Αναγνώστες

Πέμπτη 25 Ιουνίου 2009

Καινούριες πατρίδες (του Cirut)





Καινούριες πατρίδες
Tα φώτα σβηστά. Κοιτούσε απ’ το παράθυρο την πλατεία. Ώρα πολλή. Χάζευε. Για την ακρίβεια ένιωθε. Κοίταζε χωρίς ακριβώς να βλέπει. Στην πλατεία ο κόσμος έκανε βόλτα ξέγνοιαστος, θυμίζοντας ότι οι άνθρωποι αμύνονται στη δέσμευση του χρόνου τους κι ότι η ξεγνοιασιά παραμένει ισχυρή πολυτέλεια. Δήλωναν, με τον τρόπο τους, την επιλογή τους για το δικό τους τυχαίο κι απρογραμμάτιστο, στερνή ελπίδα ζωής…
΄Υστερα αθόρυβα ήρθε η βροχή. Ο κόσμος σκόρπισε. Μια πόλη στη βροχή, γυαλιστερή και πλυμένη. Μουσική από μεγάφωνα του δήμου στις γωνίες, Washington Square το κομμάτι. Η μουσική σ όλη την πόλη ήταν πρωτοβουλία της τοπικής αρχής και η ίδια δεν είχε καμιά αντίρρηση. ΄Ηταν όμορφα έτσι. Ιδίως όταν έβρεχε. ‘Οπως τώρα. Μουσική βροχής. Μελωδία βροχής. Οι πιτσίλες της βροχής χτυπούσαν σε ανεπάντεχο σημείο στο τζάμι η κάθε μία.
“Η αρμονία του χάους”, σκέφτηκε φωναχτά μέσα της. Η τελική εικόνα του νερού στο γυαλί ήταν τυχαία κι όμορφη.
“Σαν το σύμπαν τα βράδια”, χαμογέλασε...Έφευγε. Το πρωί. Μακρυά, σ’ άλλη γη. Για λίγο, για πολύ, για πάντα; Δεν ήξερε…Το άφηνε ανοιχτό.
Aεροδρόμιο νύχτα. Έφτασε στη νέα χώρα πριν λίγη ώρα. Κοιτούσε παράξενα τριγύρω, μορφές και πράγματα. Δεν ήταν και πολύ συνηθισμένη στους τεράστιους χώρους, με το μελισσολόι του κόσμου. Κάθισε σε μιαν άκρη με τις βαλίτσες της και προσπάθησε να κρατήσει αυτή την εικόνα της απαρχής στο νου. Άνθρωποι σε ομάδες, σε ζευγάρια κι άλλοι μόνοι, κινούνταν γρήγορα με τον προορισμό καρφωμένο στο νου τους. Αυτή για την ώρα ήταν ήδη στο σκοπό της. Τη δονούσε η προσμονή της νέας ζωής στην ξένη χώρα.
Πήρε υπόγειους, υπέργειους και ταξί και κατευθύνθηκε στο νέο σπίτι. Το κάθε τι είχε το δικό του κώδικα. Μαγαζιά, άνθρωποι, γειτονιές, αυτοκίνητα, νοικοκυριά. Βιτρίνες ατέλειωτες με παράξενα ονόματα, άλλες πλατείες, μουσικές από παντού. Κοιτούσε αχόρταγα. Αυτή η πρόκληση του άγνωστου την έφερε εδώ. Ένιωθε σα να ξαναγεννήθηκε. Σα να επέστρεφε στην παιδική ηλικία, για να γνωρίσει τον κόσμο απ την αρχή.
Έφτασε στο νέο σπίτι, με ένα αυξανόμενο τρεμούλιασμα στην καρδιά. Είχε το απροσδιόριστο συναίσθημα του ανθρώπου που περπατάει σε στοά. Άλλα χρώματα, άλλα σχήματα. Εδώ, ναι εδώ έπρεπε να κάνει τη νέα φωλιά που ζεσταίνει την ψυχή καθενός. Κρυφοκοίταζε τα σχήματα των χώρων, προσπαθώντας να μαντέψει πως θα χωρέσει σ’ αυτά τη χαρά της. Άρχισε να ξεπακετάρει, σα να την κυνηγούσε ο χρόνος, γιατί φοβόταν το κενό δράσης. Άνοιξε τις βαλίτσες προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό της ότι είναι όλα όπως στις θερινές διακοπές, αλλά το χτυποκάρδι της την αναστάτωνε χαρούμενα και ανεξέλεγκτα. Σιδέρωσε τα ρούχα για τη νέα δουλειά. Ανησυχούσε λίγο και για τις επιδόσεις της στην ξένη γλώσσα.
“Θα τα καταφέρω..” πεισμάτωνε. “Άλλωστε έκανα τόση προετοιμασία...Μην ανησυχείς ξανθούλα, είσαι η καλύτερη”, έκανε με αντρική φωνή στον εαυτό της.
Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά πλησιάζοντας στη δουλειά...Σάστισε από το μέγεθος των γραφείων. Εδώ ήταν όλα μεγάλα και υπερπολυτελή. Οι άνθρωποι καλοντυμένοι και οι κοινωνικοί κανόνες εμφανείς και λειτουργικοί. Ο όγκος μόνο τη φόβιζε. Ευτυχώς όλα πήγαν καλά. Η υποδοχή ήταν άριστη και η υποδομή της δυνατή...Άλλωστε την καλέσαν κιόλας σε πάρτυ το Σαββατόβραδο. Άντρες και γυναίκες την πλησίασαν αμέσως με ενδιαφέρον και φιλική περιέργεια. Της φύλαξαν τερτίπια υποδοχής, ο πάγος έσπασε γρήγορα, η μισή μέρα πέρασε με πειράγματα για τις διαφορές των λαών και όνειρα για θερινές διακοπές. Εννιά με πέντε.
Το ένα πάρτυ έγινε πολλά, οι λίγοι φίλοι πολλοί, τα νήματα με την καινούρια χώρα αυξάνονταν. Το σπίτι της άνοιξε σιγά σιγά. Έκανε και πιο κοντινούς φίλους, φλέρταρε κι ένιωθε γεμάτη και ευτυχισμένη. Ήταν όλα ένα ατέλειωτο μεθύσι από νέες εμπειρίες και νιωσίματα. Η αλλιώτικη σκέψη της ξένης γης, είχε γίνει αλλιώτικος κόσμος κι αλλιώτικο περιβάλλον. Βρισκόταν σε μια συνεχή συζήτηση με τον τεράστιο συλλογικό ξένο εγκέφαλο, μέσα απ’ τα κατασκευάσματα του περίγυρου. Ιστορικά και μοντέρνα κτίρια, τολμηρά έργα αρχιτεκτονικής γραφής στο μακρόχωρο, απανωτές τοξωτές γέφυρες πέτρινες ή κρεμαστές, σκεφτικά αγάλματα μορφών που πέρασαν γράφοντας την ιστορία, απαρατήρητες και λησμονημένες σήμερα, σύμπλοκα μνημεία, πολυεπίπεδους στριφτούς δρόμους.
Ανακάλυψε την απροσδόκητη ομορφιά του παλιού. Απέναντι στην υπεροψία της εξέλιξης εμμένει στη δική του στάση, μια μορφική αντιπρόταση σ' αυτό που λογίζεται ως μοναδικό και αυτονόητο. Η χαρά της εξερεύνησης και τα άπειρα ευρήματα την εντυπωσίαζαν. Ερωτεύτηκε τα απέραντα καταπράσινα πάρκα της γαλήνης των λουλουδιών και της δροσιάς. Μαγαζιά ποικιλίας, για κάθε διάθεση και τρόπο ζωής, όπου ζευγάρια και παρεούλες απολάμβαναν το χρόνο τους. Ο κόσμος έδειχνε ανέμελος και ευχαριστημένος. Οι χώροι γαλήνης ήταν τόσο μεγάλοι και τόσο όμορφοι, που σκέπαζαν το φορτισμένο χώρο της δουλειάς. Όλες οι πόλεις κρύβουν έντεχνα το κομμάτι της βαριάς δουλειάς τα λιμάνια, τα εργοστάσια, τα ναυπηγεία, τις ατέλειωτες μάντρες αυτοκινήτων, τα βουτηγμένα στα μαύρα λάδια συνεργεία, τα βρωμερά βυρσοδεψεία, τα σφαγεία της μαζικής εξόντωσης ζώων, τα καμίνια και τα ασβεστάδικα, τα βαφεία των ρύπων και τις ογκώδεις βρώμικες αποθήκες. Τη νύχτα προ πάντων ο κόσμος του γλεντιού, διώχνει μακρυά το πνεύμα της δουλειάς. Ποιός άραγε ποδηγετεί τον άλλο; Εδώ οι άσχημες πλευρές της δουλειάς ήταν σα μην υπήρχαν καθόλου μέρα ή νύχτα. Όλα ήταν οργανωμένα άψογα. Όλα όμορφα.
Μόνο που κάποιες ώρες...΄Ηταν εκείνες οι δύσκολες ώρες, πότε σε παρέα και πότε μόνη, που της έλειπε το αυτονόητο της πατρίδας. Να, αυτό που δεν περνάει από κώδικα. Το αυθόρμητο της επικοινωνίας. Η νηκτική κύστη της καρδιάς της ανοιγόκλεινε κουραστικά, παλεύοντας στη συνεχή προσαρμογή. Κάπου στο ψυχικό φράγμα των άλλων, σ' αυτό το υλικό που πλάστηκε με άλλη μαγιά και τέχνη, προσέκρουε άγαρμπα. Το αυτονόητο, πνοή κι ανάγκη της, δεν υπήρχε πουθενά. Ξαφνικά μια στυφή γεύση της θύμιζε ότι ήταν ξένη. Κοιτούσε φορές μόνη από ψηλά ακίνητη, να όπως τότε που χάζευε εκείνη την πλατεία και της φαινόταν παράξενη, πολύ παράξενη ετούτη η πολιτεία.
Οι μακρινοί ορίζοντες της ήταν σκεπασμένοι με σπίτια, ζούσε στο σκοτάδι και το νερό, εξέπνεε συνεχώς μια πυκνή κρύα ομίχλη, άπειρους αραιωπούς, στρεβλούς κυλίνδρους καπνού απ’ τις καμινάδες και τα βράδια σε κοιτούσε παγερά ασάλευτη, μ’ εκείνα τα εκατομμύρια φωτερά κίτρινα μάτια. Τα περισσότερα βράδια έβρεχε μανιασμένα. Της φαινόταν, σα σε παραζάλη, ότι το σπίτι της ξεκολλούσε από τη θέση του και κολυμπούσε στο νερό της ατέλειωτης βροχής και στο άγνωστο. Το άλλο πρωί τα πράγματα ημέρευαν, μόνο που το σπίτι, η καρδιά της, βρισκόταν πια στη μέση της θάλασσας. Ομίχλη, ύπουλη ομίχλη τρύπωσε απ’ τους πόρους στο νου και στην καρδιά, ακάλεστη βασίλισσα. Έφαγε τα ρήματα και της έμεινε να σκέφτεται μόνο με βουβά επιφωνήματα.
"Ντροπή σου", μονολογούσε. "Μοιάζεις με τους παλιούς μετανάστες σε ομαδικό γεύμα, στα βαγόνια του κλάματος της Κυριακής που είχαν για σπίτια."
Πύκνωσαν στο νου της οι αναδρομές στο παρελθόν, ως τα βάθη της παιδικής ηλικίας, παλιές ευτυχισμένες εικόνες εισέβαλαν στα όνειρα της και την έκαναν να υποφέρει περισσότερο. Και δεν ήταν καλομαθημένη ή άπειρη από ζόρια. Ήταν σκληρή, μαχητική, από τις κοπέλες που άφησαν πρώτα τα χωριά τους, όπου σιγά σιγά μεγάλωναν, βλάστησαν, άνθισαν και μπουμπούκιασαν. Όταν έκπληκτες κατάλαβαν ότι έγιναν κάτι αλλιώτικο απ’ τις μανάδες τους δεν είπαν τίποτα. Μόνο που έφυγαν για πάντα μακρυά, με μια λαφριά λύπη της διαπίστωσης, χωρίς όμως να τις αγαπούν και λιγότερο.
΄Οσο ο καιρός περνούσε, κάτι μουσικές της πατρίδας, κάτι ειδήσεις απόμακρες απ’ τα βραχέα, κάτι οι δορυφόροι πλέξαν μέσα της τον καμβά της νοσταλγίας, μιας αρρώστιας βαριάς κι αθεράπευτης, άδηλης αναπνοής του ξενιτεμένου.
“Θα πάω πίσω σε πρώτη ευκαιρία”, αποφάσισε...” Έστω για λίγο.”
Η μια φορά έγινε πολλές. Κάθε μικροάδεια, ακόμα και τριήμερα, τα περνούσε πια στην πατρίδα, που έτσι ξαφνικά απόκτησε τη γοητεία της έλλειψης. Της φαινόταν όλα όμορφα, ανανεωμένα και γοητευτικά, χωρίς τη φόρτιση της κριτικής και του ψόγου, που την πλήγωναν παλιά. Κατάλαβε ότι δεν θα άντεχε για πολύ μακρυά. Για πρώτη φορά σκέφτηκε την ιδέα της μόνιμης επιστροφής.
“Θα του μιλήσω και κείνου. ΄Ισως τον πείσω να μ’ ακολουθήσει.. Αφού μ’ αγαπάει.. “
Το αποτέλεσμα ήταν ο πρώτος καυγάς τους...
“Παραλογίζεσαι,” της είπε.. ”Μου ζητάς να ξεριζωθώ...Δεν ξέρω καν πού πέφτει η πατρίδα σου. Τα θέλεις όλα δικά σου...Κάνε υπομονή. Να δέσουμε λίγο καλύτερα και βλέπουμε..”
Πείσμωσε.. Γύρισε μόνη της στην πατρίδα. Για πάντα, όπως έλεγε. ΄Ηταν σα να ξαναγεννήθηκε. Τριγύριζε άσκοπα στους δρόμους σε κάθε ευκαιρία...΄Ενιωθε ελεύθερη σα να βγήκε από περιορισμό.
“Αυτό είναι τα ξένα”, έλεγε. “Φυλακή, να, μια ανοικτή φυλακή.”
Οι άνθρωποι στην πατρίδα της φαινόταν απλοί, προσπελάσιμοι και οικείοι..
“Έχανα τον καιρό μου,” παραδέχτηκε. “Καλύτερα στον τόπο σου από παντού...Μόνο το μύθο να σπάσεις. Αυτόν το ρημάδη το μύθο.”
Σε λίγο καιρό, ωστόσο, οι θύμησες της ξένης χώρας την επισκέφτηκαν. Η μαγεία της νύχτας στην ξένη με την ερωτική της ατμόσφαιρα, οι ανοιχτοί χώροι που μαζευόταν ο κόσμος της ξεγνοιασιάς έστω όταν είχε λίγη καλοκαιριά, η τάξη σε όλα, οι εκδρομές σ’ όλη τη γη, την καλούσαν και πάλι. Είχε αφήσει πίσω τη γη της επαγγελίας και των ευκαιριών. ΄Ισως να μπορούσε να κάνει ξανά κάτι και με κείνον...Μια νέου τύπου νοσταλγία την κυρίεψε ανεπάντεχα... Είχε αφήσει ένα κομμάτι της, χωρίς να το καταλάβει, στα ξένα.
“Θα πάω, είπε.. Σε πρώτη ευκαιρία....Έστω για λίγο.. Είμαι πραγματικά τυχερή.. Μπορώ τουλάχιστο να μη χάνω τη δουλειά μου.”
Πήγε.. Για μια φορά. Η μια φορά έγινε πολλές... Από μακρυά η πατρίδα φορές της φαινόταν μια μικρή κουκίδα στο χάρτη. Σαν ένας μες στους τόσους προορισμούς. Παρατηρούσε τον εαυτό της αμήχανα. Ήταν σα να στεκόταν σ’ ένα βράχο αντικρύ και να κοίταζε τον εαυτό της. Ξανάφευγε για την πατρίδα. Γύριζε στην ξένη για μόνιμα αναζητώντας την ισορροπία της. Και ύστερα πίσω στην πατρίδα.. Και μετά πάλι στην ξένη..
“Πρέπει να αποφασίσω”, κατέληξε.. ”’Η εδώ ή εκεί. Αυτό δεν μπορεί να γίνεται συνέχεια”. Την κούραζε η συνεχής αλλαγή. Είχε κόψει όμως τις μόνιμες ρίζες και με την πατρίδα πια. Οι φίλοι τράβηξαν το δρόμο τους, η δουλειά της απόκτησε μόνιμο συνεργάτη στη θέση της, ακόμα και η γειτονιά της άλλαζε με νέα κτίρια. Κάθε φορά που γυρνούσε έβλεπε κι άλλο καινούριο. Το παλιό αυτονόητο κλονίστηκε. Οι ρίζες της έγιναν πλωτές. Συνέχισε να επιστρέφει στην πατρίδα αλλά σύντομα κάτι την ενοχλούσε αφόρητα κι έφευγε πάλι...Και κει μακρυά, στην ξένη, την περίμενε η νοσταλγία του εδικού. ΄Ενιωθε απελπισία κι ανισορροπία.
“Παγιδεύτηκα”, μονολογούσε, “έφτιαξα ένα ανόητο πρόβλημα απ’ το μηδέν. Δεν είμαι πια ούτε για δω ούτε για κει. Κάτι ξέρουν οι πολλοί που δε βάζουν στον εαυτό τους τέτοια προβλήματα…Και τώρα; Τι γίνεται τώρα;”
Προσπάθησε να τακτοποιήσει τα εσωτερικά της. Ξεκαθάρισε ότι χρειάζεται και την πατρίδα και την ξένη ταυτόχρονα. «Η δουλειά, αυτή θα μου δείξει το δρόμο. Πρέπει να βρω καινούρια δουλειά», σκεφτόταν.
......................
“Όλα ωραία με τα προσόντα σας. Όμως η δουλειά μας είναι λίγο περίεργη. Θα πρέπει να βρίσκεστε μισό καιρό εδώ και μισό καιρό στο εξωτερικό. Όχι απαραίτητα στην ίδια χώρα. Δεν σας κρύβω πως πολλοί προκάτοχοι σας κατέρρευσαν, λόγω της συνεχούς αλλαγής σε μικρό χρονικό διάστημα και τα παράτησαν. Γι’ αυτό θα πρέπει να είστε σίγουρη για τη σταθερή σας απόφαση. Οι εμπορικές μας δραστηριότητες επεκτείνονται σε πολλές χώρες... Είμαστε πια διεθνείς.”
“Και γω κάπως...”, ψιθύρισε, όχι χωρίς κάποια δόση βαθιάς πίκρας...
“Τι είπατε, παρακαλώ;”
“Είπα ότι δέχομαι...ανεπιφύλακτα. Ναι.. νομίζω ότι αυτή είναι δουλειά που μου ταιριάζει. Σας ευχαριστώ...”.

5 σχόλια:

anepidoti είπε...

το άγνωστο και μεις μέσα του...την καταλαβαίνω την ηρωίδα σου, την νιώθω και μου ταιριάζει...την βλέπω, την ακούω...
άσε που έχει και πολλές πατρίδες και μ' αρέσει...
μου αρέσει και να σε διαβάζω...
σε φιλώ καλέ μου cirut!
ουφ!το πέτυχα! ο cirut.
:-)

cirut είπε...

Καλώς την κι εδώ. Ποιος δεν έζησε το φόβο της "άγνωστης γης"; Ποιος δεν τρόμαξε από την "ξενότητα", πριν την κάνει "πατρίδα"; Πόσους εαυτούς δεν αλλάξαμε στην πορεία μας;

Πρόσεξες, ίσως, από πού προερχόταν¨"το σπίτι που ξεκόλλησε και βρέθηκε στη μέση της θάλασσας" και έδενε με τις ωραίες σταγόνες σου, όταν γίνονται υετός και μπόρα.. Μείνε έτσι..

cirut είπε...

@anep,

αδυνατώ να μπω στο μπλογκ σου. Συμβαίνει μόνο με το δικό μου PC ή υπάρχει κάποιο πρόβλημα; Κανα DLL αρχείο θα σβήστηκε πάλι

anepidoti είπε...

κι άλλοι μου το είπαν, εγώ μπαίνω...τι θα πει DLL και τι να κάνω;

cirut είπε...

Καλημέρα @anep,

αν και κατέω από ..ψιψιψίνια και .. κοκοροκουμπάκια, too far να βοηθήσω από Θεσσαλονίκη. Ρώτα στο .μπλογκ!

Τα url του θείου Ισιδώρα