Αναγνώστες

Σάββατο 18 Ιουνίου 2011

Ζαν Μποντριγιάρ, μεταξύ πραγματικότητας και προσομοίωσης

Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΟΥ ΝΟΣΦΕΡΑΤΟΥ: Ζαν Μποντριγιάρ, μεταξύ πραγματικότητας και προσομοίωσης
αναδημοσιευση απο ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ   Hμερομηνία δημοσίευσης: 08-03-07
Ζαν Μποντριγιάρ, μεταξύ πραγματικότητας και προσομοίωσης
The Guardian
Ο θάνατος του Ζαν Μποντριγιάρ δεν συνέβη. «Δεν έχει κανένα νόημα να πεθαίνεις», έγραψε κάποτε. «Πρέπει να ξέρεις πώς να εξαφανιστείς». Το περιοδικό «Νιου Γιόρκερ» αναφέρθηκε σε μια ομιλία που έκανε ο Γάλλος κοινωνιολόγος σε μια γκαλερί της Νέας Υόρκης το 2005. Κάποιος από το ακροατήριο, έχοντας κατά νου τον πρόσφατο θάνατο του Ζακ Ντεριντά, μίλησε για τις νεκρολογίες και ρώτησε τον Μποντριγιάρ: «Τι θα θέλατε να πουν για σας; Μ’ άλλα λόγια, ποιος είστε;» Ο Μποντριγιάρ απάντησε: «Τι είμαι, δεν το ξέρω. Είμαι το απείκασμα του εαυτού μου».
Ο Μποντριγιάρ, που το απείκασμά του αναχώρησε από τον μάταιο τούτο κόσμο σε ηλικία 77 ετών, είχε προβλέψει ότι ο πρώτος Πόλεμος του Κόλπου, του 1991, δεν θα γινόταν. Στη διάρκεια του πολέμου, έλεγε ότι αυτός στην πραγματικότητα δεν συνέβαινε. Μετά το τέλος του, επέμενε ατάραχος ότι ο πόλεμος εκείνος δεν είχε συμβεί. Αυτό έκανε μερικούς να τον χαρακτηρίσουν ως έναν ακόμα από εκείνους τους Ευρωπαίους φιλοσόφους που ζουν απολαμβάνοντας τη φρικαλέα περιφρόνησή τους για την αλήθεια και την πραγματικότητα.
Τα μίντια
Ωστόσο, εκείνο που ήθελε να επισημάνει ο Μποντριγιάρ ήταν ότι ο πόλεμος διεξαγόταν ως θέαμα για τα μίντια. Αφού τον πρόβαραν σαν ψηφιακό πολεμικό παιχνίδι ή προσομοίωση, τον έθεσαν κατόπιν σε εφαρμογή για το φιλοθεάμον κοινό: ως ειδησεογραφικό υλικό, με τα παραφερνάλια των πολεμικών ανταποκριτών και τις βιντεοκάμερες που παρακολουθούσαν τους πυραύλους, έμοιαζε με βιντοπαιχνίδι. Η πραγματική βία παραμεριζόταν εντελώς από την ηλεκτρονική αφήγηση, από την προσομοίωση.
Αυτό ήταν το όνομα που έδωσε ο Μποντριγιάρ στο καθοριστικό πρόβλημα της εποχής, όταν, ήδη από τη δεκαετία του ’70, έγραψε ότι το μαρξιανό πρόβλημα της πάλης των τάξεων είχε αντικατασταθεί, στην «μεταβιομηχανική» εποχή, από το πρόβλημα της προσομοίωσης. Είχε έτσι προηγηθεί, μια-δυο δεκαετίες, στον προβληματισμό για τη φύση της «εικονικής πραγματικότητας». Η ποπ κουλτούρα έχει αποτίσει φόρο τιμής στην προγνωστική οξυδέρκεια του Μποντριγιάρ στην ταινία των Αντι και Λάρι Γουατσόφσκι The Matrix (1999), όπου στο κοντινό μέλλον η ανθρώπινη κοινωνία είναι μια προσομοίωση σχεδιασμένη από κακόβουλες μηχανές με στόχο να μας κρατούν σκλαβωμένους. Ο χάκερ πρωταγωνιστής Νίο (Κιάνου Ριβς) κρύβει το λαθραίο λογισμικό του μέσα σ’ ένα βιβλίο του φιλοσόφου, και ο αντάρτης Μορφέας προφέρει κάποια στιγμή την πιο διάσημη ρήση του Μποντριγιάρ: «Καλωσορίσατε στην έρημο του πραγματικού».
Ο Μποντριγιάρ γεννήθηκε στην πόλη Ρενς της βορειανατολικής Γαλλίας. Οι παπούδες του ήταν αγρότες και οι γονείς του έγιναν δημόσιοι υπάλληλοι. Ηταν ο πρώτος στην οικογένειά του που πήγε στο πανεπιστήμιο –σπούδασε Γερμανική Φιλολογία στη Σορβόννη– και αργότερα είπε ότι αυτό τον οδήγησε σε ρήξη με την οικογένειά του και τον πολιτιστικό της περίγυρο. Το 1956, άρχισε να διδάσκει γερμανικά σ’ ένα γαλλικό λύκειο και στις αρχές της δεκαετίας του ’60 δημοσίευσε δοκίμια για τη λογοτεχνία στην επιθεώρηση Temps Modernes, ενώ παράλληλα έκανε μεταφράσεις στα γαλλικά έργων του Μπέρτολντ Μπρεχτ και του Πέτερ Βάις.
Το 1966, άρχισε να διδάσκει στο Πανεπιστήμιο της Ναντέρ, ένα μικρό και ιδιαίτερα ριζοσπαστικό εκπαιδευτικό ίδρυμα που έμελλε να γίνει γνωστό για τον πρωταγωνιστικό ρόλο του στα γεγονότα του Μάη του ’68 (ο Μποντριγιάρ έλεγε αργότερα ότι συμμετείχε άμεσα στην φοιτητική εξέγερση). Την ίδια χρονιά δημοσιεύθηκε το πρώτο του βιβλίο, «Το σύστημα των αντικειμένων». Εχοντας ως πνευματικούς μέντορές του τον κοινωνιολόγο Ανρί Λεφέμπρ και τον σημειολόγο Ρολάν Μπαρτ, έδωσε αιχμηρούς, ειρωνικούς χαρακτηρισμούς σε αντικείμενα της σύγχρονης καθημερινής ζωής, από τις ηλεκτρικές συσκευές μέχρι τις σκόνες πλυσίματος.
Σε μεταγενέστερα έργα του –ανάμεσά τους «Η καταναλωτική κοινωνία», «Ο καθρέφτης της παραγωγής», «Η έκταση της επικοινωνίας»– ο Μποντριγιάρ ανέπτυξε επιχειρήματα για την αυξανόμενη εξουσία του «αντικειμένου» πάνω στο «υποκείμενο» στη σύγχρονη κοινωνία και για τον τρόπο με τον οποίο η διαμαρτυρία και η αντίσταση απορροφούνται όλο και περισσότερο και μετατρέπονται σε καύσιμο από το συμβολικό «σύστημα» του καπιταλισμού. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου δημοσίευσε επίσης άρθρα για την τέχνη και την αρχιτεκτονική στο περιοδικό Utopie.
Η «Αμερική»
Το 1981, το βιβλίο του Simulacra et Simulation (το βιβλίο που εμφανιζόταν στο Matrix) κέρδισε το ενδιαφέρον του διεθνούς αναγνωστικού κοινού και ο Μποντριγιάρ σύντομα έγινε ένας αστέρας της διανόησης που ταξίδευε ανα τον κόσμο για να συζητήσει τις ιδέες του - όπως την «υπερπραγματικότητα» (το βασίλειο της προσομοίωσης που είναι «πιο πραγματικό από το πραγματικό»). Ενα ταξίδι στις ΗΠΑ τον ενέπνευσε για να γράψει, το 1986, την «Αμερική», ένα οξυδερκές κείμενο στο οποίο μεταξύ άλλων λέει: «Η Αμερική είναι η αυθεντική βερσιόν της νεοτερικότητας, εμείς είμαστε βερσιόν με υποτίτλους. Η Αμερική είναι η πραγματωμένη ουτοπία». Χαρακτήρισε τη δεκαετία του ’90, με τις αυταπάτες της για το «τέλος της ιστορίας», ως μια στάσιμη περίοδο κατά την οποία «τα γεγονότα απεργούσαν». Τελικά, η απεργία έσπασε με την επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, την οποία ο Μποντριγιάρ αποκάλεσε «μητέρα όλων των γεγονότων». «Είναι το τρομοκρατικό μοντέλο», έγραψε «για να παραχθεί μια περίσσεια πραγματικότητας και να προκαλέσει την κατάρρευση του συστήματος κάτω από αυτήν την περίσσεια».
Για τον Μποντριγιάρ, επομένως, δεν υπήρχε πλέον ανάγκη να μεταβάλλονται σε εικονικά τα γεγονότα από τα Μέσα Ενημέρωσης, όπως έγινε στον πρώτο πόλεμο του Κόλπου, εφόσον οι εμπόλεμοι έχουν πλήρως εσωτερικεύσει τους κανόνες της προσομοίωσης. Στο δοκίμιό του «Η πορνογραφία του πολέμου», του 2004, παρατηρεί πώς οι φωτογραφίες από το Αμπού Γκραΐμπ έγιναν αντικείμενο μίμησης για σκηνές φετιχιστικής πορνογραφίας, και συμπεραίνει: «Στην πραγματικότητα ήταν η Αμερική που προκάλεσε ηλεκτροπληξία στον εαυτό της».
Κάποτε, ο Μποντριγιάρ φόρεσε ένα λαμέ κοστούμι με καθρεφτάκια όταν πήγε να διαβάσει ποιήματά του σ’ ένα μπαρ του Λας Βέγκας. Δεν έπαιρνε τον εαυτό του και πολύ στα σοβαρά, αλλά κάποιοι κριτικοί διατείνονταν ότι δεν έπαιρνε και τίποτ’ άλλο πολύ στα σοβαρά. Συχνά τον επέκριναν ως πολιτικά και ηθικά ανεύθυνο, ιδιαίτερα όταν χαρακτήριζε τον σύγχρονο πόλεμο «μη πραγματικό», αγνοώντας έτσι την πραγματικότητα των σκοτωμών και της οδύνης. Η απάντηση του Μποντριγιάρ, στο βιβλίο του «Η διαφάνεια του Κακού», ήταν λακωνική: «Οι φονταμενταλιστές της πραγματικότητας εξοπλίζονται με ένα είδος μαγικής σκέψης που μπερδεύει το μήνυμα με τον αγγελιαφόρο: αν μιλήσεις για την προσομοίωση, τότε είσαι εσύ ο προσομοιωτής. Αν μιλήσεις για την εικονικότητα του πολέμου, τότε είσαι σύμμαχός της και δεν νοιάζεσαι για τους εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς... Δεν είμαστε εμείς, οι αγγελιοφόροι της προσομοίωσης, που έχουμε βυθίσει τα πράγματα μέσα στην αναξιοπιστία – το σύστημα το ίδιο έχει υποδαυλίσει αυτή την αβεβαιότητα που διαποτίζει τα πάντα σήμερα».
Ενας σκεπτικιστής Βρετανός δημοσιογράφος που του πήρε συνέντευξη αποκάλεσε τον Μποντριγιάρ «φιλόσοφο–κλόουν», περιγραφή για την οποία ο ίδιος ίσως να μην είχε αντίρρηση αλλά να τη θεωρούσε πρόκληση για να στοχαστεί την κοινωνική λειτουργία του κλόουν. Οπως υποστήριξε κάποτε: «Είναι καθήκον της ριζοσπαστικής σκέψης, εφόσον ο κόσμος μάς έχει δοθεί τελείως ακατανόητος, να τον κάνουμε ακόμα πιο ακατάληπτο, πιο αινιγματικό, πιο μυθικό». Αγαπούσε τους αφορισμούς. «Η σύγχρονη τέχνη είναι σύγχρονη μόνο με τον εαυτό της», έλεγε, ή «Ο συναισθηματισμός μας απέναντι στα ζώα είναι το πιο σίγουρο σημάδι της περιφρόνησής μας γι’ αυτά».
Ο Ζαν Μποντριγιάρ είχε γράψει κάποτε μια παιγνιώδη περιγραφή της προσωπική του εξέλιξης: από «παταφυσικός» (επιστήμονας που επινοεί φανταστικές λύσεις) στα 20 χρόνια του, σε «viral» (λέξη που «αναμιγνύει» τον ιό –virus– και τον ανδροπρεπή -viril-) στα 60 του. Οταν τον συνάντησα το 2000, ήταν 70 ετών. «Τι είστε τώρα;», τον ρώτησα. «Μμμμ, για να δούμε... Στα 70, θα έλεγα ότι είμαι... transfini. Πέρα από το τέλος. Ηταν η μοιραία στρατηγική μου να προχωρήσω πιο πέρα, για να δω τι γίνεται στο επέκεινα». Τώρα, ίσως, θα ξέρει.

Δεν υπάρχουν σχόλια: