O κύριος Μπουντοβίνος
Πέρασε τελικά κείνος ο χειμώνας μακρύς, σαρωτικός και ανελέητος, σα βοριάς στη ρώσικη στέπα. Η άνοιξη ήρθε, τρυφερή και γλυκερή, ανάσταση ή μηχανική εναλλαγή; Μαζί με το χειμώνα έφυγε και ο πατέρας, πριν την ώρα του. Δεν έκλαψα τότε. Ένιωσα μόνο ανήμπορος να τον βοηθήσω στην αρρώστια του. Μου φάνηκε σα μια αδάμαστη νομοτέλεια, που μας περιγελούσε όλους, δικούς μου και γιατρούς. Η συνείδηση μιας γενιάς χάθηκε πριν γίνει συνείδηση. Ύστερα, σιγά σιγά οι αμμοστρόβιλοι ξανάκατσαν στην έρημο και το τοπίο ημέρεψε. Την έλλειψη του τη συνειδητοποίησα, καιρό αργότερα, σε αιφνίδιες κι οδυνηρές ανακλήσεις - παιγνίδια της μνήμης. ΄Αλλες φορές πάλι σκεφτόμουνα τα ανθρώπινα φαταλιστικά, σα μια διαδοχή όμοιων καταστάσεων, όρθιοι ανθιστάμενοι αμμόλοφοι στο βοριά, ήττα και ισοπέδωση τους. Χούς εις χούν…
Ήδη από την πρώτη φορά στα κοιμητήρια το μάτι μου έπιασε πλάγια μια φωτογραφία στη διπλανή ταφόπετρα. Νομίζω πως δεν υπάρχει άνθρωπος που προσκυνά τάφο χωρίς να κοιτάξει δίπλα, ίσως σαν σε μια αναζήτηση ομοιοπαθών, για ελάφρυνση του πόνου. Αυτή η φωτογραφία κόλλησε στο μυαλό μου. Ήταν ενός ανθρώπου παχουλού, κάπου στα εξήντα, με γυαλιά ελαφρά σκούρα και ένα πλατύ χαμόγελο ασυνήθιστα πονηρό, σα να σούλεγε πως αυτός κάτι έξυπνο σκάρωσε, ξεγέλασε το θάνατο και του ξεγλίστρησε. Πίστευες αυθόρμητα ότι αυτός ο άνθρωπος δεν είναι δυνατόν να πέθανε. Η φωτογραφία γράφτηκε στη μνήμη μου σαν μια οικεία μορφή, σαν μια γνωριμία.
....................................................………………….......
Πέρασε πολύς καιρός. Η μνήμη του πατέρα πέρασε στη λογική των γενεών. Ο χρόνος με έπεισε ότι αυτοί που φεύγουν ζουν στη ζωή μας και μέσα απ΄ αυτή. Είναι ένα κομμάτι στο χαρακτήρα μας, στη συμπεριφορά μας και στη μορφή μας. Έτσι, έστω και κομματιαστά, μετουσιώνονται και μετενσαρκώνο-νται…
Βρισκόμουν μέσα στο πλήθος μια μέρα, σε πληθόλουτρο όπως θα λέγαν κάποιοι, όταν τον είδα. Τα μάτια μου θόλωσαν. Το όριο του κόσμου τούτου και του οποιοδήποτε άλλου παραβιάστηκε καταμεσήμερα. Να ξαναδώ, να ξαναδώ καλύτερα διέταξε ο νους τα μάτια μου.
“Ο Μπουντοβίνος”, ανατρίχιασα μέχρι τα τρίσβαθα της ψυχής μου. Ο ουρανός με σημάδεψε καταγάλαζος με ατομικό αστροπελέκι. Αυτός είναι. Ξέχασα τη δουλειά μου και έκανα μαγνητισμένος προς το μέρος του. Το πλήθος όμως πυκνό δεν μου επέτρεπε να κάνω γρήγορα. Ήταν η ίδια μορφή, λίγο πιο γερασμένη, τα γυαλιά και κείνη η αλησμόνητη πονηρή φυσιογνωμία. Σα να είδε ότι τον παρατηρώ γιατί άλλαξε κατεύθυνση αιφνίδια, σάμπως να με απέφευγε. Ίσως, σκέφτηκα τρελά, με είδε σαν εισβολέα της ουράνιας διάστασης του που με στείλαν να τον μαντρώσω. Προχώρησα σπρώχνοντας, ακούγοντας από απλές διαμαρτυρίες μέχρι πιο καυστικές εκφράσεις. Ναι, δε γελιόμουνα. Κοίταζε κρυφά πίσω του και προσπαθούσε να απομακρυνθεί. Έστριψε στην πρώτη γωνία και σήκωσε το χέρι του για ταξί.
Για καλή δική μου τύχη δεν στάθηκε τυχερός και τον έφτασα λαχανιασμένος. Δεν ήξερα όμως τι να πω. Μ΄ έπνιγε ένα κουβάρι μπερδεμένων σκέψεων μη ξέροντας από που ν΄ αρχίσω. Έκανε πως δεν με αντιλήφθηκε. Τον σκούντηξα, σίγουρος ότι θα έπιανα αέρα και στη συνέχεια θα μου φορούσαν λευκό μανδύα. Δεν ήταν αέρας. Γύρισε και με κοίταξε με πονηρή απορία, ανάκατη με αόριστο φόβο.
“Ο…ο…κύριος Μπουντοβίνος;”
Η φωνή μου δεν πρέπει να ακουγόταν ακριβώς ανθρώπινη.
“Ο ποιος;”
“Ο κύριος Μπουντοβίνος;”
Κατάλαβα ότι βρισκόταν σε θέση άμυνας και ανησυχίας.
“Όχι κύριε, δεν είμαι αυτός που λέτε, αφήστε με ήσυχο.”
Είχα φτάσει στη σφαίρα της ατομικής του ελευθερίας και είχα ήδη περάσει με ταχύτητα στην απαγορευμένη ζώνη της. Ωστόσο δεν μπορούσα να σταματήσω. Αισθανόμουν ότι βρισκόμουν μπροστά σε ένα μεγάλο μυστήριο, με αυξημένα δικαιώματα.
“Σας ξέρω, κύριε Μπουντοβίνο. Ήσασταν θαμμένος δίπλα στον πατέρα μου.”
Έτρεμα και με πλησίασε η σκιά του λάθους.
“Θα τα ξεκαθαρίσω”, αποφάσισα. “Ακόμα κι αν κάνω λάθος. Ακόμα κι αν με κλείσουν μέσα. Σε φυλακή ή ψυχιατρείο”.
Γύρισε αντίθετα από μένα σα να είχε να κάνει με μανιακό, ψάχνοντας κάποιο στήριγμα.
“Ο κύριος Μπουντοβίνος,” φώναξα μες το πλήθος. “Δεν με γελάτε εμένα.”
“Βοήθεια, τρελός, βοήθεια”, φώναξε.
Κόσμος σταμάτησε και μας κοιτούσε. Τώρα εγώ τον έπιανα για να μη φύγει κι’ ο κόσμος έπιανε εμένα μη φύγω εγώ.
“Είναι νεκρός,” φώναξα με τη σειρά μου, προκαλώντας τη γενική θυμηδία και την αρωγή του κόσμου στην πλευρά του άλλου. “Είναι θαμμένος δίπλα στον πατέρα μου.”
Κάποιοι με άρπαξαν πιο σφιχτά και με ακινητοποίησαν. Ο κύριος "Μπουντοβίνος" έκανε να φύγει.
“Πιάστε τον,” φώναξα. “Μην τον αφήνετε να φύγει. Νάρθει η αστυνομία.” Ο κόσμος μας κύκλωσε και τους δυο, ενώ κι άλλοι περαστικοί πλησίαζαν ρωτώντας.
“Ενα αστυνομικό, φωνάξτε κάποιον. Ο άνθρωπος είναι για δέσιμο,” επέμενε κάποιος. Μα και γω ζητούσα αστυνομία.
Πράγματι σε λίγο έφτασε ένας αστυνομικός. Ο κύριος "Μπουντοβίνος" ήταν πιο ανάστατος κι ανήσυχος από μένα, που ήμουν έξαλλος, αναμαλλιασμένος, με τα μάτια μου σίγουρα τρομακτικά, στα πρόθυρα νευρικής παράκρουσης. Μας έβαλαν σε αυτοκίνητο της αστυνομίας και μας κουβάλησαν στο τμήμα.
“Αυτός ο άνθρωπος είναι νεκρός,” φώναξα στον αξιωματικό υπηρεσίας. “Είναι θαμμένος δίπλα στον πατέρα μου. Μπορούμε να πάμε στα κοιμητήρια και θα το διαπιστώσετε. Δεξιά πτέρυγα μπαίνοντας, τρίτη σειρά, κοντά στο κέντρο.”
“Τις ταυτότητες σας, κύριοι,” έκανε το όργανο αγνοώντας με αδιαφορία τα λεγόμενα μου, υπομειδιώντας ελαφρά για τας σώας φρένας μου και προσπαθώντας να βάλει κάποια τάξη.
Έβγαλα την ταυτότητα μου πρόθυμα. Έγραψε ό,τι έπρεπε.
“Και τη δική σας, κύριε,” είπε το όργανο.
Η πονηρή φάτσα είχε γίνει κατάχλωμη.
“Δεν την έχω μαζί μου,” είπε.
“Πως λέγεστε και που μένετε τουλάχιστον,” ξαναείπε ο αστυνομικός.
Ο κύριος "Μπουντοβίνος" έδειχνε να καταρρέει.
“Πως λέγεστε,” επανέλαβε ο αστυνομικός.
Κάτι άρχισα να καταλαβαίνω. Το μυαλό μου άρχισε να τρέχει σε τρελούς διάδρομους με ασύλληπτες στροφές. Έπρεπε να φύγουμε αμέσως και οι δύο από κει μέσα. Ύστερα να τα ξεκαθαρίσουμε μόνοι μας, γήινα ή ουράνια. Κοίταξα με νόημα τον Μπουντοβίνο. Έπιασα την απελπισία στο βλέμμα του και μια σίγουρη πρόσκληση υψηλής έντασης να τα βρούμε μόνοι μας.
“Εγώ, εγώ φταίω για όλα. Λυπάμαι…..λυπάμαι πάρα πολύ. Έγινε μια τρομερή παρεξήγηση”, είπα στο όργανο. “Πρόκειται για σατανική ομοιότητα. Αυτό με μπέρδεψε και με αναστάτωσε. Με τον άνθρωπο αυτό δεν έχω καμία απολύτως διαφορά. Δεν τον γνωρίζω. Του ζητώ ειλικρινή και βαθιά συγγνώμη. Μου φάνηκε κάποιος παλιός γνωστός που μας χρωστάει χρήματα κι εξαφανίστηκε. Πέθανε είπαν.”
“Νεαρέ με αναστατώσατε. Δεν είναι τρόπος αυτός. Με φοβίσατε και για λίγο πίστεψα ότι δεν είστε καλά στα μυαλά σας. Είπατε ένα σωρό ακατανόητα πράγματα. Ωστόσο δεν έγινε τίποτα τελικά. Παραγνωρίσατε. Σας συγχωρώ. Συμβιβαζόμαστε”, δήλωσε ο Μπουντοβίνος γυρίζοντας στο όργανο.
Ο αστυνομικός κοιτούσε με πελώρια απορία. Μπλέχτηκε μεταξύ τυπικότητας και ανθρωπιάς. Δεν μπορούσε να εξηγήσει την ξαφνική μεταστροφή μου. Του αρκούσε όμως που επανήλθα στη σφαίρα της συμβατικής λογικής. Αφού άκουσε για λίγο ακόμα τις εκατέρωθεν εξηγήσεις και βεβαιώθηκε ότι ο καυγάς δεν θα ξανάρχιζε, είπε τελικά.
“Δώστε τα χέρια. Νεαρέ ζήτα συγγνώμη και φύγετε γρήγορα. Έχεις άσχημα νεύρα όμως. Η συμπεριφορά σου θα σου κοστίσει.”
Είχα ηρεμήσει κάπως για τη στιγμή αλλά η περιέργεια για τη συνέχεια με έκαιγε. Βγήκαμε μαζί. Ένιωθα να πηγαίνω βόλτα με εξωγήινο. Όταν απομακρυνθήκαμε μίλησε πρώτος.
“Συλλυπητήρια για τον πατέρα σας. Έχετε δίκαιο. Είμαι ο Μπουντοβίνος και φυσικά δεν είμαι νεκρός. Είναι μια μεγάλη πονεμένη ιστορία. Στη θέση μου στα κοιμητήρια έθαψαν κάποιον φουκαρά από τροχαίο που εγώ έβαλα τα χαρτιά μου στην τσέπη του. Από τότε ξαναγεννήθηκα. Τρομακτικό μα τίποτα το ουσιαστικά παράνομο. Ήταν μια καινούρια αρχή για μένα. Υπάρχω για μένα μόνο και για κανένα άλλο. Τελείωσε ένα ταραγμένο παρελθόν και ξαναγεννήθηκα. Διάλεξα έτσι τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής μου να τα ζήσω έξω από συμβάσεις, χαρτιά και μπελάδες. Δεν έχω νήματα με τα παλιά. Δεν υπήρξα…Έχω πάει και γω στα μνήματα πολλές φορές στον φουκαρά που έθαψαν στη θέση μου ν΄ αφήσω λουλούδια. Είμαι ο βρυκόλακας ενός φαντάσματος. Γνωρίζω τον πατέρα σου. Σ΄ ευχαριστώ για το σεβασμό στο μυστικό μου. Σου χρωστώ τη στερνή, ακριβή, μεταθανάτια ελευθερία μου........”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου