Αναγνώστες

Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2012

Να γίνουμε Πουλιά, να Χέσουμε τ' Αγάλματα(MHNYMAL)

Να γίνουμε Πουλιά, να Χέσουμε τ' Αγάλματα

     
     
     
     Η Ελένη Hasta Siempre Κ., μας έφερε τις προάλλες μέχρι την Τσιάπας. Με τα λόγια της ταγματάρχη Άννας Μαρίας και με την ψυχή της διοικήτριας Ραμόνας, ακούσια τραγουδισμένη από τη Mercedes Sosa.

     Όταν ο υποδιοικητής Μάρκος γνώρισε τη διοικήτρια Ραμόνα γύρω στα 1990, εκείνη τον οδήγησε σε κάποια χωριά από δρόμους που γνώριζε καλά, για να συζητήσουν και να εξηγήσουν τον ζαπατιστικό αγώνα.  Η Ραμόνα προχωρούσε ξυπόλητη, ο Μάρκος με μπότες. Η Ραμόνα άφηνε ίχνη κι όταν ο υποδιοικητής δεν την προλάβαινε, έβλεπε το δρόμο που έπρεπε ν' ακολουθήσει. Όμως, τα δικά του βήματα δεν άφηναν κανένα ίχνος πάνω στο σκληρό έδαφος. 
     
     Όταν ο Μάρκος διηγήθηκε στον γερο  - Αντόνιο, που γνώριζε τη Ραμόνα, την ιστορία με τα ίχνη της, εκείνος διηγήθηκε στον υποδιοικητή μια παλιά ινδιάνικη ιστορία:


      Οι μεγάλοι σοφοί των ινδιάνικων λαών έλεγαν ότι, τις πρώτες μέρες, είχαν επιλέξει να φτιάξουν άντρες και γυναίκες με μεγάλο ανάστημα. Και τους είχαν φτιάξει μεγαλόσωμους, γιατί και το καθήκον τους ήταν μεγάλο. Εσείς θα τους λέγατε γίγαντες, εκείνοι όμως χρησιμοποιούσαν τη λέξη «μεγάλοι». Αυτοί οι άντρες και αυτές οι γυναίκες είχαν αναλάβει, λόγω του αναστήματός τους, να προχωρούν δείχνοντας το δρόμο έτσι ώστε, όταν απομακρύνονταν πολύ, οι άνθρωποι που  ακολουθούσαν να μπορούν να τους βλέπουν από μακριά, ακόμη και ψηλότερα από τα δέντρα. Στην αρχή τα πράγματα πήγαιναν καλά, ήρθε όμως η στιγμή που αυτό ξύπνησε τη ζήλια και την οργή των μικρών, των μικρόσωμων, και δημιουργήθηκε μεγάλο πρόβλημα.

     Συγκεντρώθηκαν τότε οι πρώτοι θεοί, αυτοί που γέννησαν τον κόσμο, και είπαν: «Λοιπόν, εδώ έχουμε δημιουργήσει ένα πρόβλημα» – εκείνοι δεν ήταν όπως οι σημερινές κυβερνήσεις, όταν τα θαλάσσωναν το αναγνώριζαν. «Τι κάνουμε;» Και είπαν: «Θα πρέπει με κάποιον τρόπο να κρύψουμε το μεγάλο ανάστημα αυτών των αντρών και των γυναικών». Και αποφάσισαν να τους κάνουν μικρούς. Δηλαδή, παρέμειναν γίγαντες, μόνο που είχαν μικρό ανάστημα. Όμως, καθώς λογομαχούσαν και χόρευαν με τη μαρίμπα και διασκέδαζαν –γιατί ήταν θεοί πολύ χαρούμενοι και πολύ χορευταράδες–, ξέχασαν μια λεπτομέρεια: τους είχαν αλλάξει το ανάστημα αλλά όχι το βάρος. Με αποτέλεσμα, αυτοί οι άντρες και αυτές οι γυναίκες, που πριν ήταν γίγαντες, να έχουν γίνει μικροί αλλά να ζυγίζουν σαν γίγαντες και να αφήνουν ίχνη.
     Ο γερο-Αντόνιο έλεγε ότι για να αντιληφθεί κάποιος τον τρόπο των ιθαγενών Μάγιας πρέπει να μάθει να κοιτάζει προς τα κάτω. 



     Ο υποδιοικητής Μάρκος είπε αυτή την ιστορία σε μια ομιλία του στην Πλάγια δελ Κάρμεν της πολιτείας Κιντάνα Ρο, σε συνέλευση με περιβαλλοντιστές και συμπαθούντες, τον Γενάρη του 2006. Η ιστορία περιέχεται στο βιβλίο "ιστορίες για τους ανθρώπους του καλαμποκιού", ιστορίες που διηγείται ο υποδιοικητής, ένα βιβλίο που εκδόθηκε στη Θεσσαλονίκη το 2009 από τις εκδόσεις των ξένων, σε μετάφραση Αντωνίας Μ., Εύης Π. και Νάντιας Τ.



Leon Gieco - el Sr Durito y yo (JawarOOO)
Don Durito

     Η ιστορία για τ' αγάλματα και τα πουλιά, είναι ακόμη μια από τις ιστορίες για τους ανθρώπους του καλαμποκιού, με πρωταγωνιστή ένα σκαθάρι, τον περιπλανώμενο ιππότη της ζούγκλας Λακαντόνα, Δον Ντουρίτο:

     Ο Ντουρίτο λέει πως η Εξουσία δεν δημιουργεί αγάλματα για να γράψει ή να αναπαράγει την ιστορία της, αλλά για να τάξει στον εαυτό της την αιωνιότητα και την παντοδυναμία. «Για να διηγηθούμε την ιστορία της Εξουσίας», λέει ο Ντουρίτο, «αρκεί να περιγράψουμε τα αγάλματα που υπάρχουν ανά τον κόσμο, στη γεωγραφία του χρόνου και του χώρου». 

     «Διότι», λέει ο Ντουρίτο, «εκεί που λείπει η λογική, αφθονούν τα αγάλματα. Όταν η Εξουσία δεν υφίσταται ακόμα ως Εξουσία αλλά αγωνίζεται να γίνει, τα δόγματά της γίνονται διακηρύξεις αρχών, προγράμματα, σχέδια δράσης, με λίγα λόγια, είναι εικονικά αγάλματα. Όταν η Εξουσία μετατρέπεται σε καρέκλα της Εξουσίας, τα δόγματά της γίνονται νόμοι, συντάγματα, διατάξεις, με λίγα λόγια, είναι αγάλματα χάρτινα που γίνονται πέτρινα στη συνέχεια. Την Εξουσία δεν την ενδιαφέρει η συναίνεση, η συμφωνία, ο λόγος που γεννιέται στον καθένα. Την ενδιαφέρει η κυριαρχία. Η συμφωνία νομιμοποιεί, η Εξουσία επικυρώνει. Στην Εξουσία, η έλλειψη της νομιμοποίησης λύνεται με δόγματα, δηλαδή με αγάλματα».

     Λέει ο Ντουρίτο πως ένα άγαλμα είναι μια ΑΛΗΘΕΙΑ (έτσι, με κεφαλαία) που κρύβει κάτω από την πέτρα την ανικανότητά της να αποδείξει οτιδήποτε και την αυθαιρεσία της ύπαρξής της. Διότι, σύμφωνα με τον Ντουρίτο, όπως η “αλήθεια” είναι η αυτοεπιβεβαίωσή μας και η περιθωριοποίηση του άλλου, του ακατανόητου, ένα άγαλμα είναι η αυτοεπιβεβαίωση του κυρίαρχου και η περιθωριοποίηση του κυριαρχούμενου.

     «Αλλά, όπως προκύπτει, η ιστορία προχωράει, μετ’ εμποδίων μεν, αλλά προχωράει», λέει ο Ντουρίτο, «και, στο  αύριο που είμαστε εμείς, ούτε που θα θυμόμαστε τον σημερινό νικητή του αγάλματος, όσο κι αν οι επιγραφές μάς λένε, μάταια, ότι “αυτό είναι το άγαλμα του Μαρκησίου της Αιώνιας Αλήθειας, και τα λοιπά”. Ο “έξυπνος” κόσμος της Εξουσίας προσποιείται πως είναι περίπλοκος, αλλά είναι αρκετά απλός, αποτελείται από δόγματα και αγάλματα. Και η γενεαλογία της Εξουσίας βασίζεται μόνο στη διανοητική διαμάχη για το ποιο υπήρξε πρώτα, το δόγμα ή το άγαλμα.

     » Υπάρχουν αυτοί που κάνουν άγαλμα (ή δόγμα, το ίδιο είναι) τα λόγια μας. Άλλοι κάνουν πέτρα τη σκέψη μας, για να την ανατρέψουν αργότερα μπροστά σε πολλά κάτοπτρα, σε στρογγυλά τραπέζια, σε στήλες εφημερίδων, σε συζητήσεις καφενείου. Άλλοι μετατρέπουν σε δόγμα τις ιδέες μας, τις εγκωμιάζουν και αργότερα τις αλλάζουν με κάποιο άλλο δόγμα, που είναι περισσότερο στη μόδα, πιο κατάλληλο, πιο ad hoc».

     Λέει ο Ντουρίτο πως και οι μεν και οι δε αγνοούν ότι ο ζαπατισμός δεν είναι ούτε δόγμα ούτε άγαλμα, ο ζαπατισμός, όπως και η εξέγερση, είναι μόλις ένα από τα χιλιάδες πουλιά που πετούν. 

     «Ο ζαπατισμός, όπως κάθε πουλί, γεννιέται, μεγαλώνει, τραγουδάει, αναπαράγεται με το άλλο και μέσα στο άλλο, πεθαίνει και, όπως πρέπει να κάνουν τα πουλιά, χέζει τα αγάλματα», λέει ο Ντουρίτο καθώς πετάει και προσπαθεί να υιοθετήσει, μάταια, «ένα ύφος μεταξύ τρυφερού και σκληρού, σαν ένα σπουργίτι».


υποδιοικητής Μάρκος,
από τα βουνά του νοτιοανατολικού Μεξικού
Μάης 2003


Σαν τα σπουργίτια που πετούν
δίχως καθόλου βιάση
και δίχως διόλου να επαιτούν,
να 'χαμε παλαβιάσει·

σαν ζαπατιστικός μπελάς,
με κουτσουλιές - οβίδες,
σ' αγάλματα Κυρίων νταμπλάς,
σε δόγματα πυξίδες.

Να 'χαμε μόνο, δηλαδή,
τη φαντασία σπείρει, 
να 'χε η κομμούνα σαν κλαδί
απ' τον καημό μας γείρει,

απ' τον καημό που κάρπισε
κι αξιόπρεπα χιμάει
και την ψυχή τη ράπισε
να 'ν' έτοιμη για Μάη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Τα url του θείου Ισιδώρα