεφάλια τους;
Γιος μεγάλου ζαχαροβιομήχανου της Ουκρανίας, ο Πιατάκοβ έλαβε γερή μόρφωση, προπαντός μουσική. Γνωρίζει πολλές γλώσ­σες, καταπιάστηκε με την πολιτική οικονομία κ’ έγινε ειδικός στα τραπεζικά ζητήματα. Σε σχέση με το Ζινόβιεφ και τον Κάμενεφ, ανήκε στη νέα γενιά, αφού είναι σήμερα μόλις 46 χρονών.
Στην Αντιπολίτευση, ή καλύτερα στις διάφορες αντιπολιτεύσεις, κατέλαβε σημαντική θέση. Στον παγκόσμιο πόλεμο, χτύπησε τον Λένιν μαζί με τον Μπουχάριν, που είταν τότε στην άκρα αριστερά, προπαντός πάνω στο δικαίωμα αυτοδιάθεσης των εθνικοτήτων. Στην ειρήνη του Μπρεστ - Λίτοβσκ, ο Πιατάκοβ, ο Μπουχάριν, ο Ράντεκ, ο Γιαροσλάβσκι, ο μακαρίτης ο Κουϊμπίσεφ άνηκαν στη φρά­ξια των «αριστερών κομμουνιστών». Στην πρώτη φάση του εμφυλίου πολέμου, ο Πιατάκοβ είταν στην Ουκρανία αποφασιστικός αντί­παλος της στρατιωτικής πολιτικής μου. Από το 1923, ενώθηκε με τους «τροτσκιστές» και είταν στο διευθυντικό πυρήνα μας. Είναι ένας από τους έξι αγωνιστές που αναφέρονται από το Λένιν στη Διαθήκη του (Τρότσκι, Στάλιν, Ζινόβιεφ, Κάμενεφ, Μπουχάριν, Πιατάκοβ). Σημειώνοντας τις μεγάλες του ικανότητες, ο Λένιν προσθέτει πως δεν μπορεί να τον θεωρεί κανείς για σίγουρο στην πολιτική, γιατί, όπως κι ο Μπουχάριν, έχει σκέψη φορμαλιστική, στερημένη από διαλεκτική ευστροφία. Αντίθετα από το Μπουχά­ριν, οι διοικητικές του ικανότητες είναι εξαιρετικές και είχε την ευκαιρία να τις φανερώσει κάτω από το σοβιετικό καθεστώς. Κατά το 1925 ο Πιατάκοβ βρέθηκε κουρασμένος από την Αντιπολίτευση και γενικότερα από την πολιτική. Οι διοικητικές του ασχολίες τού ’διναν αρκετές ικανοποιήσεις. Από αδράνεια και προσωπικές σχέσεις, έμεινε «τροτσκιστής» ως το τέλος του 1927, μα με το πρώ­το κιόλας κύμα διωγμών έκοψε αποφασιστικά μ’ αυτό το παρελθόν, κατάθεσε τα αντιπολιτευόμενά του όπλα και πολιτογραφήθηκε αμέ­σως γραφειοκράτης. Ενώ ο Ζινόβιεφ κι ο Κάμενεφ, με όλες τις αποκηρύξεις τους, παράμεναν στη σκιά, ο Πιατάκοβ έγινε δεκτός στην Κεντρική Επιτροπή και έλαβε το χαρτοφυλάκιο του υφυπουρ­γού στη βαριά βιομηχανία. Με τη μόρφωσή του, τις ικανότητές του, τη συστηματική του σκέψη, τις οργανωτικές του συλλήψεις, είναι πολύ πάνω από τον επίσημο προϊστάμενο της βαριάς βιο­μηχανίας Ορντζονικίντζε, που διαθέτει περισσότερη εξουσία και που η εξουσία του είναι περισσότερο του Πολιτικού Γραφείου, του καταναγκασμού, του υβρεολόγιου, της προσταγής... Και να που στα 1936, ο άνθρωπος που σχεδόν επί δώδεκα χρόνια διεύθυνε τη βιομηχανία, αποκαλύπτεται ότι στην πραγματικότητα δεν είναι παρά «τρομοκράτης», σαμποταριστής και πράκτορας της Γκεστάπο. Τι να πει κανείς;
Ο Ράντεκ –είναι σήμερα 54 χρονών– δεν είναι παρά δημο­σιογράφος. Έχει όλες τις λαμπρές ιδιότητες των ανθρώπων αυτού του είδους, μα και όλα τα ελαττώματά τους. Η μόρφωση του είναι μάλλον μόρφωση ενός μεγάλου φιλαναγνώστη. Η γνώση του πο­λωνικού εργατικού κινήματος, η μακρόχρονη συμμετοχή στη γερμανική σοσιαλδημοκρατική κίνηση, η προσεχτική παρακολούθηση του διεθνούς Τύπου, κυρίως αγγλικού και αμερικάνικου, πλάτυναν τους ορίζοντες του, έδοσαν μια καινούργια ευκινησία στη σκέψη του, την εξοπλισμένη με άπειρα παραδείγματα, συγκρίσεις και τέλος ανέκδοτα. Μα του λείπει κείνο που ο Λασάλε αποκαλούσε «φυσική δύναμη της νόησης». Στις διάφορες πολιτικές ομάδες ο Ράντεκ είταν πιότερο μουσαφίρης παρά πραγματικός αγωνιστής. Η σκέψη του είναι πάρα πολύ παρορμητική και ευμετάβολη για συστηματική δράση. Τα άρθρα του διδάσκουν πολλά. Οι παραδο­ξολογίες του μπορούν να παρουσιάσουν ένα ζήτημα από απροσδό­κητη σκοπιά, μα δεν υπήρξε ποτέ πολιτική προσωπικότητα. Η φήμη που του δίνει, σε ορισμένες εποχές, αποφασιστική επίδραση στο Επιτροπάτο των Εξωτερικών είναι αβάσιμη. Το Πολιτικό Γραφείο εκτιμούσε το ταλέντο του Ράντεκ, μα δεν πήρε ποτέ τον Ράντεκ πολύ στα σοβαρά.
Από το 1923, ο Ράντεκ ταλαντεύτηκε ανάμεσα στην Αριστερή Αντιπολίτευση στη Ρωσία και τη Δεξιά Αντιπολίτευση του γερμα­νικού κομμουνισμού (Μπράντλερ, Ταλχάιμερ). Τη στιγμή της ρήξης ανάμεσα Ζινόβιεφ και Στάλιν, επιχείρησε να πείσει την Αρι­στερή Αντιπολίτευση να κάνει μπλοκ με το Στάλιν. Ανήκε έπειτα για δυο ή για τρία χρόνια στην Αριστερή Αντιπολίτευση («τροτσκιστική») και μαζί της στο αντιπολιτευτικό μπλοκ (Τρότσκι-Ζινόβιεφ). Μα και δω ακόμα δεν έπαψε να ελίσσεται πότε προς τα δεξιά, πότε προς τα αριστερά. Το 1929 συνθηκολογεί, κι αυτό δεν γίνεται με υστεροβουλία, γίνεται με αφοσίωση, οριστικά, αμετάκλητα, για να καταντήσει ο πιο ονομαστός δημοσιογράφος της γραφειοκρατίας. Δεν υπάρχει κατηγορία, που να μην την ρίχνει πάνω στην Αντιπολίτευση, δεν υπάρχει εγκώμιο που να μην το προσφέρει στο Στάλιν. Γιατί λοιπόν βρίσκεται κι αυτός στο εδώλιο του κατηγορούμενου;
Δυο άλλοι κατηγορούμενοι, όχι λιγότερο σπουδαίοι, ανήκουν στην ίδια γενιά με τον Πιατάκοβ. Ο Σερεμπριάκοβ είναι ένας από τους πιο αξιόλογους μπολσεβίκους εργάτες, από τους λιγοστούς οικοδόμους του Κόμματος τα δύσκολα χρόνια ανάμεσα στις δυο επαναστάσεις (1905-1917). Τον καιρό του Λένιν άνηκε στην Κεντρική Επιτροπή και είταν μάλιστα, ορισμένη εποχή, γραμ­ματέας της. Το τακτ και η λεπτότητα του τού επιτρέψανε να παίξει σημαντικό ρόλο στο ξεκαθάρισμα πολλών εσωκομματικών συγκρού­σεων. Ήρεμος, καλοσυνάτος, δίχως φιλοδοξία, ο Σερεμπριάκοβ είχε ανάμεσα στους συντρόφους πλατιές συμπάθειες. Ως το τέλος του 1927, είταν ένας από τους ηγήτορες της Αριστερής Αντιπολίτευσης πλάι στον Ι.Ν.Σμίρνοφ, τον τουφεκισμένο της δίκης των Δεκάξι. Αναμφισβήτητα διευκόλυνε σε υπέρτατο σημείο την προσέγγισή μας με την ομάδα Ζινόβιεφ («Αντιπολίτευση του 1926») και βοήθησε να εξομαλυνθούν οι προστριβές στους κόλπους του μπλοκ που μπόρεσε έτσι να συγκροτηθεί. Η θερμιδοριανή πίεση θα τον τσάκιζε όπως πολλούς άλλους. Αφού παραιτήθηκε από κάθε πολιτική δράση, ο Σερεμπριάκοβ συνθηκολόγησε μπροστά στη διευθύνουσα φατρία με τρόπο, είν’ αλήθεια, πιο αξιοπρεπή από ορισμένους, μα όχι και λιγότερο αποφασιστικό. Από την εξορία γύρισε στη Μόσχα, στάλθηκε με αποστολή στις Ενωμένες Πολι­τείες και εκπλήρωσε αθόρυβα τα καθήκοντά του σαν ανώτερος υπάλληλος στους σιδηροδρόμους. Όπως αρκετοί συνθηκολόγοι, είχε μισοξεχάσει το αντιπολιτευτικό του παρελθόν. Μα με δια­ταγή της Γκε-Πε-Ου, οι κατηγορούμενοι της δίκης των Δεκάξι δή­λωσαν πως σχετιζόταν με την «τρομοκρατία» που οι ίδιοι είταν ολότελα ξένοι μ’ αυτήν...
Ο Σοκόλνικοβ, ο τέταρτος κατηγορούμενος, γύρισε από την Ελβετία στη Ρωσία, τον Απρίλη του 1917, με το λεγόμενο σφραγισμένο βαγόνι και έγινε αμέσως ένας από τους πιο επιφανείς αγωνιστές του μπολσεβίκικου κόμματος. Τους αποφασιστικούς μή­νες της επαναστατικής χρονιάς, ο Σοκόλνικοβ συνεργάζεται με τον Στάλιν στο κεντρικό όργανο του Κόμματος. Και ενώ ο Στάλιν, αν­τίθετα από το μύθο που πλάστηκε κατοπινά, κρατάει σ’ όλες τις κρίσιμες στιγμές στάση αναμονής ή ταλάντευσης, έντονα αποτυπω­μένη στα πρακτικά της ΚΕ που δημοσιεύτηκαν κατόπι, ο Σο­κόλνικοβ ακολουθεί δραστήρια την πολιτική που αποκαλούνταν τότε πολιτική «Λένιν και Τρότσκι». Στον εμφύλιο πόλεμο εκπλη­ρώνει τις υψηλότερες αποστολές και διοικεί για ένα διάστημα την 8η στρατιά στο νότιο μέτωπο. Στη διάρκεια της ΝΕΠ, επίτροπος του λαού στα Οικονομικά, δημιουργεί ένα τσερβόνετς [1]. αρκετά σταθερό. Αργότερα αντιπροσωπεύει την ΕΣΣΔ στο Λονδίνο. Προι­κισμένος με πολλά χαρίσματα, οπλισμένος με γερή μόρφωση, βλέ­ποντας τα πράγματα στη διεθνική τους κλίμακα, ο Σοκόλνικοβ υπό­κειται ωστόσο, καθώς και ο Ράντεκ, σε μεγάλους δισταγμούς. Στα πιο σπουδαία οικονομικά προβλήματα οι συμπάθειές του πήγαν με τη Δεξιά του Κόμματος. Ποτέ δεν μπήκε στο αντιπολιτευτικό μπλοκ που σχηματίστηκε στα 1926-1927. Διακήρυξε τη συμφωνία του με την επίσημη πολιτική στο 15ο Συνέδριο που αποφάσισε τον αποκλεισμό της Αριστερής Αντιπολίτευσης (τέλος του 1927). Ξα­ναβγήκε αμέσως στην Κ.Ε. Όπως γενικά οι συνθηκολόγοι, δεν θά ’παιζε πια κανένα πολιτικό ρόλο. Όμως, αντίθετα από τον Ζινόβιεφ και τον Κάμενεφ, προσωπικότητες ολότελα ξεχωριστές, που ο Στάλιν τις φοβόταν ακόμα και στην ταπείνωσή τους, ο Σοκόλνικοβ, όπως κι ο Ράντεκ και ο Πιατάκοβ, γρήγορα αφομοιώ­θηκε από τη γραφειοκρατία σαν ανώτερος σοβιετικός υπάλληλος. Δεν είναι καταπληκτικό να βλέπεις να τον κατηγορούν για τα χειρότερα εγκλήματα εναντίον του κράτους ύστερα από δεκάχρονη ειρηνική συνεργασία; [2].
Τον Αύγουστο οι Δεκάξι κατηγορούμενοι, πλειοδοτώντας ο έ­νας με τον άλλο και όλοι μαζί με τον εισαγγελέα, απαιτούσαν την κεφαλική ποινή. Χτεσινοί τρομοκράτες επικίνδυνοι, δεν είταν πια παρά αυτομαστιγούμενοι και επιζητούσαν το στεφάνι του μαρτυ­ρίου. Ο Πιατάκοβ και ο Ράντεκ έγραφαν κείνη τη στιγμή στην «Πράβδα» μανιακά άρθρα αξιώνοντας για κάθε κατηγορούμενο πολλούς θανάτους. Όταν θα δημοσιεύονται στον Τύπο αυτές εδώ οι γραμμές, το πρακτορείο ΤΑΣ θα έχει αναγγείλει χωρίς άλλο ότι ο Ράντεκ και ο Πιατάκοβ, ομολογώντας τα δικά τους φανταστικά εγκλήματα, απαιτούν με τη σειρά τους τη θανατική ποινή...
Για να δόσει στις ιεροεξεταστικές του δίκες τουλάχιστο μια πειστική επίφαση, ο Στάλιν οφείλει να παρουσιάσει σ’ αυτές πα­λιούς μπολσεβίκους γνωστούς και με κύρος. «Είναι αδύνατο αυτοί οι ατσαλωμένοι επαναστάτες να αυτό-συκοφαντούνται τόσο τερατώδικα», θα πει ο μέσος ηλίθιος. «Εξάλλου είναι αδύνατο ο Στά­λιν να τουφεκίζει τους πρώην συντρόφους του αν δεν έχουν κάνει κανένα έγκλημα». Οι υπολογισμοί του κύριου οργανωτή των δικών της Μόσχας, αυτού του Καίσαρα Βοργία του καιρού μας, στηρί­ζονται ίσα - ίσα στην αναρμοδιότητα, την απλοϊκότητα και την ευκολοπιστία του μέσου ανθρώπου.
Στη δίκη των Δεκάξι, ο Στάλιν έριξε τα ισχυρότερα ατού του, το Ζινόβιεφ και τον Κάμενεφ. Μέσα στη μετριότητά του, που βρίσκεται κάτω από την πρωτόγονη δολιότητά του, υπολόγιζε σταθερά ότι οι ομολογίες του Ζινόβιεφ και του Κάμενεφ, επικυρω­μένες με εκτελέσεις, θα έπειθαν την υφήλιο. Τα πράγματα δεν έγιναν έτσι. Κανείς δεν πείστηκε. Οι πιο διορατικοί παράμεναν δύσπιστοι. Η δυσπιστία τους, ενισχυμένη με την κριτική, απλώνεται σε κύκλους ολοένα και πιο πλατιούς. Οι σοβιετικοί ιθύνοντες δε θα μπορούσαν σε καμιά περίπτωση να το δεχτούν αυτό: η εθνική και διεθνής υπόληψή τους ανεβοκατεβαίνει ανάλογα με τη στάθμη των δικών της Μόσχας.
Στις 15 Σεπτέμβρη του περασμένου χρόνου, δυο βδομάδες ύστερα από τον περιορισμό μου στη Νορβηγία, έγραψα σ’ ένα μήνυμά μου στον Τύπο: «Η δίκη της Μόσχας, αν τη δούμε μέσα στον καθρέφτη της παγκόσμιας κοινής γνώμης, είναι τρομερό φιάσκο... Η διευθύνουσα φατρία δε θα το υπομείνει αυτό. Όπως ύστερα από την κατάρρευση της πρώτης δίκης Κίροφ (Γενάρης 1935) χρειάστηκε να προετοιμάσει μια δεύτερη δίκη (Αύγουστος 1936), έτσι δε θα παραλείψει να ανακαλύψει τώρα, για να στηρίξει τις κατηγορίες που διατυπώνει εναντίον μου, καινούργιες τρομοκρατικές επιθέσεις, καινούργιες συνωμοσίες κλπ.». Η νορ­βηγική κυβέρνηση κατακράτησε τη δήλωση μου, μα τα γεγονότα την επιβεβαίωσαν. Χρειαζόταν μια δεύτερη δίκη για να επικυ­ρώσει την πρώτη, να γεμίσει τα κενά, να σκεπάσει τις αντιφάσεις που αποκαλύφτηκαν ήδη απ’ την κριτική.
Ο Ράντεκ, ο Πιατάκοβ, ο Σερεμπριάκοβ, ο Σοκόλνικοβ, αφή­νοντας κατά μέρος τον Ρακόβσκι που δεν τον άγγιξαν ακόμα, είναι οι πιο αξιόλογοι επιζώντες συνθηκολόγοι. Ο Στάλιν αποφάσισε όπως φαίνεται να τους θυσιάσει για να γεμίσει τα κενά της πρώ­της του δίκης. Κι άλλωστε όχι μόνο γι’ αυτό. Στη δίκη των Δεκάξι δεν γινόταν λόγος παρά για την τρομοκρατία, και χρόνια τρομοκρατίας, περιορίζονταν πραγματικά στη δολοφονία του Κί­ροφ, πολιτικού προσώπου δεύτερης σειράς, από τον άγνωστο Νικολάγιεφ (με την άμεση συνδρομή της Γκε-Πε-Ου, όπως το απόδειξα κιόλας από το 1934). Αυτό το έγκλημα είχε πληρωθεί ήδη με 200 τόσες εκτελέσεις με δίκη ή χωρίς δίκη! Δε μπορούσαν ωστόσο να χρησιμοποιούν επ’ άπειρο το κουφάρι του Κίροφ για να εξοντώσουν όλη την Αντιπολίτευση· τόσο πιο πολύ όσο οι πραγματικοί αντιπολιτευόμενοι, κείνοι που δεν συνθηκολόγησαν, δεν εγκαταλείψανε από το 1928 τη φυλακή και την εξορία. Η καινούργια δίκη χρειάζεται λοιπόν καινούργιες κατηγορίες: οικονομικό σαμποτάζ, κατασκοπεία, απόπειρα παλινόρθωσης του καπιταλισμού, απόπειρες «μαζικής εξόντωσης των εργατών»! Κάτω απ’ αυτούς τους τί­τλους μπορείς να βάλεις ό,τι θέλεις. Αν ο Πιατάκοβ, που σε δυο πεντάχρονες περίοδες διεύθυνε πραγματικά την εκβιομηχάνιση, αποκαλύπτεται σαν ο μεγάλος οργανωτής του σαμποτάζ, τί να πεις τότε για τους κοινούς θνητούς; Η γραφειοκρατία θα επιχειρήσει, προχωρώντας, να φορτώσει τις οικονομικές της αποτυχίες, τους σφαλερούς της υπολογισμούς, τις σπατάλες της, τις καταχρήσεις της, στους... τροτσκιστές που ο ρόλος τους στην ΕΣΣΔ είναι ακρι­βώς ίδιος με κείνο που αποδίνουν στους κομμουνιστές στη Γερ­μανία. Φαντάζεται κανείς τι ατιμίες, τι υπαινιγμούς και τι κατη­γορίες θ’ απευθύνουν εναντίον μου!
Η καινούργια δίκη φαίνεται πως πρέπει να λύσει ακόμα ένα πρόβλημα. Η «τροτσκιστική τρομοκρατία», σύμφωνα με τη δίκη των Δεκάξι, πρωταρχίζει από τα 1932, πράγμα που κάνει απρό­σιτους στο δήμιο τους τροτσκιστές που βρίσκονται στη φυλακή από το 1928. Πάω να πιστέψω πως θα υποχρεώσουν τους κατηγορουμέ­νους της τωρινής δίκης να ομολογήσουν εγκλήματα ή εγκληματικά σχέδια που ανάγονται στην εποχή όπου δεν είχαν ακόμα αποκη­ρύξει τις ιδέες τους. Σ’ αυτή την περίπτωση εκατοντάδες παλιοί αντιπολιτευόμενοι θα πέσουν αυτόματα κάτω απ’ τα πιστόλια.
Μα μπορεί να παραδεχτεί κανείς ότι ο Ράντεκ, ο Πιατάκοβ, ο Σοκόλνικοβ, ο Σερεμπριάκοβ –και άλλοι– θα μπουν στο δρόμο των ομολογιών ύστερα από την τραγική πείρα των Δεκάξι; Ο Ζινόβιεφ κι ο Κάμενεφ είχαν μιαν ελπίδα σωτηρίας. Τους ξεγέ­λασαν. Πλήρωσαν με τον φυσικό τους θάνατο ομολογίες που σή­μαιναν το ηθικό τους τέλος. Ο Ράντεκ και οι συγκατηγορούμενοί του δεν τό ’χουν καταλάβει αυτό το μάθημα; Θα το μάθουμε τις μέ­ρες που έρχονται. Ωστόσο θά ’ταν πλάνη να πιστέψουμε πως αυτά τα καινούργια θύματα έχουν να διαλέξουν. Ύστερα από πολύμηνη ιερή εξέταση, αυτοί οι άνθρωποι βλέπουν αργά, αδυσώπητα, το θάνατο να απλώνεται πάνω τους. Όσοι αρνούνται να ομολογήσουν αυτό που τους υπαγορεύουν, τουφεκίζονται χωρίς δίκη. Στον Ράν­τεκ, στον Πιατάκοβ, στους άλλους αφήνουν τη σκιά μιας ελπίδας. –Μα τουφεκίσατε τον Ζινόβιεφ και τον Κάμενεφ. –Ναι, τους του­φεκίσαμε γιατί αυτό είταν αναγκαίο, γιατί είταν κρυφοί εχθροί, γιατί αρνήθηκαν να ομολογήσουν τις σχέσεις τους με τη Γκεστάπο, γιατί... κλπ. Αντίθετα δεν έχουμε ανάγκη να τουφεκίσουμε εσάς. Εσείς πρέπει να μας βοηθήσετε να ξεκαθαρίσουμε για πάντα την Αντιπολίτευση και να εκθέσουμε τον Τρότσκι. Αυτή η υπηρεσία θα σας χαρίσει τη ζωή. Θα σας δόσουμε ακόμα και δουλειά σε λίγο καιρό... κλπ. –Βέβαια, ύστερα απ’ ότι έγινε, ούτε ο Ράντεκ, ούτε ο Πιατάκοβ μπορούν να δόσουν μεγάλη πίστη σε παρόμοιες υποσχέσεις. Είναι, στριμωγμένοι ανάμεσα σ’ ένα θάνατο αναπό­φευκτο και βέβαιο και... ένα θάνατο καμουφλαρισμένο με κάποιες λάμψεις ελπίδας. Σε τέτοια περίπτωση οι άνθρωποι, προπαντός οι κατατρεγμένοι, οι βασανισμένοι, οι ταπεινωμένοι, οι εξαντλημένοι κλίνουν προς την ελπιδοφόρα λάμψη...

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ
ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ: Η ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ
Αν η τρομοκρατία είναι δυνατή από τη μια μεριά, γιατί να την θεωρήσουμε σαν κάτι που αποκλείεται από την άλλη; Πα­ρά τη γοητευτική συμμετρία του, αυτός ο συλλογισμός είναι λει­ψός στη βάση του. Δε μπορεί σε καμιά περίπτωση να βάλεις στο ίδιο επίπεδο την τρομοκρατία της δικτατορίας του προλεταριά­του και την τρομοκρατία εναντίον αυτής της δικτατορίας. Για τη διευθύνουσα φατρία η προετοιμασία μιας δολοφονίας με δικα­στική μορφή ή στη γωνία του δάσους, είναι απλό ζήτημα αστυ­νομικής τεχνικής. Και μπορεί κανείς πάντα σε περίπτωση απο­τυχίας να θυσιάσει κατώτερους πράκτορες. Αντίθετα, από τη μεριά της αντιπολίτευσης η τρομοκρατία προϋποθέτει τη συγ­κέντρωση όλων των δυνάμεων στην προπαρασκευή επιθέσεων, με τη βεβαιότητα, τη δοσμένη από πριν, ότι κάθε πράξη είτε αποτυχαίνει είτε πετυχαίνει, θα συνεπιφέρει, σε αντίποινα, το χαμό των καλύτερων κατά δεκάδες. Αυτή την άφθονη σπατάλη δυ­νάμεων η αντιπολίτευση δε μπορούσε να την επιτρέψει στον ε­αυτό της. Γι’ αυτό το λόγο και όχι για κανέναν άλλο η Κομμου­νιστική Διεθνής αποφεύγει να καταφύγει στην τρομοκρατία στις χώρες της φασιστικής δικτατορίας. Η κομμουνιστική αντιπο­λίτευση στην ΕΣΣΔ, δεν είναι περισσότερο διατεθειμένη απ’ αυ­τήν να αυτοκτονήσει.
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, που συντάχτηκε για τους αμαθείς και τους νωθρούς στη σκέψη, οι «τροτσκιστές» αποφάσι­σαν να εξοντώσουν τη διευθύνουσα ομάδα για ν’ ανοίξουν έτσι το δρόμο προς την εξουσία. Ο μέσος φιλισταίος, προπαντός αν φέρνει το έμβλημα των «Φίλων της ΕΣΣΔ», κάνει πάνω - κάτω αυτό το συλλογισμό: οι αντιπολιτευόμενοι δε μπορούσαν να μην αποβλέπουν στην εξουσία και μισούσαν τους ιθύνοντες· γιατί δε σκέφτηκαν τότε την τρομοκρατία; Με αλλά λόγια, για το μέσο φιλισταίο τα ζήτημα τακτοποιείται ίσα - ίσα εκεί όπου στην πραγ­ματικότητα αρχίζει να τίθεται. Οι ηγέτες της αντιπολίτευσης δεν είναι οι πρώτοι τυχόντες κι ακόμα περισσότερο δεν είναι νεοφώτιστοι. Το ζήτημα δεν είναι αν αποβλέπανε στην εξουσία: κάθε σοβαρή πολιτική τάση αποβλέπει σ’ αυτήν. Το ζήτημα είναι αν οι αντιπολιτευόμενοι, που κατέχουν τεράστια επαναστατική πείρα, μπορούσαν να πιστέψουν ας είναι και για μια μόνο στιγμή πως η τρομοκρατία θα τους έφερνε κοντά σ’ αυτό το σκοπό. Η ιστορία της Ρωσίας, η μαρξιστική θεωρία, η πολιτική ψυχολογία απαντούν: Όχι.
Το πρόβλημα της τρομοκρατίας κάνει αναγκαία εδώ μια σύν­τομη ιστορική και θεωρητική παρέκβαση. Και επειδή με παρου­σιάζουν σαν τον μύστη της «αντισοβιετικής τρομοκρατίας», πρέ­πει βέβαια αυτές οι σελίδες νά ’χουν αυτοβιογραφικό χαρακτήρα. Στα 1902, μόλις έφτασα από τη Σιβηρία στο Λονδίνο, ύστερα α­πό πέντε χρόνια φυλακή και εξορία, σ’ ένα άρθρο μου αφιερω­μένο στα διακοσάχρονα του φρουρίου του Σλούσελμπουργκ και του δεσμωτηρίου του, απαριθμούσα τους επαναστάτες που είχαν θανατωθεί εκεί. «Αυτές οι πονεμένες σκιές φωνάζουν εκδίκηση –έγραφα– μα όχι εκδίκηση προσωπική: εκδίκηση επαναστα­τική. Εκτέλεση της αυταρχίας και όχι εκτέλεση των υπουργών». Αυτές οι γραμμές καταδίκαζαν την ατομική τρομοκρατία. Ο συγγραφέας αυτών των γραμμών είταν εικοσιτριών χρονών και είταν αντίπαλος της ατομικής τρομοκρατίας από την πρώτη μέρα της επαναστατικής του δράσης. Από το 1902 ως το 1905, σε διά­φορες πόλεις της Ευρώπης, έκανα στους φοιτητές και στους μετα­νάστες πολυάριθμες διαλέξεις εναντίον της τρομοκρατικής ιδε­ολογίας που στις αρχές του αιώνα ξανάρχιζε να διαδίνεται στους κόλπους της ρωσικής νεολαίας.
Από τα 1880, δυο γενιές Ρώσων μαρξιστών αποκτούν την πείρα της τρομοκρατίας, βγάζουν τα τραγικά μαθήματά της, δια­ποτίζονται με οργανική αποστροφή απέναντι στον ηρωικό τυχο­διωκτισμό μερικών. Ο θεμελιωτής του ρωσικού μαρξισμού Πλεχάνοβ, ο ηγέτης του μπολσεβικισμού Λένιν, ο πιο σημαντικός εκπρόσωπος του μενσεβικισμού Μάρτοβ, αφιερώνουν στην πάλη εναντίον της τρομοκρατίας χιλιάδες σελίδες και εκατοντάδες λό­γους. Απέναντι στην τρομοκρατική αλχημεία των κλειστών κύ­κλων των διανοουμένων, η νεότητά μου είχε τραφεί με τις ιδέες αυτών των πρεσβύτερων. Το πρόβλημα της τρομοκρατίας είταν για μας τους Ρώσους επαναστάτες ζήτημα ζωής ή θανάτου με την πολιτική έννοια, όπως και με την κυριολεκτική και προ­σωπική έννοια. Ο τρομοκράτης δεν είταν για μας ήρωας μυθι­στορήματος, είταν άνθρωπος ζωντανός και κοντινός. Στην εξο­ρία περνούσαμε χρόνια μαζί με τους τρομοκράτες της προηγού­μενης γενιάς. Στις φυλακές και στα τμήματα μεταγωγών συναντούσαμε τρομοκράτες της ηλικίας μας. Επικοινωνούσαμε στο φρού­ριο Πέτρου και Παύλου με χτυπήματα στον τοίχο με τους τρομο­κράτες που περίμεναν το θάνατο. Πόσες ώρες, πόσες μέρες με φλογερές συζητήσεις, πόσες ρήξεις εξαιτίας αυτού του καυτερού ζητήματος! Τα δημοσιεύματα που διερμηνεύανε και καθρεφτίζανε αυτές τις συζητήσεις, θα μπορούσαν να σχηματίσουν πλούσια βιβλιοθήκη.
Τρομοκρατικά ξεσπάσματα είναι αναπόφευκτα όταν η πο­λιτική καταπίεση ξεπερνάει ορισμένα όρια. Τέτοιες πράξεις έ­χουν σχεδόν παντού συμπτωματικό χαρακτήρα. Άλλο είναι η πολιτική που εκθειάζει την τρομοκρατία και την κάνει σύστημα. «Η τρομοκρατία – έγραφα στα 1909 – απαιτεί τέτοια συγκέντρω­ση ενεργητικότητας σε μια “κεφαλαιώδη στιγμή”, τέτοια υπερε­κτίμηση της σπουδαιότητας του ατομικού ηρωισμού και τέλος συνωμοτικότητα τόσο ερμητική... που αποκλείει ολότελα τη ζύ­μωση και την οργανωτική δουλειά στους κόλπους των μαζών... Καταπολεμώντας την τρομοκρατία, οι διανοούμενοι υπεράσπιζαν το δικαίωμα τους ή το καθήκον τους να μην εγκαταλείψουν τις εργατικές συνοικίες για να πάνε ν’ ανοίξουν λαγούμια κάτω από τα παλάτια του τσάρου και των μεγάλων δουκών». Η Ιστορία δεν αφήνει ούτε να την ξεγελάσεις, ούτε να παίξεις μαζί της. Βάζει στο τέλος τον καθένα στη θέση του. Το ιδιαίτερο της τρομοκρα­τίας είναι ότι τελικά καταστρέφει την οργάνωση που επιχειρεί να αναπληρώσει με τη βοήθεια των εργαστηρίων την ανεπάρ­κεια της ίδιας της πολιτικής δύναμης. Μέσα σε ορισμένες ι­στορικές συνθήκες η τρομοκρατία μπορεί να κάνει την εξουσία, να χάσει τον προσανατολισμό της. Μα ποιος ωφελείται σε τέτοια περίπτωση από την κατάσταση; Ποτέ η τρομοκρατική οργάνω­ση, ούτε οι μάζες που πίσω τους γίνεται η μονομαχία. Η φιλε­λεύθερη μπουρζουαζία στη Ρωσία πάντα συμπαθούσε την τρομο­κρατία. Να γιατί. Έγραφα στα 1909: η τρομοκρατία δε μπο­ρεί παρά να παίξει το παιχνίδι των φιλελευθέρων, στο μέτρο που φέρνει την αποδιοργάνωση και την αποθάρρυνση στις γραμμές της εξουσίας... με το τίμημα της αποδιοργάνωσης και της απο­θάρρυνσης των επαναστατών. Ξαναβρίσκoμε την ίδια σκέψη δια­τυπωμένη με λόγια πάνω - κάτω όμοια, ένα τέταρτο αιώνα αργό­τερα, απ’ αφορμή τη δολοφονία του Κίροφ.
Οι ατομικές επιθέσεις μαρτυράνε αλάθευτα την καθυστερη­μένη πολιτική κατάσταση της χώρας και την αδυναμία των προ­οδευτικών δυνάμεων. Αποκαλύπτοντας τη δύναμη του προλετα­ριάτου, η επανάσταση του 1905 έθεσε τέρμα στο ρομαντισμό της μονομαχίας των μικρών ομάδων των διανοουμένων εναντίον της αυταρχίας. «Η τρομοκρατία πέθανε στη Ρωσία», επαναλάβαινα σε διάφορα άρθρα. «Η τρομοκρατία μετατοπίστηκε μακριά προς την Ανατολή, προς το Πεντζάμπ και τη Βεγγάλη... Ίσως γνωρίσει ακόμα καλές μέρες στις χώρες της Ανατολής. Στη Ρωσία ανή­κει πια στην Ιστορία».
Από το 1907 ξαναβρισκόμουν και πάλι εξόριστος στο εξω­τερικό. Η αντεπανάσταση έκανε θραύση, πολυάριθμες ρωσικές παροικίες σχηματίστηκαν στις πόλεις της δυτικής Ευρώπης. Ολόκληρη φάση της δραστηριότητάς μου στο εξωτερικό απορρο­φήθηκε από την προπαγάνδα εναντίον της τρομοκρατίας, της εκ­δίκησης και της απελπισίας. Αποκαλύφθηκε στα 1909 ότι ένας προβοκάτορας, ο Άζεφ, βρισκόταν επικεφαλής της τρομοκρατι­κής οργάνωσης των «σοσιαλεπαναστατών». «Η προβοκάτσια κα­τοικοεδρεύει στο αδιέξοδο της τρομοκρατίας» (Γενάρης 1909). Η ατομική τρομοκρατία είταν ανέκαθεν για μένα αδιέξοδο.
«Η ασίγαστη εχθρότητα της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας α­πέναντι στη γραφειοκρατικοποιημένη τρομοκρατία της επανάστα­σης, παρμένη σαν όπλο εναντίον της γραφειοκρατικής τρομοκρα­τίας της αυταρχίας, έγραφα τότε, παραγνωρίστηκε και κατακρίθηκε όχι μόνο από τους Ρώσους φιλελεύθερους, μα ακόμα και από τους σοσιαλιστές της Δύσης...». Και οι πρώτοι και οι δεύτε­ροι μας χαρακτήριζαν για δογματικούς. Εμείς οι Ρώσοι μαρξι­στές εξηγούσαμε τη συμπάθεια των ηγετών της δυτικής σοσιαλ­δημοκρατίας για τη ρωσική τρομοκρατία από τη ροπή των οπορτουνιστών να μεταφέρουν τις ελπίδες τους από τις μάζες στους ι­θύνοντες. «Εκείνος που αναζήτα ένα υπουργικό χαρτοφυλάκιο πρέπει... το ίδιο όπως και εκείνος που με μια μπόμπα κάτω από τη μασχάλη αναζήτα τον υπουργό, να υπερτιμάει τη σημασία του υπουργού, την προσωπικότητά του, το λειτούργημά του. Και για τους δυο το σύστημα εξαφανίζεται ή παραμερίζει, δε μένει παρά ένα πρόσωπο περιβλημένο με εξουσία». Αυτή την κυ­ριαρχική ιδέα που καθοδηγούσε τη δράση μου ολόκληρες δεκαε­τίες, την ξαναβρίσκομε διατυπωμένη με την ευκαιρία της δο­λοφονίας του Κίροφ.
Τρομοκρατικές διαθέσεις εμφανίστηκαν γύρω στα 1911 σε ορισμένους εργατικούς κύκλους της Αυστρίας. Ο Φρίντριχ Άντλερ, που διεύθυνε τότε τη θεωρητική επιθεώρηση του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Αυστρίας, μου ζήτησε πάνω σ’ αυτό το θέμα ένα άρθρο για το «Ντερ Καμπφ». Του τό ’δοσα το Νοέμβρη του 1911. Να μερικές γραμμές απ’ αυτό: «Η απόπειρα, ακόμα κι όταν “πετύχει”, φέρνει ταραχή στους διευθυντικούς κύκλους; Αυτό εξαρτιέται από τις συγκεκριμένες πολιτικές περιστάσεις. Όπως και νά ’ναι, θα μπορούσε να γίνει λόγος μόνο για ταραχή σύντομης διάρκειας. Το καπιταλιστικό κράτος δε στηρίζεται σε υπουργούς και δε μπορεί να καταστραφεί μαζί με τους υπουργούς του. Οι τάξεις που υπηρετεί θα βρίσκουν πάντα άλλους θεράπον­τες, όταν ο μηχανισμός μένει ανέπαφος και εξακολουθεί να λει­τουργεί. Μα η ταραχή που οι τρομοκρατικές επιθέσεις φέρνουν στην εργατική τάξη είναι πιο βαθιά. Αν φτάνει να οπλιστεί κα­νείς μ’ ένα πιστόλι για να φτάσει στο σκοπό, σε τί χρησιμεύουν τάχα οι προσπάθειες της πάλης των τάξεων; Αν φτάνει λίγο μπαρουτομόλυβο για να τρυπήσει το κεφάλι του εχθρού, σε τί χρησι­μεύει η ταξική οργάνωση; Αν οι μεγάλοι αξιωματούχοι μπο­ρεί να πτοηθούν από τον κρότο μιας έκρηξης, σε τί χρησιμεύει το κόμμα; Τί να τις κάνεις τις συγκεντρώσεις, τί να την κάνεις τη ζύμωση, τί να τις κάνεις τις εκλογές, αν μπορείς τόσο εύκολα να βάλεις στο σημάδι το βήμα του κοινοβουλίου, το θώκο των υπουρ­γών; Η ατομική τρομοκρατία είναι ίσα - ίσα απαράδεκτη για μας γιατί ρίχνει στις μάζες την ίδια την εκτίμηση τους, τις συμφι­λιώνει με τις αδυναμίες τους και προσανατολίζει τα βλέμματά τους όπως και τις ελπίδες τους προς το μεγάλο εκδικητή, τον απελευ­θερωτή που θά ’ρθει μια μέρα και θα εκπληρώσει την αποστολή του». Πέντε χρόνια αργότερα, στο κορύφωμα του ιμπεριαλιστικού πολέμου, ο Φρίντριχ Άντλερ, που με είχε καλέσει να εκθέσω αυτές τις ιδέες, σκότωνε σ’ ένα βιενέζικο εστιατόριο τον πρωθυ­πουργό Στουργκ. Σκεπτικιστής και ηρωικός οπορτουνιστής κα­θώς είταν, η απελπισία του και η αγανάκτησή του δεν είχαν βρει άλλη διέξοδο. Οι συμπάθειές μου, το καταλαβαίνει κανείς αυτό, δεν είταν με το μέρος του υπάλληλου των Αψβούργων. Αντέταξα ωστόσο στην ατομική πράξη του Φρίντριχ Άντλερ τον τρόπο δρά­σης του Καρλ Λίμπκνεχτ που στην καρδιά του πολέμου είχε βαλ­θεί να μοιράζει επαναστατικές προκηρύξεις σε μια πλατεία του Βερολίνου.
Στις 28 Δεκέμβρη 1934, τέσσερεις βδομάδες ύστερα από τη δολοφονία του Κίροφ, σε μια στιγμή που η δικαιοσύνη του Στάλιν δεν ήξερε προς ποιόν να στρέψει τη ρομφαία της, έγραφα στο «Δελτίο της Αντιπολίτευσης» (Γενάρης 1935, αρ. 41): «...Οι μαρξιστές που καταδίκαζαν αποφασιστι­κά την ατομική τρομοκρατία... ακόμα κι όταν τα χτυπήματά της κατευθύνονταν εναντίον των πρακτόρων του τσάρου και της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, θα καταδικάσουν και θα απο­κρούσουν ακόμα πιο ανελέητα τον εγκληματικό τυχοδιωκτι­σμό των τρομοκρατικών επιθέσεων που στρέφονται εναντίον των γραφειοκρατικών εκπροσώπων του πρώτου εργατικού κράτους της Ιστορίας. Λίγο μας ενδιαφέρουν σ’ αυτή την περίπτωση τα υποκειμενικά κίνητρα του Νικολάγιεφ και των πολιτικών του φί­λων. Με καλές προθέσεις είναι στρωμένος ο δρόμος προς την Κό­λαση. Όσο η σοβιετική γραφειοκρατία δε θά ’χει κυνηγηθεί απ’ το προλεταριάτο – κι αυτό θα γίνει – θα εκπληρώνει μιαν αναγκαστική αποστολή υπεράσπισης του εργατικού κρά­τους. Αν οι τρομοκρατικές επιθέσεις όπως αυτή του Νικολά­γιεφ πλήθαιναν, το μόνο που θα μπορούσαν να κάνουν, μαζί με άλλους δυσμενείς όρους, είναι να σιγοντάρουν τη φασιστική αντεπανάσταση».
«Μόνο σκουληκιασμένοι πολιτικάντηδες που νομίζουν πως έχουν να κάνουν με ηλίθιους μπορούν να επιχειρήσουν να συν­δέσουν τον Νικολάγιεφ με την αριστερή αντιπολίτευση, έστω και με την ομάδα Ζινόβιεφ όπως είταν στα 1926-27. Δεν είναι η αντιπολίτευση, είναι η γραφειοκρατία που με την εσωτερική της αποσύνθεση γεννάει τρομοκρατικές οργανώσεις ανάμεσα στους νέους. Η ατομική τρομοκρατία δεν είναι στο βάθος πα­ρά η ανάποδη του γραφειοκρατικού συστήματος. Αυτό το νό­μο οι μαρξιστές δεν τον γνώρισαν χθες. Ο γραφειοκρατισμός δεν έχει εμπιστοσύνη στις μάζες που προσπαθεί να υποκαταστή­σει. Η τρομοκρατία φέρνεται όμοια, αφού εννοεί να χαρίσει την ευτυχία στις μάζες χωρίς τη δική τους συνδρομή. Η σταλινική γραφειοκρατία δημιούργησε την αηδιαστική λατρεία των αρ­χηγών με τις θεϊκές ιδιότητες. Η λατρεία των “ηρώων”, είναι και λατρεία του τρομοκράτη, μ’ όλο που τον σημαδεύει μ’ ένα αρνητικό σημείο. Οι Νικολάγιεφ φαντάζονται πως φθάνουν μερικές πιστολιές για ν’ αλλάξει η πορεία της Ιστορίας. Οι τρομοκράτες κομμουνιστές, σαν ιδεολογική συγκρότηση, είναι γέννημα της γραφειοκρατί­ας, σάρκα από τη σάρκα της». Αυτά μπορεί νά ’χουν πείσει τον ανα­γνώστη, αν κι αυτές οι γραμμές δε γράφτηκαν ad hoc. Συγκεφαλαίωναν την πείρα μιας ζωής που έχει τραφεί η ίδια με την πεί­ρα δυο γενιών.
Κάτω από το παλιό καθεστώς, το πέρασμα ενός νέου μαρξι­στή στο τρομοκρατικό κόμμα είταν γεγονός σχετικά σπάνιο, τό­σο που τον δείχναν με το δάχτυλο. Μα υπήρχε τουλάχιστο μια αδιάκοπη πάλη τάσεων, γινόταν σκληρή πολεμική από τα διά­φορα έντυπα, οι συζητήσεις δεν παύανε ούτε μια μέρα. Θά ’θελαν τώρα να μας κάνουν να πιστέψουμε πως παλιοί επαναστάτες, παλιοί ηγέτες του ρωσικού μαρξισμού, διαπαιδαγωγημένοι από την παράδοση τριών επαναστάσεων, στράφηκαν τάχα χω­ρίς συζητήσεις, χωρίς εξηγήσεις, προς την τρομοκρατία που την απόκρουαν ανέκαθεν σαν μέθοδο πολιτικής αυτοκτονίας. Και μόνο η δυνατότητα να διατυπωθεί παρόμοια κατηγορία δείχνει πό­σο χαμηλά η σταλινική γραφειοκρατία έριξε την επίσημη σκέ­ψη, θεωρητική και πρακτική, για να μη μιλήσουμε για τη σοβιε­τική δικαιοσύνη. Στις πολιτικές πεποιθήσεις τις αποκτημένες με την πείρα, τις στερεωμένες με τη θεωρία, τις ατσαλωμένες στο πιο καυτερό καμίνι της Ιστορίας, οι παραχαράκτες αντιτάσσουν τις ασυνάρτητες, αντιφατικές κι ολότελα ανεπιβεβαίωτες ομολο­γίες από υπόπτους ανώνυμους. Ναι, λένε, ο Στάλιν και οι πρά­κτορες του, δε μπορούμε ν’ αρνηθούμε πως ο Τρότσκι στη Ρω­σία όπως κι αλλού και σε διάφορες στιγμές της πολιτικής εξέ­λιξης αντιτάχτηκε στις τρομοκρατικές περιπέτειες. Μα ανακα­λύψαμε στη ζωή του κάποια επεισόδια που αποτελούν εξαίρεση σ’ αυτό τον κανόνα. Σ’ ένα μυστικό γράμμα που έγραψε σε κά­ποιο Ντρέϊτσερ (και που κανένας δεν το είδε)· σε μια συζήτηση με το Γκόλτζμαν, που του τον είχε φέρει ο γιος του, στην Κο­πεγχάγη (ο γιος του που την ίδια κείνη στιγμή είταν στο Βερο­λίνο)· σε συζητήσεις με το Μπέρμαν και το Ντάβιντ (πρόσωπα που έμαθα την ύπαρξη τους από τα πρακτικά της δίκης...), ο Τρότσκι έδοσε στους οπαδούς του (πρόκειται πραγματικά για τους πιο λυσ­σασμένους εχθρούς του!) τρομοκρατικές οδηγίες (που ούτε επιχεί­ρησε να δικαιολογήσει, ούτε επιζήτησε να συνδέσει με το έργο όλης του της ζωής). Σαράντα ολόκληρα χρόνια ο Τρότσκι προφορικά και γραφτά έκανε γνωστές τις ιδέες του για την τρομοκρατία σε εκατοντάδες χιλιάδες και εκατομμύρια ανθρώπους, μόνο και μόνο για να εξαπατήσει όλους εκείνους που τον άκουγαν. Τις πραγμα­τικές του ιδέες τις ανακοίνωνε με μεγάλη μυστικότητα στους Μπέρμαν και στους Ντάβιντ... Και αρκέσανε, ώ θαύμα!, αυτές οι ακαταλαβίστικες “οδηγίες”, ακριβώς στα πνευματικά μέτρα ενός εισαγγελέα Βισίνσκι, για να ριχτούν αυτόματα εκατοντάδες πα­λιοί μαρξιστές, χωρίς συζήτηση, χωρίς αντίρρηση, στο δρόμο της τρομοκρατίας... Τέτοια είναι η πολιτική βάση των δικών της Μό­σχας. Με άλλα λόγια, απ’ αυτές τις δίκες λείπει κάθε πολιτική βάση!

Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΚΙΡΟΦ

Στις δίκες της Μόσχας γίνεται λόγος για μεγαλεπήβολα σχέδια, για πλάνα, για προετοιμασία εγκλημάτων. Όλα γίνον­ται ωστόσο με κουβέντες ή πιο σωστά με επικλήσεις συνομιλιών που είχαν τάχα οι κατηγορούμενοι. Τα πρακτικά των δικών πε­ριορίζονται, τό ’χουμε κιόλας πει, σε μια συνομιλία γύρω από συ­νομιλίες. Η δολοφονία του Κίροφ είναι το μόνο πραγματικό έγ­κλημα, ωστόσο αυτό έγινε όχι από αντιπολιτευόμενους, όχι από συνθηκολόγους που η Γκε-Πε-Ου τους παρουσιάζει για αντιπολιτευ­όμενους, μα από ένα, δυο ή τρεις νεαρούς κομμουνιστές που έπε­σαν στα δίχτυα της προβοκάτσιας. Είτε η Γκε-Πε-Ου θέλησε να φτά­σει ως το έγκλημα, είτε όχι, η ευθύνη πέφτει πάνω της. Και δε μπορούσε σε τόσο σοβαρή περίπτωση να ενεργήσει δίχως τις άμεσες οδηγίες του Στάλιν.
Σε τι στηρίζονται αυτές οι βεβαιώσεις; Στα ντοκουμέντα που δημοσιεύτηκαν στη Μόσχα βρίσκει κανείς όλα τα στοιχεία της απάντησης. Η ανάλυση αυτών των ντοκουμέντων έχει δοθεί στη μπροσούρα μου «Η Δολοφονία του Κίροφ και η Σοβιετική Γραφειοκρατία», στην «Ερυθρά Βίβλο» του Λεόν Σεντόφ και σ’ άλλες εργασίες. Συγκεφαλαιώνω σύντομα εδώ τα συμπεράσματα αυτής της ανάλυσης.
1. Ο Ζινόβιεφ, ο Κάμενεφ και οι σύντροφοί τους δε μπο­ρούσαν νά ’χουν οργανώσει τη δολοφονία του Κίροφ γιατί αυτή η επίθεση δεν είχε καμιά πολιτική δικαίωση. Ο Κίροφ είταν μορφή δεύτερης σειράς, χωρίς προσωπική σημασία. Ποιος γνώ­ριζε στον κόσμο τ’ όνομά του πριν από το θάνατο του; Ακόμα κι αν δεχτούμε την παράλογη υπόθεση ότι ο Ζινόβιεφ, ο Κά­μενεφ και οι φίλοι τους είχαν μπει στο δρόμο της ατομικής τρο­μοκρατίας, δε μπορούσαν να μην καταλαβαίνουν πως η δολοφονία του Κίροφ, χωρίς να τους υπόσχεται πολιτικό όφελος, θα προ­καλούσε αμείλικτα αντίποινα εναντίον των ύποπτων και των αμ­φίβολων και θα δυσκόλευε κάθε κατοπινή αντιπολιτευτική δρά­ση και προπαντός την τρομοκρατία... Αληθινοί τρομοκράτες θά ’πρεπε ν’ αρχίσουν από τον Στάλιν. Υπήρχαν ανάμεσα στους κατηγορούμενους μέλη της Κεντρικής Επιτροπής και της κυβέρ­νησης που έμπαιναν ελεύθερα παντού: ο σκοτωμός του Στάλιν δεν παρουσίαζε γι’ αυτούς καμιά δυσκολία. Οι συνθηκολόγοι δεν τό ’καναν αυτό γιατί, αντί να πολεμήσουν το Στάλιν και να του αφαιρέσουνε τη ζωή, τον υπηρετούσαν.
2. Η δολοφονία του Κίροφ βύθισε τους διευθυντικούς κύκλους στον πανικό. Αν και είχε διαπιστωθεί αμέσως ποιος είταν ο Νικολάγιεφ, το πρώτο επίσημο ανακοινωθέν μιλάει για επίθεση ορ­γανωμένη από Λευκούς που είχαν μπει παράνομα στην ΕΣΣΔ, α­πό τα σύνορα της Ρουμανίας, της Πολωνίας και άλλων μεθορια­κών κρατών. Εκατόν τέσσερεις Λευκοί – τουλάχιστο – αυτής της κατηγορίας τουφεκίστηκαν! Πάνω από δυο βδομάδες η κυ­βέρνηση θεωρούσε χρέος της να στρέψει αλλού την προσοχή της κοινής γνώμης και να εξαλείψει άγνωστο ποια ίχνη ενεργώντας συνοπτικές εκτελέσεις. Η εκδοχή των Λευκών δεν εγκαταλείφθη­κε παρά τη δέκατη έκτη μέρα. Η κυβέρνηση δε μας έδοσε μέχρι σήμερα καμιάν εξήγηση απ’ αυτή την πρώτη περίοδο πανικού που επισφραγίστηκε με παραπάνω από εκατό πτώματα.
3. Ο σοβιετικός τύπος δεν είπε απολύτως τίποτα κάτω από ποιες περιστάσεις ο Νικολάγιεφ σκότωσε τον Κίροφ. Δεν είπε ού­τε τί καθήκοντα εκπλήρωνε ο Νικολάγιεφ, ούτε ποιες είταν οι σχέσεις του με τον Κίροφ. Οι λεπτομέρειες της επίθεσης παρα­μείναν στη σκιά. Η Γκε-Πε-Ου δε μπορεί να αφηγηθεί αυτό που έγινε χωρίς να αποκαλύψει τί ανάμιξη είχε στο έγκλημα.
4. Αν και ο Νικολάγιεφ και οι δεκατρείς συγκατηγορούμενοί του έκαναν όλες τις καταθέσεις που τους ζητήσανε (και δέ­χομαι πως μπορεί να βασανίστηκαν), δεν είπαν λέξη για συμμε­τοχή στην προπαρασκευή της επίθεσης του Ζινόβιεφ, του Μπακάεφ, του Κάμενεφ ή οποιουδήποτε «τροτσκιστή». Η Γκε-Πε-Ου δε φαίνεται ούτε καν να τους ρώτησε πάνω σ’ αυτό το θέμα. Η υπό­θεση είταν πάρα πολύ νωπή, η προβοκάτσια πάρα πολύ φανερή και η Γκε-Πε-Ου νοιαζόταν περισσότερο να αποκρύψει τη δικιά της ένοχη παρά να αναζητήσει την ενοχή της αντιπολίτευσης.
5. Ενώ η δίκη Ράντεκ - Πιατάκοβ, που ανακάτευε άμεσα ξένες κυβερνήσεις, παίχτηκε στο φως της μέρας, η δίκη του νεαρού κομμουνιστή Νικολάγιεφ, φονιά του Κίροφ, έγινε στις 25-29 Δεκέμβρη 1934 με κλειστές τις πόρτες. Γιατί; Δεν είταν βέβαια για λόγους διπλωματικούς. Η Γκε-Πε-Ου δε μπορούσε να αποκα­λύψει τα έργα της. Έπρεπε να εξαφανίσει στα σκοτάδια τους δράστες της επίθεσης και τους δικούς τους, να καλοπλύνει τα χέρια της και να ριχτεί έπειτα πάνω στην αντιπολίτευση.
6. Η δολοφονία του Κίροφ προκάλεσε τόσο μεγάλη ταραχή στους κόλπους της γραφειοκρατίας ώστε ο Στάλιν, που δε μπο­ρούσαν να μην τον υποψιαστούν μέσα στους πληροφορημένους κύ­κλους, είταν αναγκασμένος νά ’βρει αποδιοπομπαίους τράγους. Η δίκη των δώδεκα κυριότερων υπάλληλων της Γκε-Πε-Ου στο Λέ­νινγκραντ, με επικεφαλής το Μέντβιεντ, έγινε στις 23 Γενάρη 1935. Το κατηγορητήριο διαπιστώνει ότι ο Μέντβιεντ και οι συν­εργάτες του «είταν πληροφορημένοι για την επίθεση που προε­τοιμαζόταν». Η απόφαση παρατηρεί ότι «δεν πήραν έγκαιρα τα αναγκαία μέτρα για να αποκαλύψουν την τρομοκρατική ομάδα και να σταματήσουν τη δράση της, αν και είχαν όλη τη δυνατό­τητα γι’ αυτό». Δε θα μπορούσε να ζητήσει κανείς περισσότερη ειλικρίνεια. Όλοι οι κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης από δυο ως δέκα χρόνια. Όλα είναι καθαρά: η Γκε-Πε-Ου, ενεργώντας με τους προβοκάτορές της, έπαιζε με το κε­φάλι του Κίροφ για να μπλέξει την αντιπολίτευση στη σκευωρία της. Ο Νικολάγιεφ πυροβόλησε πριν πάρει γι’ αυτό την άδεια από το Μέντβιεντ, εκθέτοντας έτσι ανεπανόρθωτα το αμάλγαμα. Ο Στάλιν θυσίασε το Μέντβιεντ[3].
7. Η ανάλυσή μας βρίσκει μια καινούργια επικύρωση στο ρόλο που κράτησε ο πρόξενος της Λετονίας στο Λένινγκραντ, Μπισινέξ, φανερός πράκτορας της Γκε-Πε-Ου. Ο Νικολάγιεφ ανα­γνώρισε πως είχε σχέσεις μ’ αυτόν τον πρόξενο, είχε πάρει πέν­τε χιλιάδες ρούμπλια για να προπαρασκευάσει την επίθεσή του και είχε χωρίς λόγο. παρακινηθεί απ’ αυτόν να γράψει ένα γράμ­μα στον Τρότσκι. Για να συνδέσει τουλάχιστο πλάγια το όνομα μου με την υπόθεση Κίροφ, ο Βισίνσκι μνημονεύει στο κατηγο­ρητήριο του το Δεκέμβρη του 1934 αυτό το καταπληκτικό επει­σόδιο, που φανερώνει όσο δε γίνεται καλύτερα τα ρόλο του πρό­ξενου. Το όνομα αυτού του τελευταίου ωστόσο δε δημοσιεύθηκε παρά ύστερα από απαίτηση του διπλωματικού σώματος, οπότε κείνος ο αλλόκοτος προξενικός πράκτορας εξαφανίστηκε από τη σκηνή χωρίς ν’ αφήσει ίχνη. Το όνομα του δε θα αναφερόταν πια στις κατοπινές δίκες, μ' όλο που γνώριζε το δολοφόνο και χρηματοδότησε τη δολοφονία! Όλοι οι υστερότεροι «οργανωτές» αυτής της τρομοκρατικής επίθεσης (Μπακάεβ, Κάμενεφ, Ζινόβιεφ, Μρατσκόβσκι και άλλοι) ούτε μια φορά δεν ανέφεραν τα όνομα του Μπισινέξ! Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς προβο­κάτσια πιο χοντροκομένη, πιο χειροπιαστή και πιο ξετσίπωτη.
8. Μονάχα ύστερα από την εξόντωση των αυθεντικών τρομο­κρατών, των φίλων τους και των βοηθών τους, μαζί βέβαια και των πρακτόρων της Γκε-Πε-Ου που είχαν αναμιχθεί στη σκευωρία, ο Στάλιν θεωρεί δυνατό να επιτεθεί ολοκληρωτικά εναντίον της αντιπολίτευσης. Η Γκε-Πε-Ου συλλαμβάνει τότε τους ηγήτορες της παλιάς ομάδας Ζινόβιεφ και τους χωρίζει σε δυο κατηγορίες. Το πρακτορείο ΤΑΣ δημοσιεύει στις 22 Δεκέμβρη (1934) ένα ανακοινωθέν αναφορικά με τους εφτά σημαντικότερους, όλοι πα­λιά μέλη της Κεντρικής Επιτροπής. «Δε μπορούσαν να δικαστούν από έλλειψη επαρκών δεδομένων». Τα λιγότερο σημαντικά στε­λέχη παραμένουν, σύμφωνα με την πατροπαράδοτη τεχνική της Γκε-Πε-Ου, κάτω από τη σπάθα του Δαμοκλή. Με την απειλή του θανάτου πολλοί απ’ αυτούς ενοχοποιούν στις καταθέσεις τους το Ζινόβιεφ, τον Κάμενεφ, τον Εβντοκίμοβ... Δε μιλάνε, είν’ αλή­θεια, για τρομοκρατία, μα, για «αντεπαναστατική δράση» γενικά (δυσαρέσκεια, επικρίσεις για την πολιτική του Στάλιν). Αυτό φτά­νει για να αποσπαστεί από το Ζινόβιεφ, τον Κάμενεφ και από πολλούς άλλους η ομολογία για «ηθική» ευθύνη στην τρομοκρα­τική επίθεση. Μ’ αυτό το τίμημα ο Ζινόβιεφ και ο Κάμενεφ α­ποφεύγουν για μια στιγμή να κατηγορηθούν για άμεση συνε­νοχή.
9. Έγραφα στις 26 Γενάρη 1935 στους φίλους μου στην Α­μερική (γράμμα που δημοσιεύτηκε στο «Δελτίο της Αντιπολίτευσης», αριθμός 42, Φλεβάρης του 1935): «Η στρατηγική που αναπτύχθηκε γύρω από το πτώμα του Κίροφ δε χάρισε στο Στά­λιν λαμπρές δάφνες. Ίσα - ίσα γι’ αυτό δε μπορεί ούτε να στα­ματήσει, ούτε να οπισθοχωρήσει. Τα αμαλγάματα που δεν κα­τάφερε να οργανώσει, που ναυαγήσανε, έχει ανάγκη να τα αν­τικαταστήσει με άλλα μεγαλύτερα και πιο... πετυχημένα. Ας προετοιμαστούμε να τον αντιμετωπίσουμε!». Οι δίκες του 1936-37 επικύρωσαν με το παραπάνω αυτή την προειδοποίηση.

ΠΟΙΟΣ ΕΦΤΙΑΞΕ ΤΟΝ ΚΑΤΑΛΟΓΟ

Δεν υπάρχουν σχόλια: