Μεταναστευτικά
ρεύματα και κοινωνική
ένταξη
στην σύγχρονη
Ελλάδα
Είναι
πρόδηλο ότι Ελλάδα έχει μετατραπεί
από χώρα αποστολής μεταναστών σε χώρα
υποδοχής, ενώ είναι προφανές ότι το μεταναστευτικό
κύμα έχει επηρεάσει βαθιά την ελληνική
κοινωνία τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια
καθώς συνέπεσε με μια περίοδο μακρόχρονης
οικονομικής ανάπτυξης. Σε επίπεδο δημόσιων
πολιτικών για την μετανάστευση διακρίνουμε
δύο βασικές κατηγορίες ρυθμίσεων: Εκείνες
που αφορούν στην ρύθμιση της ροής της
μετανάστευσης και στον έλεγχο των μεταναστών
και στις ρυθμίσεις που αφορούν στην ζωή
των μεταναστών μέσα σε ένα κράτος, δηλαδή
στα δικαιώματα τους και στην συμμετοχή
τους στην κοινωνική και πολιτική ζωή
της χώρας, αυτό που ονομάζουμε ενσωμάτωσή
τους. Στην εισήγησή μου θα προσπαθήσω
να θίξω τέσσερα ζητήματα που αφορούν
το μεταναστευτικό: τα παγκόσμια χαρακτηριστικά
της μετανάστευσης και τις ελληνικές ιδιαιτερότητες,
το νομικό καθεστώς των μεταναστών, τον
τρόπο με τον οποίο διαμορφώθηκε ιστορικά
η εθνικής μας ταυτότητας και αυτό μπορεί
να επηρεάσει την απονομή ιθαγένειας στους
μετανάστες δεύτερης γενιάς και τέλος
την κοινωνική ενσωμάτωση των μεταναστών.
Α. Στο
οικονομικό επίπεδο η Ελλάδα του 21ου
αιώνα είναι ενταγμένη στην ΕΕ και στην
ζώνη του ευρώ και σύμφωνα με τις στατιστικές
του ΟΟΣΑ ανήκει στις τριάντα πλουσιότερες
χώρες του πλανήτη με αντίστοιχες επιδόσεις
στο δείκτη ποιότητας ζωής του ΟΗΕ. Στο
πολιτικό επίπεδο βιώνει, μετά την μεταπολίτευση,
το μακροβιότερο και σταθερότερο δημοκρατικό
πολίτευμα στα 180 χρόνια του ανεξάρτητου
βίου της, αφήνοντας πίσω της εμφύλιες
συρράξεις και διχασμούς, αυταρχικά καθεστώτα
και πολιτική αστάθεια. Στο κοινωνικό
επίπεδο, μετά την εξωτερική μετανάστευση
της περιόδου 1950-1980, την μαζική εσωτερική
μετανάστευση στα αστικά κέντρα- που δημιούργησε
τον υδροκεφαλισμό της Αθήνας- και την
ένταξη εκτεταμένων κοινωνικών στρωμάτων,
από το περιθώριο που τους είχε θέσει το
μετεμφυλιακό κράτος, στους μηχανισμούς
κοινωνικής ανόδου, το σύγχρονο φαινόμενο
της μετανάστευσης έχει δημιουργήσει
μια νέα κοινωνική πραγματικότητα. Με
βάση τα παραπάνω χαρακτηριστικά της Ελλάδας
και την γεωγραφική της θέση, σε συνδυασμό
με τον Βαλκανικό περίγυρο και τις εντεινόμενες
ανισότητες μεταξύ Βορά και νότου δεν
είναι παράξενο που η χώρα μας προσελκύει
μετανάστες.
Το
γεγονός αυτό δεν είναι νέο για την
Ελλάδα, (βλ. σταδιακή επέκταση ελληνικού
κράτους και τεράστιο προσφυγικό ρεύμα
μετά την μικρασιατική καταστροφή) ούτε
αποκλειστικά ελληνικό. Αντίθετα τα μεταναστευτικά
ρεύματα ήταν πάντοτε ανοιχτά, με αυξομειούμενη
ένταση, ανάλογα την οικονομική και πολιτική
συγκυρία, και ενισχυόμενα από τις μεγάλες
κοινωνικές ανισότητες και τις περιβαλοντολογικές
απειλές που χαρακτηρίζουν τον πλανήτη.
Οι άνθρωποι πάντοτε αναζητούσαν καλύτερη
τύχη και περισσότερες ευκαιρίες για ευημερία,
για εκπαίδευση, για ελευθερία και ήταν
και είναι διατεθιμένοι να υποστούν θυσίες,
στερήσεις και να αλλάξουν τόπους, προκειμένου
να ικανοποιήσουν την ανάγκη τους και
να εκπληρώσουν τα όνειρά τους. Αυτό δεν
θα σταματήσει ποτέ. Όπως δεν θα σταματήσουν
και ορισμένα στερεότυπα που αναπαράγονται
συνεχώς και προσλαμβάνουν το μεταναστευτικό
φαινόμενο φοβικά και αμυντικά.
Ας
σκιαγραφήσουμε ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά
της μετανάστευσης, προσπαθώντας παράλληλα
να καταρρίψουμε και τους αντίστοιχους
μύθους που την περιβάλλουν. Καταρχήν,
η μετανάστευση δεν είναι αποκλειστικά
προϊόν φτώχειας και οικονομικής στασιμότητας,
αλλά και αλλαγής του τρόπου παραγωγής
των οικονομιών. Κανένα ευρωπαϊκό κράτος
δεν ολοκλήρωσε την εκβιομηχάνισή του
χωρίς να δεχθεί αλλά και να εξάγει ένα
μεγάλο αριθμό μεταναστών. Οι μετανάστες
δεν κατευθύνονται τυφλά όπου τους ρίξει
η μοίρα, ούτε στην κοντινότερη πλούσια
χώρα, αλλά εκεί που υπάρχουν δίκτυα ομοεθνών
να τους υποδεχθούν και να τους ενσωματώσουν.
Επιπλέον δεν είναι παρείσακτοι, ούτε
απρόσκλητοι, αλλά πάνε εκεί όπου υπάρχει
πραγματική ζήτηση υπηρεσιών, και κατά
κανόνα συμβάλλουν στην ανάπτυξη μιας
χώρας. Συνεπώς «δεν μας παίρνουν τις δουλειές»,
αλλά καλύπτουν πλήθος ανάγκες που δεν
είχαν εργατικά χέρια, ενώ ζωντανεύουν
και τις δημογραφικά γερασμένες κοινωνίες.
Ειδικά για την Ελλάδα οι μετανάστες αύξησαν
τις θέσεις εργασίας κατά 20% και συνέβαλλαν
στην αύξηση του ΑΕΠ κατά 1,5% ετησίως, ενώ
συγκράτησαν τον πληθωρισμό, κάλυψαν ελλείψεις
σε ειδικότητες, αναζωογόνησαν περιοχές
της υπαίθρου και καλλιέργειες που ήταν
σε μαρασμό, γέμισαν σχολικές αίθουσες,
ανέλαβαν οικιακές φροντίδες επιτρέποντας
κυρίως σε πολλές γυναίκες να εργάζονται
και εισέφεραν σημαντικά ποσά στα ασφαλιστικά
ταμεία. Οι μετανάστες δεν αποδημούν για
μόνιμη εγκατάσταση, αλλά πρωτίστως σκοπεύουν
να παλινοστήσουν, άσχετως αν θα τα καταφέρουν,
καθώς η επιστροφή στην πατρίδα, μετά από
πολλά χρόνια, καθίσταται δύσκολη. Η Ευρώπη,
αντίθετα με την κυρίαρχη μηντιακή κινδυνολογία,
έχει τα στατιστικώς χαμηλότερα ποσοστά
μεταναστών(μεταξύ 12% και 15%) από τις άλλες
περιοχές του πλανήτη, ενώ κατοικούν σε
αυτή περίπου- με στοιχεία του 2006- 15.000.000
μετανάστες, δηλαδή μόνο το 3,5% του πληθυσμού.
Συνεπώς η μετανάστευση είναι ένα καθολικό
και διαχρονικό φαινόμενο.
Σήμερα,
μετά τα μεγάλα τρομοκρατικά χτυπήματα
σε Αμερική, Ισπανία και Αγγλία, προσλαμβάνουμε
την μετανάστευση και ως απειλή στην ασφάλειά
μας. Αντιλαμβανόμαστε το μεταναστευτικό
ως ένα ζήτημα αστυνομικής διαχείρισης,
δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι η εξέταση
των αιτημάτων ασύλου ανήκει και στην
αρμοδιότητα της αστυνομίας. Η αντιμετώπιση
της μετανάστευσης με όρους ποινικής
καταστολής που οδηγεί μια μεγάλη μάζα
του μεταναστευτικού πληθυσμού σε ένα
καθεστώς ομηρίας -καθώς η μετάβασή του
στην νομιμότητα καθίσταται ατελέσφορη-
εκτρέφει παραβατικές συμπεριφορές και
τροφοδοτεί ένα αίσθημα ανασφάλειας τόσο
στους μετανάστες όσο και στους πολίτες,
καθώς αμφότεροι αισθάνονται απειλούμενοι.
Η αύξηση της εγκληματικότητας οφείλεται
στην φτώχια και την περιθωριοποίηση ανεξάρτητα
αν αυτοί που βρίσκονται στο περιθώριο
είναι μετανάστες ή μη. Μια πραγματικά
ασφαλής κοινωνία δεν έχει μόνο αποτελεσματική
αστυνομία, αλλά και οργανωμένη εκπαίδευση
που σέβεται την ταυτότητα των μεταναστών,
μηχανισμούς περίθαλψης που τους φροντίζουν,
και σύγχρονη εργατική νομοθεσία που τους
προστατεύει. Και τότε το πρόβλημα της
ασφάλειας τίθεται σε άλλη βάση. Σε κάθε
περίπτωση δεν έχει τεκμηριωθεί στατιστικά
η συμβολή των μεταναστών στην αύξηση
της εγκληματικότητας στη χώρα μας. Τέλος,
προτάσεις για μηδενική ανοχή και για
πλήρες κλείσιμο των συνόρων στην λαθρομετανάστευση
είναι μη πραγματιστικές και αφελείς.
Καμιά χώρα δεν μπορεί να κλείσει ερμητικά
τα σύνορά της, διότι τα σύνορα είναι εκ
των πραγμάτων πάντοτε πορώδη. Οι δημοκρατικές
κοινωνίες δεν μπορούν να εντείνουν
υπερβολικά τα μέτρα καταστολής της λαθρομετανάστευσης,
διότι αυτό θα αντανακλάται σε περιορισμούς
της ελευθερίας των ίδιων των πολιτών.
Η ανελευθερία απέναντι στους άλλους,
μας κάνει μοιραία ανελεύθερους απέναντι
στους εαυτούς μας.
Για την
Ελλάδα, η μετανάστευση και η παρουσία
τόσο πολλών αλλοδαπών σε σχέση με το παρελθόν
γύρω μας, εγειρεί ένα σωρό μείζονες προκλήσεις,
οι σημαντικότερες εκ των οποίων είναι
διανοητικής φύσεως. Τι εκπροσωπεί ο μετανάστης
σε σχέση με το γηγενή πληθυσμό; Τι σημαίνει
για την οικονομία μας, τον πολιτισμό μας,
τις κοινωνικές μας σχέσεις να συμβιώνουμε
με αλλογενείς, αλλόθρησκους, ανθρώπους
με άλλες συνήθειες και ήθη; Απειλούν την
κοινωνική μας συνοχή, την εθνική και πολιτιστική
μας ταυτότητα, την ασφάλεια μας, την ευημερία
μας; Η αναπόφευκτη εμπλοκή με παρόμοια
ερωτήματα συνιστά μείζονα δοκιμασία
για τις κατεστημένες και ιδεολογικά παγιωμένες
αντιλήψεις που είχαμε για τους ίδιους
μας τους εαυτούς. Όποιος έχει απέναντί
του έναν «άλλο», μοιραία θα αναμετρηθεί
με ερωτήματα γύρω από την δική του ταυτότητα,
ιδίως όταν έχει συνηθίσει να ζει σε ένα
περιβάλλον γλωσσικής, εθνοτικής και θρησκευτικής
ομοιογένειας, και βαυκαλίζεται με ιδεολογήματα
περί περιούσιου λαού και κληρονόμου αρχαιοελληνικών
επιτευγμάτων. Η νεοελληνική αμφιθυμία
γύρω από το ποιοι είμαστε -ένα εκκρεμές
που κινείται ταχύτατα μεταξύ φαντασιακής
μεγαλομανίας και απαξιωτικού αυτοοικτιρμού-
ενώ προϋπήρχε του μεταναστευτικού, παροξύνεται
από αυτό, καθώς το τελευταίο λειτουργεί
ως καθρέφτης που αντανακλά τον τρόπο
με τον οποίο βιώνουμε την εθνική μας ταυτότητα.
Ο τρόπος αυτός αλλάζει και εξαιτίας των
μεταναστών.
Συνεπώς
προτείνω να αντιμετωπίσουμε το μεταναστευτικό
ζήτημα όχι ως πρόβλημα προς επίλυση, αλλά
ως ένα πεδίο γύρω από το οποίο διανοίγεται
ένα ευρύτατο φάσμα κοινωνικών φαινομένων,
θέτοντας προκλήσεις αλλά και ευκαιρίες
για το μέλλον.
Β. Καταρχήν
ποιοι είμαστε εμείς, οι σημερινοί έλληνες
πολίτες, οι υπήκοοι του ελληνικού κράτους
και ποιοι είναι οι μετανάστες, αυτοί που
έρχονται από ένα άλλο κράτος, που είναι
πολίτες μιας άλλης κρατικής οντότητας
και που θέλουν να ζήσουν μαζί μας προσωρινά
ή μόνιμα. Μια προσπάθεια περιγραφής του
μεταναστευτικού φαινομένου πρέπει να
ξεκινήσει από την καταγραφή των διαφόρων
κατηγοριών μεταναστών με κριτήριο τις
νομικές κατηγορίες στις οποίες η ελληνική
πολιτεία κατατάσσει τους αλλοδαπούς.
Από την
σκοπιά του νομικού, η διάκριση μεταξύ
αλλοδαπού και ημεδαπού είναι καθοριστικής
σημασίας για την αντιμετώπιση που επιφυλάσσει
η ελληνική πολιτεία σε όσους διαμένουν
στην χώρα. Θεμέλιο αυτής της διάκρισης
είναι η κατοχή ή μη της ελληνικής Ιθαγένειας.
Αρκετά από τα συνταγματικά δικαιώματα
προϋποθέτουν την ιδιότητα του έλληνα
πολίτη, δηλαδή την ελληνική ιθαγένεια
που είναι ο νομικός δεσμός ενός ατόμου
με το ελληνικό κράτος.
Ο όρος
μετανάστης ή αλλοδαπός συνιστά έναν όρο
γένους που περιλαμβάνει πολλές και ποικίλες
νομικές κατηγορίες ανθρώπων που δεν έχουν
την ελληνική ιθαγένεια και που απολαμβάνουν
εντελώς διαφοροποιημένα και διακριτά
καθεστώτα απόλαυσης δικαιωμάτων. Με άλλα
λόγια όσοι έχουν εισέλθει νόμιμα στη
χώρα δηλαδή οι νόμιμοι μετανάστες υπάγονται
σε πολλές κατηγορίες και η ελληνική πολιτεία
τους επιφυλάσσει διαφορετική αντιμετώπιση.
Εκτός
από αυτούς, υπάρχει και μια
δεύτερη κατηγορία αλλοδαπών
φυσικών προσώπων που είναι εκείνοι
που εισέρχονται παράνομα στη χώρα(λαθρομετανάστες,
οικονομικοί πρόσφυγες)και διαμένουν
παράνομα σε αυτήν είτε εξαρχής, είτε διότι
έχει λήξει η άδεια διαμονής τους και δεν
έχει ανανεωθεί για διάφορους λόγους.
Το νομικό
καθεστώς των αλλοδαπών ρυθμίζεται
από το Σύνταγμα και το δίκαιο καταστάσεως
αλλοδαπών. Μεταξύ των αλλοδαπών πρέπει
να διακρίνουμε τους Ευρωπαίους πολίτες
-δηλαδή εκείνους που έχουν την υπηκοότητα
ενός κράτους μέλους της ΕΕ, οι οποίοι
σε μεγάλο βαθμό, ως προς τα δικαιώματα,
εξομοιώνονται με τους έλληνες-, από τους
υπηκόους τρίτων χωρών δηλαδή όσους δεν
είναι υπήκοοι κράτους μέλους της ΕΕ.
Ο ισχύον
ν. 3386/2005 ρυθμίζει τις προϋποθέσεις
και τις διαδικασίες νόμιμης
εισόδου και αδειοδότησης της
διαμονής αλλοδαπών τρίτων χωρών. Εισάγει
συνολικά 30 διαφορετικούς τύπους άδειας
διαμονής ανάλογα με το λόγο για τον οποίο
ένας αλλοδαπός ζητά να παραμείνει στην
Ελλάδα. Οι λόγοι αφορούν σε εξαρτημένη
εργασία ή ανεξάρτητη παροχή υπηρεσιών,
ελεύθερο επάγγελμα, σπουδές, έρευνα, επαγγελματική
κατάρτιση, ανθρωπιστικούς λόγους, οικογενειακή
επανένωση, άδειες μακροχρόνιας διαμονής
κλπ. Συνεπώς, οι κάτοχοι των αδειών συνιστούν
το νόμιμο μεταναστευτικό πληθυσμό που
προέρχεται από χώρες εκτός ΕΕ και έχει
κυρίως κίνητρα οικονομικά και σκοπό τον
βιοπορισμό ή την οικογενειακή επανένωση.
Μια ειδική κατηγορία είναι οι αλλοδαποί
δεύτερης γενιάς που γεννήθηκαν ή ήλθαν
στην Ελλάδα σε μικρή ηλικία, ενηλικιώθηκαν
εδώ, και εντάχθηκαν οι περισσότεροι στο
εκπαιδευτικό σύστημα. Αυτοί διαφέρουν
από τους γονείς τους, διότι η Ελλάδα είναι
συνήθως η μόνη χώρα που γνωρίζουν και
εδώ θέλουν οι περισσότεροι να ζήσουν.
Οι πολλές εκκρεμότητες που χαρακτηρίζουν
αυτή την κατηγορία(κυρίως ότι αντιμετωπίζονταν
ως οικονομικοί μετανάστες βραχείας διαμονής)
οδήγησαν τον νομοθέτη με το νόμο 3838/2010
να παράσχει σε όσους επιθυμούν την δυνατότητα
απόκτησης της ελληνικής ιθαγένειας. Είναι
ένα ζήτημα που θα εξετάσουμε και στην
συνέχεια.
Με στοιχεία
του Σεπτεμβρίου του 2009, όσοι διαθέτουν
άδεια διαμονής αγγίζουν τις 620.000, εκ των
οποίων οι 230.000 περίπου ανήκουν στους μετανάστες
δεύτερης γενιάς. Από το σύνολο των μεταναστών
το 70%(435.000) προέρχονται από την Αλβανία.
Σημαντική
μερίδα του αλλοδαπού πληθυσμού
που κατοικεί στην Ελλάδα είναι η
κατηγορία των ομογενών. Ως τέτοιοι
λογίζονται όσοι δεν έχουν ελληνική ιθαγένεια,
αλλά έχει κριθεί ότι διαθέτουν ελληνική
«εθνική καταγωγή» αλλά και εθνική συνείδηση.
Ο ομογενής αλλοδαπός σύμφωνα με την νομολογία
και την διοικητική πρακτική, πρέπει να
πληρεί αντικειμενικά κριτήρια καταγωγής,
τα οποία οφείλει να αποδεικνύει(γλώσσα,
θρησκεία, ιστορία) και στην συνέχεια να
πείσει τα αρμόδια όργανα για την εθνική
του συνείδηση. Οι ομογενείς διακρίνονται
σε τρις μεγάλες κατηγορίες με κριτήριο
το νομικό καθεστώς της διαμονής και μεταχείρισής
τους στην Ελλάδα. Η πρώτη κατηγορία είναι
οι ομογενείς από χώρες της πρώην Σοβιετικής
Ένωσης, οι οποίοι έτυχαν εξαρχής ευνοϊκής
μεταχείρισης με στόχο να αποκτήσουν γρήγορα
την ελληνική ιθαγένεια. Μέχρι σήμερα
200.000 από αυτούς έχουν αποκτήσει ελληνική
ιθαγένεια, ενώ 4.000 από αυτούς έχουν αποκτήσει
Ειδικό Δελτίο Ταυτότητας Ομογενούς διότι
δεν ήθελαν την ιθαγένεια, ενώ εκκρεμούν
περίπου 5.000 αιτήσεις για απόκτηση της.
Η δεύτερη
κατηγορία ομογενειακού πληθυσμού
είναι οι προερχόμενοι από την
Αλβανία. Σε αυτούς η πολιτική που εφαρμόστηκε
δεν κατέτεινε στην απόκτηση της ελληνικής
ιθαγένειας αλλά στην χορήγηση ειδικών
τίτλων-αδειών διαμονής και στην αναγνώριση
ενισχυμένων δικαιωμάτων σε σχέση με τους
άλλους αλλοδαπούς. Το 2006 η πολιτική αυτή
άλλαξε με αποτέλεσμα να αποκτήσουν την
ιθαγένεια περίπου 30.000 ομογενείς, ενώ
παραμένουν περίπου 206.000 με ειδικά Δελτία
Ταυτότητας Ομογενών. Η τρίτη κατηγορία
αφορά όσους δεν περιλαμβάνονται στις
παραπάνω κατηγορίες και διαθέτουν ειδικές
άδειες ομογενούς από άλλες χώρες που
εκδίδονται από αστυνομικές αρχές. Αυτοί
είναι περίπου 3.000. Το σύνολο λοιπόν των
αλλοδαπών με ειδικό καθεστώς ομογενούς
ανέρχεται στις 217.000.
Ως προς
τους Ευρωπαίους πολίτες εφόσον παραμείνουν
παραπάνω από τρις μήνες χρειάζονται-
αν και ελάχιστοι τηρούν τις προβλεπόμενες
διατυπώσεις- και αυτοί τίτλους διαμονής
από την αστυνομία. Οι μόνιμα διαμένοντες
πολίτες της ΕΕ στην Ελλάδα υπολογίζονται
στις 126.000.
Μια επίσης
σημαντική κατηγορία είναι οι
αλλοδαποί που απολαμβάνουν καθεστώτος
διεθνούς προστασίας και προστασίας για
ανθρωπιστικούς λόγους. Η πρώτη κατηγορία
περιλαμβάνει τους πρόσφυγες και όσους
εμπίπτουν στο καθεστώς επικουρικής προστασίας.
Πέραν της Σύμβασης της Γενεύης του 1951
και του Πρωτοκόλλου της Νέας Υόρκης του
1967 για τους πρόσφυγες, η ΕΕ στο πλαίσιο
της κοινής πολιτικής για το άσυλο έχει
εκδώσει μια σειρά οδηγίες οι οποίες έχουν
ενσωματωθεί στην εσωτερική έννομη τάξη
και οι οποίες καθορίζουν τις προϋποθέσεις
και διαδικασίες για την αναγνώριση ενός
προσώπου ως πρόσφυγα. Δικαίωμα παραμονής
στη χώρα έχουν και οι αιτούντες άσυλο
στους οποίους μπορεί να αναγνωριστεί
προσωρινά η δυνατότητα απασχόλησή τους.
Όσον αφορά το ανθρωπιστικό καθεστώς,
οι σχετικές ρυθμίσεις δεν ανάγονται στο
κοινοτικό καθεστώς αλλά εναπόκεινται
στην διακριτική ευχέρεια του κράτους
εφόσον διαπιστώσει ότι συντρέχουν λόγοι
ανθρωπιστικού χαρακτήρα στα ενδιαφερόμενα
πρόσωπα. Όλους τους παραπάνω τίτλους
διαμονής τους χορηγούν οι αστυνομικές
αρχές της χώρας. Μέχρι σήμερα το σύνολο
όσων έχουν αιτηθεί άσυλο είναι 46.000(Αύγουστος
2009), ενώ όσοι ανήκουν στα προηγούμενα
καθεστώτα είναι περίπου 2000. Η Ελλάδα κατέχει
το μικρότερο ποσοστό χορήγησης ασύλου(0,04%)
μεταξύ όλων των χωρών και αρνείται την
προσφυγική ιδιότητα σε ανθρώπους που
δικαιούνται διεθνούς προστασίας.
Τέλος,
σημαντική είναι η κατηγορία
των αλλοδαπών που διαμένουν
στην Ελλάδα, ωστόσο η διαμονή τους
δεν είναι νόμιμη. Όταν μιλάμε για
τους παράνομους μετανάστες εννοούμε
τους αλλοδαπούς που εισήλθαν και διαμένουν
παράνομα στην Ελλάδα χωρίς να τους έχει
αναγνωριστεί ένα καθεστώς νόμιμης διαμονής,
καθώς και εκείνοι που παραβίασαν τους
όρους της νόμιμης διαμονής που τους είχε
αναγνωριστεί στο παρελθόν και ανεξάρτητα
της κατηγορίας στην οποία υπάγονταν(ομογενείς,
πρόσφυγες, ανθρωπιστική προστασία, λήξη
και μη ανανέωση ετήσιας άδειας διαμονής
κλπ). Στην χώρα μας μεταξύ 1998 και 2007 έχουν
υλοποιηθεί διαδοχικά προγράμματα νομιμοποίησης
διαμονής με συνέπεια οι περισσότεροι
που διαμένουν παράνομα στη χώρα να μην
τους είχε αναγνωριστεί στο παρελθόν το
καθεστώς της νόμιμης διαμονής, ή να είχαν
υποβάλλει αίτημα ασύλου το οποίο απορρίφθηκε.
Στην Ελλάδα συλλαμβάνεται το 75% των παράνομα
εισερχομένων στην ΕΕ, γι’αυτό απαιτείται
μεγαλύτερη ενεργοποίηση της Frontex, της
υπηρεσίας της ΕΕ για την φρούρηση των
εξωτερικών συνόρων με την αποστολή πλοίων,
αεροπλάνων και ειδικευμένου προσωπικού
κυρίως στα ανατολικά σύνορά μας με την
Τουρκία. Κατά τα φαινόμενα η παράνομη
μετανάστευση πανευρωπαϊκά δεν είναι
εύκολο να ανακοπεί, ενώ ειδικά στην χώρα
μας έχει πλήρως εκφυλιστεί η διάκριση
μετανάστη από πρόσφυγα. Ειδικά η Ελλάδα
-και η Ιταλία- λόγω της γεωγραφικής της
θέσης διευκολύνει αφάνταστα το έργο των
οργανωμένων δικτύων διακίνησης λαθρομεταναστών.
Οι παράνομοι
μετανάστες απομακρύνονται από τη χώρα
με το θεσμό της διοικητικής απέλασης
για την εκτέλεση της οποίας ο μετανάστης
μπορεί να κρατηθεί εώς και 12 μήνες(άρθρο
48 ν. 3772/2009), ενώ μπορεί να απελαθεί ακόμα
και αν έχει ασκηθεί σε βάρος του ποινική
δίωξη για αδίκημα που τιμωρείται με στερητική
της ελευθερίας ποινή τουλάχιστον τριών
μηνών, παραβιάζοντας έτσι και την ΕΣΔΑ.
Στην πράξη η απέλαση εφαρμόζεται δύσκολα
όταν ο αλλοδαπός έχει μακροχρόνιους δεσμούς
με την χώρα(π.χ γεννήθηκε και μεγάλωσε
στην Ελλάδα ή είναι μακροχρόνια διαμένον)και
έτσι οι αστυνομικές και δικαστικές αρχές
επιδεικνύουν επιείκια, ενώ παραμένει
ανεκτέλεστη στις περιπτώσεις που οι αλλοδαποί
-συνήθως χωρίς ταξιδιωτικά έγγραφα-
προέρχονται από μη συνεργάσιμες χώρες1.
Οι συγκεκριμένοι αλλοδαποί παραμένουν
στη χώρα σε ένα ιδιόρρυθμο καθεστώς ανοχής
χωρίς δικαιώματα και χωρίς ουσιαστική
δυνατότητα αξιοπρεπούς επιβίωσης. Ουσιαστικά
είναι μη απελάσιμοι και χωρίς χαρτιά
και ως εκ τούτου πιεζόμενοι από την ανέχεια
και την εξαθλίωση εξωθούνται σε παράνομες
συμπεριφορές αλλά και γίνονται αντικείμενο
άγριας οικονομικής εκμετάλλευσης. Αξιόπιστα
στοιχεία για τον αριθμό των παράνομων
μεταναστών δεν μπορούν να υπάρχουν, καθώς
ο αριθμός συλλήψεων που αναφέρει η αστυνομία
αφορά σε επεισόδια και όχι σε άτομα. Το
Ινστιτούτο Μεταναστευτικής Πολιτικής,
με στοιχεία του 2008, τους υπολογίζει σε
200.000 με αυξητικές τάσεις με πλειοψηφία
τους αλβανούς πολίτες(ποσοστό 40%) και
σημαντικά ποσοστά από Αφγανιστάν, Ιράκ,
Πακιστάν, Σομαλία, Παλαιστίνη.
Συνοπτικά
και με βάση τα παραπάνω στοιχεία το
ποσοστό των αλλοδαπών που εισήλθαν στην
χώρα τα τελευταία είκοσι χρόνια προσεγγίζει
το 1.400.000 ανθρώπους, περιλαμβανομένων
των ομογενών που απέκτησαν την ελληνική
ιθαγένεια και όσων διαμένουν νόμιμα και
παράνομα. Η ύπαρξη αξιόπιστων στατιστικών
στοιχείων αποτελεί την αναγκαία βάση
για την οποιαδήποτε σοβαρή συζήτηση πάνω
στο θέμα.
Γ. Ένα
βασικό ερώτημα που ανακύπτει και προηγείται
της παρούσας συζήτησης για την απονομή
της ιθαγένειας σε μετανάστες δεύτερης
γενιάς είναι να εξετάσουμε ιστορικά και
εντελώς συνοπτικά τους όρους διαμόρφωσης
της εθνικής μας ταυτότητας από καταβολής
νεοελληνικού κράτους. Πολίτες σύμφωνα
με τα επαναστατικά συντάγματα του 1821,
λογίζονταν οι αυτόχθονες χριστιανοί
ορθόδοξοι καθώς και οι φιλέλληνες που
ήλθαν να συνδράμουν την επανάσταση. Μετά
τη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους
το 1830, ο ελληνικός εθνικισμός έθεσε το
στόχο της Μεγάλης Ιδέας δηλαδή της συμπερίληψης
στον εθνικό κορμό όσων ζουν εκτός
επικράτειας μιλούν την ελληνική γλώσσα
και είναι χριστιανοί δηλαδή των αλύτρωτων
ελλήνων. Από τότε υπήρχε αυτή η ιδιαιτερότητα
της διαίρεσης του έθνους μεταξύ όσων
ζουν εντός του κράτους και όσων διαμένουν
εκτός της επικράτειας, αλλά με σαφή αναγνώριση
του πολυπολιτισμικού χαρακτήρα της Μεγάλης
Ιδέας.
Η διαίρεση
αυτή απέκτησε οξύτητα στην Εθνοσυνέλευση
του 1844 λόγω της διαμάχης αυτοχθόνων-ετεροχθόνων,
αλλά και μετά την υποδοχή ενός τεράστιου
αριθμού προσφύγων στη μικρασιατική καταστροφή.
Το ελληνικό κράτος στην προσπάθειά του
να εντάξει στους κόλπους του όσους ενσωματώθηκαν
στην ελληνική κοινωνία μετά τους επιτυχημένους
Βαλκανικούς πολέμους και την υποδοχή
των προσφύγων, υιοθέτησε μια ευρεία και
ευέλικτη αντίληψη περί έθνους και υποδύθηκε
σε μια τεράστια προσπάθεια αφομοίωσης
του πληθυσμού που εισέρευσε στη χώρα,
προσπαθώντας παράλληλα να μειώσει τα
πραγματικά μειονοτικά μεγέθη(Τσάμηδες,
Βλάχοι, Αρβανίτες) όπου μπορούσε -ακόμα
και με αφαίρεση της ιθαγένειας στους
μειονοτικούς και στους κομμουνιστές
μετά τον εμφύλιο- και παράλληλα να εντείνει
τις προσπάθειες εθνικής και θρησκευτικής
ομογενοποίησης του πληθυσμού. Μετά την
οριστικοποίηση των συνόρων του έθνους
κράτους το 1923 και ειδικά μετά το δεύτερο
παγκόσμιο πόλεμο, η αντίληψη για το ποιός
είναι έλληνας συγκροτείται μέσα από ένα
συνδυασμό αποκλεισμών και υπερίσχυσης
κριτηρίων καταγωγής και εθνικής συνείδησης.
Επειδή
πάντα η εθνική ταυτότητα συγκροτείται
σε αντιπαράθεση με κάποιον «έτερο»
που προσλαμβάνεται ως εχθρός, από τα
χρόνια της επανάστασης του 1821, ως κυρίαρχη
αντίπαλη ετερότητα, θεωρήθηκε η οθωμανική
μουσουλμανική αυτοκρατορία και αργότερα
το τουρκικό έθνος. Από τότε το γένος -ένας
όρος συναισθηματικά φορτισμένος που
παραπέμπει στο προνεωτερικό σύνολο των
χριστιανών της οθωμανικής αυτοκρατορίας-
αποκτά κεντρική σημασία, καθώς η ιστορία
της ελληνικής ιθαγένειας μετά το 1923 σφραγίζεται
από την διάκριση ομογενείς-αλλογενείς.
Ομογενής χαρακτηρίζεται εκείνος που
έχει κοινή καταγωγή δηλαδή δεσμούς αίματος
με την ευρύτερη οικογένεια του έθνους.
Έτσι οι αλλοδαποί μπορεί να είναι είτε
ομογενείς, είτε αλλογενείς έχοντας διαφορετικές
πιθανότητες να αποκτήσουν την ελληνική
ιθαγένεια. Η καταγωγή είναι ένα στοιχείο
απόλυτο και συμπαγές που δεν αποδεικνύεται
και ως εκ τούτου δεν αμφισβητείται, όπως
η γλώσσα και η θρησκεία, ενώ είναι κατάλληλο
για σταθερές διακρίσεις και μόνιμους
αποκλεισμούς. Συνεπώς από την συνοπτική
αναδρομή στην ελληνική ιστορία από την
ίδρυση του κράτους μέχρι σήμερα έχουν
μεταβληθεί πολλές φορές οι κυρίαρχες
αντιλήψεις τόσο για το ποιος είναι έλληνας
όσο και για το ποιος είναι ξένος. Άλλοτε
κριτήριο της ελληνικότητας ήταν η θρησκεία(επαναστατικά
Συντάγματα, Συνθήκη Λωζάνης), άλλοτε η
γλώσσα(Κ.Παπαρηγόπουλος) και άλλοτε η
εθνική καταγωγή και συνείδηση. Αντίστοιχες
αλλαγές είχαμε και στον ορισμό του ξένου,
έτσι ώστε αρχικά να περιλαμβάνει τους
μουσουλμάνους τούρκους, κατόπιν τους
ορθόδοξους Βούλγαρους, μετά τις μειονότητες
εντός του κράτους και τέλος τους ξένους
μετανάστες. Κατά τούτο, οι αντιλήψεις
περί της εθνικής ταυτότητας ακολούθησαν
μια περίπλοκη ιστορική διαδρομή γεμάτη
αντιφάσεις και παλινωδίες. Συνεπώς η
εθνική μας ταυτότητα εξελίσσεται και
εξαιτίας των συναντήσεων μας με άλλους
πληθυσμούς οι οποίοι είναι φορείς πολιτισμού.
Με βάση τα παραπάνω, το ξενοφοβικό στερεότυπο
περί πολιτισμικής «αλλοίωσης» των ελλήνων
από τους μετανάστες αποτελεί μύθο, διότι
βασίζεται στο ιδεολόγημα της πολιτιστικής
μας «καθαρότητας», ενώ είναι σαφές ότι
τόσο η δικιά μας ιστορία όσο και η ιστορία
των περισσοτέρων λαών διαμορφώθηκε μέσα
από διασταυρώσεις και επικοινωνία με
άλλους λαούς.
Σήμερα
με τα νέα δεδομένα που έχουμε ενώπιόν
μας, γίνεται μια προσπάθεια με το νέο
νόμο για την ιθαγένεια να επιλυθεί μια
μεγάλη ιστορική αντίφαση. Πως είναι δυνατόν
ένα έθνος-κράτος που συγκροτήθηκε μέσα
από διαδοχικές αλλαγές συνόρων και επεκτάσεων,
που υποδέχθηκε μεγάλα μεταναστευτικά
και προσφυγικά ρεύματα και που διαπνεόταν
επί έναν αιώνα από μια αλυτρωτική πολιτική,
να υιοθετεί ως κριτήριο ιθαγένειας την
εξαιρετικά ασαφή και δύσκολα προσδιορίσιμη
έννοια της κοινής καταγωγής και του
δικαίου του αίματος. Υπό τις παρούσες
συνθήκες των μεταναστευτικών ρευμάτων
που εισρέουν και έχουν παγιωθεί στην
χώρα μας συνιστά αναχρονισμό να συγκροτείται
η ιδιότητα του πολίτη και το δικαϊκό πλαίσιο
της ιθαγένειας επί την βάση μιας σταθερής
και αναλλοίωτης εθνικής ταυτότητας που
βασίζεται στην καταγωγή και το αίμα.
Το ζήτημα
της ιθαγένειας και της αναγνώρισής
της πρέπει να πάψει να αντιμετωπίζεται
ως ένα ιδεολογικό φετίχ μέσω του
οποίου διαχειριζόμαστε κάτι πολύτιμο
και αναλλοίωτο. Είναι ένα ζήτημα
βαθύτατα πολιτικό, που συνδέεται
με το εκάστοτε εθνικό συμφέρον του κράτους(κοινωνική
συνοχή και ειρήνη) που παραχωρεί ή στερεί
ένα πρόσωπο από μια δυνατότητα και εξαρτάται
άρρηκτα από την ιστορική συγκυρία και
τα δεδομένα της μετανάστευσης στην εκάστοτε
χώρα. Γι’αυτό και τα περισσότερα ευρωπαϊκά
κράτη τροποποιούν τους κώδικες ιθαγένειάς
τους -κορυφαίο παράδειγμα η Γερμανία
με την εγκατάλειψη του δικαίου του αίματος
στον νέο κώδικα ιθαγένειας του 2000- και
τα κριτήρια που υιοθετούν για την απόκτησή
της. Μάλιστα το μεγαλύτερο ποσοστό Ευρωπαϊκών
χωρών- περίπου το 60%- παραχωρεί την ιθαγένεια
σε όσους έχουν γεννηθεί στη χώρα, είτε
αυτόματά, είτε μετά από 3 ή 5 χρόνια.
Μέχρι
πρότινος η Ελλάδα ήταν η μοναδική
χώρα που δεν είχε θεσμοθετήσει καμιά
ειδική ρύθμιση για την δεύτερη
γενιά μεταναστών. Σε αυτή την ανάγκη
απαντάει ο νόμος 3838/2010 παρέχοντας ιθαγένεια
στα τέκνα νόμιμων αλλοδαπών που έχουν
γεννηθεί στην Ελλάδα ή έχουν πάει για
έξι χρόνια σχολείο. Επιπλέον αναγνωρίζει
το δικαίωμα του εκλέγειν στους αλλοδαπούς
στις δημοτικές εκλογές -κάτι που κάνουν
οι μισές από τις 27 χώρες της ΕΕ- καθώς
και το δικαίωμα του εκλέγεσθαι σε θέσεις
δημοτικού συμβούλου, υπό ορισμένες προϋποθέσεις
που αφορούν κυρίως στην συμπλήρωση ορισμένου
χρόνου νόμιμης διαμονής στη χώρα. Έχει
αποδειχθεί ότι νομιμοποιώντας έναν μετανάστη
τον κάνεις περισσότερο παραγωγικό, τον
εντάσεις στο ασφαλιστικό και φορολογικό
σου σύστημα και εκμεταλλεύεσαι την παραγωγική
του δύναμη. Ειδικά όταν ο μετανάστης αποκτά
ιθαγένεια, αλλάζει πλήρως η στάση του
απέναντι στο κράτος.
Εντελώς
σχηματικά και για να διαπιστώσει
κανείς την ιστορική σχετικότητα των πραγμάτων
που φαντασιωνόμαστε ως απόλυτα και διαρκή,
μέχρι το 1923 έλληνας γινόσουν, μετά το
1923 έλληνας γεννιόσουν, ενώ σήμερα με το
νέο κώδικα έλληνας γεννιέσε αλλά και
γίνεσαι.
Δ. Οι παραπάνω
αναφορές επισημαίνουν τα πραγματολογικά
δεδομένα και τα νομικά χαρακτηριστικά
του μεταναστευτικού φαινομένου, δεν απαντούν
όμως στο ουσιαστικό ερώτημα των σχέσεων
μεταξύ του μετανάστη και του Έλληνα πολίτη.
Είναι σαφές ότι η μόνιμη παρουσία των
μεταναστών υπήρξε ιδιαίτερα αποκαλυπτική
για τους Έλληνες. Αποκάλυψε την σχετικότητα
των αξιών, των ηθών και των συνηθειών
μας και κυρίως ανέδειξε τον υποκριτικό
χαρακτήρα της διακηρυσσόμενης πίστης
μας στην καθολική ισότητα των ανθρώπων.
Επίσης, ανέδειξε τα δικαιοκρατικά ελλείμματα
της ελληνικής πολιτείας. Όσο ανοργάνωτη
και μεροληπτική είναι η διοίκηση απέναντι
στους έλληνες, τόσο χειρότερη είναι απέναντι
στους μετανάστες. Μολονότι ελάχιστοι
θα το ομολογούσαν δημοσίως, σε πολλές
συμπεριφορές μας αντικατοπτρίζεται η
αντίληψη ότι οι μετανάστες ως ξένοι είναι
ηθικά κατώτεροι από το ντόπιο πληθυσμό.
Γι’αυτό όταν η στυγερή οικονομική εκμετάλλευση,
η ρατσιστική βία και τα αρνητικά στερεότυπα
αφορούν σε μετανάστες, οι αντιδράσεις
μας χαρακτηρίζονται, στην καλύτερη περίπτωση,
από αμηχανία. Σταδιακά και χωρίς να το
έχουμε απόλυτα συνειδητοποιήσει, συνηθίσαμε
να αποδεχόμαστε ως απολύτως δικαιολογημένες
και αυτονόητες τις κοινωνικές διακρίσεις
μεταξύ των ανθρώπων με βάση την ελληνικότητά
τους ή μη. Αυτή η στάση πρέπει να αλλάξει.
Ο διάλογος με τον μετανάστη προϋποθέτει
πάντοτε μια προσπάθεια, μια κατάκτηση,
μια κοινή ηθική ως βάση συνύπαρξης. Αποδεχόμενοι
τις διαφορές και αναγνωρίζοντας την κοινή
μας ανθρωπιά και την κοινή μας ιδιότητα
του πολίτη, μπορούμε να ζούμε με τους
άλλους ανεξάρτητα από τις διαφορές που
μας χωρίζουν από αυτούς.
Αν συμφωνήσουμε
ότι οι μετανάστες δεν αποτελούν
εφήμερο και παροδικό φαινόμενο
αλλά ένα οργανικό κομμάτι της
ελληνικής κοινωνίας και
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου