Αντώνη
Λιάκου: «Πώς στοχάστηκαν το έθνος αυτοί που ήθελαν να αλλάξουν τον κόσμο;»
Όλα παίζονται;
Όλα παίζονται;
Θόδωρος
Παρασκευόπουλος
Αντώνη Λιάκου
«Πώς στοχάστηκαν το έθνος αυτοί που ήθελαν να αλλάξουν τον κόσμο;»
Εκδόσεις Πόλις - Αθήνα 2005
«Πώς στοχάστηκαν το έθνος αυτοί που ήθελαν να αλλάξουν τον κόσμο;»
Εκδόσεις Πόλις - Αθήνα 2005
Η
έκδοση του βιβλίου «Το νεοελληνικό έθνος» του Νίκου Σβορώνου με εισαγωγή του
Σπύρου Ασδραχά και επιμέλεια του Νάσου Βαγενά, από τις εκδόσεις «Πόλις» είχε,
εκτός από τη δική της ιδιαίτερη αξία, και το ευεργετικό αποτέλεσμα να δώσει
αφορμή για μια συζήτηση περί έθνους εν γένει και του ελληνικού έθνους ειδικά,
η οποία δυστυχώς έπαψε.
Στη συνέχεια κυκλοφόρησε ένα δοκίμιο του ιστορικού Αντώνη Λιάκου, από τον ίδιο εκδοτικό οίκο, με τίτλο που προδιαθέτει τον αναγνώστη να διαβάσει την παρουσίαση θεωριών συνδεδεμένη με διερωτήσεις που είτε είχαν μείνει προηγουμένως αναπάντητες είτε εμφανίστηκαν αργότερα. Καλοδεχούμενο κι αυτό, ο προσανατολισμός στη βιβλιογραφία πάντοτε χρειάζεται.
Κατά τη γνώμη μου εξ αρχής το δοκίμιο έχει μια εσωτερική αντινομία αξεπέραστη: το έθνος του Λιάκου είναι ανεννόητο και δεν πρόκειται για αδυναμία του συγγραφέα, αλλά για πρόθεση, στην οποία θα αναφερθώ στο τέλος. Η έλλειψη έννοιας του έθνους διατρέχει όλα τα κεφάλαια. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι στο κάτω κάτω δεν συζητά το έθνος, αλλά τις απόψεις περί έθνους, κι έτσι η έννοια του έθνους είναι περιττή. Είναι, όμως, αδύνατο να παρουσιάσεις και να συζητήσεις θεωρίες ή ακόμη και να προσλάβεις θεωρίες, χωρίς ο ίδιος να έχεις έννοια του αντικειμένου� διαφορετικά, ποια είναι τα κριτήρια με τα οποία συζητάς, παρουσιάζεις, προσλαμβάνεις; Έχω την εντύπωση ότι για τον συγγραφέα, λίγο πολύ το έθνος υπάρχει μονάχα στο μυαλό μας –παρότι ο ίδιος λέει πως ζούμε μέσα στο έθνος. Αυτή η ακραία αντίληψη του έθνους ως ιδεοληψίας, του έθνους ως εθνικισμού, απαντά συνήθως σε δύο εκδοχές: μία μαρξίζουσα, η οποία αντιπαραθέτει τις τάξεις στο έθνος ως μοναδικές αληθινές συλλογικότητες, και μία φιλελεύθερη, η οποία αρνείται τα συλλογικά υποκείμενα και βλέπει μόνο άτομα. Δεύτερο μειονέκτημα είναι η απουσία της ιστορίας: ο συγγραφέας, που ξεκίνησε, όπως λέει, να γράψει έναν αντιρρητικό λόγο στη διένεξη για το δοκίμιο του Σβορώνου, παρασύρεται (;) από το γεγονός ότι ο Σβορώνος γράφει περί ιστορικής εθνογενέσεως σε μία περίπτωση (την Ελλάδα), και αντιτάσσει γενικές θεωρητικές απόψεις περί εθνικισμού και έθνους. Ο Σβορώνος ωστόσο εξετάζει μόνο ένα ορισμένο έθνος, και την εκάστοτε εθνογένεση δεν μπορείς να την εξετάσεις παρά μόνο αυστηρά ιστορικά: βήμα-βήμα. Σε αυτή την εξέταση η γενική θεωρία προσανατολίζει, αλλά δεν την υποκαθιστά.
Η συγκριτική έρευνα εθνογενέσεων θα διαπιστώσει κοινά στοιχεία, ότι δηλαδή εθνογενέσεις διαδραματίζονται σε ένα ορισμένο πλαίσιο, έχουν προϋποθέσεις. Λ.χ. ότι στη Δύση η διαμόρφωση των εθνών αρχίζει σε γενικές γραμμές στον όψιμο Μεσαίωνα ως σύγκρουση λαϊκών τάξεων –αστών και βιλάνων– με τους ευγενείς αφενός και των ευγενών με τον θρόνο αφετέρου, ο οποίος παίρνει τους βιλάνους υπό την προστασία του, τους εκχωρεί προνόμια, σχηματίζει, τρόπον τινά, λαό υπηκόων του, συμμαχεί με τους αστούς προκειμένου να αυξήσει τον πλούτο του βασιλείου του και τη δική του ισχύ. Αυτά συμβαίνουν σε όλη τη διάρκεια της ισπανικής ρεκονκίστας μέχρι την τελική ένωση Καστίλης, Αραγονίας και Λεόν, στη μακρά περίοδο των πολέμων της διαδοχής στην Αγγλία και της συγχώνευσης Αγγλοσαξόνων και Νορμανδών σε Άγγλους, στους πρώτους θρησκευτικούς πολέμους της Γαλλίας –σε κάθε τόπο τελείως διαφορετικά και δίχως συνέχεια, με ανατροπές, παλινδρομήσεις κ.τ.λ. Δεν συνέβη το ίδιο στη Γερμανία, όπου οι ηγεμόνες και οι ισχυρές πόλεις κατόρθωσαν να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους, επίσης δεν συνέβη στην Ιταλία, πάλι λόγω των ισχυρών πόλεων, αλλά και της παπικής εξουσίας.
Κατά τη γνώμη μου το κοινό χαρακτηριστικό των παλαιών εθνογενέσεων είναι η συγκρότηση λίγο πολύ τυπικών, αλλά και άτυπων, θεσμών –κεντρικών ή αυτοδιοικητικών– στους οποίους συμμετέχουν εκπρόσωποι των λαϊκών τάξεων. Γύρω από αυτούς τους θεσμούς σχηματίζονται προπλάσματα εθνών, αυτοί αυτονομούνται από το παλαιό καθεστώς στο μέτρο που ενισχύεται η κοινωνική τους βάση και, λ.χ., καταδικάζουν αιώνες αργότερα τον Κάρολο Α΄ της Αγγλίας σε θάνατο. Ο εθνικός χαρακτήρας του κράτους επέρχεται με την υποταγή των καταστατικών τάξεων και τού ηγεμόνα σε λαϊκούς (μη αριστοκρατικούς) θεσμούς (the King in parliament). Στη Γαλλία η άρνηση της υποταγής επέφερε την εξολόθρευση των «εκτός έθνους» αριστοκρατών: η αποκαλούμενη τρομοκρατία είναι μέρος της συντέλεσης του γαλλικού έθνους. Η πλήρης υποταγή (η ένταξη) στο έθνος είναι το αντίστοιχο της αστικής ισότητας, της κατάργησης των καταστατικών προνομίων ή, μετέπειτα, των αποικιοκρατικών διακρίσεων –συστατικά στοιχεία του καπιταλισμού. Η συναλληλία και η αλληλεγγύη (η αδελφότης της γαλλικής επανάστασης), εκφράσεις της ενότητας του έθνους για να λειτουργήσει το καπιταλιστικό κράτος έναντι των άλλων.
Η γένεση των εθνών είναι σειρές παρόμοιων ιστορικών γεγονότων που χρειάζονται ως γνώση, είναι απαραίτητο παραδειγματικό υλικό, αλλά δεν αρκούν για να αναπτύξουμε έννοια του έθνους. Η καλή παράδοση επιστημονικών εννοιών απαιτεί τη θεωρητική –όχι την εξιστορητική– ανάπτυξη των εννοιών: Το παράδειγμα του Πουλαντζά είναι εδώ χρήσιμο. Ο Πουλαντζάς αναπτύσσει την έννοια του κράτους, όχι «ιστορικά», δηλαδή δεν μας αφηγείται μια ιστορία για το καπιταλιστικό κράτος εν γένει από τη γένεση έως τη σημερινή του κατάσταση, διότι ξέρει ότι υπάρχει μόνο η ιστορία του εκάστοτε καπιταλιστικού κράτους –ωστόσο στο έργο του η ιστορία των κρατών είναι πανταχού παρούσα. Ο Σβορώνος, αντίθετα, δεν μιλάει για τη γένεση του έθνους εν γένει –αυτή δεν υπάρχει. Μιλάει για τη γένεση του ελληνικού έθνους, και ξέρει ότι, αν το έθνος είναι αφηρημένη έννοια που χρειάζεται να αναπτυχθεί θεωρητικά, το ελληνικό –ή το γερμανικό, το τουρκικό κ.τ.λ.– έθνος είναι συγκεκριμένη υλικότητα που χρειάζεται να ερευνηθεί η γένεση και η εξέλιξή της. Στην εξέτασή του η θεωρία (κατά τον Ασδραχά η θεωρία που διατύπωσε ο Στάλιν) είναι επίσης παρούσα –την αναθεωρεί όμως με την έννοια της «συντέλεσης».
Το ίδιο —την θεωρητική και όχι εξιστορητική ανάπτυξη— κάνει ο Μαρξ στο Κεφάλαιο, η μέθοδος, βέβαια, δεν είναι ιδιοκτησία των μαρξιστών, τη χρησιμοποιεί λ.χ. ο Καρλ Σμιτ στην Έννοια του Πολιτικού. Αντιθέτως (και ορθότατα!), ο Γκούναρ Χέρινγκ, στο βιβλίο του για τα ελληνικά πολιτικά κόμματα, εξιστορεί: αναπτύσσει θεωρία για τα ελληνικά κόμματα ιστορικά, βήμα βήμα, λεπτομέρεια τη λεπτομέρεια –αν και διαθέτει, όπως φαίνεται στην εισαγωγή, αναπτυγμένη θεωρητική έννοια του πολιτικού κόμματος.
Εάν θελήσουμε να καταλάβουμε και να εξιστορήσουμε το ιταλικό έθνος χωρίς ιστορία, με μόνο εφόδιο, λ.χ., τη θετικιστική θεωρία του Στάλιν –που ορίζει το έθνος με τα εκ πρώτης όψεως διακριτά χαρακτηριστικά του– ή την ιδεοκρατική του Άντερσον και του Γκέλνερ –που θεωρούν το έθνος απόρροια των απόψεων και ιδεοληψιών περί έθνους– και την μεταφυσική της Άρεντ –που εξετάζει τα πολιτικά φαινόμενα σαν να συμβαίνουν εν κενώ–, για να αναφέρω ορισμένους από τους στοχαστές που παραθέτει ο Λιάκος, θα πούμε γενικότητες άνευ σημασίας. Εάν θελήσουμε να εξιστορήσουμε τη γένεση του έθνους εν γένει, θα χαθούμε σε άπειρα καθέκαστα.
Έχω την εντύπωση ότι στη διένεξη για το κείμενο του Σβορώνου οι επικριτές του Λιάκου έκαναν λάθος κατηγορώντας τον λίγο-πολύ για θεωριοκρατικές απόψεις. Το αντίθετο συμβαίνει. Μάλιστα, από την κριτική τους στον Λιάκο διαφαίνεται ότι κι εκείνοι δεν αντιλαμβάνονται επαρκώς τη σπουδαιότητα της θεωρητικής έννοιας και της γενικής θεωρίας.
Για την ανάπτυξη της έννοιας του έθνους δεν αρκεί η αναφορά σε ανάγκες του καπιταλισμού, όπως είναι η ενιαία αγορά ή η οργάνωση των ιμπεριαλιστικών πολέμων, με αυτά μόνο δεν εξηγείται λ.χ. η κρίση των αυτοκρατοριών επί ευρωπαϊκού εδάφους στις αρχές του 20ου αιώνα και η διάλυση των πολυεθνικών ανατολικοευρωπαϊκών κρατών μετά την καπιταλιστική παλινόρθωση στην τελευταία δεκαετία του –ούτε η εκπληκτική αντοχή της διαταξικής αλληλεγγύης των εθνών, παρά την εκ βάθρων αλλαγή των ενδοεθνικών ταξικών σχέσεων. Θα χρειαστεί να συμπεριλάβουμε τις ιστορικές προϋποθέσεις: τα διάφορα, μεγάλης αντοχής, κοινά χαρακτηριστικά που διευκολύνουν την εθνογένεση. Εξ αυτού θα χρειαστεί η οροθέτηση έναντι των ιστορικοβιολογικών ή ιστορικοπολιτισμικών θεωριών κ.τ.λ. Νομίζω ότι το καλύτερο επιχείρημα είναι το παράδειγμα των εθνών των Νέων Ηπείρων, εθνών από αποίκους, πρόσφυγες, μετανάστες, εξόριστους, δούλους, ιθαγενείς –με εκπληκτική ανομοιογένεια, αλλά εξίσου μεγάλη εθνική συνοχή. Επίσης θα χρειαστεί να συζητηθεί η αντιστροφή της λειτουργίας του έθνους: από τον ταξικό συνασπισμό που μάχεται την παλιά καταπιεστική τάξη πραγμάτων στη νομιμοποίηση της ταξικής καταπίεσης που χαρακτηρίζει το σύγχρονο έθνος. Πάντως η θεωρητική ανάπτυξη της έννοιας είναι αναγκαία, εάν θέλουμε να γίνει σοβαρή συζήτηση.
Ο Πουλαντζάς δεν έχει δίκιο ότι το έθνος το φτιάχνει το καπιταλιστικό κράτος –την απορία του Λιάκου (: γιατί, άραγε, μιλάει για «καπιταλιστικό» και όχι για «σύγχρονο» κράτος;) ο Πουλαντζάς την έχει λύσει αλλού, εκεί όπου αναλύει επιδοκιμαστικά τη φράση του Μαρξ ότι το κράτος είναι η διευθύνουσα επιτροπή των κοινών συμφερόντων της αστικής τάξης. Κατά τη γνώμη μου με το καπιταλιστικό κράτος συντελείται το έθνος: χωρίς τους καταναγκαστικούς μηχανισμούς και την ενοποιητική βούληση του καπιταλιστικού κράτους, την εκπαιδευτική και πολιτισμική πολιτική, την επιβολή αληθινών ή επινοημένων παραδόσεων, την κρατική εκδοχή της γλώσσας, την αυστηρή χάραξη των συνόρων και τον επιλεκτικό ορισμό του αλλοεθνούς, την οργάνωση των ενδοεθνικών ταξικών συμβιβασμών μέσω του κράτους δεν συντελείται έθνος –αυτά, όμως, (η τάση για ομογενοποίηση), προϋπάρχουν εν σπέρματι και εν βουλήσει, και συχνά ως ιδεολογική κατασκευή μιας ιδεατής παρελθούσας ενότητας, κατασκευή που είναι όμως αντιστροφή (και δικαιολόγηση) της πορείας προς την ομογενοποίηση.
Ούτε ο Σβορώνος έχει δίκιο ότι όπου υπάρχει αστική τάξη γεννιέται έθνος. Κατά τη γνώμη μου το ουσιώδες είναι ότι έθνος γεννιέται με τη συμμαχία των μη αριστοκρατικών τάξεων και με θεσμούς κεντρικούς ή αυτοδιοικητικούς που περιορίζουν την εξουσία της παλαιάς τάξης πραγμάτων, είναι δηλαδή προϊόν της ταξικής πάλης.
Δεν ξέρω τις μελέτες του Σβορώνου για τη βυζαντινή και υστεροβυζαντινή εποχή που τον οδήγησαν στο συμπέρασμα που εκθέτει στο κείμενό του για τη γένεση του ελληνικού έθνους (αλλά και στην Επιτομή), κι έτσι δεν μπορώ να έχω γνώμη για το συμπέρασμα αυτό τούτο –ακόμη και αν είναι εμφανείς οι ομοιότητες με τις εθνογενέσεις στη Δύση ή μάλλον ακριβώς γι’ αυτό: χρειάζεται δυσπιστία όταν βλέπουμε παράλληλες ιστορικές εξελίξεις. Έχω πάντως την εντύπωση ότι η όντως χρήσιμη έννοια του «συντελεσμένου έθνους» (την έχει χρησιμοποιήσει και ο Μαρξ –αν και δεν θυμάμαι τον ακριβή όρο– στα ώριμα γραπτά του, εννοεί όμως το έθνος που έχει οργανωθεί σε κράτος, συγκεκριμένα τη Γαλλία, την Ισπανία και τη Γαλλία σε αντίθεση με τη Γερμανία και την Ιταλία) με μόνο προσδιορισμό τη διεκδίκηση μόνο του κράτους είναι ασθενής. Το έθνος δίχως κράτος και κρατικούς θεσμούς δεν συντελείται –χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχει. Ας πούμε, το γερμανικό έθνος, που γεννιέται αργότερα από άλλα, μετά τη νίκη του γαλλικού επαναστατικού στρατού επί των Γερμανών ηγεμόνων στο Βαλμύ, η οποία έδειξε ότι μικρές ηγεμονίες δεν μπορούν να γίνουν υπολογίσιμα κράτη, και μετά τους ναπολεόντειους πολέμους που διέλυσαν τις ηγεμονίες και συνέτριψαν τις πλούσιες ανεξάρτητες πόλεις και τα δίκτυά τους (έτσι λύνεται και η απορία του Λιάκου γιατί άραγε δεν επικράτησε τον δίκτυο πόλεων της Χάνζας ως μορφή πολιτικής οργάνωσης του αστικού κόσμου: ο αστικός κόσμος γεννιέται με πολέμους και οι πόλεις ηττήθηκαν) δεν μπόρεσε να συντελεστεί, διότι στην επανάσταση του 1848 οι δημοκράτες δεν νίκησαν. Δεν εξαφανίστηκε, όμως, συντελέστηκε, σε διαδικασία που κράτησε ένα τέταρτο του αιώνα, υπό την ηγεσία της μερίδας των αστών που απέβλεπε στην επέκταση, και οργανώθηκε στη μιλιταριστική γουλιελμική Γερμανία ως ιμπεριαλιστικό έθνος. Οι αριστεροί δημοκράτες του 1848, λίγοι πια, αντιτάχθηκαν σε αυτή τη συγκρότηση με επιχειρήματα που συχνά θυμίζουν τα επιχειρήματα της αριστεράς σήμερα κατά του ευρωσυντάγματος.
Ως εκ τούτου η όψιμη γερμανική εθνογένεση είναι η παραδειγματική περίπτωση: όχι το έθνος της αγγλικής, της γαλλικής, της αμερικανικής, της ελληνικής επανάστασης –της δημοκρατίας, της συμμαχίας των λαϊκών τάξεων κατά των παλιών καθεστώτων–, αλλά το έθνος της ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης, της απορρόφησης των αριστερών δημοκρατών και της καθυπόταξης του προλεταριάτου, αυταρχικό προς τα μέσα και επιθετικό προς τα έξω, το όψιμο έθνος μάς δίνει την έννοια που χρειαζόμαστε.
Το έθνος και οι αληθινές του μεταμορφώσεις, δεν ενδιαφέρουν τον συγγραφέα, αυτή η αδιαφορία διατρέχει ολόκληρο το βιβλίο και διατυπώνεται ρητά στον επίλογο: «Το ζήτημα, επομένως, δεν είναι να βρούμε τον ορισμό του έθνους, αλλά πώς χρησιμοποιείται η έννοια του έθνους, στη δόμηση της εξουσίας αλλά και της αμφισβήτησής της, στη συγκρότηση του πολιτικού λόγου». Αυτό ακριβώς είναι ο μετανεωτερικός σχετικισμός, τον οποίο κάθε τόσο ο Λιάκος αποτάσσεται: το ανεννόητο, το «όλα παίζονται», το πώς εξαρτάται από τις προθέσεις: υπάρχουν μόνο χειρισμοί. Επίσης, τις έννοιες τις συλλαμβάνει θετικιστικά, ως οριζόμενες –«δεν είναι να βρούμε τον ορισμό του έθνους», γράφει. Ο ορισμός (η παράθεση «αντικειμενικών» ειδοποιών χαρακτηριστικών) πράγματι δεν είναι το ζητούμενο, είναι ωστόσο αδύνατο να συζητήσεις τη χρήση εννοιών –εν προκειμένω του έθνους– χωρίς την ανάπτυξή τους με εύρεση, συσχέτιση και συνάρτηση των προσδιορισμών τους, των αντιφάσεων και των εντάσεων στο εσωτερικό τους, εν προκειμένω χωρίς γενική θεωρητική έννοια του έθνους –του ίδιου και όχι των σχετικών δοξασιών.
Ο σχετικισμός αναγκάζει τον συγγραφέα να μην είναι πολύ ακριβής με τις αναφορές του στη βιβλιογραφία. Το απόσπασμα του Ένγκελς από το 1848 για τα ιστορικά έθνη και τα κατάλοιπα εθών, που το παραθέτει από δεύτερο χέρι, είναι ίσως το πιο γνωστό ως σκανδαλώδες. Ο πρόδηλος εγελιανισμός του αποσπάσματος θα έπρεπε να τον έχει πονηρέψει και να τον έχει παρακινήσει να ψάξει λίγο για αναφορές της ωριμότερης περιόδου, που υπάρχουν κάμποσες, τόσο από τον Ένγκελς όσο και από τον Μαρξ (μία του Μαρξ αναφέρεται πιο πάνω) χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι δύο είχαν διατυπώσει θεωρία για το έθνος. Το ίδιο ισχύει και για τον Στάλιν: στο δοκίμιο του 1913 για το έθνος απαντά τρόπον τινά ο ίδιος είκοσι χρόνια αργότερα, επικρίνοντας μάλιστα, ήπια και εμμέσως (πλην δικαίως), τον Λένιν, ο οποίος πίστευε όχι μόνο ότι τα έθνη θα διαλυθούν στον σοσιαλισμό, αλλά και ότι θα εξαφανιστούν οι διάφορες γλώσσες χάριν μιας ενιαίας. Εν πάση περιπτώσει ο Στάλιν εισάγει εδώ έναν χρήσιμο όρο, παρότι ο ίδιος τον εισάγει για να θεμελιώσει εσφαλμένα και οφθαλμοφανώς απολογητικά συμπεράσματα: τον όρο «αστικό έθνος». Ο όρος είναι χρήσιμος, διότι διαχωρίζεται από τις θεωρίες της εθνικής συνέχειας, συνδέει το έθνος με την κοινωνική του μήτρα και υπογραμμίζει την ιστορικότητα του σχηματισμού.
Ο Λιάκος στο βιβλίο του δεν συζητά πραγματικά «πώς στοχάστηκαν το έθνος». Οι περισσότεροι στοχαστές που αναφέρει δεν «στοχάστηκαν το έθνος», αλλά τον εθνικισμό. Για τον εθνικισμό και τον ολοκληρωτισμό μιλάει η Χάνα Άρεντ, για τον εθνικισμό μιλάει ο Χομπσμπάουμ, το ίδιο ο Μπαλιμπάρ� ο Τόμσον, πάλι, μιλάει για κάτι τελείως άσχετο με το θέμα του βιβλίου του Λιάκου.
Στο τέλος μια παρέκβαση για την έννοια του «συνανοίκειν» που ο Λιάκος θεωρεί πως την εισήγαγε ο Άντερσον στη συζήτηση περί έθνους. Εκτός από την, κατά τη γνώμη μου, αδόκιμη μετάφραση –στα ελληνικά δόκιμος θα ήταν όρος «συναλληλία»–, η έννοια χρησιμοποιείται από πλήθος προγενέστερων συγγραφέων σε σχέση με το έθνος –αναφέρω εδώ ενδεικτικά τη Ρωμαϊκή Ιστορία του ιστορικού Θεόδωρου Μόμζεν (Theodor Mommsen) που κυκλοφόρησε το 1856 όπου το αίσθημα της συναλληλίας (Zusammengehorigkeitsgefuhl) αποτελεί το κύριο κριτήριο για την ύπαρξη εθνών.
ΔΕΙΤΕ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Α.ΛΙΑΚΟΥ
Στη συνέχεια κυκλοφόρησε ένα δοκίμιο του ιστορικού Αντώνη Λιάκου, από τον ίδιο εκδοτικό οίκο, με τίτλο που προδιαθέτει τον αναγνώστη να διαβάσει την παρουσίαση θεωριών συνδεδεμένη με διερωτήσεις που είτε είχαν μείνει προηγουμένως αναπάντητες είτε εμφανίστηκαν αργότερα. Καλοδεχούμενο κι αυτό, ο προσανατολισμός στη βιβλιογραφία πάντοτε χρειάζεται.
Κατά τη γνώμη μου εξ αρχής το δοκίμιο έχει μια εσωτερική αντινομία αξεπέραστη: το έθνος του Λιάκου είναι ανεννόητο και δεν πρόκειται για αδυναμία του συγγραφέα, αλλά για πρόθεση, στην οποία θα αναφερθώ στο τέλος. Η έλλειψη έννοιας του έθνους διατρέχει όλα τα κεφάλαια. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι στο κάτω κάτω δεν συζητά το έθνος, αλλά τις απόψεις περί έθνους, κι έτσι η έννοια του έθνους είναι περιττή. Είναι, όμως, αδύνατο να παρουσιάσεις και να συζητήσεις θεωρίες ή ακόμη και να προσλάβεις θεωρίες, χωρίς ο ίδιος να έχεις έννοια του αντικειμένου� διαφορετικά, ποια είναι τα κριτήρια με τα οποία συζητάς, παρουσιάζεις, προσλαμβάνεις; Έχω την εντύπωση ότι για τον συγγραφέα, λίγο πολύ το έθνος υπάρχει μονάχα στο μυαλό μας –παρότι ο ίδιος λέει πως ζούμε μέσα στο έθνος. Αυτή η ακραία αντίληψη του έθνους ως ιδεοληψίας, του έθνους ως εθνικισμού, απαντά συνήθως σε δύο εκδοχές: μία μαρξίζουσα, η οποία αντιπαραθέτει τις τάξεις στο έθνος ως μοναδικές αληθινές συλλογικότητες, και μία φιλελεύθερη, η οποία αρνείται τα συλλογικά υποκείμενα και βλέπει μόνο άτομα. Δεύτερο μειονέκτημα είναι η απουσία της ιστορίας: ο συγγραφέας, που ξεκίνησε, όπως λέει, να γράψει έναν αντιρρητικό λόγο στη διένεξη για το δοκίμιο του Σβορώνου, παρασύρεται (;) από το γεγονός ότι ο Σβορώνος γράφει περί ιστορικής εθνογενέσεως σε μία περίπτωση (την Ελλάδα), και αντιτάσσει γενικές θεωρητικές απόψεις περί εθνικισμού και έθνους. Ο Σβορώνος ωστόσο εξετάζει μόνο ένα ορισμένο έθνος, και την εκάστοτε εθνογένεση δεν μπορείς να την εξετάσεις παρά μόνο αυστηρά ιστορικά: βήμα-βήμα. Σε αυτή την εξέταση η γενική θεωρία προσανατολίζει, αλλά δεν την υποκαθιστά.
Η συγκριτική έρευνα εθνογενέσεων θα διαπιστώσει κοινά στοιχεία, ότι δηλαδή εθνογενέσεις διαδραματίζονται σε ένα ορισμένο πλαίσιο, έχουν προϋποθέσεις. Λ.χ. ότι στη Δύση η διαμόρφωση των εθνών αρχίζει σε γενικές γραμμές στον όψιμο Μεσαίωνα ως σύγκρουση λαϊκών τάξεων –αστών και βιλάνων– με τους ευγενείς αφενός και των ευγενών με τον θρόνο αφετέρου, ο οποίος παίρνει τους βιλάνους υπό την προστασία του, τους εκχωρεί προνόμια, σχηματίζει, τρόπον τινά, λαό υπηκόων του, συμμαχεί με τους αστούς προκειμένου να αυξήσει τον πλούτο του βασιλείου του και τη δική του ισχύ. Αυτά συμβαίνουν σε όλη τη διάρκεια της ισπανικής ρεκονκίστας μέχρι την τελική ένωση Καστίλης, Αραγονίας και Λεόν, στη μακρά περίοδο των πολέμων της διαδοχής στην Αγγλία και της συγχώνευσης Αγγλοσαξόνων και Νορμανδών σε Άγγλους, στους πρώτους θρησκευτικούς πολέμους της Γαλλίας –σε κάθε τόπο τελείως διαφορετικά και δίχως συνέχεια, με ανατροπές, παλινδρομήσεις κ.τ.λ. Δεν συνέβη το ίδιο στη Γερμανία, όπου οι ηγεμόνες και οι ισχυρές πόλεις κατόρθωσαν να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους, επίσης δεν συνέβη στην Ιταλία, πάλι λόγω των ισχυρών πόλεων, αλλά και της παπικής εξουσίας.
Κατά τη γνώμη μου το κοινό χαρακτηριστικό των παλαιών εθνογενέσεων είναι η συγκρότηση λίγο πολύ τυπικών, αλλά και άτυπων, θεσμών –κεντρικών ή αυτοδιοικητικών– στους οποίους συμμετέχουν εκπρόσωποι των λαϊκών τάξεων. Γύρω από αυτούς τους θεσμούς σχηματίζονται προπλάσματα εθνών, αυτοί αυτονομούνται από το παλαιό καθεστώς στο μέτρο που ενισχύεται η κοινωνική τους βάση και, λ.χ., καταδικάζουν αιώνες αργότερα τον Κάρολο Α΄ της Αγγλίας σε θάνατο. Ο εθνικός χαρακτήρας του κράτους επέρχεται με την υποταγή των καταστατικών τάξεων και τού ηγεμόνα σε λαϊκούς (μη αριστοκρατικούς) θεσμούς (the King in parliament). Στη Γαλλία η άρνηση της υποταγής επέφερε την εξολόθρευση των «εκτός έθνους» αριστοκρατών: η αποκαλούμενη τρομοκρατία είναι μέρος της συντέλεσης του γαλλικού έθνους. Η πλήρης υποταγή (η ένταξη) στο έθνος είναι το αντίστοιχο της αστικής ισότητας, της κατάργησης των καταστατικών προνομίων ή, μετέπειτα, των αποικιοκρατικών διακρίσεων –συστατικά στοιχεία του καπιταλισμού. Η συναλληλία και η αλληλεγγύη (η αδελφότης της γαλλικής επανάστασης), εκφράσεις της ενότητας του έθνους για να λειτουργήσει το καπιταλιστικό κράτος έναντι των άλλων.
Η γένεση των εθνών είναι σειρές παρόμοιων ιστορικών γεγονότων που χρειάζονται ως γνώση, είναι απαραίτητο παραδειγματικό υλικό, αλλά δεν αρκούν για να αναπτύξουμε έννοια του έθνους. Η καλή παράδοση επιστημονικών εννοιών απαιτεί τη θεωρητική –όχι την εξιστορητική– ανάπτυξη των εννοιών: Το παράδειγμα του Πουλαντζά είναι εδώ χρήσιμο. Ο Πουλαντζάς αναπτύσσει την έννοια του κράτους, όχι «ιστορικά», δηλαδή δεν μας αφηγείται μια ιστορία για το καπιταλιστικό κράτος εν γένει από τη γένεση έως τη σημερινή του κατάσταση, διότι ξέρει ότι υπάρχει μόνο η ιστορία του εκάστοτε καπιταλιστικού κράτους –ωστόσο στο έργο του η ιστορία των κρατών είναι πανταχού παρούσα. Ο Σβορώνος, αντίθετα, δεν μιλάει για τη γένεση του έθνους εν γένει –αυτή δεν υπάρχει. Μιλάει για τη γένεση του ελληνικού έθνους, και ξέρει ότι, αν το έθνος είναι αφηρημένη έννοια που χρειάζεται να αναπτυχθεί θεωρητικά, το ελληνικό –ή το γερμανικό, το τουρκικό κ.τ.λ.– έθνος είναι συγκεκριμένη υλικότητα που χρειάζεται να ερευνηθεί η γένεση και η εξέλιξή της. Στην εξέτασή του η θεωρία (κατά τον Ασδραχά η θεωρία που διατύπωσε ο Στάλιν) είναι επίσης παρούσα –την αναθεωρεί όμως με την έννοια της «συντέλεσης».
Το ίδιο —την θεωρητική και όχι εξιστορητική ανάπτυξη— κάνει ο Μαρξ στο Κεφάλαιο, η μέθοδος, βέβαια, δεν είναι ιδιοκτησία των μαρξιστών, τη χρησιμοποιεί λ.χ. ο Καρλ Σμιτ στην Έννοια του Πολιτικού. Αντιθέτως (και ορθότατα!), ο Γκούναρ Χέρινγκ, στο βιβλίο του για τα ελληνικά πολιτικά κόμματα, εξιστορεί: αναπτύσσει θεωρία για τα ελληνικά κόμματα ιστορικά, βήμα βήμα, λεπτομέρεια τη λεπτομέρεια –αν και διαθέτει, όπως φαίνεται στην εισαγωγή, αναπτυγμένη θεωρητική έννοια του πολιτικού κόμματος.
Εάν θελήσουμε να καταλάβουμε και να εξιστορήσουμε το ιταλικό έθνος χωρίς ιστορία, με μόνο εφόδιο, λ.χ., τη θετικιστική θεωρία του Στάλιν –που ορίζει το έθνος με τα εκ πρώτης όψεως διακριτά χαρακτηριστικά του– ή την ιδεοκρατική του Άντερσον και του Γκέλνερ –που θεωρούν το έθνος απόρροια των απόψεων και ιδεοληψιών περί έθνους– και την μεταφυσική της Άρεντ –που εξετάζει τα πολιτικά φαινόμενα σαν να συμβαίνουν εν κενώ–, για να αναφέρω ορισμένους από τους στοχαστές που παραθέτει ο Λιάκος, θα πούμε γενικότητες άνευ σημασίας. Εάν θελήσουμε να εξιστορήσουμε τη γένεση του έθνους εν γένει, θα χαθούμε σε άπειρα καθέκαστα.
Έχω την εντύπωση ότι στη διένεξη για το κείμενο του Σβορώνου οι επικριτές του Λιάκου έκαναν λάθος κατηγορώντας τον λίγο-πολύ για θεωριοκρατικές απόψεις. Το αντίθετο συμβαίνει. Μάλιστα, από την κριτική τους στον Λιάκο διαφαίνεται ότι κι εκείνοι δεν αντιλαμβάνονται επαρκώς τη σπουδαιότητα της θεωρητικής έννοιας και της γενικής θεωρίας.
Για την ανάπτυξη της έννοιας του έθνους δεν αρκεί η αναφορά σε ανάγκες του καπιταλισμού, όπως είναι η ενιαία αγορά ή η οργάνωση των ιμπεριαλιστικών πολέμων, με αυτά μόνο δεν εξηγείται λ.χ. η κρίση των αυτοκρατοριών επί ευρωπαϊκού εδάφους στις αρχές του 20ου αιώνα και η διάλυση των πολυεθνικών ανατολικοευρωπαϊκών κρατών μετά την καπιταλιστική παλινόρθωση στην τελευταία δεκαετία του –ούτε η εκπληκτική αντοχή της διαταξικής αλληλεγγύης των εθνών, παρά την εκ βάθρων αλλαγή των ενδοεθνικών ταξικών σχέσεων. Θα χρειαστεί να συμπεριλάβουμε τις ιστορικές προϋποθέσεις: τα διάφορα, μεγάλης αντοχής, κοινά χαρακτηριστικά που διευκολύνουν την εθνογένεση. Εξ αυτού θα χρειαστεί η οροθέτηση έναντι των ιστορικοβιολογικών ή ιστορικοπολιτισμικών θεωριών κ.τ.λ. Νομίζω ότι το καλύτερο επιχείρημα είναι το παράδειγμα των εθνών των Νέων Ηπείρων, εθνών από αποίκους, πρόσφυγες, μετανάστες, εξόριστους, δούλους, ιθαγενείς –με εκπληκτική ανομοιογένεια, αλλά εξίσου μεγάλη εθνική συνοχή. Επίσης θα χρειαστεί να συζητηθεί η αντιστροφή της λειτουργίας του έθνους: από τον ταξικό συνασπισμό που μάχεται την παλιά καταπιεστική τάξη πραγμάτων στη νομιμοποίηση της ταξικής καταπίεσης που χαρακτηρίζει το σύγχρονο έθνος. Πάντως η θεωρητική ανάπτυξη της έννοιας είναι αναγκαία, εάν θέλουμε να γίνει σοβαρή συζήτηση.
Ο Πουλαντζάς δεν έχει δίκιο ότι το έθνος το φτιάχνει το καπιταλιστικό κράτος –την απορία του Λιάκου (: γιατί, άραγε, μιλάει για «καπιταλιστικό» και όχι για «σύγχρονο» κράτος;) ο Πουλαντζάς την έχει λύσει αλλού, εκεί όπου αναλύει επιδοκιμαστικά τη φράση του Μαρξ ότι το κράτος είναι η διευθύνουσα επιτροπή των κοινών συμφερόντων της αστικής τάξης. Κατά τη γνώμη μου με το καπιταλιστικό κράτος συντελείται το έθνος: χωρίς τους καταναγκαστικούς μηχανισμούς και την ενοποιητική βούληση του καπιταλιστικού κράτους, την εκπαιδευτική και πολιτισμική πολιτική, την επιβολή αληθινών ή επινοημένων παραδόσεων, την κρατική εκδοχή της γλώσσας, την αυστηρή χάραξη των συνόρων και τον επιλεκτικό ορισμό του αλλοεθνούς, την οργάνωση των ενδοεθνικών ταξικών συμβιβασμών μέσω του κράτους δεν συντελείται έθνος –αυτά, όμως, (η τάση για ομογενοποίηση), προϋπάρχουν εν σπέρματι και εν βουλήσει, και συχνά ως ιδεολογική κατασκευή μιας ιδεατής παρελθούσας ενότητας, κατασκευή που είναι όμως αντιστροφή (και δικαιολόγηση) της πορείας προς την ομογενοποίηση.
Ούτε ο Σβορώνος έχει δίκιο ότι όπου υπάρχει αστική τάξη γεννιέται έθνος. Κατά τη γνώμη μου το ουσιώδες είναι ότι έθνος γεννιέται με τη συμμαχία των μη αριστοκρατικών τάξεων και με θεσμούς κεντρικούς ή αυτοδιοικητικούς που περιορίζουν την εξουσία της παλαιάς τάξης πραγμάτων, είναι δηλαδή προϊόν της ταξικής πάλης.
Δεν ξέρω τις μελέτες του Σβορώνου για τη βυζαντινή και υστεροβυζαντινή εποχή που τον οδήγησαν στο συμπέρασμα που εκθέτει στο κείμενό του για τη γένεση του ελληνικού έθνους (αλλά και στην Επιτομή), κι έτσι δεν μπορώ να έχω γνώμη για το συμπέρασμα αυτό τούτο –ακόμη και αν είναι εμφανείς οι ομοιότητες με τις εθνογενέσεις στη Δύση ή μάλλον ακριβώς γι’ αυτό: χρειάζεται δυσπιστία όταν βλέπουμε παράλληλες ιστορικές εξελίξεις. Έχω πάντως την εντύπωση ότι η όντως χρήσιμη έννοια του «συντελεσμένου έθνους» (την έχει χρησιμοποιήσει και ο Μαρξ –αν και δεν θυμάμαι τον ακριβή όρο– στα ώριμα γραπτά του, εννοεί όμως το έθνος που έχει οργανωθεί σε κράτος, συγκεκριμένα τη Γαλλία, την Ισπανία και τη Γαλλία σε αντίθεση με τη Γερμανία και την Ιταλία) με μόνο προσδιορισμό τη διεκδίκηση μόνο του κράτους είναι ασθενής. Το έθνος δίχως κράτος και κρατικούς θεσμούς δεν συντελείται –χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχει. Ας πούμε, το γερμανικό έθνος, που γεννιέται αργότερα από άλλα, μετά τη νίκη του γαλλικού επαναστατικού στρατού επί των Γερμανών ηγεμόνων στο Βαλμύ, η οποία έδειξε ότι μικρές ηγεμονίες δεν μπορούν να γίνουν υπολογίσιμα κράτη, και μετά τους ναπολεόντειους πολέμους που διέλυσαν τις ηγεμονίες και συνέτριψαν τις πλούσιες ανεξάρτητες πόλεις και τα δίκτυά τους (έτσι λύνεται και η απορία του Λιάκου γιατί άραγε δεν επικράτησε τον δίκτυο πόλεων της Χάνζας ως μορφή πολιτικής οργάνωσης του αστικού κόσμου: ο αστικός κόσμος γεννιέται με πολέμους και οι πόλεις ηττήθηκαν) δεν μπόρεσε να συντελεστεί, διότι στην επανάσταση του 1848 οι δημοκράτες δεν νίκησαν. Δεν εξαφανίστηκε, όμως, συντελέστηκε, σε διαδικασία που κράτησε ένα τέταρτο του αιώνα, υπό την ηγεσία της μερίδας των αστών που απέβλεπε στην επέκταση, και οργανώθηκε στη μιλιταριστική γουλιελμική Γερμανία ως ιμπεριαλιστικό έθνος. Οι αριστεροί δημοκράτες του 1848, λίγοι πια, αντιτάχθηκαν σε αυτή τη συγκρότηση με επιχειρήματα που συχνά θυμίζουν τα επιχειρήματα της αριστεράς σήμερα κατά του ευρωσυντάγματος.
Ως εκ τούτου η όψιμη γερμανική εθνογένεση είναι η παραδειγματική περίπτωση: όχι το έθνος της αγγλικής, της γαλλικής, της αμερικανικής, της ελληνικής επανάστασης –της δημοκρατίας, της συμμαχίας των λαϊκών τάξεων κατά των παλιών καθεστώτων–, αλλά το έθνος της ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης, της απορρόφησης των αριστερών δημοκρατών και της καθυπόταξης του προλεταριάτου, αυταρχικό προς τα μέσα και επιθετικό προς τα έξω, το όψιμο έθνος μάς δίνει την έννοια που χρειαζόμαστε.
Το έθνος και οι αληθινές του μεταμορφώσεις, δεν ενδιαφέρουν τον συγγραφέα, αυτή η αδιαφορία διατρέχει ολόκληρο το βιβλίο και διατυπώνεται ρητά στον επίλογο: «Το ζήτημα, επομένως, δεν είναι να βρούμε τον ορισμό του έθνους, αλλά πώς χρησιμοποιείται η έννοια του έθνους, στη δόμηση της εξουσίας αλλά και της αμφισβήτησής της, στη συγκρότηση του πολιτικού λόγου». Αυτό ακριβώς είναι ο μετανεωτερικός σχετικισμός, τον οποίο κάθε τόσο ο Λιάκος αποτάσσεται: το ανεννόητο, το «όλα παίζονται», το πώς εξαρτάται από τις προθέσεις: υπάρχουν μόνο χειρισμοί. Επίσης, τις έννοιες τις συλλαμβάνει θετικιστικά, ως οριζόμενες –«δεν είναι να βρούμε τον ορισμό του έθνους», γράφει. Ο ορισμός (η παράθεση «αντικειμενικών» ειδοποιών χαρακτηριστικών) πράγματι δεν είναι το ζητούμενο, είναι ωστόσο αδύνατο να συζητήσεις τη χρήση εννοιών –εν προκειμένω του έθνους– χωρίς την ανάπτυξή τους με εύρεση, συσχέτιση και συνάρτηση των προσδιορισμών τους, των αντιφάσεων και των εντάσεων στο εσωτερικό τους, εν προκειμένω χωρίς γενική θεωρητική έννοια του έθνους –του ίδιου και όχι των σχετικών δοξασιών.
Ο σχετικισμός αναγκάζει τον συγγραφέα να μην είναι πολύ ακριβής με τις αναφορές του στη βιβλιογραφία. Το απόσπασμα του Ένγκελς από το 1848 για τα ιστορικά έθνη και τα κατάλοιπα εθών, που το παραθέτει από δεύτερο χέρι, είναι ίσως το πιο γνωστό ως σκανδαλώδες. Ο πρόδηλος εγελιανισμός του αποσπάσματος θα έπρεπε να τον έχει πονηρέψει και να τον έχει παρακινήσει να ψάξει λίγο για αναφορές της ωριμότερης περιόδου, που υπάρχουν κάμποσες, τόσο από τον Ένγκελς όσο και από τον Μαρξ (μία του Μαρξ αναφέρεται πιο πάνω) χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι δύο είχαν διατυπώσει θεωρία για το έθνος. Το ίδιο ισχύει και για τον Στάλιν: στο δοκίμιο του 1913 για το έθνος απαντά τρόπον τινά ο ίδιος είκοσι χρόνια αργότερα, επικρίνοντας μάλιστα, ήπια και εμμέσως (πλην δικαίως), τον Λένιν, ο οποίος πίστευε όχι μόνο ότι τα έθνη θα διαλυθούν στον σοσιαλισμό, αλλά και ότι θα εξαφανιστούν οι διάφορες γλώσσες χάριν μιας ενιαίας. Εν πάση περιπτώσει ο Στάλιν εισάγει εδώ έναν χρήσιμο όρο, παρότι ο ίδιος τον εισάγει για να θεμελιώσει εσφαλμένα και οφθαλμοφανώς απολογητικά συμπεράσματα: τον όρο «αστικό έθνος». Ο όρος είναι χρήσιμος, διότι διαχωρίζεται από τις θεωρίες της εθνικής συνέχειας, συνδέει το έθνος με την κοινωνική του μήτρα και υπογραμμίζει την ιστορικότητα του σχηματισμού.
Ο Λιάκος στο βιβλίο του δεν συζητά πραγματικά «πώς στοχάστηκαν το έθνος». Οι περισσότεροι στοχαστές που αναφέρει δεν «στοχάστηκαν το έθνος», αλλά τον εθνικισμό. Για τον εθνικισμό και τον ολοκληρωτισμό μιλάει η Χάνα Άρεντ, για τον εθνικισμό μιλάει ο Χομπσμπάουμ, το ίδιο ο Μπαλιμπάρ� ο Τόμσον, πάλι, μιλάει για κάτι τελείως άσχετο με το θέμα του βιβλίου του Λιάκου.
Στο τέλος μια παρέκβαση για την έννοια του «συνανοίκειν» που ο Λιάκος θεωρεί πως την εισήγαγε ο Άντερσον στη συζήτηση περί έθνους. Εκτός από την, κατά τη γνώμη μου, αδόκιμη μετάφραση –στα ελληνικά δόκιμος θα ήταν όρος «συναλληλία»–, η έννοια χρησιμοποιείται από πλήθος προγενέστερων συγγραφέων σε σχέση με το έθνος –αναφέρω εδώ ενδεικτικά τη Ρωμαϊκή Ιστορία του ιστορικού Θεόδωρου Μόμζεν (Theodor Mommsen) που κυκλοφόρησε το 1856 όπου το αίσθημα της συναλληλίας (Zusammengehorigkeitsgefuhl) αποτελεί το κύριο κριτήριο για την ύπαρξη εθνών.
ΔΕΙΤΕ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Α.ΛΙΑΚΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου