Αναγνώστες

Σάββατο 1 Αυγούστου 2009

η φιλοσοφια της Βαρεμάρας


Η βαρεμάρα είναι μια εσώτερη κατάσταση του μυαλού, είναι όμως επίσης χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτού του κόσμου.
Σε αυτόν τον κόσμο ,σκοτώνουμε τον χρόνο και βαριόμαστε μέχρι θανάτου.
Ετσι μπορεί να συμφωνήσουμε με τον Λόρδο Βύρωνα όταν λέει: «Λίγα έμειναν πέρα από το βαριόμουν ή βαριέμαι»
Η πιο κοντινή στα αρχαία ελληνικά λέξη για την αεργία είναι, πιθανώς, η ακηδία, η οποία προέρχεται από το κήδος που σημαίνει να νοιάζεσαι συν το αρνητικό πρόθεμα.
Αυτή η έννοια, όμως παίζει μόνον ένα ελάσσονα ρόλο στη πρώιμη ελληνική σκέψη, όταν περιγράφει μια κατάσταση αποσύνθεσης ,η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί κάτι σαν χαύνωση και σαν έλλειψη συμμετοχής.
Θα πρέπει να περιμένουμε μέχρι τον 4ο αιώνα μ,χ με τους χριστιανούς Πρώτους Πατέρες για να αποκτήσει ο όρος ένα νόημα που περιγράφει μια κατάσταση κορεσμού από τη ζωή ή κούρασης.
Στην Αναγέννηση, η έννοια της ακηδίας αντικαταστάθηκε από αυτή της μελαγχολίας. Η ακηδία συνδεόταν με τη ψυχή, ενώ η μελαγχολία με το σώμα. Ενώ η μελαγχολία μπορεί να περιλαμβάνει την ίδια της τη θεραπεία, η θεραπεία για την ακηδία βρίσκεται έξω από τον εαυτό–για παράδειγμα στον θεό ή τη δουλειά
Μετά τον 14ο αιώνα τις ηθικές πλευρές της ακηδίας ανέλαβε η βαρεμάρα.
Συνήθως πιστεύουμε ότι η βαρεμάρα ξεκινά από ένα θεμελιώδες ελάττωμα του χαρακτήρα Μια τέτοια προσέγγιση παραβλέπει την πιθανότητα ο έξω κόσμος –παρά το άτομο – να είναι το πρόβλημα. Γιατί η βαρεμάρα δεν είναι απλώς ένα φαινόμενο που βασανίζει τα άτομα, είναι σε μεγάλο βαθμό, ένα κοινωνικό και πολιτιστικό φαινόμενο.
Η βαρεμάρα εμφανίζεται με διάφορες μορφές:Μπορεί να βαριόμαστε αντικείμενα και ανθρώπους, μπορεί όμως να βαριόμαστε τον εαυτό μας. Αλλά υπάρχει επίσης μια ανώνυμη μορφή βαρεμάρας, όπου στην πραγματικότητα δεν υπάρχει κάτι συγκεκριμένο που μας κάνει να βαριόμαστε. Τότε (στη βαθιά βαρεμάρα)μπορούμε να πούμε πως «η ίδια η βαρεμάρα βαριέται»
Ο Μιλαν Κούντερα, στην «Ταυτότητα» διακρίνει την:
Παθητική βαρεμάρα,:όταν κάποιος χασμουριέται ανιδιοτελώς,
την ενεργητική: όταν κάποιος αφιερώνεται σε ένα χόμπι
και την εξεγερτική:όταν κάποιος σπάει βιτρίνες
Στην τυπολογία του Martin Doehlemann διακρίνεται:η καταστασιακή βαρεμάρα:όταν κάποιος περιμένει κάτι, ακούει μια διάλεξη ή παίρνει το τρένο. Η βαρεμάρα ως προς τον κορεσμό:όταν κάποιος έχει πάρει τόσο μεγάλη δόση από το ίδιο πράγμα ώστε τα πάντα του φαίνονται κοινότοπα. Η υπαρξιακή βαρεμάρα, όπου η ψυχή δεν έχει περιεχόμενο και ο κόσμος φαίνεται ουδέτερος. Τέλος η δημιουργική βαρεμάρα :εξαναγκάζεται κάποιος να κάνει κάτι καινούριο (σσ: 58-59).
Η καταστασιακή βαρεμάρα εκφράζεται μέσω του χασμουρητού, του στριφογυρίσματος σε μια καρέκλα, του τεντώματος των χεριών και των ποδιών, ενώ η βαθιά υπαρξιακή βαρεμάρα λίγο πολύ στερείται εκφραστικών μέσων:στην υπαρξιακή βαρεμάρα μοιάζει λες και η απουσία έκφρασης υπαινίσσεται μια ενστικτώδη γνώση ότι αυτή δεν μπορεί να υπερνικηθεί από οποιανδήποτε ενέργεια της βούλησης
Γιατί όμως οι άνθρωποι βαριούνται; Η απάντηση στο ερώτημα δεν βρίσκεται στη δουλειά ή στη σχόλη. Κάποιος μπορεί να έχει πολλή σχόλη χωρίς να βαριέται και τόσο και κάποιος άλλος μπορεί να έχει ελάχιστη και να βαριέται μέχρι θανάτου. Η βαρεμάρα δεν είναι ζήτημα καθισιού αλλά νοήματος
Μπορούμε να κατανοήσουμε την βαρεμάρα σαν μια δυσανεξία που μας δείχνει ότι η ανάγκη για νόημα δεν έχει ικανοποιηθεί. Προκειμένου να πάψει αυτή η δυσανεξία, επιτιθέμεθα μάλλον στα συμπτώματα παρά στην ίδια την αρρώστια.
)Οι ρομαντικοί έδιναν έμφαση στη βαρεμάρα ως μια από τις πλέον έντονες ενοχλήσεις της ανθρώπινης ζωή Ο Νοβάλις πίστευε πως «η βαρεμάρα είναι πείνα
Η ρομαντική βαρεμάρα χαρακτηρίζεται από το ότι κάποιος δεν ξέρει τι ψάχνει επισήμανε ο Φριντριχ Σλέγκελ «Οποίος επιθυμεί τα άπειρο δεν ξέρει τι επιθυμεί» και αλλού « Μόνο σε σχέση με το άπειρο υπάρχει νόημα και σκοπός.»υπαρξιακού νοήματος.
Ο Ρομαντισμός στα τέλη του 18ου αιώνα εκλαμβάνει το υπαρξιακό νόημα ως ατομικό νόημα το οποίο πρέπει να πραγματωθεί ,καθώς εμφανίζει το αίτημα για μια ενδιαφέρουσα ζωή βάσει της γενικότερης άποψης για την «πραγμάτωση του εαυτού» (σ 39).Μαζί με το Ρομαντισμό , εμφανίζεται μια έντονη επικέντρωση στον εαυτό, που απειλείται διαρκώς από τη έλλειψη νοήματος Η βαρεμάρα, συνεπώς, συνδέεται με την απώλεια νοήματος.Η βαρεμάρα είναι το «προνόμιο του νεωτερικου ανθρώπου».
Ο Svendsen υποστηρίζει ότι με την έλευση του Ρομαντισμού μπορούμε να πούμε ότι η βαρεμάρα εκδημοκρατίζεται και βρίσκει ευρύ πεδίο έκφρασης
Πριν από τον ρομαντισμό έμοιαζε να είναι ένα περιθωριακό φαινόμενο, άξιο μόνο για τους μοναχούς και τους ευγενείς. Για πολύ καιρό η βαρεμάρα ήταν σύμβολο της κοινωνικής θέσης, αποτελούσε δηλαδή προνόμιο των ανώτερων στρωμάτων της κοινωνίας αφότου αυτά ήταν τα μόνα τα οποία είχαν την υλική βάση που απαιτείται για την βαρεμάρα
Καθώς η βαρεμάρα εξαπλώθηκε σε όλα τα κοινωνικά στρώματα ,έχασε την αποκλειστικότητα της

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Ο Έρωτας του Προυστ: Σουάν , Οντέτ

 OCTAVIO PAZ Η ΔΙΠΛΗ ΦΛΟΓΑ Έρωτας και ερωτισμός( 1993)  Μετάφραση ΣΑΡΑ ΜΠΕΝΒΕΝΙΣΤΕ,  ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΑΔΗΜΑ ΕΞΑΝΤΑΣ-ΝΗΜΑΤΑ 1996  Σελ ,58 ,59 ,60   Ο...