αποσπασμα:
τρεις πιθανές στρατηγικές: «κρατώ», «εκτονώνω» και «υιοθετώ»
Ουσιαστικά, υπάρχουν τρεις επιλογές για τα κόμματα της
Κεντροαριστεράς που αντιμετωπίζουν αυτή την τριπλή πρόκληση που θέτει η
λαϊκίστικη ριζοσπαστική Δεξιά. Πρώτον, να εμμείνουν στα όπλα τους, στις
αρχές τους και να προσπαθήσουν να κερδίσουν τη συζήτηση με τα
επιχειρήματά τους. Δεύτερον, να επιδιώξουν να ελαττώσουν τον αντίκτυπο
του νέου ζητήματος αναδεικνύοντας –με την ελπίδα ότι και άλλα κόμματα
και ψηφοφόροι θα συνδράμουν – τις θετικές κοινωνικές και οικονομικές
πτυχές με τις οποία συνδέεται το ζήτημα. Τρίτον, μπορούν να αλλάξουν
θέση στο συγκεκριμένο ζήτημα. Αυτό συνεπάγεται τα ακόλουθα σχέδια
δράσης, τα οποία δεν στερούνται προβλημάτων.
1) Το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα διατηρεί την τωρινή -και υποθέτουμε- ανεκτική του θέση για τη μετανάστευση και την ένταξη, αντιμετωπίζοντας την πρόκληση της ακροδεξιάς με το να ενισχύει την πολιτικές προτάσεις του κόμματος, πολύ συχνά σε συνδυασμόμε την προσπάθεια να επικοινωνήσει αυτές τις προτάσεις με μεγαλύτερη σαφήνεια και να κινητοποιήσει έτσι τον πυρήνα της εκλογικής του πελατείας. Αυτή η στρατηγική στη βάση “ηθικών αρχών” είναι επικίνδυνη: συνεπάγεται ότι τα κυρίαρχα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα θα υπερασπιστούν ανοιχτά και χωρίς ντροπή την ανεκτικότητα απέναντι στη μετανάστευση και την πολυπολιτισμικότητα απέναντι στις τωρινές, και τροφοδοτούμενες από τα μέσα ενημέρωσης, ανησυχίες για την τρομοκρατία, την εγκληματικότητα, την κατάχρηση των υπηρεσιών πρόνοιας και την εξάρτηση από το κράτος πρόνοιας, και την ισχυρή πληθυσμιακή πίεση για τη χρήση των δημόσιων υπηρεσιών και των υπηρεσιών στέγασης.
2) Το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα επιχειρεί να εκτονώσει το νέο πολιτικό ζήτημα, (για) να μειώσει τη σημασία του στην εκλογική διαμάχη με το να το αποφεύγει, επιλέγοντας να επικεντρωθεί σε άλλα θέματα, με την ελπίδα ότι και τα άλλα συστημικά κόμματα θα κάνουν (ενδεχομένως) το ίδιο. Στην ιδανική περίπτωση, η Κεντροαριστερά (σε συνεργασία με την Κεντροδεξιά) θα είναι σε θέση να διατηρήσει μια ευρεία συναίνεση ως προς την ανεκτικότητα (οι αντίπαλοί της θα μπορούσαν να την ονομάσουν μία «συνωμοσία της σιωπής») για την μεταναστευτική πολιτική και τις πολιτικές ένταξης. Το προφανές πρόβλημα αυτής της στρατηγικής είναι ότι ένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα δεν μπορεί να ελπίζει ότι θα ελέγχει μια ατζέντα που καθοδηγείται εν μέρει από έναν κυρίαρχο αντίπαλο, ο οποίος ενδέχεται να μπει στον πειρασμό να απορρίψει ή να εγκαταλείψει οποιαδήποτε συναίνεση, και που επηρεάζεται από τα μέσα ενημέρωσης και, φυσικά, από τις ανησυχίες των ψηφοφόρων σε σχέση με την καθημερινή ζωή.
3) Το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα υιοθετεί τη θέση των ανταγωνιστών της (της κυρίαρχης και σε κάποιο βαθμό και της εξτρεμιστικής) Δεξιάς, με το επιχείρημα ότι η μετανάστευση πρέπει να περιοριστεί και η πολυπολιτισμικότητα να μετριαστεί δίνοτας αυξανόμενη έμφαση σε αυτό που κάποιοι αποκαλούν «ένταξη» και άλλοι ονομάζουν «αφομοίωση»- μετά από αυτό, η πολιτική θα ξαναπάρει τον «κανονικό» της δρόμο. Τα πιθανά προβλήματα αυτής της στρατηγικής εξαρτώνται, μεταξύ άλλων, από τον χρόνο που θα χρειαστεί να πραγματοποιηθεί αυτή η αλλαγή, από την απώλεια αξιοπιστίας που ενδεχομένως να προκύψει από τις κατηγορίες για πολιτική στροφή 180 μοιρών και από τις εσωτερικές διαφωνίες, ιδιαίτερα από τους «πραγματικούς οπαδούς» που αντιτίθενται στα σχέδια των «επαγγελματιών πολιτικών» του κόμματος. Επιπλέον, υπάρχει ο κίνδυνος ότι ένα κόμμα, το οποίο υιοθετεί τέτοιες θέσεις σε ζητήματα που, ιστορικά, ποτέ δεν του «ανήκαν», να δυσκολευτεί να πείσει τους ψηφοφόρους ότι πραγματικά νοιάζεται γι’ αυτούς (και μπορεί να τα φέρει σε πέρας τις υποσχέσεις του).
Αυτές τις τρεις στρατηγικές – τις οποίες μπορούμε να ονομάσουμε
«κρατώ», «εκτονώνω» και «υιοθετώ», τις έχουν επιχειρήσει διάφορα
σοσιαλοδημοκρατικά κόμματα, σε όλη την Ευρώπη. Αυτές οι στρατηγικές
αποτελούν, βέβαια, ιδανικούς τύπους: στον “πραγματικό κόσμο” τα κόμματα
απομυζούν το ένα το άλλο, κάνουν ανταλλαγές μεταξύ τους και κινούνται
(συνήθως προς μια κατεύθυνση) από το ένα στο άλλο. Μέχρι η πρόκληση της
λαϊκής ριζοσπαστικής Δεξιάς- ή η υιοθέτηση ενός μέρους της ατζέντας της
από την Κεντροδεξιά- να αποτελέσει έναν εμφανή κίνδυνο για την εκλογική
θέση της κεντροαριστεράς, η πρώτη στρατηγική («κρατώ») είναι πρακτικά η
εξ’ ορισμού πρώτη επιλογή. Ωστόσο, στο βαθμό που το νέο ζήτημα ή
πρόκληση θεωρηθεί ως αρκετά σοβαρό ώστε να απαιτεί εναλλακτική δράση, η
δεύτερη στρατηγική («εκτόνωση») είναι η πιο αναμενόμενη. Μόνο όταν η
Δεξιά όχι μόνοαπορροφά ψήφους από την Κεντροαριστερά αλλά και συμβάλλει
στον σχηματισμό κεντροδεξιών κυβερνήσεων συνεργασίας -γεγονός που
προσφέρεται πολύ λιγότερο σε ερμηνεία από τα εκλογικά πρότυπα -η τρίτη
στρατηγική (που ονομάζουμε “υιοθετώ”) γίνεται πιο ελκυστική.
Τι οδηγεί τα κόμματα στην επιλογή στρατηγικής;
Είναι σαφές ότι η πίεση που ασκείται από ένα λαϊκό ριζοσπαστικό
δεξιό κόμμα, το οποίο έχει την ικανότητα να στερήσει από τους
σοσιαλδημοκράτες τις ψήφους και την διακυβέρνηση, είναι σημαντική. Αλλά η
στρατηγική που επιλέγει ένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα επηρεάζεται επίσης
από (1) τη στρατηγική των κομμάτων της επικρατούσας Δεξιάς, (2) το
επίπεδο εσωτερικής συναίνεσης εντός του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος για
το ζήτημα και (3) τη στρατηγική των Αριστερών, φιλελεύθερων και πράσινων
κομμάτων με τα οποία το εν λόγω κόμμα κόμμα ενδέχεται να ανταγωνιστεί.
Αυτό μπορούμε να το διαπιστώσουμε αν εξετάσουμε τέσσερις χώρες στις
οποίες οι σοσιαλδημοκράτες έχουν αντιμετωπίσει αυτή την τριπλή πρόκληση,
δηλαδή τη Νορβηγία, τη Δανία, την Ολλανδία και την Αυστρία.
Η επιλογή στρατηγικής καθορίζεται έντονα από την αντίδραση των
κυρίαρχων κεντροδεξιών κομμάτων –ιδίως από το κατά πόσον κι εκείνα,
επίσης, επιδιώκουν να εκτονώσουν τα ζητήματα που θέτει η λαϊκίστικη
ριζοσπαστική Δεξιά και να περιθωριοποιήσουν εκείνους που θέτουν τη νέα
πρόκληση ή κατά πόσο επιδιώκουν να υιοθετήσουν τις πολιτικές τους ή
ακόμα και να καλέσουν την ριζοσπαστική Δεξιά σε σχηματισμό κυβέρνησης
συνασπισμού. Στη Νορβηγία, για παράδειγμα, οι Συντηρητικοί βοήθησαν στην
περιθωριοποίηση της λαϊκίστικης ριζοσπαστικής Δεξιάς και στην εκτόνωση
των ζητημάτων, καθιστώντας δυνατή μια ευρύτερη διακομματική συναίνεση
για τη μετανάστευση και την ένταξη. Αυτό διευκόλυνε σχετικά τα πράγματα
για το Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα. Ωστόσο, στη Δανία και την
Ολλανδία, η Κεντροδεξιά επέλεξε να απαντήσει στην λαϊκίστικη
ριζοσπαστική Δεξιά υιοθετώντας την ατζέντα της. Τα σοσιαλδημοκρατικά
κόμματα σε αυτές τις χώρες στριμώχτηκαν και τελικά υποχρεώθηκαν να
κρατήσουν μια πιο σκληρή στάση τόσο για την ένταξη όσο και για τη
μετανάστευση. Το ίδιο συνέβη και στην Αυστρία, όπου το κεντροδεξιό κόμμα
(Austrian People’s Party) όχι μόνο υιοθέτησε την ατζέντα της
λαϊκίστικης ριζοσπαστικής Δεξιάς αλλά και την ενέταξε στον κυβερνητικό
σχηματισμό.
Η εσωτερική ενότητα του κόμματος είναι απαραίτητη προϋπόθεση για
επιτυχημένες προσπάθειες από την πλευρά των σοσιαλδημοκρατών, είτε για
να εκτονώσουν συλλογικά την πρόκληση της λαϊκίστικης ριζοσπαστικής
Δεξιάς είτε για να υιοθετήσουν ορισμένα από τα ζητήματα που φέρουν την
υπογραφή της. Το γεγονός ότι το Νορβηγικό Εργατικό Κόμμα, για
παράδειγμα, ήταν (και είναι) πολύ λιγότερο διχασμένο σε αυτά τα ζητήματα
σε σχέση με τα αντίστοιχα κόμματα στη Δανία, την Ολλανδία και την
Αυστρία, το βοήθησε σημαντικά. Ο τρίτος σημαντικός παράγοντας είναι το
πώς αντιδρούν τα άλλα κόμματα της Αριστεράς. Μόνο στη Νορβηγία η
σοσιαλιστική Αριστερά επεδίωξε να συνεργαστεί με τα κυρίαρχα κόμματα
εξουσίας για να εκτονώσει το ζήτημα της μετανάστευσης, υποβαθμίζοντάς το
στις προεκλογικές εκστρατείες. Στις άλλες τρεις χώρες που
προαναφέρθηκαν, τουλάχιστον ένα μικρότερο πράσινο ή αριστερό κόμμα
αντέκρουσε τις στρατηγικές των σοσιαλδημοκρατών σε σχέση με τη
μετανάστευση, απειλώντας με απώλεια αριστερών και φιλελεύθερων ψήφων
ή/και ενθαρρύνοντας τις εσωτερικές διαφωνίες εκείνων που πιστεύουν ότι
το κόμμα τους πρέπει να υψώνει την φωνή του πιο έντονα κατά της δεξιάς.
Αυτό μπορεί να καθιστά δύσκολο για τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα να
απαντούν με «ορθολογικό» τρόπο και να μετατοπίζονται σε μια πιο
περιοριστική θέση όσον αφορά τη μετανάστευση και μια πιο δύσπιστη στάση
όσον αφορά την πολυπολιτισμικότητα. Από την άλλη πλευρά, θα πρέπει να
σημειώσουμε ότι ορισμένοι αρχηγοί κομμάτων μπορούν πολύ καλά να
παρακάμψουν τις αμφιβολίες των οπαδών τους και να αποφασίσουν ότι είναι
καλύτερο να χάσουν μερικές προοδευτικούς ψηφοφόρους από την αριστερή
πτέρυγά τους παρά έναν μεγαλύτερο αριθμό κεντροαριστερών –αλλά-
αυταρχικών ψηφοφόρων τους οποίους φοβούνται ότι θα αποξενώσουν αν δεν
υιοθετήσουν μερικές θέσεις της πολιτικής της Δεξιάς για πολιτισμικά
ζητήματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου