3/12/11
Παρρησιαστές, δημόσιοι και ακαδημαϊκοί διανοούμενοι
Προδημοσίευση
Από το βιβλίο “Αντίσταση και Φιλοσοφία στην Κρίση”, που κυκλοφορεί τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις «Αλεξάνδρεια»
Οι
μεγάλοι διανοούμενοι δεν ήταν άνθρωποι που έκαναν «υπεύθυνη κριτική». Η
ηθική και η πολιτική τους ευθύνη βασιζόταν σ' ένα βαθμό στην παρρησία
και την «ανευθυνότητά» τους απέναντι στην εξουσία. Μ' αυτή την έννοια,
πρόγονός τους είναι ο Σωκράτης, με την ανδρεία του και την επίμονη
κριτική του στη δόξα. «Η ανδρεία δεν απαιτεί τη γνώση κάποιων πραγμάτων», λέει ο στρατηγός Νικίας στον Λάχη,
«είναι ένα είδος γνώσης αυτού που πρέπει να φοβάσαι ή να τολμάς, στον
πόλεμο ή οπουδήποτε αλλού». Αυτό είναι το θάρρος που επεδείκνυε ο
Σωκράτης σ' όλη του τη ζωή. Η ανδρεία δεν στηρίζεται σε εμπειρικές
γνώσεις, αλλά στην ηθική γνώση του εαυτού, του αγαθού και του ωραίου. Η
παρρησία την αποκαλύπτει και την καλλιεργεί.
Το
θάρρος προσδιορίζει τους σκοπούς της δράσης και απελευθερώνει από τις
φυσικές και τις κοινωνικές φοβίες. Αυτό το είδος γνώσης ταυτίζεται με το
σύνολο της αρετής. Όποιος έχει τη γνώση του καλού και του κακού έχει
και τις άλλες αρετές, είναι θαρραλέος αλλά και δίκαιος, ευσεβής και
συγκρατημένος, καλός εραστής και φίλος.
Νίκος Γυφτάκης- Πορτραίτο φίλης |
Η
παρρησία ως πρακτική ζωής αποκαλύπτει την αλήθεια ενός προσώπου ή μιας
πολιτείας, τη σχέση τους με το αγαθό. Η ανδρεία, αδελφή της παρρησίας,
είναι λοιπόν η δύναμη να αλλάξει κανείς τη σχέση του με την πόλη, τους
άλλους και τον εαυτό του, ακολουθώντας τους τρόπους που αποκαλύπτει η
παρρησία. Ο παρρησιαστής δεν γεννιέται ούτε γίνεται μέσω της ιδιότητας
του πολίτη ή της διανοητικής του ικανότητας, αλλά μόνο μέσα από την
αρμονία μεταξύ λόγου και βίου. Η παρρησία και η ανδρεία είναι πρακτικές
για τη φροντίδα πρώτα του εαυτού κι έπειτα της πόλης. Ο παρρησιαστής
είναι ο πρώτος δημόσιος διανοούμενος. Η ευθύνη του ακολουθεί την ηθική
αλήθεια. Η φιλοσοφία ξεκίνησε ως ενάρετη κλίση και ως επίθεση στη δόξα
και την ορθοδοξία, τους κοινούς τόπους. Ακόμα και σήμερα, η γνώση που
εγκρίνεται από την αυθεντία ονομάζεται θεολογία ή νομική, όχι φιλοσοφία,
ονομάζεται δογματική, όχι αλήθεια. Η ερωτική προσκόλληση του Σωκράτη
στην αλήθεια αποτελεί την υψηλότερη μορφή φιλοσοφικού θάρρους, ο θάνατός
του θεμελίωση της φιλοσοφίας. Η ανδρεία και η παρρησία ήταν αρχικά τα
συστατικά του φιλοσόφου και στη σημερινή εποχή του δημόσιου
διανοούμενου.
Ο
Νόαμ Τσόμσκι είναι ο πιο γνωστός σύγχρονος παρρησιαστής. Το 1967, σ'
ένα από τα γνωστότερα δοκίμιά του με τίτλο «Η ευθύνη των διανοούμενων»,
έγραφε: «ΕΙΝΑΙ ΕΥΘΥΝΗ των διανοούμενων να λένε την αλήθεια και να
αποκαλύπτουν το ψέμα. Αυτό μπορεί να φαίνεται αρκετά κοινότοπο ώστε να
προσπεραστεί χωρίς σχόλια. Ωστόσο, τα πράγματα δεν είναι έτσι. Για τον
σύγχρονο διανοούμενο, αυτό δεν είναι καθόλου προφανές». Το δοκίμιο
γράφτηκε την εποχή που στην Αμερική κορυφωνόταν το κίνημα για τα
πολιτικά δικαιώματα και η στράτευση ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ. Ο
Τσόμσκι υποστήριζε ότι η εξουσία ψεύδεται. Ο ρόλος του διανοούμενου ήταν
λοιπόν να αποκαλύψει και να αποδομήσει αυτά τα ψέματα. Συνηθίζουμε να
ονομάζουμε τη θέση του Τσόμσκι «κριτική της ιδεολογίας» ή «να λέμε την
αλήθεια στην εξουσία».
Αυτός
ο ηρωικός τύπος διανοούμενου διασπάστηκε σε δεκάδες κλάδους και
ειδικότητες και πιθανότατα πέθανε τη δεκαετία του 1990. Αυτοί που
αποκαλούνται σήμερα διανοούμενοι είναι σχεδόν αποκλειστικά
πανεπιστημιακοί υπάλληλοι - για την ακρίβεια, οι όροι «διανοούμενος» και
«ακαδημαϊκός» έχουν γίνει συνώνυμα. Τα μεγάλα γνωσιακά πεδία της
φιλοσοφίας, της ιστορίας, της φιλολογίας, του δικαίου έχουν διαλυθεί σε
χιλιάδες κλάδους και υποκλάδους. Η ζωή στο πανεπιστήμιο γίνεται όλο και
πιο μοναχική, διανοητικά απομονωμένη, αυστηρά ελεγχόμενη. Η αξιολόγηση, η
πίεση για συμμόρφωση προς τις κρατικές πολιτικές και τις προτεραιότητες
χρηματοδότησης έχουν παραδώσει το πανεπιστήμιο στους μάνατζερ. Το
πανεπιστήμιο έχει μεταλλαχθεί σε δεύτερης κατηγορίας επιχείρηση, στην
οποία η οικονομική αποδοτικότητα προηγείται της έρευνας και της
διδασκαλίας. Το πρότυπο του αναγεννησιακού ανθρώπου, ενός ατόμου με
εγκυκλοπαιδική γνώση, πολιτικό όραμα, ηθική ακεραιότητα και αισθητική
οξυδέρκεια, έχει χαθεί, μαζί με τους τελευταίους μεγάλους
κεντροευρωπαίους Εβραίους στοχαστές (όπως ο Άλμπερτ Αϊνστάιν, ο Ερνστ
Μπλοχ, ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, ο Τέοντορ Αντόρνο ή ο συνάδελφός μου Έρικ
Χόμπσμπαουμ) και τους διανοούμενους της γενιάς του 1960.
Η
εξειδίκευση και ο επαγγελματισμός συνέπεσαν με την ανάδυση της
μεταπολιτικής συνθήκης και την επίθεση ενάντια στη δημοκρατία ως τρόπο
ζωής. Ο φόβος της δημοκρατίας που διακατέχει τις ελίτ δημοσιοποιήθηκε
για πρώτη φορά τόσο επίσημα από την Τριμερή Επιτροπή (Trilateral Commission)
στη δεκαετία του 1970. Σύμφωνα με τον Σάμιουελ Χάντινγκτον, τον
πνευματικό της ηγέτη, το βασικό πρόβλημα της δημοκρατίας είναι οι
«διανοούμενοι των αξιών», άνθρωποι που καλλιεργούν μια «συγκρουσιακή
κουλτούρα» και αντιτίθενται στον πραγματισμό των εξπέρ και των
«κοινωνικών πολιτικών» τους. Πιέζουν για συνεχή αύξηση και υπερβολική
εμβάθυνση της δημοκρατίας, αμφισβητώντας ηγεσίες και εξουσίες. Η
διάκριση ανάμεσα σε «αξίες» και «πολιτικές» επιδιώκει να προτάξει τη
γνώση και την ειδίκευση έναντι της ηθικής κρίσης και της πολιτικής
δράσης. Η διαχωριστική γραμμή τέθηκε ανάμεσα στους ειδικούς, που
προσφέρουν τις γνώσεις τους για τεχνικά ζητήματα, και τους λίγους
διανοούμενους παλαιάς κοπής, που παραμένουν εγκλωβισμένοι στις μεγάλες
προσδοκίες και τις αφηγήσεις του «ριζικού διαφωτισμού». Όμως αυτοί οι
αιθεροβάμονες έχουν ελλιπείς γνώσεις, δεν είναι επαρκώς εξειδικευμένοι
και διακατέχονται από ριζοσπαστικές αυταπάτες. Είναι οι «ψευδοπροφήτες»
του Πόσνερ, οι «διανοούμενοι των αξιών» του Χάντινγκτον. Οι επιθέσεις
στην ακεραιότητα και τα κίνητρά τους, η χλεύη, οι παρενοχλήσεις και οι
προσβολές είναι ανελέητες και φτάνουν στα όρια του παροξυσμού όταν
απειλείται σοβαρά η κυρίαρχη ιδεολογία.
Ο
σύγχρονος διανοούμενος/πανεπιστημιακός είναι εξειδικευμένος σ' ένα
μικρό πεδίο. Κύρια δημόσια λειτουργία του είναι να προσφέρει συμβουλές
στην κυβέρνηση και, περιστασιακά, να σχολιάζει ζητήματα στα μέσα
επικοινωνίας, εξασκώντας αυτό που ο Λακάν είχε ονομάσει «λόγο του
πανεπιστημίου». Ο πανεπιστημιακός διανοούμενος είναι ένα απλό φερέφωνο
της πραγματικότητας, ένας εκπρόσωπος της αλήθειας. Η αλήθεια μιλάει μέσα
από τον ειδικό, όπως το Άγιο Πνεύμα ζωγράφιζε τις αχειροποίητες
εικόνες. Δεν υπάρχει αντίλογος στις «αντικειμενικές» επιστημονικές του
απόψεις. Αυτό το είδος ειδίκευσης είναι εξαιρετικά χρήσιμο για την
εξουσία. Μπροστά στην υποτιθέμενη περιπλοκότητα της σύγχρονης
διακυβέρνησης και τα ύψη στα οποία έχει φτάσει η επιστημονική γνώση,
γίνεται φανερό ότι τα κοινωνικά προβλήματα μπορούν να λυθούν, με την
προϋπόθεση να δοθεί η σωστή «επιστημονική» γνώμη στους σχεδιαστές των
εφαρμοζόμενων πολιτικών. Αν η γνώση των ειδικών μπορεί να δίνει λύσεις,
δεν υπάρχει λόγος για δημόσιο διάλογο ή χρονοβόρες και δαπανηρές
δημοκρατικές διαδικασίες. Η θέση του παρρησιαστή δεν είναι πλέον
απαραίτητη, μα ούτε και εφικτή. Ζούμε στην εποχή του λογιστή. Έτσι, η
ευθύνη του διανοούμενου/πανεπιστημιακού έχει αντιστραφεί. Αντί να
αγωνίζεται για τη δικαιοσύνη και «να λέει την αλήθεια στην εξουσία»,
έχει γίνει εργαλείο της κυβέρνησης. Όπως έλεγε ο Τσόμσκι, οι
διανοούμενοι έχουν «επισήμως την ευθύνη να υπηρετούν την κατεστημένη
δομή εξουσίας». Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για «κείνους που έχουν ήδη
αποκτήσει εξουσία και πλούτο ή που διαισθάνονται ότι μπορούν να τα
αποκτήσουν, αρκεί να "αποδεχτούν το κατεστημένο" όπως είναι και να
προαγάγουν τις αξίες που "τιμά" η εξουσία. Είναι επίσης αλήθεια ότι αυτή
η συναίνεση είναι περισσότερο φανερή στους πανεπιστημιακούς
εμπειρογνώμονες που αντικαθιστούν τους αδέσμευτους διανοούμενους του
παρελθόντος».
Ακολουθώντας
αυτές τις εξελίξεις, μίντια και κατεστημένοι διανοούμενοι έχουν
αναπτύξει μια αγαστή συνεργασία. Δύο είδη διανοούμενου/ακαδημαϊκού
ευδοκιμούν στα μέσα επικοινωνίας: ο Καθηγητής/στήριγμα (Prof/prop) και ο Καθηγητής/διασκεδαστής (Prof/pop).
Με βάση την εμπειρία μου από τη Βρετανία, θα έλεγα ότι εκείνοι της
πρώτης κατηγορίας, συνήθως οικονομολόγοι, νομικοί και ψυχολόγοι,
αποφαίνονται για τα οικονομικά μεγέθη, την εγκληματικότητα και την ψυχή,
κύρια πεδία παρέμβασης και ελέγχου από την εξουσία. Διατυπώνουν
αποφθέγματα που κατά κανόνα επιβεβαιώνουν κάποια κοινοτοπία ή τις
απόψεις που θέλει να αναδείξει ο δημοσιογράφος. Ο ρόλος τους είναι να
στηρίζουν και να εξορθολογίζουν προαποφασισμένα συμπεράσματα, αντί να
παρουσιάζουν τις αιτίες ή τα στοιχεία που οδηγούν σ' αυτά. Οι
«διασκεδαστές», κυρίως ιστορικοί, κοινωνιολόγοι και θεωρητικοί του
πολιτισμού, παρουσιάζουν σειρές για τη δόξα της Ελλάδας ή της Βρετανικής
Αυτοκρατορίας, στις οποίες συνδυάζουν το απλοϊκό με το εντυπωσιακό. Οι
καθηγητές των μίντια συνυφαίνουν την ακαδημαϊκή εξειδίκευση με
κατεστημένες κανονιστικές ή πολιτικές απόψεις, συνήθως καλά
μεταμφιεσμένες.
Στους
εγκεκριμένους κρατικούς και μιντιακούς διανοούμενους έχει προστεθεί και
μια ομάδα διεθνών διασημοτήτων. Πρόσφατα μια κουστωδία από
περιοδεύοντες συμβούλους και ειδικούς της δημόσιας διοίκησης ή του
πανεπιστημιακού μάνατζμεντ επισκέφθηκαν την Αθήνα. Θα τους λέγαμε
«διεθνείς κηπουρούς». Είναι συνήθως μέτριοι ακαδημαϊκοί στις χώρες τους,
αλλά έχουν πρόσβαση σε μοντέλα για κάθε όψη της διακυβέρνησης,
ιδιαίτερα σε «μετασυγκρουσιακές» κοινωνίες. Είναι πρόθυμοι να σου πουν
πώς πρέπει να διοικείται ένα υπουργείο, ένα μεγάλο πανεπιστήμιο ή μια
ολόκληρη χώρα. Παίρνουν τα μοντέλα τους από τα ράφια ερευνητικών
ιδρυμάτων ή μικρών πανεπιστημίων και τα περιφέρουν σ' όλο τον κόσμο,
χωρίς να έχουν κάποια ιδιαίτερη γνώση των τοπικών συνθηκών. Ακόνισαν τις
γνώσεις τους στις μετακομμουνιστικές χώρες και είναι έτοιμοι να τις
προσφέρουν σε άλλες έναντι μικρής αμοιβής. Σύμφωνα με τη νεοαποικιακή
νοοτροπία τους, το Ιράκ, το Κόσσοβο και η Ελλάδα πρέπει να
αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο. Είναι όλοι τόποι που πρέπει να
εκσυγχρονιστούν και να εξορθολογιστούν. Αυτοί οι «ειδικοί» είναι οι
πλανόδιοι πωλητές του ύστερου καπιταλισμού. Έχουν αντικαταστήσει τα
συνθετικά κοστούμια που κρέμονταν στο πίσω κάθισμα των αυτοκινήτων της
δεκαετίας του ‘70 με Armani και εισιτήρια πρώτης θέσης, αλλά έχουν λιγότερη κατανόηση, αγωνία ή υπαρξιακή κρίση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου