Φλυαρία και περιέργεια. Η «διάχυτη εκπαίδευση» στο μεταφορντισμό
αποσπασμα
''Ας απλουστεύσουμε το ερώτημα στο έπακρο. Η «διάχυτη» (ή, όπως επίσης
λέγεται, «δια βίου») εκπαίδευση που έχει ως κέντρο βάρους τα νέα ΜΜΕ,
καταλαμβάνει το χώρο που εκτείνεται μεταξύ ενός «όχι πλέον» και ενός
«όχι ακόμα». Δεν υπάρχει πλέον ένας ιστός παγιωμένων παραδόσεων, ικανός να προστατεύσει την ανθρώπινη πρακτική από το αστάθμητο και το συγκυριακό· δεν υπάρχει ακόμα η
«κοινότητα όλων εκείνων που δεν μπορούν πλέον να υπολογίζουν σε καμία
εκ των προτέρων καθορισμένη κοινότητα» (Bataille). Το να κατοικείς σε
αυτό το χώρο απαιτεί σημαντική προσπάθεια προσαρμογής, ευελιξία,
ετοιμότητα αντανακλαστικών. Ε, λοιπόν, πολλές από τις κλίσεις που η
ηθική φιλοσοφία είχε κρίνει με αυστηρότητα, υπογραμμίζοντας τον
αποπροσανατολιστικό ή νοσηρό χαρακτήρα τους, φαίνεται να είναι πολύτιμα
προαπαιτούμενα για να προσαρμοστεί κανείς με ευλυγισία και ετοιμότητα
στη «γη του κανενός» που εγκλείεται ανάμεσα στο «όχι πλέον» και στο «όχι
ακόμα». Ορισμένα κατακριτέα συναισθήματα καθίστανται πηγές γνώσης,
με άλλα λόγια εργαλεία εκμάθησης και πειραματισμού. Η σκοτεινή πλευρά
της ηθικής αποκτά αύξουσα επιστημολογική σημασία, καθότι μας βοηθά να
καταλάβουμε (και άρα να αντιμετωπίσουμε) τη διαρκή μεταβλητότητα των
λειτουργικών προτύπων και των τρόπων ζωής. Η αστάθεια, η επιπολαιότητα, ο
καιροσκοπισμός καθιστούν δυνατή την απόκτηση νέων αντιληπτικών
ικανοτήτων· την απορρόφηση των κραδασμών του απρόβλεπτου· τον καλύτερο
προσανατολισμό μέσα σε άγνωστα εδάφη. Η «πραγματεία περί παθών» που
ενυπάρχει στην υλική λειτουργία των μέσων αξίζει μια προσέγγιση χωρίς
πάθος: αποτελεί, κατά πρώτο λόγο, μια εργαλειοθήκη. Τα εργαλεία αυτά
είναι βεβαίως στοιχειώδη και προσωρινά, αλλά συμβάλλουν στη σκιαγράφηση
πρωτόγνωρων μορφών εμπειρίας.
Για το μετασχηματισμό ανάρμοστων ηθικών τάσεων σε επιστημολογικές αρετές (ή, εάν προτιμάτε, σε τεχνικές ικανότητες) μπορούμε να δώσουμε ένα παράδειγμα εξετάζοντας δύο γνωστότατα, όσο και κακόφημα, φαινόμενα της καθημερινής ζωής: τη φλυαρία,
με άλλα λόγια μια ομιλία χωρίς σπονδυλική στήλη, αδιάφορη προς τα
περιεχόμενα, η οποία περνάει πάνω από τα πράγματα χωρίς να τα αγγίζει,
μεταδοτική και ασυγκράτητη· και την περιέργεια, δηλαδή την ακόρεστη πείνα για το νέο ως νέο.
2. Ένα υποκείμενο φλύαρο και αδιάκριτο
Πάθη κατεξοχήν τηλεοπτικά[2], η φλυαρία και η περιέργεια αναλύθηκαν σε βάθος από τον Mάρτιν Χάιντεγκερ στο Είναι και χρόνος
(παράγραφοι 35 και 36). Δεν είναι δυνατό να κάνουμε εδώ εκτενή αναφορά
σε αυτή την διάσημη ανάλυση. Ας αρκεστούμε να επισημάνουμε ότι θα
κάνουμε μια εργαλειακή και χαλαρή χρήση της. Τόσο χαλαρή, που τα λόγια
του Χάιντεγκερ θα χρησιμοποιηθούν μερικές φορές ενάντια στον ίδιο το
Χάιντεγκερ. Για να αρχίσουμε, δύο σύντομες νύξεις για το θεματικό
πλαίσιο στο οποίο τοποθετείται η εξέταση των τηλεοπτικών παθών.
Στο Είναι και χρόνος, η φλυαρία και η περιέργεια
επιστρατεύονται ως τυπικές εκδηλώσεις της «μη αυθεντικής ζωής». Αυτή η
τελευταία χαρακτηρίζεται από την κομφορμιστική ισοπέδωση κάθε αίσθησης
και κάθε κατανόησης. Σε αυτήν, κυριαρχεί αδιαφιλονίκητα η απρόσωπη
αντωνυμία «τις»[3]: λέγεται, γίνεται, πιστεύεται
αυτό ή το άλλο πράγμα. Το «τις» είναι ανώνυμο και διεισδύει παντού.
Τρέφει καθησυχαστικές βεβαιότητες, διαδίδει απόψεις που ήδη πάντα όλοι
συμμερίζονται. Είναι το υποκείμενο χωρίς πρόσωπο της τηλεοπτικής
επικοινωνίας. Εγκαθιδρύει αυτό το «δημόσιο ερμηνευτικό καθεστώς», στο
εσωτερικό του οποίου αναπτύσσεται η καθημερινότητα της μαζικής
κοινωνίας. Περιττό να προσθέσουμε ότι είναι ακριβώς το «τις» και μόνο
αυτό που τρέφει τη φλυαρία και αποχαλινώνει μια περιέργεια ακόρεστη και
ασυγκράτητη.
Δεύτερη συνοπτική παρατήρηση. Το φλύαρο και αδιάκριτο «τις» αποκρύπτει, ή παραμορφώνει, το καθοριστικό (αυθεντικό, ακριβώς)
γνώρισμα της ανθρώπινης ύπαρξης: το «είναι εν κόσμω». Πράγματι, το να
ανήκεις στον κόσμο δεν σημαίνει να τον στοχάζεσαι με ουδέτερο τρόπο.
Αυτό το αναπόδραστο ανήκειν προϋποθέτει, αντίθετα, μια πρακτική ανάμιξη,
μια δραστηριότητα χειρισμού, μία επιμελή μέριμνα. Θα μπορούσαμε να
πούμε: η αυθεντική ζωή, δηλαδή η σύμφωνη με το πραγματικό «είναι εν
κόσμω», βρίσκει την προσήκουσα έκφρασή της στην εργασία. Ο
κόσμος είναι, πάνω απ’ όλα, ένας κόσμος-εργοτάξιο, ένα σύνολο μέσων και
παραγωγικών σκοπών, το θέατρο (και το αντικείμενο) μιας γενικής
ετοιμότητας προς εργασία. Κατά τον Χάιντεγκερ, όποιος φλυαρεί και
παραδίδεται στην περιέργεια, δεν εργάζεται· εκτρέπεται από την εκτέλεση
ενός καθορισμένου καθήκοντος· έχει αναστείλει ή κατασιγάσει την «επιμελή
μέριμνα». Το «τις», εκτός από ανώνυμο, είναι και οκνηρό. Η ανεύθυνη επιπολαιότητά του διαδίδεται από τη στιγμή που συμπεριφερόμαστε ως θεατές του κόσμου.
Σε αυτήν την περίπτωση, ο κόσμος-εργοτάξιο παραχωρεί τη θέση του σε
έναν πλασματικό κόσμο-θέαμα. Η απόδραση από την κατάρα τού «τις» δεν
είναι τίποτε άλλο από την επιστροφή στην εργασία, με άλλα λόγια από μια συνειδητή επανιδιοποίηση του πραγματιστικού και παραγωγικού «είναι εν κόσμω».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου