Ο Martin Jay για την Κριτική Θεωρία: Παράδοση ως διαρκής δημιουργία, χωρίς ιδεολογικές ορθοδοξίες, φετίχ και περιχαρακώσεις
Τρίτη, 12 Απριλίου 2016
Ο Martin Jay για την Κριτική Θεωρία: Παράδοση ως διαρκής δημιουργία, χωρίς ιδεολογικές ορθοδοξίες, φετίχ και περιχαρακώσεις
© Platypus Review #83 | Φεβρουάριος 2016 - Critical Theory, Marxism, social evolution: An interview with Martin Jay. Τον Οκτώβριο του 2015 ο Αμερικανός ιστορικός Martin Jay συζήτησε για την Κριτική Θεωρία και τη Σχολή της Φρανκφούρτης με τους Jamie Keesling και Spencer A. Leonard της Platypus Affiliated Society.
Amie Keesling: Το βιβλίο σας Dialectical Imagination (1973 ελλ. Η Διαλεκτική Φαντασία) είχε τεράστια επιρροή για την υποδοχή της θεωρίας Σχολής της Φραγκφούρτης [στις ΗΠΑ].
Ποιό ήταν το πνευματικό περιβάλλον στο οποίο απευθυνόσασταν στις
δεκαετίες του 1960 και του 1970; Τι σας παρακίνησε να το γράψετε;
Martin Jay: Απευθυνόμουν σε δύο κυρίως πεδία ενδιαφέροντος. Το ένα πρωτοεμφανίστηκε στη δεκαετία του 1960 αλλά έγινε έντονο στη δεκαετία του 1970 και ήταν η εκδήλωση ενός νέου ενδιαφέροντος για τους διανοούμενους που είχαν έλθει στις ΗΠΑ ως μετανάστες από την Ευρώπη [...] Το δεύτερο πεδίο ενδιαφέροντος ήταν η ανερχόμενη μορφή του Μαρκούζε (Marcuse), το έργο του οποίου αποτελούσε σε μεγάλο βαθμό αίνιγμα για τους Αμερικανούς, συμπεριλαμβανομένου και εμού. Το μίγμα Μαρξ και Φρόιντ του Μαρκούζε, το ενδιαφέρον του για την εγελιανή διάσταση του μαρξισμού και η προσπάθειά του να τα επικαιροποιήσει και να τα συνδέσει με το πολιτισμικό κλίμα της δεκαετίας του 1960, καθώς και ο αγέρωχος ουτοπισμός του, όλα αυτά ήταν πολύ νέα και άγνωστα πράγματα για τους Αμερικανούς στη δεκαετία του 1960. Συμμετείχα σε μια συλλογική έκδοση υπό την επιμέλεια των Karl Klare και Dick Howard, με τίτλο The Unknown Dimension, ο ίδιος ο τίτλος της οποίας αποτυπώνει πόσο λίγη γνώση του Δυτικού Μαρξισμού είχαμε τότε εμείς οι αγγλόφωνοι Αμερικανοί. Έγραψα το κεφάλαιο για τον Χορκχάιμερ, υπήρχαν όμως και κεφάλαια για τον Κορς, τον Λούκατς, τον Γκράμσι, τον Σαρτρ, ακόμη και για τον Αλτουσέρ. Ήταν ένα συλλογικό έργο ανάκτησης, στο οποίο προσπαθήσαμε να ανακαλέσουμε στη μνήμη ό,τι είχε ξεχαστεί [...] Υπήρχαν εκείνη την εποχή και άλλοι άνθρωποι οι οποίοι επίσης προσπαθούσαν να αξιολογήσουν την παράδοση της Κριτικής Θεωρίας, ειδικότερα οι συγκεντρωμένοι περί το περιοδικό Telos [...]
Ο Martin Jay με τους Herbert Marcuse και Leo Lowenthal (1978, από Platypus) |
MJ: Εκείνη την εποχή, ο Αντόρνο, Χορκχάιμερ, ο Μαρκούζε και ο Λέβενταλ (Leo Löwenthal) ήταν ακόμη εν ζωή, ενώ ο Χάμπερμας μόλις τότε είχε αρχίσει να γίνεται γνωστό όνομα στο αγγλόφωνο κοινό. Στη Γερμανία ήταν ήδη αρκετά γνωστός [...] Στις Ηνωμένες Πολιτείες εκείνης της εποχής, η πολύπλευρη και συχνά μεικτής φύσης κληρονομιά της Κριτικής Θεωρίας ήταν ελάχιστα γνωστή. Ο Μαρκούζε ήταν η μόνη μείζων προσωπικότητα που αντιπροσώπευε τη Σχολή εδώ, πράγμα που σήμαινε ότι οι διαφορές του με τα άλλα μέλη της δεν είχαν ακόμη γίνει πλήρως γνωστές. Εξάλλου, δεν ήταν σαφές άν τον είχαν μελετήσει σοβαρά όσοι άνθρωποι επικαλούνταν το όνομά του. Όμως στην Ευρώπη, στη Γερμανία ειδικότερα, ο Αντόρνο, ο Χορκχάιμερ και ο Χάμπερμας ήταν σημαντικοί «παίκτες» στη δεκαετία του 1960. Άν και συχνά κατηγορήθηκαν από ανυπόμονους φοιτητές ότι δεν στέκονταν στο ύψος του πιο αδιάλλακτου ριζοσπαστισμού των πρώιμων ετών της Σχολής της Φρανκφούρτης, τουλάχιστον αυτοί παρέμειναν σε έναν διαρκή, έντονο διάλογο με πολλούς από τους πιο προικισμένους φοιτητές. Μερικές φορές, βέβαια, η συζήτηση κατέληγε σε έκρηξη, προς μεγάλη χαρά της τάσης που επικρατεί στην κοινή γνώμη να απολαμβάνει κάθε τέτοιο θέαμα: ορίστε τα παιδιά της επανάστασης καταβροχθίζουν τους πατεράδες τους.
[Η Κριτική Θεωρία είναι μια εξελισσόμενη παράδοση που ωφελείται από τη σύγκρουση των αντίπαλων επιχειρημάτων]
JK: Περιβόητες
αυτές οι διαμάχες, όπως π.χ. η περίπτωση του Αντόρνο! Σήμερα υπάρχουν
φυσικά πολλοί μελετητές που γράφουν με θέμα τον Αντόρνο, τον Χορκχάιμερ,
τον Μαρκούζε, τον Χάμπερμας, κ.λπ. Όμως,
το εγχείρημα της Κριτικής Θεωρίας που ξεκίνησε με τη Σχολή της
Φρανκφούρτης, παραμένει ζωντανό; Συνεχίζει το δρόμο του; Αν ναι, πώς
έχει αλλάξει; Αν όχι, τι προκάλεσε αυτό το γεγονός, δεδομένου μάλιστα
ότι δύσκολα μπορεί να λεχθεί πως η ίδια η κοινωνία εξελίχτηκε ;
MJ: Πάντα είναι απαραίτητο, κατά τη γνώμη μου, να επανεξετάζεται το εγχείρημα καθώς οι καιροί αλλάζουν [...] Χθες ήμουν στη συνάντηση μιας διεθνούς κοινοπραξίας προγραμμάτων της Κριτικής Θεωρίας, η οποία είναι υπό ίδρυση. Μεταξύ άλλων, ήταν εκεί η Τζούντιθ Μπάτλερ (Judith Butler), ο Άξελ Χόνετ (Axel Honneth), ο Τζέι Μπέρνστάιν (Jay Bernstein), ο Hent de Vries και η Ann Stoler [...]
Με δεδομένο ότι άρχισα τη διατριβή μου πριν από 50 σχεδόν χρόνια, αυτό που με εκπλήσσει είναι το εξής: η Κριτική Θεωρία με την ευρύτερη έννοια παραμένει βιώσιμο και ενδιαφέρον επιστημονικό πρόγραμμα. Ήδη έχουν περάσει πολλές γενιές: Ο Χάμπερμας, ο Άλμπρεχτ Βέλλμερ (Albrecht Wellmer), ο Άξελ Χόνετ, ο Christoph Menke, ο Κλάους Όφφε (Claus Offe), ο Χάουκε Μπρούνκχορστ (Hauke Brunkhorst), ο Rainer Forst και ο Martin Seel, για να αναφέρουμε μόνον τους πιό εξέχοντες Γερμανούς κληρονόμους της παράδοσης, και στη συνέχεια, φυσικά, πολλοί άνθρωποι στον Αγγλο-Αμερικανικό κόσμο, τόσοι που είναι πάρα πολλοί για να τους αναφέρω, καθώς και άλλοι, διάσπαρτοι σε όλο τον κόσμο. Μερικά χρόνια πριν, μίλησα στο East China Normal University της Σαγκάης και ανακάλυψα ότι ο οικοδεσπότης μου, ο οποίος ήταν ο ανώτερος αξιωματούχος του πανεπιστημίου και μέλος του ΚΚΚ, ήταν ειδήμων στο έργο του Χάμπερμας. Η Κριτική Θεωρία είναι λοιπόν μια εξελισσόμενη παράδοση που συνεχίζει να διακλαδώνεται. Φυσικά, υπάρχουν έντονες συζητήσεις εντός της και ανταγωνισμοί μεταξύ εκείνων που υποστηρίζουν ότι μεταφέρουν τη δάδα. Αλλά αυτό που κάνει την Κριτική Θεωρία ενδιαφέρουσα, είναι ακριβώς η ικανότητά της να αναπτύσσεται δημιουργικά προς διαφορετικές κατευθύνσεις και όχι απλά να ακολουθεί μιμητικά ένα πρωτότυπο ή να στηρίζεται στην επανάληψη των πρώιμων κειμένων, λές και αυτά είναι ένα είδος ιερών γραφών [...]
MJ: Πάντα είναι απαραίτητο, κατά τη γνώμη μου, να επανεξετάζεται το εγχείρημα καθώς οι καιροί αλλάζουν [...] Χθες ήμουν στη συνάντηση μιας διεθνούς κοινοπραξίας προγραμμάτων της Κριτικής Θεωρίας, η οποία είναι υπό ίδρυση. Μεταξύ άλλων, ήταν εκεί η Τζούντιθ Μπάτλερ (Judith Butler), ο Άξελ Χόνετ (Axel Honneth), ο Τζέι Μπέρνστάιν (Jay Bernstein), ο Hent de Vries και η Ann Stoler [...]
Με δεδομένο ότι άρχισα τη διατριβή μου πριν από 50 σχεδόν χρόνια, αυτό που με εκπλήσσει είναι το εξής: η Κριτική Θεωρία με την ευρύτερη έννοια παραμένει βιώσιμο και ενδιαφέρον επιστημονικό πρόγραμμα. Ήδη έχουν περάσει πολλές γενιές: Ο Χάμπερμας, ο Άλμπρεχτ Βέλλμερ (Albrecht Wellmer), ο Άξελ Χόνετ, ο Christoph Menke, ο Κλάους Όφφε (Claus Offe), ο Χάουκε Μπρούνκχορστ (Hauke Brunkhorst), ο Rainer Forst και ο Martin Seel, για να αναφέρουμε μόνον τους πιό εξέχοντες Γερμανούς κληρονόμους της παράδοσης, και στη συνέχεια, φυσικά, πολλοί άνθρωποι στον Αγγλο-Αμερικανικό κόσμο, τόσοι που είναι πάρα πολλοί για να τους αναφέρω, καθώς και άλλοι, διάσπαρτοι σε όλο τον κόσμο. Μερικά χρόνια πριν, μίλησα στο East China Normal University της Σαγκάης και ανακάλυψα ότι ο οικοδεσπότης μου, ο οποίος ήταν ο ανώτερος αξιωματούχος του πανεπιστημίου και μέλος του ΚΚΚ, ήταν ειδήμων στο έργο του Χάμπερμας. Η Κριτική Θεωρία είναι λοιπόν μια εξελισσόμενη παράδοση που συνεχίζει να διακλαδώνεται. Φυσικά, υπάρχουν έντονες συζητήσεις εντός της και ανταγωνισμοί μεταξύ εκείνων που υποστηρίζουν ότι μεταφέρουν τη δάδα. Αλλά αυτό που κάνει την Κριτική Θεωρία ενδιαφέρουσα, είναι ακριβώς η ικανότητά της να αναπτύσσεται δημιουργικά προς διαφορετικές κατευθύνσεις και όχι απλά να ακολουθεί μιμητικά ένα πρωτότυπο ή να στηρίζεται στην επανάληψη των πρώιμων κειμένων, λές και αυτά είναι ένα είδος ιερών γραφών [...]
JK:
Από τη μια πλευρά, η Σχολή δεν είναι ένας χώρος για συντηρητικές
πολιτικές απόψεις στο πανεπιστήμιο. Όμως από την άλλη, επιθυμείτε να
μένει πάντα ανοιχτό το εγχείρημα της Κριτικής Θεωρίας σε όλους όσοι
θεωρούν ότι εργάζονται με βάση την κληρονομιά της. Είναι άτοπο να
εντοπίζετε τις συντηρητικές ή αντιδραστικές τάσεις και να τις
αποκλείετε;
MJ: Ο αμετανόητος ελευθεριακός πολίτης μέσα μου, σκέφτεται ότι είναι παράλογο και αναποτελεσματικό να αποκλείονται οι διαφορετικές πολιτικές θέσεις από ένα πανεπιστημιακό περιβάλλον, στο οποίο θα πρέπει να επικρατεί προθυμία να εξετάζονται τα ζητήματα από όλες τις πλευρές. Αυτές οι ιδέες που θεωρούμε απαράδεκτες, μπορεί να περιέχουν και σπέρματα αλήθειας που θα χαθούν αν τις απορρίψουμε. Θέλω να επιχειρηματολογώ εναντίον ανθρώπων με τους οποίους διαφωνώ. Θέλω να παρουσιάζω στην άλλη πλευρά αυτά που πιστεύω ότι είναι τα καλύτερα επιχειρήματά μου και να ακούω τα δικά της αντεπιχειρήματα. Αλλά δεν είμαι διατεθειμένος a priori να πω ότι υπάρχουν ιδέες που είναι ακατάλληλες για το πανεπιστήμιο. Με ενοχλούσε πάντα πολύ η θέση του Μαρκούζε περί καταπιεστικής ανοχής, και όχι μόνον επειδή μου φαινόταν αυτονόητο ότι θα στραφεί κάποτε εναντίον της Αριστεράς [...] Οι
μόνοι περιορισμοί που θα έβαζα στην απόλυτη άσκηση της ελευθερίας του
λόγου, είναι όταν γίνεται κήρυγμα μίσους ή όταν είναι επιτελεστικά
προβληματική. Παραδείγματα: ομιλητές που, ας πούμε, αρνούνται το Ολοκαύτωμα ή δαιμονοποιούν τους μουσουλμάνους, ή εκτοξεύουν κατά συρροή ρατσιστικά επίθετα, αυτοί δεν αξίζουν να τους παραχωρείται βήμα. Αυτά δεν είναι απλώς εκφράσεις γνώμης, αλλά μάλλον πράξεις που έχουν συνέπειες. Ταπεινώνουν, εξευτελίζουν και τραυματίζουν, με την πιο βαθιά και ουσιαστική έννοια του όρου. Ωστόσο, άν εξαιρέσουμε τις ρητορικές μίσους αυτού του είδους, θα πρέπει να είμαστε σταθερά πρόθυμοι να αφήνουμε τις αντιπαθητικές ιδέες να ακούγονται. Εξακολουθώ να είμαι ένας παλιομοδίτης φιλελεύθερος, που πιστεύει ότι πάντα κάτι μπορείς να μάθεις από έναν έξυπνο συντηρητικό ή από έναν έξυπνο ριζοσπάστη της κάθε απόχρωσης, ακόμη και αν ο διάλογος αποδειχθεί τελικά μάταιος και δεν καταλήξει σε συναίνεση.
[Το λάθος και η αποτυχία των αριστερών κινημάτων στις δεκαετίες 1960 και 1970]
Spencer Leonard: Μιλήσατε ήδη για το βιβλίο των Dick Howard και Καρλ Klare και για την ομάδα Telos στη δεκαετία του 1970. Όλα σχεδόν τα συμαντικά έργα του Λούκατς, του Κορς (Korsch), του Αντόρνο και του Χορκχάιμερ μεταφράστηκαν στα αγγλικά εκείνη την περίοδο. Ακόμη και το Κεφάλαιο του Μαρξ ξαναμεταφράστηκε τότε. Φαίνεται λοιπόν ότι η απήχηση αυτών των έργων στην αγγλική γλώσσα είχε τότε ως κινητήρια δύναμη την υποκείμενη επιθυμία να βρεθεί ένας τρόπος για να ανασυσταθεί ο μαρξισμός (ή αυτό που ήταν ο αυθεντικός κληρονόμος του), ως κορυφαία πράξη της Νέας Αριστεράς, κατά κάποιο τρόπο. Αντίθετα, η υποδοχή τους μετά το 1980 δεν φαίνεται να έχει τόσο ευρείς στόχους ή είναι απλώς ακαδημαϊκή. Το έργο του Μαρκούζε παραμένει «εκτός των φώτων της σκηνής», πράγμα που είναι θετικό, όμως ο Αντόρνο και Χορκχάιμερ [στη συνείδηση του αναγνωστικού κοινού] έχουν σχεδόν μετατραπεί σε τυπικούς μανδαρίνους, σε συντηρητικούς επικριτές του πολιτισμού. Πως χάθηκε η ευκαιρία; Ποια διδάγματα πρέπει να αντλήσουμε από την «αποτυχημένη» υποδοχή τους στη δεκαετία του 1970;
[Το λάθος και η αποτυχία των αριστερών κινημάτων στις δεκαετίες 1960 και 1970]
Spencer Leonard: Μιλήσατε ήδη για το βιβλίο των Dick Howard και Καρλ Klare και για την ομάδα Telos στη δεκαετία του 1970. Όλα σχεδόν τα συμαντικά έργα του Λούκατς, του Κορς (Korsch), του Αντόρνο και του Χορκχάιμερ μεταφράστηκαν στα αγγλικά εκείνη την περίοδο. Ακόμη και το Κεφάλαιο του Μαρξ ξαναμεταφράστηκε τότε. Φαίνεται λοιπόν ότι η απήχηση αυτών των έργων στην αγγλική γλώσσα είχε τότε ως κινητήρια δύναμη την υποκείμενη επιθυμία να βρεθεί ένας τρόπος για να ανασυσταθεί ο μαρξισμός (ή αυτό που ήταν ο αυθεντικός κληρονόμος του), ως κορυφαία πράξη της Νέας Αριστεράς, κατά κάποιο τρόπο. Αντίθετα, η υποδοχή τους μετά το 1980 δεν φαίνεται να έχει τόσο ευρείς στόχους ή είναι απλώς ακαδημαϊκή. Το έργο του Μαρκούζε παραμένει «εκτός των φώτων της σκηνής», πράγμα που είναι θετικό, όμως ο Αντόρνο και Χορκχάιμερ [στη συνείδηση του αναγνωστικού κοινού] έχουν σχεδόν μετατραπεί σε τυπικούς μανδαρίνους, σε συντηρητικούς επικριτές του πολιτισμού. Πως χάθηκε η ευκαιρία; Ποια διδάγματα πρέπει να αντλήσουμε από την «αποτυχημένη» υποδοχή τους στη δεκαετία του 1970;
MJ: Είμαι διστακτικός να κάνω μεγάλες γενικεύσεις σχετικά με τους λόγους για τους οποίους οι ελπίδες της δεκαετίας του 1960 τελικά δεν έγιναν πραγματικότητα. Όλες εκείνες οι βιαστικές προσδοκίες για μια τελειωτική κρίση των «όψιμου καπιταλισμού» αποδείχθηκαν λανθασμένες· αποδείχτηκε ότι ο καπιταλισμός είναι πολύ πιο ανθεκτικός από όσο υπέθεταν πολλοί στην Αριστερά. Ο καταστροφικός πόλεμος του Βιετνάμ σήμαινε ότι η κίνηση της εσωτερικής πολιτικής προς τα αριστερά, κατά τα έτη αμέσως μετά τη δολοφονία του Τζων Κένεντι είχε σταματήσει, ειδικά μετά τους φόνους του Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ και του Μπόμπι Κένεντι το 1968. Και φυσικά, πολλά μέλη της εργατικής τάξης, με δεδομένη την κατάστασή της, ακολούθησαν τις εκκλήσεις στον πατριωτισμό τους, τις πολιτισμικές τους ανησυχίες και δυσανεξίες, δυστυχώς και τον συχνά λανθάνοντα ρατσισμό τους, και συνακόλουθα, εύκολα απομακρύνθηκαν από οποιαδήποτε προοδευτικό πολιτικό πρόγραμμα. Σε μερικές περιπτώσεις η ίδια η Αριστερά αυτο-εξαπατήθηκε, για παράδειγμα όσοι θεώρησαν τότε την Πολιτιστική Επανάσταση στην Κίνα ως γνήσια έκφραση επαναστατικού αναβρασμου ή έδωσαν υπερβολική πίστη στις σοσιαλιστικές χώρες όπως η Κούβα ή το Βιετνάμ, οι οποίες αποδείχθηκε ότι ήταν μάλλον απολυταρχικές παρά δημοκρατικές. Πρέπει επίσης να θυμόμαστε ότι ήταν μια «χαμένη ευκαιρία» σε παγκόσμια κλίμακα [και όχι μόνον στις ΗΠΑ]: ανάλογα κινήματα στην Ευρώπη και αλλού, επίσης ξεθύμαναν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, συχνά παράγοντας ως αποτέλεσμα συντηρητικές αντίρροπες κινήσεις και ηγέτες όπως η Θάτσερ και ο Κολ. Δεν είναι σωστό να πούμε ότι τίποτε προοδευτικό δεν επιτεύχθηκε, όμως οι ελπίδες του μαρξισμού για αλλαγή του κοινωνικού συστήματος ακυρώθηκαν για άλλη μια φορά.
[Κριτική Θεωρία και μαρξισμός. Καλοήθεις και κακοήθεις εκδοχές αρνητικότητας]
JK: Ποιά η γνώμη σας για τον μαρξισμό της Σχολής της Φρανκφούρτης και ειδικά του Αντόρνο; Πώς «φωτίστηκε» ή «σκιάστηκε» εξαιτίας της απήχησής του στον ακαδημαϊκό χώρο;
[Κριτική Θεωρία και μαρξισμός. Καλοήθεις και κακοήθεις εκδοχές αρνητικότητας]
JK: Ποιά η γνώμη σας για τον μαρξισμό της Σχολής της Φρανκφούρτης και ειδικά του Αντόρνο; Πώς «φωτίστηκε» ή «σκιάστηκε» εξαιτίας της απήχησής του στον ακαδημαϊκό χώρο;
MJ: Αυτό εξαρτάται από το πώς ορίζουμε τον μαρξισμό, πράγμα που είναι πάντα το βασικό ζήτημα. Αυτοί ήταν οι άνθρωποι που πήραν σαφώς πάρα πολλά πράγματα από τη μαρξιστική παράδοση. Κατανοούσαν πόσο μεγάλη σημασία είχε η ταξική ανάλυση και η μορφή του εμπορεύματος. Κατανοούσαν το κεφάλαιο ως ενοποιητική και ολοποιητική δύναμη μέσα στο σύγχρονο πολιτισμό. Κατανοούσαν ότι για να γίνουν ριζικές αλλαγές, πρέπει κανείς να σκέφτεται πέρα από τα όρια του καπιταλισμού. Τούτων λεχθέντων, είχαν επίσης επίγνωση του γεγονότος ότι ο μαρξισμός είχε ορισμένους θεωρητικούς και ιστορικούς περιορισμούς. Όπως κάθε θεωρία, ήταν ένα προϊόν της εποχής του. Το έργο του Μαρξ, σαφώς και με πολλούς τρόπους, κινούνταν μέσα στα όρια των εμπειριών του 19ου αιώνα στις «προηγμένες» χώρες της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής. Φυσικά, ο καπιταλισμός της εποχής του, δεν ήταν ο καπιταλισμός της εποχής της Σχολής της Φρανκφούρτης, πόσο μάλλον της δικής μας εποχής. [Η μεσοπολεμική Σχολή της Φρανκφούρτης] προσπαθούσε να επανεπεξεργαστεί έναν μαρξισμό, ο οποίος είχε ως καθήκον να αντιμετωπίσει την πρόκληση του φασισμού, δηλαδή κάτι που δεν είχε προβλέψει ο Μαρξ και βίωσε τότε την αποτυχία ή αδυναμία της εργατικής τάξης να γίνει το «υποκείμενο της ιστορίας». Άρχισαν μάλιστα να ξανασκέφτονται την όλη ιδέα περί ιστορίας που έχει ένα υποκείμενο, μια ιδέα που προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από τον εγελιανό μαρξισμό, και άρχισαν να κινούνται προς την κατεύθυνση που οδηγεί στην ρητή αποσύνδεση της εργασίας από τις άλλες μορφές αλληλεπίδρασης, αυτές που διαμεσολαβούνται με συμβολικό τρόπο, πράγμα που διατυπώθηκε αργότερα ολοκληρωμένα από τον Χάμπερμας. Σε μερικές από τις εργασίες των «παλαιών» της Σχολής της Φρανκφούρτης προεικονιζεται ήδη η κριτική του Χάμπερμας στη φιλοσοφία της συνείδησης [του μεμονωμένου υποκειμένου] και η σημασία της διυποκειμενικότητας, αν και εκείνοι ήταν λιγότερο αισιόδοξοι ότι η επικοινωνιακή ορθολογικότητα είναι εφικτή μέσα σε μια ολότητα ανορθολογική σε μεγάλο βαθμό.
Από τη στιγμή που επέστρεψαν στη Γερμανία μετά την εξορία τους, άρχισαν να αποτιμούν τη ριζοσπαστική δημοκρατία, ακόμη και τον πλουραλισμό, αντί να διατηρούν την ελπίδα για έναν ενιαίο, καθολικό δημιουργό της ιστορίας. Στην πραγματικότητα, πολύ πριν από την επιστροφή τους, είχαν κατανοήσει την ανάγκη να συνδυάσουν τις ιδέες του μαρξισμού με εκείνες που προέρχονται από άλλους στοχαστές, όπως ο Φρόιντ, ο Νίτσε, ακόμα και ο Μαξ Βέμπερ, παρόλο που απέκρουαν ορισμένες πτυχές της σκέψης όλων αυτών. Από την αρχή, ο δικός τους μαρξισμός ήταν «πειραματικός» και όχι ορθόδοξος. Πάντως, όσο και άν απέρριπταν τον φιλελευθερισμό, ποτέ δεν τους προσέλκυσαν τα οργανωμένα κόμματα της Αριστεράς, είτε κομμουνιστικά, είτε τροτσκιστικά ή σοσιαλδημοκρατικά. Δεν εντάχθηκαν ούτε καν στο Νέο Ξεκίνημα, το οποίο ήταν μια εναλλακτική προσπάθεια για να ανανεωθεί ο μαρξισμός, βρίσκοντας μια μέση λύση μεταξύ του κομμουνισμού και της σοσιαλδημοκρατίας. Πάντα κρατούσαν αποστάσεις από κινήματα που είχαν πρακτική δραστηριότητα, μια επιφυλακτικότητα η οποία, φυσικά, συνεχίστηκε όταν ο Χορκχάιμερ και ο Αντόρνο απέρριψαν τον «εναγκαλισμό» της Νέας Αριστεράς απο τον Μαρκούζε. Εάν αυτή η απόσταση ήταν σφάλμα τους, όπως πάντα υποστήριζε ο Λούκατς, ο οποίος τους χλεύασε ότι «ζουν στο Μεγάλο Ξενοδοχείο η Άβυσσος», ή μια πηγή της δημιουργικότητάς τους, αυτό εξακολουθεί να είναι ένα σημείο διαφωνίας. Η δική μου αίσθηση είναι ότι, σε τελευταία ανάλυση, ήταν κάτι που τους ωφέλησε, αν και τους ταλαιπωρούσε το κόστος του χάσματος μεταξύ θεωρίας και πράξης που γινόταν ολοένα και μεγαλύτερο.
JK: Η επικρατούσα κριτική του μαρξισμού της Σχολής της Φρανκφούρτης λέει περίπου το εξής: «Ο μαρξισμός είναι ένα κλειστό φιλοσοφικό σύστημα, μια ορθοδοξία». Αναρωτιέμαι πώς αντιμετωπίζετε με αυτό το είδος της κριτικής. Μήπως πρέπει να αντιστρέψουμε αυτή την κριτική και να επιμένουμε ότι το έργο της Σχολής της Φρανκφούρτης προκύπτει από τον μαρξισμό, ο οποίος είναι η ρίζα της αρνητικής κριτικής;
Από τη στιγμή που επέστρεψαν στη Γερμανία μετά την εξορία τους, άρχισαν να αποτιμούν τη ριζοσπαστική δημοκρατία, ακόμη και τον πλουραλισμό, αντί να διατηρούν την ελπίδα για έναν ενιαίο, καθολικό δημιουργό της ιστορίας. Στην πραγματικότητα, πολύ πριν από την επιστροφή τους, είχαν κατανοήσει την ανάγκη να συνδυάσουν τις ιδέες του μαρξισμού με εκείνες που προέρχονται από άλλους στοχαστές, όπως ο Φρόιντ, ο Νίτσε, ακόμα και ο Μαξ Βέμπερ, παρόλο που απέκρουαν ορισμένες πτυχές της σκέψης όλων αυτών. Από την αρχή, ο δικός τους μαρξισμός ήταν «πειραματικός» και όχι ορθόδοξος. Πάντως, όσο και άν απέρριπταν τον φιλελευθερισμό, ποτέ δεν τους προσέλκυσαν τα οργανωμένα κόμματα της Αριστεράς, είτε κομμουνιστικά, είτε τροτσκιστικά ή σοσιαλδημοκρατικά. Δεν εντάχθηκαν ούτε καν στο Νέο Ξεκίνημα, το οποίο ήταν μια εναλλακτική προσπάθεια για να ανανεωθεί ο μαρξισμός, βρίσκοντας μια μέση λύση μεταξύ του κομμουνισμού και της σοσιαλδημοκρατίας. Πάντα κρατούσαν αποστάσεις από κινήματα που είχαν πρακτική δραστηριότητα, μια επιφυλακτικότητα η οποία, φυσικά, συνεχίστηκε όταν ο Χορκχάιμερ και ο Αντόρνο απέρριψαν τον «εναγκαλισμό» της Νέας Αριστεράς απο τον Μαρκούζε. Εάν αυτή η απόσταση ήταν σφάλμα τους, όπως πάντα υποστήριζε ο Λούκατς, ο οποίος τους χλεύασε ότι «ζουν στο Μεγάλο Ξενοδοχείο η Άβυσσος», ή μια πηγή της δημιουργικότητάς τους, αυτό εξακολουθεί να είναι ένα σημείο διαφωνίας. Η δική μου αίσθηση είναι ότι, σε τελευταία ανάλυση, ήταν κάτι που τους ωφέλησε, αν και τους ταλαιπωρούσε το κόστος του χάσματος μεταξύ θεωρίας και πράξης που γινόταν ολοένα και μεγαλύτερο.
JK: Η επικρατούσα κριτική του μαρξισμού της Σχολής της Φρανκφούρτης λέει περίπου το εξής: «Ο μαρξισμός είναι ένα κλειστό φιλοσοφικό σύστημα, μια ορθοδοξία». Αναρωτιέμαι πώς αντιμετωπίζετε με αυτό το είδος της κριτικής. Μήπως πρέπει να αντιστρέψουμε αυτή την κριτική και να επιμένουμε ότι το έργο της Σχολής της Φρανκφούρτης προκύπτει από τον μαρξισμό, ο οποίος είναι η ρίζα της αρνητικής κριτικής;
MJ: Η αρνητικότητα με την ευρύτερη έννοια υπάρχει από τότε που η
φιλοσοφία είδε τον εαυτό της ως μια ορθολογική εναλλακτική λύση
απέναντι σε μια υπάρχουσα πραγματικότητα που δεν ήταν και πολύ
ορθολογική. Το αν αυτή η αρνητικότητα έπαιρνε μορφές κυρίως ιδεαλιστικές - πλατωνικές, καντιανές ή εγελιανές - ή μεταφράζονταν σε ένα πιο υλιστικό
ιδίωμα, αυτό εξαρτάται από τις περιστάσεις. Νομίζω ότι η αρνητικότητα
ως τέτοια υπάρχει σε πολλά διαφορετικά φιλοσοφικά συστήματα· ασφαλώς, η Σχολή της Φρανκφούρτης έλαβε πολύ σοβαρά τους τρόπους με τους οποίους ο Μαρξ και η παράδοση που προέκυψε από το έργο του ενσάρκωνε και κάτι περισσότερο από την απλή φιλοσοφική αρνητικότητα. Εμφανής ήταν η επιθυμία του Μαρξ, ότι η φιλοσοφία πρέπει να γίνει ενεργή στον κόσμο με την πρακτική της υλοποίηση, πράγμα που σήμαινε και το να εντοπισθούν οι πιο ισχυρές πηγές υλοποιημένης αρνητικότητας, αυτές που υπάρχουν
έξω από τη θεωρητική σφαίρα. Όταν το προλεταριάτο απέτυχε ή δεν ήταν σε
θέση να παίξει το ρόλο που εκείνος ήλπιζε ότι θα παίξει, φάνηκε
απαραίτητο να ψάξουμε για άλλες, εναλλακτικές υλοποιημένες μορφές αρνητικότητας. Η Σχολή της Φρανκφούρτης ξεκίνησε με τη συγκρατημένη αισιοδοξία ότι θα μπορούσαν να βρεθούν άλλοι υποψήφιοι. Ο Μαρκούζε, όπως ανέφερα προηγουμένως, συνέχισε να ενδιαφέρεται κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960 για τα φοιτητικά κινήματα ή άλλες περιθωριοποιημένες ομάδες ως πιθανές συγκεκριμένες ενσαρκώσεις της «δύναμης της αρνητικής σκέψης». Αλλά, σε γενικές γραμμές, ο πυρήνας της Σχολής της Φρανκφούρτης γινόταν όλο και περισσότερο επιφυλακτικός και προσεκτικός ως προς την ύπαρξη συνεκτικών κινημάτων με αυτο-συνείδηση, νοητών υπό όρους κοινωνικής τάξης ή με άλλο τρόπο, που θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως εμπροσθοφυλακή της χειραφέτησης. Κατανοούσαν ότι η διάχυτη και απροσδιόριστη αρνητικότητα εξακολουθεί να υπάρχει στον κόσμο, με την έννοια ότι πολλές ομάδες επιμένουν στη ριζική αλλαγή και επικρίνουν το status quo, αλλά, δυστυχώς, όχι κατ' ανάγκην με προοδευτική κατεύθυνση. Όσα και να καταλογίζει κανείς στον φασισμό, αυτός ήταν ένα κίνημα που τρέφονταν από μια «αρνητική κριτική» εναντίον της φιλελεύθερης δημοκρατίας και της αστικής κοινωνίας. Και θα μπορούσαμε να πούμε ότι το σημερινό Tea Party στις ΗΠΑ και οι Ρεπουμπλικάνοι στο Κογκρέσο έχουν τόσο πολύ αρνητισμό όσο δεν πάει άλλο: πολύ περισσότερο ενδιαφέρονται για να σταματήσουν πράγματα παρά για να συμβούν, να μορφοποιήσουν κάτι νέο. Έτσι, μπορούμε κατά κάποιο τρόπο να πούμε ότι αυτοί εκφράζουν μια κακόβουλη αρνητικότητα και όχι μια καλοήθη. Με άλλα λόγια, η αρνητικότητα από μόνη της, χωρίς ορθολογική κριτική, χωρίς εύλογους στόχους και χωρίς αξιέπαινες αξίες, είναι ανεπαρκής.
Η Κριτική Θεωρία είχε πάντα επίγνωση του γεγονότος ότι υπήρχαν τόσο οι προβληματικές όσο και οι δυνητικά απελευθερωτικές ενσαρκώσεις της απροσδιόριστης αρνητικότητας και ήξερε από πικρές εμπειρίες πώς η πρώτη μορφή της μπορούσε να πάρει το πάνω χέρι.
Η Κριτική Θεωρία είχε πάντα επίγνωση του γεγονότος ότι υπήρχαν τόσο οι προβληματικές όσο και οι δυνητικά απελευθερωτικές ενσαρκώσεις της απροσδιόριστης αρνητικότητας και ήξερε από πικρές εμπειρίες πώς η πρώτη μορφή της μπορούσε να πάρει το πάνω χέρι.
[Ο Αντόρνο και ο Χάμπερμας έκαναν λάθος: Παρά τις δυσλειτουργίες του, το 1970 ο καπιταλισμός δεν ήταν «όψιμος» και σήμερα, έχει ακόμη δρόμο μπροστά του]
SL: Από πολλές απόψεις, ίσως γενικά, το ίδιο το εγχείρημα «Κριτική Θεωρία» στα γραπτά των δεκαετιών του 1930 και του 1940 φαίνεται συνώνυμο με τον μαρξισμό, άν και κριτικό, μη-παραδοσιακό, ή απλά «σε αγωνία». Και, βεβαίως, μπορεί ο Χορκχάιμερ να υπέκυψε τελικά στην αποπολιτικοποίηση και ο Χάμπερμας να αισθάνθηκε την ανάγκη, κατά κάποιο τρόπο, να ανοίξει ένα ρήγμα για να διαφοροποιηθεί από την παλιά Κριτική θεωρία, ωστόσο φαίνεται ότι ο Αντόρνο έμεινε ακλόνητα πιστός στον Μαρξ και στον μαρξισμό διαχρονικά, αφού ολόκληρο το έργο του, που θα μπορούσε να επιγράφεται είτε «Όψιμος καπιταλισμός», είτε «Βιομηχανική Κοινωνία», φαίνεται απλά να στηρίζει και να ενισχύει τον Μαρξ. Αυτό είναι δεδομένο, όμως τι έχετε να πείτε για την διαβόητη δήλωση του Αντόρνο στις συνεντεύξεις που του πήρατε, σύμφωνα με την οποία ο Μαρξ ήθελε να μετατρέψει τον κόσμο σε ίδρυμα υποχρεωτικής εργασίας για φτωχούς [workhouse, «πτωχοκομείο» βρετανικού τύπου του 19ου αιώνα];
MJ: Για να είμαι ειλικρινής, έχω μεγάλο πρόβλημα να δεχτώ ότι αυτή η ερώτηση έχει κάποιο νόημα. Η έννοια της «ακλόνητης πίστης» είναι κατάλληλη για τον πιστό ενός θρησκεύματος, όχι για έναν κριτικό θεωρητικό. Υπονοεί ότι υπάρχει το σώμα ενός δόγματος, μιας κατήχησης, το οποίο υποστηρίζεται από κάθε αληθινό πιστό, χωρίς καμία απόκλιση. Αυτό σημαίνει ότι σε όσους αποτυγχάνουν σ' αυτή τη δοκιμασία, αξίζει η αποβολή ως αιρετικών ή αποστατών. Στο βαθμό που η μαρξιστική παράδοση μπορεί και να προσφέρεται ή και να αποδέχεται αυτό το είδος ορθόδοξου ορισμού, έπεσε και η ίδια θύμα της ίδιας πραγμοποίησης, στην οποία, υποτίθεται, προσπάθησε να ασκήσει κριτική. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο Aντόρνο, σε γενικές γραμμές, διδάχτηκε πάρα πολλά από τον Μαρξ. Κατανοούσε τον κεντρικό ρόλο της ανταλλαγής και της εμπορευματοποίησης. Αναγνώριζε την επίμονη παρουσία των ταξικών διαφορών, ακόμη και όταν οι ταξικοί αγώνες είναι υποτονικοί. Ο ίδιος απεχθανόταν τις αδικίες του καπιταλισμού και ποτέ δεν έχασε μια ορισμένη ουτοπική ελπίδα ότι μπορεί μια μέρα να αντικατασταθεί από μια καλύτερη εναλλακτική λύση.
SL: Από πολλές απόψεις, ίσως γενικά, το ίδιο το εγχείρημα «Κριτική Θεωρία» στα γραπτά των δεκαετιών του 1930 και του 1940 φαίνεται συνώνυμο με τον μαρξισμό, άν και κριτικό, μη-παραδοσιακό, ή απλά «σε αγωνία». Και, βεβαίως, μπορεί ο Χορκχάιμερ να υπέκυψε τελικά στην αποπολιτικοποίηση και ο Χάμπερμας να αισθάνθηκε την ανάγκη, κατά κάποιο τρόπο, να ανοίξει ένα ρήγμα για να διαφοροποιηθεί από την παλιά Κριτική θεωρία, ωστόσο φαίνεται ότι ο Αντόρνο έμεινε ακλόνητα πιστός στον Μαρξ και στον μαρξισμό διαχρονικά, αφού ολόκληρο το έργο του, που θα μπορούσε να επιγράφεται είτε «Όψιμος καπιταλισμός», είτε «Βιομηχανική Κοινωνία», φαίνεται απλά να στηρίζει και να ενισχύει τον Μαρξ. Αυτό είναι δεδομένο, όμως τι έχετε να πείτε για την διαβόητη δήλωση του Αντόρνο στις συνεντεύξεις που του πήρατε, σύμφωνα με την οποία ο Μαρξ ήθελε να μετατρέψει τον κόσμο σε ίδρυμα υποχρεωτικής εργασίας για φτωχούς [workhouse, «πτωχοκομείο» βρετανικού τύπου του 19ου αιώνα];
MJ: Για να είμαι ειλικρινής, έχω μεγάλο πρόβλημα να δεχτώ ότι αυτή η ερώτηση έχει κάποιο νόημα. Η έννοια της «ακλόνητης πίστης» είναι κατάλληλη για τον πιστό ενός θρησκεύματος, όχι για έναν κριτικό θεωρητικό. Υπονοεί ότι υπάρχει το σώμα ενός δόγματος, μιας κατήχησης, το οποίο υποστηρίζεται από κάθε αληθινό πιστό, χωρίς καμία απόκλιση. Αυτό σημαίνει ότι σε όσους αποτυγχάνουν σ' αυτή τη δοκιμασία, αξίζει η αποβολή ως αιρετικών ή αποστατών. Στο βαθμό που η μαρξιστική παράδοση μπορεί και να προσφέρεται ή και να αποδέχεται αυτό το είδος ορθόδοξου ορισμού, έπεσε και η ίδια θύμα της ίδιας πραγμοποίησης, στην οποία, υποτίθεται, προσπάθησε να ασκήσει κριτική. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο Aντόρνο, σε γενικές γραμμές, διδάχτηκε πάρα πολλά από τον Μαρξ. Κατανοούσε τον κεντρικό ρόλο της ανταλλαγής και της εμπορευματοποίησης. Αναγνώριζε την επίμονη παρουσία των ταξικών διαφορών, ακόμη και όταν οι ταξικοί αγώνες είναι υποτονικοί. Ο ίδιος απεχθανόταν τις αδικίες του καπιταλισμού και ποτέ δεν έχασε μια ορισμένη ουτοπική ελπίδα ότι μπορεί μια μέρα να αντικατασταθεί από μια καλύτερη εναλλακτική λύση.
Ωστόσο, σε θέματα που είναι πάρα πολλά για να τα αναφέρουμε λεπτομερώς τώρα, δεν ένιωθε καμμιά ανάγκη για προσκόλληση στο γράμμα των κειμένων του Μαρξ ή στις ερμηνείες εκείνων που ισχυρίστηκαν ότι είναι πιστοί ερμηνευτές του. Όπως είπα ενωρίτερα, αναζήτησε πηγές έμπνευσης και σε εναλλακτικούς θεωρητικούς, όπως ο Φρόιντ και ο Νίτσε, ή και σε καλλιτέχνες όπως ο Μπέκετ (Beckett) και ο Σένμπεργκ (Schoenberg)· όμως, πέρα από αυτό, ο Αντόρνο ένιωθε πολύ λίγη έλξη για τις εναλλακτικές λύσεις που ανταγωνίζονταν για την πρωτοκαθεδρία στις ενδο-μαρξιστικές συζητήσεις του 20ου αιώνα, είτε εκ του επιστημονισμού είτε εκ του ανθρωπισμού προερχόμενες.
Ο Αντόρνο ενέτασσε την καπιταλιστική εκμετάλλευση στην πιο μακροχρόνια ιστορία της κυριαρχίας του ανθρώπου επί της φύσης και της ανόδου του εργαλειακού ορθολογισμού· με αυτόν τον τρόπο, αναγνώριζε ότι το σημερινό δίλημμά μας προέρχεται από μια πιο θεμελιώδη πηγή. Αν και ασφαλώς μπορείτε να βρείτε κείμενά του, όπως αυτό που αναφέρατε, που δείχνουν ότι προτιμούσε να αποκαλεί το σημερινό «όλον» «όψιμο καπιταλισμό» αντί να το ορίζει ως «βιομηχανική κοινωνία», είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι ο πρώτος όρος χρησιμοποιείται επίσης και από τον Χάμπερμας στο έργο του υπό τον γερμανικό τίτλο Legitimationsprobleme im Spätkapitalismus, που κυκλοφόρησε σε αγγλική μετάφραση ως Κρίση Νομιμοποίησης (Legitimation Crisis). Θα λέγατε λοιπόν ότι και ο Χάμπερμας είναι «αταλάντευτα πιστός» στον Μαρξ; Η ειρωνεία, βέβαια, είναι ότι και οι δύο έκαναν λάθος, στο βαθμό που ο καπιταλισμός κάθε άλλο παρά αρκετά «όψιμος» [ή «ύστερος» ή «προς τα τελευταία του»] ήταν, όταν γράφτηκαν αυτά τα κείμενα. Και στην πραγματικότητα, παρόλες τις αστάθειες και δυσλειτουργίες του, δεν φαίνονται σημάδια ότι πρόκειται να αντικατασταθεί από κάτι ουσιαστικά καλύτερο στο ορατό μέλλον
[Η Κριτική Θεωρία εναντίον της ιερότητας των «γραφών» και των θεωρητικών περιχαρακώσεων]
Όσο για την παρατήρηση του Αντόρνο, ότι ο Μαρξ ήθελε να μετατρέψει τον κόσμο σε workhouse, η οποία είναι διαβόητη μόνο για εκείνους που πιστεύουν ότι είναι ασυμβίβαστη με την «ακλόνητη πίστη» του, αυτή ταιριάζει τέλεια με την κριτική του Αντόρνο στο φετίχ του παραγωγισμού και στην απλή αναγωγή της ανθρώπινης χειραφέτησης στη μη αλλοτριωμένη εργασία. Ο Horkheimer είχε ήδη πει κάτι παρόμοιο στους πρώιμους αφορισμούς του, ενώ ο Μαρκούζε, στο βιβλίο Έρως και Πολιτισμός (Eros and Civilization), επιχειρηματολόγησε ενάντια στην καταπιεστική «αρχή της απόδοσης» η οποία συμμαχεί με τον τεχνολογικό ορθολογισμό. Και φυσικά, ο Μπένγιαμιν (Walter Benjamin), ο οποίος ασκούσε τόσο μεγάλη επιρροή στο Αντόρνο, είχε να πει πολλά θετικά πράγματα για τον Φουριέ [«τον ουτοπιστή σοσιαλιστή» Fourier], όσα και για τον Μαρξ.
Ο Αντόρνο ενέτασσε την καπιταλιστική εκμετάλλευση στην πιο μακροχρόνια ιστορία της κυριαρχίας του ανθρώπου επί της φύσης και της ανόδου του εργαλειακού ορθολογισμού· με αυτόν τον τρόπο, αναγνώριζε ότι το σημερινό δίλημμά μας προέρχεται από μια πιο θεμελιώδη πηγή. Αν και ασφαλώς μπορείτε να βρείτε κείμενά του, όπως αυτό που αναφέρατε, που δείχνουν ότι προτιμούσε να αποκαλεί το σημερινό «όλον» «όψιμο καπιταλισμό» αντί να το ορίζει ως «βιομηχανική κοινωνία», είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι ο πρώτος όρος χρησιμοποιείται επίσης και από τον Χάμπερμας στο έργο του υπό τον γερμανικό τίτλο Legitimationsprobleme im Spätkapitalismus, που κυκλοφόρησε σε αγγλική μετάφραση ως Κρίση Νομιμοποίησης (Legitimation Crisis). Θα λέγατε λοιπόν ότι και ο Χάμπερμας είναι «αταλάντευτα πιστός» στον Μαρξ; Η ειρωνεία, βέβαια, είναι ότι και οι δύο έκαναν λάθος, στο βαθμό που ο καπιταλισμός κάθε άλλο παρά αρκετά «όψιμος» [ή «ύστερος» ή «προς τα τελευταία του»] ήταν, όταν γράφτηκαν αυτά τα κείμενα. Και στην πραγματικότητα, παρόλες τις αστάθειες και δυσλειτουργίες του, δεν φαίνονται σημάδια ότι πρόκειται να αντικατασταθεί από κάτι ουσιαστικά καλύτερο στο ορατό μέλλον
[Η Κριτική Θεωρία εναντίον της ιερότητας των «γραφών» και των θεωρητικών περιχαρακώσεων]
Όσο για την παρατήρηση του Αντόρνο, ότι ο Μαρξ ήθελε να μετατρέψει τον κόσμο σε workhouse, η οποία είναι διαβόητη μόνο για εκείνους που πιστεύουν ότι είναι ασυμβίβαστη με την «ακλόνητη πίστη» του, αυτή ταιριάζει τέλεια με την κριτική του Αντόρνο στο φετίχ του παραγωγισμού και στην απλή αναγωγή της ανθρώπινης χειραφέτησης στη μη αλλοτριωμένη εργασία. Ο Horkheimer είχε ήδη πει κάτι παρόμοιο στους πρώιμους αφορισμούς του, ενώ ο Μαρκούζε, στο βιβλίο Έρως και Πολιτισμός (Eros and Civilization), επιχειρηματολόγησε ενάντια στην καταπιεστική «αρχή της απόδοσης» η οποία συμμαχεί με τον τεχνολογικό ορθολογισμό. Και φυσικά, ο Μπένγιαμιν (Walter Benjamin), ο οποίος ασκούσε τόσο μεγάλη επιρροή στο Αντόρνο, είχε να πει πολλά θετικά πράγματα για τον Φουριέ [«τον ουτοπιστή σοσιαλιστή» Fourier], όσα και για τον Μαρξ.
Φυσικά, κάποιος θα μπορούσε να ανοίξει συζήτηση για το αν ή όχι η κατηγορία αυτή του Αντόρνο έδειχνε καλή κατανόηση εκ μέρους του της πραγματικής θέσης του Μαρξ, παραπέμποντας στα διάφορα κείμενα (στην πραγματικότητα, δεν είναι πολλά), στα οποία ο Μαρξ άφηνε να εννοηθεί πως θα ήθελε να γίνει ο κόσμος μετά την επανάσταση. Δεν χρειάζεται να σας υπενθυμίσω τις εργασίες του Μόις Πόστόουν (Moishe Postone), ο οποίος αμφισβητεί την ιδέα ότι ο Μαρξ υιοθέτησε μια υπερ-ιστορική εργασιακή θεωρία της αξίας[*]. Ειλικρινά, το ζήτημα του τι «πραγματικά είπε» ο Μαρξ, μου φαίνεται εντελώς ασήμαντο, παρεκτός και άν κανείς θέλει να είναι αληθινά πιστός στην ιερότητα
των κειμένων του ή δαιμόνιος ιστορικός που αναζητά το Άγιο Δισκοπότηρο
της υποκειμενικής πρόθεσης, το οποίο υποτίθεται ότι είναι κρυμμένο πίσω
από κείμενα. Αυτό που είναι σημαντικό είναι το εξής: ο Αντόρνο δίκαια
αμφισβητεί το φετίχ της παραγωγής και της εργασίας και επιμένει ότι η
ουσιαστική απελευθέρωση υπό οποιαδήποτε έννοια πρέπει να πάει πέρα από
αυτό.
JK: Για ένα διάστημα, το πανεπιστήμιο έδειχνε να υπόσχεται καταφύγιο σε μια γενιά απογοητευμένων ριζοσπαστών των δεκαετιών του 1960 και 1970. Βλέπουμε τώρα την επιστροφή στο είδος εκείνο του συντηρητισμού που συνδέεται ιστορικά με τα πανεπιστήμια; Πώς φαντάζεστε το μέλλον του πανεπιστημίου ως τόπου της αριστερής σκέψης;
Ο Αντόρνο νέος, με τις «δύο μητέρες του» |
JK: Για ένα διάστημα, το πανεπιστήμιο έδειχνε να υπόσχεται καταφύγιο σε μια γενιά απογοητευμένων ριζοσπαστών των δεκαετιών του 1960 και 1970. Βλέπουμε τώρα την επιστροφή στο είδος εκείνο του συντηρητισμού που συνδέεται ιστορικά με τα πανεπιστήμια; Πώς φαντάζεστε το μέλλον του πανεπιστημίου ως τόπου της αριστερής σκέψης;
MJ: Επιτρέψτε μου να μιλήσω για την εμπειρία μου στο Μπέρκλεϊ, καθώς είναι πολύ δύσκολο να γενικεύουμε [...] Σπάνια συναντάς άτομα με αδιάλλακτα ουτοπικές επιθυμίες, αλλά είναι σύνηθες να βλέπεις πολιτικά ενεργά άτομα με ελικρινείς ιδέες για την αλλαγή. Ανησυχούν για πολλά πραγματικά ζητήματα του κόσμου και θέλουν περισσότερο να κάνουν πράγματα παρά απλά να μιλούν γι' αυτά. Δύο ή τρία χρόνια πριν, όταν εμφανίστηκε το κίνημα #Occupy, πολλοί φοιτητές του Μπέρκλευ έλαβαν μέρος. Αν και το #Occupy ήταν εφήμερο, έθεσε επί τάπητος το θέμα της ανισότητας, που επιτέλους έγινε ζήτημα εθνικής κλίμακας [...] Αλλά πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι οι φοιτητές σήμερα αισθάνονται πολύ λιγότερο οικονομικά ασφαλείς σε σχέση με τη δεκαετία του 1960 και προφανώς λιγότερο πρόθυμοι να θυσιάσουν τη σταδιοδρομία τους και να επιδιώξουν αντι-πολιτιστικά ή πολιτικά εξτρεμιστικά βιώματα, όπως εκείνης της «Μεγάλης Άρνησης» που χαιρέτισε τότε ο Μαρκούζε.
Όσο για το ποιά η στάση των πανεπιστημιουπόλεων απέναντι στην πολιτική, η Δεξιά θα σας πεί ότι τα περισσότερα πανεπιστήμια και κολέγια είναι εντελώς δυσανεκτικά στη συντηρητική σκέψη, και υπάρχει μια στήλη για το θέμα αυτό στο σημερινό φύλλο της New York Times. Υποστηρίζουν ότι οι σχολές είναι σε συντριπτικό βαθμό φιλελεύθερες [με την αμερικανική έννοια της λέξης] ή ριζοσπαστικές και ότι μεταξύ των φοιτητών επικρατεί μια ήπια αλλά επίμονα ενοχλητική αριστερή νοοτροπία, η οποία εκδηλώνεται στις εμμονές με τις πολιτικές της ταυτότητας [χρώματος, φύλου, γλώσσας κτλ], με τη ρητορική του μίσους και με τα δικαιώματα των Παλαιστινίων. Ο όρος «πολιτική ορθότητα» είναι ένας τρόπος για να στιγματίζουν ό,τι δεν μπορούν να επικρίνουν χρησιμοποιώντας πειστικά επιχειρήματα. Βεβαίως, η επικρατούσα συναίνεση στις πανεπιστημιουπόλεις κλίνει λίγο ή πολύ προς την Αριστερά, τουλάχιστον άν λάβουμε υπόψη το φάσμα της αμερικανικής πολιτικής σε γενικές γραμμές [...] Στο Μπέρκλεϊ έχουμε πάντα μια ποικιλία από διαφορετικές απόψεις. Μερικοί μαχητικοί φοιτητές αμφισβητούν τους συμβατικούς κανόνες ευγένειας για να εκφράσουν έναν πιο αδιάλλακτο ριζοσπαστισμό που επιδιώκει την αλλαγή «με κάθε μέσο». Αλλά η πλειοψηφία μου φαίνεται λιγότερο δογματική και αναζητά απαντήσεις σε ερωτήματα, για τα οποία κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί σοβαρά ότι έχουν απαντηθεί
οριστικά από οποιαδήποτε παράδοση της σκέψης. Με αυτή την έννοια,
πολλοί είναι πιο κοντά στο πραγματικό πνεύμα της Κριτικής Θεωρίας, παρά σε εκείνους που θα ήθελαν να αστυνομεύουν τα σύνορά της για να διασφαλίσουν ότι αυτή παραμένει πιστή σε μια υποτιθέμενη μαρξιστική ορθοδοξία.
[*] Οι κλασικοί της Πολιτικής Οικονομίας (κυρίως οι Adam Smith, David Ricardo, John Stuart Mill) είναι εκείνοι που ανακάλυψαν πρώτοι ότι πηγή της αξίας είναι η εργασία, πράγμα που υποστήριξε βεβαίως και ο Μαρξ. Κατά τους κλασικούς, αυτή η σχέση (η λεγόμενη εργασιακή θεωρία της αξίας) ισχύει παντού και πάντοτε, υπερ-ιστορικά και ανεξαρτήτως κοινωνικού συστήματος. Ωστόσο, ο Καναδός οικονομολόγος και ιστορικός Moishe Postone, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Chicago, υποστηρίζει το εξής: από το ίδιο το έργο του Μαρξ προκύπτει ότι αυτός, σε αντίθεση με τους κλασικούς της Πολιτικής Οικονομίας, έβλεπε την εργασιακή θεωρία της αξίας ως ειδικό χαρακτηριστικό του καπιταλισμού, δηλαδή ως σχέση που ισχύει μόνον μέσα στα πλαίσια του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής.
Έγραψε επίσης, μεταξύ των άλλων: Marxism and Totality: The Adventures of a Concept from Lukács to Habermas (1984, μέρος του μεταφράστηκε στα Ελληνικά), Adorno (1984), Permanent Exiles: Essays on the Intellectual Migration from Germany to America (1985), Fin-de-Siècle Socialism and Other Essays (1988), Force Fields: Between Intellectual History and Cultural Criticism (1993), Downcast Eyes: The Denigration of Vision in Twentieth-Century French Thought (1993), Refractions of Violence (2003), Songs of Experience: Modern American and European Variations on a Universal Theme (2004), Essays from the Edge: Parerga & Paralipomena (2011), Reason after Its Eclipse: On Late Critical Theory (2016).
Γ. Ρ.
[Από
την μετάφραση παραλείφθηκαν μερικά μέρη που αφορούν ειδικά τις ΗΠΑ και
το στενό πανεπιστημιακό περιβάλλον. Οι μεσότιτλοι προστέθηκαν στον
ιστότοπο Μετά την Κρίση]
O Martin Jay (1944), συγγραφέας του βιβλίου για την Σχολή της Φρανκφούρτης και την Κριτική θεωρία Η Διαλεκτική Φαντασία (The Dialectical Imagination: A History of the Frankfurt School and the Institute of Social Research, 1923-50, 1973), είναι καθηγητής της Ιστορίας στην έδρα Sidney
Hellman Ehrman, Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Μπέρκλεϋ. Ερευνά την
ιστορία της φιλοσοφικής και θεωρητικής σκέψης, ιδιαίτερα των κοινωνικών
θεωριών στην Ευρώπη του 20ού αιώνα, όπως της Σχολής της Φρανκφούρτης,
καθώς και τον «πολιτισμό της εικόνας». Βραβεύτηκε από την Αμερικανική Ακαδημία στο Βερολίνο (2010). Έγραψε επίσης, μεταξύ των άλλων: Marxism and Totality: The Adventures of a Concept from Lukács to Habermas (1984, μέρος του μεταφράστηκε στα Ελληνικά), Adorno (1984), Permanent Exiles: Essays on the Intellectual Migration from Germany to America (1985), Fin-de-Siècle Socialism and Other Essays (1988), Force Fields: Between Intellectual History and Cultural Criticism (1993), Downcast Eyes: The Denigration of Vision in Twentieth-Century French Thought (1993), Refractions of Violence (2003), Songs of Experience: Modern American and European Variations on a Universal Theme (2004), Essays from the Edge: Parerga & Paralipomena (2011), Reason after Its Eclipse: On Late Critical Theory (2016).
Στον ιστότοπο Μετά την Κρίση:
Άντριου Φίνμπεργκ: Χειρόγραφα 1844 - Ιστορία & Ταξική Συνείδηση: Τα πρώιμα έργα των Μαρξ και Λούκατς. Αλλοτρίωση, πραγμοποίηση και η Σχολή της Φρανκφούρτης
Χάμπερμας, ο τελευταίος φιλόσοφος: Κριτική και επικοινωνιακή πράξη· από τον Ψυχρό Πόλεμο στα αδιέξοδα του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού - «Με τον Αντόρνο και τη Σχολή της Φρανκφούρτης μου δόθηκε μια εύνοια της τύχης» - Συνέντευξη του Jürgen Habermas στον Michaël Fœssel (Esprit, Παρίσι)
Το φοιτητικό κίνημα της δεκαετίας του 1960 αντιμέτωπο με τη Σχολή της Φρανκφούρτης: Ριζοσπαστικές πολιτικές μορφές και κοινωνική οπισθοδρόμηση (επιστολογραφία Αντόρνο - Μαρκούζε - Χάμπερμας το 1969 με θέμα τη δημοκρατία, τα κινήματα, τις βίαιες συμπεριφορές και τα Πανεπιστήμια - New Left Review).
Νίκος Κ. Αλιβιζάτος: Η γενιά του 1968 και οι κληρονόμοι της
Όσκαρ Νεγκτ: Το έλλειμμα κοινωνικού κράτους απειλεί τη δημοκρατία
Άντριου Φίνμπεργκ: Χειρόγραφα 1844 - Ιστορία & Ταξική Συνείδηση: Τα πρώιμα έργα των Μαρξ και Λούκατς. Αλλοτρίωση, πραγμοποίηση και η Σχολή της Φρανκφούρτης
Χάμπερμας, ο τελευταίος φιλόσοφος: Κριτική και επικοινωνιακή πράξη· από τον Ψυχρό Πόλεμο στα αδιέξοδα του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού - «Με τον Αντόρνο και τη Σχολή της Φρανκφούρτης μου δόθηκε μια εύνοια της τύχης» - Συνέντευξη του Jürgen Habermas στον Michaël Fœssel (Esprit, Παρίσι)
Το φοιτητικό κίνημα της δεκαετίας του 1960 αντιμέτωπο με τη Σχολή της Φρανκφούρτης: Ριζοσπαστικές πολιτικές μορφές και κοινωνική οπισθοδρόμηση (επιστολογραφία Αντόρνο - Μαρκούζε - Χάμπερμας το 1969 με θέμα τη δημοκρατία, τα κινήματα, τις βίαιες συμπεριφορές και τα Πανεπιστήμια - New Left Review).
Νίκος Κ. Αλιβιζάτος: Η γενιά του 1968 και οι κληρονόμοι της
Όσκαρ Νεγκτ: Το έλλειμμα κοινωνικού κράτους απειλεί τη δημοκρατία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου