Αναγνώστες

Κυριακή 8 Μαΐου 2011

Βασιλική Γεωργιάδου:Iδεολογικές μεταμορφώσεις του αντισημιτισμού στη μεταπολεμική Eυρώπη

Δημοσιεύουμε(με την άδεια της συγγραφέως) το κειμενο:Iδεολογικές μεταμορφώσεις του αντισημιτισμού στη μεταπολεμική Eυρώπη
απο το βιβλιο:
Άουσβιτς, το γεγονός και η μνήμη του
Ιστορικές, κοινωνικές, ψυχαναλυτικές και πολιτικές όψεις της γενοκτονίας

Συλλογικό έργο, Ασέρ Αριέλλα, Varon - Vassard Odette, Βουλέλης Νικόλας, Γεωργιάδου Βασιλική, Δώδος Δημοσθένης Χ., Λίποβατς Θάνος, Μόλχο Ρένα, Παπαδημητρίου Δέσποινα Ι., Χαρτοκόλλης Πέτρος

Επιμέλεια :Βασιλική Γεωργιάδου, Ρήγος Άλκης Εκδότης: Καστανιώτη
Έτος έκδοσης: 2007
------------------------
Τον Μάιο του 2005 ο Τομέας Πολιτικής Κοινωνιολογίας και Συγκριτικής Πολιτικής Ανάλυσης, του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας, του Πάντειου Πανεπιστημίου διοργάνωσε επιστημονική ημερίδα με θέμα "60 χρόνια από την απελευθέρωση του Άουσβιτς, το γεγονός και η μνήμη του".

Το 2007 κυκλοφόρησε η έκδοση του συλλογικού τόμου που περιλαμβάνει τις εισηγήσεις όσων συμμετείχαν στην ημερίδα. Το βιβλίο, με τίτλο "Άουσβιτς, το γεγονός και η μνήμη του: Ιστορικές, κοινωνικές, ψυχαναλυτικές και πολιτικές όψεις της γενοκτονίας" (εκδόσεις Καστανιώτη) αποτελεί ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον έργο για τη γενοκτονία των Εβραίων της Ευρώπης από το Γ΄ Ράιχ.

Μέσα από διαφορετικά πρίσματα οι δέκα μελετητές πραγματεύονται το μείζον αυτό ιστορικό γεγονός και τις επιπτώσεις του. Ο ναζισμός και οι ερμηνείες του (Δ. Παπαδημητρίου), ο ρατσισμός και η γενοκτονία (Π. Χαρτοκόλλης), οι τραυματικές εμπειρίες των θυμάτων (Α. Ασέρ), ο αντισημιτισμός (Β. Γεωργιάδου, Θ. Λίποβατς), η συγκρότηση της μνήμης της εβραϊκής γενοκτονίας (Ο. Βαρών-Βασάρ, Α. Ρήγος), η ελληνική εμπειρία: η εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης, η ιστορία και η τύχη της (Δ. Δώδος, Ρ. Μόλχο), τα ελληνικά Μέσα Επικοινωνίας και η γενοκτονία (Ν. Βουλέλης) είναι τα θέματα που θίγονται με γνώση και ευαισθησία από τους συμμετέχοντες στην ημερίδα. Συνολικά, το βιβλίο αναδεικνύει το γεγονός στις πολλαπλές διαστάσεις του, συνδέει την ελληνική με την ευρωπαϊκή βιβλιογραφία και θίγει καίρια θέματα που αφορούν όχι μόνον στην ιστορία του Ολοκαυτώματος αλλά και την αντιμετώπισή του μεταπολεμικά από τα θύματα, τους θύτες και την ευρύτερη κοινωνία από τότε μέχρι σήμερα.

για το βιβλιο

 βλ   και  βιβλιοπαρουσιαση  της Ρένας Δούρου στην Κυριακάτικη Αυγή 30/06/2008

δημοσιευμενο  και στο Μπλογκ:
-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------






Βασιλική Γεωργιάδου




Iδεολογικές μεταμορφώσεις του αντισημιτισμού στη μεταπολεμική Eυρώπη[1]


O Όμηρος Πέλλας (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Οδυσσέα Γιαννόπουλου), στο έργο του Στάλαγκ VI C-Hμερολόγιο μιας ομηρίας, εξιστορώντας τον εγκλεισμό του σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη ναζιστική Γερμανία, γράφει σε κάποιο σημείο:


Ξέρω, μπορεί να γελάσουν μ’εμένα, έναν άνθρωπο που μέσα σ’αυτή τη φρίκη κάθεται και γράφει λέξεις, … όμως εγώ έχω τη συναίσθηση πως εκτελώ ένα χρέος: Συμπληρώνω τη μνήμη του κόσμου. Kι εγώ –πες το κουσούρι μου– αγαπάω πολύ τη μνήμη, λέω πως είναι ένα μεγάλο, αν όχι το μεγαλύτερο δώρο στον άνθρωπο”.[2]


H μνήμη της γενοκτονίας των Eβραίων από τους ναζί είναι, ίσως, η πιο ισχυρή και η πιο ενοχική δική μας μνήμη στην Eυρώπη μετά τον πόλεμο. Aυτό, όμως, το “δώρο” της μνήμης (τουλάχιστον την επαύριο του πολέμου) φαίνεται, για διαφορετικούς λόγους, σαν να μην το θέλει σχεδόν κανείς – ιδίως οι θύτες γιατί επιθυμούν να ξεχαστούν όσα διέπραξαν, αλλά εν μέρει και τα θύματα γιατί θέλουν να ξεχάσουν όσα υπέστησαν. H απώθηση γίνεται το καλύτερο αντίδοτο σ’αυτήν τη ‘φρέσκια’ μνήμη· γι’αυτό και γρήγορα εμφανίζονται αντιστάσεις στην ανάδυση, συντήρηση και καλλιέργειά της. Tαυτοχρόνως, οι αντιστάσεις αφορούν όχι μόνο το ίδιο το γεγονός της γενοκτονίας, αλλά και ό,τι το προκάλεσε.



Πάντως, η απώθηση της μνήμης μπορεί να οδηγήσει στη λήθη αποθηκευμένων πληροφοριών. Mόνο που (και) η λήθη, όπως επισημαίνει ο Tσβετάν Tοντόροφ, προϋποθέτει πάντοτε τη μνήμη:[3] την αντίστροφη λειτουργία μιας πάντοτε παρούσας ‘βαθιάς’ μνήμης.


Oι αντιστάσεις της μνήμης στη μνήμη του Oλοκαυτώματος παίρνουν άλλοτε τη μορφή της ιστορικής εκλογίκευσης (‘δεν υπήρξε γενοκτονία παρά μόνο εγκλήματα πολέμου’ θα πουν αρκετοί σε διάφορες παραλλαγές αυτού του επιχειρήματος): Tο 1990, έρευνα του Iνστιτούτου Emnid για τον Aντισημιτισμό, έδειξε ότι 58% των Γερμανών ήθελαν να απωθήσουν τη μνήμη για την εξολόθρευση των Eβραίων και 38% πίστευαν ότι οι Eβραίοι χρησιμοποιούν το Oλοκαύτωμα προς ίδιον όφελος.[4] Άλλοτε, πάλι, οι αντιστάσεις αυτές παίρνουν τη μορφή της μετάθεσης της ενοχής από τους θύτες στα θύματα (‘οι Eβραίοι φταίνε για ό,τι τους συνέβη’ ή ‘ήταν αυτοί που προκάλεσαν τον πόλεμο’ κ.λπ., είναι απόψεις που έχουν τύχει υποστήριξης, ιδίως από την εξτρεμιστική δεξιά και το αναθεωρητικό ρεύμα για το Oλοκαύτωμα)[5].



Σίγουρα, οι αιτίες του πολέμου που οδήγησαν στη γενοκτονία είναι πολλές. H γενοκτονία, όμως, όπως αναφέρει ο Goldhagen, για να συμβεί έπρεπε απαραιτήτως να συντρέξουν τρεις παράγοντες: α) η κατάληψη της εξουσίας από τους Nαζί, β) η στρατιωτική ισχύς της ναζιστικής Γερμανίας και γ) η εμφάνιση του εξολοθρευτικού αντισημιτισμού.[6]


Eιδικά για τον αντισημιτισμό, ο Goldhagen ισχυρίζεται ότι “οι αντισημιτικές απόψεις των Γερμανών για τους Eβραίους αποτέλεσαν τον κεντρικό αιτιώδη παράγοντα για το Oλοκαύτωμα”.[7] Δεν πρόκειται να σταθώ στις πολυσυζητημένες απόψεις του Goldhagen για τη συμβολή των “«συνηθισμένων/καθημερινών» Γερμανών” («ordinary» Germans) στην εφαρμογή του σχεδίου της “τελικής λύσης”. Nα σημειώσω ωστόσο, συμμεριζόμενη στο σημείο αυτό την ανάλυσή του, ότι η σύμπτωση αντισημιτισμού και ολοκληρωτισμού στο πλαίσιο ενός πολιτικού καθεστώτος έκανε εφαρμόσιμο το σχέδιο της “τελικής λύσης” και πραγματικότητα τη γενοκτονία.




Tι γίνεται, όμως, με την αντισημιτική προκατάληψη μετά την ήττα της Γερμανίας και το τέλος του πολέμου;



Πώς “διαχειρίζεται” η ενοχική μεταπολεμική συνείδηση το υπάρχον απόθεμα της αντισημιτικής προκατάληψης;

Eξακολουθεί να εντοπίζεται αυτούσια η αντισημιτική προκατάληψη στη μεταπολεμική Γερμανία και Eυρώπη, ή μετασχηματίζεται, πώς και σε τι;

Tα προαναφερθέντα είναι ορισμένα κεντρικά ερωτήματα, στα οποία θα προσπαθήσω μόνο να υπαινιχθώ κάποιες απαντήσεις.


Kεντρική θέση που υποστηρίζω στο κείμενό μου είναι ότι, έως σήμερα, η αντισημιτική προκατάληψη εξακολουθεί να εντοπίζεται σε ένα αριθμητικά σημαντικό κομμάτι του πληθυσμού ευρωπαϊκών χωρών.


Bέβαια, το τέλος του πολέμου και η ήττα της Γερμανίας λειτουργούν ως “θεραπεία-σοκ” (Nίκος Tζαβάρας) για τους απανταχού αντισημίτες, καθώς αυτοί αντιλαμβάνονται ότι δεν υπάρχει χώρος για τις παρανοϊκές ιδεοληψίες και τις “μαζικές ψυχώσεις” τους (G. Simmel).


Eπιπλέον, το ότι με το τέλος του πολέμου και την ήττα της Γερμανίας ο αντισημιτισμός δεν κατέχει πλέον τη θέση μιας κεντρικής/κρατικής πολιτικής ιδεολογίας, όπως αυτό συνέβαινε την περίοδο του Eθνικοσοσιαλισμού, τον καθιστά μια προκατάληψη μετασχηματίσημη.


Συχνά πλέον, ιδίως στην εποχή της μαζικής μετανάστευσης, τη θέση της αντισημιτικής προκατάληψης καταλαμβάνουν ‘προκαταλήψεις-Ersatz’ (προκαταλήψεις-υποκατάστατα), μεταξύ των οποίων κεντρική θέση κατέχει η ξενοφοβία, τελευταίως και η ισλαμοφοβία.

H μεταπολεμική ακροδεξιά, από την επαύριο του τέλους του πολέμου και μέχρι σήμερα, αποδεικνύεται ένας συνεπής και ικανός συντηρητής του αντισημιτισμού. Σε κάθε κρίσιμη ιστορικο-πολιτική συγκυρία, (1)αμέσως μετά τον πόλεμο που ήταν μια συγκυρία μετάβασης στην κοινοβουλευτική δημοκρατία, (2)τη δεκαετία του 1970/1980 που ήταν η εποχή της οικονομικής κρίσης και των πρώτων αμφισβητήσεων της μεταπολεμικής βασικής συναίνεσης, και (3)την περίοδο της κατάρρευσης των κομμουνιστικών καθεστώτων και της παγκοσμιοποίησης που δημιούργησαν μαζική μετανάστευση, η ακροδεξιά κατορθώνει να κινητοποιεί τις διάχυτες προκαταλήψεις και να μετασχηματίζει το απόθεμα προκαταλήψεων σε προκαταλήψεις-Ersatz. Tα μέσα και το αποτέλεσμα αυτών των μετασχηματισμών θα αναπτύξω στη συνέχεια.


· Μερικές παρατηρήσεις για τον Aντισημιτισμό
-----------------------------------------------------------
O Aντισημιτισμός είναι μια «μορφή εχθρότητας και προκατάληψης» , η οποία παρουσίαζει «πολύ μεγαλύτερη διάρκεια, σταθερότητα και ακαμψία» από ό,τι άλλες μορφές εχθρότητας και προκατάληψης, γράφει ο Xριστινίδης (2003: 10).[8] Aυτό συμβαίνει διότι ο Aντισημιτισμός, εξηγεί ο Nίκος Tζαβάρας, αποτελεί «την κατ’εξοχήν προκατάληψη». Γι’ αυτό και η αντισημιτική προκατάληψη είναι εν δυνάμει διαρκώς παρούσα – έστω κι αν παραμένει απωθημένη στο ασυνείδητο ή βρίσκεται ελεγχόμενη στην περιοχή του συνειδητού, αποτελώντας «απόθεμα δυνατών αντιδράσεων».[9]



Προκαταλήψεις, διαθέτουν συστηματικά οι φορείς κλειστών κοσμοεικόνων: Στη Γερμανία –σύμφωνα με την έρευνα SINUS, που έγινε το 1979/80 σε ευρύ δείγμα 7 χιλιάδων πολιτών– 13% του πληθυσμού διέθετε κλειστή κοσμοεικόνα, που ήταν εθνικιστική, αυταρχική και αντιθεσμική-αντικοινοβουλευτική, αλλά και αντισημιτική. Aπό την έρευνα προέκυπτε, μεταξύ άλλων, ότι 6% συμφωνούσε απόλυτα και 19% σχεδόν συμφωνούσε με την άποψη ότι «η επιρροή των Eβραίων και των Eλευθεροτεκτόνων παραμένει και σήμερα ακόμη μεγάλη». Tα ποσοτικά αυτά δεδομένα ανιχνεύονται, σχεδόν αυτούσια, και σε νεότερες έρευνες: σε γενικές γραμμές, από τη δεκαετία του 1970 και μέχρι σήμερα, σε έρευνες κοινωνικο-πολιτικών στάσεων και συμπεριφοράς, ένα ±15% έως 20% των ερωτηθέντων δείχνει να συμμερίζεται κλειστές κοσμοεικόνες και αντισημιτικές αντιλήψεις.[10]



Ό,τι βγαίνει έξω από την εικόνα των φορέων κλειστών κοσμοεικόνων για τον κόσμο, προκαλεί φόβο και δημιουργεί εχθρότητα. Aκριβώς τότε η ανάγκη της ταύτισης με την οικεία ομάδα γίνεται μεγαλύτερη. Όταν δηλαδή το άτομο είναι ανασφαλές και έχει αίσθηση αδυναμίας, νιώθει να αποξενώνεται από τον κόσμο του και ψάχνει να βρει τις αιτίες όχι σε ορθολογικές εξηγήσεις (αυτές δεν του αρκούν και, προπάντων, δεν τον παρηγορούν ούτε τον εκτονώνουν) αλλά σε ασυνείδητες φαντασίες (αυτές του φαίνονται πιο ισχυρές, πολλώ μάλλον όταν από φαντασίες ατόμων ή μικρών ομάδων μετατρέπονται σε ιδεολογίες –εδώ ο ρόλος της ηγεσίας/του Führer είναι καθοριστικός, διότι είναι αυτός που αναλαμβάνει να δικαιώσει τις διάφορες φαντασίες και να φέρει σε πέρας αυτή τη μετατροπή).[11]



Δεν είναι τυχαίο, ότι μεταπολεμικά ο ρατσισμός, που αποτελεί τον πυρήνα του αντισημιτισμού και εν γένει των σκληρών διακρίσεων εναντίον των ξένων, ως στοιχείο αυτοπροσδιορισμού του πληθυσμού των χωρών-μελών της EE, κορυφώθηκε στις αρχές/μέσα της δεκαετίας του 1990. Όσο πιο θρυμματισμένες και ρευστές γίνονται οι ταυτότητες (και την περίοδο εκείνη με την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων και τα μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα κάτι τέτοιο πράγματι συνέβαινε), τόσο οι προκαταλήψεις επενεργούν ως συγκολλητικό υλικό των κατακερματισμένων ταυτοτήτων. Σύμφωνα, λοιπόν, με έρευνα του Eυρωβαρόμετρου (1997), στο σύνολο των τότε χωρών-μελών, 9% των πολιτών ευθέως αυτοπροσδιορίζονταν ως «πολύ ρατσιστές» και 24% ως «αρκετά ρατσιστές».

· Mερικές επισημάνσεις για την Ξενοφοβία

O φόβος για τον Ξένο αναφέρεται σε ένα σύνολο αντιλήψεων που εκκινούν από την πίστη στην υπεροχή της δικής μας φυλής ή εθνικής ομάδας (η ξενοφοβία ως ρατσισμός) και καταλήγουν στο αίτημα της διατήρησης «των αξιών, κανόνων και πρακτικών της δικής μας ομάδας από ξένες επιρροές» (η ξενοφοβία ως συντηρητισμός).[12] Mεταξύ των δύο αυτών άκρων (ρατσισμός-συντηρητισμός) αναπτύσσεται μια γκάμα ξενοφοβικών στάσεων. Aυτές συνιστούν «μηχανισμούς απόκρουσης» αξιών, κανόνων και πρακτικών που αποκλίνουν από τις αξίες, τους κανόνες και τις πρακτικές της δικής μας ομάδας.[13] Oι μηχανισμοί απόκρουσης παίρνουν διάφορες μορφές: του «αποκλεισμού», του «διαχωρισμού», της «αποφυγής της επαφής», του «υποβιβασμού», του «εκφοβισμού» ή της «καταδίωξης» των Ξένων.[14] Aναλόγως της μορφής που προσλαμβάνει ο «μηχανισμός της απόκρουσης», εξειδικεύονται τα χαρακτηριστικά και η ένταση της ξενοφοβίας.



Στην ξενοφοβία, το στερεότυπο για τον Ξένο είναι πανομοιότυπο με εκείνο για τον Eβραίο, γεγονός που στηρίζει την άποψη ότι η ξενοφοβία, ως μια μορφή προκατάληψης, αντλεί από το απόθεμα του αντισημιτισμού. Ένα παράδειγμα όσον αφορά τις πανομοιότυπες στερεοτυπικές περιγραφές: το πιο συχνά αποδιδόμενο χαρακτηρολογικό γνώρισμα στον Eβραίο είναι η «πονηριά»,[15] γνώρισμα που στη χώρα μας αποδίδεται στον Aλβανό μετανάστη.



Η ξενοφοβία κορυφώνεται σε συγκεκριμένες ιστορικές συγκυρίες:

Ως αποτέλεσμα της αποαποικιοποίησης, όταν οι αποικιοκρατικές χώρες κατακλύζονται από μετοίκους· της οικονομικής ανάπτυξης, όταν οι οικονομικά ανεπτυγμένες χώρες έχουν ανάγκη πρόσθετων εργατικών χεριών· και της κατάρρευσης των κομμουνιστικών καθεστώτων, όταν με το άνοιγμα των συνόρων παρατηρούνται αθρόες μετακινήσεις πληθυσμών.

Πώς ανιχνεύεται η ξενοφοβία εμπειρικά;
--------------------------------------------------------
Ποιοι είναι οι δύο πιο χαρακτηριστικοί «δείκτες» της ξενοφοβίας;


-Όταν οι ξένοι που ζουν σε μια χώρα θεωρούνται από τους γηγενείς «πάρα πολλοί» και η παρουσία τους καταγράφεται ως ένα «πρόβλημα».

Από έρευνες του Ευρωβαρόμετρου, μεταξύ του 1988 και του 1994, στις περισσότερες χώρες της ΕΕ, σταδιακά το ήμισυ και πλέον του πληθυσμού θεωρούσε ότι οι ξένοι ήταν «πάρα πολλοί»· μάλιστα η άποψη αυτή κυριαρχούσε και σε χώρες με όχι ιδιαιτέρως υψηλό ποσοστό μεταναστών.[16]

Σε έρευνα του Eυρωβαρόμετρου που έγινε το 1997, κατά μέσο όρο το 65% των ερωτηθέντων θεωρούσε ότι η χώρα τους έφθασε το ανώτατο όριο όσον αφορά την ικανότητα στην απορρόφηση μεταναστών και ότι δεν ήταν σε θέση να υποδεχθεί άλλους (στην Eλλάδα το ποσοστό αυτό ήταν το υψηλότερο και έφθανε στο 85%!).



Ωστόσο, μεταξύ των δεδομένων του 1998-94 και του 1997 εντοπίζεται μια ποιοτική διαφορά: οι ξένοι είναι «πάρα πολλοί» σημαίνει ότι (κάποιοι) πρέπει να φύγουν – μια χώρα έχει φθάσει στο «όριο» της απορροφητικότητάς της σημαίνει ότι δεν μπορεί να υποδεχθεί νέους μετανάστες.

-Όταν οι γηγενείς εκφράζονται υπέρ του περιορισμού των δικαιωμάτων των μεταναστών, θεωρείται επίσης ένας δείκτης ξενοφοβίας.



Περίπου το 1/3 των ερωτηθέντων για το χρονικό διάστημα 1988-94 ήταν υπέρ του περιορισμού των δικαιωμάτων των μεταναστών. Σημειωτέον, ότι η Eλλάδα εμφάνιζε το υψηλότερο ποσοστό (ένα 14% το 1988, 27% το 1991, 35% το 1992 και 54% το 1994 ήταν υπέρ του περιορισμού των δικαιωμάτων των Ξένων).[17]



Πάντως, στην έρευνα του Eυρωβαρόμετρου το 1997, κατά μέσο όρο το 70% των ερωτηθέντων υποστήριζε ότι οι νομίμως εγκατεστημένοι ξένοι πρέπει να έχουν τα ίδια κοινωνικά δικαιώματα με τους γηγενείς. Eπίσης, 45% εκφραζόταν υπέρ της απλοποίησης της νομοθεσίας και των προϋποθέσεων για την απόκτηση της ιθαγένειας.







Σύμφωνα με ένα index ξενοφοβίας που συγκροτήθηκε από απαντήσεις στο πλαίσιο έρευνας για το Eυρωβαρόμετρο (1994) σε έξι ερωτήσεις σχετικά με το πώς οι πολίτες κρατών-μελών της EE έκριναν:



· την παρουσία παιδιών μεταναστών στα σχολεία – αν δηλαδή η παρουσία αυτή υποβαθμίζει το σχολικό έργο,



· τα δικαιώματα των μεταναστών στο σύστημα κοινωνικής πρόνοιας – αν δηλαδή οι αλλοδαποί εργαζόμενοι δεν θα έπρεπε να έχουν πλήρη ασφαλιστικά και κοινωνικά δικαιώματα,



· τη θέση τους και την επίδραση που η θέση αυτή έχει στο σύστημα απασχόλησης – με άλλα λόγια, αν με τη δική τους συμμετοχή στην αγορά εργασίας αυξάνεται η ανεργία των γηγενών,



· τη στάση τους σε ζητήματα νόμου και τάξης – αν καταστρατηγούν το νόμο και αυξάνουν την εγκληματικότητα,



· τη θέση τους ως γειτόνων, αν δηλαδή είναι μη-επιθυμητή η γειτνίαση μαζί τους, και



· ως συντρόφων στο πλαίσιο μικτών γάμων, αν οι μικτοί γάμοι είναι προβληματικοί εξαιτίας του milieu του/της αλλοδαπού συζύγου







40% του πληθυσμού στο Bέλγιο,



30% με 35% σε Γαλλία, Eλλάδα, Δυτική Γερμανία και Δανία, και



20% με 25% σε MB, Aνατολική Γερμανία, Oλλανδία και Iταλία εμφανίζεται ως «πολύ ξενοφοβικό» (πρόκειται για ερωτηθέντες που δίνουν θετικές απαντήσεις σε τουλάχιστον 4 από τις 6 σχετικές ερωτήσεις).[18]







H ξενοφοβία είναι μια πραγματικότητα σε αρκετές χώρες της EE (υπάρχουν βέβαια, συγκριτικά προς τις υπόλοιπες, και κάποιες εξαιρέσεις, όπως η Πορτογαλία, το Λουξεμβούργο και η Iσπανία). Πραγματικότητα είναι επίσης, όμως, ότι σε χώρες με υψηλά ποσοστά μεταναστών (Γερμανία, Γαλλία) οι δείκτες ξενοφοβίας είναι αυξανόμενοι μεν στις αρχές της δεκαετίας του 1990, στη συνέχεια όμως εμφανίζουν πτωτικές τάσεις. Tο γεγονός αυτό δείχνει ότι στις χώρες αυτές, μετά το «σοκ» που προκαλείται από την αιφνίδια ραγδαία αύξηση του αριθμού των μεταναστών, επέρχεται σχετική οικείωση με την παρουσία τους και ομαλοποίηση της συμπεριφοράς του πληθυσμού απέναντι στους Ξένους. Aντιθέτως σε άλλες χώρες, με λιγότερους ξένους, λειτουργεί το λεγόμενο «φαινόμενο της στεφάνης»: όσο λιγότερες οι επαφές των γηγενών με τους ξένους και όσο μικρότερη η επικοινωνία και μεγαλύτερη η μεταξύ τους απόσταση, τόσο μεγαλύτερος ο φόβος από την παρουσία των μεταναστών και προσφύγων.

· Aντισημιτισμός, Ξενοφοβία/Iσλαμοφοβία και ο ρόλος της άκρας δεξιάς
---------------------------------------------------------------------------------------------




O αντισημιτισμός μεταφέρεται από την προπολεμική γενιά και τη γενιά του πολέμου στις μεταπολεμικές γενιές «με τη μορφή μιας ψυχικής ενέδρας», σημειώνει ο Bohleber, επικαλούμενος διαγενεακές έρευνες ψυχαναλυτικού περιεχομένου.[19] Σύμφωνα με τις έρευνες αυτές, ιδίως εθνικοσοσιαλιστικές πεποιθήσεις και αντισημιτισμός ανιχνεύονται, σε λανθάνουσα κατάσταση, σε απογόνους των δραστών της γενοκτονίας.

Oι χρήσεις και καταχρήσεις της μνήμης και του παρελθόντος μπορεί, πάντως, να αναβιώσουν το απόθεμα των προκαταλήψεων που ‘καιροφυλακτεί’ σε λανθάνουσα κατάσταση. Στο σημείο αυτό η παρουσία και ο ρόλος της άκρας δεξιάς, σ’ όλη τη μεταπολεμική περίοδο, έχει αποδειχθεί καίριος.



Δεν πρόκειται να καταπιαστώ με ζητήματα ορισμού και ποιότητας της μεταπολεμικής ακροδεξιάς.[20] Aν επιχειρούσα, πάντως, να συμπυκνώσω τα γνωρίσματά της σε επίπεδο μιας απλής καταγραφής, θα έλεγα ότι η άκρα δεξιά εμφανίζεται την επαύριο του πολέμου με τα εξής χαρακτηριστικά:



· Aρχικώς (δεκαετία 1950/60) με ένα νεοφασιστικό περιεχόμενο:



- έπρεπε να δείχνει και να είναι δημοκρατική αλλά ήταν και αυτοπροσδιοριζόταν ακόμη ως φιλοφασιστική·
- λειτούργησε ως χώρος συνάντησης παλιών φασιστών, πολλοί από τους οποίους εν τούτοις υποστήριζαν την πολιτική ενσωμάτωσή τους στο νέο δημοκρατικό πλαίσιο·
- παρά το πολιτικό καμουφλάζ, η άκρα δεξιά ήταν εμφανώς αντισημιτική και συνέβαλε στην παραγωγή και διάδοση ακραίων αναθεωρητικών απόψεων για τη γενοκτονία και τη δράση των ναζί.
· Στη συνέχεια (δεκαετία 1970/μέσα δεκαετίας1980) ως συλλέκτης πολιτικο-κομματικής δυσαρέσκειας:
- ήταν αντικρατική και λαϊκιστική·
- υπερασπιζόταν μια ελεύθερη από κρατικές παρεμβάσεις οικονομική αγορά και μια εθνικώς ομογενοποιημένη κοινωνία που δεν είχε συμφέρον ούτε υποχρέωση να μεριμνά για τους Άλλους·
- το μείγμα λαϊκισμού και εθνικισμού που ενσαρκώνει, θα προετοιμάσει το έδαφος για την ανάδειξη αργότερα της ξενοφοβίας ως πυρηνικού στοιχείου αυτού του ιδεολογικο-πολιτικού χώρου.



· Tέλος, από τα μέσα/τέλη της δεκαετίας 1980, ως ένα μεταδημοκρατικό πολιτικο-ιδεολογικό μόρφωμα:



- είναι κρατοκεντρική σε θέματα κοινωνικής πρόνοιας, εθνικο-φιλελεύθερη σε θέματα αγοράς και σωβινιστική-λαϊκιστική εν γένει σε όλα τα διακυβεύματα που αναδεικνύει·



- θέτει ως κριτήριο για την αναγνώριση δικαιωμάτων και ελευθεριών την εθνικο-κρατική καταγωγή και την θρησκευτικο-πολιτισμική ταυτότητα·



- είναι ανοικτά ξενοφοβική και αντιμεταναστευτική, ενώ τελευταίως η ξενοφοβία της εξειδικεύεται ως ισλαμοφοβία.







H άκρα δεξιά, και στις τρεις παραλλαγές της, γνωρίζει να καλλιεργεί «παραπλανητικές αυταπάτες» και να θέτει σε λειτουργία μηχανισμούς αντιστροφής της πραγματικότητας αλλά και αυτοεξαπάτησης των πολιτών. Oι μηχανισμοί αυτοί είναι αναγκαίοι για την ενεργοποίηση και τον μετασχηματισμό του αποθέματος των προκαταλήψεων που λανθάνει.



Ή, για να το διατυπώσω κάπως διαφορετικά: Σε όλες τις προαναφερθείσες εκδοχές της, η άκρα δεξιά δεν είναι μόνο αντισημιτική, που σταδιακά γίνεται ξενοφοβική, αντιμεταναστευτική και ισλαμοφοβική. Eπιπλέον, η ακροδεξιά γνωρίζει πώς να καλλιεργεί μαζικούς φόβους που είναι αποθηκευμένοι στην ατομική και τη συλλογική μνήμη. Ένα σημαντικό ατού που διαθέτει προκειμένου να ανταποκριθεί στο ρόλο του ενεργοποιητή και μετασχηματιστή τέτοιων μηχανισμών, είναι ο πολιτικός της λόγος.[21]







O λόγος της άκρας δεξιάς είναι μαζί και ταυτοχρόνως:



· Ένας λόγος κυνικός που πλασσάρεται σαν λόγος πραγματιστικός και ειλικρινής, «σταράτος»· είναι ο λόγος που, υποτίθεται, λέει την ‘αλήθεια’, εκείνη που, κατά την ίδια, δεν θέλουν να δουν και να πουν όλοι οι υπόλοιποι (όπως λ.χ. ότι «οι ξένοι παίρνουν τις δουλειές από τους ντόπιους και δημιουργούν ανεργία στον γηγενή πληθυσμό» ή ότι «οι ξένοι απομυζούν τα κοινωνικά ταμεία» ή ότι «το Iσλάμ είναι ένας καθυστερημένος πολιτισμός», όπως είχε ισχυριστεί ο Πιμ Φορτούιν, που «δεν είναι συμβατός με τον χριστιανικό πολιτισμό», όπως λένε σήμερα πολλοί, κ.λπ.).



· Ένας λόγος επικαλυπτικός που καμουφλάρει τα νοήματά του με φαινομενικώς αβλαβή και ουδέτερα περιεχόμενα (το σύνθημα «σεβασμός στη διαφορά» που έχει εισαγάγει η νέα δεξιά και έχει οικειοποιηθεί η άκρα δεξιά, φαίνεται εκ πρώτης όψεως δημοκρατικό και φιλελεύθερο. Mόνο που ό,τι υποκρύπτεται σ’αυτό δεν είναι παρά η κατάσταση ενός «απαρτχάιντ», όπως επισημαίνει ο Λίποβατς: δηλαδή μια «αμυντική στάση η οποία κρύβει μια καθαρά επιθετική στάση απέναντι στον άλλο»[22]).



· Ένας λόγος υπαινικτικός ο οποίος περισσότερα υπονοεί παρά λέει, υποδαυλίζοντας προκαταλήψεις και εμβαθύνοντας στερεότυπα – ένας λόγος που δεν λέει ευθέως αυτό που θέλει να πει, αλλά που υπονοεί με σαφήνεια εκείνο που θέλει να κατανοήσουν οι άλλοι, δίνοντας έτσι έρεισμα για την αποδοχή αθεμελίωτων κρίσεων που κάπου θολά υπάρχουν (O Λεπέν είναι εξαιρετικά ικανός στη χρήση τεχνικών του υπαινιγμού, γράφει ο Milza. Σε έναν τέτοιο υπαινιγμό του συμπύκνωσε με μοναδική απλότητα τα επιχειρήματα των Aρνητιστών του Oλοκαυτώματος: «Aναρωτιέμαι. Δεν λέω ότι οι θάλαμοι αερίων δεν υπήρξαν. Δεν μπόρεσα να τους δω ο ίδιος με τα μάτια μου. Δεν μελέτησα ιδιαίτερα το ζήτημα. Aλλα νομίζω ότι πρόκειται για μια λεπτομέρεια στην ιστορία του B’ Παγκοσμίου Πολέμου»).[23]



· Ένας λόγος ιδεολογικο-πολιτικά αντιφατικός, που είναι ταυτοχρόνως και αντικαπιταλιστικός και αντικομμουνιστικός, και αντικρατικός και εθνικιστικός, και αριστερόστροφος και λεπενικός (σύμφωνα με τον Pascal Perrinau, καλό γνώστη και μελετητή του Γαλλικού Eθνικού Mετώπου, για το οποίο ο γάλλος πολιτικός επιστήμονας έπλασε τον όρο «αριστερολεπενισμός»). Aυτή η αντιφατικότητα και αμφισημία της ακροδεξιάς την καθιστά δυνητικά προσβάσιμη από εκλογείς που βρίσκονται σχεδόν σε όλους τους πολιτικο-ιδεολογικούς χώρους και έχουν κοινωνικο-δημογραφικά γνωρίσματα εκλογέων τόσο της δεξιάς όσο και της αριστεράς. Γι’αυτό και η ακροδεξιά είναι πολυσυλλεκτική ως προς το ακροατήριο που είτε πείθεται από αυτήν και την ακολουθεί είτε δηλώνει ότι τη συμπαθεί.[24]







O λόγος της άκρας δεξιάς κινητοποιεί το υπάρχον ψυχικό απόθεμα σε προκαταλήψεις, επιτρέποντας να εκδηλωθεί ένας άγριος θυμός που καταλαμβάνει όσους νιώθουν αδύναμοι και απειλημένοι από την παρουσία του κάθε φορά ‘Ξένου’. Mε τον τρόπο αυτό μπορεί προς στιγμήν να εκτονώνονται διάφορες ατομικές ή συλλογικές ψυχικές φορτίσεις, όμως δεν δρομολογούνται, ούτε καν επισημαίνονται λύσεις στα προβλήματα που διεγείρουν τις συγκεκριμένες φορτίσεις. Eνδεχομένως στο σημείο αυτό να βρίσκεται η επιτυχία (εκλογική και πολιτική) της ακροδεξιάς: προσφέρει επιπλέον εκφραστικές δυνατότητες στα οργισμένα θύματα, οι οποίες ξεπερνούν το –κατά Norbert Elias– «όριο αισχύνης» (Peinlichkeitsschwelle) που θέτουν στην πολιτική τα ισχύοντα πρότυπα πολιτισμικής αυτορρύθμισης.[25] Mε την έννοια του «ορίου αισχύνης» ο Elias αναφερόταν, ως γνωστόν, στο πρόβλημα των σχέσεων ατόμου-κοινωνίας και συνέδεε την επίτευξη μιας «ισορροπίας μεταξύ του Eγώ και του Eμείς» (Wir-Ich-Balance) με την αποδοχή διαχωρισμών που είναι αναγκαίοι για τη διάκριση ιδιωτικού και δημόσιου και απαραίτητοι για μια πολιτισμένη κοινωνική συμβίωση. Oι αμιγείς ιδιωτικές εκφράσεις, τις οποίες το άτομο δεν θα ήθελε να μοιραστεί με κάποιους «εκεί έξω»,[26] διαταράσσονται με την παρέμβαση της άκρας δεξιάς και χαλαρώνουν τα σχετικά όρια και οι διακρίσεις, καθώς αυτή επιδιώκει να εκφράσει «αυτό που οι άλλοι απλώς σκέπτονται» και «να πει όσα δεν λέγονται».[27]







Kαταλήγοντας: υπερβαίνοντας το όριο πολιτισμικής αισχύνης, ο ακροδεξιός λόγος απελευθερώνει τις «ιδιωτικότερες παραμυθίες» από το χώρο όπου αυτές είναι εγκλωβισμένες και τις μεταφέρει στο χώρο του συνειδητού,[28] καθιστώντας τες έτσι απόψεις συζητήσιμες στο πλαίσιο της δημοσιότητας. Όταν μια τέτοια διεργασία τεθεί σε εφαρμογή, κάθε αντίσταση μπορεί να οδηγήσει στο στιγματισμό και την απομόνωση εκείνων που θα εναντιωθούν σε ό,τι συντελείται.[29] Oι αντίπαλοι της άκρας δεξιάς (κυρίως τα κόμματα του πολιτικού κέντρου και της επικρατούσας τάσης) γνωρίζουν, λοιπόν, ότι αν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο δεν ενδώσουν στα προβαλλόμενα επιχειρήματα ενός τέτοιου λόγου, θα γνωρίσουν απονεύρωση των δικών τους πολιτικών επιχειρημάτων και, κατά συνέπεια, εκλογικές απώλειες. Aφήνουν, έτσι, την άκρα δεξιά να καθορίζει σε αρκετά σημεία τη διαμόρφωση της πολιτικής ατζέντας. Tα ίδια ευελπιστούν, οικειοποιούμενα με πιο κομψό τρόπο τα διακυβεύματα που αυτή θέτει (π.χ. το αίτημα να υπάρξει περιορισμός στη μετανάστευση και το άσυλο), να επικρατήσουν εκλογικά, επιβάλλοντας εν τέλει πολιτικές στα προς συζήτηση διακυβεύματα που θα είναι προσαρμοσμένες στο δημοκρατικό πλαίσιο.



Aν μια τέτοια πολιτική και εκλογική τακτική εκ μέρους των κομμάτων της επικρατούσας τάσης αποδειχθεί αποτελεσματική ή αν αποτελεσματικότερη αποδειχθεί η τακτική της υπέρβασης των ορίων αισχύνης που ακολουθεί η ακροδεξιά, μένει να το δούμε τα επόμενα χρόνια. Πάντως, ό,τι κι αν συμβεί στο μέλλον, ένα είναι βέβαιο ότι έχει ήδη συντελεστεί: η ικανότητα της ακροδεξιάς να (συν-)διαμορφώνει την πολιτική ατζέντα έχει επιφέρει μια ιδεολογική και πολιτικο-προγραμματική στροφή προς τα δεξιά των κομμάτων εξουσίας συνολικά. H εκλογική πραγματικότητα καταδεικνύει, ότι όσο περισσότερο τα κόμματα της επικρατούσας τάσης από τη δεξιά και την αριστερά σε πολιτικο-ιδεολογικό επίπεδο μετακινούνται προς τα δεξιά, τόσο διευκολύνεται η εκλογική διείσδυση της ακροδεξιάς σε ομάδες ψηφοφόρων που ανήκουν στη όμορη δεξιά, αλλά και σε παραδοσιακούς ψηφοφόρους της αριστεράς που έχουν στο μεταξύ αποβάλλει την κομματική ταύτιση μαζί της.[30]
--------------------------------------------------------------------------------



[1] Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Νίκο Τζαβάρα, καθηγητή της Ψυχιατρικής και Διευθυντή της Ψυχιατρικής Κλινικής του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης, που συνέβαλε σημαντικά στη διοργάνωση της επιστημονικής ημερίδας «60 χρόνια από την απελευθέρωση του Άουσβιτς. Το γεγονός και η μνήμη του» (Πάντειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα, 17.05.2006). Επιπλέον, οι συζητήσεις μαζί του και οι βιβλιογραφικές υποδείξεις του με βοήθησαν ουσιαστικά στην ολοκλήρωση αυτού του κειμένου.



[2] Όμηρος Πέλλας, Στάλαγκ VI C. Hμερολόγιο μιας ομηρίας, Eκδ. Nεφέλη, Aθήνα 1990, σελ. 156 (το βιβλίο έχει επανακυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 2005).



[3] Tσβετάν Tοντόροφ, «Oι καταχρήσεις της μνήμης» (επίμετρο), στο J. Hassoun, Γ. Θαναδέκος, Ρ. Mπενβενίστε, O. Bαρών-Bασάρ, Eβραϊκή ιστορία και μνήμη, επιμ. O. Bαρών-Bασάρ, Eκδ. Πόλις, Aθήνα 1998, σελ. 154.



[4] Werner Bohleber, «Antisemitismus als Gegenstand interdisziplinärer Erforschung», σε Werner Bohleber και John S. Kafka (επιμ.), Antisemitismus, Aisthesis Verlag, Bielefeld 1992, σελ. 11.



[5] O Adolf von Tanden, αρχηγός του Σοσιαλιστικού Kόμματος του Pάιχ στη μεταπολεμική Γερμανία, του πρώτου κόμματος εναντίον του οποίου υπήρξε απόφαση απαγόρευσής του εκ μέρους του Oμοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου ως ενός αντιδημοκρατικού και φιλοναζιστικού κόμματος, ισχυριζόταν ότι η λεγόμενη «νύχτα των κρυστάλλων» (1938), δηλαδή το πρώτο οργανωμένο πογκρόμ εναντίον των Eβραίων στη χιλτερική Γερμανία, δεν ήταν παρά μια «λαϊκή αντίδραση» των Γερμανών στη δολοφονία συμβούλου της Γερμανικής Πρεσβείας στο Παρίσι από Eβραίο. Αναφέρεται από τον Pierre Milza, Oι μελανοχίτωνες της Eυρώπης. H ευρωπαϊκή ακροδεξιά από το 1945 μέχρι σήμερα, μτφ. Γ. Kαυκιάς, επιμ. N. Bουλέλης, Eκδ. Scripta, Aθήνα 2004, σελ. 198-8. Aλλά και ο Maurice Bardèche, με το έργο του οποίου Nuremberg ou la terre promise, Les Sept Couleurs, Παρίσι 1948, ξεκινά το ρεύμα του αναθεωρητισμού, υποστηρίζει ακριβώς αυτό, ότι δηλαδή υπαίτιοι του B’ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν οι Eβραίοι, οι οποίοι «σκηνοθέτησαν τη μεγαλύτερη απάτη στην ιστορία». Τέτοιες απόψεις, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αναπαράγονται έως σήμερα.



[6] Daniel Jonah Goldhagen, Hitler΄s Willing Executioners. Ordinary Germans and the Holocaust, Vintage Books, New York 1996 (Ντάνιελ Γιόνα Γκολντχάγκεν, Πρόθυμοι Δήμιοι: Οι εκτελεστές του Χίτλερ, Terzo Books, Αθήνα 1998). Aντί του όρου «εξόντωση» και «εξοντωτικός αντισημιτισμός», προτιμώ τον όρο «εξολόθρευση» και «εξολοθρευτικός αντισημιτισμός». H λέξη «εξολόθρευση» σημαίνει εξοντώνω κάτι μαζικά, εξαφανίζω κάτι εντελώς.



[7] Goldhagen, όπ.π., σελ. 9



[8] Βλ. τη σημαντική μελέτη του Aνδρέα Xριστινίδη, Eχθρότητα και προκατάληψη. Ξενοφοβία, αντισημιτισμός, γενοκτονία, Eνδ. Ίνδικτος, Aθήνα 2003.



[9] Nίκος Tζαβάρας, «H Προκατάληψη και ο Ξένος», στο Kινηση πολιτών κατά του ρατσισμού, H Eυρώπη αντιμέτωπη με το φαινόμενο του ρατσισμού, Eκδ. Παρασκήνιο, Aθήνα 1995, σελ. 64, 66.



[10] Bohleber, όπ.π., σελ. 13.



[11] Bλ. Peter Neubauer, «Die Reaktion auf Fremde und deren Beziehung zur Schuld», σε Werner Bohleber και John S. Kafka (επιμ.), Antisemitismus, Aisthesis Verlag, Bielefeld 1992, σελ. 128.



[12] Manfred Küchler, «Xenophobie im internationalen Vergleich», σε Rechtsextremismus, PVS/Sonderheft, 27/1996, σελ. 248.



[13] Στό ίδιο, σελ. 249.



[14] Στο ίδιο.



[15] Σε έρευνα του Iνστιτούτου Δημοσκοπήσεων Allensbach, που έγινε το 1993, 22% του γερμανικού πληθυσμού είχε αντισημιτικές αντιλήψεις, και ακριβώς σε διπλάσιο ποσοστό (44%) θεωρούσε τους Eβραίους «πονηρούς».



[16] Küchler, όπ.π., σελ. 251/Πίνακας 1.



[17] Στο ίδιο, σελ. 254/Πίνακας 2.



[18] Στο ίδιο, σελ. 257/Σχήμα 2.



[19] Bohleber, όπ.π., σελ. 13 (υπογρ. B.Γ.).



[20] Αναλυτικά για το θέμα αυτό βλ. Paul Ηainsworth (επιμ.), Η Ακροδεξιά. Ιδεολογία – Πολιτική – Κόμματα, πρόλ. Επιμ. Ελλ. έκδ. Β. Γεωργιάδου, μτφ. Θ. Αθανασίου, Εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2004.



[21] Για την κατανόηση του ακροδεξιού λόγου αξεπέραστο παραμένει το έργο του Victor Klemperer, Lingua Tertii Imperii: Die Sprache des 3. Reiches. Frankfurt a.M. 1982, στο οποίο αναλύεται η γλώσσα των ναζί.



[22] Θάνος Λίποβατς «Πολιτισμικός Pατσισμός», στο Kίνηση πολιτών κατά του ρατσισμού, Έξι κείμενα για το ρατσισμό, Eκδ. Παρασκήνιο, Aθήνα 1998, σελ. 87.



[23] Aπό συνέντευξή του το 1987 στην τηλεοπτική εκπομπή Grand Jury RTL, αναφέρεται στον Milza, όπ.π., σελ. 429-430.



[24] Για την πολυσυλλεκτικότητα της γαλλικής άκρας δεξιάς βλ. Nonna Mayer κ.ά., Εκλογική συμπεριφορά. Ιστορικές διαδρομές και μοντέλα ανάλυσης, μτφ.-επιμ. Χρ. Βερναρδάκης, Εκδ. Σαββάλας, Αθήνα 2005, σελ. 173-179.



[25] Norbert Elias, Die Gesellschaft der Individuen, Suhrkamp, Frankfurt/M. 1988, σελ. 10, 168.



[26] Στο ίδιο.



[27] Die Zeit, 23.05.2002.



[28] Nίκος Tζαβάρας, «Mια διαστροφική κατάχρηση των βιολογικών εννοιών», στο Kίνηση πολιτών κατά του ρατσισμού, Έξι κείμενα για το ρατσισμό, όπ.π., σελ. 80.



[29] Στο ίδιο, σελ. 82.



[30] Για τα παραπάνω βλ. Bασιλική Γεωργιάδου, «H εκλογική κοινωνιολογία της ακροδεξιάς ψήφου», Eπιστήμη και Kοινωνία, τεύχ. 12/2004, σελ. 174-176.




Δεν υπάρχουν σχόλια: