Αναγνώστες

Δευτέρα 17 Μαΐου 2010

Για τον φθόνο

Για τον φθόνο

Δειγματολόγιο συναισθημάτων: Του Πέτρου Θεοδωρίδη



''Κάποτε κάθισα για ώρα μονάχος και παρατηρούσα ένα παιδί. Ξεχείλιζε από μοχθηρία. Τι είδους αθωότητα όμως είναι αυτή, να τρέχει πλούσιο και άφθονο το γάλα από τη μητρική πηγή, κι εμείς να μην αντέχουμε να το μοιραστούμε με τον αδελφό που το έχει τόσο ανάγκη, γιατί αυτό είναι η μοναδική τροφή που τον κρατά ζωντανό;



Άγιος Αυγουστίνος



Για τον Λακάν ο φθόνος (invidia) είναι ιδιότητα του βλέμματος. Προέρχεται από το ρήμα videre (βλέπω). «H invidia, η πιο υποδειγματική, είναι αυτή που διαπίστωσα εδώ και πολύ καιρό στον Αυγουστίνο, ο οποίος περιγράφει τον φθόνο του μικρού παιδιού που κοιτάζει τον αδελφό του κρεμασμένο στο στήθος τη μητέρας του». «Εκείνο, παρατηρεί ο Λακάν, που το μικρό παιδί ή οποιοσδήποτε φθονεί, δεν είναι διόλου αναγκαστικά εκείνο που θα μπορούσε να ορέγεται. Το παιδί που κοιτάζει τον μικρό του αδελφό, ποιος μας λέει ότι έχει ακόμη ανάγκη να είναι στο μαστό; Καθένας ξέρει ότι ο φθόνος προκαλείται συνήθως από την κατοχή αγαθών τα οποία σ’ αυτόν που φθονεί δεν θα χρησίμευαν σε τίποτε, και που ούτε καν υποψιάζεται την αληθινή τους φύση. Αυτός είναι ο αληθινός φθόνος. Κάνει το υποκείμενο να χλομιάζει μπροστά σε τι; Μπροστά στην εικόνα μιας πληρότητας που ξανακλείνεται».



Για την Melanie Klein ο φθόνος σχετίζεται με την επιδίωξη του παιδιού για τον μαστό της μητέρας, στον οποίο θα προτιμούσε να είχε μια εφ’ όρου ζωής επικαρπία. «Το πολύ φθονερό πρόσωπο, λέει η Melanie Klein, είναι ακόρεστο, ποτέ δεν μπορεί να ικανοποιηθεί, επειδή ο φθόνος του προέρχεται από μέσα, και επομένως πάντα βρίσκει ένα αντικείμενο να εξουσιάζει».



Στον φθόνο το υποκείμενο φθονεί την απόλαυση του Άλλου ως τέτοια και δεν επιθυμεί το ίδιο το αντικείμενο. Η μόνη του επιθυμία είναι η καταστροφή της απόλαυσης και της ύπαρξης του Άλλου. Ο φθόνος πάντα είναι μειωτικός. Η ζήλια είναι «η λάμια με τα φαρμακερά μάτια», αλλά «ο φθόνος έχει αλλήθωρα, στραβά και κοκκινισμένα από το κλάμα μάτια».



Στη ζήλια ισχύει το «θέλω ό,τι έχει», στον φθόνο το «θέλω να μην έχει ό,τι έχει», γιατί αυτό με κάνει να αισθάνομαι κατώτερος συγκρινόμενος μαζί του.

Ο φθόνος —καθολικό συναίσθημα σε όλους τους πολιτισμούς αλλά κυρίως άθλημα των μικρών πόλεων, όπως παρατήρησε ο Κίρκεγκορ— είναι «το αίσθημα ταπείνωσης και μοχθηρίας που προκαλείται από την παρατήρηση των ανώτερων πλεονεκτημάτων που κατέχει κάποιος άλλος».



Ο φθονών φθονεί τον Άλλο χωρίς να έχει πραγματικά μια σχέση μαζί του. Θέλει μόνο να τον δει να ταπεινώνεται, να απογυμνώνεται, να ζημιώνεται, χωρίς ο ίδιος να έχει ένα πραγματικό όφελος από αυτό. «Όμως σίγουρα έχει ένα φαντασιακό όφελος· θεωρεί τη φαντασιακή εικόνα του εαυτού του εξυψωμένη, μη αμφισβητούμενη από την εικόνα του Άλλου ως ενός ανταγωνιστή». Για το φθονερό πρόσωπο ωστόσο το ερώτημα, όταν βλέπει κάποιον που έχει μεγαλύτερη τύχη, είναι: «Γιατί όχι σ’ εμένα; Γιατί αυτοί έχουν άφθονα φυσικά χαρίσματα που δεν προσφέρονται σε μένα;»



Και βέβαια ο αληθινός φθόνος δεν προορίζεται για τους σπουδαίους ή τους παρά πολύ χαρισματικούς, αλλά για εκείνους που η κατάστασή τους απλώς μοιάζει να είναι λιγάκι καλύτερη από τη δικιά μας. Γιατί σε μια εξισωτική κοινωνία, όπου η ισότητα είναι ο εξαγγελθείς στόχος, ο φθόνος ενδέχεται να είναι ακόμα πιο έντονος. Ο φθόνος προσλαμβάνει τη μορφή ισοπέδωσης κι «ενώ μια παθιασμένη εποχή επιταχύνει, δημιουργεί και ανατρέπει, εξυψώνει και υποτιμά, μια στοχαστικά απαθής εποχή κάνει ακριβώς το αντίθετο: καταστέλλει και παρακωλύει, ισοπεδώνει».



Η «συντριπτική και αδιανόητη ανισότητα, ιδίως όταν έχει ένα στοιχείο του ανέφικτου, προκαλεί πολύ λιγότερο φθόνο από την ελάχιστη ανισότητα, η οποία αναπόφευκτα κάνει τους φθονερούς να σκεφτούν: “Θα μπορούσα να είμαι στη θέση του”».

Δεν υπάρχουν σχόλια: