Αναγνώστες

Παρασκευή 24 Ιουνίου 2011

Για το βιβλίο του Αλέξανδρου Κιουπκιολή «Πολιτικές της ελευθερίας: Αγωνιστική δημοκρατία, μετα-αναρχικές ουτοπίες και η ανάδυση του πλήθους» αναδημοσιευση απο το rednote book




Πολιτικές της ελευθερίας

Για το βιβλίο του Αλέξανδρου Κιουπκιολή «Πολιτικές της ελευθερίας: Αγωνιστική δημοκρατία, μετα-αναρχικές ουτοπίες και η ανάδυση του πλήθους»
Του Κώστα Αθανασίου
Τι σχέση έχει ο Δεκέμβρης του 2008 στην Ελλάδα με τα κατειλημμένα εργοστάσια στην Αργεντινή; Τι σχέση μπορεί να έχουν τα εγχειρήματα αυτοδιεύθυνσης στις παραγκουπόλεις της Νότιας Αφρικής με τα θεσμικά κόμματα της Αριστεράς; Το ερώτημα της σχέσης θεσμικής και εξωθεσμικής πολιτικής έχει αποτελέσει πολλές φορές αντικείμενο προβληματισμού και συζήτησης, ωστόσο η ανάδυση διαρκώς νέων μορφών πολιτικής κινητοποίησης κάνουν το θέμα αυτό συνεχώς επίκαιρο. Αυτό, σε γενικές γραμμές είναι το θέμα που πραγματεύεται ο (διδάσκων στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ) Αλέξανδρος Κιουπκιολής, στο βιβλίο του Πολιτικές της ελευθερίας: Αγωνιστική δημοκρατία, μετα-αναρχικές ουτοπίες και η ανάδυση του πλήθους (εκδ. Εκκρεμές).

Λέει κάπου ο Γιάννης Σταυρακάκης, στο βιβλίο του Ο Λακάν και το πολιτικό, ότι «η αμφιβολία που απειλεί τις ψευδείς μας βεβαιότητες μπορεί να αποτελέσει το κομβικό σημείο για μια άλλη νεωτερικότητα που θα σέβεται το δικαίωμα να σφάλλουμε». Αν αυτό είναι το ζητούμενο, αν ένα τέτοιο κομβικό σημείο επιδιώκουμε και αναζητάμε, έχοντας στο μυαλό μας μια πολιτική ματιά, όχι απλώς αντιδογματική, αλλά «μετά τους δογματισμούς», τότε βιβλία όπως το συγκεκριμένο έχουν κρίσιμο ρόλο.

Ο Κιουπκιολής, στις Πολιτικές της ελευθερίας, συζητάει ξανά το αίτημα της ισοελευθερίας, στο πλαίσιο όμως κάποιων ανταγωνιστικών ιδεολογικών και πολιτικών προτάσεων που σηματοδοτούν τη σημερινή συγκυρία. Στο φόντο πάντα υπάρχει το ερώτημα πώς (και αν) μπορεί να συναρθρωθεί η θεσμική πολιτική του οργανωμένου πολιτικού υποκειμένου με το πληθυντικό και διάχυτο δίκτυο κοινωνικών αντιστάσεων που αναπτύσσονται έξω από (και συχνά σε αντιπαράθεση με) τους θεσμούς.

Ας πάρουμε λοιπόν τα πράγματα με τη σειρά.

Οι πυρκαγιές της Πάρνηθας και ο εξεγερμένος Δεκέμβρης

Οι αναγνώστες και οι αναγνώστριες της Εποχής θα θυμούνται τη «διαδικτυακή» κινητοποίηση στο Σύνταγμα μετά την πυρκαγιά της Πάρνηθας, τον Ιούλιο του 2008. Με αφορμή αυτή την κινητοποίηση, ο συγγραφέας αντιπαραβάλλει τις δύο οπτικές που διατυπώθηκαν, ρητά ή υπόρρητα, στον πολιτικό λόγο της εποχής: από τη μια, οι «απορριπτικοί», που επιμένουν στη μεταπολιτική, «άσφαιρη και ακίνδυνη» διαμαρτυρία της μούντζας· από την άλλη, εκείνοι που βλέπουν στη συγκεκριμένη κινητοποίηση την ανάδυση ενός βιοπολιτικού πλήθους, διαρκώς μετακινούμενου, που αντιπαρατίθεται και απορρίπτει την αντιπροσώπευση. Στη βάση αυτή, ο Κιουπκιολής προχωράει σε μια θεωρητική αντιπαραβολή: η επανεπεξεργασία μιας μαρξιστικής προβληματικής από τους Ernesto Laclau και Chantal Mouffe, από τη μια, και οι αναγνώσεις των Hardt-Negri, Holloway, από την άλλη. Ή αλλιώς, η «επεξεργασία ενός προτύπου ηγεμονίας», από τη μια, η υλοποίηση νέων αντισυστημικών ταυτοτήτων μέσα σε μια ανοιχτή βιοπολιτική διαδικασία, από την άλλη.

Κατά τον Laclau, απόψεις όπως αυτές των Hardt-Negri και Holloway οδηγούν στην απαλοιφή της πολιτικής και έχουν «παραλυτικές συνέπειες για την πολιτική δράση». Η άποψη του Laclau, όπως συνοψίζεται από τον Κιουπκιολή, είναι ότι «ο ουτοπικός ψευδο-αναρχισμός της μη εξουσίας, που παραιτείται μεταξύ άλλων από την προσπάθεια να επηρεάσει το κράτος ή να αναμετρηθεί ευθέως με αυτό, φαίνεται ότι καταδικάζει το ριζοσπαστικό πρόταγμα σε διαρκή αδυναμία και περιθωριοποίηση. Η φαντασίωση μιας απόλυτης δημοκρατίας οδηγεί στο αντίθετο του επιδιωκόμενου». Από την άλλη, οι «θιασώτες της οριζόντιας δικτυακής σύνταξης των αντιστάσεων» κατηγορούν τις προηγούμενες απόψεις ότι «αναπαράγουν και νομιμοποιούν στοιχεία εξουσιαστικής καταπίεσης που αντανακλούν την ηγεμονική πολιτική της κυριαρχίας».

Μπροστά σε αυτό το δίπολο, ο Κιουπκιολής λέει ότι, για παράδειγμα, «μια εύλογη πρόταση θα ήταν η επιδίωξη της μερικής σύνθεσης του ηγεμονικού συγκεντρωτισμού και της αυτόνομης κινητοποίησης από τα κάτω», παραπέμποντας σε εμπειρίες όπως εκείνη του συμμετοχικού προϋπολογισμού, που αρθρώνουν δράση μέσα στους θεσμούς ταυτόχρονα με αυτενέργεια των οριζόντιων κινημάτων.

Ωστόσο, η βασική πρόταση του συγγραφέα απορρέει από τη διαπίστωση ότι «κάθε αισιόδοξη προοπτική συμφιλίωσης έχει τα όριά της». Οπότε, «ίσως η γονιμότερη λύση της αντίθεσης θα ήταν η προσπάθεια διαζευκτικής σύζευξης των δύο λογικών. Με την προϋπόθεση της αμοιβαίας διάβρωσης των δογματισμών, θα συμβάλλει σε μια τακτική ευελιξία που, ανάλογα με τις συγκυρίες και μόνο εφόσον τίθεται επιτακτικά ζήτημα επιλογής, θα προκρίνει τον συγκεντρωτισμό ή την οριζόντια δράση. Η μη σύνθεση των αντιμαχόμενων πολιτικών μπορεί να λειτουργήσει ως πηγή αναστοχασμού, ανοικτότητας και δύναμης για ένα εναλλακτικό δημοκρατικό σχέδιο».

Αντίστοιχος προβληματισμός διατυπώνεται και στο δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου, με αφορμή αυτή τη φορά τα Δεκεμβριανά του 2008. Βέβαια, η ιστορία εκείνου του κινήματος και της εξεγερσιακής κατάστασης που δημιουργήθηκε τότε δεν έχει γραφτεί ακόμα, ωστόσο θα είχε ίσως ενδιαφέρον να συζητηθεί κάποτε, όχι τόσο το ειδικό βάρος, αλλά κυρίως ο τρόπος συμμετοχής των οργανωμένων δυνάμεων της Αριστεράς παράλληλα και μέσα σε μια «δικτυακή συνάρθρωση ομάδων, κοινοτήτων και ατόμων μέσα από γενικής και ελεύθερης πρόσβασης αγωγούς: ad hoc συντονιστικά, καταλήψεις, εντατική χρήση ηλεκτρονικών ιστοτόπων και, γενικότερα, των νέων τεχνολογιών επικοινωνίας». Ασφαλώς «η αποκρυπτογράφηση του συγκεκριμένου επεισοδίου αντίστασης με τη λογική του δικτυακού πλήθους μπορεί να διαυγάσει μια σειρά ιδιοτυπιών του», ωστόσο έχω την αίσθηση ότι λείπει μια ψηφίδα από τη συζήτηση αν δεν δούμε και τους τρόπους με τους οποίους οργανωμένα κομμάτια της Αριστεράς ενεπλάκησαν σε αυτό το «εξεγερτικό συμβάν», όπως το ονομάζει ο Κιουπκιολής – τρόπους που δεν ήταν πάντα οι «συνήθεις».

Αγωνιστική δημοκρατία και νεοαναρχισμός

Στο τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου, με τίτλου «Αγωνιστική δημοκρατία και νεοαναρχισμός: Στα όρια της ηγεμονικής πολιτικής», ο συγγραφέας πραγματεύεται λεπτομερέστερα πια το αίτημα της ισοελευθερίας, όπως διατυπώνεται στη συζήτηση των απόψεων των Mouffe και Laclau, σε αντιπαραβολή με τις απόψεις Hardt-Negri και ορισμένες «νεοαναρχικές» αναγνώσεις. Έτσι, το ερώτημα των «πολλών κόσμων» (που θα χωράνε στον κόσμο) τίθεται ξανά. Με βάση τον «λενινιστικό πραγματισμό της Mouffe», κατανοεί κανείς ότι «σε συνθήκες οξείας ανισότητας και δεσποτισμού δεν είναι δυνατόν να περιμένουμε από τις κυρίαρχες τάξεις να παραιτηθούν συναινετικά από τα προνόμιά τους». Με αυτή την έννοια, η ριζοσπαστική πολιτική δεν μπορεί παρά να συγκρούεται με τους θεσμούς του κράτους· οπότε, «η λογική της αυτόνομης διασποράς [που απορρέει από το ζεύγος αυτοκρατορία – πλήθος, των Hardt-Negri] είτε δεν είναι πολιτική είτε είναι απατηλή και επικίνδυνη». Έτσι, κατά τη Mouffe, οι Hardt-Negri κηρύσσουν τον πολιτικό εφησυχασμό. Η άποψη αυτή διαβάζεται κριτικά από τον Κιουπκιολή, που υποστηρίζει ότι οι Mouffe και Laclau παραμένουν εμμονικά προσκολλημένοι στην οπτική τους για την ηγεμονία και οδηγούνται σε «a priori σαρωτικές ετυμηγορίες».

Σε μια τέτοια συζήτηση, ο φακός δεν μπορεί παρά να στραφεί σε εγχειρήματα όπως η ζαπατιστική εξέγερση, τα Κοινωνικά Φόρουμ ή τα κατειλημμένα εργοστάσια στην Αργεντινή, αλλά και ο αστερισμός των κοινωνικών κέντρων, των ανακτημένων ελεύθερων χώρων στα αστικά κέντρα κ.λπ. Βέβαια, η συζήτηση για τα κατειλημμένα εργοστάσια στην Αργεντινή είναι τεράστια και μόνο εν μέρει θα χωρούσε σε ένα τέτοιο βιβλίο, ωστόσο δεν πρέπει να παραβλέπει κανείς τον διάλογο που προκλήθηκε, και στο εσωτερικό αυτού του κινήματος, από τη διαδικασία «θεσμοποίησης» αυτών των εγχειρημάτων και ένταξής τους σε συγκεκριμένο «νομικό καθεστώς».

Στο υποκεφάλαιο «Αποδομώντας τους νεοαναρχισμούς», ο Κιουπκιολής πραγματεύεται εκτενώς την άλλη πλευρά του διπόλου. Θεωρεί ότι ο «αντιεξουσιαστικός ουτοπισμός» μάς μεταφέρει «σε έναν κόσμο που θα εξασφάλιζε αυτόματα, με κάποιο μαγικό τέχνασμα ή με μεταφυσικούς νόμους, την εναρμόνιση των αναδυόμενων και εξαπλούμενων ετεροτήτων». Προκύπτει λοιπόν εκ των πραγμάτων το ερώτημα της χρήσης ενός ορισμένου συστήματος «βίας και κυρώσεων».

Εξαιρετικό ενδιαφέρον έχει η ανάγνωση των μικροκοινοτήτων και η «αποεξιδανίκευσή» τους, καθώς ο Κιουπκιολής, δίπλα στην αποκέντρωση και την αυτενέργεια που μπορεί να τις χαρακτηρίζουν, θυμίζει και την αποπνικτική ομοιογένεια και την κοινωνική επιτήρηση που πιθανότατα τις συνοδεύουν. Η ίδια λογική του συγγραφέα για αποφυγή των «τελματικών διενέξεων» που προαναφέρθηκε κλείνει και αυτό το κεφάλαιο, καθώς ο Κιουπκιολής μιλάει για μια «ευέλικτη άντληση εργαλείων και στρατηγικών από διαφορετικές πολιτικές παραδόσεις».

Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου («Πραγματώνοντας μετα-αναρχικές ουτοπίες»), ο συγγραφέας πραγματεύεται ξανά τις νησίδες αυτοδιαχείρισης και αντίστασης, σε μια συνθήκη (την υστερονεωτερική) όπου «ο πολυθεϊσμός των αξιών έχει γίνει πιο έκδηλος, διάχυτος αλλά και ταραχοποιός». Εδώ τα εναύσματα για προβληματισμό  είναι πολλά (ακόμα και ο όρος «μετα-αναρχικός», καθώς και το πρόσημο που φέρει, νομίζω ότι χωράνε πολλή συζήτηση), κάτι που όμως ο χώρος εδώ δεν μας το επιτρέπει.

Με λίγα λόγια, οι Πολιτικές της ελευθερίας είναι ένα βιβλίο που συνοψίζει πολλά ερωτήματα, δημιουργώντας ταυτόχρονα κι άλλα σε ένα δεύτερο επίπεδο, καθώς η επικαιρότητα αυτής της συζήτησης δεν οφείλεται μόνο στη συγκυρία των γεμάτων και πολύχρωμων πλατειών.

Πηγή: Εποχή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Τα url του θείου Ισιδώρα