Αναγνώστες

Παρασκευή 30 Ιουλίου 2010

«Γκουσμάν, ο διανοούμενος του τρόμου»

«Γκουσμάν, ο διανοούμενος του τρόμου»
Ο μεσοαστός καθηγητής τού Πανεπιστημίου του Σαν Κριστόμπαλ, ο οποίος θεωρούσε τον εαυτό του κληρονόμο, ελέω κομμουνιστικής ιδεολογίας, του Λένιν, του Στάλιν και τού Μάο, δεν διεξήγαγε ακριβώς έναν ένοπλο αγώνα. Οι αντάρτες του δολοφονούσαν με τις ματσέτες τους, κάτι σαν καμικάζι αφιονισμένοι από τον συνήθως σχοινοτενή και υπνωτικό λόγο του Γκουσμάν. Η θρησκευτική πίστη στο πρόσωπό του βύθισε το Περού στο αίμα και κόστισε περί τους 70.000 νεκρούς. Από τη σύγκρουση του εθνικού στρατού με τους αντάρτες, κερδισμένος βγήκε ο πρώτος, εκτρέποντας το πολίτευμα σε άλλη μία λατινοαμερικανικού τύπου στυγνή δικτατορία.
Ο 35χρονος Περουβιανός συγγραφέας Σαντιάγο Ρονκαλιόλο, με την «Τέταρτη ρομφαία» του (μτφρ. Μαργαρίτα Μπονάτσου, Καστανιώτης), που ξεκίνησε ως ένα εκτενές ρεπορτάζ για την «Ελ Παΐς», δημιουργεί το πορτρέτο του Αμπιμαέλ Γκουσμάν με όρους ενός δημοσιογραφικού ντοκουμέντου - μυθιστορήματος. Στα ελληνικά κυκλοφορούν, από τον ίδιο εκδότη, τα έργα του «Κόκκινος Απρίλης, «Ντροπή» και «Αναμνήσεις μιας κυρίας».
αποσπασμα 

''Ο μεσοαστός καθηγητής τού Πανεπιστημίου του Σαν Κριστόμπαλ, ο οποίος θεωρούσε τον εαυτό του κληρονόμο, ελέω κομμουνιστικής ιδεολογίας, του Λένιν, του Στάλιν και τού Μάο, δεν διεξήγαγε ακριβώς έναν ένοπλο αγώνα. Οι αντάρτες του δολοφονούσαν με τις ματσέτες τους, κάτι σαν καμικάζι αφιονισμένοι από τον συνήθως σχοινοτενή και υπνωτικό λόγο του Γκουσμάν. Η θρησκευτική πίστη στο πρόσωπό του βύθισε το Περού στο αίμα και κόστισε περί τους 70.000 νεκρούς. Από τη σύγκρουση του εθνικού στρατού με τους αντάρτες, κερδισμένος βγήκε ο πρώτος, εκτρέποντας το πολίτευμα σε άλλη μία λατινοαμερικανικού τύπου στυγνή δικτατορία.
Ο 35χρονος Περουβιανός συγγραφέας Σαντιάγο Ρονκαλιόλο, με την «Τέταρτη ρομφαία» του (μτφρ. Μαργαρίτα Μπονάτσου, Καστανιώτης), που ξεκίνησε ως ένα εκτενές ρεπορτάζ για την «Ελ Παΐς», δημιουργεί το πορτρέτο του Αμπιμαέλ Γκουσμάν με όρους ενός δημοσιογραφικού ντοκουμέντου - μυθιστορήματος. Στα ελληνικά κυκλοφορούν, από τον ίδιο εκδότη, τα έργα του «Κόκκινος Απρίλης, «Ντροπή» και «Αναμνήσεις μιας κυρίας».
Πώς το παρατημένο από τη μάνα παιδί, το οποίο απεχθάνεται τον Τσε και επηρεάζεται από τη μαοϊκή επαναστατική πρακτική, σταδιοδρομεί ως καθηγητής Πανεπιστημίου, ώσπου να μεταμορφωθεί στον άοπλο σκακιστή του κακού;
«Αυτόν το χαρακτηρισμό που δίνετε για τον Αμπιμαέλ Γκουσμάν, τον θεωρώ πολύ καλό. Είναι ένας διανοούμενος του τρόμου. Βρίσκεται εκτός πεδίου μάχης, παίρνει πληροφορίες και μετά δίνει διαταγές. Ξεκινάει έναν πόλεμο και σκοτώνει 70.000 ανθρώπους, μόνο με την καταστροφική ισχύ την οποία έχουν οι ιδέες».
Γιατί ο δρόμος προς την εξουσία του «Φωτεινού Μονοπατιού» ήταν ένας ανοιχτός πόλεμος τόσο με το κράτος όσο και με την Αριστερά;
«Η ιδεολογία έχει κάτι το υπερβατικό. Το "Φωτεινό Μονοπάτι" θεωρούσε ότι όλο το κράτος είναι διεφθαρμένο. Επομένως, δεν υπήρχε περίπτωση διαπραγμάτευσης με αυτό. Το ίδιο συνέβαινε και με την Αριστερά, γιατί θεωρούσε ότι ανήκει στο κράτος. Αντιμετώπιζαν την Κούβα ως αστικό κράτος. Πίστευαν ότι η Κίνα είχε πουληθεί. Η δράση του είχε θρησκευτικό χαρακτήρα, που συγγένευε περισσότερο με την Αλ Καΐντα παρά με τον Τσε Γκεβάρα. Οταν έχεις πολιτικούς στόχους, τότε μπορείς να τους διαπραγματευτείς. Οταν θέλεις να αλλάξεις όλη την Ιστορία, τότε δεν υπάρχει τίποτα να συζητήσεις. Οταν οι στόχοι σου γίνονται τόσο υπερβατικοί, γίνεσαι επικίνδυνος, γιατί ούτε η δική σου ζωή αξίζει ούτε των άλλων».
Γιατί όλα τα αντάρτικα κινήματα ζουν από τη λατρεία του θανάτου, εγκωμιάζοντάς τον με τη δύναμη των όπλων;
«Πολύ ωραία ερώτηση. Από τα πιο δύσκολα πράγματα σ' ένα αντάρτικο είναι να προετοιμάσεις τον κόσμο για να πεθάνει. Το κράτος μπορεί να πληρώσει μισθοφόρους, κι όπως καταλαβαίνετε, ένας μισθοφόρος είναι διατεθειμένος να σκοτώσει αλλ' όχι να πεθάνει. Η αντίδραση του αντάρτικου στο κράτος είναι να βρει ανθρώπους που θα είναι προετοιμασμένοι ακόμη και για αυτοκτονία. Γι' αυτό πρέπει να δημιουργήσει μια μυθολογία του θανάτου. Η στρατηγική τού Γκουσμάν ήταν να ρίχνει πολύ γρήγορα τον στρατό του στη μάχη, για να μην μπορεί να κάνει πίσω. Οπως έλεγε ο ίδιος: "Ο κόσμος έπρεπε να αποφασίσει με ποια πλευρά θα πέθαινε". Πρέπει να είσαι πολύ ψυχρός για να σχεδιάσεις κάτι τέτοιο».
Στο βιβλίο σας είστε πολύ προσεκτικός. Γιατί αποφύγατε να χρησιμοποιήσετε τον όρο «τρομοκρατία»;
«Εκανα μια συμφωνία με τις πηγές μου: να μην τις κρίνω. Η λέξη "τρομοκράτης" εμπεριέχει κρίση. Δεν έχω τον φόβο να τη χρησιμοποιήσω σε μια συνέντευξη, αλλά στο μυθιστόρημα προσπαθώ να χρησιμοποιήσω λέξεις που θα αποδέχονταν οι μαρτυρίες μου. Το "Φωτεινό Μονοπάτι" δεν πίστευε ότι δολοφονούσε, αλλά ότι έκανε επιλεκτικές εξοντώσεις. Οι στρατιωτικοί υποστήριζαν ότι έκαναν εξωδικαστικές εκτελέσεις».
Και ο Βλαδιμίρο Μοντεσίνος, ο πανίσχυρος διώκτης υπουργός Πληροφοριών, και ο διωκόμενος Αμπιμαέλ Γκουσμάν βρίσκονται πλέον στη φυλακή...
«Και είναι φίλοι μεταξύ τους! (γελάει) Δεν στην είναι στην ίδια πτέρυγα, αλλά μπορούν να έρχονται σε επαφή. Αυτό που αποφεύγουν, είναι να μιλάνε μεταξύ τους για πολιτική».
Εχουν επιβιώσει πυρήνες του «Φωτεινού Μονοπατιού»;
«Εξακολουθεί να δρα στις περιοχές όπου γίνεται εμπόριο κοκαΐνης. Δεν έχει πια σκοπό να καταστρέψει το κράτος και δεν έχουν πια έναν ηγέτη με τη στρατηγική ικανότητα του Γκουσμάν».
Πώς συνδέεται το εμπόριο κοκαΐνης με το αντάρτικο;
«Εξαρτάται ποιον θα ρωτήσεις. Αν απευθυνθείς σ' έναν αντάρτη, θα σου πει ότι αυτό που γίνεται στο Περού και στην Κολομβία είναι ότι το αντάρτικο προσφέρει στους καλλιεργητές το ρυθμιστικό ρόλο του κράτους και προστατεύει τον πληθυσμό από τους ναρκεμπόρους. Αν ρωτήσεις έναν στρατιωτικό, θα σε διαβεβαιώσει ότι είναι ο ένοπλος βραχίονας των βαρόνων της κόκας».
Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού εξακολουθεί να βρίσκεται σε οικονομική ανέχεια;
«Η πλειονότητα του πληθυσμού στις αγροτικές περιοχές του νότου και στις ζώνες όπου καλλιεργείται η κόκα».
Καθώς γράφατε το βιβλίο σας, αισθανθήκατε ότι απειλείται η ζωή σας;
«Εγώ στηριζόμουν στη βεβαιότητα ότι και οι δύο πλευρές με χρειάζονταν, για να διηγηθώ την ιστορία τους με σεβασμό. Κάποια στιγμή ένιωσα άβολα, όταν η Ελένα Ιπαραγίρε, σύντροφος του Γκουσμάν και δεύτερη στην τάξη του "Φωτεινού Μονοπατιού", καθώς με αποχαιρετούσε, μου είπε: "Σας φέρθηκα με μεγάλη ειλικρίνεια λόγω του σεβασμού που αξίζει το πρόσωπό σας, η εργασία σας και η οικογένειά σας". Αυτή η αναφορά στην οικογένειά μου δεν ήταν απειλή, αλλά προειδοποίηση, γιατί εγώ ζω στην Ισπανία και η οικογένειά μου στο Περού». *

Δεν υπάρχουν σχόλια: