Αποσπασμα :
....Μιλώντας για τον άνθρωπο δεν μπορούμε παρά να μιλήσουμε και για τα συναισθήματα, τις συγκινήσεις, τα πάθη. Για τον ζωντανό κόσμο των συναισθημάτων, που «είναι σαν ένα μεγάλο δάσος με την πανίδα του. Βιώνουμε αυτά τα συναισθήματα σα να ήταν άγρια ζώα που ορμούν μέσα από το φύλλωμα της πυκνής μας υπόστασης, κοιτώντας ερευνητικά με ανησυχία ή πλησιάζοντας αμείλικτα με ύπουλο και πανούργο τρόπο, συνδέοντάς μας με τον άγνωστο εαυτό μας»
Και μήπως όλοι μας δεν έχουμε νιώσει μέσα μας μια αδιάκοπη παρέλαση των συναισθημάτων; Κάθε μας σκέψη είχε την αρχή και το τέλος της. Κάθε συναίσθημα και διάθεση που νιώσαμε έχει αντικατασταθεί από κάποιο άλλο. Έχουμε —όλοι μας κατά καιρούς— νιώσει θλιμμένοι, ευχαριστημένοι, ζηλιάρηδες, ντροπιασμένοι, ερωτευμένοι, περήφανοι και οποιοδήποτε άλλο υπαρκτό συναίσθημα. Πού πήγαν όλα αυτά; Το μόνο που ξέρουμε είναι ότι τα συναισθήματα και οι διαθέσει μας σταδιακά εξαφανίζονται μέσα στο τίποτα.
Συναίσθημα —μας λέει η Isabelle Filliozat— «είναι η φυσιολογική ανταπόκριση σε κάποιο ερέθισμα. Τα απλά συναισθήματα είναι: φόβος θυμός, λύπη, χαρά.»
Για τον Dylan Evans υφίσταται η διάκριση ανάμεσα στα βασικά και τα ανώτερα γνωστικά συναισθήματα. Τα βασικά συναισθήματα είναι παγκόσμια και εγγενή. Εμφανίζονται ξαφνικά και διαρκούν μερικά δευτερόλεπτα.
Τέτοια συναισθήματα είναι η Χαρά, η Απελπισία, ο Θυμός, ο Φόβος, η Έκπληξη και η Απέχθεια.
Όμως, υπάρχουν και τα γνωστικά συναισθήματα. Όταν κάποιος νιώθει απέχθεια στη θέα περιττωμάτων, αυτό είναι ένα βασικό συναίσθημα. Όταν όμως νιώθουμε απέχθεια για μια ανήθικη πράξη, η βασική συναισθηματική αντίδραση που είναι προορισμένη να μας κρατάει μακριά από μολυσμένα ή δηλητηριώδη πράγματα επιλέγεται επίσης και για την κοινωνική λειτουργία που μας κρατάει μακριά από άτομα ανάξια εμπιστοσύνης. Τα γνωστικά συναισθήματα είναι παγκόσμια, αλλά εμφανίζουν μεγάλη πολιτισμική διαφοροποίηση. Επίσης, χρειάζονται περισσότερο χρόνο, για να αναπτυχθούν, όπως και για να εκλείψουν, συγκριτικά με τα βασικά συναισθήματα.
Τα ανώτερα γνωστικά συναισθήματα περιλαμβάνουν τον Έρωτα, την Ενοχή, την Ντροπή, την Αμηχανία, την Περηφάνια, τον Φθόνο, την Ζήλια.
Τα συναισθήματα διακρίνονται από τις διαθέσεις. Όταν έχουμε χαρούμενη διάθεση, όλα μοιάζουν σφριγηλά και γεμάτα ζωή, ενώ όταν είμαστε θλιμμένοι, τα πάντα είναι μουντά ή νεκρά.
η διάθεση είναι πάντα κάτι γενικό, επηρεάζει συνολικά τον κόσμο. Τα συναισθήματα δεν είναι απαραιτήτως γενικά· όταν θυμώνουμε, συνήθως θυμώνουμε με ένα συγκεκριμένο άτομο. Υπάρχουν όμως ιδιαίτερες περιπτώσεις, όπου οι περισσότεροι από μας νιώθουμε θυμωμένοι με ολόκληρο τον κόσμο.
Μιλώντας γενικά μπορούμε να πούμε ότι ένα συναίσθημα φυσιολογικά έχει ένα αντικείμενο, ενώ η διάθεση όχι. Οι διαθέσεις έχουν να κάνουν περισσότερο με την ολότητα όλων των αντικειμένων, δηλαδή με τον κόσμο συνολικά. Οι διαθέσεις δεν είναι απλώς εσωτερικές καταστάσεις που προβάλλονται σ’ έναν κόσμο χωρίς νόημα. Δεν μπορούμε να καθορίσουμε αν μια διάθεση είναι κάτι «εσωτερικό» η «εξωτερικό» ως προς το υποκείμενο.
«Μια αλλαγή της διάθεσης πρέπει συνεπώς να εκλαμβάνεται ως μια αλλαγή στον κόσμο —όταν λειτουργούμε με μια έννοια του κόσμου ως κάτι που μπορεί να έχει ή να μην έχει νόημα— αφού δεν διαθέτουμε έναν μη εναρμονισμένο κόσμο για να κάνουμε συγκρίσεις, έναν κόσμο που δεν θα επηρεάζεται από την αλλαγή της διάθεσης».
Η οργή
''Η οργή έχει τη νοσηρή ηδονή της μοχθηρίαςκι ένα από τα συστατικά της είναι η πιο δυσάρεστη μορφή επιθυμίας, η λαχτάρα να πληγώσεις τον άλλον.''
(Πλούταρχος)
Ας ξεκινήσουμε την περιπλάνησή μας στον κόσμο των καταστρεπτικών συναισθημάτων μ’ ένα πολύ γνωστό συναίσθημα, την οργή. «Ένα ισχυρό πάθος ή αίσθημα δυσαρέσκειας και συνήθως ανταγωνισμού που προκαλείται από ένα αίσθημα αδικίας ή προσβολής».
Ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι «η οργή είναι ανάμικτος μετά λύπης επιθυμία να εκδικηθούμε φανερά ορισμένο πρόσωπο». Όμως ο Αριστοτέλης δεν θεωρούσε την οργή ως κάποιο είδος «αμαρτήματος». Αντίθετα, την έβλεπε ως μια εντελώς φυσιολογική συναισθηματική αντίδραση και πνευματική στάση. Την θεωρούσε χρήσιμη, συσχετίζοντάς την με τον «φόβο», καθώς υποστήριζε πως η οργή μπορεί να διώξει τον φόβο και να δώσει αυτοπεποίθηση στα άτομα, προκειμένου να αντιμετωπίσουν αυτό που αντιλαμβάνονται ως απειλή.
Για τον Κικέρωνα η οργή «είναι η επιθυμία να τιμωρήσουμε ένα πρόσωπο που πιστεύουμε ότι μας αδίκησε». Ο θυμός «είναι η οργή την ώρα που γεννιέται και πρωτοεμφανίζεται», το μίσος «είναι οργή συσσωρευμένη από καιρό», η εχθρότητα είναι «οργή που ψάχνει ευκαιρία να εκδικηθεί». Και χόλος είναι «πικρή οργή που έχει τις ρίζες της στα βάθη της ψυχής και της καρδιάς». Ο φιλόσοφος Σενέκας ονομάζει την οργή «το πιο καλά κρυμμένο και πιο μανιασμένο από όλα τα αισθήματα». Όταν ορίζει την οργή ο Σενέκας αποδέχεται τον ορισμό του Αριστοτέλη. Xαρακτηρίζει την οργή ως «μια φλογερή επιθυμία ανταπόδοσης του πόνου». Την διακρίνει από την ωμότητα, την επιθετικότητα, το παραλήρημα και τη φρενίτιδα, οι οποίες, όπως λέει, κυριεύουν και τα ζώα. Για τον Σενέκα η οργή, μολονότι είναι ένα συναίσθημα, εμπεριέχει στοιχεία ανθρώπινου «λόγου». «Tο να θες να βλάψεις κάποιον... Αυτά δεν είναι έργο μιας αθώας παρόρμησης. Εδώ έχουμε ένα σύμπλεγμα που συνίσταται από διαφορετικά συστατικά: συνειδητοποίηση, αγανάκτηση, καταδίκη, ανταπόδοση. Όλα αυτά είναι αδύνατον να συμβούν δίχως την συναίνεση του νου».
Ο Άγιος Αυγουστίνος αντιτίθεται στην αριστοτελική άποψη της «δικαιολογημένης οργής». «Είναι καλύτερο ν’ αποκλείσεις τη δίκαιη και εύλογη οργή από το να τη δεχτείς όσο μικρή κι αν είναι. Στην αρχή δεν είναι παρά μια ακίδα και πριν προλάβεις να το καταλάβεις μεγαλώνει και γίνεται ολόκληρο κοντάρι».14 Στη βουδιστική Ανατολή η οργή (Dvesha) εκλαμβάνεται ως ένας εθισμός (Klesha) ή ένα δηλητήριο (Visha), ένα από τα τρία πρωταρχικά δηλητήρια (μαζί με την απληστία και την πλάνη) που συνιστούν την πραγματική αιτία της δυστυχίας (samsara), του ατέρμονου φαύλου κύκλου ζωής της ματαιότητας.
Η ζήλια
''Αυτό το συναντάμε γενικά στον έρωτα για τις γυναίκες. Όποιος φαντάζεται πραγματικά τη γυναίκα που αγαπάει πως παραδίνεται σ’ έναν άλλο θα θλιβεί, όχι μόνο γιατί παρεμποδίζεται η δική του όρεξη, αλλά και γιατί είναι υποχρεωμένος να συνδέει την εικόνα του πράγματος που αγαπάει με τις απεκκρίσεις του άλλου, και για τούτο την αποστρέφεται
Βaruch Spinoza
Συναίσθημα είναι και η ζήλια. Το ρήμα ζηλεύω προέρχεται από το ζήλος και σημαίνει: επιθυμώ έντονα κάτι που στερούμαι, εποφθαλμιώ, φθονώ. Ζήλια σημαίνει: δυσαρέσκεια για ξένη ευτυχία. Ζήλος, μας λέει ο Κικέρωνας, σημαίνει ταυτόχρονα «άμιλλα», μίμηση της αρετής, αλλά και «ζήλια», δηλαδή «λύπη, επειδή κάποιος άλλος έχει αποκτήσει αυτό που θα θέλαμε κι εμείς να έχουμε». Ζηλοτυπία σημαίνει επίσης «λύπη, επειδή κάποιος άλλος κατέχει αυτό που επιθυμούσαμε για τον εαυτό μας». Και η ερωτική ζήλια; Συνήθως συνοδεύεται από μια ενδόμυχη φράση· «δεν μ’ αγαπάει πια ή δεν μ’ αγαπάει αρκετά. Ή δεν μ’ αγαπάει τόσο…». «Αν κάποιος φανταστεί» έλεγε ο Σπινόζα «πως ένας άλλος συνδέεται με το πράγμα που αγαπάει με τον ίδιο φιλικό δεσμό ή με στενότερο από εκείνον με τον οποίο αυτός το είχε στην κατοχή του, θα αισθανθεί μίσος για το πράγμα που αγαπάει και θα φθονήσει τον άλλον. Αυτό το μίσος για ένα πράγμα που αγαπάμε μαζί με τον φθόνο ονομάζεται ζηλοτυπία, κι έτσι η ζηλοτυπία δεν είναι παρά μια ταλάντευση της ψυχής».
Ο Παύλος Αλεξάντροβιτς Φλωρένσκι, ρώσος θεολόγος και φιλόσοφος των αρχών του 20ού αιώνα, αποδίδει στην (ερωτική) ζήλια την κατεξοχήν θετική αξία. «Η ζήλια είναι αυτή η αγάπη αλλά στο “άλλο είναι” της, στην ετερότητά της· είναι ένα από τα στοιχεία του έρωτα, η βάση του, η ουσία του, η πρώτη νύχτα του κόσμου, απ’ όπου ξεμυτίζει η αχτίδα της αγάπης. Γιατί η αγάπη » συνεχίζει ο Φλωρένσκι «δεν έχει μόνον οικουμενικότητα, αλλά είναι και περιγεγραμμένη, όχι μόνον είναι απεριόριστη αλλά και περίκλειστη».
Γιατί στη ζήλια ενυπάρχει μια εξύψωση του άλλου στο επίπεδο του Εσύ, του προσώπου. «Ο έρως είναι ελεύθερη επιλογή. Το Εγώ διαλέγει ένα μόνο πρόσωπο και μ’ αυτό κτίζει μια σχέση, συνδέεται ψυχικά. Αυτό το συνηθισμένο πρόσωπο το Εγώ θέλει να το βλέπει σαν εξαιρετικό, αυτό που είναι σκιερό το θέλει φωτεινό, το καθημερινό το κάνει γιορτινό». Όμως, από την άλλη μεριά, ο Aldo Carotenuto βλέπει την (ερωτική) ζήλια ως παγίδα που μας αιχμαλωτίζει στο αγαπημένο πρόσωπο. Η ζήλια, μας λέει ο Carotenuto, αναπόφευκτα βγαίνει στην πολυτάραχη σκηνή της προδοσίας. Η συμπεριφορά και η ικανότητα του ανθρώπου για τη δημιουργία σχέσεων, που ως εκείνη τη στιγμή δεν γνώριζαν τη ζήλια, ξαφνικά μεταμορφώνονται.
«Ο εραστής νιώθει το κορμί της γυναίκας (του) στα ξένα χέρια ως βιασμό του δικού του κορμιού. Ο ζηλιάρης, δηλαδή ο άνθρωπος του ίμερου, το μόνο που μπορεί να πει στη γυναίκα είναι ένα απλό: “Δώσε μου πίσω την ψυχή μου”». O εραστής λέει: «Την αγαπώ τόσο πολύ, ώστε το θέλω της είναι και δικό μου». Μόλις όμως εμφανισθεί ο κίνδυνος, η πιθανότητα ότι ο εραστής είναι αντικαταστάσιμος, αρχίζει το αληθινό δράμα. Η αρχική φράση τώρα μετατρέπεται: «Ήθελα να μη ποθεί εκείνο που ήθελε να ποθεί». Είναι η στιγμή που ο εραστής, με τη φαιά στολή του ζηλότυπου, θα μισήσει ό,τι λάτρεψε.
Η διάσταση του φλογερού έρωτα, τόσο τέλειου που φαντάζει εξωπραγματικός, ξαφνικά ανατρέπεται, γίνεται προδοσία και μας παγιδεύει στον πόνο της μοναξιάς μας. Δεν είμαστε σε θέση πλέον να διατηρούμε αντικειμενική σχέση με τα γεγονότα, τα οποία ερμηνεύονται αποκλειστικά και μόνο με βάση μια βασανιστική, καταναγκαστική προοπτική της επιβεβαίωσης των υποψιών μας. «Όταν η ζήλια αντικαταστήσει τον έρωτα, η ανάμνηση των ευτυχισμένων στιγμών που ζήσαμε μαζί μετατρέπονται σε εικόνες που μας παγιδεύουν και μας βασανίζουν».
Δύο μεγάλοι δραματικοί ποιητές των νεότερων χρόνων πήραν δύο φορές για θέμα τους την ανδρική τιμή.
Ο Σαίξπηρ και ο Καλντερόν. Όμως, όπως παρατηρεί ο Octaviο Paz, οι ήρωες των ισπανικών δραμάτων, και ιδίως του Καλντερόν, δεν είναι (ερωτικά) ζηλότυποι. Εκδικούμενοι, ξεπλένουν μια κηλίδα που αμαύρωνε τη τιμή τους. Δεν είναι ερωτευμένοι, είναι οι φύλακες της υπόληψής τους. Αντιθέτως, στο πρόσωπο του σαιξπηρικού Οθέλου συνυπάρχει μια αυθεντική ερωτική ζήλια και ο θυμός του προσβεβλημένου άνδρα. Ο Προυστ είναι, σύμφωνα με τον Octaviο Paz, ο μεγάλος σύγχρονος ερευνητής της ζήλιας. Ο Σουάν και η Οντέτ —ήρωες του μεγάλου έργου του Προυστ «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο»— είναι αήθεις. Εκείνη δεν τον αγαπά, τον χρησιμοποιεί. Ούτε κι αυτός την αγαπά, την περιφρονεί. Με την Οντέτ δεν τον δένει μήτε η τυραννία της σεξουαλικής έλξης μήτε εκείνη του πνεύματος. Η Οντέτ τον σαγηνεύει γιατί είναι απροσπέλαστη, όχι το σώμα της, αλλά η συνείδησή της. «Πάντα κάτι από αυτήν θα του διέφευγε, θα ήταν πάντοτε άλλη».
Και δεν μπορεί να την αποχωριστεί, τον δένει μαζί της η ζήλια του. Ύστερα από χρόνια, ενθυμούμενος το πάθος του, εξομολογείται: «Και να σκεφτείς πως άσκοπα ξόδεψα χρόνια από τη ζωή μου, πως θέλησα να πεθάνω, πως είχα τον πιο μεγάλο μου έρωτα, για μια γυναίκα που δεν μου άρεσε, που δεν ήταν ο τύπος μου!».
Για τον φθόνο
''Κάποτε κάθισα για ώρα μονάχος και παρατηρούσα ένα παιδί. Ξεχείλιζε από μοχθηρία. Τι είδους αθωότητα όμως είναι αυτή, να τρέχει πλούσιο και άφθονο το γάλα από τη μητρική πηγή, κι εμείς να μην αντέχουμε να το μοιραστούμε με τον αδελφό που το έχει τόσο ανάγκη, γιατί αυτό είναι η μοναδική τροφή που τον κρατά ζωντανό;
Άγιος Αυγουστίνος
Για τον Λακάν ο φθόνος (invidia) είναι ιδιότητα του βλέμματος. Προέρχεται από το ρήμα videre (βλέπω). «H invidia, η πιο υποδειγματική, είναι αυτή που διαπίστωσα εδώ και πολύ καιρό στον Αυγουστίνο, ο οποίος περιγράφει τον φθόνο του μικρού παιδιού που κοιτάζει τον αδελφό του κρεμασμένο στο στήθος τη μητέρας του». «Εκείνο, παρατηρεί ο Λακάν, που το μικρό παιδί ή οποιοσδήποτε φθονεί, δεν είναι διόλου αναγκαστικά εκείνο που θα μπορούσε να ορέγεται. Το παιδί που κοιτάζει τον μικρό του αδελφό, ποιος μας λέει ότι έχει ακόμη ανάγκη να είναι στο μαστό; Καθένας ξέρει ότι ο φθόνος προκαλείται συνήθως από την κατοχή αγαθών τα οποία σ’ αυτόν που φθονεί δεν θα χρησίμευαν σε τίποτε, και που ούτε καν υποψιάζεται την αληθινή τους φύση. Αυτός είναι ο αληθινός φθόνος. Κάνει το υποκείμενο να χλομιάζει μπροστά σε τι; Μπροστά στην εικόνα μιας πληρότητας που ξανακλείνεται».
Για την Melanie Klein ο φθόνος σχετίζεται με την επιδίωξη του παιδιού για τον μαστό της μητέρας, στον οποίο θα προτιμούσε να είχε μια εφ’ όρου ζωής επικαρπία. «Το πολύ φθονερό πρόσωπο, λέει η Melanie Klein, είναι ακόρεστο, ποτέ δεν μπορεί να ικανοποιηθεί, επειδή ο φθόνος του προέρχεται από μέσα, και επομένως πάντα βρίσκει ένα αντικείμενο να εξουσιάζει».
Στον φθόνο το υποκείμενο φθονεί την απόλαυση του Άλλου ως τέτοια και δεν επιθυμεί το ίδιο το αντικείμενο. Η μόνη του επιθυμία είναι η καταστροφή της απόλαυσης και της ύπαρξης του Άλλου. Ο φθόνος πάντα είναι μειωτικός. Η ζήλια είναι «η λάμια με τα φαρμακερά μάτια», αλλά «ο φθόνος έχει αλλήθωρα, στραβά και κοκκινισμένα από το κλάμα μάτια».
Στη ζήλια ισχύει το «θέλω ό,τι έχει», στον φθόνο το «θέλω να μην έχει ό,τι έχει», γιατί αυτό με κάνει να αισθάνομαι κατώτερος συγκρινόμενος μαζί του.
Ο φθόνος —καθολικό συναίσθημα σε όλους τους πολιτισμούς αλλά κυρίως άθλημα των μικρών πόλεων, όπως παρατήρησε ο Κίρκεγκορ— είναι «το αίσθημα ταπείνωσης και μοχθηρίας που προκαλείται από την παρατήρηση των ανώτερων πλεονεκτημάτων που κατέχει κάποιος άλλος».
Ο φθονών φθονεί τον Άλλο χωρίς να έχει πραγματικά μια σχέση μαζί του. Θέλει μόνο να τον δει να ταπεινώνεται, να απογυμνώνεται, να ζημιώνεται, χωρίς ο ίδιος να έχει ένα πραγματικό όφελος από αυτό. «Όμως σίγουρα έχει ένα φαντασιακό όφελος· θεωρεί τη φαντασιακή εικόνα του εαυτού του εξυψωμένη, μη αμφισβητούμενη από την εικόνα του Άλλου ως ενός ανταγωνιστή». Για το φθονερό πρόσωπο ωστόσο το ερώτημα, όταν βλέπει κάποιον που έχει μεγαλύτερη τύχη, είναι: «Γιατί όχι σ’ εμένα; Γιατί αυτοί έχουν άφθονα φυσικά χαρίσματα που δεν προσφέρονται σε μένα;»
Και βέβαια ο αληθινός φθόνος δεν προορίζεται για τους σπουδαίους ή τους παρά πολύ χαρισματικούς, αλλά για εκείνους που η κατάστασή τους απλώς μοιάζει να είναι λιγάκι καλύτερη από τη δικιά μας. Γιατί σε μια εξισωτική κοινωνία, όπου η ισότητα είναι ο εξαγγελθείς στόχος, ο φθόνος ενδέχεται να είναι ακόμα πιο έντονος. Ο φθόνος προσλαμβάνει τη μορφή ισοπέδωσης κι «ενώ μια παθιασμένη εποχή επιταχύνει, δημιουργεί και ανατρέπει, εξυψώνει και υποτιμά, μια στοχαστικά απαθής εποχή κάνει ακριβώς το αντίθετο: καταστέλλει και παρακωλύει, ισοπεδώνει».
Η «συντριπτική και αδιανόητη ανισότητα, ιδίως όταν έχει ένα στοιχείο του ανέφικτου, προκαλεί πολύ λιγότερο φθόνο από την ελάχιστη ανισότητα, η οποία αναπόφευκτα κάνει τους φθονερούς να σκεφτούν: “Θα μπορούσα να είμαι στη θέση του”».
Υπερηφάνεια
''Kάθε έκφραση υπερηφάνειας ή υπεροψίας (στους άλλους) μάς είναι δυσάρεστη, επειδή απλώς κλονίζει την δική μας υπερηφάνεια ''David Hume
Η άλλη πλευρά του νομίσματος της ντροπής είναι η υπερηφάνεια. Η αυτοεκτίμηση, η πίστη στον ολοκληρωμένο εαυτό μας και στην αξία της αφήγησης του εαυτού μας. Να μια άλλη διαφορά της ντροπής από την ενοχή· η ενοχή δεν έχει ένα θετικό (συν)αίσθημα ως αντίστοιχο. Ένα πρόσωπο που επιτυχώς προωθεί μια αίσθηση υπερηφάνειας για τον εαυτό του αισθάνεται ότι η ταυτότητά του είναι δικαιωμένη και ενιαία.
Η υπερηφάνεια —ως συναίσθημα— είναι μια πάρα πολύ εύπλαστη έννοια, με παρά πολλές σημασίες. Υπάρχει υπερηφάνεια χαμένη, πληγωμένη, θιγμένη, αποκατεστημένη, ανυπόφορη, απίστευτη, ασυγχώρητη. Η έννοια της υπερηφάνειας εκφέρεται με ρήματα. Υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι, καμαρώνω, κορδώνομαι για κάτι. Υπάρχουν τα συμπτώματα και οι εκδηλώσεις της υπερηφάνειας: Σύμβολο, ίχνος υπερηφάνειας. Υπάρχουν τα αρνητικά συμπτώματα της υπερηφάνειας: Η αλαζονεία, η έπαρση και η ύβρις, η οίηση, καθώς και θετικά συγγενή της υπερηφάνειας: o αυτοσεβασμός, η αυτοεκτίμηση και η αξιοπρέπεια.
Ο Ευάγριος ο Ποντικός ήταν από τους πρώτους χριστιανούς στοχαστές που αναφέρθηκαν στα κύρια αμαρτήματα —ήταν οκτώ κατά την άποψή του— και στη λίστα του η ματαιοδοξία και η υπερηφάνεια κατείχαν την έκτη και την έβδομη θέση. Αργότερα, τον 6ο αιώνα, ο πάπας Γρηγόριος ο Α΄ ανέδειξε την υπερηφάνεια στην πρώτη θέση μεταξύ των επτά αμαρτημάτων.
Για τον Γρηγόριο, ο πυρήνας της υπερηφάνειας είναι μια έπαρση κατά την οποία ο άνθρωπος «διασχίζει μόνος τους αχανείς χώρους της σκέψης του και σιωπηλά αγλαΐζει τον εαυτό του».
Για τον Άγιο Αυγουστίνο η υπερηφάνεια παροτρύνει τον άνθρωπο να εκτοπίσει τον θεό, να ενεργεί αγνοώντας σκόπιμα τα ανθρώπινα όρια. Η λύση θα ήταν να επιδιώκουν οι άνθρωποι την ταπεινοφροσύνη.
Για τον Θωμά τον Ακινάτη η υπερηφάνεια ισοδυναμεί με την παράλογη επιθυμία του ανθρώπου να εξυψωθεί και με την περιφρόνηση για τον Θεό. Αντίθετα, η ταπεινοφροσύνη έχει το καλό ότι αποσπά τον νου «από την υπέρμετρη επιθυμία των πραγμάτων».60 Οι αρχαίοι Έλληνες καταδίκαζαν την ύβριν —την αλαζονική υπερηφάνεια—, επειδή ακύρωνε τις κύριες αρετές της ανδρείας, της εγκράτειας και της σοφίας, που στήριζαν την πολιτική τάξη και καθιστούσαν εφικτή την ενάρετη ζωή.
Όμως, ο Αριστοτέλης θεώρησε την υπερηφάνεια ως «το κόσμημα των αρετών» και υποστήριζε ότι υπερήφανος ή, όπως έλεγε, μεγαλόψυχος άνθρωπος είναι εκείνος που «θεωρεί τον εαυτό του άξιο μεγάλων πραγμάτων, επειδή είναι πραγματικά άξιος μεγάλων πραγμάτων».
Από την άλλη, περιφρονούσε την υπέρμετρη ταπεινοφροσύνη, επειδή ο ταπεινόφρων άνθρωπος πιστεύει ότι αξίζει λιγότερο απ’ όσα αξίζει και γι’ αυτό αδυνατεί να εκτιμήσει την πραγματική του αξία. Η αρετή της υπερηφάνειας ή, όπως λέει Αριστοτέλης, της «μεγαλοψυχίας» έγκειται στο ότι είναι το μέσο μεταξύ των δυο άκρων της «χαυνότητας» και της «μικροψυχίας». Το να είναι κανείς άξιος τιμών είναι το έπαθλο της αρετής, και άρα η υπερηφάνεια είναι το κόσμημα των αρετών, επειδή «τις κάνει μεγαλύτερες». Φυσικά, ο Αριστοτέλης προϋποθέτει ότι ο υπερήφανος άνθρωπος απαιτεί και αξίζει τα περισσότερα, επειδή κατέχει όλες τις αρετές. Το ενδιαφέρον των φιλοσόφων και άλλων συγγραφέων για το θέμα της υπερηφάνειας ήταν μεγάλο και εκφραζόταν από τον Αλεξάντερ Πόουπ που δήλωνε πως «στο ότι δικαιολογούμε την υπερηφάνεια έγκειται το λάθος μας», μέχρι τον Ντέιβιντ Χιουμ, για τον οποίο «κάθε έκφραση υπερηφάνειας ή υπεροψίας (στους άλλους) μάς είναι δυσάρεστη, επειδή απλώς κλονίζει τη δική μας υπερηφάνεια» και τον Σπινόζα, που πίστευε ότι «η υπερβολική ταπεινοφροσύνη ή κατήφεια μαρτυρεί αδυναμία πνεύματος».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου