ΠηγηΚυριακάτικη Ελευθεροτυπία, Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2010
Αποσπασμα :
''1
Ομόλογο
Πρόκειται για το πλέον αξιόπιστο χρεόγραφο το οποίο χρησιμεύει στον εκδότη του για τη συγκέντρωση δανεικών από το επενδυτικό κοινό. Γι' αυτό ομόλογα εκδίδουν μόνον μεγάλες ιδιωτικές εταιρείες, δημόσιοι οργανισμοί και κυβερνήσεις, η δε αγορά τους είναι η μεγαλύτερη παγκοσμίως. Ένα τυπικό ομόλογο αποκτάται από έναν επενδυτή που καταβάλλει την ονομαστική του αξία και εισπράττει/ πληρώνει περιοδικά το κουπόνι (τόκος). Στη λήξη του ομολόγου παίρνει πίσω και το κεφάλαιο που έδωσε. Υπάρχουν πολλές παραλλαγές ομολόγων, πολλά δεν πληρώνουν τοκομερίδια αλλά πωλούνται με έκπτωση από την ονομαστική τους αξία κ.λπ.
Κάθε ομόλογο όταν εκδίδεται έχει μια ονομαστική τιμή (π.χ. 100), που αντιπροσωπεύει τα χρήματα που πήρε ο δανειζόμενος, ενώ το κουπόνι (π.χ. 5%) τον τόκο που θα εισπράττει ο δανειστής. Από τη στιγμή που βγαίνει στη δευτερογενή αγορά, για να ρευστοποιηθεί πριν τη λήξη του η τιμή ανεβαίνει ή κατεβαίνει. Αυτό σημαίνει ότι μεταβάλλεται και η απόδοση για τον επενδυτή που θα το αγοράσει μετά την έκδοσή του. Ετσι, αν προστεθεί και ο τόκος (κουπόνι), η απόδοσή του είναι μεγαλύτερη από 5%. Γι' αυτό όσο πέφτει η τιμή ανεβαίνει η απόδοση και το ανάποδο.
2
Δευτερογενής αγορά
Είναι ένα δίκτυο ανταλλαγής περιουσιακών στοιχείων, όπου γίνονται άμεσες συναλλαγές:
(1) μεταξύ επενδυτών για εισηγμένες μετοχές,
(2) μεταξύ τραπεζών και επενδυτών σε ομόλογα και έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου χωρίς τη διαμεσολάβηση κρατικών φορέων ή του χρηματιστηρίου,
(3) για μετοχές που δεν είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο.
Ειδικότερα στη δευτ. αγ. ομολόγων ένας επενδυτής μπορεί να αγοράσει και να πουλήσει ένα ομόλογο πριν από τη λήξη του. Όσο περισσότερες αγοραπωλησίες γίνονται τόσο καλύτερο είναι, γιατί δεν είναι εύκολο μια μικρή ομάδα επενδυτών να επηρεάσει τις τιμές. Για τα ελληνικά ομόλογα ένα από τα προβλήματα είναι ότι η δευτερογενής αγορά είναι «ρηχή». Δεν έχει δηλαδή μεγάλο τζίρο, με αποτέλεσμα όταν πουλάει κάποιος να μην υπάρχουν επαρκείς αγοραστές και οι τιμές να μεταβάλλονται βίαια.
3
Spread (διαφορά επιτοκίων)
Η πιο συχνά αναφερόμενη λέξη της εποχής. Είναι η διαφορά μεταξύ της τιμής αγοράς και της τιμής πώλησης ενός νομίσματος ή η διαφορά μεταξύ του προσφερόμενου (για κατάθεση) και του ζητούμενου (για δανεισμό) επιτοκίου από μια τράπεζα. Ομως, στην τρέχουσα δημοσιονομική κρίση χρησιμοποιείται πρωτίστως για να δηλώσει τη διαφορά μεταξύ του επιτοκίου που πληρώνει για να δανειστεί μέσω ομολόγων το ελληνικό κράτος έναντι του επιτοκίου που πληρώνει το αντίστοιχο γερμανικό για τις δικές του εκδόσεις.
Το γερμανικό επιτόκιο δανεισμού θεωρείται σημείο αναφοράς και σύγκρισης για όλες τις λοιπές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις που δανείζονται, λόγω της οικονομικής ισχύος και της κυρίαρχης θέσης που κατέχει η χώρα στην ευρωζώνη. Με το γερμανικό επιτόκιο λίγο-πολύ σταθερό, το ελληνικό έχει κυριολεκτικά απογειωθεί το τελευταίο δίμηνο, με συνέπεια το spread (διαφορά) να διπλασιαστεί από 150 σε 340 περίπου μονάδες βάσης (ή 3,4%). Το spread γνωρίζει σημαντικές ημερήσιες διακυμάνσεις, καθώς οι τιμές των ομολόγων τελούν υπό διαπραγμάτευσιν στις διεθνείς αγορές όπως και οι μετοχές.
4
Primary dealers
Είναι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα τα οποία ως κύριοι διαπραγματευτές στην αγορά ομολόγων φροντίζουν για τη διαρκή τόνωση της δραστηριότητάς της, αναλαμβάνοντας ορισμένες υποχρεώσεις έναντι του εκδότη των τίτλων, που είναι το Δημόσιο, με αντιστάθμισμα την εξασφάλιση ορισμένων προνομίων από αυτό. Κυριότερη υποχρέωση τους είναι να έχουν μια συνεχή παρουσία και δραστηριότητα στην αγορά, προσφέροντας πάντα μια τιμή αγοράς και μια τιμή πώλησης. Το βασικό προνόμιο που εξασφαλίζουν από το Δημόσιο για τις υπηρεσίες αυτές είναι να μπορούν να αγοράζουν κάθε φορά μετά το τέλος της δημοπρασίας των νέων του ομολογιακών τίτλων μέχρι ένα μέγιστο προκαθορισμένο ποσοστό (συνήθως 30%) επί του συνολικού όγκου της έκδοσης προσφέροντας μια τιμή μη ανταγωνιστική. Αυτός ο συνολικός όγκος των σε χαμηλότερη τιμή προσφερόμενων τίτλων του Δημοσίου κατανέμεται ανάμεσα στους primary dealers αναλόγως της συμμετοχής τους στην αγορά.
5
Διεθνείς οίκοι αξιολόγησης
Είναι οι πρωταγωνιστές και «μαέστροι» της κερδοσκοπίας των αγορών με τις αξιολογήσεις και τις υποβαθμίσεις των υπερχρεωμένων κρατών και τραπεζών που κάνουν στην τρέχουσα συγκυρία. Ουσιαστικά πρόκειται για τα εξειδικευμένα πρακτορεία ή οργανισμούς (βασικά οι αμερικανικές Moody's, Fitch και Standard & Poor's) που εκτιμούν σε τακτά χρονικά διαστήματα την πιστοληπτική ικανότητα (δηλαδή το μέγιστο χρέος που μπορεί να αναλάβει κάποιος με ασφάλεια και πόσο κοντά βρίσκεται στο όριο αυτό) και την αξιοπιστία μιας μεγάλης επιχείρησης, τράπεζας, δημόσιου οργανισμού και κράτους. Η αξιοπιστία αυτή καθορίζεται από το ιστορικό του, τα περιουσιακά στοιχεία που κατέχει και την οικονομική του δραστηριότητα, όπως αυτή προκύπτει από τις υπάρχουσες λογιστικές καταστάσεις. Σήμερα οι οίκοι αυτοί κατηγορούνται ως βασικοί υπαίτιοι της χρηματοπιστωτικής κρίσης, λόγω προηγούμενων πλασματικών αξιολογήσεων.
Θεωρούνται δε επιδεκτικοί άμεσης μεταρρύθμισης, όχι μόνον γιατί δεν προέβλεψαν την κρίση με τις υψηλές πιστοληπτικές αξιολογήσεις τους στα διάφορα είδη τιτλοποιήσεων των εταιρειών και των τραπεζών, επιτρέποντας τη δημιουργία φούσκας, αλλά κυρίως γιατί πληρώνονται από τις επενδυτικές τράπεζες που εξέδιδαν και εκδίδουν τους τίτλους, με συνέπεια να υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων και μεροληψία.
6
Βαθμολογία ομολόγων
Πρόκειται για την αξιολόγηση της δανειοληπτικής αξιοπιστίας ενός φορέα (εταιρείας, δημόσιου οργανισμού, κυβέρνησης) που έχει εκδώσει ομολογιακούς τίτλους. Κρίνει δηλαδή το κατά πόσον ο δανειζόμενος (κράτος ή εταιρεία) είναι φερέγγυος και θα επιστρέψει τα χρήματα που δανείστηκε. Για παράδειγμα, ο πλέον ασφαλής είναι αυτός που παίρνει βαθμολογία «ΑΑΑ», αυτός που έχει «ΒΒΒ» είναι λιγότερο αξιόπιστος κ.λπ. Από τη βαθμολογία ενός οίκου εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό το επιτόκιο που θα πληρώσει ο επενδυτής. Η δε αναβάθμιση ή υποβάθμιση από έναν οίκο επηρεάζει λίγο-πολύ και τη βαθμολογία των υπόλοιπων οίκων αξιολόγησης.
7
Κερδοσκοπία
Η κερδοσκοπία αποτελεί έναν ενίοτε θανατηφόρο ιό στη λειτουργία των αγορών και των οικονομιών. Σήμερα, δε, είναι ο ένας από τους δύο βασικούς λόγους της κάθετης αύξησης του κόστους δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου (ο άλλος είναι φυσικά η δεινή δημοσιονομική και οικονομική μας κατάσταση) αλλά και άλλων υπερχρεωμένων οικονομιών. Κερδοσκοπία υπάρχει σε όλες τις αγορές πέραν των κρατικών ομολόγων. Ανθίζει όταν το χρήμα που κυκλοφορεί αυξάνει με δυσανάλογα υψηλούς ρυθμούς συγκριτικά με την παραγωγή, καθώς επίσης όταν αδρανούν οι κεντρικοί έλεγχοι στη λειτουργία των αγορών. Η σημερινή εποχή ενδείκνυται για κερδοσκοπία, καθώς οι κρατικές και νομισματικές αρχές των μεγάλων χωρών έχουν ρίξει τεράστιες ποσότητες χρήματος στις αγορές για τη διάσωση προβληματικών τραπεζών και την έξοδο των οικονομιών τους από την ύφεση. Η κερδοσκοπία ουσιαστικά αναφέρεται στην ανάληψη από έναν επενδυτή αυξημένων κινδύνων, με αντιστάθμισμα την προσδοκία αποκόμισης μεγάλων κερδών σε σύντομο χρονικό διάστημα.
8
Σορτάρισμα
Η πλέον γνώριμη και προσφιλής στους κερδοσκόπους τακτική είναι το σορτάρισμα. Οι επενδυτές που σορτάρουν μια μετοχή, έναν μετοχικό δείκτη ή ένα μελλοντικό συμβόλαιο ουσιαστικά πωλούν τίτλους οι οποίοι δεν βρίσκονται στην κατοχή τους, αναλαμβάνοντας, όμως, την υποχρέωση επαναγοράς της σε κάποια μελλοντική στιγμή για να «καλύψουν» την πώληση. Ο επενδυτής-χρηματιστής δανείζεται τις μετοχές που θέλει να πουλήσει, καταβάλλοντας κάποια χρηματική εγγύηση για να τις παρουσιάσει κατά την ημερομηνία εκκαθάρισης της πράξης. Συνήθως προβαίνει στην ακάλυπτη αυτή πώληση με την προσδοκία ότι η αξία των μετοχών θα υποχωρήσει, οπότε η αντισταθμιστική μεταγενέστερη αγορά τους, την οποία είναι υποχρεωμένος να κάνει για να καλύψει το άνοιγμά του και να τις επιστρέψει σε όποιον του τις δάνεισε, θα γίνει με την πραγματοποίηση κέρδους.
9
Ευρωομόλογο
Το ευρωομόλογο είναι η λύση-σωσίβιο που έχει προταθεί από μερικές πλευρές για τις υπερχρεωμένες και οικονομικά αδύναμες χώρες της Ν. Ευρώπης, αλλά η οποία συναντά αντίσταση από τον ευρωπαϊκό Βορρά. Είναι ένα ομόλογο που θα καλύπτει όλες τις χώρες της ευρωζώνης. Δεν θα εκδίδεται από κάθε χώρα-μέλος ξεχωριστά με το ιδιαίτερο κόστος δανεισμού που τη χαρακτηρίζει. Με το ευρωομόλογο, όπως υποστηρίζουν οι θιασώτες του, ουσιαστικά εξισώνεται το κόστος δανεισμού για όλες τις χώρες-μέλη (αφού θεωρητικά θα έχει την εγγύηση ισχυρών κρατών όπως η Γερμανία). Αυτό αποτρέπει τις κερδοσκοπικές επιθέσεις στις πλέον αδύνατες χώρες. Οι αντιρρησίες - γερμανοί κυρίως - υποστηρίζουν ότι αυτό σημαίνει πως θα αυξηθεί το κόστος δανεισμού για τις ισχυρές χώρες-μέλη και θα απαλλάξει τις ασθενείς χώρες-μέλη από την υποχρέωση να νοικοκυρέψουν τα δημόσια οικονομικά, γεγονός που θα ακυρώσει στην πράξη το Σύμφωνο Σταθερότητας, αφαιρώντας συγχρόνως από την αναπτυξιακή δυναμική των ισχυρότερων χωρών-μελών.
10
Ρευστότητα από ΕΚΤ
Πριν από περίπου ένα χρόνο (Ιούνιος 2009), όταν η κρίση ξέσπασε, οι τράπεζες σταμάτησαν να δανείζουν η μια την άλλη στην διατραπεζική αγορά, γιατί φοβούνταν ότι θα υπάρξουν πτωχεύσεις και θα χάσουν τα χρήματά τους. Γι' αυτό παρενέβη η ΕΚΤ και άρχισε αυτή να δανείζει τις τράπεζες με χαμηλό επιτόκιο και εγγύηση κρατικά χρεόγραφα ή τιτλοποιημένα χρεόγραφα που έχουν πιστοληπτική διαβάθμιση κάποιου επιπέδου και πάνω.
Η ΕΚΤ δίνει επίσης ρευστότητα στις τράπεζες για διαστήματα μιας εβδομάδας, δύο εβδομάδων, ενός μηνός, τριών μηνών, 6 μηνών και μέχρι πρόσφατα 12 μηνών με την προσκόμιση ενέχυρου. Λόγω της κρίσης, η ΕΚΤ ικανοποιεί πλήρως τις απαιτήσεις των τραπεζών για ρευστότητα (δίνει δηλαδή όσα ζητούν) παίρνοντας ως ενέχυρα τίτλους που έχουν πιστοληπτική διαβάθμιση ΒΒΒ -ή καλύτερη. Καθώς όμως τον Μάρτιο του 2010 λήγει η προθεσμία άσκησης από από την ΕΚΤ παρόμοιας πολιτικής ποσοτικής επέκτασης ή χαλάρωσης (quantitative easing) οι διευκολύνσεις αυτές θα περιοριστούν. Αυτό είναι πρόβλημα για τις ελληνικές τράπεζες που έκαναν μεγάλη χρήση των διευκολύνσεων της ΕΚΤ και τώρα πρέπει να επιστρέψουν σταδιακά τα χρήματα που πήραν και να βγουν στις διεθνείς αγορές να δανειστούν.
11
Πρόγραμμα σταθερότητας
Το Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΠΣΑ) είναι το κοινό ευρωπαϊκό «κοστούμι» που όλες οι χώρες-μέλη της ευρωζώνης οφείλουν να φορέσουν ανεξαρτήτως «διαστάσεων» ή ιδιαιτεροτήτων εκάστης εξ αυτών. Πρόκειται ουσιαστικά για έναν πολυετή κρατικό προϋπολογισμό, ο οποίος ορίζεται από τη συμφωνία μεταξύ των χωρών-μελών της Ε.Ε. σχετικά με τη συμπεριφορά τους σε επίπεδο δημοσιονομικής πολιτικής προκειμένου να διευκολυνθεί η διατήρηση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ) της Ε.Ε. Το ΠΣΑ, το οποίο υιοθετήθηκε το 1997 με στόχο να διατηρηθεί και να ενισχυθεί η δημοσιονομική πειθαρχία από τις χώρες-μέλη που έχουν υιοθετήσει το ευρώ και τα κριτήρια σύγκλισης του Μάαστριχτ, επιβάλλει δύο βασικά κριτήρια: (α) το δημόσιο έλλειμμα να μην υπερβαίνει το 3% του ΑΕΠ και (β) το εθνικό δημόσιο χρέος να μην υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ. Τη τήρηση του ΠΣΑ επιβλέπουν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Συμβούλιο, που είναι τα αρμόδια θεσμικά όργανα για την ανακοίνωση προειδοποιήσεων και την επιβολή κυρώσεων σε όσα μέλη δεν τηρούν τα παραπάνω κριτήρια. Βεβαίως, με την πρωτοφανή τρέχουσα χρηματοπιστωτική και δημοσιονομική κρίση, τα κριτήρια παραβιάστηκαν σχεδόν απ' όλες τις χώρες-μέλη και τώρα επιδιώκεται η σταδιακή αποκατάσταση και επιστροφή στις νόρμες του ΠΣΑ.
12
Σκληρή επιτήρηση
Η Ελλάδα αμάρτησε με τα ελλείμματα και τώρα πληρώνει φορώντας κοινοτικό «κορσέ».
Με την έγκριση του ελληνικού Προγράμματος Σταθερότητας από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, η Ε.Ε. έχει θέσει παράλληλα την Ελλάδα -η οποία θεωρείται πλέον «απειλή» για την ομαλή λειτουργία της ΟΝΕ- σε αυστηρή επιτήρηση σε τρία επίπεδα: δημοσιονομική προσαρμογή, προώθηση μεταρρυθμίσεων, αποκατάσταση αξιοπιστίας των στατιστικών στοιχείων.
Στο πλαίσιο αυτό, η Ε.Ε. θα παρακολουθεί σε μηνιαία βάση την εκτέλεση του ελληνικού προϋπολογισμού και των μεταρρυθμίσεων και, εφόσον επισημαίνει παρεκκλίσεις από τους στόχους ή καθυστερήσεις στην εκτέλεση, θα μπορεί ουσιαστικά να επιβάλλει πρόσθετα μέτρα. Μάλιστα, όταν θα λαμβάνονται οι αποφάσεις στις Βρυξέλλες, η Ελλάδα δεν θα έχει δικαίωμα ψήφου στις σχετικές ψηφοφορίες.
13
Υφεση
Το μαύρο πρόβατο στον καπιταλισμό είναι η κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας. Οικονομική ύφεση υπάρχει όταν η οικονομία, αντί να αναπτύσσεται, συρρικνώνεται στη διάρκεια του έτους, έχουμε δηλαδή μείωση του πραγματικού (αποπληθωρισμένου) ΑΕΠ. Να σημειωθεί πως στη διάρκεια της ύφεσης τα επιχειρηματικά έσοδα, τα κέρδη, οι αμοιβές, οι τιμές και η παραγωγικότητα μειώνονται, ενώ αυξάνεται η ανεργία.
14
Πτώχευση
Στην περίπτωση των κρατών που χρεοκοπούν, κηρύσσοντας αδυναμία πληρωμών, δεν υπάρχει κάποια νομική διαδικασία ή άμεση ρευστοποίηση περιουσιακών στοιχείων της χώρας, όμως υποτιμάται το νόμισμά της αυτόματα. Ακολουθεί μία αλληλουχία γεγονότων, όπως εκροές κεφαλαίων, απόσυρση αποταμιεύσεων και χρεοκοπίες χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων, αύξηση πληθωρισμού, ανεργίας κ.λπ.
15
Προγράμματα διάσωσης
Οι χώρες που κηρύσσουν πτώχευση υπό το βάρος των χρεών τους είναι συνήθως οι πιο φτωχές και οι αναπτυσσόμενες, οι οποίες προσφεύγουν για το λόγο αυτόν στο ΔΝΤ, το οποίο χορηγεί δάνεια για να πληρωθούν οι οφειλέτες, με αντάλλαγμα σκληρά μέτρα που θεωρητικά θα βοηθήσουν στην ανάκαμψη (υποτίμηση, πάγωμα ή μείωση κρατικών δαπανών και μισθών, μαζικές ρευστοποιήσεις κρατικών περιουσιακών στοιχείων υπό μορφή ιδιωτικοποιήσεων κ.λπ.).
Τα δρακόντεια μέτρα και οι θυσίες στις οποίες υποβάλλει τις χρεοκοπημένες οικονομίες το ΔΝΤ αποσκοπούν στην επανάκτηση της εμπιστοσύνης των ξένων επενδυτών. Στην περίπτωση χωρών με ενιαίο νόμισμα, όπως της ευρωζώνης, εάν κάποιο μέλος χρεοκοπήσει δεν μπορεί να γίνει υποτίμηση, πράγμα που καθιστά πολύ δυσκολότερη θεωρητικά τη δημοσιονομική προσαρμογή και τη σταθεροποίηση της οικονομίας.
Αυτό, σε συνδυασμό με το πλήγμα στο ευρωπαϊκό γόητρο, κάνει πολλούς να ζητούν την υποκατάσταση του ΔΝΤ από την ΕΚΤ σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης μιας χώρας. Πάντως, ενώ αυτό θα σήμαινε την αλλαγή του καταστατικού της ΕΚΤ και της Συνθήκης της Λισαβόνας (στόχος πολύ δύσκολος -βλ. απροθυμία Γερμανών- και χρονοβόρος).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου