Αναγνώστες

Δευτέρα 13 Ιουνίου 2011

Γιατί δεν υποστηρίζω το κίνημα των “αγανακτισμένων” αναδημοσιευση μεσω Τζουμάκα.. ( Στο καφενειον η Ελλας!!!)

Γιατί δεν υποστηρίζω το κίνημα των “αγανακτισμένων”

κι ετσι σπαω και την ...απαγορευση μιας και αναδημοσιευω  μεσω Τζουμακα

 

 στο λινκ αφησα το εξης σχολιο:δε με λέτε ρε  Σχολιαστες

 Του Τζουμακα ειναι το Κειμενο;
καλά την χαζομαρα την καταλαβαινω ..Αλλά και στραβομάρα;
)

 Το γέλιο της αρκούδας

 

Radical Desire  via Στέφανος Τζουμάκας
Αν και ο τίτλος του κειμένου αυτού πιθανό να δηλώνει σε αρκετούς καβαλημένο καλάμι (αρκετά δικαιολογημένα), ωστόσο θα πρέπει να διευκρινήσω ότι στόχος του είναι να δηλώσει ευθέως μια πολιτική τοποθέτηση με τρόπο ο οποίος να διαλύει τα όποια περιθώρια ασάφειας και αμφιβολίας, μιας και στις τελευταίες δύο περίπου εβδομάδες είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω πολλές φορές μια έντονη απογοήτευση ή και θυμό με την άρνησή μου να υπερθεματίσω τις εν λόγω κινητοποιήσεις. Κατανοώ σε ένα σημαντικό βαθμό αυτή την απογοήτευση, εφόσον οι θέσεις του Radical Desire διαχρονικά οδήγησαν αρκετούς –ένθεν κακείθεν– στο συμπέρασμα ότι το ιστολόγιο ταυτίζεται άμεσα και αυτόματα με κάθε κινητοποίηση η οποία φαίνεται να συγκινεί ή να ενθουσιάζει την ευρύτερη αριστερά — ανεξαρτήτως του πόσο “αριστερά” τυχαίνει να βρίσκεται η δεύτερη σε σχέση με τις υπόλοιπες πολιτικές τάσεις και δυνάμεις.
Δεν είναι όμως έτσι. Το ιστολόγιο στήριξε και υπερασπίστηκε συγκεκριμένες κινητοποιήσεις και συγκεκριμένες πρωτοβουλίες με βάση μια σειρά από κριτήρια. Σε προηγούμενες περιστάσεις δεν δημιουργήθηκε η ανάγκη να διατυπωθούν ρητά τα κριτήρια αυτά. Η τωρινή όμως περίσταση κάνει τη διαύγαση των κριτηρίων που εμπλέκονται καθήκον επιτακτικό. Και έτσι, χάριν διαφάνειας στις σχέσεις μου με τους αναγνώστες του ιστολογίου, κρίνω απαραίτητο να τοποθετηθώ με τρόπο σαφή, ανεξάρτητα από το όποιο κόστος της τοποθέτησής μου σε δημοφιλία, “εναλλακτικό” κύρος ή αίγλη, ή αναγνωσιμότητα.
Γιατί λοιπόν δεν στηρίζω το κίνημα των αγανακτισμένων, παρά την ευρεία του αποδοχή στους κόλπους της ελληνικής αριστεράς, κοινοβουλευτικής και εξωκοινοβουλευτικής;
1. Από όλες τις έως τώρα ενδείξεις, έχω καταλήξει ότι το κίνημα είναι κυρίαρχα και εμφαντικά μικροαστικού χαρακτήρα. Χρειάζεται εδώ άμεσα μια διευκρίνηση: με αυτό δεν εννοώ ότι η αντικειμενική ταξική θέση της πλειοψηφίας των εμπλεκομένων είναι μικροαστική. Πιθανόν αυτή να είναι η αντικειμενική ταξική θέση της πλειοψηφίας των ελλήνων πολιτών. Εννοώ ότι η ταξική συνείδηση, ο κυρίαρχος ιδεολογικός προσανατολισμός του κινήματος είναι μικροαστικός. Και αυτό επειδή κατά τη δική μου αντίληψη και κρίση το κίνημα των “αγανακτισμένων” δεν περιέχει ως τα τώρα καμία ξεκάθαρη και ρητή πρόθεση για ρήξη με τις σχέσεις παραγωγής που ονομάζουμε καπιταλιστικές, αλλά αποτελεί στην καλύτερη περίπτωση έκφραση μιας επιθυμίας για την εξυγίανση υπάρχοντων πολιτικών και οικονομικών θεσμών μέσα στα πλαίσια του εγχώριου και διεθνούς συστήματος καπιταλισμού και αστικής δημοκρατίας. Δομικά, αυτό σημαίνει ένα πράγμα, παρά τις ρητές δηλώσεις του κινήματος περί αυτενέργειας και αυτοδιάθεσης: την αναμονή ενός σωτήρα ή προστάτη που θα διορθώσει τα πράγματα, που θα εξευμενίσει τις θηριώδεις διαθέσεις του διεθνούς κεφαλαίου χωρίς να καταργήσει τον ίδιο τον καπιταλισμό – η συνταγή του εγχώριου μικροαστικού φλερτ με τον βοναπαρτισμό, όπως αυτός αναλύθηκε εμβληματικά στην 18η Μπρυμαίρ του Καρλ Μαρξ.
2. Μια δεύτερη όμως διευκρίνηση είναι επίσης αναγκαία: δικαιολογείται, από μαρξιστική σκοπιά (και αυτή, πρέπει να επαναλάβω, είναι η δική μου σκοπιά), η απόρριψη ενός κινήματος στην βάση του ότι η κυρίαρχη ιδεολογική του κατεύθυνση είναι μικροαστική; Η απάντηση είναι όχι. Για να είσαι σε θέση να απορρίψεις, ως μαρξιστής πάντοτε, ένα τέτοιο κίνημα, πρέπει να ισχύουν επιπρόσθετες προϋποθέσεις. Ποιες είναι αυτές εν προκειμένω;
3. Η αντικειμενική μορφή της συγκυρίας, η οποία θα μπορούσε να περιγραφεί ως συγκυρία παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης χωρίς την ύπαρξη εδραιωμένης πολιτικο-οικονομικής εναλλακτικής με γεωπολιτικό αποτύπωμα. Υπό αυτές τις περιστάσεις, τα φύσει ρεφορμιστικά αιτήματα της εγχώριας μικροαστικής ιδεολογίας δεν μπορούν να εκπληρωθούν· για να μιλήσουμε απλά και χοντροκομμένα, κανένα “αίτημα” της πλατείας δεν μπορεί να αυξήσει την παραγωγή, να μειώσει το έλειμμα, να δημιουργήσει θέσεις εργασίας, να ανακόψει την ξέφρενη πορεία του χρέους, να αυξήσει τους μισθούς κλπ, εφόσον, ως ελάχιστη προϋπόθεση, δεν είναι επίσης αίτημα για την μετωπική ρήξη με την γεννεσιουργό αιτία της κρίσης, το σύνολο του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος. Τούτο βέβαια είναι πράγμα εξαιρετικά δύσκολο για μια χώρα όπως η Ελλάδα, μικρή, οικονομικά αδύναμη, και με παράδοση υποτέλειας και εξάρτησης (η οποία όμως όλως περιέργως γίνεται πλατιά αντιληπτή και καταγγέλεται μόνο όταν δεν υπάρχει πια η ευμάρεια που την νομιμοποιούσε προηγουμένως). Το ότι το κίνημα δεν αποπειράται να οργανώσει σε αυτή τη φάση μια τέτοια ρήξη είναι συνεπώς απολύτως κατανοητό· αυτό που δεν είναι ούτε κατανοητό ούτε αποδεκτό είναι ο εμμονικός μαξιμαλισμός του σε επίπεδο ρητορικής, ο οποίος επιμένει να δημιουργεί μια εικονική εντελώς κατάσταση βασισμένη σε twitter blurbs και τσιτάτα μισομασημένης μεταμαρξικής θεωρίας και να την θέτει κατόπιν ως αυταπόδεικτη και αντικειμενική πραγματικότητα.
4. Τι συμβαίνει όταν το πραγματικό ιδεολογικοπολιτικό περιεχόμενο ρεφορμιστικών αιτημάτων –του οποίου η συνοπτική μορφή δεν είναι παρά αυτή του “καπιταλισμού με ανθρώπινο και δημοκρατικό πρόσωπο”– δεν μπορεί να εκπληρωθεί με όρους συστήματος; Υπάρχουν δύο δυνατότητες: η πρώτη είναι η ριζοσπαστικοποίηση, η υπερκέραση δηλαδή του ρεφορμιστικού αιτήματος από ένα επαναστατικό. Σε αυτή την περίπτωση, ναι, δικαιολογείτα και ακόμα και επιτάσσεται η –παροδική, βέβαια– συστράτευση του εργατικού κινήματος με το μικροαστικό και της μαρξιστικής θεωρίας με κάποιες από τις συγκυριακά επαναστατικές προτεραιότητες της αστικής. Τέτοιο σημάδι όμως δεν υπάρχει πουθενά στις ως τώρα κινητοποιήσεις. Αυτό που υπάρχει, αντίθετα, είναι μια φετιχοποίηση της θεσμικής μορφής της αμεσοδημοκρατίας, η οποία συνυπάρχει με μια ρητή και κάθετη εχθρότητα προς τις οργανωμένες και ρητά εκπεφρασμένες πολιτικές ιδεολογίες.
5. Η εχθρότητα αυτή έχει δύο συνεπαγωγές: πρώτον, κρατά την πολιτική διαδικασία μέσα σε αυστηρά περιχαρακωμένα φορμαλιστικά όρια, χωρίς να της επιτρέπει την δυναμική όσμωση με υπάρχοντες πολιτικούς (κόμματα) και κοινωνικούς (συνδικάτα, πρωτοβάθμια σωματεία) φορείς. Δεύτερον, δημιουργώντας εξαναγκαστικά ένα πολιτικό κενό, προσφέρει νομοτελειακά (το πολιτικό κενό πληρούται) άπλετο χώρο για την ανάπτυξη άλλων πολιτικών φορέων, πριμοδοτώντας αναπόφευκτα τους φορείς εκείνους που είτε λειτουργούν υπογείως και άρα αδιαφανώς, είτε αυτούς που δηλώνουν ρητά και σε όλους τους τόνους ότι δεν είναι πολιτικοί φορείς, αλλά υπερπολιτικοί, συναινετικοί, υπερκομματικοί, απλά “εθνικοί” και “λαϊκοί”. Η δράση των μεν είναι εξόχως αντιδημοκρατική (και βέβαια και αντι-ριζοσπαστική), διότι παραβιάζει την διαφανή και ρητή ιδεολογική συμμετοχή στην πολιτική διαδικασία και δίνει πολύ μεγάλα περιθώρια στην χειραγώγηση της, καθώς και στην ιδεολογική απροσδιοριστία και καιροσκοπία. Η πριμοδότηση των δε είναι εξόχως επικίνδυνη, διότι καταλήγει αναγκαστικά και νομοτελειακά στην ενίσχυση μιας σειράς εθνικιστικο-σωβινιστικών υβριδίων, τα οποία βρίσκουν ένα άνετο ιδεολογικό “σπίτι” στην ιδέα ότι βρίσκονται πάνω από αλληλοσυγκρουόμενα ταξικά συμφέροντα και ανταγωνισμούς, αντικατοπτρίζοντας το αδιαφοροποίητο και ομόψυχο “έθνος.”
6. Με δεδομένο το στοιχείο που ανέπτυξα κάτω από το σημείο #3, δηλαδή ότι το κυρίαρχο αίτημα είναι ρεφορμιστικό αλλά ταυτόχρονα συστημικά ανέφικτο, και με δεδομένη την εχθρότητα προς την αποδοχή πολιτικών προταγμάτων που προϋποθέτουν την ταξική και κοινωνική διαίρεση όπως αυτή εκτίθεται στο σημείο #5, η απάντηση στο ζήτημα που θέτει το σημείο #4, δηλαδή το αν η μη εκπληρωσιμότητα των αιτημάτων συνεπάγεται ή όχι ριζοσπαστικοποίηση των μαζών,  η απάντηση μπορεί να είναι μόνο αρνητική. Αυτό μπορεί να διαπιστωθεί όχι απλώς θεωρητικά αλλά και εμπειρικά: εάν υπήρχε τέτοια δυνατότητα δεν θα εκδιωκόταν ή προπηλακιζόταν επιδεικτικά μια σειρά από κομμουνιστικές παρατάξεις και οργανώσεις που φέρουν τα εμβλήματά τους· δεν θα υπήρχε τόση κατάφωρη εχθρικότητα απέναντι στο ευρύτερο εργατικό κίνημα και τον οργανωμένο συνδικαλισμό· δεν θα υπήρχε αυτοπεριχαράκωση της συνέλευσης ως κόρης οφθαλμού που κινδυνεύει να “μολυνθεί” από την εμπλοκή με παράλληλες εργατικές πρωτοβουλίες και κινητοποιήσεις· δεν θα υπερψηφιζόταν η άρνηση στο μοίρασμα κομματικών και παραταξιακών φυλλαδίων που επικυρώθηκε από την Γενική Συνέλευση χθες.
7. Η φοβικότητα απέναντι στο κομματικό “καπέλωμα”, με όλες τις “τρύπες” και “διόδους” δράσης που αυτή αφήνει σε κάποιους αλλά όχι σε άλλους, δεν είναι σημάδι αυτοπεποίθησης του κινήματος, δεν σηματοδοτεί την γνήσια αυτονόμησή του από προηγηθείσες κατατμήσεις της κοινωνίας· είναι αντίθετα σύμπτωμα γενικευμένης ανασφάλειας, η οποία είναι η φυσική συνέπεια της απουσίας οποιουδήποτε πραγματικού ενοποιητικού προτάγματος που θα μπορούσε να συσπειρώσει και να κινητοποιήσει άμεσα τις ετερογενείς μικροαστικές μάζες προς έναν πολιτικό στόχο.
8. Με τα δεδομένα αυτά, η μόνη μορφή “ικανοποίησης” του κινήματος των “αγανακτισμένων” που είναι εφικτή αντικειμενικά (από την συγκυρία) και υποκειμενικά (με δεδομένη την εκπεφρασμένη ιδεολογική του εχθρότητα προς το εργατικό κίνημα και την κομμουνιστική ιδεολογία) είναι φαντασιακή σε χαρακτήρα:  σήμερα, το φαντασιακό αυτό έχει τη μορφή της οικουμενικοποίησης ενός αντιμνημονιακού ιδεολογικού πυρήνα (έξω το ΔΝΤ, κάτω το μνημόνιο, κάτω η τρόϊκα, κάτω η ΕΕ) σε όλο σχεδόν το πολιτικό φάσμα, από τον ΑΝΤΑΡΣΥΑ στη ΣΠΙΘΑ, απ’ τον ΣΥΡΙΖΑ στο Πατριωτικό Μέτωπο, από μερίδα των αντιεξουσιαστών στην Νέα Δημοκρατία και την Εκκλησία της Ελλάδος. Έτσι επιβεβαιώνεται η διαύγεια του Λένιν όταν έλεγε ότι αφημένα στον απλό αυθορμητισμό, τα κινήματα εκφυλίζονται πολύ γρήγορα παραδιδόμενα σε αστική ιδεολογική κατεύθυνση, μιας και είναι ακριβώς η αστική ιδεολογία ως κυρίαρχη ιδεολογία που έχει εμποτίσει ηγεμονικά τον τρόπο σκέψης, τις προτεραιότητες, την εννοιακή χαρτογράφηση, τον στοιχειώδη ιδεολογικό προσανατολισμό ακόμα και των υποτελών τάξεων. Αλλά θα πρέπει να προστεθεί ότι ο φαντασιακός χαρακτήρας της επίλυσης δεν δηλώνει μόνο την σχετικά αθώα καταστροφικών συνεπειών “παραπλάνηση”· αντίθετα, η φαντασιακή επίλυση δεν μπορεί να έχει αντίκτυπο χωρίς να παράξει ενυπόστατους και συνάμα ψευδείς “εχθρούς”: τα σημάδια ως τώρα σε ό,τι αφορά την μαζική απέχθεια ενάντια στους “ξένους” και τους “ξενόδουλους” που μας “κατέστρεψαν” ή μας “πούλησαν”, τις “μαγκούρες” με τις οποίες προτίθεται να “καθαρίσει” τη βουλή ο επευφημούμενος κύριος Θεοδωράκης, και τις συνεχιζόμενες επιθέσεις σε μετανάστες (οι οποίοι διαπιστώνω με ιδιαίτερο ενδιαφέρον ότι ταυτοποιούνται από ακροδεξιές εθνικιστικές ομάδες ως “Παπανδρέλληνες“), δεν προϊδεάζουν κάποιον για ιδιαίτερα αθώες εκδοχές φαντασιακής μετατόπισης του προβλήματος σε ένα “διαχειρίσιμο” από την κοινωνία και σχετικά ευάλωτο υποκατάστατο.
9. Η άνευ όρων παράδοση ενός σεβαστού κομματιού της αριστεράς στη χυδαία λατρεία του “αυθόρμητου” για χάρη του “αυθόρμητου”, η γονυκλισία του σε μια αυτοσχέδια και αξιογέλαστη (από μαρξιστική τουλάχιστο σκοπιά) αντίληψη του νοήματος της “πράξης”, αποτελεί μελανό σημείο στην ιστορία του και προοίμιο της ανεπίστρεπτης πολιτικής του σήψης. Καμία ρηξιγενής έκφραση των μαζών δεν είναι εφικτή χωρίς την συνάντηση του κινήματος με την θεωρητική ανάλυση των ρωγμών, αντιφάσεων και αντινομιών του συστήματος, για τον απλούστατο λόγο ότι μόνο η στιβαρή θεωρητική συγκρότηση προστατεύει την πολιτική δράση μέσα στις μάζες από τις πανταχού παρούσες ιδεολογικές παγίδες του “αυθόρμητου”, του “προφανούς”, και της “κοινής λογικής.” Έχοντας εγκαταλείψει τη θεωρία ή έχοντας απισχνάσει την θεωρητική σκέψη σε βιαστικά ξεσκονίσματα τραγικά ανεπίκαιρων θεωριών μιας εντελώς διαφορετικής στιγμής (το νεγκρικό “πλήθος”, πχ, είναι απότοκο μιας ανεξέλεγκτης πολιτικής αισιοδοξίας βασισμένης στην –φευ, φαινομενική και μόνο– ευρωστία του καπιταλισμού της δεκαετίας του 1990), η αριστερά δεν παραδίδεται απλώς αμαχητί στην δικτατορία του αυθορμητισμού –με άλλα λόγια, στην δικτατορία των κυρίαρχων ιδεών, των ιδεών της κυρίαρχης τάξης– αλλά και σε όσα αυτή υπαγορεύει: την ψευδή προφάνεια του “ενωμένου” χαρακτήρα των Ελλήνων, την ψευδή προφάνεια του τι σημαίνουν όροι όπως “Έλληνας”, “εθνικό”, “πατριωτικός”, “ξένο κεφάλαιο”, ή “υποτέλεια” στην εποχή του παγκόσμιου καπιταλισμού, την ψευδή προφάνεια της εθνοτικής σύστασης ή του τρόπου σκέψης και έκφρασης του “λαού”, την ψευδή προφάνεια της νομιμότητας αντιστίξεων του “κακού” και του “καλού”, κοκ. Αλλά ο μαρξισμός δεν είναι λογοτεχνίζουσα φλυαρία για όσα συναινετικά ανακηρύσσονται “προφανή”· αντίθετα, τα υποπτεύεται ως κατεξοχήν σημάδια της εργασίας της ιδεολογίας, και άρα ως ιδέες που χρήζουν ανηλεούς κριτικού ελέγχου. Ο Μαρξ, ήδη στη διδακτορική διατριβή του για τον Επίκουρο, μας το είπε όσο ξεκάθαρα γινόταν: “Όπως ο Προμηθέας, έχοντας κλέψει τη φωτιά απ’ τους ουρανούς, αρχίζει να χτίζει σπίτια και να κατοικεί τη γη, έτσι και η φιλοσοφία, έχοντας εξαπλωθεί στον κόσμο, εναντιώνεται στον κόσμο της εμφάνισης” (η έμφαση δική μου).
10. Κόντρα στον συρμό των ημερών, η μαρξιστική σκέψη πρέπει να απορρίψει το δόλωμα του προφανούς και αυταπόδεικτου, να προτάξει την αναγκαιότητα της θεωρίας, να επιμείνει στην ταξική σύνθεση και στις ταξικές διαιρέσεις τόσο του ελληνικού όσο και κάθε “λαού”, και να υπερτονίσει την σημασία της ηγεμόνευσης –χωρίς κουτοπόνηρους ελιγμούς και καιροσκοπικούς συμβιβασμούς με την άλλη άκρη του πολιτικού φάσματος– κάθε αντισυστημικού κινήματος από την εργατική τάξη και από τα βασικά προτάγματα του κομμουνιστικού σοσιαλισμού : κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, απεγκλωβισμός από τη λογική του κέρδους και της εκμετάλλευσης, κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας, πραγματική ισότητα. Το σύνθημα του παρόντος, με πιο επείγοντα τρόπο από ποτέ άλλοτε τα τελευταία 80 χρόνια, δεν είναι βέβαια ούτε το “ουστ!”, ούτε η μούντζα, ούτε η συμμετοχή στη μέθεξη του “πλήθους”, ούτε η φαντασματική “αυτοδιάθεση” στα λίγα, “ελεύθερα” μα και εκ των ένδον πολιορκημένα τετραγωνικά μιας πλατείας στο κέντρο ενός γιγάντιου κελιού που ασφυκτιά σε μια ατέλειωτη γεωοπολιτική και οικονομική φυλακή, ούτε η αναβίωση του έθνους και της αρχαίας αθηναϊκής πολιτείας, ούτε κάτι παρόμοια και ανέξοδα νοσταλγικό, φετιχιστικό, αυτο-εκπληρούμενο και αγανακτισμένο.
Όχι. Το σύνθημα του πραγματικού και ριζοσπαστικού αγώνα –ριζοσπαστικού επειδή είναι πραγματικός, επειδή διαφεύγει της σφαίρας της καθαρής εμφάνισης, της ναρκισσιστικής οικονομίας της κινητοποιημένης μάζας που, ελλείψει καταφατικού στόχου, μένει να περιεργάζεται απλώς τον εαυτό της– είναι ένα, και είναι νηφάλιο, ασυμβίβαστο, ακαταπόνητο και αποφασιστικό: ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ Ή ΒΑΡΒΑΡΟΤΗΤΑ, για μια ακόμα φορά.
 δειτε  σχετικά


Το γέλιο της αρκούδας

Δεν υπάρχουν σχόλια: