Αναγνώστες

Δευτέρα 14 Ιουνίου 2010

Ενα πολυ ενδιαφερον -κυριως για οσα υπαινισσεται αρθρο του Τακη Καφετζη στην σημερινη ελευθεροτυπία:Ο φόβος φυλάει τα έρημα


Ο φόβος φυλάει τα έρηματου Τακη  Καφετζη
Διαβάζω ή ακούω, και με τρόπο τυχαίο: «Η Ελλάδα στα χρόνια της χολέρας» - «Είμαστε σε πόλεμο» - «Το μπιστόλι είναι τώρα πάνω στο τραπέζι και είναι γεμάτο» - «Το άδοξο τέλος της Μεταπολίτευσης απειλεί να παρασύρει τη χώρα ολόκληρη σε αργό θάνατο» - «Οι εικόνες από τους δρόμους της πρωτεύουσας είναι καταθλιπτικές» - «Η κρίση μπορεί να σκοτώσει και τα παιδιά μας».
Μοτίβα παγιωμένα και στερεοτυπική ρητορική ενός λόγου δημόσιου, μήνες πολλούς πια τώρα. Λόγου πολιτικών, δημοσιογράφων, ηγετών, επιχειρηματιών, ειδημόνων, δημοσκόπων, συμβούλων παντός είδους, κοσμικών, περιφερόμενων αργόσχολων, τζογαδόρων (των funds) και σουλατσαδόρων (των media). Αλλά κι ενός ταυτόσημου λόγου στα ατομικά ενδιαιτήματα, στις οικογένειες, στις συντροφιές, στις γειτονιές, ακόμα και στις πιο ιδιωτικές στιγμές του βίου.
Μοτίβα σταθερά παντού και ρητορικές μορφές ομοιότυπες, πέρα από τη διάκριση δημόσιου-ιδιωτικού, πέρα από τον διαχωρισμό εντός και εκτός «χώρας», πέρα από το όποιο «εμείς» και το όποιο οι «άλλοι». Γιατί η αναπαράσταση μιας κατάστασης «καταστροφής», που φέρνει εγγενώς μέσα της μια κατάσταση «έκτακτης ανάγκης», είναι μια αναπαράσταση με πλάνα και μορφές-εικόνες ολιστικές -κι αυτό το ξέρουμε από τον εντρυφήσαντα στον Σμιτ, τον Αγκάμπεν, από τον Βιριλιό, από τον Μαρκούζε, από τον Αντόρνο της «Αυταρχικής Προσωπικότητας», από... Αυτή η αναπαράσταση δεν γνωρίζει, εξ ορισμού, κανένα σύνορο, καμία έλλογα συντεταγμένη ιστορική περιοδολόγηση, καμία ευκρινή οριοθέτηση χώρων και χρόνων: η Ελλάδα ήταν πάντα και σε όλα της μία περίπτωση «στο όριο και στο περιθώριο». Και εάν επιβίωνε, αυτό οφειλόταν σε μια «πονηριά του πνεύματος» εκείνων που την όριζαν. Από τους κομπραδόρους, το παροικιακό κεφάλαιο, τους μεταπολεμικούς εξαίφνης επιχειρηματίες και τους πολιτικούς, μέχρι τους ναυτικούς, τους ομογενείς και τους μετανάστες, με τα εμβάσματά τους στην «πατρίδα» και τις ποικίλου είδους ομάδες πίεσης που δημιουργούσαν στα κέντρα ισχύος της οικουμένης, για να μπει στα λόμπι η «θρυλική Ελλάδα». Από τον ψοφοδεή χαφιέ περιπτερά και θυρωρό της εσωτερικής μετανάστευσης του Εμφυλίου, μέχρι τον αρπαχτικό μαφιόζο «αρχηγό της νύχτας» και τους συμμορίτες του. Από τον μπόση μιας ποδοσφαιρικής ομάδας, μέχρι τα αφεντικά των «μίντια». Από τα «Liberty», μέχρι τους θαλασσοπνίχτες εφοπλιστές και τους σημερινούς εργολάβους του Αιγαίου.
Αυτοί όλοι όριζαν την Ελλάδα, δεκαετίες τώρα. Αυτοί όλοι έκαναν το «κουμάντο», κατά το μερίδιο που αναλογούσε στον καθένα. Ενας ανεπανάληπτος καταμερισμός εργασίας, όπου, σε ένα σχήμα κόλουρου κώνου, κάθε ομάδα είχε τη μικρή ή τη μεγάλη διαφέντευσή της. Και σε έναν λαό με βαριά κληρονομιά «εσωτερικής» και «εξωτερικής» αποικιοποίησής του, σε έναν λαό μ' ένα «πικρό διάλειμμα ΕΑΜ», αυτό το κουμάντο, αυτή η διαφέντευση, «περνούσε». Είναι αυτό που λένε κάποιοι «χειραγώγηση». Και που ήταν βέβαια καθαρή καταστολή μέχρι και το '74 - για την Ελλάδα, η έννοια χειραγώγηση ήταν μέχρι τότε από πολυτελής έως ακατανόητη.
Γιατί, όμως, για να επανέλθουμε μετά απ' αυτή την «παρέκβαση», ακόμα κι αν αισθάνεται κάποιος άνθρωπος σήμερα άμοιρος, άβουλος, ανερμάτιστος, σερνάμενος, περικυκλωμένος , γιατί να νιώθει την ανάγκη να «ντουμπλάρεται» σ' αυτά που πράγματι ζει; Την ανάγκη να αναδιπλασιάζεται στη μιζέρια της/του, στη δυσπραγία της/του, στον φόβο της/του, στην ανασφάλειά της/του, στο κενό της/του, στην εκρίζωση της/του; Γιατί να θέλει την αναπαράσταση που στήνουν για τη δύσβατη συνθήκη της/του, πάντα χωρίς αυτήν/αυτόν - εκτός κι αν επαναλαμβάνει on camera τη δυστυχή εικόνα της/του που οι άλλοι φιλοτεχνούν; Γιατί να αποδέχεται αυτήν την τρομώδη αφήγηση της, έτσι κι αλλιώς, φτηνής ζωής της/του; Γιατί να υφίσταται, χωρίς καμία δυσκολία, αυτό που ο Ντεμπόρ ορίζει αναπαραστατική αθλιότητα της ζωής στην «κοινωνία του θεάματος»; Η ακροαματικότητα των βραδινών τηλεοπτικών δελτίων και η κυκλοφορία των εφημερίδων καλά κρατεί... Δεν είναι;
Καλά κρατεί και βυθίζει σε τρόμο. Γι' αυτό και καθηλώνει. Ακινητοποιεί. Αγκυλώνει. Κατακερματίζει κάτι που θα μπορούσε άλλοτε να ήταν συλλογικότητα βούλησης πολιτικής απέναντι και εναντίον του υπάρχοντος. Κονιορτοποιεί το σώμα και τη σκέψη όλων αυτών, των πάρα πολλών, των πλείστων, που θα μπορούσαν να είναι η ενσάρκωση της «γενικής θέλησης», για να γίνει η οικονομική κρίση (η οικονομία είναι πια το primatum) καταλύτης μιας συνολικότερης κρίσης που θα κουνούσε συθέμελα τον κόσμο όλο. Με ένα πρόταγμα ριζικής αλλαγής του. Γιατί αυτός εδώ ο κόσμος, όπου «είμαστε ριγμένοι εκεί», όπως λέει ο Χάιντεγκερ, έχει τελειώσει. Γεννάει πείνα, δυστυχία και θάνατο.
Κι αν ο τρόμος που απλώνεται σε τούτη τη χώρα όλους αυτούς τους μήνες, είναι για να κάνει καθένας και καθεμία την «κρίση» δική της/του, κι έτσι να γίνει έρημη/έρημος, ένας ερημωμένος άνθρωπος, αυτό γίνεται γιατί η ερημία της σκέψης, της ψυχής και της ενατένισης δεν φέρνει σχέση. Αρα ούτε Πολιτική. Γιατί η Πολιτική ξεκινά από τον Ροβινσώνα Κρούσο όταν συναντά τον Παρασκευά.
Εξάλλου, το τέλος του Πολιτικού ορίζεται από εκεί όπου δεν μπορεί να υπάρξει συνάντηση μεταξύ ανθρώπων, γιατί έχουν φοβηθεί και έχουν πειστεί να είναι έρημοι. Εχουν φοβηθεί για λόγους ακόμα και περίεργους. Δεν έχει καμία σημασία. Η Πολιτική είναι αυτό που λένε αλλιώς και γι' αλλού, «it needs two for tango».
Ο φόβος φυλάει τα έρημα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: