ΠΗΓΗ
Του GEM DE Ste. Croix
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ:
Ο χριστιανισμός και η ιδιοκτησία
Αυτά
για τη δουλεία. Στρέφομαι τώρα στο πιο γενικό πρόβλημα της στάσης των
πρώτων Πατέρων της Εκκλησίας απέναντι στο ζήτημα της ιδιοκτησίας.
Υπάρχουν φυσικά μεγάλες διαφορές στην έμφαση, άλλα νομίζω ότι όλοι
σχεδόν ανεξαιρέτως οι ορθόδοξοι συγγραφείς δεν έχουν κανέναν σοβαρό
δισταγμό να αποδεχτούν ότι ένας χριστιανός μπορεί να κατέχει περιουσία,
κάτω από ορισμένες συνθήκες, οι πιο σημαντικές από τις όποιες είναι ότι
δεν θα πρέπει ούτε να την επιζητεί άπληστα ούτε να την αποκτά με
αθέμιτα μέσα- ότι δεν θα πρέπει να κατέχει πλεόνασμα αλλά
μόνο τα επαρκή· επίσης, ότι αυτό που έχει μπορεί να το χρησιμοποιεί άλλα
να μην το καταχράται: θα πρέπει να το κατέχει ως καταπιστευματοδόχος
(αγγλ. trustee — αν μου επιτρέπεται να χρησιμοποιήσω αυτόν τον
ιδιόρρυθμο τεχνικό όρο της αγγλικής νομοθεσίας) των φτωχών, στους
οποίους οφείλει να δίνει ελεημοσύνη. Σε αυτή την τελευταία προϋπόθεση,
την αναγκαιότητα φιλανθρωπίας, αποδίδεται η μέγιστη έμφαση: η όλη
σύλληψη φυσικά προήλθε άμεσα από τον ιουδαϊσμό και στο σημείο τούτο οι
χριστιανικές εκκλησίες φαίνεται ότι προχώρησαν πολύ πέρα από το σύνηθες
όριο των εθνικών. (Υπάρχουν μερικές ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις στα
έργα του αυτοκράτορα Ιουλιανού σχετικά με την απουσία παρόμοιων
οργανωμένων δραστηριοτήτων ανάμεσα στους εθνικούς.) Προαγγέλματα των
χριστιανικών ιδεών που μόλις σκιαγράφησα εμφανίζονται σποραδικά σε
προγενέστερους έλληνες συγγραφείς, για παράδειγμα στον Ευριπίδη, όταν
παρουσιάζει την Ιοκάστη να λέει ότι οι θνητοί δεν κατέχουν την περιουσία
ως ατομική τους ιδιοκτησία: ανήκει στους θεούς και οι θνητοί απλώς
έχουν τη φροντίδα της· οι θεοί την παίρνουν πίσω όποτε το θελήσουν (Φοίνισσες 555-7).
Θα επιστρέψω σε λίγο στο θέμα της φιλανθρωπίας, το οποίο χρειάζεται
ιδιαίτερη προσοχή, και έχω επίσης κάτι να ισχυριστώ για το ζήτημα της
επάρκειας ή του πλεονάσματος περιουσίας. Θα πρέπει όμως να συμπληρώσω
πρώτα κάτι σχετικά με τη γενική άποψη των πρώτων χριστιανών όσον άφορα
την κατοχή περιουσίας. Τα λόγια του Ιησού προς τον πλούσιο άντρα που
ζητούσε την αιώνια ζωή[1],
τα όποια σχολίασα πιο πάνω, δεν αγνοήθηκαν τελείως. Φαίνεται όμως ότι η
χωρίς προσδιορισμούς εκδοχή του Μάρκου και του Λουκά πολύ βολικά
ξεχάστηκε, και τα λόγια του Ιησού διαβάζονταν πάντα στην εκδοχή του
Ματθαίου (19:21): εδώ, ο λόγος ει θέλεις τέλειος είναι προηγείται
της οδηγίας να πουλήσει ο πλούσιος τα πάντα και να τα δώσει στους
φτωχούς. Δεκάδες εδάφια εντόπισα στους Πατέρες, δεν έχω δει όμως ούτε
ένα που να προσέχει τη διαφορά ανάμεσα στο κείμενο του Ματθαίου και στα
κείμενα των Μάρκου και Λουκά. Ήταν τόσο απόλυτη η άρνηση να
αναγνωρίσουν την ύπαρξη οποιασδήποτε άλλης εκδοχής έκτος από του
Ματθαίου, ώστε όταν ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς στο έργο του Τις ο σωζόμενος πλούσιος; παρουσιάζει εκτενώς τη διήγηση του Μάρκου στο κείμενο του σαφώς ως πηγή του, εισάγει το ει θέλεις τέλειος είναι του
Ματθαίου (στο σημείο που αντιστοιχεί με το Κατά Ματθαίον 19:21) χωρίς
καμία ένδειξη ότι αυτά τα λόγια δεν υπάρχουν στο Ευαγγέλιο του Μάρκου. Ο
Ιωάννης Χρυσόστομος επίσης επιμένει να αναδείξει την υποθετική
πρόταση, και εξηγεί ότι ο Ιησούς δεν είπε απλώς στον πλούσιο άντρα υπάγε πώλησαν σου τα υπάρχοντα- στην πραγματικότητα ο Ιωάννης επιμένει ιδιαίτερα, προεκτείνοντας τα λόγια του Ιησού ως έξης: επί τη ση τίθημι γνώμη, σε κύριον ποιώ της προαιρέσεως, ουκ εις ανάγκην άγω. (Το
αφήνω στη θέληση σου. Σου δίνω πλήρη δυνατότητα να επιλέξεις. Δεν σου
επιβάλλω καμία υποχρέωση.) Έτσι, παραθέτοντας τα λόγια του Ιησού με τον
προσδιορισμό της εκδοχής του Ματθαίου, οι Πατέρες μπόρεσαν να
εκμεταλλευτούν την καθιερωμένη διάκριση ανάμεσα στην ηθική «επιταγή»
και τη «συμβουλή»: η διαταγή να τα πουλήσουν όλα οι πλούσιοι έγινε,
κυριολεκτικά, μια «συμβουλή για την τελειότητα». Και νομίζω ότι μετά
την άνοδο του μοναχισμού, τον τέταρτο αιώνα, υπήρχε μια τάση να θεωρούν
ότι το ει θέλεις τέλειος είναι αναφέρεται ουσιαστικά στην
υιοθέτηση του μοναχικού βίου: έτσι, όταν ο Ιερώνυμος προσπαθεί φορτικά
να πείσει τον πλούσιο φίλο του Ιουλιανό ότι είναι επιθυμητό να
ξεφορτωθεί όλα του τα υπάρχοντα (φυσικά, πάλι με βάση το κείμενο του
Ματθαίου που εξετάσαμε), ξεκάθαρα τον συμβουλεύει να γίνει μοναχός.
Επιστρέφουμε τώρα στη φιλανθρωπία. Υπάρχει πληθώρα μαρτυριών για τη
μεγάλη σημασία που απέδιδαν στη φιλανθρωπία οι πρώτοι χριστιανοί
στοχαστές, και θα ήταν πλεονασμός να τις παραθέσω. Θα ασχοληθώ με δύο
χωρία, ενός λατίνου και ενός έλληνα Πατέρα- και οι δύο
τονίζουν τον εξιλεωτικό χαρακτήρα της φιλανθρωπίας, επιδεικνύοντας
έτσι τις ιουδαϊκές ρίζες της χριστιανικής σκέψης σε αυτόν τον τομέα. Ο
Οπτατός, στο έργο του κατά των δονατιστών, είχε την ευκαιρία να
παραπέμψει στη φιλανθρωπία μιλώντας για την επίσκεψη κάποιων
αυτοκρατορικών απεσταλμένων (του Μακαρίου και άλλων) στην Αφρική το
347, με σκοπό την οργάνωση συσσιτίων που παρείχε ο αυτοκράτορας Κώνστας.
Στην αρχή ισχυρίζεται, με βάση το εδάφιο Παροιμίαι 22:2, ότι ο Θεός
είχε δημιουργήσει και τους φτωχούς και τους πλούσιους, και κατόπιν
εξηγεί ότι ο Θεός είχε έναν πολύ καλό λόγο για να εδραιώσει αυτή τη
διάκριση: φυσικά ήταν απόλυτα δυνατό γι’ αυτόν να προσφέρει και στις
δύο κοινωνικές τάξεις ταυτόχρονα, άλλα αν το είχε κάνει, ο αμαρτωλός δεν
θα είχε καμία δυνατότητα να εξιλεωθεί για τα αμαρτήματα του («si
ambobus daret, peccator quae sibi succurreret invenire non posset»). Για
να φτάσει στην καρδιά του επιχειρήματος του, ο Οπτατος παραθέτει αυτό
που θεωρούσε άλλο ενα εμπνευσμενο και κανονικό έργο, τη Σοφία Σιράχ
(3:30): πυρ φλογιζόμενον αποσβέσει ύδωρ, και ελεημοσύνη εξιλάσεται αμαρτίας (Ακριβώς
όπως το νερό σβήνει τη φωτιά, έτσι και η ελεημοσύνη συγχωρεί την
αμαρτία.) Αργότερα, η θεολογία της φιλανθρωπίας —αν μπορώ να την
αποκαλέσω έτσι— ίσως έγινε πιο εκλεπτυσμενη (η παρουσίαση της όμως
υπερβαίνει τα όρια της δικής μου έρευνας), άλλα όποτε γίνεται λόγος για
φιλανθρωπία σπάνια απουσιάζει η αντίληψη ότι μπορεί να αποτελεί την
εξιλέωση για την αμαρτία. Αυτό σίγουρα ισχύει για το δεύτερο παράδειγμα
της χριστιανικής αντίληψης περί φιλανθρωπίας, προερχόμενο από έναν
έλληνα Πατέρα. Πρόκειται για το έργο του Κλήμεντα του Άλεξανδρέα το
όποιο είναι γνωστό με τον τίτλο Τίς ο σωζόμενος πλούσιος;· μάλιστα
είναι η πρωιμότερη πραγματεία που προσφέρει μια λεπτομερή δικαιολόγηση
της ιδιοκτησίας από χριστιανούς, και είναι ίσως το σημαντικότερο έργο
του είδους του. Ο Κλήμης παρουσιάζει με ιδιαίτερη εύγλωττία το
επιχείρημα Ότι η φιλανθρωπία μπορεί στην πραγματικότητα να εξαγοράσει
τη σωτηρία και αναφωνεί: ώ καλής εμπορίας, ώ θείας αγοράς («Τί
θαυμάσιο εμπόριο! Τί θεϊκή ανταλλαγή!»). Περιττό να πούμε ότι η
φιλανθρωπία πολλές φορές έπαιζε σημαντικό ρόλο στη μετάνοια. Πάντως,
φαίνεται ότι οι πλούσιοι κατέφευγαν πολύ συχνά στην πράξη αυτή σαν ένα
τρόπο αυτοδιαφήμισης, αντίθετα από την αξιοθαύμαστη προτροπή του Ιησού
(Κατά Ματθαίον 6:1-4).
Η στάση των πρώτων χριστιανών απέναντι στην ιδιοκτησία, όπως την
περιέγραψα, επιδέχεται πολύπλευρη κριτική. Θα επικεντρώσω το ενδιαφέρον
μου σε δύο πλευρές στις οποίες αποδεικνύεται τώρα όχι και τόσο
ικανοποιητική: πρώτον, στον υπερβολικά σημαντικό ρόλο που απέδιδε στη
φιλανθρωπία- και δεύτερον, στην αντίληψη ότι η επάρκεια πλούτου ήταν
ακίνδυνη, έστω και αν το πλεόνασμα ήταν επικίνδυνο.
Φυσικά, μέχρι πολύ πρόσφατα, η φιλανθρωπία γινόταν αποδεκτή από τη
μεγάλη πλειονότητα ως κάτι απόλυτα αξιοθαύμαστο. Μόνο στη δική μας γενιά
πολλοί άνθρωποι άρχισαν να επικρίνουν έντονα την όλη ιδέα της
οργανωμένης φιλανθρωπίας εντός μιας κοινότητας ως γιατρικό για τα
κοινωνικά δεινά, όχι μόνο επειδή παρέχει στον δωρητή μια ηθική δικαίωση
της προνομιούχας θέσης του, αλλά και επειδή γίνεται αντιληπτή από τον
αποδέκτη όλο και περισσότερο ως κάτι υποτιμητικό, που θίγει την
ανθρώπινη αξιοπρέπεια — ένα αίσθημα το οποίο κατανοώ απόλυτα. (Σύμφωνα
με την κρατούσα αντίληψη του «κράτους πρόνοιας», ο καθένας συνεισφέρει
αν μπορεί· και λαμβάνει, ό,τι λαμβάνει, όχι ως φιλανθρωπία, άλλα ως
κοινωνικό δικαίωμα — μια θεμελιακά διαφορετική αντίληψη.) Κατά συνέπεια,
η φιλανθρωπία, για την οποία οι πρώτοι χριστιανοί τόσο υπερηφανεύονταν,
φαίνεται σε πολλούς από εμάς σήμερα πολύ λιγότερο ελκυστική από ό,τι
παρουσιαζόταν στην εποχή της και στους αιώνες που ακολούθησαν. Η άλλη
κριτική που θέλω να ασκήσω στη στάση των πρώτων χριστιανών απέναντι στην
ιδιοκτησία είναι ότι η έννοια της «επάρκειας» περιουσίας, όποτε
εμφανιζόταν, έμενε πάντα αόριστη, και ο καλύτερος προσδιορισμός της ήταν
κάποια ανακριβής φόρμουλα όπως: «non plus quam necesse est» («μην έχεις
περισσότερα από όσα χρειάζεσαι»). Το αποτέλεσμα ήταν ότι, έκτος από τον
πολυεκατομμυριούχο της αρχαιότητας, κανένας δεν πίστευε ότι διέθετε
πλεόνασμα. Ο Πλίνιος ο Νεότερος ισχυριζόταν ότι είχε μόνο μια «μέτρια
περιουσία» («Sunt quidem omnino nobis modicae facultates», Epistula ii.4.3)·
και όμως η περιουσία του δεν ήταν λιγότερη από 20 εκατομμύρια
σηστέρτιους, και συγκαταλέγεται ανάμεσα στις δύο ή τρεις δεκάδες
πλουσιότερων Ρωμαίων που γνωρίζουμε από την εποχή της Ηγεμονίας, αν και
τα περιουσιακά του στοιχεία δεν ξεπερνούσαν το ένα δέκατο πέμπτο ή το
ένα εικοστό των αγαθών που αποδίδονταν στους πλέον εύπορους, οι όποιοι
ίσως είχαν στην ιδιοκτησία τους τριακόσια ή τετρακόσια εκατομμύρια,
χωρίς να φτάνουν βέβαια τον πλούτο των μεγάλων αυτοκρατορικών
οικογενειών. Οι μεγάλες περιουσίες έγιναν ακόμα μεγαλύτερες τον τέταρτο
και τον πέμπτο αιώνα, και εκείνη την εποχή ήταν ακόμη πιο εύκολο για
τους εύπορους να πιστεύουν ότι κατείχαν μόνο «μέτριες περιουσίες».
Σχεδόν όλες οι μεγάλες μορφές των γραμμάτων και της θρησκείας
υποστήριζαν (με μικρές παραλλαγές) την ορθόδοξη χριστιανική θέση που
μόλις περιέγραψα: στη Δύση, ο Ειρηναίος (που βέβαια σκεπτόταν
και έγραφε ελληνικά), ο Τερτυλλιανός, ο Κυπριανός, ο Λακταντιος, ο
Ιλάριος Πικταβίου (Πουατιέ), ο Ιερώνυμος, ο Αυγουστίνος και ο Ιωάννης
Κασσιανός· στην Ανατολή, ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, ο Γρηγόριος Νύσσης, ο
Γρηγόριος Ναζιανζηνός, ο Ιωάννης Χρυσόστομος και ο Θεοδώρητος. Μέχρι
τώρα έχω βρει τρεις μερικές εξαιρέσεις ανάμεσα στους μη αιρετικούς
συγγραφείς. Τον πρώτο, τον Ωριγένη, νομίζω ότι δεν τον γνωρίζω πολύ καλά
για να δώσω καλή περίληψη της στάσης του. Παρατήρησα όμως ότι ο
Ωριγένης αρνήθηκε, για παράδειγμα, να αποδεχτεί προσευχές για προσωρινά
ευεργετήματα οποιουδήποτε είδους και ότι, αντίθετα με τον Κλήμεντα,
δεν προσπάθησε να ερμηνεύσει αλληγορικά τα βιβλικά εδάφια τα όποια
επιτίθενται στον πλούτο, και κατά λέξη εκείνα που συνήθως παρατίθενται
για να αποδειχτεί ότι τον επιτρέπουν — για την ακρίβεια, έκανε ακριβώς
το αντίθετο. Θα έλεγα ότι η ίδια η ιδέα του πλούτου έκανε τον Ωριγένη να
αισθάνεται αμηχανία· επίσης επιμένει ότι οι Ιερείς θα πρέπει να
απαρνηθούν όλη τους την περιουσία. Λίγο πολύ το ίδιο ισχύει και για τη
δεύτερη εξαίρεση, τον Βασίλειο, στου οποίου τα γραπτά εμφανίζονται
αντιφάσεις που δεν εξηγούνται παρά μόνο αν παραδεχθούμε ότι ο Βασίλειος,
ο όποιος σκεφτόταν απόλυτα ως μοναχός, μερικές φορές εφάρμοζε στον
εξωτερικό κόσμο ηθικούς κανόνες που, στην πραγματικότητα, ήταν
εφαρμόσιμοι μόνο σε μια μοναστική κοινότητα, στην οποία η αποκήρυξη
εξολοκλήρου της ατομικής ιδιοκτησίας ήταν δυνατή με έναν τρόπο πρακτικά
αδύνατο για τον ελληνορωμαϊκό κόσμο εν γένει. Η τρίτη εξαίρεση, ένα
όνομα που προκαλεί μάλλον έκπληξη, είναι ο Αμβρόσιος, σίγουρα ένας από
τους πλέον επιφανείς χριστιανούς Πατέρες, από κοινωνική άποψη — ήταν
μέλος της συγκλητικής αριστοκρατίας, γιος του έπαρχου του πραιτωρίου
της Γαλατίας και, την εποχή του διορισμού του στην επισκοπή του
Μεδιόλανου το 374, διοικητής της επαρχίας της Αιμιλίας και Λιγυρίας, της
οποίας το Μεδιόλανο ήταν πρωτεύουσα. (Δεν γνωρίζω κανέναν άλλον Πατέρα
που να ήταν κοινωνικά αντάξιος του, έκτος από τον Παυλίνο της Νώλης.) Ο
Αμβρόσιος είναι ιδιαίτερα ασυνεπής στη στάση του απέναντι στα
δικαιώματα περιουσίας. Κάποιοι σύγχρονοι ευρωπαίοι μελετητές, στην
προσπάθεια τους να τον περισώσουν από κάποιο αποτρόπαιο παράπτωμα, όπως
πίστη στον «κομουνισμό» (μια μονογραφία τιτλοφορείται preteso comunismo di San Ambrogio), έχουν δώσει μάλλον διεστραμμένες ερμηνείες μερικών γραπτών του, ειδικά ενός χωρίου στο έργο του De officiis ministrorum—Περί υπουργικών καθηκόντων (i.
132)— το όποιο περιλαμβάνει τα λόγια: «usurpatio ius fecit privatum».
To γεγονός είναι ότι σε τέτοια εδάφια ο Αμβρόσιος δείχνει μεγάλη
αμηχανία σχετικά με το θέμα των δικαιωμάτων περιουσίας. Παρ’ όλα αυτά
εξηγεί αλληγορικά τη δήλωση του Ιησού, που υπάρχει και στους τρεις
ευαγγελιστές (Κατα Μάρκον 10:25· Κατά Ματθαίον 19:24. Κατα Λουκάν
18:25), ότι είναι ευκολότερο για μια καμήλα να περάσει μέσα από το μάτι
μιας βελόνας παρά για έναν πλούσιο να εισέλθει στη βασιλεία του Θεού-
επίσης λέει ότι δεν είναι πάντα η φτώχεια (paupertas) ιερή (sancta)
ούτε όλα τα πλούτη (divitiae) αναγκαστικά εγκληματικά (criminose), και
ότι στους καλούς ανθρώπους τα πλούτη μπορεί να είναι συνεπικουρία αρετής
(adiumenta virtutis)· και φυσικά αποδέχεται τη φιλανθρωπία ως τη μεγάλη
πανάκεια με την οποία μπορεί να απομακρυνθεί το στίγμα του πλούτου:
μόνον έτσι μπορούν τα πλούτη να γίνουν «λύτρα της ζωής ενός άνθρωπου»
και «σωτηρία της ψυχής», διότι η φιλανθρωπία «αποκαθαίρει από την
αμαρτία». Έτσι, ο Αμβρόσιος λέει ότι ο Θεός ήθελε όλη η γη και τα
προϊόντα της να είναι κοινή ιδιοκτησία όλων των ανθρώπων, και συνεχίζει
«sed avaritia possessionum iura distribuit», αλλά παρ’ όλα αυτά
αποδέχεται την υπάρχουσα κατάσταση, με την προϋπόθεση ότι ο κάτοχος
περιουσίας ελεεί τους φτωχούς. Η στάση του παρουσιάζεται με σαφήνεια σε
ένα χωρίο του έργου του De Helia et ieiunio (76),
όπου ο Αμβρόσιος λέει στον αμαρτωλό να λυτρωθεί από τις αμαρτίες του με
τα δικά του χρήματα, χρησιμοποιώντας έτσι το ένα δηλητήριο για να
εξουδετερώσει το άλλο: «Et venenum frequenter antidoto temperatur, hoc
est veneno venenum excluditur, veneno mors repellitur, vita servatur» — ο
ίδιος ο πλούτος είναι ένα δηλητήριο, άλλα η φιλανθρωπία, που εξαγνίζει
από την αμαρτία, μετατρέπει τον πλούτο σε αντίδοτο της αμαρτίας!
Φαίνεται ότι ο Αυγουστίνος
δεν είχε προβληματιστεί ιδιαίτερα με τα δικαιώματα ιδιοκτησίας. Με τη
χαρακτηριστική του ευφυΐα αντλεί ένα επιχείρημα υπέρ αυτού του
δικαιώματος ακόμη και από την παραβολή του Λαζάρου: ο Λάζαρος, μας λέει,
πήγε στους κόλπους του Αβραάμ· ο Αβραάμ, ωστόσο, ήταν πλούσιος! (Όπως
δείχνουν αυτό και πολλά άλλα εδάφια, το επίπεδο επιχειρηματολογίας σε
αυτόν τον τομέα δεν είναι πάντα υψηλό, και ίσως κάποιοι αισθάνονται
συμπάθεια για τον πελαγιανό που έστρεψε ένα από τα αγαπημένα όπλα του
Αυγουστίνου εναντίον του, προτείνοντας μια συμβολική ερμηνεία του
Αβραάμ στην παραβολή!) Μερικές φορές τον τέταρτο αιώνα, οι φτωχοί
προειδοποιούνται ότι δεν πρέπει να νομίζουν πως μπορούν να πάρουν την
πρωτοβουλία και να απαιτήσουν ακόμη και το ελάχιστο για τη
διαβίωση τους από χριστιανούς που έχουν τεράστια περιουσία. Δύο αιώνες
νωρίτερα, ο Ειρηναίος, παραθέτοντας από τις Γραφές το παράλληλο εδάφιο
των Ισραηλιτών που «λαφυραγώγησαν τους Αιγυπτίους» την εποχή της Εξόδου,
είχε εκφράσει κάποια συμπάθεια για τον άνθρωπο που, αφού είχε
υποχρεωθεί να προσφέρει χρόνια αναγκαστικής εργασίας σε κάποιον άλλον,
έφυγε παίρνοντας ένα μικρό κομμάτι της περιουσίας του. Αλλά ο
Γρηγόριος Νύσσης πολύ προσεκτικά δείχνει ότι καμία τέτοια πρωτοβουλία
δεν μπορεί να δικαιολογηθεί απλώς και μόνο με το να επικαλείται κανείς
ως προηγούμενο τη «λαφυραγώγηση των Αιγυπτίων» κατά την Έξοδο.
Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να αναφέρω ένα μικρό χωρίο το όποιο
γενικά δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό και ίσως εκπλήξει όσους θυμούνται ότι ο
Άγιος Κυπριανός και άλλοι δυτικοί επίσκοποι είχαν καταδικάσει τους
libellatici του διωγμού του Δέκιου. Αυτοί οι libellatici είχαν αγοράσει
πιστοποιητικά που βεβαίωναν ψευδώς ότι είχαν συμμορφωθεί με την
αυτοκρατορική διαταγή για θυσία και αντιμετωπίστηκαν ως πεπτωκότες, μολονότι
το σφάλμα τους ήταν λιγότερο σοβαρό από ό,τι εκείνων που είχαν
πραγματικά θυσιάσει ή προσφέρει θυμίαμα. Το χωρίο που έχω υπόψη μου
είναι ο κανόνας IB’ στην Κανονική επιστολή που εκδόθηκε το
Πάσχα του 306, την εποχή του Μεγάλου Διωγμού, από τον άγιο Πέτρο,
επίσκοπο Αλεξανδρείας, και η οποία απάλλασσε από οποιοδήποτε
θρησκευτικό παράπτωμα αυτούς που είχαν εξαγοράσει ασυλία από τη θυσία,
με το αιτιολογικό ότι είχαν υποστεί απώλεια περιουσίας για να σώσουν
την ψυχή τους. Είναι πολύ ενδιαφέρον ότι εδώ υπάρχει μια αρκετά
διαφορετική (και σίγουρα πολύ πιο συνετή) στάση από αυτήν που
επικράτησε στη Δύση την εποχή του διωγμού του Δέκιου, μόλις μισό αιώνα
νωρίτερα. Όπως έχουν τα πράγματα, οι μαρτυρίες μας από τη Δύση αφορούν
μόνο το διωγμό του Δέκιου, ενώ από την Ανατολή μόνο το Μεγάλο Διωγμό.
Ωστόσο έχω υποστηρίξει άλλου ότι μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τα δύο
είδη μαρτυριών μαζί, και να συμπεράνουμε ότι στην Ανατολή η εξαγορά
ασυλίας από τη θυσία δεν θεωρούνταν αμάρτημα σε κανέναν από τους δύο
διωγμούς.
Αν αγνοήσουμε κάποια χωρία στα πρώιμα Ιουδαιοχριστιανικά γραπτά, μόνο
στους αιρετικούς βρίσκουμε μια άνευ όρων αποκήρυξη της ατομικής
ιδιοκτησίας. Φυσικά, συνήθως δεν γνωρίζουμε τίποτα για τα επιχειρήματα
τους, καθώς όλες οι πληροφορίες μας προέρχονται από ορθοδόξους οι όποιοι
καταδικάζουν τις απόψεις των αιρετικών. Σε αύτη την κατηγορία υπάρχουν
τέσσερις ή πέντε τάσεις αιρετικής σκέψης. Καταρχάς το έργο του δεύτερου
αιώνα Περί δικαιοσύνης, το όποιο ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς
αποδίδει στον Επιφάνη και στο όποιο επιτίθεται χαρακτηρίζοντας το
γνωστικό της καρποκράτειας σχολής· το έργο επιχειρηματολογεί όχι μόνον
υπέρ της ισότητας και της κοινής περιουσίας, άλλα και υπέρ της
κοινοκτημοσύνης των γυναικών μολονότι πρέπει να πω πως
ασπάζομαι την άποψη που προτάθηκε πρόσφατα ότι οι βιογραφικές και
ιστορικές πληροφορίες που δίνει ο Κλήμης για τον συγγραφέα αυτού του
έργου είναι αναξιόπιστες, αν και οι παραπομπές που αντλεί από το κείμενο
είναι γνήσιες. Νομίζω μάλιστα ότι το εν λόγω έργο δεν είχε καμία σχέση
με το γνωστικισμό ή τις χριστιανικές αιρέσεις. Θα κάνω μόνο μια σύντομη
αναφορά στις ασήμαντες αν και πολυσυζητημένες ψευδο-Κλημεντιες Ομιλίες, η
15η από τις οποίες περιέχει υλικό που αρνείται το δικαίωμα ιδιοκτησίας
σε όσους έχουν επιλέξει την ουράνια βασιλεία- επιτρέπει μόνο το νερό,
το ψωμί και ένα μοναδικό ένδυμα και επιμένει ότι η κατοχή οποιασδήποτε
άλλης ιδιοκτησίας θα ήταν αμάρτημα, το όποιο θα εξαλειφόταν μόνο με την
απάρνηση αυτής της ιδιοκτησίας.
Ανάμεσα στους γνήσιους αιρετικούς χριστιανούς συγκαταλέγονται οι
οπαδοί του Ευσταθίου Σεβάστειας (της Αρμενίας) που καταδικάστηκαν στη Συνοδική επιστολή της
Συνόδου της Γάγγρας, στο μέσον του τέταρτου αιώνα, επειδή αρνούνταν τη
δυνατότητα σωτηρίας στους πλουσίους που δεν απαρνούνταν όλα τους τα
υπάρχοντα. Υπάρχουν επίσης οι δυϊστές του τέταρτου αιώνα, τους οποίους
αποκηρύσσει ο Κύριλλος Ιεροσολύμων. Αυτοί απέρριπταν την κατοχή
ιδιοκτησίας και όλα τα άλλα φυσικά πράγματα, με το αιτιολογικό ότι
ανήκουν στη σφαίρα του διαβόλου. Τέλος, υπάρχουν οι διάφορες
ασκητικές ομάδες που περιγράφονται ως εγκρατητές και ήκμασαν κυρίως στη
Μικρά Ασία, όπως οι αποστολικοί ή άποτακτικοι, στους οποίους επιτίθεται
ο Επιφάνιος στο Πανάριον τη δεκαετία του 370, διότι κήρυτταν
ότι η απόλυτη άρνηση της ιδιοκτησίας (όπως και του γάμου) ήταν μια
αναγκαιότητα για όλους τους χριστιανούς. Δυστυχώς δεν έχουμε
λεπτομέρειες των επιχειρημάτων με τα όποια αυτές οι σχισματικές ομάδες
προσπάθησαν να δικαιολογήσουν την ερμηνεία των Γραφών εναντιωνόμενες
στην ορθόδοξη θέση. Κατάφερα να ανακαλύψω μόνο ένα σωζόμενο έργο το
όποιο επιχειρηματολογεί επί μακρόν υπέρ της άποψης ότι και μόνο η
κατοχή πλούτου δημιουργεί τάση προς αμαρτία, κι ότι είναι καλύτερα να
απαλλαγεί κανείς από όλα του τα υπάρχοντα. Πρόκειται για ένα έργο που
γράφτηκε πιθανότατα την πρώτη δεκαετία του πέμπτου αιώνα και φέρει τον
τίτλο Dedivitiis (Περί πλούτου). Ανήκει σε μια ομάδα
πελαγιανών έργων τα όποια εξέδωσε ο Caspari το 1890. Ο de Plinval το
αποδίδει στον ίδιο τον Πελάγιο, ενώ άλλοι μελετητές σε έναν από τους
οπαδούς του: στον Φαστίδιο, τον Κελέστιο ή τον Άγρίκολα. Το έργο αυτό
έχει συζητηθεί πολύ τα τελευταία χρόνια. Θα παρατηρήσω μόνο ότι, παρόλο
που η αξιοθαύμαστη ετούτη πραγματεία όντως συνιστά να απαλλαγεί κανείς
από όλη του την περιουσία («μεταφέροντας την από τη γη στον ουρανό»,
xix.4), δεν καταδικάζει τη sufficientia (επάρκεια), και τον πλούτο
ακόμη δεν τον θεωρεί ως πραγματικό αμάρτημα (vii.5) άλλα ως τυχαίο,
peccandi occasio (xix.3), κάτι που είναι πολύ πιθανόν να καταλήξει σε
αμάρτημα. Αν τηρήσουμε τις εντολές της Καινής Διαθήκης, τότε
per divitiarum contemptum, peccatorum aufertur occasio (x.l) («με την
περιφρόνηση του πλούτου χάνεται η ευχέρεια διάπραξης αμαρτιών»). Το πιο
ριζοσπαστικό εδάφιο καταλήγει να θεωρεί ότι είναι εξαιτίας των λίγων
πλουσίων που υπάρχουν τόσο πολλοί φτωχοί: pauci divites pauperum causa
sunt multorum («λίγοι πλούσιοι είναι η αιτία πολλών φτωχών») · γι’ αυτό
ορίζει tolle divitem etpauperem non invenies (xii.2) («απαλλαγείτε από
τους πλουσίους και δεν θα υπάρχει κανείς φτωχός»). Ωστόσο δεν υπάρχει
ούτε μία λέξη στο κείμενο που να δηλώνει ότι αυτός ο επιθυμητός στόχος
μπορεί να επιτευχθεί με οποιοδήποτε άλλο μέσο έκτος από τη θρησκευτική
πειθώ- και —πράγμα μάλλον περίεργο— δεν υπάρχει καμία
επίκληση στον «αρχέγονο κομουνισμό» (αν μπορώ να τον αποκαλέσω έτσι) της
πρώτης αποστολικής κοινότητας στην Ιερουσαλήμ. Μάλιστα, ο συγγραφέας
του έργου πουθενά δεν επικαλείται την κοινοκτημοσύνη περιουσίας, ακόμα
και ως υποθετικό ιδανικό. Δεν γνωρίζω καμία πηγή που να μαρτυρεί ότι
πελαγιανός ζήτησε ποτέ τη μεταρρύθμιση κοσμικών θεσμών. Θα προσθέσω μόνο
ότι το έργο Dedivitiis, πέρα από ορισμένα υπερβολικά
ευφυή επιχειρήματα και τη συνηθισμένη πληθωρική ρητορεία, μου φαίνεται
πολύ καλύτερη προσέγγιση της σκέψης του Ιησού, όπως αύτη εκφράζεται στα
Ευαγγέλια (ιδίως του Λουκά), συγκρινόμενη με το βασικό έργο της
ορθόδοξης πλευράς Τις ο σωζόμενος πλούσιος; του Κλήμεντα, στο
όποιο παρέπεμψα παραπάνω. Φυσικά, ο Κλήμης χρησιμοποιεί επιδέξια, και
εδώ και αλλού, την αλληγορική μέθοδο ερμηνείας η οποία είχε επινοηθεί
από εθνικούς έλληνες στοχαστές κατά την κλασική περίοδο και
τελειοποιήθηκε από τον ελληνιστικό ιουδαϊσμό όσον άφορα την Παλαιά Διαθήκη (ο
Φίλων παρέχει κάποια αξιοθαύμαστα παραδείγματα) · αυτός ο τύπος
ερμηνείας ευδοκίμησε υπερβολικά, ιδίως στην Αλεξάνδρεια. Ο Κλήμης δεν
διστάζει να χρησιμοποιήσει το επιχείρημα (κεφ. 13) ότι μόνο αν ένας
άνθρωπος κατέχει κάποια περιουσία μπορεί να κάνει τα πράγματα που
απαιτεί ο Κύριος: να ταΐσει τους πεινασμένους και να ποτίσει τους
διψασμένους, να ντύσει τους γυμνούς και να φροντίσει τους άστεγους —
όπως ο Ζακχαίος και άλλοι φιλοξένησαν τον ίδιο τον Κύριο (Κατά Λουκάν
19:1-10). «Τι μοιρασιά (κοινωνία) θα έμενε μεταξύ των
ανθρώπων», διερωτάται «εάν κανείς δεν είχε τίποτε;». Αυτό τουλάχιστον
δεν είναι τόσο σαθρό όσο το απόσπασμα στο όποιο ο Αριστοτέλης (Πολιτικά ii.5,
1263b 5-14) υποκρίνεται ότι η μέγιστη χαρά του να κάνει κανείς καλό
στους φίλους, στους φιλοξενούμενους ή στους συντρόφους είναι δυνατή μόνο
όταν υπάρχει ατομική ιδιοκτησία — θαρρείς και η απλοχεριά ή η
γενναιοδωρία μπορεί να εκφραστεί μόνο με τη μορφή υλικών ευεργεσιών.
[1] Ευκολωτερον εστίν κάμηλον δια τρυπήματος ραψίδος διελθείν ή πλούσιον εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού, είπε
ό Ιησούς, όταν ο άνθρωπος που είχε μεγάλα πλούτη και επιζητούσε την
αιώνια ζωή έφυγε απαρηγόρητος διότι ο διδάσκαλος του είχε πει να
πουλήσει όλα τα υπάρχοντα του και να τα δώσει στους φτωχούς.
(Παρεμπιπτόντως, αύτη η ιστορία αναφέρεται συχνά σήμερα ως η παραβολή
του πλούσιου νεανίσκου, όπως τον αποκαλεί ό Ματθαίος· άλλα ο
Μάρκος και ο Λουκάς καθιστούν σαφές ότι δεν θεωρούσαν τον πλούσιο νέο!)
Σε ένα σημείο η περιγραφή του Ματθαίου διαφέρει ριζικά από αυτή των
δύο άλλων Συνοπτικών Ευαγγελίων: ο Ματθαίος (19:21) εισάγει στην εντολή
του Ιησού τον προσδιορισμό ει θέλεις τέλειος είναι, ο οποίος
δεν υπάρχει ούτε στον Μάρκο (10:21) ούτε στον Λουκά (18:22). Όπως θα
δούμε αμέσως παρακάτω, οι πρώτοι Πατέρες της Εκκλησίας παραθέτουν
αδιακρίτως το εδάφιο με τη διατύπωση του Ματθαίου.
βλ και
Χριστιανισμός, δουλεία και ιδιοκτησία . αποσπασμα απο το ποστ του μπλογκ ΑΦΟΡΜΗ