Ο δάσκαλος
«Έχουμε πρόβλημα γλώσσας...”, είπε. “Αν μιλούσαμε τη γλώσσα τους θα κάναμε καλύτερες συνεννοήσεις. Θα τους πουλούσαμε μέχρι και χώμα. Κοιμούνται ακόμα με τα τσαρούχια. Τι λέω. Ούτε τσαρούχια δεν έχουν. Έχουμε μεγάλες ‘κονομισιές μπροστά μας.”
Η γυναίκα του τον κοίταζε σκεφτική.
“Κι ο διερμηνέας;”
“Δεν είναι το ίδιο. Άλλο να κανονίζεις μόνος σου κι άλλο με μεσάζοντα. Χάνεται το προσωπικό στοιχείο. Κολακεύει η γλώσσα. Να τον φέρεις τον άλλο εδώ, να τον ταΐσεις, να τον θαμπώσεις, να σ' ανοίξει βαθύτερα κόλπα. Με καταλαβαίνεις; Κάτι πρέπει να κάνω. Να βρούμε ένα δάσκαλο... Να μάθει το παιδί μας κι’ ό,τι μπορέσω εγώ. Είναι καλή δουλειά.”
“Είναι μόνο δεκαέξι χρονών. Και το Κεπιστάν μακρυά. Έπειτα τι γίνεται με τον κίνδυνο; Εδώ τρέμω για σένα. Ποιός εγγυάται για τη ζωή σου σ αυτά τα μέρη που δεν ξέρεις τι ξημερώνει;”
“Πρέπει να ψηθεί, γυναίκα. Να ετοιμάζεται. Δεν θα τον κάνω εγώ άχρηστο υπάλληλο, δουλικό του κάθε κατεργάρη. Να μάθει να κερδίζει με το μυαλό του. Κάποιον θα βρούμε τελικά για τη γλώσσα, θα ψάξω για τον κατάλληλο άνθρωπο. Όσο για τον κίνδυνο…Μπίζνες χωρίς κίνδυνο και ρίσκο γίνεται; Τώρα γυρίζει γυναίκα. Αργότερα και οι πέτρες θα πηγαινοέρχονται στο Κεπιστάν. Κίνδυνος κι αφρός παν παρέα. Μην ανησυχείς όμως. Ναι, πολλά λέγονται. Κανείς όμως δεν μιλάει για τίποτα συγκεκριμένο. Στο κάτω κάτω αν είναι να πάω, ας πάω ματσωμένος, χα, χα…”
“Έχετε καλές συστάσεις. Θέλω να διδάξετε στο γιο μου τη γλώσσα σας. Οπως σας είπα, συνεργάζομαι εμπορικά με τη χώρα σας και η γλώσσα είναι σημαντική υπόθεση. Κι εγώ θα σας παρακολουθώ όταν έχω καιρό.”
“Μπορούμε να αρχίσουμε όποτε θέλετε”, έκανε σε σπασμένη γλώσσα ο δάσκαλος.
“Και σήμερα ακόμα. Ένα αντίγραφο του διαβατηρίου σας μόνο θα ήθελα. Έτσι για τα τυπικά.”
Tα μαθήματα άρχισαν. Το παιδί ενθουσιάστηκε. Παράξενη γλώσσα. Άλλος κόσμος. Άλλες συνήθειες και αντιλήψεις. Το γοήτευε ότι θα μάθαινε κάτι που λίγοι ξέρουν. Μέσα απ τη δύναμη της γλώσσας ένας λαός ολόκληρος ερχόταν στο χώρο της ύπαρξης, με τις εκφράσεις του, τις εμφάσεις του και τις εμμονές του. Ευτυχώς και ο δάσκαλος ήταν άψογος. Είχε όρεξη, δίδασκε και μάθαινε ταυτόχρονα, είχε χιούμορ και δεν ήταν καθόλου πιεστικός. Καλογυμνασμένος και δυνατός απέπνεε ένα αέρα ζωντάνιας και ενεργητικότητας. Οταν ερχόταν η ώρα της αμοιβής δεν έλεγε τίποτα για τα χρήματα που συστηματικά του έκοβε ο πατέρας.
Ένας κορμός μες το δρόμο σταμάτησε το πολυτελές αυτοκίνητο με τους τρεις εμπόρους και το ντόπιο διερμηνέα που οδηγούσε. Ο οδηγός άνοιξε την πόρτα και προχώρησε να δει. Μια ομάδα οπλοφόρων πετάχτηκε απ’ τα σκοτάδια.
“Παγίδα”, φώναξε ο οδηγός. “Πέσαμε σε συμμορία....”
Οι οπλοφόροι ανάγκασαν τους υπόλοιπους να κατεβούν από το αυτοκίνητο. Κάποιος απομόνωσε χωριστά τον οδηγό με την απειλή περίστροφου.
“Ήσυχα κύριοι, μη κάνετε καμιά κουταμάρα”... μίλησε στους εμπόρους αυτός που φαινόταν για αρχηγός των ληστών, σε διαδεδομένη γλώσσα της εποχής.
“Είστε αιχμάλωτοι της Πατριωτικής Κίνησης του Κεπιστάν. Δεν θα σας πειράξουμε, αν συνεργαστείτε. Θέλουμε μόνο λίγα απ αυτά που μας κλέβετε, παρέα με τα δικά μας τομάρια. Τα χέρια σας μπροστά, παρακαλώ.”
Οι τρεις άνδρες υπάκουσαν έντρομοι.
“Όσα ζητήσετε θα τα έχετε....”, ψέλλισε ο άνθρωπος μας, όχι και τόσο σίγουρος ότι γίνεται κατανοητός. “Δεν κλέψαμε κανένα. Έμποροι είμαστε.”
“Το ίδιο κάνει “, είπε ο αρχηγός αόριστα.
Για τον οδηγό, τον ομοεθνή του, φύλαξε βρισιές στη γλώσσα τους που δεν σήμαιναν τίποτα καλό. Υστερα κάποιος του πέρασε χειροπέδες και τον κλώτσησαν σε ένα μικρό κρυμμένο αυτοκίνητο που έφυγε με ταχύτητα. Πέρασαν χειροπέδες και στους εμπόρους και τους έσπρωξαν σε μια σκούρη κλούβα. Πήραν κάποιο μικρό δρόμο γεμάτο λάσπες, στροφές και λακκούβες, όπου η κλούβα χοροπηδούσε σα τρελή, τρέχοντας με δαιμονισμένη ταχύτητα μέσα σε πηχτή ομίχλη. Το τοπίο ήταν επίπεδο με πολλούς σκούρους ίσκιους, περιγράμματα τεράστιων δέντρων, που ορμούσαν απειλητικά σε κάθε στροφή απ’ τα ασπριδερά νεφελώματα της. Πίσω ακολουθούσε με δυσκολία το πολυτελές αυτοκίνητο των εμπόρων, που το οδηγούσε κάποιος απ τους οπλοφόρους.. Βρέθηκαν, μετά από ώρα, σε μια ξύλινη καλύβα, που φωτιζόταν από λάμπα θυέλλης.
“Τώρα τι κάνουμε;” ψιθύρισε ο ένας όμηρος όταν έμειναν μόνοι. “Σε τούτο το ρημαδότοπο που μας φέραν, είμαι σίγουρος και λεύτερους να μας αφήναν, θα μας έτρωγαν τ’ αγρίμια και οι βάλτοι”.
“Θα τους τα δώσουμε, δεν γίνεται αλλιώς, μόνο να γλυτώσουμε”, απάντησε άλλος όμηρος.
“Κρίμα που δεν πρόλαβα να μάθω τη γλώσσα τους. Μπορεί να τους συγκινούσα”, σκέφτηκε πονηρά ο άνθρωπος μας.
Ο αρχηγός πρόβαλε στο πορτόφυλλο, τυπική αντάρτικη φιγούρα.
“Θα ρθούμε σε επαφή με τους δικούς σας, για να κανονίσουμε τα λύτρα. Τα χρήματα πρέπει να τα βάλουν σε μυστικό λογαριασμό τρίτης χώρας. ΄Οταν τα πάρουμε θα σας αφήσουμε. Μην ανησυχείτε. ΄Εχουμε τον τρόπο μας. Τα λεφτά θα κάνουν φτερά με άυλους τίτλους. Την ξέρουμε τη δουλειά μας”.
Ο αρχηγός φαινόταν σίγουρος για τις κινήσεις του, σαν σκακιστής σε υπεροχή. Ο φόβος τους μεγάλωνε. Βρίσκονταν στα χέρια της φοβερής ντόπιας μαφίας, που δεν δίσταζε να σκοτώσει. Είχαν ακουστά ότι η μαφία και μετά τα λύτρα σκότωνε κάποιους, για να αναγκάσει τους ξένους να φύγουν. Διεκδικούσε για τον εαυτό της το εμπόριο. Οι έμποροι είχαν ακούσει περίεργες ιστορίες για αιμοσταγείς συμμορίες, που αντιμάχονταν την οικονομική εισβολή των ξένων, την τωρινή διοίκηση της χώρας, αλλά και η μία την άλλη. Σ’ αυτούς τους τόπους και σ αυτή τη φάση, αυτονομία, εθνική συνείδηση και πλιάτσικο βρίσκονταν πολύ κοντά. ΄Ηταν μια μορφή βίαιης εθνογένεσης. ΄Ετσι και τα άτομα φαινόταν να υφίστανται φάση παραληρηματικής μετάβασης. Αυτά όμως, έτσι κι αλλιώς, ήταν ζητήματα που δεν αφορούσαν τους τρεις εμπόρους.
“Ξέρω κάποιον”, ξεστόμισε ο άνθρωπος μας. “Έναν δικό σας που δουλεύει στο σπίτι μου. Τον λένε.....”. Έδωσε το όνομα του δάσκαλου γράμμα - γράμμα, όπως το θυμόταν απ’ το διαβατήριο.
“Άγνωστος, αδιάφορο”, απάντησε ψυχρά ο αρχηγός.
Κάηκε και το τελευταίο χαρτί τους. Τώρα ήταν πλέον έρμαια της συμμορίας…Μια ομάδα έμεινε να τους φυλάει. Οι άλλοι έφυγαν. Παρά την εξάντληση τους, κανείς από τους ομήρους δεν κατάφερε να κοιμηθεί. Σκέπτονταν όλοι την κατάσταση μετά τα λύτρα. Κι αν τα ποσά που θα ζητούσαν ήταν εξωφρενικά; Τι τύχη μπορούσε να έχει κανείς μ αυτούς τους ανθρώπους; Δεν φαινόταν άγριοι, ήταν όμως πολύ ψυχροί και σίγουρα αδίσταχτοι. Φαινόταν να υλοποιούν μια πολύ γνώριμη τους ρουτίνα. Επαγγελματίες….
Ο χρόνος περνούσε, σα στιγμές εφιάλτη, σε διαβαθμίσεις σκοταδιού. Ξημέρωνε; Νύχτωνε; Ποιός να ήξερε ακριβώς; Τα παράθυρα της καλύβας καρφωμένα. Φαινόταν σα να μην άλλαζε τίποτα σ αυτό τον ερημότοπο. Φως ημέρας δεν ερχόταν από πουθενά, ούτε από τις χαραμάδες, λες και σ αυτό τον τόπο ήταν πάντα σκοτάδι. Τους τάισαν με ξεροκόμματα και τους έφεραν νερό σε βρώμικα κύπελλα. Δεμένοι στα πόδια με σχοινί και στα χέρια με χειροπέδες. Δεν τους μίλησε κανείς ξανά, δεν τους ρώτησαν τίποτα, δεν τους έβρισε έστω κανείς, σα να ήταν ποσότητες χωρίς σημασία, πέρα απ τα λύτρα.
Ο αρχηγός φάνηκε το μεθεπόμενο απόγευμα, την ώρα που το σκοτάδι μαύριζε όλο και περισσότερο. Ο φανός άναψε από το χέρι του. Στη ζώνη του κρέμονταν πιστόλια τελευταίου τύπου.
“Λυπάμαι κύριοι”, τους πέταξε. “Οι δικοί σας καθυστερούν. Ισως δεν κατάλαβαν πού μπλέξατε. Ως τις δώδεκα αύριο το μεσημέρι αν δεν κινηθούν, ένας από σας θα πεθάνει και τ' αυτιά του θα κατατεθούν στην κοντινότερη πρεσβεία σας. Περιττό να σας διευκρινίσω ότι για μας είστε το ίδιο αξιοσέβαστοι, όσο εμείς για σας. Χα, χα, χα…”
Ύστερα κάθισε στο φως της λάμπας και κάτι έγραφε με προσοχή…
Εξαντλημένοι κι ανήμποροι αφέθηκαν και πάλι στο δίχτυ της απελπισίας. Ηταν χαμένοι. ΄Ισως ήταν το τελευταίο τους βράδυ…Μια φοβερή υγρασία περόνιαζε τα κόκαλα τους. Πρέπει να υπήρχαν πολλά νερά κοντά, γιατί ακούγονταν συνεχώς βατράχια. Στις σπάνιες παύσεις τους ξεχώριζες κρωξίματα από νυχτοπούλια και τριξίματα από τριζόνια…Ακίνητες στιγμές.
Μέσα στους συνεχείς αυτούς φυσικούς ήχους, ακούστηκε θόρυβος αυτοκινήτου. Ο αρχηγός τινάχτηκε τραβώντας τα πιστόλια του και πετάχτηκε έξω. Φωνές και έντονος καυγάς ακούστηκαν στην ερημιά. Βρισιές και ουρλιαχτά έκοβαν τη σιγή σαν πιστολιές. Οι όμηροι προσπαθούσαν να καταλάβουν τι γίνεται, κι αν είναι κάτι που αφορά αυτούς…Η πόρτα της καλύβας γκρεμίστηκε με πάταγο. Στο κατώφλι πρόβαλε ο αρχηγός με το δάσκαλο. ΄Ενα δάσκαλο αγνώριστο με μαυρισμένη φάτσα, μάτια σχιστά κι αγέλαστα, στρατιωτική στολή και καπέλο τζόκεϊ. Πίσω τους ακολουθούσαν πολλοί οπλοφόροι.
Nηνεμία θανάτου και ησυχία νεκρική.
“Ο αρχηγός”, είπε ο αρχηγός μoυδιασμένα. “Τον είχαμε για νεκρό....”
Cirut
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου