Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΟΥ ΝΟΣΦΕΡΑΤΟΥ: Οι σκλάβοι του Αιγαίου(απο ενα παλιο αφιερωμα του Ιού)(κλικ)
αποσπασμα :
Προκειμένου να εξασφαλίσει την περιπόθητη «δυτική ποιότητα» διέθετε 30 ευρώ την ημέρα για 12 ώρες συνεχούς εργασίας κάτω από τον ήλιο και σε συνθήκες αφόρητης ζέστης, καθώς ο κλιματισμός παρέμενε κλειστός κατά την απουσία των πελατών. «Περιμένω μια Σλοβάκα από ένα πρακτορείο της Αθήνας, αλλά πάει μια βδομάδα που πλήρωσα του κόσμου τα λεφτά κι ακόμα να μου τη στείλουν», ξεκαθάρισε η ιδιοκτήτρια.
αποσπασμα :
''Το ένοχο μυστικό είναι γνωστό στους πάντες, αλλά κανείς δεν μιλά γι' αυτό: υπερχρεωμένες μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια στις τουριστικές περιοχές της χώρας εναποθέτουν τις ελπίδες τους για γρήγορη αποπληρωμή των δανείων και άμεση εξασφάλιση κέρδους στην απάνθρωπη -και σαφώς παράνομη- εκμετάλλευση πάμφθηνων εργατικών χεριών, προερχόμενων κυρίως από τα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη.
Ζώντας σε συνθήκες απόλυτης ανελευθερίας, οι εισαγόμενοι αυτοί σύγχρονοι σκλάβοι δεν έχουν τη δυνατότητα να αντιδράσουν, καθώς οι εργοδότες τους έχουν ανά πάσα στιγμή την ευχέρεια να τους αντικαταστήσουν με ένα εξίσου φτηνό -αν όχι φτηνότερο- ανθρώπινο εμπόρευμα. Από πρώτο χέριΤο νόμο της σιωπής που καλύπτει την απεχθή αυτή πλευρά της τουριστικής ανάπτυξης σπάει η αφήγηση που φιλοξενούμε σήμερα: Μισή Πολωνέζα μισή Γαλλίδα, η 36χρονη Μόνικα Καρμπόφσκα ζει τα τελευταία χρόνια στο Παρίσι και είναι ιστορικός, φεμινίστρια και συνδικαλίστρια.
Η ιδέα της να εργαστεί το καλοκαίρι στην Ελλάδα θα της αποκάλυπτε όψεις της ελληνικής κοινωνικής πραγματικότητας που δεν είχε υποψιαστεί κατά τις παλιότερες επισκέψεις της, τότε που έβλεπε τη χώρα ως τουρίστρια ή μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Φόρουμ. Ας την ακούσουμε:
Η ιδέα της να εργαστεί το καλοκαίρι στην Ελλάδα θα της αποκάλυπτε όψεις της ελληνικής κοινωνικής πραγματικότητας που δεν είχε υποψιαστεί κατά τις παλιότερες επισκέψεις της, τότε που έβλεπε τη χώρα ως τουρίστρια ή μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Φόρουμ. Ας την ακούσουμε:
«Φέτος αποφάσισα να συναντήσω την Ελλάδα του κόσμου της εργασίας και, παρόλο που ήξερα πως υπάρχει και η πίσω όψη της τουριστικής βιτρίνας, δεν μπορούσα να φανταστώ την ακραία βία που διαπερνά τις ανθρώπινες σχέσεις μιας κοινωνίας πλήρως διαποτισμένης από τις υπερφιλελεύθερες αξίες της ισχύος, του χρήματος και της κατανάλωσης. Ψάχνοντας για δουλειά και στη συνέχεια δουλεύοντας, συνάντησα μια Ελλάδα με την κοινωνία της αποσυντεθειμένη, συγκροτούμενη πλέον από άτομα που παλεύουν μεταξύ τους για το χρήμα και ταμπουρωμένη πίσω από έναν φοβικό εθνικισμό, εχθρικό προς ό,τι θα μπορούσαν να φέρνουν μαζί τους οι μετανάστες. »Γνώριζα την ύπαρξη, αλλά και την έκταση, της εποχικής μετανάστευσης. Με εντυπωσίασε, ωστόσο, ο ρόλος της στη δημιουργία μιας πολυπληθούς τάξης μικροϊδιοκτητών οι οποίοι, αφού ευνοήθηκαν από την προστατευτική πολιτική του ΠΑΣΟΚ την τελευταία εικοσαετία, συνθέτουν σήμερα την κοινωνική και πολιτική αρματωσιά της Νέας Δημοκρατίας.
Οι μικροϊδιοκτήτες αυτοί δεν ζουν όλοι από τον τουρισμό, σχηματίζουν όμως την τάξη των επιχειρηματιών του τομέα των υπηρεσιών που δουλεύουν για το μεγάλο κεφάλαιο. Στον τουριστικό κλάδο πρόκειται για ιδιοκτήτες εστιατορίων, ξενοδοχείων, τουριστικών πρακτορείων, πλοίων, αυτοκινήτων, φορτηγών, μαγαζιών, καθώς και μικρών αγροτικών μονάδων. Σήμερα, πια, είμαι σε θέση να γνωρίζω ότι αυτή η πολυάριθμη μικροαστική τάξη, επιθετική και σίγουρη για το δίκιο της, δεν θα μπορούσε να συντηρηθεί χωρίς την ύπαρξη και την εργασία μιας φτηνής εργατικής δύναμης που ζει σε συνθήκες σκλαβιάς και προέρχεται κατά κύριο λόγο από τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης, μέλη ή μη της Ευρωπαϊκής Ενωσης».Ανθρώπινο κόστος Εχοντας γνωρίσει τα τελευταία χρόνια Πολωνούς, Ρώσους, Τσέχους και Ουκρανούς που, μέσω πρακτορείων που εδρεύουν στην Αθήνα, είχαν εργαστεί στα Δωδεκάνησα και τις Κυκλάδες, η Μ. Κ. αποφάσισε να ψάξει κι αυτή για δουλειά στην Ελλάδα.
**Κάποιες πρώτες συζητήσεις της με γερμανικό τουριστικό πρακτορείο δεν απέδωσαν: της προτάθηκε μια δουλειά στη Σαντορίνη (600 ευρώ καθαρά το μήνα, συν προμήθεια από την πώληση εκδρομών στο νησί) αλλά, όταν προσπάθησε να διαπραγματευτεί ύπνο, φαγητό και ένα ρεπό, ο υπεύθυνος του πρακτορείου στην Αθήνα δεν ξανάδωσε σημεία ζωής.
**Κάποιες πρώτες συζητήσεις της με γερμανικό τουριστικό πρακτορείο δεν απέδωσαν: της προτάθηκε μια δουλειά στη Σαντορίνη (600 ευρώ καθαρά το μήνα, συν προμήθεια από την πώληση εκδρομών στο νησί) αλλά, όταν προσπάθησε να διαπραγματευτεί ύπνο, φαγητό και ένα ρεπό, ο υπεύθυνος του πρακτορείου στην Αθήνα δεν ξανάδωσε σημεία ζωής.
Σύντομα θα αντιλαμβανόταν ότι η πρόταση αυτή ήταν απολύτως φυσιολογική για τα δεδομένα της αγοράς εργασίας, παρόλο που η ίδια συνέχιζε να μην καταλαβαίνει πώς μπορεί να τα βγάλει κανείς πέρα με τόσο λίγα χρήματα, όταν για νοίκι χρειάζεται τουλάχιστον 300 ευρώ, για το εισιτήριο του λεωφορείου 1,20 ευρώ και περίπου 12 ευρώ για το φαγητό σε ταβέρνα.**Αποφάσισε έτσι να πάει στην Αμοργό και να αναζητήσει εκεί δουλειά μέσω παλιών και νέων γνωριμιών της στο νησί.
Σύντομα πληροφορήθηκε ότι σε μεγάλο σουπερμάρκετ ζητούσαν «μια κοπέλα», καθώς η «τακτοποίηση των προϊόντων και η καθαριότητα είναι γυναικεία δουλειά», όπως θα της εξηγούσε σύντομα ο ιδιοκτήτης του. «Οταν άκουσα τους όρους», αφηγείται η Μόνικα Καρμπόφσκα, «δηλαδή 30 ευρώ την ημέρα για 14 ώρες εργασίας, από τις εφτά το πρωί ως τις εννιά το βράδυ, χωρίς Κυριακή ή ρεπό και με ένα διάλειμμα στο εσωτερικό του σκοτεινού και κλιματιζόμενου μαγαζιού, χωρίς να βλέπω ποτέ το φως της ημέρας, αναρωτήθηκα αν στην Ελλάδα ισχύει κάποιος κώδικας εργασίας, το οκτάωρο ή η υποχρέωση του ρεπό, που προφανώς εγγυώνται τόσο το Διεθνές Γραφείο Εργασίας όσο και οι σχετικές οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ενωσης».**
Στο ξενοδοχείο που έχτισαν πρόσφατα με δάνειο οι ιδιοκτήτες ενός γνωστού καφενείου του νησιού την περίμενε η επόμενη δυσάρεστη έκπληξη: η δουλειά που πρόσφεραν ήταν το καθημερινό καθάρισμα και συγύρισμα εννέα δωματίων, τα οποία, όπως της εξήγησε η ιδιοκτήτρια, προορίζονται για πελάτες «πλούσιους και με κύρος, δημοσιογράφους, δικηγόρους και γιατρούς από την Αθήνα που έρχονται εδώ για να βρουν ησυχία». «Τα δωμάτια πρέπει να είναι άψογα, όπως σε ένα δυτικό ξενοδοχείο 4-5 αστέρων», ήταν τα λόγια της.
Προκειμένου να εξασφαλίσει την περιπόθητη «δυτική ποιότητα» διέθετε 30 ευρώ την ημέρα για 12 ώρες συνεχούς εργασίας κάτω από τον ήλιο και σε συνθήκες αφόρητης ζέστης, καθώς ο κλιματισμός παρέμενε κλειστός κατά την απουσία των πελατών. «Περιμένω μια Σλοβάκα από ένα πρακτορείο της Αθήνας, αλλά πάει μια βδομάδα που πλήρωσα του κόσμου τα λεφτά κι ακόμα να μου τη στείλουν», ξεκαθάρισε η ιδιοκτήτρια.
«Ούτως ή άλλως 30 ευρώ είναι πολλά, η σλοβάκα σερβιτόρα παίρνει 600 ευρώ το μήνα και είναι αργή και τεμπέλα. Αλλα πρακτορεία μου υποσχέθηκαν Σλοβάκες, Ρουμάνες και Πολωνέζες με 400 ευρώ. Περιμένω, αλλά δεν μου έστειλαν ακόμα καμία. Γι' αυτό σε χρειάζομαι». Ακολούθησε η «δοκιμή» της νέας εργαζόμενης. Συνοδευόμενη από την ιδιοκτήτρια καθάρισε γρήγορα τα εννέα δωμάτια προκειμένου να τελειώνει μια ώρα αρχύτερα.
Στη διάρκεια της δοκιμής πληροφορήθηκε ότι όσοι πελάτες δεν ήταν γνωστοί δημοσιογράφοι ή δικηγόροι δεν δικαιούνταν την απόλυτη καθαριότητα που συνιστούσε προνόμιο των «επωνύμων».
«Η κυρία μού το ανακοίνωσε θριαμβικά, λες και η έννοια της υπηρεσίας που παρέχει ένας ξενοδόχος συμπυκνώνεται στην υποταγή του στους πλέον ισχυρούς», αφηγείται η Μ. Κ. Οικόσιτα ζώα
«Η νοοτροπία αυτή της ανόητης ιδιοκτήτριας και η μανία της με την εξουσία, τη δική της και των άλλων, με έκανε να τραπώ σε φυγή από την πρώτη κιόλας μέρα. Οι άνθρωποι αυτοί δεν αναρωτήθηκαν μήπως είχα κάποιες άλλες δεξιότητες και γνώσεις, αν γνώριζα για παράδειγμα γλώσσες, κι αν η δουλειά ήταν κατάλληλη για μένα. Οχι, ήμουν απλώς ένα ακόμη ζώο, σαν την έρμη τη Σλοβάκα, φοιτήτρια Οικονομικών Σπουδών στην πραγματική της ζωή, αποσβολωμένη ακόμη από αυτό που της συνέβαινε: ξεκίνησε για μια καλοκαιρινή δουλειά και κατέληξε να της συμπεριφέρονται σαν να ήταν σκλάβα, να την περιφρονούν, να την κοροϊδεύουν και να τη βρίζουν πίσω από την πλάτη της. Της μίλησα δυο φορές, το πρωί που τα αφεντικά δεν είχαν ακόμη έρθει στο καφενείο και σ' ένα από τα σπάνια διαλείμματα της δουλειάς της. Ηταν εξουθενωμένη από το ότι δεν είχε ρεπό και ήταν υποχρεωμένη να παραμένει στο μαγαζί ακόμη κι όταν δεν υπήρχε εκεί κανείς, σαν οικόσιτο ζώο. »
Περισσότερο απ' όλα της στοίχιζε η περιφρόνηση του ζευγαριού: "Μα τι θέλουν, επιτέλους;", μου είπε. "Μου καταμαρτυρούν ότι δεν μιλάω ελληνικά και γαλλικά. Ξέρω, όμως, πέντε γλώσσες: σλοβακικά, ρουμανικά, ουγγρικά, γερμανικά και αγγλικά!". Καταγόταν από την ουγγρική μειονότητα της Σλοβακίας, ήταν καλλιεργημένη και έξυπνη και, παρόλο που σε προσόντα και γνώσεις ξεπερνούσε κατά πολύ τα αφεντικά της, αντιμετωπιζόταν απ' αυτούς σαν κατώτερη. »
Τη ρώτησα αν το πρακτορείο θα της ζητούσε αποζημίωση σε περίπτωση που εγκατέλειπε τη δουλειά, όπως είχα δει να συμβαίνει, ένα σύστημα που καταλήγει να μετατρέπει τον μισθωτό σε σκλάβο στο έλεος του αφεντικού, από τη στιγμή που του στερείται η ελευθερία της μετακίνησης.
Το σύστημα αυτό χρησιμοποιείται κατά κόρον από τις μαφίες του τράφικινγκ που φυλακίζουν τις προς πώληση γυναίκες. Μου απάντησε ότι δεν ξέρει, ότι γνώριζε κάποια άτομα που είχαν φύγει, αλλά ότι συνήθως οι εργαζόμενοι δεν το αποτολμούν παρά μόνο όταν δουλεύουν ομαδικά και κατά εθνικότητα. Ούτως ή άλλως, η έννοια της απεργίας και το δικαίωμα στην απεργία δεν περνούσε από το μυαλό της νεαρής συνομιλήτριάς μου, παιδιού του άγριου και υπερφιλελεύθερου συστήματος που τα τελευταία είκοσι χρόνια ισχύει στις χώρες προέλευσής μας».
Μένοντας χωρίς δουλειά, η Μ. Κ. απευθύνθηκε στα γραφεία ευρέσεως εργασίας της Αθήνας στέλνοντάς τους το βιογραφικό της (τέσσερις δυτικές γλώσσες και πολωνικά). **
Η απασχόληση που της προτάθηκε ήταν 800 ευρώ το μήνα για το καθάρισμα 12 δωματίων ξενοδοχείου στη Μύκονο. Με την προηγούμενη εμπειρία της υπολόγισε ότι η αμοιβή της θα ήταν 27 ευρώ για δουλειά 15 ωρών την ημέρα. Απέρριψε την πρόταση, πήρε ωστόσο μια ιδέα για το τι περιμένει και όσους φτάνουν στην Ελλάδα για δουλειά χωρίς συμβόλαιο με κάποιο από τα άπειρα πρακτορεία που έχουν ξεφυτρώσει το τελευταίο διάστημα στις ανατολικές χώρες.**
Η Σαντορίνη ήταν ο επόμενος σταθμός της. Γνώριζε το μαγευτικό νησί από παλιότερες επισκέψεις της και ήξερε ότι η βάναυση ανάπτυξη το έχει μετατρέψει σε παράδεισο του μπετόν και της κερδοσκοπίας. Σύντομα, θα ανακάλυπτε ότι η απίστευτη αυτή τουριστική βιομηχανία βασίζεται στους απάνθρωπους όρους εργασίας των μεταναστών.
Δυο μέρες μετά την άφιξή της συνάντησε δυο πολύ νέες Πολωνέζες που δούλευαν σε ένα εστιατόριο, οι ιδιοκτήτες του οποίου είχαν χτίσει και ένα ξενοδοχείο. Οι δύο κοπέλες κοιμούνταν στο ξενοδοχείο και δούλευαν στο εστιατόριο από τις οκτώ το πρωί ως τις δύο το βράδυ. Η κούρασή τους μεγάλη, αλλά το ποσό των 800 ευρώ το μήνα που θα έπαιρναν για τους τρεις μήνες τούς φάνταζε τεράστιο.
Καθώς το παράπονό τους ήταν ότι δεν είχαν πάει ούτε μια φορά στη θάλασσα, η Μ. Κ. τους υποσχέθηκε να τις πάει με το μηχανάκι στην παραλία την ώρα του μεσημεριανού διαλείμματος. Οταν επέστρεψε την επομένη για να συνοδεύσει στη θάλασσα τη μία από τις δυο (έτσι κι αλλιώς το ρεπό των δύο δεν συνέπιπτε), τα κορίτσια της εξήγησαν ότι το αφεντικό κατήργησε το διάλειμμά τους και ότι, πιστεύοντας ότι ήταν δημοσιογράφος, τους απαγόρευσε να της ξαναμιλήσουν.
Επιχείρησε μια ακόμη φορά να τις επισκεφτεί, με αποτέλεσμα το αφεντικό να τους απαγορεύσει να βγαίνουν το βράδυ από το δωμάτιό τους, ακόμη και για να τηλεφωνήσουν στην οικογένειά τους από κοντινό θάλαμο. Την άφησαν ακόμη να καταλάβει ότι είχαν υποστεί σεξουαλική παρενόχληση και ότι φοβούνταν. Δεν θα περνούσαν πολλές ημέρες και η Μ. Κ. θα αντιλαμβανόταν ότι η ποιοτική διαφορά ανάμεσα σ' έναν «κανονικό» εργαζόμενο και σ' έναν ανατολικό «σκλάβο» δεν εντοπίζεται τόσο στο ύψος του μισθού όσο στην ύπαρξη ή μη του ρεπό, της απαραίτητης δηλαδή προϋπόθεσης για ανάπαυση αλλά και ανάπτυξη μιας στοιχειώδους κοινωνικότητας. Η ανυπαρξία ενός εγγυημένου ρεπό εμποδίζει και τους έλληνες εργαζόμενους να οργανωθούν και να αμυνθούν απέναντι στην συμπίεση των αποδοχών τους που προκαλεί η εισαγωγή των σκλάβων της ανατολικής Ευρώπης. Σκλάβοι από την Ανατολή**
Δουλεύοντας ως ξεναγός σε τουριστικό γραφείο, η Μ.Κ. γνώρισε από πρώτο χέρι τους μηχανισμούς εκμετάλλευσης της μεταναστευτικής εργατικής δύναμης, αλλά και την άθλια ποιότητα των τουριστικών υπηρεσιών: την ανυπαρξία μέτρων ασφαλείας, την αδιαφορία για ενημέρωση των επισκεπτών, το πανταχού παρόν σύστημα προμηθειών. Σύντομα, θα διαπίστωνε ότι για το ίδιο μεροκάματο (40-60 ευρώ) οι «δυτικοί» δουλεύουν 8 ώρες, ενώ οι «ανατολικοί» 12 ως 15, παρόλο που διαθέτουν χαρτιά και βρίσκονται σε καλύτερη θέση από τους συμπατριώτες τους που εμπορεύονται τα πρακτορεία. Οσοι δεν είχαν συμβόλαιο ειδοποιούνταν την παραμονή για το αν θα τους χρειάζονταν την επομένη και δεν πληρώνονταν για τα ρεπό. Καθώς δεν υπήρχε καμία συνδικαλιστική κάλυψη που να καθορίζει το ύψος των αποδοχών, η Μ.Κ. κατάφερε να διαπραγματευτεί ένα μεροκάματο των 40 ευρώ, ενώ οι εγκατεστημένοι στο νησί συνάδελφοί της έπαιρναν για την ίδια δουλειά 50 ευρώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου