Η φαινομενολογία εν συντομία
Η φαινομενολογία του Χούσερλ (Edmund Husserl) έχει την ιδιαιτερότητα
να αντιτίθεται στην κυρίαρχη δυναμική της εποχής (του 20ου αιώνα), η
οποία προσπαθούσε να ερμηνεύσει το φαινόμενο της αυτοσυνειδησίας και της
λογικότητας με αποκλειστικά βιοφυσικούς, κοινωνικούς και ψυχολογικούς
όρους. Υπάρχει ένα ερώτημα: τί σημαίνει να έχει κανείς συνείδηση ενός
πράγματος; Αν δεν δεχτούμε την αυτοδυναμία του λογικού αλλά το δούμε ως
εξάρτημα του φυσικού ή του κοινωνικού συστήματος τότε η συνείδηση παύει
να είναι συνείδηση διότι οι λειτουργίες της είναι απλές ανακλαστικές
αντιδράσεις στον όποιο καταναγκασμό υπόκειται. Το να περιορίζεις την
ανθρώπινη συνείδηση έτσι είναι ένα είδος αναγωγισμού τον οποίο ο Χούσερλ
έβλεπε ως σημάδι της προβληματικής εποχής που ζούσε. Θεωρούσε ότι η
ανθρώπινη πραγματικότητα περιοριζόταν σε μια πρακτική ποσοτικών
μετρήσεων οι οποίες εξαλείφουν την ιδιαιτερότητά της κάνοντάς την να
μοιάζει σαν μια έκφανση τυφλής αναγκαιότητας. Αποτέλεσμα; Το πρωτογενές
βίωμα δηλαδή η ικανότητα του ανθρώπου (που είναι το υποκείμενο της
νόησης) να νοεί τον εαυτό του μοιάζει ανύπαρκτο. Η υποκειμενικότητα δεν
ενέχει καμιά πραγματικότητα ή αξία. Ο Χούσερλ καταφερόταν ιδιαίτερα
εναντίον της φυσιοκεντρικής αναγωγής την οποία συνέδεε με τον πολιτικό
και διανοητικό ολοκληρωτισμό της Ευρώπης της εποχής του. Πίσω από το
δυσνόητο λόγο του υπάρχει ένα πολιτικό αίτημα ελευθερίας κυρίως από τον
υλικό καταναγκασμό. Για τον Χούσερλ η αναγωγή της συνείδησης στη φυσική
ύλη (του νου στον εγκέφαλο) ήταν ανεπίτρεπτη. Ο υλισμός δεν είναι ούτε
φυσιολογική ούτε αναπότρεπτη διανοητική στάση. Είναι μια θεωρία ανάμεσα
στις άλλες, μια ερμηνευτική προσέγγιση ανάμεσα στις άλλες. Αυτό ακριβώς
μας δείχνει ότι υπάρχει μια συνείδηση που πλάθει αυτές τις θεωρίες.
Είναι μια υπερβατολογική συνείδηση με την έννοια ότι είναι πάνω και πέρα
από τα δημιουργήματά της και είναι η προϋπόθεση ύπαρξής τους. Ο
θετικισμός ή η φυσιοκεντική θεώρηση της συνείδησης είναι παράγωγα της
πρωτογενούς λογικότητας του ανθρώπου και όχι οι αιτίες της ύπαρξής της.
Για να υπάρχει επιστήμη πρέπει κατ' αρχάς να υπάρχει λογικότητα. Αυτή η
καθαρή συνείδηση είναι η πηγή των δραστηριοτήτων του υπερβατολογικού Εγώ
(Βαλλιάνος, 2002, σ. 324). Να πούμε εδώ εν συντομία, ότι ο Χούσερλ
αντιτάχθηκε στη θεωρία του ψυχολογισμού που έλεγε ότι η λογική πρέπει να
θεωρηθεί μέρος της ψυχολογίας αφού έχει να κάνει με την αντίληψη, την
πίστη και την κρίση. Θεωρεί ο Χούσερλ ότι η λογική όπως και τα
μαθηματικά δεν είναι εμπειρική επιστήμη. Εξετάζει ιδεατές δομές και τα
αποτελέσματά της χαρακτηρίζονται από βεβαιότητα και ακρίβεια ενώ η
ψυχολογία είναι εμπειρική επιστήμη, εξετάζει φυσικά γεγονότα και τα
αποτελέσματά της χαρακτηρίζονται από ασάφεια και πιθανολογία. Όταν
μιλάμε για ένα νόμο της λογικής δεν μιλάμε για κάτι υποκειμενικό αλλά
αντικειμενικό, κάτι ιδεατό (Ζάχαβη, 2010, σ. 21-23).
Ως εκ τούτου,
βασική επιδίωξη της φαινομενολογίας είναι η ανατροπή της "φυσικής
σκοπιάς". Πράμα που υπονοεί την πίστη του Χούσερλ στην ύπαρξη μιας
εμπειρικά ανεξάρτητης πραγματικότητας. Συνεχίζει, υποστηρίζοντας ότι η
συνείδηση δεν είναι εξαρτημένη από τον εξωτερικό κόσμο, έχει μια
αυτοτέλεια, μια δύναμη να βγει έξω από τον εαυτό της και να αναμιχθεί με
την πραγματικότητα έτσι ώστε να την ενσωματώσει και όχι να υποταχθεί σε
αυτή. Η συνείδηση λοιπόν αναφέρεται σε κάτι. Η νόηση είναι πάντα νόηση
ενός πράγματος. Η προτροπή είναι να "επιστρέψουμε στα πράγματα" του νου
έτσι ώστε να περιγράψουμε τη σχέση νου-κόσμου όχι από τη σκοπιά της ύλης
των πραγμάτων αλλά από τη σκοπιά του υποκειμένου που τους δίνει μορφή. Η
κίνηση του νου προς τον έξω κόσμο ονομάζεται προθετικότητα ή
αποβλεπτικότητα και είναι η ουσία του συνειδησιακού βιώματος που στόχο
έχει να ενσωματώσει τα πράγματα. Όμως χρειάζεται κατ' αρχάς να ελέγξουμε
τον τρόπο με τον οποίο μας δίνεται αυτή η πραγματικότητα (Ζάχαβη, 2010,
σ. 96).Για να μπορέσουμε να έχουμε πρόσβαση στην καθαρή συνείδηση
χρειάζεται να βάλουμε εντός αγκυλών τη φυσική πραγματικότητα. Χρειάζεται
να εφαρμόσουμε την εποχή. Η εποχή είναι "μια δραματική ρήξη του λογικού
Εγώ με τον εμπειρικό κόσμο" (Βαλλιάνος, 2002, σ. 326) έτσι ώστε να
καθαριστεί η νόηση από κάθε εμπειρικό / ψυχολογικό περιεχόμενο. Σκοπός
της εποχής δεν είναι να αμφισβητήσουμε ή να εγκαταλείψουμε την
πραγματικότητα αλλά να αποβάλλουμε μια δογματική στάση προς την
πραγματικότητα προκειμένου να δούμε τα αντικείμενα όπως μας εμφανίζονται
στην καθαρή τους μορφή. Είναι αλλαγή στάσης προς την πραγματικότητα και
όχι ακύρωσή της (Ζάχαβη, 2010, σ. 97-99). Όταν βάζει σε αγκύλες τον
εξωτερικό κόσμο, η συνείδηση αναδιπλώνεται στον εαυτό της. Τα φυσικά
πράγματα ως τέτοια, λοιπόν δεν αμφισβητούνται ποτέ αλλά δεν ενδιαφέρουν
τη φαινομενολογική διαδικασία. Οι ψυχολογικές, ανθρωπολογικές, φυσικές ή
όποιες άλλες ερμηνείες των εννοιών και των φαινομένων δεν μας
απασχολούν. Τα φαινόμενα απομονώνονται από τη συνείδηση έτσι ώστε να
βρεθεί το καθαρό νόημά τους. Πώς παρουσιάζονται τα φαινόμενα στο νου; Με
έναν καθαρά λογικό τρόπο. Ας μην ξεχνάμε: Ο Χούσερλ ήταν μαθηματικός
και φιλόσοφος της λογικής. Κατ' εκείνον τα φαινόμενα παρουσιάζονται στη
συνείδηση, μέσω της φαινομενολογικής μεθόδου, με έναν λογικό τρόπο,
είναι οι λογικές της πραγματικότητες και αυτές ψάχνουμε να βρούμε στην
καθαρή τους μορφή.
Τίθεται το ερώτημα αν είναι δυνατή οποιαδήποτε
νοηματική αναπαράσταση ενός αντικειμένου αν δεν έχουμε μια άμεση ή
έμμεση φυσική, εμπειρική επαφή με αυτό. Αυτό το ερώτημα δεν απασχολεί
τον Χούσερλ διότι ο νους ως λογικό (όχι ως ψυχολογικό ή φυσικό) σύστημα
καθορίζει ο ίδιος τα περιεχόμενά του. Γι' αυτό η φαινομενολογία είναι
ειδιτική επιστήμη, δηλαδή, καταπιάνεται με τις λογικές μορφές (είδη) που
συγκροτούνται μέσα στο νου και δεν ενδιαφέρεται για την εμπειρική τους
υπόσταση. Να πούμε ότι η έννοια της προθετικότητας / αποβλεπτικότητας
δεν ήταν του Χούσερλ. Τη δανείστηκε από τον Μπρεντάνο. Μόνο που στον
Μπρεντάνο είναι μια ψυχολογική διαδικασία περισσότερο, δηλαδή δίνει
έμφαση στα συναισθήματα. Μιλάμε περισσότερο για μια φιλοσοφική
ψυχολογία, για μια μεθοδολογία παρόμοια με αυτή των επιστημών. Να
τονίσουμε, διότι θα το δούμε και παρακάτω: για τον Χούσερλ η
προθετικότητα / αποβλεπτικότητα δεν είναι ένα ψυχολογικό αλλά ένα λογικό
φαινόμενο.
Το a priori της ύπαρξης και η προθετικότητα /αποβλεπτικότητα - Λογική θεώρηση του κόσμου
Και
τα δύο συστήματα δέχονται το a priori της ύπαρξης. Δηλαδή, ότι κατ'
αρχάς υπάρχουμε. Ούτε οι σκεπτικοί, ούτε ο Χούσερλ δεν αμφισβητούν ποτέ
την ύπαρξη του φυσικού κόσμου. Η έννοια της προθετικότητας
/αποβλεπτικότητας και η όλη φιλοσοφία του Χούσερλ έτσι όπως την είδαμε
εν σκανδαλώδη συντομία μάς λέει ότι ο Χούσερλ είχε μεγάλη εμπιστοσύνη
στο λογικό κομμάτι του ανθρώπου, στη λογικότητα της ανθρώπινης
συνείδησης. Αυτά τα δύο είναι κοινά στα δύο συστήματα.
Το ζήτημα της εποχής, από την άλλη, είναι μια άλλη ιστορία.
Εποχή
Ο Husserl ήταν κριτικός απέναντι σε κάθε μορφή σκεπτικισμού
αν και δανείζεται τον όρο εποχή και τον τοποθετεί στον πυρήνα της
φιλοσοφίας του (Πεντζοπούλου-Βαλαλά, 2002, pp. 145-146). Τονίζει όμως
ότι δεν υπάρχει καμία σχέση ανάμεσα στη σκεπτική και τη φαινομενολογική
εποχή. Είναι λοιπόν απλά ένα λεκτικό δάνειο; Κατ' αρχάς, ο Χουσερλ
αποδίδει στους σκεπτικούς την έννοια της αμφιβολίας. Αυτό όπως είδαμε
είναι μια λανθασμένη θεώρηση. Ας το παραβλέψουμε αυτό προς το παρόν. Ο
σκεπτικός, λέει ο Χούσερλ, εφαρμόζει εποχή γιατί αμφιβάλλει για τη γνώση
του ενώ ο φαινομενολόγος διότι θέλει να του αποκαλυφθεί η γνώση αυτή. Η
Χουσερλιανή εποχή έρχεται να απελευθερώσει τη νόηση από την πεπατημένη
οδό λειτουργίας της. Ο φαινομενολόγος δεν αμφιβάλλει ότι υπάρχει ο
κόσμος. Όμως ελεύθερα αποφασίζει, για λόγους μεθοδολογίας, να βάλει τον
εξωτερικό κόσμο σε αγκύλες για να μπορέσει να τον δει με μια φρέσκια και
καθαρή ματιά. Ο φυσικός κόσμος, και μαζί του το φυσικό εγώ υφίστανται
μια οντολογική ακύρωση για να γνωρίσουμε τις προϋποθέσεις της γνώσης. Ο
αντικειμενικός / φυσικός κόσμος αντλεί όλο του το νόημα από μένα τον
ίδιο. Βάζοντας τις αγκύλες βλέπω τον κόσμο όπως αυτός δίνεται στη
συνείδηση μου, ως κάτι που φανερώνεται σε μένα. Δεν ακυρώνω την
πραγματικότητα. Την υπερβαίνω. Η εποχή είναι παθητική ως προς τον έξω
κόσμο. Είναι ενεργητική όσον αφορά τον άνθρωπο, το υποκείμενο διότι τον
βοηθά να αποκαλύψει το νόημα του κόσμου. Μέσω της εποχής το φυσικό
δεδομένο μετατρέπεται σε καθαρό δεδομένο.
Η εποχή των σκεπτικών
είναι εμπειρική, ανήκει στη "φυσική στάση". Έρχεται στο τέλος του
στοχασμού όταν ο στοχαστής παραδέχεται τους περιορισμούς του (ως προς
την αληθινήν φύσιν επέχουμε). Ο στοχαστής παραδέχεται ότι δεν μπορούμε
να βρούμε μια αντικειμενική αλήθεια -ακόμα. Ο σκεπτικός δεν επέχει όσον
αφορά τα φαινόμενα αλλά για ό,τι λέγεται για τα φαινόμενα.
Και στις
δύο φιλοσοφίες η εποχή παίζει κεντρικό ρόλο. Είναι στο πυρήνα τους, θα
λέγαμε. Όμως η εποχή λειτουργεί διαφορετικά για την κάθε μία. Ο Χούσερλ
εφαρμόζει την εποχή ούτως ώστε να κάνει μια νέα φιλοσοφία και να βρει
ένα νέο τρόπο να βλέπουμε τα πράγματα. Ο σκεπτικός από την άλλη με την
εποχή φτάνει στα όρια της φιλοσοφίας, παραδέχεται τους περιορισμούς της.
Η μία εποχή έχει να κάνει με τη λογική, η άλλη με το φυσικό κόσμο. Η
μία βάζει σε παρένθεση τον κόσμο η άλλη την κρίση μας για αυτόν. Η
πραγμάτωση της εποχής είναι το πρώτο βήμα του φαινομενολόγου. Στον
σκεπτικό είναι το τελευταίο. Είναι όντως δύο διαφορετικές εποχές.
Εφαρμογές στην ψυχοθεραπευτική πρακτική
Ο Χήτον (John M. Heaton)
είναι ψυχίατρος και σε ένα άρθρο του για τη σχέση Πυρρώνειου
Σκεπτικισμού και ψυχοθεραπείας κάνει κάποιες πολύ σημαντικές
παρατηρήσεις, ορμώμενος από τη σκεπτική φιλοσοφία. Λέει επί παραδείγματι
ότι στην καθημερινότητα η συνείδηση καταλαβαίνει την αναπαράσταση της
πραγματικότητας ως αληθινή γνώση (Heaton, 2003, p. 44). Λέει επίσης ότι η
σκεπτική φιλοσοφία μπορεί να βοηθήσεις την θεραπευτική πρακτική.
Ισχυρίζεται ότι η σωκρατική μέθοδος μπορεί να χρησιμοποιηθεί έτσι ώστε ο
ασθενής να αναπτύξει τις πεποιθήσεις του και σταδιακά να δει ότι είναι
ασυμβίβαστες μεταξύ τους. Έτσι καταλαβαίνει ότι δεν έχει τις γνώσεις που
νόμιζε ότι έχει για τον εαυτό του οπότε ψάχνεται περισσότερο και
σταδιακά μαθαίνει καλύτερα τον εαυτό του. Αυτό απαιτεί από τον θεραπευτή
να μην έχει ένα συγκεκριμένο θεωρητικό σύστημα διότι κινδυνεύει να
προσπαθεί επί μακρόν να ταιριάξει τον ασθενή στο σύστημα. Χρειάζεται,
λοιπόν, να είναι ανοιχτός ο θεραπευτής σε αυτή τη διαδικασία. Τέλος,
λέει ο Χήτον, ο ασθενής μαθαίνει σιγά-σιγά να βασίζεται στο δικό του
τρόπο σκέψης αντί να βασίζεται στις θεωρίες κάποιου άλλου ή σε τεχνικές.
Αυτό με τη σειρά του προάγει την ελευθερία του θεραπευόμενου (Heaton,
2003, σ. 45).
Κατά τη δική μου άποψη χρειάζεται να δούμε το εξής:
Κατ' αρχάς ο Χούσερλ δεν μας είπε πως, με ποιό τρόπο εφαρμόζουμε την
εποχή. Πώς βάζουμε σε αγκύλες τα φυσικά πράγματα; Πώς εφαρμόζουμε τη
φαινομενολογία στην παρατήρηση του κόσμου; Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι ο
Χούσερλ ενδιαφερόταν για την υποκειμενικότητα στο βαθμό που λειτουργούσε
ως μέσο για την αντικειμενικότητα, δηλαδή, τη βεβαιότητα των καθαρών
λογικών μορφών. Κατά δεύτερον, τόσο ο Χούσερλ όσο και οι σκεπτικοί ήταν
φιλόσοφοι. Η έμφασή τους ήταν στη νόηση. Στην ιστορία της φιλοσοφίας το
συναίσθημα έρχεται σε δεύτερη μοίρα. Ναι, σε πολλούς το συναίσθημα
μελετάται αλλά με μια εργαστηριακού τύπου προσέγγιση. Αποστειρωμένα και
αποστασιοποιημένα. Υπάρχουν πολύ λίγες εξαιρέσεις και ο υπαρξισμός είναι
μία από αυτές. Η φαινομενολογία έτσι όπως εφαρμόζεται στην
ψυχοθεραπεία, δεν είναι η Χουσερλιανή φαινομενολογία. Η εποχή δεν είναι η
Χουσερλιανή εποχή. Είναι μια εποχή οιστρηλατημένη, βασισμένη στην
Χουσερλιανή αλλά σε καμία περίπτωση ταυτόσημη. Ως τέτοια είναι, κατά τη
γνώμη μου, εμπνευσμένη και εντελώς απαραίτητη στην ψυχοθεραπευτική
μεθοδολογία. Όμως, επαναλαμβάνουμε, από αυστηρά φιλοσοφική άποψη, δεν
είναι τα ίδιο πράγμα. Μοιάζει περισσότερο σαν ένα αμάλγαμα Χουσερλιανής
και σκεπτικής εποχής προσαρμοσμένο στις ανάγκες της συγκεκριμένης
μεθοδολογίας: βάζουμε σε αγκύλες όχι τον φυσικό κόσμο αλλά την κρίση
μας, τις υποθέσεις μας και τις προκαταλήψεις μας για αυτόν για να δούμε
τι μας φέρνει, για να εστιάσουμε στα πρωταρχικά δεδομένα της εμπειρίας
μας (Spinelli, 2009, σ. 40). Όπου στον φυσικό κόσμο συμπεριλαμβάνεται
και ο θεραπευόμενος μαζί με τον κόσμο του.
Η σκεπτική μεθοδολογία θα
μπορούσε να μας βοηθήσει να αντιπαρατεθούμε στον εσωτερικό μας
δογματισμό, δηλαδή, τις ιζηματοποιήσεις μας. Σύμφωνα με τον Σπινέλλι
(Spinelli, 2009, σ. 111) κατανοούμε το "εγώ" μας ως μία δομή. Είναι η
αυτό-δομή μας. Οικοδομούμε τον εαυτό μας, τον ιστορούμε βασισμένοι στις
εμπειρίες μας έτσι όπως τις επεξεργαζόμαστε και τις ερμηνεύουμε. Αν για
οποιουσδήποτε λόγους η δομή αυτή είναι άκαμπτη, ιζηματοποιημένη
(δογματική ίσως;), τότε οποιαδήποτε εμπειρία συγκρούεται μαζί της, μας
δημιουργεί πρόβλημα (2009, σ. 122). Η σκεπτική μεθοδολογία θα μπορούσε
να μας βοηθήσει να χαλαρώσουμε αυτή τη μέγγενη ενσωματώνοντας έτσι μια
ευρύτερη γκάμα εμπειριών έτσι ώστε να εμπλουτιστούμε από αυτές.
Αναφέρομαι τόσο στη διερεύνηση του τι θεωρούμε δεδομένο, αληθινό, ορθή
πεποίθηση όσο και στη διερεύνηση των κριτηρίων που χρησιμοποιούμε για να
χτίζουμε τα δεδομένα μας, τις ερμηνείες μας, τις πεποιθήσεις μας και εν
τέλει την αυτό-δομή μας.
Και πάλι όμως μιλάμε για ένα ως επί το
πλείστον νοητικό επίπεδο. Όμως ως ψυχοθεραπευτές αγγίζουμε ή θα έπρεπε
να αγγίζουμε και το συναισθηματικό επίπεδο. Eν αρχή είναι η ύπαρξη? η
πεμπτουσία της ύπαρξης είναι τα συναισθήματα. Τα συναισθήματα "είναι".
Υπερβαίνουν το δίπολο αλήθειας-ψεύδους, πραγματικότητας-πλάνης. Είναι η
μόνη μας πραγματικότητα. Πιστεύω ότι ο Χιουμ είχε δίκιο όταν έλεγε ότι
τα πάθη και όχι ο λόγος κυβερνούν την ανθρώπινη συμπεριφορά και ότι "ο
λόγος είναι και οφείλει να είναι ο σκλάβος των παθών". Ακόμα και η ηθική
μας, είχε πει, βασίζεται περισσότερο στα συναισθήματα παρά στις ηθικές
αρχές (Fieser, 2005). Πάθη με την έννοια των βαθιών συναισθημάτων και
όχι με την έννοια του εθισμού, π.χ., που είναι η αποφυγή τους. Η λογική,
ο λόγος είναι και πρέπει να είναι ο υπηρέτης των αισθημάτων. Όχι με την
έννοια να είμαστε έρμαια των συναισθημάτων μας. Δεν αγόμαστε και
φερόμαστε από αυτά, ούτε θεωρώ ότι πρέπει να το κάνουμε. Δεν υποστηρίζω
τον ανορθολογισμό, ούτε θέλω να θέσω τα συναισθήματα ως προπύργιο του
ανορθολογισμού. Δεν υποστηρίζω ούτε τον εμπειρισμό (αν και αναγνωρίζω
την χρησιμότητά του ως ένα σημείο). Υποστηρίζω ότι είμαστε πολύ παραπάνω
από τη νόησή μας, τη λογικότητά μας και τις εμπειρικές μας
προσλαμβάνουσες? ότι τα συναισθήματα παίζουν τον πρωταρχικό ρόλο στη ζωή
μας, ότι έχουμε τη δυνατότητα, και το εσωτερικό καθήκον έστω και στον
ελάχιστο βαθμό να τα δούμε, να εξοικειωθούμε μαζί τους, να τα εκφράσουμε
και με αυτόν να τα υπηρετήσουμε διότι αυτά και μόνον αυτά μπορούν να
μας καθοδηγήσουν στο δρόμο της ολοκλήρωσής μας, αν μας ενδιαφέρει η
ολοκλήρωσή μας (Bruckland, 1999, pp. 113, 116-118 ; Greenberg &
Paivio, 1997, pp. 1-7). Ο τρόπος με τον οποίο θα το κάνουμε αυτό,
εμπεριέχει τη λογική, είναι ο ορθολογικός (ή εντελώς παράλογος). Ως εκ
τούτου θα μπορούσαμε να παραφράσουμε τον Καρτέσιο λέγοντας: "αισθάνομαι
άρα υπάρχω".
Έτσι λοιπόν χρειάζεται πρώτα να αφουγκραστούμε το
συναίσθημα του θεραπευόμενου (με την ταπεινότητα που μας δίνει η
παραδοχή ότι ποτέ δεν θα μπορέσουμε να καταλάβουμε ακριβώς πώς είναι για
κείνον να νοιώθει ό,τι νοιώθει, όπως θα έλεγαν και οι σκεπτικοί ) και
μετά να δούμε πώς το νοηματοδοτεί και μετά αν το νοηματοδοτεί παράλογα ή
όχι. Ο ’αρον Μπεκ (Aaron Beck) και οι λοιποί γνωστικοί, θεωρώ, ότι
βλέπουν το θέμα αυτό αντίστροφα. Κατά την δική μου άποψη όμως, πρώτα
νοιώθουμε και μετά 'δικαιολογούμε' ή νοηματοδοτούμε το συναίσθημα με τον
λόγο. Ο οποίος λόγος είναι εξαιρετικά χρήσιμος και εντελώς απαραίτητος
και στη μία έννοιά του και στην άλλη διότι είναι το βασικό μας εργαλείο.
Επίλογος
Είδαμε το ιστορικό πλαίσιο του αρχαίου σκεπτικισμού.
Είδαμε τα βασικά φιλοσοφικά του στοιχεία και κάναμε μια σύντομη, αν όχι
επιφανειακή, σύγκριση των σκεπτικών με βασικά στοιχεία της
φαινομενολογίας. Σταθήκαμε λίγο στην έννοια της εποχής. Είδαμε τέλος πώς
μπορούμε να ερμηνεύσουμε τους αρχαίους σκεπτικούς με τέτοιο τρόπο έτσι
ώστε να προσφέρουμε ένα άνοιγμα αντίληψης στη διαδικασία της
ψυχοθεραπείας και στην ψυχοθεραπευτική σχέση. Παρατηρήσαμε ότι η
φιλοσοφία, όπως και κάθε άλλη επιστήμη (η λέξη χρησιμοποιείται με την
ευρεία της έννοια, ως σπουδή), όταν έρχεται σε επαφή με μια άλλη
επιστήμη, την εμπλουτίζει και της δίνει μεγάλη ώθηση. Παράλληλα, όμως
αποκαλύπτει και τους περιορισμούς της. Περιορισμοί αναπόφευκτοι, αφού
στο κάτω-κάτω οι στόχοι, οι προσδοκίες και η μεθοδολογία των επιστημών
διαφέρουν. Αυτούς τους περιορισμούς οφείλουμε να τους εντοπίσουμε και να
τους ξεπεράσουμε προχωρώντας παρακάτω στο δικό μας δρόμο, στη δική μας
αναζήτηση.