Αναδιαμορφώνοντας το Οικείο Έδαφος
Postnational Citizenship: Reconfiguring the Familiar Terrain
YASEMIN SOYSAL
στο: Kate Nash & Alan Scott (Επιμ.): The Blackwell Companion to Political Sociology, Blackwell Publishers, 2000.
Μεταφραση : ΕΛΕΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ
Οι κυρίαρχοι τρόποι κατανόησης της έννοιας της υπηκοότητας την αντιμετωπίζουν ως εθνική, υποδεικνύοντας έναν εδαφικά προσδιορισμένο πληθυσμό με ένα δεδομένο σύνολο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Η μετανάστευση θέτει υπό αμφισβήτηση τις προϋποθέσεις αυτού του μοντέλου έθνους-κράτους. Στη μεταπολεμική περίοδο, τα ατομικά δικαιώματα βρέθηκαν να αποκτούν μία ολοένα και μεγαλύτερη νομιμοποίηση ως «ανθρώπινα δικαιώματα» σε ένα υπερεθνικό επίπεδο. Επιπλέον, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η πολιτική εξουσία διαχέεται ολοένα και περισσότερο μεταξύ τοπικών, εθνικών και υπερεθνικών πολιτικών θεσμών. Όσον αφορά το θέμα των δικαιωμάτων και της ταυτότητας, η ανάπτυξη της μετα-εθνικής ιδιότητας του πολίτη** συνεπάγεται την επέκταση δικαιωμάτων σε μετανάστες που δεν έχουν την ιδιότητα του υπηκόου, πράγμα που κάνει ασαφή τη διχοτομική διάκριση ανάμεσα σε ημεδαπούς και αλλοδαπούς. Οι κινητοποιήσεις για τη διεκδίκηση συλλογικών δικαιωμάτων εμπλέκουν συνήθως ταυτότητες με το χαρακτηριστικό της ιδιαιτερότητας, αλλά είναι συνδεδεμένες με υπερεθνικά θεσμοθετημένες δημόσιες συζητήσεις και ατζέντες γύρω από τα ανθρώπινα δικαιώματα, οι οποίες ορισμένες φορές επικαλούνται το ζήτημα των δικαιωμάτων του ατόμου στην πολιτισμική διαφορά. Πέρα από αυτό, αυτές οι κινητοποιήσεις είναι συχνά οργανωμένες έτσι ώστε να απευθύνονται σε υπερεθνικές δικαιοδοσίες που υπερβαίνουν εκείνες του έθνους-κράτους. Ωστόσο, η Soysal υποστηρίζει ότι η διαμόρφωση της μετα-εθνικής ιδιότητας του πολίτη δεν συνεπάγεται το τέλος του έθνους-κράτους, το οποίο εξακολουθεί να παραμένει σημαντικό για την οργάνωση των δικαιωμάτων και τη διαφύλαξη των εθνικών πολιτιστικών δομών, ούτε αναγγέλλει μία παγκόσμια κοινωνία. Αυτή είναι μάλλον μία παράδοξη και αντιφατική διαδικασία, η οποία όμως απαιτεί πράγματι από τους κοινωνιολόγους να λάβουν υπόψη τους υπερεθνικούς θεσμούς περισσότερο σοβαρά από ό,τι συνέβαινε στο παρελθόν.
Η έννοια της ιδιότητας του πολίτη έχει επιστρέψει με αναπάντεχη ορμή. Από τη δεκαετία του 1990 έχει βρει το δρόμο της στα πλαίσια αξιοσημείωτων προόδων που έχουν συντελεστεί στον χώρο της κοινωνιολογίας. Αν ένα σημείο εισδοχής της είναι η ανα-κατανόηση, από την πλευρά των συγκριτικών και ιστορικών μελετών, της Μαρσαλιανής1 έννοιας της υπηκοότητας σαν μία έννοια περισσότερο δυναμική και συσχετιστική (Turner 1989˙ Sommers 1993˙ Wiener 1998) ή η επανιστόριση, από την πλευρά των ίδιων μελετών, της ανάπτυξης των εννοιών της κοινωνικής ευημερίας και των δικαιωμάτων των γυναικών με τη σωστή τους ιστορική ακολουθία (Barbalet 1988˙ Fraser και Gordon 1992˙ Orloff 1993˙ Skocpol 1996), το άλλο σημείο εισδοχής της είναι μία συνεχώς αναπτυσσόμενη βιβλιογραφία γύρω από τη μετανάστευση και τα πολιτικά δικαιώματα (Kymlicka και Norman 1994). Η μετανάστευση παρέχει μία παραγωγική σκοπιά για τη μελέτη των πολιτικών δικαιωμάτων καθώς θέτει υπό αμφισβήτηση αυτές τις ίδιες τις προϋποθέσεις του μοντέλου του ‘έθνους-κράτους’ που εμείς οι πολιτικοί κοινωνιολόγοι παίρνουμε ως δεδομένο στα πλαίσια του έργου μας.
Οι θεωρίες μας επιδεικνύουν μια πεισματική εμμονή στο να εκχωρούν μία προνομιούχα θέση στο έθνος-κράτος ως μονάδα ανάλυσης, ακόμη και όταν έχουν ως αντικείμενο συζήτησης παγκόσμιες διαδικασίες όπως είναι η μετανάστευση. Κάνοντάς το αυτό, ασπάζονται με αξιωματικό τρόπο τη διχοτομία του πολίτη και του ξένου, του γηγενή και του μετανάστη. Αυτό όχι μόνο δημιουργεί πολυπλοκότητες όσον αφορά την ανάλυση, καθώς υπερεθνικού χαρακτήρα θεσμοί και δημόσιοι διάλογοι γίνονται όλο και πιο σημαντικοί, αλλά επίσης καθιστά μη ορατές τις αλλαγές που λαμβάνουν χώρα στο πεδίο των εθνικών πολιτικών δικαιωμάτων όπως και τις νέες μορφές συμπερίληψης και αποκλεισμού.
Οι κυρίαρχοι τρόποι αντίληψης της σύγχρονης έννοιας της υπηκοότητας, όπως εκφράζονται αυτοί τόσο στα πλαίσια της ακαδημαϊκής όσο και σε εκείνα της λαϊκής δημηγορίας, βλέπουν τους πληθυσμούς να είναι οργανωμένοι μέσα στα όρια του έθνους-κράτους σύμφωνα με τέτοιους κανόνες ορισμού της υπηκοότητας που ανακηρύσσουν τη «συμμετοχή σε ένα κοινό έθνος» ως τη βάση που νομιμοποιεί την ιδιότητα του μέλους ενός σύγχρονου κράτους. Σαν τέτοια, η εθνική υπηκοότητα ορίζεται από δύο θεμελιακού χαρακτήρα βασικές αρχές: από μία συνταύτιση του εδαφικά προσδιορισμένου κράτους και της εθνικής κοινότητας και από τη συμμετοχή στο κοινό έθνος ως πηγή τόσο των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των ατόμων όσο και της συλλογικής τους ταυτότητας. Κατά συνέπεια, αυτό που υποδηλώνει η εθνική υπηκοότητα είναι ένας εδαφικά προσδιορισμένος ανθρώπινος πληθυσμός με ένα δεδομένο σύνολο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, από όπου οι ‘άλλοι’ αποκλείονται με κριτήριο την ιθαγένεια.
Στη μεταπολεμική περίοδο, μία σειρά από αλληλοσυνδεόμενες αλλαγές νομικού, θεσμικού και ιδεολογικού χαρακτήρα επηρέασαν τόσο την έννοια όσο και την οργάνωση των πολιτικών δικαιωμάτων*** στο Ευρωπαϊκό κρατικό σύστημα. Μία σημαντική εξέλιξη έχει να κάνει με την εντατικοποίηση σε παγκόσμιο επίπεδο των κηρυγμάτων αλλά και των νομικών πράξεων που έχουν ως αντικείμενο τα ατομικά δικαιώματα. Αυτή η έμφαση στα δικαιώματα έχει εκφραστεί μέσα από μία κωδικοποίηση της έννοιας των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» σαν μία παγκοσμίου επιπέδου οργανωτική αρχή στα πλαίσια νομικών, επιστημονικών και λαϊκών συμβάσεων. Τα ατομικά δικαιώματα που κάποτε συνδέονταν με την ιδιότητα του μέλους μιας εθνικής κοινότητας γίνονται ολοένα και πιο αφηρημένα και νομιμοποιούνται σε ένα υπερεθνικό επίπεδο και μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Καθώς νομιμοποιείται και εκθειάζεται από διάφορους διεθνείς κώδικες και νόμους, ο δημόσιος λόγος γύρω από τα ανθρώπινα δικαιώματα απονέμει οικουμενικού χαρακτήρα δικαιώματα στο άτομο. Αν και συχνά παραβιάζονται ως πολιτική πρακτική, τα ανθρώπινα δικαιώματα συνιστούν ολοένα και περισσότερο έναν παγκοσμίου επιπέδου δείκτη νόμιμης δράσης και παρέχουν μία μεγαλοπρεπή γλώσσα για τη διατύπωση διεκδικήσεων που αφορούν δικαιώματα τα οποία υπερβαίνουν την ιδιότητα του μέλους μιας εθνικής κοινότητας. Αυτή η αναμόρφωση των ατομικών δικαιωμάτων στη μεταπολεμική εποχή έχει προετοιμάσει το έδαφος επάνω στο οποίο προωθούνται πιο εκτεταμένες διεκδικήσεις και δικαιώματα. Ο ορισμός των ατομικών δικαιωμάτων σαν μία αφηρημένη, οικουμενικής διάστασης, κατηγορία, παρά σαν δικαιώματα που είναι άμεσα συνδεδεμένα με ένα απόλυτο καθεστώς εθνικής υπηκοότητας, έχει δώσει την ελευθερία σε μία ποικιλία συμφερόντων (σε περιβαλλοντολόγους, περιφερειακά κινήματα, αυτόχθονες ομάδες, καθώς επίσης και σε μετανάστες) να διεκδικούν περισσότερα από το κράτος.
Μία συμπληρωματική εξέλιξη είναι η εμφάνιση των πολυ-επίπεδων μορφών πολιτικής οργάνωσης. Η σταδιακή ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για παράδειγμα, δείχνει ότι η πολιτική εξουσία διαχέεται ολοένα και περισσότερο μεταξύ τοπικών, εθνικών και υπερεθνικών πολιτικών θεσμών. Με τη σειρά τους, η διάχυση και ο διαμοιρασμός της υπέρτατης πολιτικής εξουσίας κάνουν δυνατή τη δημιουργία νέων φορέων δράσης, διευκολύνουν τον ανταγωνισμό για την εξασφάλιση πόρων, και κάνουν δυνατή την ανάπτυξη νέων οργανωτικών στρατηγικών για την άσκηση των πολιτικών δικαιωμάτων. Η ύπαρξη των πολυ-επίπεδων μορφών πολιτικής οργάνωσης δημιουργεί νέες ευκαιρίες για τη δραστηριοποίηση διαφόρων ταυτοτήτων και την προώθηση αιτημάτων εντός των εθνικών ορίων αλλά και πέρα από αυτά.
Αυτές οι εξελίξεις έχουν σημαντικές συνέπειες για τις έννοιες της ταυτότητας και των δικαιωμάτων, από τη μία πλευρά, και για την οργάνωση και άσκηση των πολιτικών δικαιωμάτων, από την άλλη. Στην Ευρώπη σήμερα, οι συμβατικοί τρόποι αντίληψης της υπηκοότητας δεν επαρκούν για να κατανοήσουμε τη δυναμική των δικαιωμάτων και της κατάστασης του να αποτελεί κάποιος μέλος ενός συνόλου. Η εθνική υπηκοότητα ή η επίσημη εθνικότητα δεν αποτελεί πια μια σημαντική εννοιολογική σύλληψη όσον αφορά το πώς μεταφράζεται αυτή σε δικαιώματα και προνόμια, και οι διαδικασίες προώθησης διεκδικήσεων και συμμετοχής δεν αποτελούν αξιωματικά το απότοκο μιας εθνικής τάξης πραγμάτων.
Στις ενότητες που ακολουθούν θα επικεντρώσω το ενδιαφέρον μου σε δύο αποφασιστικής σημασίας πλευρές του φαινομένου των μεταβαλλόμενων μοντέλων υπηκοότητας: στην απο-σύζευξη της έννοιας των δικαιωμάτων από αυτήν της ταυτότητας και στην επέκταση των συλλογικών διεκδικήσεων και κινητοποιήσεων. Εδώ προχωρώ σε μια πιο εκτεταμένη συζήτηση αυτού που αλλού αποκάλεσα «μετα-εθνική ιδιότητα του πολίτη » (Soysal 1994).
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ
Η μεταπολεμική αναμόρφωση της έννοιας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έτσι ώστε να συνιστά αυτή μία οικουμενική θεμελιώδη αρχή, τόσο στα πλαίσια διεθνών συμβάσεων και θεσμών όσο και στα πλαίσια της επιστημονικής αλλά και της λαϊκής δημηγορίας, νομιμοποιεί τα δικαιώματα των ατόμων πάνω και πέρα από εθνικές συλλογικότητες. Αυτός ο επίσημος ως προς τους φορείς του λόγος γύρω από τα ατομικά δικαιώματα έχει συντελέσει σημαντικά στην καθιέρωση αλλά και στην επέκταση πολλών πολιτικών δικαιωμάτων σε εκείνους που στο παρελθόν ήταν είτε αποκλεισμένοι είτε περιθωριοποιημένοι κοινωνικά: στις γυναίκες, στα παιδιά, στους ομοφυλόφιλους και στις λεσβίες, σε θρησκευτικές και γλωσσικές μειονότητες, καθώς επίσης και στους μετανάστες. Ειδικά στην περίπτωση των μεταναστών, η επέκταση των ποικίλων δικαιωμάτων συμμετοχής έχει συντελέσει σημαντικά στο να γίνει πιο ασαφής η τυπική διχοτομική διάκριση ανάμεσα σε άτομα που κατέχουν μία συγκεκριμένη εθνική υπηκοότητα και στους ξένους.
Η διάβρωση των νομικών και θεσμικών διακρίσεων ανάμεσα σε υπηκόους και ξένους επιμαρτυρεί μία μεταβολή στα μοντέλα υπηκοότητας στο διάστημα που μεσολάβησε ανάμεσα σε δυο διαφορετικές μεταναστευτικές περιόδους κατά τον εικοστό αιώνα. Το μοντέλο της εθνικής υπηκοότητας, αγκυροβολημένο επάνω σε χωρικά προσανατολισμένους τρόπους αντίληψης του πολιτισμικού ‘ανήκειν’, ήταν κυρίαρχο κατά τη διάρκεια των μαζικών μεταναστεύσεων με την είσοδο του αιώνα, όταν οι μετανάστες είτε αναμένονταν να μεταμορφωθούν σε υπηκόους-μέλη της εθνικής πολιτείας (όπως στην περίπτωση των Ευρωπαίων που μετανάστευαν στις Η.Π.) είτε αποκλείονταν κατηγορηματικά από τους πολιτειακούς θεσμούς (όπως στην περίπτωση των Κινέζων που μετανάστευαν στις Η.Π. για να δουλέψουν σαν εργάτες με σύμβαση περιορισμένου χρόνου). Η μεταπολεμική μεταναστευτική εμπειρία αντανακλά μία εποχή κατά την οποία η έννοια της εθνικής υπηκοότητας αρχίζει να χάνει έδαφος προς όφελος νέων μορφών της ιδιότητας του πολίτη οι οποίες αντλούν τη νομιμοποίησή τους από μη-χωρικά προσανατολισμένες αντιλήψεις γύρω από τα δικαιώματα των ατόμων και οι οποίες παύουν, κατά συνέπεια, να είναι αδιάσειστα αγκυροβολημένες στην έννοια των εθνικών συλλογικοτήτων. Αυτές οι μετα-εθνικές μορφές αποκτούν την επεξηγηματική τους έκφραση στην ιδιότητα του μέλους που απολαμβάνουν οι μακροχρόνιοι μη-υπήκοοι μετανάστες σε δυτικές χώρες, οι οποίοι διατηρούν διάφορα δικαιώματα και προνόμια χωρίς να έχουν αποκτήσει την επίσημη ιθαγένεια, στις ολοένα και περισσότερες περιπτώσεις διπλής υπηκοότητας, φαινόμενο που παραβιάζει τις παραδοσιακές αντιλήψεις γύρω από το νόημα της πολιτικής συμμετοχής και της πίστης σε ένα και μόνο κράτος, στην ιδιότητα του πολίτη-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία αντιπροσωπεύει μία πολυστρωματική μορφή συμμετοχής, και στις υπολειπόμενες του εθνικού επιπέδου μορφές ‘υπηκοότητας’ σε πολιτιστικά ή διοικητικά αυτόνομες περιφέρειες της Ευρώπης (π.χ., χώρα των Βάσκων, Καταλονία, και Σκοτία). Τα συμμετοχικά δικαιώματα των μη-υπηκόων μεταναστών συνίστανται εν γένει στο γεγονός ότι αυτοί απολαμβάνουν πλήρεις αστικές ελευθερίες, κοινωνικά δικαιώματα (εκπαίδευση και πολλά από τα προνόμια κοινωνικής πρόνοιας), όπως επίσης και ορισμένα πολιτικά δικαιώματα (περιλαμβανομένου του δικαιώματος που έχουν σε ορισμένες χώρες να ψηφίζουν σε τοπικές εκλογικές). Στο αναδυόμενο Ευρωπαϊκό σύστημα, ορισμένες ομάδες ατόμων είναι περισσότερο προνομιούχες από ό,τι άλλες – τα άτομα με διπλή υπηκοότητα και τα ιθαγενή μέλη των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν περισσότερα δικαιώματα από ό,τι οι (μη-Ευρωπαίοι) μετανάστες που έχουν αόριστη άδεια παραμονής και οι πολιτικοί πρόσφυγες. Οι τελευταίοι, με τη σειρά τους, έχουν περισσότερα δικαιώματα από ό,τι τα άτομα με προσωρινή άδεια παραμονής ή οι παράνομοι μετανάστες. Κατά συνέπεια, αυτό που παρατηρείται ολοένα και περισσότερο είναι η ύπαρξη μιας πολλαπλότητας μορφών συμμετοχής, φαινόμενο που οδηγεί σε μορφές αποκλεισμού και συμπερίληψης οι οποίες δεν συμπίπτουν πια με τα όρια του έθνους (ή του εθνικού).
Κατά παράδοξο τρόπο, ενώ τόσο οι γενεσιουργές πηγές όσο και η νομιμότητα των δικαιωμάτων μετατοπίζονται προς ένα υπερεθνικό επίπεδο, οι ταυτότητες εξακολουθούν να διατηρούν το χαρακτηριστικό της ιδιαιτερότητας και να ορίζονται και να οργανώνονται με τοπικιστικά κριτήρια. Οι ίδιοι οικουμενικοί κανόνες και τα ίδια θεσμικά πλαίσια που εξυμνούν την ατομική διάσταση του ανθρώπου και τα ανθρώπινα δικαιώματα προχωρούν ταυτόχρονα στην πολιτογράφηση συλλογικών ταυτοτήτων σύμφωνα με τις ανάγκες εθνικών και εθνικο-θρησκευτικών ωφελιμισμών, νομιμοποιώντας το δικαίωμα του ατόμου στη «δική του ξεχωριστή πολιτιστική παράδοση» και ταυτότητα. Μέσα από τις μαζικές ανεξαρτητοποιήσεις πρώην αποικιών στη μεταπολεμική περίοδο και το συνακόλουθο έργο διεθνών οργανισμών όπως του Ο.Η.Ε., της UNESCO2 και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, το οικουμενικό δικαίωμα των ανθρώπων στη «δική τους ξεχωριστή πολιτιστική παράδοση» έχει αποκτήσει μία νομιμότητα η οποία αυξάνεται ολοένα και περισσότερο, και η έννοια της συλλογικής ταυτότητας έχει οριστεί από την αρχή ως μία από τις κατηγορίες των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στην πορεία, αυτά που κανονικά θεωρούμε ότι αποτελούν μοναδικά χαρακτηριστικά συλλογικοτήτων – κουλτούρα, γλώσσα, και τυπικά γνωρίσματα εθνικών ομάδων – έχουν γίνει διαφορετικές εκδοχές του οικουμενικού πυρήνα της έννοιας του ‘ανθρώπινου’ ή της ατομικότητας. Από τη στιγμή που θεσμοθετούνται ως ένα δικαίωμα, οι ταυτότητες καταλαμβάνουν μία αποφασιστικής σημασίας θέση στα ιστορήματα και στις στρατηγικές των ατομικών και συλλογικών φορέων δράσης. Στη συνέχεια, οι ταυτότητες αναπτύσσονται ραγδαία και γίνονται ολοένα και πιο δηλωτικές, δικαιοδοτώντας εθνικισμούς και ποικιλόμορφες ομαδικές διεκδικήσεις ιδιότυπου χαρακτήρα. Κατά συνέπεια, ακόμη και όταν πρώην κράτη-έθνη βρίσκονται υπό διάλυση (π.χ., η Σοβιετική Ένωση και η Γιουγκοσλαβία), οι μέσα από αυτήν τη διάλυση “αναδυόμενες” μονάδες φιλοδοξούν να αποκτήσουν τη μορφή ενός εδαφικά προσδιορισμένου κράτους με το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης, και η παγκόσμια πολιτική κοινότητα τους παραχωρεί αυτό το δικαίωμα. Τόσο στις εθνικές όσο και στις παγκόσμιες μορφές πολιτικής οργάνωσης, η έννοια της ταυτότητας έρχεται στο προσκήνιο σαν κεντρικό θέμα ενός διεισδυτικού λόγου γύρω από το ζήτημα της συμμετοχής και καθιερώνεται σαν ένα συμβολικό (αλλά και οργανωτικό) εργαλείο για τη δημιουργία νέων συνασπισμών ομαδικής αλληλεγγύης και συμπαράστασης και για την κινητοποίηση ποικίλων διεκδικήσεων.
Έτσι, καθώς τα δικαιώματα αποκτούν μία πιο οικουμενική μορφή και διαχωρίζονται από την έννοια του εθνικού ‘ανήκειν’, την ίδια στιγμή, οι ταυτότητες αποκτούν ολοένα και περισσότερο το χαρακτηριστικό του διακριτού και γίνονται πιο δηλωτικές. Αυτή η απο-σύζευξη της έννοιας των δικαιωμάτων από εκείνη της ταυτότητας αποτελεί ένα από τα πιο στοιχειώδη χαρακτηριστικά της μετα-εθνικής ιδιότητας του πολίτη. Τα άτομα απολαμβάνουν δικαιώματα και προστασία, και κατά συνέπεια την ιδιότητα του συμμέτοχου, μέσα σε κράτη που δεν είναι «τα δικά τους.» Ένας μετανάστης στη Γερμανία, για παράδειγμα, δεν είναι απαραίτητο να έχει κάποιον αρχέγονο δεσμό πολιτισμικού ή ιστορικού χαρακτήρα με την ιδέα της Γερμανικότητας για να απολαύσει κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά δικαιώματα. Τα δικαιώματα αυτών των μεταναστών είναι απόρροια υπερεθνικών διασκέψεων και δομών που εξυμνούν τα ανθρώπινα δικαιώματα σαν μία παγκοσμίου επιπέδου οργανωτική αρχή. Η ιδέα του έθνους, από την άλλη πλευρά, εξακολουθεί να υπάρχει σαν μία έντονη αλληγορική έκφραση της έννοιας της ταυτότητας, και κατά καιρούς σαν ένα ιδίωμα του πολέμου. Αυτή η ιδέα εξακολουθεί να είναι η πηγή μιας έντονα δηλωτικής διακριτότητας, όντας όμως πλέον απογυμνωμένη από τη δυνατότητα να ασκεί κάποια εξουσιαστική επιρροή όσον αφορά το δικαίωμα στην ιδιότητα του πολίτη****.
ΣΥΛΛΟΓΙΚΕΣ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΣΕΙΣ: Η ΑΣΚΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ
Με τις αναδιαμορφώσεις που έλαβαν χώρα κατά τη μεταπολεμική περίοδο στο πεδίο των πολιτικών δικαιωμάτων, παράλληλα με την αποσύνδεση της έννοιας των δικαιωμάτων από εκείνη της ταυτότητας, οι παλιές ταξινομήσεις που συναρτούν άτομα σε εθνικά συστήματα κοινωνικής μέριμνας και σε εθνικούς διανεμητικούς μηχανισμούς αρχίζουν να γίνονται ασαφείς. Η μεταπολεμική απόδοση αντικειμενικής υπόστασης στις έννοιες της ανθρώπινης ατομικότητας και των ατομικών δικαιωμάτων επεκτείνει τα όρια της πολιτικής κοινότητας, νομιμοποιώντας τις αξιώσεις που προβάλλουν τα ξεχωριστά άτομα για δικαιώματα πέρα και πάνω από εκείνα που τους αναλογούν ως μέλη ενός συγκεκριμένου έθνους-κράτους. Αυτό μεταβάλλει αναπόφευκτα τη φύση και το κέντρο δράσης των αγώνων που έχουν ως αντικείμενο την κοινωνική ισότητα και τα κοινωνικά δικαιώματα. Έτσι, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την εμφάνιση νέων μορφών κινητοποίησης και προώθησης διεκδικήσεων, πέρα και πάνω από το πλαίσιο που υπαγορεύει η έννοια της εθνικής υπηκοότητας.
Δυο από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα αυτών των νεο-αναδυόμενων μορφών κινητοποίησης έχουν αποφασιστική σημασία:
Πρώτον, καθώς διάφορες συλλογικές ομάδες κινητοποιούνται όλο και περισσότερο γύρω από διεκδικήσεις που έχουν να κάνουν με την αναγνώριση του ‘ιδιαίτερου’ της ταυτότητάς τους, οι ίδιες ομάδες συνδέουν τις αξιώσεις τους με υπερεθνικά θεσμοθετημένες μορφές δημόσιου λόγου και ατζέντες που αφορούν τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ομάδες μεταναστών στην Ευρώπη κινητοποιούνται γύρω από διεκδικήσεις για ιδιάζουσες προς την ομάδα τους παροχές και δίνουν έμφαση στις συλλογικές τους ταυτότητες. Οι διεκδικήσεις τους, ωστόσο, δεν στηρίζονται απλά και μόνο στις ιδιαιτερότητες των θρησκευτικών ή των εθνικών τους ιστορήσεων. Αντίθετα, αυτές επικαλούνται τις οικουμενικού χαρακτήρα αρχές και τις δεσπόζουσες μορφές δημόσιου λόγου γύρω από την ισότητα, τη χειραφέτηση και τα ατομικά δικαιώματα.
Όταν διάφοροι σύλλογοι μεταναστών υπερασπίζονται τα δικαιώματα στην εκπαίδευση και τις εκπαιδευτικές ανάγκες των παιδιών σχολικής ηλικίας τα οποία έχουν γονείς μετανάστες, αυτοί χρησιμοποιούν έναν δημόσιο λόγο που οικειοποιείται ως κεντρικά του θέματα τα δικαιώματα του ατόμου. Επικαλούνται άμεσα τις διεθνείς νομικές πράξεις και συμβάσεις που αφορούν τα ανθρώπινα δικαιώματα έτσι ώστε να εξασφαλίσουν το πλαίσιο που θα φιλοξενήσει τη θέση τους. Προωθούν αιτήματα για διδασκαλία της μητρικής γλώσσας, για τον Ισλαμικό κεφαλόδεσμο (foulard), ή για ειδική διατροφή (halal), προτάσσοντας τα «φυσικά» δικαιώματα που έχουν τα άτομα στις δικές τους πολιτιστικές παραδόσεις και όχι αντλώντας από θρησκευτικά δόγματα και έθιμα. Για παράδειγμα, το ζήτημα του δικαιώματος να φορούν το Ισλαμικό foulard στο σχολείο, το οποίο ξέσπασε σε ένα είδος εθνικής κρίσης στη Γαλλία στην αρχή της δεκαετίας του 1990, δεν ήταν μία διαμάχη γύρω από την ενσωμάτωση των μεταναστών ή τον Γαλλικό λαϊκισμό3 που είχε τοπική μόνο σπουδαιότητα, αλλά εισχώρησε στη δημόσια αρένα σαν ένα ζήτημα που αφορούσε τα ατομικά δικαιώματα (βλέπε Feldblum 1993˙ Kastoryano 1996˙ Kepel 1997). Κατά τη διάρκεια των αντιπαραθέσεων, ο επικεφαλής του Μεγάλου Τεμένους στο Παρίσι (ο οποίος αντιπροσωπεύει μία από τις υψηλότερες εξουσίες για τη Μουσουλμανική κοινότητα) δήλωσε ότι οι κανόνες που απαγόρευαν τη χρήση των κεφαλόδεσμων στα σχολεία συνιστούσαν διάκριση με την έννοια ότι αυτοί αποτελούσαν παραβίαση των ατομικών δικαιωμάτων. Αυτός έδωσε έμφαση στα προσωπικά δικαιώματα παρά στις θρησκευτικές παραδόσεις ή υποχρεώσεις: «Αν μία κοπέλα ζητήσει να έχει καλυμμένο το κεφάλι της, πιστεύω ότι αυτό είναι το πιο στοιχειώδες δικαίωμά της» (Washington Post, October 23, 1989). Όπως φαίνεται καθαρά μέσα από αυτό το παράδειγμα, οι μετανάστες προωθούν διεκδικήσεις που αφορούν το δικαίωμα στη διαφορά οι οποίες επικυρώνονται μέσα από ιδεολογίες σχετικές με τα ανθρώπινα δικαιώματα που έχουν οικουμενικό ή εξομοιωτικό χαρακτήρα. Και κάνοντάς το αυτό, οικειοποιούνται θεματικές που απασχολούν τη χώρα που τους φιλοξενεί, συμμετέχουν στους δημόσια πεδία αυτής της χώρας και ασκούνται σε πολιτικές δράσεις καθώς ενισχύουν και εφαρμόζουν το δικαίωμα στη διαφορά.
Το δεύτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα των νέων μορφών προώθησης των διεκδικήσεων είναι ότι οι οργανωτικές στρατηγικές που χρησιμοποιούνται από τις συλλογικές ομάδες αποκτούν ολοένα και περισσότερο έναν χαρακτήρα που υπερβαίνει ή υπολείπεται του εθνικού. Η συμμετοχή αυτών των ομάδων όσον αφορά την προώθηση διεκδικήσεων εκτείνεται πέρα από τα όρια μιας μοναδιαίας εθνικής κοινότητας, καλύπτει μία πολλαπλότητα γεωγραφικών περιοχών και συνδέει σε υπερεθνικό επίπεδο διάφορα πεδία δημόσιας δράσης. Στην περίπτωση των μεταναστών, για παράδειγμα, βρίσκουμε πολιτικά κόμματα, μουσουλμανικές θρησκευτικές οργανώσεις και κοινοτικούς συλλόγους να λειτουργούν σε τοπικά επίπεδα αλλά και να προσλαμβάνουν υπερεθνικό χαρακτήρα και να αναπτύσσουν οργανωτικούς δεσμούς που συνδέουν μεταξύ τους τους τόπους προέλευσης και τελικής εγκατάστασης. Αυτοί μεταφέρουν από το ένα μέρος στο άλλο διάφορα θεσμικά πρότυπα, φέρνοντας έτσι σε επαφή μεταξύ τους ένα σύνολο από ποικίλα πεδία δημόσιας δράσης. Ένα παράδειγμα είναι οι ομάδες των Αλεβιτών (μία θρησκευτική υποδιαίρεση του Ισλάμ), οι οποίες είναι οργανωμένες τόσο μέσα στην Τουρκία όσο και στη Γερμανία. Βασισμένες στην εμπειρία που αποκόμισαν από τη συμμετοχή τους στο Γερμανικό εκπαιδευτικό σύστημα, αλλά και δανειζόμενες μοντέλα που ισχύουν στα πλαίσια αυτού του συστήματος, αυτές οι ομάδες έχουν εγείρει αξιώσεις για την αναγνώριση στην Τουρκία ιδιαίτερων σχολείων για τα μέλη διαφορετικών θρησκευτικών δογμάτων, σχολεία που δεν είναι νόμιμα στα πλαίσια του τρέχοντος Τουρκικού συστήματος. Μέσα από μία παρόμοια τάση, κατά τη διάρκεια των τελευταίων τοπικών εκλογών στο Βερολίνο, ομάδες Τούρκων μεταναστών άσκησαν πιέσεις γύρω από τα εκλογικά τους δικαιώματα, ενώ ταυτόχρονα άσκησαν πιέσεις και προς την Τουρκική κυβέρνηση να τους διευκολύνει να ασκούν τα εκλογικά τους δικαιώματα όταν διεξάγονται εθνικού επιπέδου εκλογές στην Τουρκία. Κατά συνέπεια, αυτοί οραματίζονται τη συμμετοχή τους σε πολλαπλούς πολιτικούς χώρους, τόσο στο Βερολίνο όσο και στην Τουρκία. Παρόμοιες διεκδικήσεις προωθούνται και στις Ηνωμένες Πολιτείες από κοινότητες μεταναστών που προέρχονται από το Μεξικό και από διάφορες χώρες της Κεντρικής Αμερικής. Αυτοί αξιώνουν την κατοχή εκ μέρους τους διπλής υπηκοότητας όπως και το δικαίωμα άσκησης των εκλογικών τους δικαιωμάτων τόσο στις χώρες προέλευσής τους όσο και στη χώρα όπου είναι εγκατεστημένοι. Και, πράγματι, οι κυβερνήσεις του Μεξικού, της Κολομβίας και της Δομινικανής Δημοκρατίας ενέκριναν σχετική νομοθεσία που επιτρέπει την κατοχή διπλής υπηκοότητας.
Το νόημα όλων των παραπάνω είναι ότι έχουν διευρυνθεί οι δημόσιες σφαίρες δράσης εντός των οποίων ενεργούν, κινητοποιούνται και προωθούν τις διεκδικήσεις τους οι μετανάστες. Στα πλαίσια της επιδίωξης τους να ικανοποιήσουν τα αιτήματά τους, η κινητοποιήσεις των μεταναστευτικών ομάδων εμπλέκουν μία πολλαπλότητα κρατών και πολιτικών φορέων και απευθύνονται προς μία ποικιλία θεσμικών οργάνων τόσο υπερεθνικού και υπο-εθνικού επιπέδου όσο και εθνικού. Για παράδειγμα, το τόσο πολυσυζητημένο ζήτημα του Ισλαμικού κεφαλόδεσμου δεν ήταν απλώς ένα ζήτημα περιορισμένο στα όρια της διακριτικής εξουσίας ενός τοπικού σχολικού συμβουλίου αλλά διαπέρασε όλα τα επίπεδα τοπικών, εθνικών και υπερεθνικών αρμοδιοτήτων – ξεκινώντας από τις τοπικές εκπαιδευτικές αρχές και φθάνοντας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα.
Ενώ οι διεκδικήσεις και οι κινητοποιήσεις των μεταναστευτικών ομάδων στοχεύουν σε περαιτέρω ιδιότυπους ως προς τις επιδιώξεις τους συνασπισμούς αλληλεγγύης και συμπαράστασης, αυτές οι ομάδες επικαλούνται συνήθως οικουμενικού χαρακτήρα αρχές που αφορούν στα ανθρώπινα δικαιώματα και συνδέουν τους εαυτούς τους με ένα ποικιλόμορφο σύνολο διαφορετικών πεδίων δημόσιας δράσης. Κατά συνέπεια, η κινητοποίησή τους δεν αποτελεί απλώς μια επαναφορά στο προσκήνιο των πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων. Αντλώντας μέσα από οικουμενικού χαρακτήρα ρεπερτόρια όσον αφορά τον τρόπο προώθησης των διεκδικήσεών τους, αυτές οι ομάδες συμμετέχουν και συνεισφέρουν στις διαδικασίες εκείνες που δίνουν αντικειμενική υπόσταση στις μορφές δημόσιου λόγου που αναπτύσσονται τόσο μέσα στην κοινωνία που τους φιλοξενεί όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η εμπειρία των μεταναστευτικών κοινοτήτων στην Ευρώπη δείχνει μία απομάκρυνση από τις κλασσικές μορφές προώθησης διεκδικήσεων και συμμετοχής στο δημόσιο πεδίο δράσης. Μεγάλο μέρος των κινημάτων που είχαν σαν στόχο την απελευθέρωση των αποικιών και τα πολιτικά δικαιώματα στη δεκαετία του 1960, καθώς επίσης και τα πρώτα γυναικεία κινήματα, αποτελούσαν προσπάθειες επαναπροσδιορισμού των ατόμων ως μέρη της εθνικής συλλογικότητας. Κατά παρόμοιο τρόπο, τα εργατικά κινήματα συνδέθηκαν ιστορικά με τη διαμόρφωση ενός εθνικού σώματος πολιτών. Δεν είναι σύμπτωση ότι το μοντέλο του κράτους της κοινωνικής ευημερίας αναπτύχθηκε ως μέρος της ‘εθνικής’ ιδέας, μέσα από τη σύνδεση των εργατικών κινημάτων με συγκεκριμένα έθνη (όπως στη Γερμανία του Βίσμαρκ). Ωστόσο, οι μορφές συλλογικής συμμετοχής και προώθησης διεκδικήσεων που έρχονται στο προσκήνιο στην Ευρώπη αποτελούν ολοένα και λιγότερο εθνικά προσδιορισμένους οραματισμούς της ιδιότητας του πολίτη. Τόσο τα ξεχωριστά άτομα όσο και οι συλλογικές ομάδες διαμορφώνουν το πρόγραμμά τους για την κατάκτηση των δικαιωμάτων τους βάσει της ιδιαιτερότητας των ταυτοτήτων τους, οι οποίες, με τη σειρά τους, είναι συνυφασμένες με –αλλά και καθοδηγούμενες από– εκείνες τις οικουμενικές μορφές δημόσιου λόγου που έχουν ως κεντρικό τους θέμα τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αυτή η μετάθεση της εστίασης από την έννοια της εθνικής συλλογικότητας στις ειδικού χαρακτήρα διεκδικήσεις συγκεκριμένων ομάδων δεν συνεπάγεται απαραίτητα μία απεμπλοκή από δημόσιες σφαίρες δράσης. Ούτε υποδηλώνει βέβαια την αποσύνθεση του πολιτικού στίβου. Αντίθετα, αποτελεί μαρτυρία των νεο-αναδυόμενων μορφών συμμετοχής και της πολλαπλότητας των πεδίων και των επιπέδων στα πλαίσια των οποίων τα άτομα θεσπίζουν και ασκούν τα πολιτικά τους δικαιώματα.
Αυτό το νέο πρότυπο προώθησης διεκδικήσεων και συμμετοχής, το οποίο από θεωρητική αλλά και οργανωτική άποψη εκτείνεται πέρα και πάνω από εθνικά οριοθετημένες παραμέτρους, τονίζει την άλλη σημαντική διάσταση της μετα-εθνικής υπηκοότητας. Η μετα-εθνική υπηκοότητα δεν είναι απλώς ένα σύνολο νομικών δικαιωμάτων και προνομίων ή, για να το πούμε αλλιώς, δεν αποτελεί απλά την απονομή ενός νομικού καθεστώτος σε κάποιο άτομο, όπως υπονοείται στους Μαρσαλιανού4 τύπου ορισμούς της υπηκοότητας. Αυτή σηματοδοτεί ένα σύνολο πρακτικών μέσω των οποίων τόσο τα ξεχωριστά άτομα όσο και συλλογικές ομάδες θέτουν σε ενέργεια την ιδιότητά τους του ‘μέλους’ εντός αλλά και εκτός των ορίων του έθνους-κράτους. Άτομα και συλλογικότητες αλληλεπιδρούν και συμμετέχουν μέσα σε μία πολλαπλότητα δημόσιων πεδίων – μεταβάλλοντας, από εκεί και πέρα, τα κέντρα συμμετοχικής δράσης και διαμορφώνοντας τις βάσεις για νέες κινητοποιήσεις.
Καταλήγοντας, θα ήθελα να αποσαφηνίσω τρία κύρια σημεία γύρω από τα οποία φαίνεται να προκαλούν κάποια σύγχυση οι συζητήσεις της μετα-εθνικής υπηκοότητας. Σε αυτή μου την προσπάθεια, πρόθεσή μου είναι να διακρίνω την έννοια της μετα-εθνικής υπηκοότητας από άλλες εννοιολογικές κατασκευές (όπως εκείνες του κοσμοπολιτισμού και της παγκοσμιοποίησης) που επίσης χρησιμοποιούνται για να εξηγήσουν τις αλλαγές που λαμβάνουν χώρα στην εθνική τάξη πραγμάτων. Πέρα από αυτό, προτίθεμαι επίσης να ανασυγκροτήσω τη θεωρητική σπουδαιότητα που έχει αυτή η έννοια όσον αφορά τη δυνατότητά της να συλλαμβάνει και να περιγράφει με ζωηρά χρώματα τη νέα τοπογραφία των δικαιωμάτων και της ιδιότητας του ‘μέλους’ όπως και τις σύγχρονες δυναμικές του αποκλεισμού και της συμπερίληψης.
Κατά πρώτο λόγο, η έννοια της μετα-εθνικής υπηκοότητας δεν αναφέρεται σε μια ταυτότητα ή σε ένα ενοποιό νομικό καθεστώς. Αυτή αποτελεί μία κοινωνιολογική κατηγορία που ιστορεί τις αλλαγές που λαμβάνουν χώρα σε αυτούς τους ίδιους τους θεσμούς των δικαιωμάτων και της ταυτότητας, αλλαγές που εγκαθιστούν το δικαίωμα στην ιδιότητα του πολίτη και την άσκηση αυτού του δικαιώματος μέσα σε πολυεπίπεδες μορφές δημόσιου λόγου και σε πολλαπλά πεδία δημόσιας δράσης (και το εθνικό είναι μόνο ένα από αυτά τα πολλαπλά πλάνα και πεδία δράσης). Η μετα-εθνική υπηκοότητα δεν σηματοδοτεί την εμφάνιση στο προσκήνιο ενός παγκόσμιου νομικού καθεστώτος ή μιας οικουμενικής ταυτότητας που θα απονέμονταν από μία μοναδική και ενοποιημένη παγκόσμια κοινωνία και πολιτική δομή. Αντίθετα, αυτό που κάνει η έννοια της μετα-εθνικής υπηκοότητας είναι να προτάσσει ότι οι ταυτότητες εξακολουθούν να δομούνται σε τοπικά επίπεδα και να είναι ολοένα και περισσότερο προσκολλημένες σε συγκεκριμένους τοπικά χώρους (βλέπε επίσης τους Gupta και Ferguson 1992˙ Malkki 1995.
Έτσι, θα ήταν υπερβολικό να συνδέσουμε την έννοια της μετα-εθνικής υπηκοότητας με τις ιδεολογίες του κοσμοπολιτισμού, οι οποίες επαγγέλλονται ένα άτομο και μία ταυτότητα ηθικού και οικουμενικού χαρακτήρα. Με παρόμοιο τρόπο, είναι μη παραγωγικό να συγχέουμε τη μετα-εθνική υπηκοότητα με θεωρητικές έννοιες που αναφέρονται σε «υπερεθνικές κοινότητες», έννοιες που πιθανά αποδέχονται την ιδέα της δημιουργίας στενά συνδεδεμένων κοινοτήτων και συνασπισμών αλληλεγγύης και συμπαράστασης (βάσει κοινών πολιτισμικών και εθνικών σημείων αναφοράς) που θα ενώνουν μεταξύ τους τους τόπους προέλευσης και τελικής εγκατάστασης (βλέπε Basch, Schiller και Blanc 1994˙ Cheah και Robbins 1998˙ Portes 1998). Η μετα-εθνική υπηκοότητα δεν συνεπάγεται την απαραίτητη εμφάνιση στο προσκήνιο υπερεθνικών συνασπισμών αλληλεγγύης και συμπαράστασης ή αλληλέγγυων κοινοτικών δεσμών, ούτε ακόμη την ύπαρξη ατόμων που θα είναι απαλλαγμένα από (τοπικού επιπέδου) δεσμεύσεις, ταυτότητες και συμφέροντα. Αντίθετα, αυτή δίνει έμφαση στην πολυ-συνδετικότητα των πεδίων δημόσιας δράσης και στους όλο και πιο οικουμενικούς σε χαρακτήρα τρόπους αντίληψης και θεωρητικής συζήτησης της έννοιας των δικαιωμάτων, τα οποία δεν περιορίζονται πλέον μέσα στα όρια συγκεκριμένων εθνικών αστερισμών.
Δεύτερον, η μετα-εθνική υπηκοότητα δεν συνεπάγεται τον «μαρασμό του έθνους-κράτους.» Οι ίδιοι υπερεθνικοί κανόνες και θεσμοί αποδίδουν αντικειμενική υπόσταση στις λειτουργίες και στην πολιτική αυτονομία του έθνους-κράτους στον ίδιο βαθμό που εξυμνούν τα ανθρώπινα δικαιώματα και υποθάλπουν τη μετα-εθνική ιδιότητα του πολίτη. Το κανονιστικό και θεσμικό πεδίο ορισμού του ‘υπερεθνικού’ δεν φιλοξενεί ένα αρμονικό και συνεπές σύστημα κανόνων. Φιλοξενεί μία πολλαπλότητα βασικών αρχών που συχνά έχουν αντιφατικά αποτελέσματα και επιρροές. Στον ίδιο βαθμό που είναι αλληλοσυγκρουόμενες, οι βασικές αρχές που διέπουν την έννοια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και εκείνες που έχουν να κάνουν με την αυτονομία και την κυριαρχία του έθνους-κράτους αποτελούν εξίσου μέρος του ίδιου υπερεθνικού λόγου και του ίδιου θεσμικού περιβάλλοντος. Έτσι, την ίδια στιγμή που συντελείται μία μετακίνηση των πηγών αλλά και της νομιμότητας των δικαιωμάτων προς το υπερεθνικό επίπεδο, το οργανωτικό πλαίσιο τόσο των δικαιωμάτων όσο και της ιδιότητας του ‘μέλους’ που απολαμβάνουν τα άτομα εξακολουθεί να είναι αυτό του κάθε ξεχωριστού έθνους-κράτους. Το έθνος-κράτος εξακολουθεί να παραμένει ένας σταθερός θεματοφύλακας των πολιτισμικών παραδόσεων του κοινού έθνους και ακόμα η πλέον βιώσιμη πολιτική και οργανωτική δομή. Είναι αυτό ακριβώς το γεγονός που οδηγεί στην ασυνέπεια που παρατηρείται όσον αφορά το πού νομιμοποιείται και πού ασκείται στην πράξη η μετα-εθνική ιδιότητα του πολίτη, φαινόμενο που έχει περίεργες συνέπειες για την άσκηση των πολιτικών δικαιωμάτων. Τα κράτη-έθνη και τα σύνορά τους εξακολουθούν να υπάρχουν και να επανα-επιβεβαιώνονται μέσα από τις περιοριστικές μεταναστευτικές πρακτικές και από τις ιστορήσεις που αφορούν στην πολιτική τους αυτονομία, ενώ από την άλλη πλευρά τα οικουμενικού χαρακτήρα δικαιώματα που απολαμβάνουν τα άτομα ως άνθρωποι υπερβαίνουν αυτά τα εθνικά σύνορα, φέρνοντας στο προσκήνιο νέα μοντέλα και τρόπους κατανόησης της ιδιότητας του ‘μέλους’.
Κατά συνέπεια, η μετα-εθνική υπηκοότητα δεν αποτελεί ένδειξη μιας γραμμικής προόδου από το εθνικό στο μετα-εθνικό. Με άλλα λόγια, δεν μπορούμε (δεν θα πρέπει) να υποθέτουμε αξιωματικά ότι η μετα-εθνική υπηκοότητα αποτελεί ένα στάδιο στο πλαίσιο που ορίζει η σε μεγάλο βαθμό υποθετική διχοτομία του ‘εθνικού’ και του ‘υπερεθνικού’, ούτε επίσης και την αναμενόμενη μετάβαση από το ένα στο άλλο. Υπάρχει μεγάλη σύγχυση γύρω από αυτό το ζήτημα και δαπανάται πολύς χρόνος και ενέργεια σε διαφωνίες γύρω από το κατά πόσο προσεγγίζουμε ένα υπερεθνικό στάδιο ή όχι. Αυτό που επιβεβαιώνει η έννοια της μετα-εθνικής υπηκοότητας είναι ότι στη μεταπολεμική Ευρώπη το ‘εθνικό’ δεν έχει πια την πρωτοκαθεδρία αλλά συνυπάρχει με το ‘υπερεθνικό’ μέσα σε μια διαδικασία όπου το κάθε ένα από αυτά τα επίπεδα ενισχύει και αναδιαμορφώνει το άλλο. Στο αναλυτικό πεδίο ορισμού της μετα-εθνικής υπηκοότητας, τόσο οι εθνικές όσο και οι υπερεθνικές ορίζουσες συνυπολογίζονται ως κοινές μεταβλητές και ως συντρέχοντα επίπεδα μέσα στα πλαίσια των οποίων θα πρέπει να γίνονται κατανοητοί οι σύγχρονοι τρόποι συμμετοχής και άσκησης του δικαιώματος του πολίτη.
Η έννοια της μετα-εθνικής υπηκοότητας συνδέεται επίσης εσφαλμένα με εκείνη της παγκοσμιοποίησης. Αυτό το αστόχημα προκύπτει μέσα από μία παρερμηνεία του νοήματος της παγκοσμιοποίησης σαν να πρόκειται για μία διαδικασία στα πλαίσια της οποίας ο κόσμος γίνεται μία ομοιογενής ή/και έκρυθμη οντότητα. Αυτήν την εξαιρετικά υποτυπώδη κατανόηση της έννοιας δεν την αποδέχονται καθόλου οι κάθε είδους υποστηρικτές της παγκοσμιοποίησης. Ακόμη και οι πλέον άκαμπτοι υποστηρικτές της περιγράφουν την παγκοσμιοποίηση σαν μία πολύ πιο διαφοροποιημένη διαδικασία (βλέπε Sassen 1996, 1998). Ένας πιο χρήσιμος ορισμός της παγκοσμιοποίησης είναι αυτός που αναφέρεται σε παγκοσμίου επιπέδου διαρθρωτικές αλλαγές οι οποίες μικραίνουν τις αποστάσεις και συνδέουν τοπικές δομές με κοινωνικά δρώμενα και σχέσεις που φαίνονται να βρίσκονται πολύ μακριά (βλέπε Giddens 1990˙ Robertson 1992˙ και Appadurai 1996). Αν και σηματοδοτούν αλληλοσχετιζόμενες διαδικασίες, η μετα-εθνική υπηκοότητα δεν είναι ταυτόσημη με την παγκοσμιοποίηση και δεν πηγάζει κατά κύριο λόγο από αυτήν. Η εντατικοποίηση των μορφών λόγου και των θεσμών που αφορούν τα ανθρώπινα δικαιώματα σε παγκόσμιο επίπεδο, μία πρωτοφανής εξέλιξη στη μεταπολεμική περίοδο, είναι αυτό που πράγματι υπογραμμίζει την ανάπτυξη της μετα-εθνικής υπηκοότητας. Αλλά η έννοια της μετα-εθνικής υπηκοότητας αυτή καθαυτή δεν υποθέτει ούτε και προβλέπει ένα ομοιόμορφο μοντέλο υπηκοότητας σε μία κοινωνία σύγκλησης (παρότι μεταβάλλονται, οι θεσμοί που αφορούν την υπηκοότητα διατηρούν ακόμη σε κάποιον βαθμό τον χαρακτήρα του διακριτού, βασιζόμενοι στις ιστορικές και θεσμικές ιδιαιτερότητες που υπάρχουν σε εθνικό επίπεδο).
Τέλος, η μετα-εθνική υπηκοότητα δεν αποτελεί από μόνη της ένα κανονιστικού χαρακτήρα πρόσταγμα ούτε θεωρεί δεδομένο ότι οι δημόσιες σφαίρες δράσης θα είναι χωρίς αντιθέσεις και απαλλαγμένες από αποκλεισμούς. Αυτό σημαίνει, από τη μία πλευρά, ότι η μετα-εθνική υπηκοότητα φέρνει στην επιφάνεια μία συνεχόμενη διαδικασία ορισμού και επανορισμού της έννοιας των δικαιωμάτων και της συμμετοχής. Από την άλλη πλευρά, αυτή φέρνει με παραγωγικό τρόπο στο προσκήνιο το γεγονός ότι δεν υπάρχουν πια απόλυτα και σαφή μοντέλα αποκλεισμού και συμπερίληψης που να συμπίπτουν απλά με τα όρια του ‘εθνικού’. Στην Ευρώπη του σήμερα, η πρόσβαση σε ένα επίσημο καθεστώς εθνικής υπηκοότητας δεν αποτελεί τον κύριο δείκτη όσον αφορά τη συμπερίληψη και τον αποκλεισμό. Τα δικαιώματα, η ιδιότητα του ‘μέλους’ και η συμμετοχή γίνονται ολοένα και περισσότερο ζητήματα που ξεπερνούν τη γλώσσα της εθνικής υπηκοότητας. Κάτω από την επικεφαλίδα της μετα-εθνικής υπηκοότητας, μοντέλα συμπερίληψης και αποκλεισμού διαμορφώνονται ταυτόχρονα και σε πολλαπλά επίπεδα – τοπικά, εθνικά και ευρωπαϊκά.
Ο όλο και περισσότερο διευρυνόμενος ορισμός των δικαιωμάτων μπορεί να φαντάζει σαν μία αντίφαση καθώς έρχεται αντιμέτωπος με τις πρόσφατες προσπάθειες που στοχεύουν στην αποδιοργάνωση του κράτους πρόνοιας και στην κατάργηση κάποιων κατηγοριών κοινωνικής πολιτικής που έχουν ως βάση τους την έννοια της συλλογικότητας (π.χ., πολιτική των θετικών διακρίσεων και παροχές κοινωνικής πρόνοιας). Ωστόσο, η συνύπαρξη της μετα-εθνικής υπηκοότητας με τη διάλυση του κράτους πρόνοιας δεν αποτελεί μία σύμπτωση. Και οι δύο τάσεις πηγάζουν από την κυριάρχηση σε παγκόσμιο επίπεδο των ιδεολογιών και των θεσμών που στηρίζουν τον φιλελεύθερο ατομικισμό. Ενώ αυτές οι ιδεολογίες συντελούν στην αποδιάρθρωση του μοντέλου του κράτους πρόνοιας, την ίδια στιγμή διευκολύνουν διάφορες ομάδες να προωθούν διεκδικήσεις που έχουν ως πραγματική τους βάση τη συλλογική τους ταυτότητα προτάσσοντας τα δικαιώματα του ατόμου. Έτσι, οι ίδιες υπερεθνικές διαδικασίες που οδηγούν σε νέες περιθωριοποιήσεις και σε νέους αποκλεισμούς δημιουργούν επίσης νέες βάσεις και καινούρια πεδία κινητοποίησης και προώθησης διεκδικήσεων και διευκολύνουν την επέκταση των δικαιωμάτων.
Παρ’ όλ’ αυτά, τα νέα πεδία άσκησης του δικαιώματος του πολίτη και προώθησης διεκδικήσεων δεν είναι απαραίτητα απαλλαγμένα από συγκρούσεις. Η απόδοση έμφασης στον ηγεμονικό ρόλο εκείνων των μορφών λόγου και εκείνων των στρατηγικών που προωθούν τα ανθρώπινα ή τα προσωπικά δικαιώματα, φαινόμενο που υπογραμμίζει αποφασιστικά την ανάπτυξη της μετα-εθνικής υπηκοότητας, δεν θα πρέπει να μας κάνει να υιοθετούμε μία απλοϊκή θέση και να υποθέτουμε ότι τα άτομα και οι ομάδες απολαμβάνουν δικαιώματα χωρίς να χρειάζεται να αγωνιστούν για αυτά ή ότι δημιουργούν εύκολα δεσμούς μεταξύ τους και καταλήγουν σε κοινά αρεστές θέσεις. Τα μετα-εθνικά δικαιώματα είναι αποτέλεσμα αγώνων, διαπραγματεύσεων και μεσολαβήσεων ποικίλων φορέων δράσης σε τοπικά, εθνικά και υπερεθνικά επίπεδα, όπως επίσης και εξαρτώμενα από ζητήματα που σχετίζονται με διανεμητικές διαδικασίες και με την απονομή δικαιοσύνης. Και όπως και για κάθε άλλο σύνολο δικαιωμάτων, είναι και αυτά ανοιχτά στην πιθανότητα αναίρεσης ή άρνησής τους. Αντί να αρνείται το βέβαιο της σύγκρουσης και της αμφισβήτησης των δικαιωμάτων, τόσο ως εννοιολογική κατηγορία όσο και ως πρακτική η μετα-εθνική υπηκοότητα στρέφει την προσοχή προς τις πολυ-επίπεδες και διαφορετικές μορφές που παίρνουν αυτά τα δικαιώματα καθώς και στα νέα πεδία δράσης εντός των οποίων λαμβάνει χώρα η θέσπισή τους.
Οι κυρίαρχες θεωρητικές και εννοιολογικές μας κατασκευές έχουν ακόμη πολύ δρόμο για να φθάσουν να κατανοήσουν τις αλλαγές που συντελούνται στους θεσμούς που αφορούν τις έννοιες της υπηκοότητας, των δικαιωμάτων και της ταυτότητας. Δεν έχουν κατορθώσει ακόμη να ανταποκριθούν στην πρόκληση που αντιπροσωπεύουν οι νεο-ανερχόμενοι πολιτικοί δρώντες, η διαπέραση των συνόρων και οι μη συμβατικές μορφές κινητοποίησης. Η έννοια της μετα-εθνικής υπηκοότητας είναι μία προσπάθεια να συλλάβουμε και να ενσωματώσουμε στη θεωρία μας αυτές τις αλλαγές απονέμοντας στους υπερεθνικούς θεσμούς και στις υπερεθνικές μορφές λόγου έναν πιο κυρίαρχο αναλυτικό ρόλο από εκείνον που απολαμβάνουν στα πλαίσια των επικρατέστερων μέχρι σήμερα μελετών. Διαφορετικά, θα συνεχίσουμε να έχουμε μοντέλα που δεν λειτουργούν, ανωμαλίες στα γενικά μας θεωρητικά πρότυπα, και ασυνέπειες ανάμεσα στην επίσημη ρητορική και στις θεσμικά εδραιωμένες πραγματικότητες.
Περαιτέρω Ανάγνωση
Gupta, A. και Ferguson, J. 1992: « Beyond ‘culture’: Space, identity, and the politics
of difference. » Cultural Anthropology 7: 6-23.
Hobsbawm, E. 1990. Nations and Nationalism since 1780: Programme, Myth,
Reality. Cambridge: Cambridge University Press.
Sassen, S. 1996: Losing Control? Sovereignty in an Age of Globalization.
New York: Columbia University Press.
Soysal, Y.N. 1994: Limits of Citizenship: Migrants and Postnational Membership in Europe. Chicago: University of Chicago Press.
1 Marshal, Thomas Humphrey: Βρετανός κοινωνιολόγος (1893-1981) Βλέπε κυρίως το Citizenship and Social Class, Cambridge, 1950. (σ.τ.μ.)
2 UNESCO: Οργανισμός των Ηνωμένων Εθνών για την Εκπαίδευση, την Επιστήμη και τον Πολιτισμό (σ.τ.μ.)
3 Τόσο στα γαλλικά όσο και στα Αγγλικά η σημασιολογική χρήση του Ελληνικής προέλευσης όρου ‘laicism’ είναι διαφορετική από εκείνη που ισχύει στη σύγχρονη Ελληνική πραγματικότητα. Εδώ, αυτός ο όρος δεν αναφέρεται στον προσπορισμό πολιτικού οφέλους μέσα από τη συναισθηματική χειραγώγηση του λαού αλλά στον περιορισμό των εξουσιών της Εκκλησίας. (σ.τ.μ.)
4 (ό.π.)
* Κεντρικός άξονας γύρω από τον οποίο στρέφεται η συζήτηση σε όλη την έκταση του πρωτότυπου, Αγγλικού, κειμένου είναι ο όρος Citizenship. Στην Αγγλική γλώσσα, αυτός είναι ένας πολύσημος όρος που η σωστή του απόδοση στα Ελληνικά απαιτεί από τον μεταφραστή να λαμβάνει κάθε φορά υπόψη του το συναφές πλαίσιο μέσα στο οποίο τον συναντά. Κατά συνέπεια, στο παρόν κείμενο, αυτός ο όρος αποδίδεται ανάλογα άλλοτε ως ‘υπηκοότητα’, άλλοτε ως ‘ιδιότητα του πολίτη’, άλλοτε ως ‘το δικαίωμα στην ιδιότητα του πολίτη’ και άλλοτε ως ‘πολιτικά δικαιώματα’, έννοιες που ενώ είναι παρεμφερείς νοηματικά δεν είναι πάντοτε ταυτόσημες. Ωστόσο, αυτό που πρέπει να γνωρίζει ο αναγνώστης είναι ότι οι παραπάνω έννοιες αποτελούν σε κάθε περίπτωση απόδοση της Αγγλικής λέξης Citizenship. (σ.τ.μ.)
** (ό.π.)
*** (ό.π.)
**** (ό.π.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου