Το Ουρλιαχτό
Άλεν Γκίνσμπεργκ.
Είδα τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου χαλασμένα απ’ την τρέλα,
λιμασμένα υστερικά γυμνά,
να σέρνονται μες απ’ τους νέγρικους δρόμους την αυγή γυρεύοντας μια
φλογισμένη δόση,
χίπστερς αγγελοκέφαλοι που καίγονταν για τον αρχαίο επουράνιο δεσμό με
το αστρικό δυναμό στη μηχανή της νύχτας,
φτωχοί και κουρελήδες με βαθουλωμένα μάτια, που φτιαγμένοι
ξενυχτούσαν καπνίζοντας στο υπερφυσικό σκοτάδι παγωμένων διαμερισμάτων,
αρμενίζοντας πάνω από τις κορφές των πόλεων αφοσιωμένοι στη τζαζ,
που άνοιγαν το μυαλό τους στα Ουράνια κάτω απ’ τον εναέριο
σιδηρόδρομο και βλέπανε αγγέλους μουσουλμάνους τρεκλίζοντας φωτισμένοι
σε ταράτσες λαϊκών πολυκατοικιών,
που πέρασαν απ’ τα πανεπιστήμια με μάτια ανοιχτά κι αχτινοβόλα με
παραισθήσεις του Άρκανσω κι οράματα τραγωδιών με φως του Μπλέηκ ανάμεσα
στους μανδαρίνους του πολέμου,
που αποβλήθηκαν απ’ τις ακαδημίες γιατ’ ήσαν λέει τρελοί κι εξέδιδαν
άσεμνες ωδές στα παράθυρα της νεκροκεφαλής,
που τρέμανε σ’ αξύριστα δωμάτια με τα εσώρουχα, καίγοντας τα λεφτά
τους σε καλάθια αχρήστων και στήνοντας τ’ αυτί στον Τρόμο μες απ’ τον
τοίχο,
που πιάστηκαν από τις ηβικές γενειάδες τους γυρίζοντας φτιαγμένοι με
μαριχουάνα από Λαρέντο για Νέα Υόρκη,
που καταπίνανε φωτιά στους τεκέδες ή πίναν νέφτι στο Πάρανταϊς Άλλεϋ,
θάνατος, ή τυραννούσαν τα κορμιά τους κάθε νύχτα
με όνειρα, με ναρκωτικά, μ’ εφιάλτες στον ξύπνο, βακχείες και οχείες
κι ατέλειωτα όργια,
ασύγκριτα αδιέξοδα φρικιαστικού σύννεφου κι αστραπής στο μυαλό που
πηδούσε στους πόλους του Καναδά και του Πάτερσον, καταυγάζοντας τον
ασάλευτο κόσμο του Χρόνου,
Πεγιότ συμπάγειες των θαλάμων, χαράματα περιβόλων πράσινων δέντρων
κοιμητηρίων, κρασομεθύσια στις στέγες, αυτοκινητάδες της πλάκας και της
μαστούρας και απέραντες σειρές προθήκες και βλεφαρισμοί των φώτων της
τροχαίας, ηλιακές και σεληνιακές και δενδρικές δονήσεις στα βρυχώμενα
χειμωνιάτικα δειλινά του Μπρούκλιν, τενεκεδοπαραληρήματα κι ευγενικό
βασιλικό φως του νου,
που στρώθηκαν στο μετρό για την ατέρμονη βόλτα απ’ το Μπάττερυ στο
άγιο Μπρονξ με μπεζεντρίν ωσότου των τροχών και των παιδιών ο θόρυβος
τους έριξε τρέμοντας σύγκορμοι με στραβό το στόμα τσακισμένοι
ξεστραγγισμένοι από κάθε σκέψη στο θλιβερό φως του Ζωολογικού Κήπου […]
Το Ουρλιαχτό
Άλεν Γκίνσμπεργκ.
Είδα τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου χαλασμένα απ’ την τρέλα, λιμασμένα υστερικά γυμνά,
να σέρνονται μες απ’ τους νέγρικους δρόμους την αυγή γυρεύοντας μια φλογισμένη δόση,
χίπστερς αγγελοκέφαλοι που καίγονταν για τον αρχαίο επουράνιο δεσμό με το αστρικό δυναμό στη μηχανή της νύχτας,
φτωχοί και κουρελήδες με βαθουλωμένα μάτια, που φτιαγμένοι ξενυχτούσαν καπνίζοντας στο υπερφυσικό σκοτάδι παγωμένων διαμερισμάτων, αρμενίζοντας πάνω από τις κορφές των πόλεων αφοσιωμένοι στη τζαζ,
που άνοιγαν το μυαλό τους στα Ουράνια κάτω απ’ τον εναέριο σιδηρόδρομο και βλέπανε αγγέλους μουσουλμάνους τρεκλίζοντας φωτισμένοι σε ταράτσες λαϊκών πολυκατοικιών,
που πέρασαν απ’ τα πανεπιστήμια με μάτια ανοιχτά κι αχτινοβόλα με παραισθήσεις του Άρκανσω κι οράματα τραγωδιών με φως του Μπλέηκ ανάμεσα στους μανδαρίνους του πολέμου,
που αποβλήθηκαν απ’ τις ακαδημίες γιατ’ ήσαν λέει τρελοί κι εξέδιδαν άσεμνες ωδές στα παράθυρα της νεκροκεφαλής,
που τρέμανε σ’ αξύριστα δωμάτια με τα εσώρουχα, καίγοντας τα λεφτά τους σε καλάθια αχρήστων και στήνοντας τ’ αυτί στον Τρόμο μες απ’ τον τοίχο,
που πιάστηκαν από τις ηβικές γενειάδες τους γυρίζοντας φτιαγμένοι με μαριχουάνα από Λαρέντο για Νέα Υόρκη,
που καταπίνανε φωτιά στους τεκέδες ή πίναν νέφτι στο Πάρανταϊς Άλλεϋ, θάνατος, ή τυραννούσαν τα κορμιά τους κάθε νύχτα
με όνειρα, με ναρκωτικά, μ’ εφιάλτες στον ξύπνο, βακχείες και οχείες κι ατέλειωτα όργια,
ασύγκριτα αδιέξοδα φρικιαστικού σύννεφου κι αστραπής στο μυαλό που πηδούσε στους πόλους του Καναδά και του Πάτερσον, καταυγάζοντας τον ασάλευτο κόσμο του Χρόνου,
Πεγιότ συμπάγειες των θαλάμων, χαράματα περιβόλων πράσινων δέντρων κοιμητηρίων, κρασομεθύσια στις στέγες, αυτοκινητάδες της πλάκας και της μαστούρας και απέραντες σειρές προθήκες και βλεφαρισμοί των φώτων της τροχαίας, ηλιακές και σεληνιακές και δενδρικές δονήσεις στα βρυχώμενα χειμωνιάτικα δειλινά του Μπρούκλιν, τενεκεδοπαραληρήματα κι ευγενικό βασιλικό φως του νου,
που στρώθηκαν στο μετρό για την ατέρμονη βόλτα απ’ το Μπάττερυ στο άγιο Μπρονξ με μπεζεντρίν ωσότου των τροχών και των παιδιών ο θόρυβος τους έριξε τρέμοντας σύγκορμοι με στραβό το στόμα τσακισμένοι ξεστραγγισμένοι από κάθε σκέψη στο θλιβερό φως του Ζωολογικού Κήπου […]