Η Ματσιστική Ποινική Οικονομία: Μαζικές Φυλακίσεις στις Η.Π.Α.
Μία Ευρωπαϊκή Προοπτική
The Macho Penal Economy: Mass Incarceration in the United States - A European Perspective Punishment & Society 2001 3: 61-80.
David Downes
(London School of Economics)
Μετάφραση Ελένης Δημητριαδη
Εισαγωγή
Τα στοιχεία που συνέθεσαν την Αμερικανική μοναδικότητα στα πεδία της παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς και του ελέγχου της ήταν, στο μεγαλύτερο μέρος του 20ου αιώνα, τα εξαιρετικά υψηλά ποσοστά σοβαρής εγκληματικής δράσης, κυρίως των ανθρωποκτονιών, των ληστειών, της διακίνησης σκληρών ναρκωτικών ουσιών και της ομαδικής βίας τόσο υπό τη μορφή των νεανικών συμμοριών όσο και υπό τη μορφή του οργανωμένου εγκλήματος. Η ανάπτυξη θεωριών γύρω από το έγκλημα, ειδικά στα πλαίσια της θεωρητικής παράδοσης της ανομίας, έχει επηρεασθεί μαζικά από αυτήν την αντίθεση με τη γενική πορεία της Ευρωπαϊκής εμπειρίας. Έτσι, υπήρξε κάποια δεδομένη εμπειρία γνωστικής ασυμφωνίας καθώς, κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών, τα ποσοστά της εγκληματικότητας στις Η.Π.Α. σταθεροποιήθηκαν και τελευταία έχουν παρουσιάσει πτώση ενώ εκείνα ορισμένων Ευρωπαϊκών χωρών έχουν αυξηθεί έτσι ώστε, στην περίπτωση των σοβαρών εγκλημάτων κατά της ιδιοκτησίας, να ξεπερνούν τα ποσοστά των Η.Π.Α. Επιπλέον, αυτές οι τάσεις έχουν αναπτυχθεί παρά την κάποια όξυνση των αντιθέσεων μεταξύ των Η.Π. και της Ευρώπης όσον αφορά τα υποτιθέμενα ριζικά αίτια της εγκληματικότητας: την έκταση των ανισοτήτων πλούτου και εισοδήματος, τη φτώχεια και την αποθέωση της κουλτούρας που διακρίνει τους ανθρώπους σε νικητές και αποτυχημένους (James 1993). Μία πιθανή κρίση αιτιολόγησης, οφειλόμενη στο γεγονός ότι οι τάσεις που ακολουθεί το έγκλημα παύουν να είναι ευθυγραμμισμένες με προβλέψεις που πηγάζουν από τις μείζονες κοινωνικές θεωρίες, αποφεύχθηκε μόνο εξαιτίας της πρωτοφανούς αύξησης του αριθμού των φυλακισμένων στις Η.Π. Ακόμη και ισχυρά αίτια μπορούν να υπερκεραστούν από μία τόσο σαρωτική ποινική αντενέργεια, αν και υπάρχουν τα σκαιά δεδομένα σύμφωνα με τα οποία οι αυξήσεις των φυλακίσεων στη μία πολιτεία μετά την άλλη δεν συσχετίζονται παρά μόνο αδύναμα με τις διακυμάνσεις στα ποσοστά εγκληματικότητας, ιδιαίτερα όσον αφορά τα εγκλήματα που εμπεριέχουν άσκηση βίας (Currie 1998).
Η αιτιολογική κρίση, ωστόσο, είναι πιθανόν να έχει εκτοπισθεί σε κάποια άλλη μεριά. Οι θεωρητικοί των κοινωνικών επιστημών υποστηρίζουν εδώ και πολύ καιρό ότι τα συστήματα ποινικού δικαίου και επιβολής περιοριστικών και καταναγκαστικών ποινών δεν παρέχουν επαρκείς εγγυήσεις για την πρόληψη και τη μείωση του εγκλήματος. Διάφορες μεταβλητές δομικού και πολιτισμικού χαρακτήρα θεωρούνται να είναι πολύ πιο αποτελεσματικές για την εξήγηση και την πρόβλεψη τόσο των γενικών τάσεων που ακολουθεί το έγκλημα όσο και των παραλλαγών τους. Ωστόσο, η Αμερικανική έκρηξη περιοριστικών και καταναγκαστικών ποινών, η οποία συνεχίζεται για περισσότερο από δύο δεκαετίες τώρα, διέφυγε τόσο της δυνατότητας πρόβλεψης όσο και εκείνης της ανάπτυξης πειστικών εξηγήσεων. Γιατί, με λίγα λόγια, δεν προέβλεψε κανείς αυτή την εξέλιξη; Μία προηγούμενη γενιά από κοινωνιολόγους δέχθηκε τις επιπλήξεις του Everett Hughes για την αποτυχία της να προβλέψει την κλίμακα των φυλετικών συγκρούσεων στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και στις αρχές της δεκαετίας του 1960, αποτυχία οφειλόμενη στην προσκόλληση αυτών των κοινωνιολόγων στη θεωρία των συστημάτων του Parsons. Ισοδύναμο αυτής της προσκόλλησης στη δεκαετία του 1970 θα μπορούσε κάλλιστα να είναι η υπόθεση σύμφωνα με την οποία οι κυβερνήσεις θα σέβονταν την άποψη, κοινή ανάμεσα στους περισσότερους εγκληματολόγους, ότι οι καταστολή και η εξουδετέρωση δεν θα υπηρετούσαν σημαντικά τη μείωση του εγκλήματος, παρά μόνο με ένα απαράδεκτα υψηλό ανθρώπινο και οικονομικό κόστος. Το επιχείρημα ότι το τίμημα άξιζε να πληρωθεί (ο Wilson, 1975, είναι the fons et origo αυτής της περίπτωσης) αποτέλεσε μία παραδειγματική διάσπαση. Ο ισχυρισμός ήταν ότι, εφόσον ακολουθηθεί επαρκώς, η ποινική οδός πράγματι αποδίδει. Μία ή δύο δεκαετίες αργότερα, η έλξη που ασκεί το Αμερικανικό παράδειγμα σε κυβερνήσεις άλλων χωρών, και ιδιαίτερα σε εκείνες ενός Νεο-Δεξιού φρονήματος, συνίσταται στην άποψη ότι η φυλακή είναι πράγματι ‘αποτελεσματική’. Και είναι αποτελεσματική όχι απλά και μόνο επειδή κρατά έναν τεράστιο αριθμό παραβατών μακριά από τους δρόμους. Είναι επίσης αποτελεσματική με το να δείχνει πώς ένας απελευθερωμένος καπιταλισμός μπορεί και να έχει την τούρτα του και να την τρώει: μία οικονομία της αγοράς μπορεί να παράγει μία κοινωνία της αγοράς που δεν θα χαρακτηρίζεται από ποσοστά εγκληματικότητας εκτοξευμένα στα ύψη.
Καμία άλλη συγκρίσιμη δημοκρατική κοινωνία δεν έχει αγκαλιάσει, έστω και με μία απόμακρα ισοδύναμη ζέση, αυτό που ο Leon Radzinowicz (1991) αποκάλεσε ‘ποινική παλινδρόμηση’. Από τις άλλες κοινωνίες που χαρακτηρίζονται από υψηλά ποσοστά εγκλεισμών σε φυλακές, η Κίνα παραμένει προ-δημοκρατική, και η Ρωσία, οι χώρες που προηγουμένως ανήκαν στο Σοβιετικό μπλοκ και η Νότιος Αφρική βρίσκονται –για πολύ διαφορετικούς λόγους– σε μία διαδικασία μεταβατικής αλλαγής από καθεστώτα μαζικής τυραννίας που υπήρξαν. Σε αντίθεση, στη δεκαετία του 1980, μία Νεο-Δεξιά Βρετανία έκανε ακριβώς το αντίθετο, προς έκπληξη όλων. Ήταν μόνο στη δεκαετία του 1990, καθαρά επηρεασμένη από το Αμερικανικό παράδειγμα, που η ελκυστικότητα μιας στρατηγικής του «η φυλακή είναι αποτελεσματική» θεωρήθηκε πιο ευπρόσδεκτη από ιδεολογική άποψη, πιο πλεονεκτική από πολιτική άποψη και επίσης οικονομικότερη από ό,τι η μείωση της εγκληματικότητας μέσω των σημαντικών αυξήσεων των θέσεων εργασίας και των υπηρεσιών κοινωνικής πρόνοιας. Ακόμη και στην Ολλανδία, μία κοινωνία παροχής πολυδάπανων υπηρεσιών πρόνοιας, ο εγκλεισμός στις φυλακές κατέληξε να θεωρείται σαν μοναδική καταφυγή στις περιπτώσεις εκείνες όπου η κοινωνική πρόνοια και οι ελαφρότερες κυρώσεις είχαν καταλήξει σε αποτυχία. Έτσι, και η Ολλανδία επίσης έχει πενταπλασιάσει τον αριθμό των φυλακισμένων κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών, αν και ξεκίνησε βέβαια από μία πολύ χαμηλότερη βάση και δεν έχει ξεπεράσει, μέχρι τώρα, τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Υπάρχουν, ωστόσο, αρκετά παραδείγματα αντίστασης ενάντια σε αυτήν την τάση (Stern 1998). Οι Σκανδιναβικές χώρες έχουν διατηρήσει πολύ υψηλές δαπάνες κοινωνικής πρόνοιας και σχετικά χαμηλά επίπεδα εγκλεισμών σε φυλακές, ενώ στην περίπτωση της Φινλανδίας υπάρχει μία εντυπωσιακή μείωση αυτών των επιπέδων. Η Γαλλία και η Γερμανία έχουν διατηρήσει μία σταθερή κατάσταση παρά τα αυξανόμενα ποσοστά εγκληματικότητας. Ο πιο κοντινός στις Η.Π. Καναδάς έχει συντηρήσει σε γενικές γραμμές σταθερά επίπεδα εγκληματικότητας και φυλακίσεων για δύο δεκαετίες2, ένα επίτευγμα που σπάνια αναφέρεται στις δημόσιες Αγγλο-Αμερικανικές συζητήσεις γύρω από το ζήτημα της πολιτικής των ποινικών κυρώσεων.
Πολλά πράγματα εξαρτώνται από το κατά πόσο οι Η.Π.Α. είναι ή δεν είναι, και σε ποιο βαθμό, μία ακραία exceptionalist περίπτωση στο ποινικό πεδίο ή αποτελούν ταυτόχρονα μία προεικόνιση και έναν ποδηγέτη αυτών που μέλλεται να έρθουν. Αν η εποχή του παγκόσμιου καπιταλισμού είναι ταυτόχρονα ιδιαίτερα εγκληματογενής και τιμωρητική, όπως έχει υποστηρίξει τόσο έντονα ο Nils Christie (1993), και αν, όπως έχει προτείνει ο συνάδελφός του Thomas Mathiesen (1990), οι περισσότερο αναπτυγμένες κοινωνίες καταφεύγουν τόσο πολύ σε ποινικού χαρακτήρα καινοτομίες σε περιόδους ραγδαίων αλλαγών της πολιτικής τους οικονομίας –όπως συνέβη στα τέλη του 16ου, στα τέλη του 18ου και τώρα στα τέλη του 20ου αιώνα– τότε μπορούμε να περιμένουμε ότι θα ακολουθηθεί αυτή η τελευταία πορεία. Ο παγκόσμιος καπιταλισμός δεν είναι απαραίτητα ‘προχωρημένος’ καπιταλισμός. «Είμαστε ακόμη στα πρώιμα στάδια του καπιταλισμού. Οι ζωές μας εξακολουθούν να διαμορφώνονται από όλες τις πλευρές από προ-καπιταλιστικά κατάλοιπα, αν και βρίσκονται υπό καθεστώς βίας όπως ποτέ προηγουμένως» (Collini 2000). Θα ήταν καλύτερα να τον δούμε σαν να βρίσκεται σε ένα στάδιο αργοπορημένου ξεκινήματος, με την έννοια ότι μέχρι τώρα ο καπιταλισμός υπήρξε ιδιαίτερα περιορισμένος μέσα στο συναφές του πλαίσιο. Ο καπιταλισμός του 19ου αιώνα λειτουργούσε ακόμη με τους όρους που επέβαλε ένα προ-καπιταλιστικό περιβάλλον. Δεύτερον, βρισκόταν συνεχώς κάτω από μία πίεση που προερχόταν από τα ποικιλόμορφα σοσιαλιστικά κινήματα που αναπτύσσονταν στον εσωτερικό του χώρο και, μετά το 1917, από τον εξωτερικό Κρατικό σοσιαλισμό. Κατά συνέπεια, αυτός προσάρμοσε στη λειτουργία του κάποιες Βισμαρκιανού τύπου άμυνες σε σχέση με την κοινωνική πρόνοια έτσι ώστε να μπορεί να αποτρέπει επαναστάσεις και βίαιες αστικές συγκρούσεις. Είναι μόνο τώρα που ελευθερώθηκε πλέον από το χαλινάρι του. Τρίτον, ο ιμπεριαλισμός μπορεί πράγματι να έχει εξαγάγει τον καπιταλισμό σε παγκόσμια κλίμακα, αλλά αυτός δεν ήταν ένας οικουμενικός καπιταλισμός. Ήταν κατά κύριο λόγο Βρετανικός, Γαλλικός, ή Ολλανδικός, και αυτές οι χώρες είχαν την τάση να περιορίζουν την καπιταλιστική ανάπτυξη για εθνικιστικούς ή πατερναλιστικούς λόγους. Είναι μόνο τώρα, στην μετα-κομμουνιστική, μετα-αποικιοκρατική εποχή, που κυριαρχεί ένας πιο ξεκάθαρα παγκόσμιος καπιταλισμός, αν και είναι σε μεγάλο βαθμό ένας καπιταλισμός Αμερικανικού τύπου.
Υπάρχει ένα τέταρτο και πιθανά περισσότερο θεμελιώδες χαρακτηριστικό αυτής της νέας και καθαρότερης μορφής του καπιταλισμού. Μέχρι τώρα, οι παραδοσιακές, και γενικά θεωρούμενες ως δεδομένες, αξίες και συμπεριφορές δεν υπέβαλαν τον καπιταλισμό μόνο σε περιορισμούς αλλά ταυτόχρονα τον διευκόλυναν. Όπως έχει υποστηρίξει ο David Greenberg (1999), ο Emile Durkheim υπήρξε πιθανά ένας ανεπαρκής προφήτης των τάσεων που θα αναπτύσσονταν στο πεδίο των ποινικών κυρώσεων. Όμως η ρήση του ότι το δίκαιο των συμβάσεων στηρίζεται σε «μη-υποκείμενα σε συμβάσεις στοιχεία» εμπιστοσύνης και συνεργασίας τα οποία γεννά η κοινωνική αλληλεγγύη συνοψίζει με οξυδέρκεια το πώς οι μέχρι τώρα επιτυχίες του καπιταλισμού έχουν στηριχθεί σιωπηρά σε μορφές κοινωνικών σχέσεων που τώρα βρίσκονται στη διαδικασία της διάλυσής τους. Για τους John Gray (1998) και Richard Sennett (1998) ο παγκόσμιος καπιταλισμός διαβρώνει τόσο την κοινωνική συνοχή όσο και τις βάσεις του ανθρώπινου χαρακτήρα. Ο Karl Marx δεν θα είχε εκπλαγεί από αυτήν την ανάλυση. Ειρωνικά, πολύ μακριά από το να επισκιαστεί από την πτώση του κομμουνισμού, ο Μαρξισμός δεν είχε φανεί ποτέ πριν τόσο πρόσφορος, αν και είναι ο Marx που διαγιγνώσκει τον καπιταλισμό παρά ο Marx που προβλέπει τον κομμουνισμό αυτός που επιστρέφει στον στίβο (Hobsbawm 1998). Ωστόσο, καμία από τις δύο εκδοχές δεν εξηγεί το γιατί στράφηκαν οι Η.Π.Α. σε μία τόσο μεγάλη επένδυση στην πολιτική των καθείρξεων, πολύ καιρό πριν από την πτώση του κομμουνισμού και με έναν κάθε άλλο παρά αμελητέο δημόσιο τομέα κοινωφελών υπηρεσιών.
Αμερικανική μοναδικότητα: Αίτιο ή Συνέπεια;
Στην ανασκόπησή του των εξηγήσεων που είναι πιθανόν να δοθούν στις τάσεις που ευνοούν τις μαζικές καθείρξεις στις Η.Π.Α., ο Michael Tonry (1999) ταξινομεί τις σύγχρονες θεωρίες σε πέντε είδη: εμπειρικές (είναι το ίδιο το έγκλημα που οδηγεί στη διαμόρφωση αυτών των τάσεων), εκλογικής σκοπιμότητας (είναι η κοινή γνώμη που τις κατευθύνει), δημοσιογραφικές (επιδέξιος χειρισμός του εγκλήματος από τα μέσα ενημέρωσης σαν ένα ζήτημα ‘σφήνα’), πολιτικές (αυτό που ο Jonathan Simon έχει αποκαλέσει «διακυβέρνηση μέσω του εγκλήματος» στα πλαίσια του κατακερματισμού των προβλημάτων) και ιστορικές (ένας κύκλος ανοχής και απουσίας ανοχής απέναντι σε στοιχειώδεις μορφές παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς). Ο Tonry συμπεραίνει ότι κανένας από αυτούς τους παράγοντες δεν μπορεί να εξηγήσει από μόνος του μία τόσο ογκώδη εξέλιξη όπως είναι ο πενταπλασιασμός του πληθυσμού των Αμερικανικών φυλακών κατά τα τελευταία 25 χρόνια, αλλά ότι η ιστορική προσέγγιση μπορεί να μας παράσχει μία βάση έναντι της οποίας να είναι δυνατός ο έλεγχος της βαρύτητας των υπολοίπων παραγόντων. Ο Tonry απορρίπτει τις περισσότερες από τις θεωρίες προβάλλοντας συγκριτικού χαρακτήρα ερείσματα: άλλες χώρες, με πολύ μικρότερους αριθμούς φυλακισμένων από ό,τι οι Η.Π.Α., έχουν επίσης βιώσει τις εμπειρικού, εκλογικού, δημοσιογραφικού και πολιτικού χαρακτήρα μεταθέσεις του θέματος που μας αφορά εδώ και χαρακτηρίζονται, θα μπορούσε ίσως να προστεθεί, από τις δικές τους εκδοχές αμφιταλαντεύσεων ανάμεσα σε περιόδους ανοχής και μη ανοχής. Η Αμερικανική ιστορία είναι πράγματι μοναδική, λιγότερο όμως για την κυκλική αναπαραγωγή των προτύπων της και πιο πολύ για την κουλτούρα που διαμορφώνει αυτά τα πρότυπα.
Συνοπτικά, η Αμερικανική μοναδικότητα στη σφαίρα του ποινικού δικαίου θα πρέπει να συσχετισθεί με αυτήν καθ’ εαυτή την Αμερικανική μοναδικότητα στο σύνολό της ως μία ευρεία, ενοποιητική, μυθολογία η οποία εκτείνεται τόσο πίσω χρονολογικά, και με αξιοσημείωτη πολιτιστική συνέχεια, που φθάνει μέχρι την εποχή του Πουριτανικού εποικισμού. Όπως σημειώνουν οι Melossi και Lettiere (1998, 24-5) παραθέτοντας τα λόγια του Thomas Dumm, «η εμφάνιση του σωφρονιστηρίου στις Ηνωμένες Πολιτείες υπήρξε ένα έργο που είχε τον χαρακτήρα του δομικού συστατικού της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Με άλλα λόγια, το σωφρονιστικό σύστημα είναι αυτό που διαμόρφωσε το επιστημολογικό ιδεώδες της φιλελεύθερης δημοκρατίας, δημιουργώντας εκείνες τις συνθήκες γνώσης του εαυτού και του άλλου οι οποίες επρόκειτο να διαμορφώσουν εκείνο το πολιτικό υποκείμενο που αποτελούσε την προϋπόθεση για την υλοποίηση στην πράξη των φιλελεύθερων και δημοκρατικών αξιών… …Θα μπορούσαμε, κατά μία έννοια, να πούμε ότι το Αμερικανικό σωφρονιστήριο ανορθώθηκε από τους Ιδρυτές του Έθνους σαν μία επιβλητική Πύλη εισόδου στην Προεδρευόμενη Δημοκρατία.» Αν και ο θεσμός του σωφρονιστηρίου εκπορεύεται από την Ολλανδία του 17ου αιώνα, ήταν μόνο στην Αμερική του Jackson όπου «κατέληξε να είναι αποστολή της φυλακής το να μην κάνει τίποτα άλλο παρά να διασφαλίζει τη μελλοντική ασφάλεια της Αμερικανικής Δημοκρατίας» (Rothman 1995, Σελ. 115).
Με παρόμοιο ύφος, η Deborah Madsen (1998) καταγράφει τον εκπληκτικό βαθμό στον οποίο οι θεμελιακές έννοιες του ‘ομοσπονδιακού συμβολαίου’, του ‘σωτήριου κατάλοιπου’ και του ‘επιλεγμένου’ ή του ‘λυτρωτικού έθνους’ συνεχίζουν να εμψυχώνουν –αλλά και να προδιαγράφουν τους όρους που διαμορφώνουν– τον τρέχοντα δημόσιο πολιτικό και πολιτιστικό λόγο. Η Αμερική ως η ‘πολιτεία επάνω στο λόφο’ χρεώθηκε με τη θεϊκή αποστολή να χτίσει επάνω στη γη μία πρότυπη κοινωνία –τον Νέο Κόσμο– η οποία θα υπηρετούσε, με τη δύναμη του παραδείγματος, τον σκοπό της κάθαρσης του Παλαιού Κόσμου που άφησε πίσω της, αλλά που δεν εγκατέλειψε. Ιδιαίτερη σχέση με το θέμα της παρέκκλισης και του ελέγχου έχουν οι έννοιες της ‘ηθικής παρακμής’ –της απομάκρυνσης από το αρχικό ‘θέλημα’– και του ‘ομοσπονδιακού συμβολαίου’ βάσει του οποίου το οποιοδήποτε ηθικό ολίσθημα εκ μέρους μιας κοινότητας θα απειλούσε τη σωτηρία του συνόλου. Αντλώντας από το έργο του Perry Miller και άλλων, η Madsen εντοπίζει τα ίχνη της Αμερικανικής μοναδικότητας στην εμψυχωτική δύναμη του παραδείγματος των Αμερικανικών αρετών που προσφέρει μέσω του εαυτού του ο Benjamin Franklin, στην ‘Αμερικανική Αναγέννηση’ των Emerson, Hawthorn, Melville, Thoreau και Whitman, στη μυθολογία του Δυτικού ύφους στον κινηματογράφο, στην επιχειρηματολογία υπέρ της κατάργησης της δουλείας, κυρίως όπως διατυπώνεται αυτή αξιοπρόσεκτα από διακεκριμένους ανθρώπους που υπήρξαν σκλάβοι οι ίδιοι, στη νομιμοποίηση της προσάρτησης εδαφών που ανήκαν προηγουμένως στο Μεξικό και την Καραϊβική και, τέλος, στην επιχειρηματολογία για την κήρυξη του πολέμου στο Βιετνάμ. Η ιδέα του Αμερικανικού Ονείρου, η οποία τόσο πολύ αγαπήθηκε από τους θεωρητικούς της ανομίας, συλλαμβάνει μέσα της περιορισμένες μόνο πλευρές της Αμερικανικής μοναδικότητας –την έμφαση στον ατομικισμό και το δικαίωμα στην ευτυχία μέσω της αρετής– και παραβλέπει τα άλλα στοιχεία του –τους κινδύνους της ηθικής παρακμής και τις κυρώσεις που επισύρει αυτή, όπως και το πρόσταγμα σύμφωνα με το οποίο η Αμερική «δεν πρέπει να είναι μόνο ένα παραδειγματικό έθνος αλλά επίσης και ο κηδεμόνας του κόσμου, αυτή που θα ρυθμίζει τη συμπεριφορά των άλλων εθνών και θα αποτελεί την τελευταία και καλύτερη ευκαιρία για τη σωτηρία του κόσμου» (Madsen, 38).
Κατάλληλα εκκοσμικευμένος και εκσυγχρονισμένος, η Αμερικανική μοναδικότητα μας προμηθεύει με έναν κατάλογο κινήτρων για να δούμε τους μαζικούς εγκλεισμούς σε φυλακές σαν μία αναπόφευκτα ουτοπική αποστολή. Στις απαρχές του είναι πιθανόν να υπήρξε πραγματιστικά τιμωρητικός. Στο βιβλίο του Thinking About Crime (1975), για παράδειγμα, ο James Q. Wilson ζητούσε «μία πιο νηφάλια θεώρηση του ανθρώπινου είδους και των θεσμών του η οποία θα επέτρεπε την επίτευξη λογικών πραγμάτων, την εγκατάλειψη ανόητων πραγμάτων, και τη λησμοσύνη ουτοπικών πραγμάτων.» (όπως παρατίθεται στο Rutherford, 1996, Σσ. 25-6). Ωστόσο, με τη ραγδαία της πολιτικοποίηση και ανάπτυξη πέρα από κάθε συγκρίσιμο όριο, αυτή η μοναδικότητα έχει καταλήξει να γίνει ένα ουτοπικό πείραμα: μία κοινωνική κάθαρση με ποινικά μέσα. Αυτή η ελκυστικότητά της, παράλληλα με τη λαϊκή έγκριση που παίρνει για το σκοπό της μείωσης του εγκλήματος, βοηθά στην εξήγηση τόσο της ευρείας αποδοχής της όσο και της απουσίας κάποιας αποτελεσματικής αντίστασης, ειδικά εκ μέρους του δικαστικού σώματος οι αυτεξούσιες κρίσεις του οποίου έχουν αποδυναμωθεί σημαντικά μέσα από τις κατ’ εντολήν καταδικαστικές αποφάσεις. Η ίδια ελκυστικότητα παρέχει επίσης και μία επίσημη έγκριση για την εξαγωγή της σε παγκόσμια κλίμακα. Και, όπως πολλές ουτοπίες, έχει καταλήξει να γίνει μία δυστοπία, ένας κατακλυσμός για εκείνους που επηρεάζονται με τον πλέον δυσμενή τρόπο από την υλοποίησή της.
Ενάντια σε αυτήν την άποψη, είναι δυνατόν να υποστηριχθεί ότι η Αμερικανική μοναδικότητα μπορεί ίσως να είναι υπεύθυνη για τους διωγμούς των μαγισσών του Salem κατά το τέλος του 17ου αιώνα αλλά όχι και για την απότομη στροφή στις μαζικές καθείρξεις κατά το τέλος του 20ου αιώνα. Σαν ένα σταθερό, αν και εξελισσόμενο, θεμέλιο της Αμερικανικής κουλτούρας, η Αμερικανική μοναδικότητα είχε μία διαδρομή 300 χρόνων χωρίς να παράγει αυτό το αποτέλεσμα. Ωστόσο, ήταν μόνο στο τελευταίο μέρος του 20ου αιώνα που η Αμερικανική μοναδικότητα έμεινε χωρίς, ή μάλλον απέκλεισε, άλλες εναλλακτικές επιλογές όσον αφορά την παρέκκλιση και την άσκηση ελέγχου. Δύο από αυτές τις επιλογές ήταν, μέχρι το πρόσφατο παρελθόν, η ιδεολογία της αναμορφωτικής αποκατάστασης και η ριζοσπαστική κοινωνική μεταρρύθμιση. Μία τρίτη επιλογή, η προοπτική των νέων συνόρων υπήρξε –σύμφωνα με την Madsen– αυτο-αναιρετική, καθώς η εκστρατεία των πρωτοπόρων για τη μοναδικότητα παραχώρησε τη θέση της στη μόνιμη εποικιστική εγκατάσταση. Τα νέα σύνορα είναι τώρα –μετά την πτώση του κομμουνισμού– οι νέες αγορές και τα καινούρια τεχνολογικά μέσα για τη διείσδυση σε αυτές τις αγορές.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, τα κινήματα υπέρ της αναμορφωτικής αποκατάστασης άνθησαν για μεγάλο χρονικό διάστημα, αλλά και σε μεγάλη έκταση, τόσο μέσα στα όρια των φυλακών όσο και έξω από αυτές, και είναι δυνατόν να υποστηριχθεί ότι εκεί έχουν προβληθεί μεγαλύτεροι ισχυρισμοί όσον αφορά την επιτυχία τους από ό,τι οπουδήποτε αλλού (Rothman 1971, 1980˙ Melossi και Lettiere 1998). Η χρήση της αόριστης καταδικαστικής απόφασης στην Καλιφόρνια υπήρξε ένα ιδιαίτερα υγιές παράδειγμα έκφρασης αυτής της επιτυχίας στο ποινικό πεδίο. Κατά συνέπεια, δεν ήταν ίσως παρά αναμενόμενο ότι το κίνημα για την ανατροπή του αναμορφωτικού προγράμματος στην μετά τον Martinson εποχή του ‘Τίποτα δεν Φέρνει Αποτέλεσμα’, μετά το 1974, θα ασκούσε τη μεγαλύτερη δυνατή επίδρασή του στις Η.Π.Α. Αυτό το κίνημα έφτασε πολύ μακρύτερα από ό,τι οι προσεγγίσεις που είχαν ψυχαναλυτικές ή ψυχιατρικές βάσεις. Φάνηκε να αφανίζει εξολοκλήρου την πολιτική βούληση για έναν επαρκή πειραματισμό με τις κοινωνικές και οικονομικές προσεγγίσεις του θέματος που αφορούσε στην πρόληψη και στη μείωση του εγκλήματος. Για αυτόν το λόγο, το κύριο επιχείρημα των Elliott Currie, Jerome Miller και άλλων επικριτών του ποινικού επεκτατισμού –ότι η εναλλακτική λύση στη φυλάκιση δεν είναι το να μην γίνεται απολύτως τίποτα αλλά η δαπάνη ισοδύναμων ποσών σε καλά εφοδιασμένους με πόρους εναλλακτικούς κοινοτικούς θεσμούς– συνάντησε την ίδια απάντηση του ‘τίποτα δεν φέρνει αποτέλεσμα’.
Κατά δεύτερο λόγο, αυτό που ο David Garland (1996) αποκάλεσε ‘όραμα κοινωνικής αλληλεγγύης’, το μετά την Αναγέννηση ιδεώδες της παροχής πλήρων και ενεργών πολιτικών δικαιωμάτων σε όλους τους υπηκόους, αποκλείστηκε στην πράξη από την Προεδρία του Reagan. Πριν από αυτήν, ο Νέος Διαμοιρασμός (New Deal)* και τα προγράμματα Great Society [Μεγάλη Κοινωνία] και War on Poverty [Πόλεμος κατά της Φτώχιας] είχαν διατηρήσει ανοιχτή την πιθανότητα ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μετακινούνταν προς την κατεύθυνση ενός ‘κράτους πρόνοιας’ σύμφωνα με τα Ευρωπαϊκά πρότυπα. Ακόμη και στη δεκαετία του 1970, υπό την προεδρία του Richard Nixon, η πολιτική των θετικών διακρίσεων** και η επέκταση των προγραμμάτων Head Start*** παρέτεινε αυτήν την ελπίδα. Όμως η έλευση στο προσκήνιο των ‘Reaganomics’**** καθώς επίσης και τα χρόνια διακυβέρνησης των Μπους και Κλίντον, έχουν στην πράξη καταργήσει τα πάντα, με εξαίρεση ένα υποτυπώδες δίχτυ κοινωνικής προστασίας για τους πολλούς, και για ορισμένους (π.χ., για τις ανύπαντρες μητέρες σε ορισμένες πολιτείες) ούτε καν αυτό. Στην περίοδο μεταξύ 1981 και 1993 δεν υπήρξε αύξηση στην αναλογία του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (21%) που δαπανάται στις Η.Π.Α. για τους σκοπούς της κοινωνικής πρόνοιας (Hills, 1997, σελ. 10). *****Αυτό, στο πλουσιότερο κράτος επάνω στη γη, δεν οφειλόταν στο γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν φτάσει στο ‘μέγιστο όριο της κοινωνικής πρόνοιας’ αλλά στην άποψη της οικονομικής ηγεσίας ότι η κοινωνική πρόνοια υπονόμευε τους επαγγελματικούς κλάδους της αγοράς (Parenti 1999).
Μία σχετική με το θέμα πλευρά μας έρχεται από τον ακαδημαϊκό χώρο –δηλαδή η αποκήρυξη, κατά κύριο λόγο από τους James Q.Wilson και Charles Murray, της αναζήτησης των ριζικών αιτίων των εγκλημάτων που διαπράττονται στους δρόμους και η επικύρωση της εξουδετέρωσης των παραβατών με ποινικά μέσα σαν να είναι αυτή η μοναδική σίγουρη ‘θεραπεία’. Αν είναι τα άτομα που φέρουν την ολοκληρωτική ευθύνη για το έγκλημα, τότε η ανάπτυξη δομικών και πολιτισμικών θεωριών δεν είναι παραδεκτή. Οι φυλακές δεν είναι από μόνες τους ένα ουτοπιστικό στρατήγημα, πράγμα που συνέβαινε σε περισσότερο πρώιμες εποχές, όπως ήταν και η Αμερική του Jackson (Rothman 1971). Αντίθετα, η ουτοπία συνίσταται στην απόσπαση των εγκληματιών από την Αμερικανική κοινωνία με ποινικά μέσα. Αυτή έχει ως βάση της τον αποκλεισμό και τον εκτοπισμό παρά την συμπερίληψη και τις ελπίδες για αναμόρφωση (Young 1999). Όλο ό,τι χρειάζεται είναι χώροι για την αποθήκευση ανθρώπων (Cohen 1985) παρά διαδικασίες επαναφοράς τους στην κανονικότητα (King και Morgan 1980) ή το ελάχιστο από ‘ό,τι τους αξίζει’ (Von Hirsch 1976). Η μελέτη των φυλακών ‘Supermax’ στις Η.Π.Α. από τον Roy King (King 1999) επιβεβαιώνει ότι ειδικά σε αυτήν τη συγκεκριμένη περίπτωση πρόκειται για πολυχρησιμοποιημένες εγκαταστάσεις που είναι αντιθετικές τόσο στην ιδέα της ανθρωπιστικής περιοριστικής κράτησης όσο και στην έννοια της αναμορφωτικής αποκατάστασης. Και δεν υπάρχουν επίσης στοιχεία που να υποδηλώνουν ότι η επέκτασή τους έχει ‘αποδεσμεύσει’ το υπόλοιπο σύστημα για τον σκοπό της ανάπτυξης πιο ανθρωπιστικών και εποικοδομητικών καθεστώτων.
Μία Συγκριτική Προοπτική των Ποινικών Μελλόντων
Στις συγκριτικές αναλύσεις τους των κατευθύνσεων που ακολουθούν οι εγκλεισμοί σε φυλακές, τόσο ο Tonry όσο και ο Kuhn επισημαίνουν σωστά την απαράμιλλη κλίμακα των φυλακίσεων στις Ηνωμένες Πολιτείες και τον βαθμό στον οποίο αυτή αναπαράγεται σε ‘σμίκρυνση’ σε συγκρίσιμες Ευρωπαϊκές κοινωνίες. Όπως παρατηρήσαμε νωρίτερα, ο Tonry προχωρά στο να απορρίψει ορισμένα πολυ-διατυμπανισμένα ‘αίτια’ του Αμερικανικού φαινομένου εξαιτίας της παράλληλης ύπαρξής τους και σε άλλους πληθυσμούς της Ευρώπης, της Αυστραλασίας και του Καναδά με πολύ χαμηλότερους αριθμούς φυλακισμένων. Ωστόσο, αυτή η λογική ισχύει μόνο για την τρέχουσα κατάσταση των πραγμάτων. Αν αυτά τα ‘αίτια’ σταθμιστούν σε σχέση με τη μελλοντική τους δυναμική παρά με κριτήριο την τρέχουσα επίδρασή τους, τότε μπορεί να είναι μόνο ζήτημα χρόνου το να αρχίσουν να ασκούν μεγαλύτερη επιρροή και σε αυτές τις χώρες επίσης. Η έκφραση κλισέ ότι αυτό που συνέβη στην Καλιφόρνια χθες συμβαίνει στο υπόλοιπο της Αμερικής σήμερα και θα συμβεί στην Ευρώπη αύριο δεν μπορεί να αποπεμφθεί με ελαφρότητα. Η πρόκληση είναι να αξιολογήσουμε το βαθμό στον οποίο η συνταγή για τις μαζικές καθείρξεις στις Η.Π. βρίσκεται σε εμβρυακή κατάσταση στις Ευρωπαϊκές και σε άλλες κοινωνίες. Επιπλέον, έχοντας ακολουθήσει αυτήν την πορεία μόνες τους, οι Η.Π.Α. βρίσκονται τώρα σε μία ενεργή διαδικασία εξαγωγής της, και κάποιες αποφασιστικής σημασίας ομάδες σε συγκρίσιμες κοινωνίες είναι πρόθυμες να την υιοθετήσουν. Είναι πιθανόν να είναι περισσότερο, και όχι λιγότερο, δύσκολο για άλλες κοινωνίες να αντισταθούν στην έλξη που ασκεί αυτή όταν οι Η.Π.Α. είναι ταυτόχρονα το μοντέλο που αυτές αντιγράφουν και ο υποστηρικτής αυτού του μοντέλου, τόσο όσον αφορά το θέμα του ‘νόμου και της τάξης’ όσο και άλλα πολιτικά και οικονομικά θέματα.
Το έγκλημα δεν είναι το πρόβλημα;
Οι Zimring και Hawkins (1997) έχουν δείξει με πειστικό τρόπο την έκταση στην οποία οι ρυθμοί αύξησης της εγκληματικότητας στις Η.Π.Α. είναι τώρα, με μοναδική εξαίρεση τις πράξεις βίας που οδηγούν σε θάνατο, σε σχετικά κανονικά επίπεδα όταν συγκρίνονται με εκείνα που ισχύουν για πολλές Ευρωπαϊκές κοινωνίες. Μία περίεργη ειρωνεία της Αμερικανικής exceptionalist μυθοποιίας συνίσταται στο γεγονός ότι το δικαίωμα της οπλοφορίας –με όπλα που δίνουν τη δυνατότητα άσκησης άμεσης θανατηφόρου βίας– θεωρείται ιερό και απαραβίαστο, ενώ το δικαίωμα του να έχει κανείς επάνω του ναρκωτικά –που είναι εξαιρετικά σπάνιο να προκαλέσουν ένα τέτοιο ενδεχόμενο– θεωρείται ταμπού. Έτσι, ‘το έγκλημα δεν είναι το πρόβλημα’ σαν αίτιο των μαζικών εγκλεισμών σε φυλακές στις Η.Π., εφόσον μόνο το ένα τέταρτο των εισαγωγών σε αυτές οφείλεται σε πράξεις βίας (Tonry 1999, Σελ. 8). Ωστόσο, παρότι αυτό μπορεί να είναι καθησυχαστικό όσον αφορά την Αμερικανική προοπτική, το γεγονός ότι τα ποσοστά εγκληματικότητας στην Ευρώπη έχουν φτάσει σε αναλογίες αντίστοιχες με εκείνες των Η.Π.Α. είναι πηγή ανησυχίας από τη σκοπιά της πλεονεκτικής μέχρι τώρα θέσης που κατείχε η Ευρώπη. Δείγματα μιας σχετικής ομαλότητας στη μία πλευρά μπορεί να προμηνύουν το ξεκίνημα κάποιας παθολογίας στην άλλη. Οι διαρρήξεις σπιτιών και οι κλοπές αυτοκινήτων μπορεί να είναι μη-θανατηφόρες εγκληματικές δράσεις αλλά δεν παύουν να είναι βαθιά ανησυχαστικές, ιδιαίτερα όταν βιώνονται ως επαναλαμβανόμενες κακοπάθειες. Οι ανησυχίες του κόσμου σχετικά με την εγκληματικότητα είναι κάλλιστα δυνατόν, όπως έχει δείξει η Katharine Beckett (1997), να καλλιεργούνται έντονα μέσα από τις καμπάνιες των μέσων ενημέρωσης και των πολιτικών παρά από αυτές καθαυτές τις αυξήσεις στα ποσοστά εγκληματικότητας και στη χρήση ναρκωτικών ουσιών. Όπως υποστηρίζει ο Chambliss (1999), οι πολιτικοί και οι εκπρόσωποι της ποινικής δικαιοσύνης παραθέτουν κατά κανόνα τις χειρότερες τάσεις και για τα πλέον σοβαρά εγκλήματα, ακόμη και όταν πρόκειται για περιπτώσεις που μετά από ενστάσεις οδηγούν σε απλούς συμβιβασμούς παραδοχής της παρανομίας! Όμως δεν παύουν να είναι οι αυξανόμενοι ρυθμοί της εγκληματικότητας που εξακολουθούν να διαμορφώνουν το πλαίσιο εντός του οποίου συνηχούν τέτοιου είδους καμπάνιες. Και έτσι, από τη στιγμή που θα βρίσκεται ήδη σε ετοιμότητα, ο ποινικός επεκτατισμός κερδίζει την αναγνώρισή του όταν μειώνονται οι ρυθμοί αύξησης της εγκληματικότητας ακόμη και όταν άλλα πράγματα, όπως η μείωση της ανεργίας και η αύξηση της ευημερίας, μπορεί να συνιστούν πιο εύλογες εξηγήσεις.
Τα πλέον ολέθρια εγκληματικά φαινόμενα αναπτύσσονται σε εκείνες τις περιόδους στις οποίες ένα κβαντικό άλμα του ρυθμών αύξησης της εγκληματικότητας συμπίπτει με συμπράττουσες αλληλουχίες γεγονότων παράγοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο έναν δριμύ συμβολισμό κοινωνικής κατάρρευσης. Έτσι, στις Η.Π.Α., η περίοδος από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970 συνδύασε απότομες αυξήσεις της εγκληματικότητας με έναν διπλασιασμό του ποσοστού των ανθρωποκτονιών, με τις δολοφονίες των John και Robert Kennedy, Martin Luther King και Malcolm X, με σοβαρές βίαιες διαταράξεις της τάξης στα αστικά κέντρα – τόσο με φυλετικά όσο και με αντιπολεμικά κίνητρα– και με εξτρεμιστική πολιτική βία. Στην ατμόσφαιρα των καιρών υπήρχαν στοιχεία του ‘μεγάλου τρόμου’ της επαναστατικής Γαλλίας. Στη Βρετανία, η δεκαετία του 1980 έγινε μάρτυρας ενός διπλασιασμού του ρυθμού αύξησης της εγκληματικότητας και, ειδικά στην περίοδο 1989-92, όταν η εγκληματικότητα αυξήθηκε κατά 50%, η αίσθηση της κατάλυσης της κοινωνικής τάξης ήταν ιδιαίτερα έντονη μέσα σε ένα περιβάλλον πλαίσιο βίαιων αστικών ταραχών και υψηλής ανεργίας που ακολούθησε την αποβιομηχανοποίηση. Η δολοφονία ενός δίχρονου αγοριού, του James Bulger, από δύο μεγαλύτερα αγόρια υπήρξε το αποκορύφωμα μιας δεκαετίας αυξανόμενου φόβου μπροστά στο έγκλημα και αποτέλεσε τη συμβολική έκφραση μιας αίσθησης ότι οι κοινωνικές αλλαγές ξέφευγαν με ταχύτητα από τον έλεγχο. Στην Ολλανδία, ο αυξανόμενος ρυθμός της εγκληματικότητας στην περίοδο 1979-84 έμοιαζε με απόκρημνο βράχο σε σύγκριση με τις προϋπάρχουσες τάσεις. Αυτός ο ρυθμός αύξησης, σε συνδυασμό με τους φόβους απέναντι στο φαινόμενο της χρήσης σκληρών ναρκωτικών και στις συνδεδεμένες με τα ναρκωτικά εγκληματικές πράξεις, παρείχε ώριμες συνθήκες για μία σκλήρυνση του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης και της πολιτικής των ποινικών κυρώσεων. Σε όλες τις τρεις παραπάνω χώρες, αλλά σε πολύ διαφορετικό βαθμό στην κάθε μία, είχε πλέον στηθεί το σκηνικό για μία αύξηση του πληθυσμού των φυλακών σε πρωτοφανή ύψη.
Ο ορισμός του προβλήματος, έντονα επηρεασμένος από τις ατζέντες των εκπροσώπων του κόσμου της πολιτικής και των μέσων ενημέρωσης, φαίνεται να έχει αποφασιστική σημασία για την εξήγηση του κατά πόσο είναι διαρθρωτικού ή σωφρονιστικού χαρακτήρα τα μέτρα που λαμβάνονται για την αντιμετώπισή του. Στις Η.Π.Α., και σε μικρότερο βαθμό στη Βρετανία, η πλέον πειστική εξήγηση απέδιδε την αύξηση της εγκληματικότητας και των βίαιων ταραχών σε μία νέα κατώτερη τάξη ανέργων που επιβιώνουν μέσω της λεηλασίας (Taylor 1999). Στην Ολλανδία, η υποχώρηση των κύριων υποστηρικτικών θεμελίων της κοινωνίας, δηλαδή η διάβρωση των θεσμοθετημένων βάσεων άτυπου κοινωνικού ελέγχου στα πλαίσια της οικογένειας, των διαφόρων θρησκευτικών ομάδων, του σχολείου και της κοινότητας, θεωρήθηκε ως το κατ’ εξοχήν αίτιο στο πλαίσιο της βαρυσήμαντης Έκθεσης με τίτλο ‘Κοινωνία και Έγκλημα’ (‘Society and Crime’ Report, 1985). Αυτή η εξήγηση είναι πιθανό να συνέτεινε περισσότερο στο να δημιουργήσει ανησυχίες παρά να τις κατευνάσει, και η δημοσίευση της πρώτης δειγματοληπτικής έρευνας με τίτλο International Victim Survey το 1987, η οποία έδειχνε την Ολλανδία να παρουσιάζει τη μεγαλύτερη ροπή προς το έγκλημα από όλες τις χώρες που ερευνήθηκαν, έκανε αυτές τις ανησυχίες ακόμη πιο έντονες. Άλλες Δυτικοευρωπαϊκές χώρες που είχαν την εμπειρία παρόμοιων τάσεων απέφυγαν ή αντιστάθηκαν μία τόσο τιμωρητική σε χαρακτήρα αντίδραση, αν και αρκετές από αυτές –π.χ., η Ιταλία, η Ισπανία, η Πορτογαλία– έχουν αυξήσει αξιοσημείωτα τον πληθυσμό των φυλακών τους (Ruggiero, Ryan και Sin 1995). Σε άλλες πάλι, όπως είναι η Γαλλία και η Αυστρία, έχουν κερδίσει έδαφος φασιστικά από πολιτική άποψη κόμματα.
Έτσι, το έγκλημα εμπεριέχει το ενδεχόμενο να συμβολίζει την κοινωνική αποσύνθεση με τρόπους τέτοιους που κινητοποιούν τόσο τα λαϊκά όσο και τα επίλεκτα στρώματα της κοινωνίας να προσφέρουν την υποστήριξή τους στην προώθηση των επίσημων μορφών άσκησης σωφρονιστικού ελέγχου σε ανεπίτρεπτα προηγουμένως ύψη και μήκη. Σεισμικές αλλαγές κατεύθυνσης είναι δυνατόν να λάβουν χώρα όχι μόνο στον ρυθμιστικό χαρακτήρα του τομέα της ποινικής δικονομίας (Feeley και Simon 1992) αλλά και στο σύνολο της κουλτούρας που αφορά στην άσκηση ελέγχου (βλέπε Garland, προσεχώς). Ως αποτέλεσμα, ακόμη και όταν το έγκλημα έχει παύσει πλέον να είναι το πρόβλημα, έχουν ήδη τεθεί σε κίνηση αλλαγές που είναι εκπληκτικά δύσκολο να τροποποιηθούν και που μπορεί να είναι αδύνατο να αντιστραφούν. Μέσα σε αυτήν την ταραχή της αναστατωτικής αλλαγής οι εγκλεισμοί στις φυλακές προσφέρουν ένα στάνταρ διασφάλισης της κοινωνικής τάξης. Οι φυλακές αποτελούν την εγγύηση ότι τελικά θα αποκατασταθεί και θα επιβληθεί ο νόμος και η τάξη. Οι μέθοδοι σωφρονισμού είναι βαθιά εκφραστικές (Garland 1990) και η δύναμη συμβολισμού που χαρακτηρίζει ειδικά τη μέθοδο της φυλάκισης προσφέρει στους πολιτικούς ατέλειωτες δραματουργικές δυνατότητες, επιτρέποντάς τους να επικοινωνούν πολλαπλά μηνύματα σε μία ποικιλία ακροατηρίων (Sparks, προσεχώς). Αυτή η μέθοδος είναι η κατ’ εξοχήν ένδειξη ότι οι κυβερνήσεις είναι έτοιμες να κάνουν ό,τι είναι δυνατόν να γίνει για να εξαπολύσουν έναν πόλεμο κατά του εγκλήματος. Σε ορισμένα ποινικά περιβάλλοντα ο εγκλεισμός στη φυλακή καταφέρνει να αποκτήσει τον χαρακτήρα ενός είδους δημοσιονομικού πλεονεκτήματος σαν και αυτό που απολαμβάνουν οι κληρικοί. Σαν ένα πείραμα που δεν είναι δυνατόν να αποτύχει –αν μειωθεί η εγκληματικότητα, τότε είναι οι φυλακές που αποκτούν κύρος και αξιοπιστία, αλλά αν αυτή αυξηθεί, τότε είναι σαφές ότι χρειαζόμαστε περισσότερο από το ίδιο γιατρικό, όποιο και αν είναι το κόστος.
Η πολιτική του νόμου και της τάξης
Με την αναγνώριση κάποιων χρονικών καθυστερήσεων, ο Tonry βλέπει να υπάρχει σημαντική κοινή εμπειρία ανάμεσα στις Η.Π.Α. και σε Ευρωπαϊκές κοινωνίες σε αυτό το μέτωπο. Στη Βρετανία, το θέμα της άσκησης ελέγχου όσον αφορά το έγκλημα ήρθε στο προσκήνιο σαν ένα ζήτημα φανατικών κομματικών χειρισμών στις Γενικές Εκλογές του 1970 και αργότερα, ακόμη πιο ηχηρά, το 1979 (Downes και Morgan 1997). Στις Η.Π.Α. ήρθε στην επιφάνεια με τον Goldwater το 1964, στην Ολλανδία 20 χρόνια αργότερα. Στη Γαλλία, στη Γερμανία και στις Σκανδιναβικές χώρες εξακολουθεί να είναι λιγότερο κεντρικό, παρά τα έντονα ορατά επεισόδια νεανικών παρεκτροπών και παρά την αυξανόμενη χρήση ναρκωτικών ουσιών. Αν και εξακολουθεί να υπάρχει ποικιλομορφία, οι διαγραφόμενες τροχιές είναι δύο. Η πρώτη είναι ότι από τη στιγμή που έχει ήδη ξεκινήσει μία πορεία ‘διακυβέρνησης μέσω του εγκλήματος’, με τον αυξημένο σε ένταση συναισθηματισμό και με το ανέβασμα της αξίας των σωφρονιστικών μέτρων που συνεπάγεται αυτή, καμία κοινωνία δεν έχει κατορθώσει να βρει κάποιον τρόπο για να απαλλάξει τον εαυτό της από αυτήν την ανοδική ελικοειδή πορεία. Μέρος αυτού του προτύπου είναι μία μερική τουλάχιστον σύγκληση ανάμεσα στις Η.Π.Α. και στην Ευρώπη σε ένα ιδεολογικό επίπεδο. Μπορεί να είναι αλήθεια ότι οι Αμερικανοί έχουν αποδώσει πολύ μικρότερη βαρύτητα από ό,τι οι Ευρωπαίοι στους κοινωνικούς και οικονομικούς παράγοντες που συνδέονται με την παραβατική συμπεριφορά (Kuhn 1999 σελ. 19), αλλά η αναμορφωτική αποκατάσταση συνεπάγεται και αυτή επίσης μία αυτο-βελτίωση με τη βοήθεια της συμβουλευτικής και της θεραπείας, μια παλιά και καλά εδραιωμένη, αν και περιθωριοποιημένη πλέον, Αμερικανική πρακτική. Στο Ευρωπαϊκό άκρο, «σε αναλογία με την από τη δεκαετία του 1980 και μετά μετατροπή του κράτους πρόνοιας σε μία ‘οικονομία της αγοράς’, η οποία περιορίζει την ευθύνη του κράτους απέναντι στους πολίτες του και δίνει μεγάλη έμφαση στην προσωπική ευθύνη, τα αίτια της εγκληματικής συμπεριφοράς παύουν πλέον να θεωρούνται ότι έχουν τη ρίζα τους στο κοινωνικό υπόβαθρο του εγκληματία, στις συνθήκες ζωή του και στις περιστάσεις που οδήγησαν στο αδίκημα αλλά αποδίδονται στην ηθική εξολίσθηση του δράστη η οποία καταλήγει σε πράξεις ελεύθερης βούλησης για τις οποίες αυτός είναι απόλυτα υπεύθυνος.» (Junger-Tas, 1998, σελ. 19) Η δεύτερη τροχιά έχει να κάνει με το ότι η οικονομική ανάπτυξη στις πλουσιότερες χώρες του κόσμου βασίστηκε εν μέρει στη μαζική άφιξη σε αυτές μεταναστευτικών εργατών, υπέθαλψε την μετανάστευση από πρώην αποικίες και έχει παροτρύνει τους πρόσφυγες να αναζητούν τον παράδεισο σε μία κλίμακα τέτοια που δεν είναι εύκολο να γίνει αποδεκτή χωρίς σύγκρουση. Τα προβλήματα που συνεπάγεται η ενσωμάτωση διαφόρων διακριτών από πολιτισμική άποψη ομάδων στους κόλπους εξαιρετικά άνισων κοινωνιών μπορούν όλα να γίνουν αντιληπτά με όρους που άπτονται του ζητήματος της άσκησης ελέγχου όσον αφορά την εγκληματική δραστηριότητα.
Στη Βρετανία είναι μόνο από το 1992 που ασχολήθηκαν και τα δύο μεγάλα κόμματα με ‘λαϊκιστικές σωφρονιστικές πρακτικές’ (Bottoms 1995). Το κόμμα των Συντηρητικών (Tories) είχε αρχίσει ήδη από παλιά να εμφανίζει με αριστοτεχνικό τρόπο το κόμμα των Εργατικών (Labour) σαν ένα κόμμα που παραμελεί το σώμα της αστυνομίας, που είναι ‘επιεικές’ απέναντι στο έγκλημα και που δείχνει ανοχή στη διασάλευση του δημόσιου βίου που προκαλείται από τη μαχητικότατα του κλάδου των βιομηχανικών εργατών. Το κόμμα των Εργατικών είχε ακολουθήσει την εναλλακτική άποψη ότι η αυξανόμενη εγκληματικότητα οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στις κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες (Downes και Morgan 1994). Ως Σκιώδης Υπουργός Εσωτερικών από το 1979 μέχρι το 1992, ο Roy Hattersley προώθησε επίσης και μία άποψη τύπου Rawls, την ανάγκη να επιτευχθεί ένας συνδυασμός κοινωνικής δικαιοσύνης και αστικών ελευθεριών (Bowling 2000). Από το 1989 μέχρι το 1992 η Βρετανία έζησε μία μεγάλη οικονομική ύφεση, με μία αύξηση της ανεργίας του ανδρικού πληθυσμού στο 15%, με μία παράλληλη μείωση του αριθμού των τροφίμων των φυλακών από 50 000 σε 42 000, και με έναν ρυθμό αύξησης της εγκληματικότητας που έφτασε στο 50%. Για πρώτη φορά μετά από πάροδο 30 και πλέον ετών το ηγετικό πλεονέκτημα που διατηρούσαν οι Συντηρητικοί έναντι των Εργατικών ως το κόμμα που ήταν το πλέον ικανό να εγγυάται τον νόμο και την τάξη έπαψε να υπάρχει. Το Εργατικό κόμμα προώθησε στο κοινό το δικό του πλεονέκτημα, όχι με το να δώσει έμφαση στους δεσμούς που υπάρχουν ανάμεσα στην αυξανόμενη εγκληματικότητα και στους οικονομικούς παράγοντες αλλά με το να επισημάνει την επιείκεια που χαρακτήριζε τις καταδικαστικές αποφάσεις. Ο περίφημος λακωνικός λόγος του Tony Blair γύρω από την ανάγκη να «είμαστε σκληροί απέναντι στο έγκλημα, σκληροί απέναντι στα αίτια της εγκληματικότητας» παραχωρούσε επιδέξια χώρο και για τα δύο, όμως το συγκεκαλυμμένο μήνυμα, αυτό του να είμαστε ‘σκληροί απέναντι στους εγκληματίες’, ήταν εκείνο που αναδύθηκε στην επιφάνεια από την άποψη της πολιτικής πρακτικής (Pease 1998˙ βλέπε επίσης Ryan 1999). Αυτή η στρατηγική όφειλε πολλά στην προσέγγιση που ακολούθησε το Αμερικανικό Δημοκρατικό Κόμμα για να αποφύγει μία επανάληψη της πανωλεθρίας που υπέστη ο Δουκάκης το 1988. Ο Κλίντον υπήρξε ‘έξυπνος’ και ταυτόχρονα ‘σκληρός’ ως προς το ζήτημα της εγκληματικότητας (Rutherford 1999). Για να ουδετεροποιήσει την πολιτική του τύπου ‘Η Φυλακή είναι Αποτελεσματική’ του Michael Howard, ο Jack Straw, τόσο στα πλαίσια της αντιπολίτευσης όσο και σαν μέλος της κυβέρνησης, ανέπτυξε πολιτικές (κάποιες από τις οποίες απέκτησαν τον χαρακτήρα νομοθετικού διατάγματος στα πλαίσια της Νομοθετικής Πράξης με τίτλο Crime and Disorder το 1998, ενώ κάποιες άλλες είτε είναι επικείμενες είτε συναντούν αντίσταση) τις οποίες το Εργατικό Κόμμα θα ήταν μάλλον αδύνατο να ενθαρρύνει πριν από το 1992. Αυτές περιλαμβάνουν:
- την ενεργοποίηση (νομιμοποιημένη με νομοθετικό θέσπισμα που ψηφίσθηκε από την απερχόμενη Συντηρητική Κυβέρνηση) κατώτατων αδήριτων ποινών για διαρρήξεις, διακίνηση ναρκωτικών και άσκηση βίας
- την ανάπτυξη Διατάξεων γύρω από την Αντικοινωνική Συμπεριφορά τα οποία, μεταξύ άλλων, κάνουν ασαφή τη διάκριση ανάμεσα στο ποινικό και το αστικό δίκαιο όσον αφορά το θέμα των υποχρεώσεων που υπάρχουν σχετικά με την απόδειξη της ενοχής (βλέπε Ashworth κ.ά., 1998)
- την παραχώρηση εξουσιών σε τοπικούς διοικητικούς φορείς να επιβάλουν απαγορεύσεις στην ελεύθερη κυκλοφορία των ατόμων νεαρής ηλικίας
- τη μετονομασία της Υπηρεσίας Επιτήρησης και Μετέπειτα Φροντίδας (Probation and After Care Service) σε ‘Δημόσια Υπηρεσία Σωφρονισμού και Αναμόρφωσης’ (Community Punishment and Rehabilitation Service), ένα μέτρο στο οποίο αντιτίθεται το 85% των Διευθυντών Επιμελητών Επιτήρησης
- τη μείωση του οριακού σημείου για την επιστροφή των υπό επιτήρηση ατόμων στα δικαστήρια από τρεις παραβιάσεις του κανονισμού σε δύο (όπου παραβιάσεις θεωρούνται συμπεριφορές όπως αυτή του να μην εμφανιστεί το υπό επιτήρηση άτομο σε μία συνάντηση με τον αρμόδιο επιμελητή στον συμφωνημένο χρόνο), και την αυτόματη ανάκληση των επιδομάτων κοινωνικής ασφαλιστικής κάλυψης μέχρι και για 6 μήνες μετά τη δεύτερη παραβίαση του κανονισμού
- την επέκταση του μέτρου που παραχωρεί τη διοίκηση κάποιων φυλακών σε ιδιωτικούς φορείς, έτσι ώστε από 3 φυλακές αρχικά να αφορά τελικά ένα σύνολο 14 φυλακών
- την κατάργηση του doli incapax (νόμιμο τεκμήριο έλλειψης γνώσης εκ μέρους του παραβάτη ότι διαπράττει ένα αδίκημα) που ίσχυε για παραβάτες ηλικίας κάτω των 14 ετών
- την αντικατάσταση των επιδομάτων Κοινωνικής Ασφαλιστικής Κάλυψης που λάμβαναν τα άτομα που βρίσκονται σε αναζήτηση ασύλου από δελτία (κουπόνια) για την προμήθεια των απαραίτητων για τη συντήρησή τους
- τη δικαστική δίωξη των φορτικών μικροεμπόρων του δρόμου και των επαιτών
- την μέσα στα αστυνομικά τμήματα ιατρική εξέταση αυτών που συλλαμβάνονται με στόχο τον έλεγχο του κατά πόσο έχουν κάνει χρήση ναρκωτικών
- την παροχή πληροφοριών στους εργοδότες για το αν τα άτομα που ζητούν εργασία από αυτούς έχουν στο ιστορικό τους οποιεσδήποτε καταδίκες για κάθε μορφής αδικήματα.
Μεγάλο μέρος αυτού του καταλόγου είναι εμπνευσμένο από το ‘μηδενικής ανοχής’ Αμερικανικό παράδειγμα αστυνόμευσης και δικαστικής δίωξης. Το αποτέλεσμα είναι ότι και τα δύο μεγάλα κόμματα έχουν εμπλακεί στη διαδικασία αύξησης των δαπανών για τη λειτουργία του σωφρονιστικού συστήματος και ο πληθυσμός των φυλακών στην Αγγλία και την Ουαλία αυξήθηκε από 42 000 σε 65 000 μέσα σε έξι χρόνια.
Θα πρέπει βέβαια να ειπωθεί ότι υπάρχουν και φιλελεύθερες αντισταθμιστικές συνιστώσες για να εξισορροπούν την σε γενικές γραμμές τιμωρητική κατεύθυνση αυτών των μέτρων. Για παράδειγμα:
- το Εργατικό Κόμμα έχει ξεκινήσει ένα γενναία χρηματοδοτούμενο πρόγραμμα ‘αποκαταστατικής δικαιοσύνης’ όπως και κοινοτικά προγράμματα μείωσης της εγκληματικότητας για την αποξενωμένη νεολαία, δίνοντας έμφαση σε επανορθωτικές, μεσολαβητικές και καθοδηγητικές δράσεις που απευθύνονται σε νεαρής ηλικίας παραβάτες και σε εκείνους που κινδυνεύουν να εμπλακούν σε εγκληματικές δραστηριότητες
- ο Jack Straw πήρε τη γενναία απόφαση να οργανώσει μία δημόσια εξεταστική έρευνα της περίπτωσης Stephen Lawrence, όπου η απερίγραπτα κακότεχνη ανακριτική εξέταση που είχε γίνει από την Μητροπολιτική Αστυνομία γύρω από τη δολοφονία ενός μαύρου εφήβου από κάποιους λευκούς νεαρούς συντοπίτες του χαρακτηρίστηκε ως ‘θεσμικός ρατσισμός’ στην τελική επίσημη Αναφορά που συντάχθηκε
- το Ηνωμένο Βασίλειο, ένα παλιό αλλά απρόθυμο συνυπογράφον μέλος του Ευρωπαϊκού Συμφώνου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, έχει τώρα ενσωματώσει τα άρθρα αυτού του συμφώνου στην εθνική του νομολογία
- το κατώτερο όριο ηλικίας για συναίνεση σε ομοφυλοφιλικές σχέσεις έχει μειωθεί σε εκείνη των 16 ετών για να είναι αντίστοιχο με το όριο που ισχύει για τις ετεροφυλικές σχέσεις.
Το καθαρό αποτέλεσμα όλων αυτών των μέτρων, ωστόσο, παραμένει αξιοσημείωτα τιμωρητικό σε χαρακτήρα και με τάσεις διεύρυνσης του συστήματος των ποινικών κυρώσεων, αν και κάποιος ειδικός σχολιαστής (Morgan 1998) βλέπει τον Straw να δρα «χαμηλόφωνα» για «να μπορέσει να διατηρήσει» τον πληθυσμό των φυλακών σε περίπου ίδια επίπεδα με αυτά που ισχύουν προς το παρόν. Επίσης, τα μέτρα που αφορούν τις ξεχωριστές κοινότητες προϋποθέτουν σε μεγάλο βαθμό αξιοσημείωτες βελτιώσεις των κυριότερων υπηρεσιών του δημόσιου τομέα στους χώρους της υγείας, της παιδείας και της στέγασης για τις οποίες οι πόροι που διατίθενται είναι σημαντικά χαμηλότεροι σε σύγκριση με τις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες (Hills 1997˙ Downes 1998). Στην περίπτωση που αρχίσουν πάλι να ανεβαίνουν οι ετήσιοι ρυθμοί αύξησης της εγκληματικότητας και η αξιολόγηση των κοινοτικών μέτρων οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι αυτά είναι αρνητικά ή αμφιλεγόμενα, μία περαιτέρω αύξηση του πληθυσμού των φυλακών φαίνεται να είναι αναπόφευκτη.
Η δεύτερη κοινή τροχιά που έχει αποφασιστική σημασία για την πολιτική του νόμου και της τάξης είναι ότι «η αγωνία γύρω από το έγκλημα και ο φόβος των ανθρώπων ότι θα καταστούν θύματα εγκληματικών πράξεων έχει μεγαλώσει εξαιρετικά δυσανάλογα σε σχέση με τις πραγματικές αυξήσεις της εγκληματικότητας. Αυτός ο φόβος εστιάζεται κατά κανόνα σε παραδοσιακά ‘εγκλήματα που διαπράττονται στους δρόμους’ και σε εγκλήματα που υποτίθεται ότι διαπράττονται από στερούμενες ισχύος μειονοτικές ομάδες… Σε όλη την Ευρώπη και στις Η.Π.Α., τα αυξανόμενα ποσοστά του πληθυσμού των φυλακισμένων αποτελούνται από ‘μειονότητες’ και από ξένους.» (Marshall, 1996, σελ. 31) Στην Ευρώπη υπάρχουν αντιφατικές παρορμήσεις. Από τη μία πλευρά, η κοινή πολιτική φιλοδοξία είναι για μία Ευρώπη χωρίς σύνορα, με ελεύθερο το εμπόριο και τις μετακινήσεις, υποστηριζόμενη από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, το Σύμφωνο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, κ.λ.π. Από την άλλη πλευρά, η μαζική συρροή προσφύγων, μεταναστευτικών εργατών και μεταναστών από πρώην κομμουνιστικές και αποικιακές κοινωνίες προκαλεί δυσαρέσκειες που έχουν τροφοδοτήσει, όπως έχει επισημάνει έντονα ο Loic Wacquant (1999), τις πολιτικές πρακτικές του Ακροδεξιού εθνοκεντρισμού. Μία προσπάθεια για διευθέτηση του προβλήματος είναι η θεσμοθέτηση ίσων ευκαιριών με μία ταυτόχρονη αύξηση των ποινών για τα αδικήματα στα οποία εμπλέκονται σε δυσανάλογο βαθμό εκείνες οι εθνικές μειονότητες που υφίστανται τις μεγαλύτερες αρνητικές διακρίσεις (Tonry 1995). Η υπερ-αντιπροσώπευση ατόμων Αφρο-Καραϊβικής προέλευσης στις φυλακές σε σύγκριση με τον αριθμό των λευκών φυλακισμένων στη Βρετανία είναι σε μεγάλο βαθμό η ίδια με εκείνη που παρατηρείται στις Η.Π.Α. Στην Ολλανδία, η αναλογία των μη Ολλανδών φυλακισμένων αυξήθηκε από 12% το 1981 σε 26% το 1992, και ένα ολοένα και μεγαλύτερο ποσοστό από αυτούς είναι εκπρόσωποι της δεύτερης γενιάς των εθνικο-μειονοτικών ομάδων της χώρας (Downes 1998, σελ. 150˙ Van Swaaningen και De Jonge, 19950). Αν και η άποψη ότι αυτές οι μειονότητες εμπλέκονται σε δυσανάλογα μεγάλο βαθμό σε εγκληματικές δραστηριότητες περιβάλλεται από διαμφισβήτηση, υπάρχει πράγματι μία εξάπλωση της αντίληψης ότι τα μέλη αυτών των μειονοτήτων επιδεικνύουν έναν ασυνήθιστο βαθμό αποξένωσης, αντίστασης στα μέτρα κοινωνικής πρόνοιας και απείθειας. Μέσα σε αυτήν την κατάσταση, ακόμη και διακεκριμένα μέλη των φιλελεύθερων κύκλων τείνουν προς μία απαλλαγμένη από ψευδαισθήσεις αποδοχή των μέτρων αποκλεισμού. Στην Αγγλία, τα μαύρα παιδιά αποκλείονται μόνιμα από τα σχολεία σε αναλογία τρεις φορές μεγαλύτερη από εκείνη που ισχύει για τα λευκά παιδιά και η κλίμακα του συνολικού αριθμού των αποβολών αυξήθηκε ιδιαίτερα στη δεκαετία του 1990 φθάνοντας τις 12 668 στο ακαδημαϊκό έτος 1996/97 (10 400 στο ακαδημαϊκό έτος 1998/99) (Υπουργείο Παιδείας και Εργασίας, 10 Μαΐου 2000). Όλες αυτές οι τάσεις εμπεριέχουν το ενδεχόμενο της επέκτασης του συστήματος ποινικών κυρώσεων.
Επικινδυνότητα κα ασφάλεια
Θα μπορούσε κανείς να εντοπίσει περισσότερο κοινό έδαφος ανάμεσα στην Ευρώπη και τις Η.Π.Α. στον συνδυασμό μιας έντονα αυξημένης συναίσθησης της κακοπάθειας που προξενεί το έγκλημα και των μεγαλύτερων προσδοκιών για προσωπική ασφάλεια και κοινωνική προστασία. Οι προσδοκίες για ασφάλεια και προστασία έχουν αυξηθεί σε ιδιαίτερα μεγάλο βαθμό κατά τη μεταπολεμική περίοδο. Το Σοσιαλδημοκρατικό ιδεώδες για εργασία και ευημερία από την ‘κούνια μέχρι τον τάφο’, οι τεράστιες πρόοδοι στον τομέα της ιατρικής περίθαλψης και της χειρουργικής, η μεταπολεμική συνθηκολόγηση η οποία, παρά την πυρηνική απειλή, προέτασσε την προοπτική ειρηνικών διεθνών σχέσεων, και η δυναμική ενός συστήματος παγκόσμιας διακυβέρνησης υπόσχονταν όλα μελλοντική σταθερότητα. Στις ζωές των περισσότερων ανθρώπων στις Δημοκρατίες της Δύσης, και με μοναδική εξαίρεση τον πόλεμο του Βιετνάμ, η κακοπάθεια η οφειλόμενη σε εγκληματικές δραστηριότητες ήταν η κύρια πηγή κινδύνου που δεν μπορούσε να ελεγχθεί ή να ελαττωθεί με προσωπικά μέσα. Προφορικές ιστορίες τείνουν να επιβεβαιώνουν αυτόν τον τρόπο αντίληψης του εγκλήματος σαν μία ολοένα και περισσότερο αθέμιτη πηγή μεγάλης οδύνης (Hood και Joyce 1999). Αυτή η αίσθηση έχει προωθήσει την ανάπτυξη τέτοιων κινημάτων όπως είναι το κίνημα για τα δικαιώματα των θυμάτων και το κίνημα για την υποστήριξη των θυμάτων (Rock 1987˙ 1990˙ 1998), όπως και μία τεράστια και αυξανόμενη επένδυση στον τομέα της περιστασιακής πρόληψης του εγκλήματος. Η μαζική ηλεκτρονική επόπτευση, η θωράκιση των πιθανών στόχων, οι έλεγχοι ασφαλείας και η ελεγχόμενη είσοδος σε ανθρώπινες κοινότητες, έχουν πλέον διεισδύσει στη ζωή των ανθρώπων τόσο πολύ που ο όρος ‘ρυθμός εγκληματικότητας’ θα μπορούσε να μετονομαστεί σε ‘ρυθμό αποκλεισμού’. Τα αυτοκίνητα που δεν είναι εφοδιασμένα με συστήματα συναγερμού, οι ιδιοκτησίες που αφήνονται αφρούρητες και τα σπίτια που δεν έχουν παρά ελάχιστη μόνο προστατευτική θωράκιση θεωρούνται τώρα περιπτώσεις υψηλού ρίσκου για τις ασφαλιστικές εταιρείες, με αποτέλεσμα να χάνουν πλέον τη δυνατότητά τους να ασφαλίζονται εκείνες ακριβώς οι ομάδες ανθρώπων που πλήττονται με τον χειρότερο τρόπο από το έγκλημα. Όσο πιο κατασταλτικοί γίνονται οι έλεγχοι τόσο περισσότερο υποτροπιάζει το έγκλημα, με τις φτωχότερες συνοικίες –και κατ’ εξοχήν τις αποβιομηχανοποιημένες και αραιοκατοικημένες περιοχές– να μαστίζονται από πολλαπλά περιστατικά δεινοπάθησης οφειλόμενης σε εγκληματικές δραστηριότητες (Davies 1998). Αυτό που υποσχόταν η ιδέα του περιστασιακού ελέγχου ήταν ότι με την εφαρμογή του θα μπορούσε να αγνοηθεί το αμφισβητούμενο πεδίο των ‘ριζικών αιτίων’ του εγκλήματος. Ωστόσο, αν και μπορεί να βοήθησαν σε μία συγκράτηση των ποσοστών της εγκληματικότητας, τέτοιου είδους έλεγχοι δεν έχουν μειώσει καθόλου ουσιαστικά αυτά τα ποσοστά. Στον βαθμό που η εγκληματικότητα εξακολουθεί να παραμένει σε υψηλά επίπεδα, ή ακόμη και να αυξάνεται, παρά την εφαρμογή τέτοιων μέτρων –τα οποία συνεπάγονται πολλά πράγματα όσον αφορά το ζήτημα του αποκλεισμού και του ελέγχου των παρεκτρεπόμενων ομάδων και ατόμων– το ενδεχόμενο για ακόμη μεγαλύτερη καταφυγή στην πρακτική των φυλακίσεων είναι πάντοτε παρόν.
Ανάμεσα στις πλέον δραστικές αναπαραστάσεις του κινδύνου και της ανασφάλειας είναι τα διανοητικά άρρωστα άτομα, εκείνα που ‘μεταγγίζονται’ από παρακμάζοντα ιδρύματα σε μία ανυπόστατη κοινοτική φροντίδα. Αυτό που γίνεται ορατό στην κοινότητα είναι τα οφθαλμοφανώς δυστυχή και παρεκκλίνοντα άτομα, η συχνά ατημέλητη εμφάνιση, η λεκτική επιθετικότητα και η περίεργη συμπεριφορά των οποίων διαταράσσει την ηρεμία των παρενοχλούμενων περαστικών και αυτών που είναι απασχολημένοι με τα ψώνια τους. Αν και αυτό δεν αποτελεί ανακούφιση για τα θύματα, η συνεισφορά αυτών των ατόμων στα ποσοστά θανατηφόρας βίας είναι πολύ ασήμαντη. Όποια και αν είναι αυτή όμως έχει πυροδοτήσει αξιώσεις σύμφωνα με τις οποίες πρέπει ‘να γίνει κάτι’ με τα πλέον επικίνδυνα και με σοβαρά διαταραγμένες προσωπικότητες άτομα. Η τρέχουσα πρόταση του Βρετανικού Υπουργείου Εσωτερικών (1999) είναι ότι η μέριμνα θα πρέπει να συνίσταται στον περιορισμό αυτών των ατόμων για απροσδιόριστα χρονικά διαστήματα, ακόμη και ελλείψει κάποια συγκεκριμένης παραβατικής συμπεριφοράς. Με δεδομένες τις δυσκολίες που παρουσιάζει η διάγνωση, αυτό είναι μία συνταγή για τη διεύρυνση της πρακτικής των καθείρξεων έτσι ώστε αυτή να περιλαμβάνει μία καινούρια ομάδα στόχευσης ακαθόριστων διαστάσεων.
Η Ματσιστική Οικονομία
Στη δεκαετία του 1980, πολλοί παρατηρητές(π.χ., Paul Kennedy, 1993) έβλεπαν τις Η.Π.Α. να χάνουν την υπεροχή τους ως η κατ’ εξοχήν παγκόσμια δύναμη από οικονομική αν όχι από στρατιωτική άποψη. Η δεκαετία του 1990 είδε τη θέση των Η.Π. όχι μόνο να αποκαθίσταται αλλά και να αποτελεί αντικείμενο κάποιας αδιαφιλονίκητης θριαμβολογίας. Ωστόσο, εξακολουθεί να υπάρχει κάποιο άλλο μοντέλο που αντιπαλεύει το Αμερικανικό πρότυπο πολιτικής οικονομίας: ο θεσμός του σοσιαλδημοκρατικού ‘κράτους πρόνοιας’, οι μικτές οικονομίες, κατά κύριο λόγο οι Ευρωπαϊκές αλλά επίσης και ο Καναδάς, η Αυστραλία και η Νέα Ζηλανδία. Σε αυτό το μοντέλο, κοινωνίες που είναι κατ’ ουσία καπιταλιστικές παρεμβαίνουν στην οικονομία της αγοράς για σκοπούς που αφορούν το κοινωνικό σύνολο, την κοινωνική και αστική πρόνοια και ευημερία, ειδικά όσον αφορά τους τομείς της εκπαίδευσης, της υγείας, της στέγασης, της συντήρησης του εισοδήματος και των κοινωνικών υπηρεσιών που απευθύνονται στο άτομο. Έχει γίνει μία αξιοσημείωτη προσπάθεια, ιδιαίτερα στη Σκανδιναβία, για να διατηρηθεί αυτό που Lionel Jospin αποκάλεσε «μία οικονομία της αγοράς αλλά όχι μία κοινωνία της αγοράς» και για να προστατευθούν οι περισσότερο ευάλωτες ομάδες από τις ανηλεείς οικονομικές δυνάμεις με έναν πιο συστηματικό τρόπο από ό,τι επιτρέπουν οι ιδιοτροπίες της ιδιωτικής φιλανθρωπίας.
Συχνά, τα διεθνούς παραγωγής ερμηνευτικά σχόλια παρουσιάζουν τις Η.Π.Α. σαν να αποτελούν μία άκρως καπιταλιστική σε χαρακτήρα χαμένη υπόθεση όσον αφορά τις δαπάνες κοινωνικής πρόνοιας. Όμως αυτό δεν είναι παρά μία παρωδία. Το 1993, ακόμη και μετά από μία δεκαετία φορολογικών ελαφρύνσεων για τους πλούσιους και περικοπών των υπηρεσιών κοινωνικής πρόνοιας για τους φτωχούς που επέβαλε η οικονομική πολιτική του Reagan, η συνολική δαπάνη των Η.Π. για τις υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας έφτανε περίπου το 21% του Α.Ε.Π., ποσοστό συγκρίσιμο με εκείνο του Ηνωμένου Βασιλείου (26%) και της Γερμανίας (29%) (Hills 1997). Το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γερμανία είναι, όσον αφορά αυτό το κριτήριο, πιο κοντά στις Η.Π. από ό,τι οι Σκανδιναβικές χώρες όπου είναι το 40% του Α.Ε.Π. που αφιερώνεται στον τομέα της κοινωνικής πρόνοιας. Στον χώρο της υγείας, οι Η.Π. δαπανούν ένα ελαφρώς υψηλότερο ποσοστό του Α.Ε.Π. στον τομέα της δημόσιας υγείας από ό,τι δαπανούν οι Βρετανοί για την Εθνική Υπηρεσία Υγείας (National Health Service), και ίσως πάνω από το διπλάσιο αν συνυπολογισθούν και οι ιδιωτικές δαπάνες για την υγεία. Στον χώρο της παιδείας και της κοινωνικής ασφάλισης, η Βρετανία και οι Η.Π. είναι περίπου ίδιες, αν και το Αμερικανικό σύστημα ευνοεί πολύ περισσότερο τις ευπορότερες ομάδες από ό,τι το Βρετανικό, ενώ οι πραγματικά μεγάλες διαφορές ανάμεσά τους αφορούν το ζήτημα της στέγασης. Αυτό που υποδηλώνουν όλα τα παραπάνω είναι η σημαντική δύναμη των υποστηρικτικών στοιχείων που υπάρχουν στους κόλπους των Η.Π.Α. για μία ουσιαστική μικτή οικονομία κοινωνικής ευημερίας παρά μία απόλυτη διαφορά μεταξύ των Η.Π.Α. και της Ευρώπης.
Στο διάστημα των δύο τελευταίων δεκαετιών, ωστόσο, οι πιέσεις προς την κατεύθυνση των ιδιωτικοποιήσεων και μία μείωση των δημοσίων δαπανών έχουν προχωρήσει με ταχύτερους ρυθμούς. Η απήχηση που θα έχουν οι διαφορετικοί τρόποι ερμηνείας του ‘Τρίτου Δρόμου’ (Giddens 1999) θα έχει καθοριστική σημασία για το πόσο μεγάλη ώθηση θα δοθεί σε αυτήν την τάση. Η δημόσια αντιπαράθεση εκφράζεται ολοένα και περισσότερο με όρους που δίνουν έμφαση στη μεγαλύτερη επιτυχία των απελευθερωμένων οικονομιών της αγοράς, περισσότερο αξιοπρόσεκτα στις Η.Π.Α., σε σύγκριση με τις πιο ‘συνεταιριστικά προσανατολισμένες’ οικονομίες της Ευρώπης, με το Ηνωμένο Βασίλειο να διατηρεί μία ενδιάμεση θέση μετά τη μερική συνέχιση από τη Νεο-Εργατική παράταξη των ιδιωτικοποιήσεων που ξεκίνησε η Νεο-Δεξιά. Αυτό που διακυβεύεται είναι η συνεχιζόμενη δέσμευση για πολύ πιο ουσιαστικές επενδύσεις του δημόσιου τομέα στις ηγετικές χώρες της Σκανδιναβίας, στην Ολλανδία, το Βέλγιο, τη Γαλλία, τη Γερμανία και την Ιταλία.
Το καθαρό μέγεθος του πληθυσμού των Αμερικανικών φυλακών έχει γίνει τώρα ένας σημαντικός παράγοντας σε αυτό το μακροοικονομικό πλέγμα, όπως δεν υπήρξε ποτέ πριν. Όπως έχουν ξεκάθαρα διασαφηνίσει οι Beckett και Western (1997), ο πληθυσμός των Αμερικανικών φυλακών ισοδυναμεί τώρα με το 2% του ανδρικού εργατικού δυναμικού. Αποτέλεσμα του γεγονότος ότι οι φυλακισμένοι αποκλείονται από τον υπολογισμό της αριθμητικής δύναμης του εργατικού δυναμικού –μία κατεστημένη πρακτική που αξίζει να επανεξετασθεί– είναι ότι αυτός ο παράγοντας και μόνο έχει μειώσει το επίσημο ποσοστό της ανδρικής ανεργίας κατά περίπου 30-40% από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 μέχρι σήμερα. Και είναι αυτή ακριβώς η μειωμένη τιμή του ποσοστού ανεργίας που εγκωμιάζεται αδιάκοπα και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού σαν μία σημαντική ένδειξη της υπεροχής της απελευθερωμένης οικονομίας των Η.Π.Α. σε σύγκριση με τις περισσότερο συνεταιριστικά προσανατολισμένες οικονομίες της Δυτικής Ευρώπης. Είναι λίγοι εκείνοι οι οικονομικοί σχολιαστές που φαίνονται να έχουν συναίσθηση της σπουδαιότητας του ποινικού παράγοντα –μόνο ο Larry Elliot (Guardian 13.12.99) έχει, από όσο γνωρίζω, αναφερθεί στο όλο ζήτημα, αν και μόνο υπό μορφή παρενθετικής αναφοράς. Η σπουδαιότητα αυτού του παράγοντα θα φαινόταν ακόμη μεγαλύτερη αν αναγνωρίζαμε σε κάποιο βαθμό και το γεγονός ότι οι φυλακίσεις δημιουργούν έναν εξαιρετικά μεγάλο αριθμό θέσεων εργασίας για εποπτικό προσωπικό κλπ., ειδικά σε περιοχές με υψηλή ανεργία. Είναι τραγική ειρωνεία ότι ένα από τα σημαντικότερα μειονεκτήματα της πολιτικής οικονομίας των Η.Π. –ο αφύσικα μεγάλος πληθυσμός των φυλακισμένων– διογκώνει αδικαιολόγητα αυτό που εκλαμβάνεται ως δηλωτικό σημάδι μιας μεγάλης επιτυχίας – το ασυνήθιστα χαμηλό ποσοστό ανέργων. Επιπλέον, είναι πλέον καλά αποδεδειγμένο μέσα από το έργο των Mark Mauer (1997), Jerome Miller (1996) και Michael Tonry (1995) ότι αυτά τα αποτελέσματα είναι πιο καθοριστικά και καταστρεπτικά στην περίπτωση των νέων μαύρων ανδρών, από τους οποίους ο ένας στους τρεις βρίσκεται είτε στη φυλακή είτε κάτω από ποινικά καθεστώτα όπως αυτά της αστυνομικής επιτήρησης ή της αποφυλάκισης υπό τον όρο ότι θα επιδείξουν καλή διαγωγή. Ο ποινικός παράγοντας έχει εντελώς απογυμνώσει από άνδρες ορισμένες γειτονιές των κέντρων των πόλεων όπου κατοικούν μαύροι. Σε αυτές τις γειτονιές, τα νοικοκυριά τα οποία έχουν γυναίκες ως αρχηγούς μπορούν τώρα να θεωρηθούν ξεκάθαρα ως κοινότητες οι οποίες, πέρα από τα παιδιά και τους ηλικιωμένους, αποτελούνται σχεδόν αποκλειστικά από γυναίκες. Και στις περιοχές των γκέτο που τόσο τεκμηριωμένα έχει μελετήσει ο William Julius Wilson, τις λιγότερο ή περισσότερο στερημένες από οποιαδήποτε οικονομική δραστηριότητα, εξακολουθούν να υπάρχουν πολύ υψηλά ποσοστά ανεργίας τα οποία θα ήταν ακόμη πιο ολοσχερή αν δεν υπήρχαν τα υψηλά ποσοστά φυλακίσεων που έχει πυροδοτήσει η ανάμιξη των ανθρώπων που ζουν σε αυτές τις περιοχές με το εμπόριο των ναρκωτικών. Εντούτοις, οι ενημερωμένοι σχολιαστές μπορούν ακόμη να γράφουν: «Η οικονομία ανθίζει, και οι μαύροι Αμερικανοί έχουν σήμερα μικρότερες πιθανότητες να βρεθούν χωρίς δουλειά από ό,τι οι Ευρωπαίοι. (Η ανεργία των μαύρων είναι πεσμένη σε ένα ποσοστό κάτω από το 8%.)» (Thernstrom 1999) Αν λάβουμε, βέβαια, υπόψη εκείνους που βρίσκονται στις φυλακές, τότε αυτό το ποσοστό θα έφθανε τουλάχιστον το 16%.
Είναι αρκετά πιθανό, επομένως, ότι το φαινόμενο των μαζικών καθείρξεων στις Η.Π. θα έχει τον αντίκτυπό του στην Ευρώπη λιγότερο διαμέσου της άμεσης εξαγωγής των στοιχείων που το συνθέτουν, όπως είναι για παράδειγμα η ιδιωτικοποίηση των φυλακών και οι αδήριτες και σκληρότερες καταδικαστικές αποφάσεις, και περισσότερο μέσα από την κεκαλυμμένη επίδρασή του στο πεδίο της μακροοικονομικής πολιτικής, ενθαρρύνοντας, δηλαδή, μία απομάκρυνση από εκείνη την πολιτική βασικά συστατικά της οποίας είναι η παροχή ουσιαστικών υπηρεσιών κοινωνικής πρόνοιας, η συμμετοχή των συνδικαλιστικών φορέων στη ρύθμιση της οικονομίας και η παροχή εγγυήσεων όσον αφορά την απασχόληση. «Αν η Ευρώπη συνεχίσει να ακολουθεί το ηγετικό παράδειγμα των Η.Π. συνεχίζοντας την προοδευτική αποσυναρμολόγηση του κράτους πρόνοιας και αφαιρώντας από ολοένα και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού τη δυνατότητα της πλήρους συμμετοχής στην κοινωνία, τότε μπορεί και η Ευρώπη επίσης να γίνει μία πολωμένη κοινωνία νικητών και αποτυχημένων» (Marshall, σελ. 32), με όλα όσα συνεπάγεται αυτό όσον αφορά την εγκληματικότητα και τον έλεγχό της με ποινικά μέσα.
Σε αυτήν την απομάκρυνση από το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας είναι η Βρετανία που ανοίγει το δρόμο: Το Νέο Εργατικό κόμμα είναι «καθοδόν για μία συγκράτηση των δημοσίων δαπανών σε ένα επίπεδο (αναλογικά με το σύνολο της οικονομίας) που είναι χαμηλότερο από ό,τι υπήρξε ποτέ κάτω από οποιαδήποτε άλλη κυβέρνηση από την εποχή του Harold Macmillan 35 χρόνια πριν… Ακόμη και αν τα επιπλέον χρήματα που ψηφίσθηκε να δαπανηθούν στα πλαίσια της ευρείας αναθεώρησης του των δαπανών καταλήξουν να δοθούν για τον σκοπό της αύξησης του ποσοστού του Α.Ε.Π. που θα αναλογεί στους τομείς της υγείας, της εκπαίδευσης και των μεταφορών για την περίοδο 1999-2000 και πέρα, οι αλλαγές αυτές είναι απίθανο να επιφέρουν κάποια ριζική διαφορά στο μέσο όρο για όλη τη διάρκεια ζωής της παρούσας κυβέρνησης.» (Travers 1999). Η Εθνική Υπηρεσία Υγείας λειτουργεί για είκοσι ή και περισσότερα χρόνια με πόρους που είναι τουλάχιστον κατά 1% χαμηλότεροι του μέσου όρου που δαπανάται από τις Ευρωπαϊκές χώρες-μέλη του Ο.Ο.Σ.Α. Αυτό το 1% ισοδυναμεί τώρα με 8 δισεκατομμύρια λίρες το χρόνο, ποσό που για την περίοδο των 20 χρόνων που αναφέραμε μας δίνει ένα σύνολο μη πραγματοποιημένης επένδυσης ίσο με 160 δισεκατομμύρια λίρες. Παρά την αποδοτικότητά του, κανένα σύστημα υγείας δεν θα μπορούσε να ευδοκιμήσει με τόσο πενιχρούς πόρους. Καθώς ο προϋπολογισμός για την υγεία καλύπτει και την ψυχική υγεία, δεν δημιουργεί έκπληξη το γεγονός ότι ‘η φροντίδα στα πλαίσια της κοινότητας’ βρίσκεται σε παρακμή. Επειδή, αντίθετα με τα ψυχιατρεία, οι φυλακές αποτελούν μία αδιάκοπα ανοιχτή πόρτα για όποιον στέλνουν εκεί τα δικαστήρια, ο υπερβολικός αριθμός φυλακίσεων αποτελεί τώρα μία πραγματικότητα πολύ περισσότερο από ό,τι στο παρελθόν, με τους φυλακισμένους να υποφέρουν σε ανησυχητικά υψηλά ποσοστά από κάποιες από τις πλέον σοβαρές ψυχικές ασθένειες.
Υπάρχουν τουλάχιστον άλλες τέσσερις σκοπιές από τις οποίες το Αμερικανικό ποινικό φαινόμενο τροφοδοτεί με έναν διαστρεβλωτικό τρόπο σημαντικές δημόσιες αντιπαραθέσεις. Κατά πρώτο λόγο, αυτό το φαινόμενο σχετίζεται τόσο με μία διαδοχική σταθεροποίηση και με πραγματικές μειώσεις του ρυθμού αύξησης της εγκληματικότητας στις Η.Π. όσο και με μία άνευ προηγουμένου μακρά περίοδο οικονομικής ανάπτυξης. Και τα δυο αυτά στοιχεία συνδυάζονται έτσι ώστε να προσδώσουν στην πρακτική των μαζικών καθείρξεων μία λαμπερή ακτινοβολία δύσκολα κερδισμένης επιτυχίας, όπου το όφελος υπερέχει του κόστους, η οποία είναι δυνατόν να αποδειχθεί σημαντική όσον αφορά την επιρροή που μπορεί να ασκήσει σε άλλες χώρες. Αυτή καθοσιώνει την εξαγωγή σε άλλες χώρες των συστημάτων ιδιωτικών φυλακών από την Wackenhut and Correctional Corporation of America. Το γεγονός ότι η οικονομική ανάπτυξη έχει συντελεσθεί παρά την έκρηξη των φυλακίσεων –και όχι χάριν αυτής– είναι δυνατόν να παραμείνει στην αφάνεια μέσα στη βιασύνη να πιστέψουμε εύκολα την φαινομενική επιτυχία αυτής της έκρηξης.
Δεύτερον, όπως υποστηρίζουν οι Beckett και Western, η φυλάκιση ζημιώνει τις προοπτικές απασχόλησης των ατόμων μετά την απελευθέρωσή τους και εντείνει τον κίνδυνο να επιστρέψουν αυτά στην εγκληματική δράση. Οι εγκληματογενείς συνέπειες της φυλάκισης αντιμετωπίζονται με έναν κυκλοειδή τρόπο με ακόμα περισσότερη φυλάκιση. Αυτό μας βοηθά να εξηγήσουμε το λόγο για τον οποίο αυξάνεται με τόσο ακατάπαυστους ρυθμούς και πέρα από κάθε προφανές όριο ο πληθυσμός των Αμερικανικών φυλακών, ενώ παράλληλα υποδηλώνει ότι οι Η.Π. είναι τώρα εγκλωβισμένες σε μία ποινική οικονομία η οποία είναι ταυτόχρονα αυτο-αναπαραγόμενη και υποκείμενη σε μία πολλαπλασιαστική επίδραση εξαιτίας της ολοένα και πιο απότομης αύξησης των αδήριτων ποινών.
Τρίτον, και πολύ παράδοξα, η περιορισμένη αγορά εργασίας που δημιουργήθηκε εν μέρει εξαιτίας των μαζικών φυλακίσεων θα μπορούσε να είναι ένας από τους λόγους της μείωσης των εγκλημάτων κατά της ιδιοκτησίας, ως αποτέλεσμα της αυξανόμενης οικονομικής ευημερίας και της ισόπεδης χαμηλόμισθης απασχόλησης (W.J. Wilson 1997). Ωστόσο, είναι η πολιτική των καθείρξεων και όχι η απασχόληση που αποκτά δημοφιλές κύρος.
Τέταρτον, υπάρχει μία ματσιστική ποιότητα στη μακρόχρονη άνθιση των Η.Π., η οποία είναι δυνατόν να ενταθεί με τις μαζικές καθείρξεις. Οι υψηλοί πληθυσμοί των φυλακών εμπεριέχουν πληθωριστικές συνέπειες, οφειλόμενες στις στενές αγορές εργασίας στις οποίες αυτοί οι πληθυσμοί ασκούν μία συγκεκαλυμμένη επίδραση, όπως επίσης και στις τεράστιες και, σε μεγάλο βαθμό, μη παραγωγικές σε χαρακτήρα επενδύσεις που σχετίζονται με την πολιτική των φυλακίσεων. Αυτές οι συνέπειες είναι για την ώρα κρυμμένες πίσω από τον χαμηλό πληθωρισμό που έχουν κατορθώσει να επιτύχουν οι Η.Π. και ο οποίος οφείλεται εν μέρει στα κέρδη που αποφέρει η τεχνολογία της πληροφόρησης, αλλά και εν μέρει στα υψηλά επίπεδα των εξωτερικών επενδύσεων (Atkinson 2000). Ένας δεδομένος ματσισμός ωστόσο, ενυπάρχει στην υπερβολική διάσταση ανάμεσα στις αποτιμήσεις της Χρηματιστηριακής Αγοράς και στα κέρδη των εταιρειών, στο μέγεθος του λογιστικού ελλείμματος και στα υψηλά επίπεδα καταναλωτικού χρέους. Όταν η κατάσταση θα πάρει την ‘κάτω βόλτα’, είναι πιθανόν ότι οι μαζικές καθείρξεις θα ασκήσουν ένα είδος Καιυνσιανής, σταθεροποιητικής, επίδρασης, η οποία θα παραταθεί για οικονομικούς λόγους. Ωστόσο, μία οικονομική ύφεση θα βαρύνει με ολέθρια ζημιογόνο τρόπο εκείνους τους πρώην παραβάτες και τους πρώην φυλακισμένους που θα έχουν βρει απασχόληση, αν θα την έχουν βρει καθόλου, στις πλέον επισφαλείς και κατά το δυνατόν λιγότερο προστατευόμενες εργασίες, και των οποίων η απασχολησιμότητα θα έχει διαβρωθεί στο μέγιστο βαθμό από το γεγονός της φυλάκισής τους. Τέτοιες πιεστικές καταστάσεις όμως είναι αναμενόμενο να εντείνουν τον κίνδυνο επιστροφής τους σε εγκληματικές δραστηριότητες και τον επανεγκλεισμό τους σε φυλακές. (Beckett και Western 1997) Η αλληλεπίδραση αυτών των δύο τάσεων θα μπορούσε να σημάνει την ακόμη μεγαλύτερη αύξηση του πληθυσμού των φυλακών σε επίπεδα που θα ξεπερνούν κατά πολύ το οριακό σημείο των δύο εκατομμυρίων.
Υπάρχει επίσης η περίπτωση σύμφωνα με την οποία μία ματσιστική οικονομία παράγει μία ματσιστική κοινωνία. Όταν η οικονομική ισχύς και η με κάθε κόστος κερδοφορία είναι τα στοιχεία που καθοδηγούν τη συμπεριφορά, όταν η επαγγελματική σταθερότητα και τα αξιοπρεπή ημερομίσθια αποτελούν μία λαογραφική ανάμνηση, όταν ειδικευμένοι επαγγελματίες είναι δυνατόν να πάρουν την εντολή να καθαρίσουν τα γραφεία τους και να τα εγκαταλείψουν μέσα σε μια ώρα, όταν η αξία κάποιου είναι μόνον όση και η αξία της τελευταίας εμπορικής συμφωνίας που έκλεισε αυτός, και όταν η μυστικότητα των εταιρικών εξαγορών, η απογύμνωση κάποιων από τα περιουσιακά τους στοιχεία και το ‘κυνήγι ανθρώπινων κεφαλών’ λαμβάνουν χώρα με αλαζονική αδιαφορία για τους δεοντολογικούς κανόνες, τότε είναι αδύνατον να πούμε ότι εξακολουθεί να υπάρχει κάποια βάση για ένα είδος Καντιανού σεβασμού για τα άτομα στα πλαίσια των κοινωνικών σχέσεων. Ο ματσισμός του δρόμου, εκεί όπου επικρατεί η εμπορία ναρκωτικών ουσιών, η διαφθορά και η απάτη και η σωματική απειλή, με την έλλειψη μιας βλέμμα-με-βλέμμα επικοινωνίας που τον διακρίνει, με τις αξιώσεις του για ‘σεβασμό’ (Bourgois 1995) και με την περιφρόνησή του της αδυναμίας, είναι –όπως έχει πει ο William Julius Wilson– μία πενιχρή βάση για απασχόληση στην πρωτογενή αγορά εργασίας. Ωστόσο, συνιστά μία καλή προετοιμασία για εγκληματικές δραστηριότητες του δρόμου και για επιβίωση στους χώρους των φυλακών. Ο ματσισμός των ανίσχυρων αποτελεί μία συμμετρική παρωδία του ρόλου που κατέχει ο ισχυρός στα πλαίσια της κουλτούρας των νικητών και των αποτυχημένων.
Συμπεράσματα
«Η Ευρώπη πρέπει να αντισταθεί με επιτυχία στο Αμερικανικό ‘παράδειγμα!… Είναι απίθανο ότι θα γίνει σαν τις Η.Π. στο μέλλον. Αυτές της έχουν δώσει ένα ιδιαίτερα κακό παράδειγμα του με τι μπορεί να μοιάζει μία αποτυχία.» (Kuhn 1996, σελ. 39) Αυτό που μπορεί να κάνει κανείς είναι μόνο να ελπίζει ότι θα γίνει πράγματι έτσι. Ωστόσο, το κεντρικό θέμα αυτής της ανάλυσης είναι ότι τα συστατικά στοιχεία μιας απότομης αύξησης των φυλακίσεων στην Ευρώπη, και ειδικά στη Βρετανία, έχουν ήδη συναρθρωθεί. Στο μακροοικονομικό επίπεδο, η άποψη που στέκεται ενάντια στις κάπως περισσότερο ρυθμιζόμενες οικονομίες ισχυροποιείται μέσα από πλάνες σχετικά με τα χαμηλά ποσοστά ανεργίας, πλάνες οι οποίες συντηρούνται από αυτό καθαυτό το φαινόμενο των μαζικών φυλακίσεων. Και η Ευρώπη δεν είναι απαραίτητο να εναρμονισθεί με τις αναλογίες των φυλακίσεων που ισχύουν στις Η.Π. για να έχει την εμπειρία των στοιχείων που μπορούν να συνθέσουν μία κοινωνική και πολιτική καταστροφή: ακόμη και αν έφθανε στο μισό του επιπέδου των φυλακίσεων που ισχύει στις Η.Π., ή σε 330 ανά 100 000, αυτό θα σήμαινε ότι θα τριπλασίαζε τα τρέχοντα ποσοστά εγκλεισμών στις Ευρωπαϊκές φυλακές. Ο πέρα από κάθε κλίμακα χαρακτήρας των Αμερικανικών φυλακίσεων μπορεί ακόμη και να προκαλέσει ένα αίσθημα αυτοϊκανοποίησης αλλού, εκεί όπου οι πληθυσμοί των φυλακών είναι τόσο πολύ πιο χαμηλοί ώστε ακόμη και απότομες αυξήσεις θα ήταν για τα δικά τους δεδομένα συγκριτικά αμελητέες.
Είναι σίγουρα αναγκαίο για την Ευρώπη και για άλλες κοινωνίες να αντισταθούν στο Αμερικανικό παράδειγμα όσον αφορά το ποινικό πεδίο. Αλλά ποιες είναι οι προοπτικές για μία τέτοια αντίσταση μέσα στις ίδιες τις Η.Π.Α.; Εδώ υπάρχουν πολλά κοινά σημεία με την Ευρώπη. «Σκεφτόμαστε τις Η.Π. σαν ένα έθνος αφοσιωμένο στην ιδιωτική επιχειρηματική πρωτοβουλία. Ωστόσο [αντίθετα με τη Βρετανία] τα υδάτινα αποθέματα των Η.Π.Α. παραμένουν στα χέρια του δημοσίου, όπως συμβαίνει και με κάποιες σημαντικές σιδηροδρομικές γραμμές, και δεν υπάρχουν σχέδια για ιδιωτικοποίηση των ομοσπονδιακών ορυχείων.» (Blackburn 2000 σελ. 25) Επιπλέον, όπως επισημάνθηκε νωρίτερα, η εκπαίδευση, η υγεία και η κοινωνική ασφάλιση εξακολουθούν να αποτελούν υπηρεσίες κοινής ωφέλειας, παρά τις τεράστιες άγριες επιδρομές των χυδαία διογκωμένων ποινικών και σωφρονιστικών συστημάτων. Με άλλα λόγια, υπάρχει μία βάση για να περισωθούν οι ερμηνείες της Αμερικανικής μοναδικότητας από τα χέρια της Νέας Δεξιάς με τη βοήθεια εκείνων των εκλογικών σωμάτων που δημιούργησαν τα προγράμματα του Νέου Διαμοιρασμού και της Μεγάλης Κοινωνίας. Μπορεί να είναι αλήθεια ότι αυτά τα εκλογικά σώματα κατακερματίστηκαν μέσα από την αποβιομηχανοποίηση και τη μετεγκατάσταση των αστικών πληθυσμών στα προάστια, όμως η μελλοντική δυνατότητα για την επανασυναρμολόγησή τους βρίσκεται σίγουρα μέσα στην ανάγκη που υπάρχει για ασφάλεια απέναντι στους κινδύνους που εμπεριέχει η ‘κοινωνία του ρίσκου’, μία ασφάλεια που μπορεί να εξασφαλισθεί μόνο μέσα από συλλογική δράση.
Το είδος εκείνο του εγκλήματος που αφορά τόσο μοναδικά την Αμερικανική κοινωνία, η θανατηφόρα βία, παρουσιάζει τρομερά προβλήματα ως προς τον ρυθμιστικό του έλεγχο, αλλά οι Zimring και Hawkins έχουν τεκμηριώσει τους δεσμούς που το συνδέουν με την απουσία άσκησης ελέγχου της οπλοφορίας με αποτέλεσμα να αναπτύξουν μία πειστική άποψη η οποία μπορεί να προτάσσει ακούραστα πολύ μεγαλύτερους περιορισμούς, ακόμη και αν αυτοί δεν είναι βέβαιοι για τις μελλοντικές της προοπτικές. Όσον αφορά τις φυλετικές διακρίσεις και την εφαρμογή του νόμου περί ναρκωτικών, θα πρέπει να λάβουμε προσεκτικά υπόψη μας την υπόδειξη του William Julius Wilson σχετικά με την ανεργία και την ανισότητα: ότι, δηλαδή, αν και είναι οι νέοι μαύροι άνδρες που επηρεάζονται με τον πλέον δυσμενή τρόπο από τα εν λόγω φαινόμενα, αυτά είναι προβλήματα που υπερβαίνουν το φυλετικό ζήτημα και αντιμετωπίζονται καλύτερα μέσα από την αναγνώριση ότι απαιτούν λύσεις που να είναι κοινές για όλους.
Ακολουθώντας τα όλα μαζί, αυτά τα τρία νήματα σκέψης διαμορφώνουν ένα μέτωπο επάνω στο οποίο μπορούμε να θέσουμε υπό αμφισβήτηση το παράδειγμα που προτάσσει τους μαζικούς εγκλεισμούς σε φυλακές. Διαφορετικά, η χώρα η οποία επινόησε το ειδικό δικαστήριο ανηλίκων ενώ τώρα εκτελεί τους ανήλικους, και στην οποία κανένας υποψήφιος για την προεδρία δεν αντιτίθεται στην θανατική ποινή, θα συνεχίσει αυτή την πορεία, και θα επιδιώξει να παρασύρει και άλλους μαζί της, σαν να μην είχε καμία άλλη εναλλακτική επιλογή.
Βιβλιογραφία
Ashworth A., κ.ά. (1998). «Neighbouring on the oppressive: the government’s ‘Anti-Social Behaviour Order’ proposals» Criminal Justice 16 (1), 7-14.
Atkinson M. (2000). «Dollar beware» Guardian, 18.1.00.
Beckett K. (1997). Making Crime Pay: Law and Order in Contemporary American Politics New York: Oxford University Press.
Beckett K., και Western B. (1997). «The penal system as labor market institution: jobs and jails, 1980-95» Overcrowded Times, 8, 6.
Blackburn R. (2000) «How to bring back collectivism» New Statesman, 17.1.00.
Bottoms A. (1995). «The philosophy and politics of punishment and sentencing» στο The Politics of Sentencing Reform, Clarkson C., και Morgan R., (επιμ.) Oxford: Clarendon Press.
Bourgois P. (1995) In Search of Respect Cambridge University Press.
Bowling B. (2000) «New Labour, racism, crime and justice» Επιστημονική ανακοίνωση προς την Βρετανική Εταιρία Εγκληματολογίας (British Society of Criminology) 19.1.00.
Chambliss W. (1999) Power, Politics, and Crime Boulder: Westview.
Christie N. (1993) Crime Control As Industry: Towards GULAGS, Western Style? London: Routledge.
Clarke R. (1980) «Situational crime prevention» British Journal of Criminology 20, 2,136-47.
Cohen S. (1985) Visions of Social Control Cambridge: Polity.
Collini S. (1998) «The end of the world as we know it» Guardian, 1.1.00.
Currie E. (1998) Crime and Punishment in America, New York: Holt.
Davies N. (1998) Dark Heart London: Chatro and Windws.
Department for Education and Employment (2000) Permanent Exclusions from Schools and Exclusion Appeals, England 1998/9 (provisional), London: Government Statistical Service
Downes D. (1998) «The buckling of the shields: Dutch penal policy 1985-95» στο Weiss και South (Επιμ.).
Downes D. (1998) «Toughing it out: from Labour opposition to Labour government» Policy Studies, 19, 3/4, 191-98.
Downes D., και Morgan R., (1997) «Dumping the hostages to fortune: the politics of law and order» στο The Oxford Handbook of Criminology, 2η Έκδοση, Maguire M., Morgan R., και Reiner R. (Επιμ.).
Farrington D., και Langan P., (1992) «Changes in crime and punishment in England and America in the 1980s» Justice Quarterly 9: 5-46.
Farrington D., Langan P., και Wikstrom p., (1994α) «Changes in crime and punishment in England, America and Sweden in the 1980s and 1990s» Studies in Crime and Crime Prevention, 104-31.
Feeley M., και Simon J., (1992) «The new penology: notes on the emerging strategy on corrections and its implications» Criminology 30, 4, 449-74.
Garland D. (1990) Punishment and Modern Society, Oxford: Clarendon Press.
Garland D. (1996) «The limits of the sovereign state: strategies of crime control in contemporary society» British Journal of Criminology, 36, 4, 445-71.
Garland D. The Culture of Control: Crime and Social Order in Late Modernity Oxford: Clarendon Press (προσεχώς).
Giddens A. (1999) The Third Way Cambridge: Polity.
Gray J. (1998) False Dawn: The Delusions of Global Capitalism Cambridge: Granta.
Greenberg D. (1999) «Punishment, division of labor, and social solidarity» στο The Criminology of Criminal Law: Advances of Criminological Theory, Vol.3, Laufer W., και Adler F., (επιμ.)
Hills J. (1997) The Future of Welfare: A Guide to the Debate, York: Rowntree Foundation.
Hirsch A. von (1976) Doing Justice New York: Hill and Wang.
Home Office (1999) Managing Dangerous People With Severe Personality Disorder: Proposals for Policy Development London: Home Office (July).
Hood r., και Joyce K., (1999) «Three generations: oral testimonies on crime and social change in London’s East End» British Journal of Criminology, 39, 1.
James O. (1993) Juvenile Violence in a Winner/Loser Culture London: Free Association Books.
Kennedy P. (1993) Preparing for the Twenty-First Century New York: Random House.
King R. (1999) «The rise and rise of supermax: An American solution in search of a problem?» Punishment & Society: The International Journal of Penology Vol. 1, No 2, Σσ. 163-186.
King R., και Morgan R., (1980) The Future of the Prison System Farnborough: Gower.
Kuhn A. (1996) «Incarceration rates: Europe versus USA» European Journal on Criminal Policy and Research (Developments in the Use of Prisons) 4, 3, 46-73.
Kuhn A. (1999) «Incarceration rates around the world» Overcrowded Times, 10, 2, April
Lynch J. (1988) «A comparison of prison use in England, Canada, West Germany and the United States» Journal of Criminal Law and Criminology, 79, 108-217
Lynch J. (1995) «Crime in international perspective» στο Crime San Francisco: ICS Press, Wilson J., και Petersilia J., (επιμ.).
Madsen D. (1998) American Exceptionalism, Edinburgh University Press.
Marshall I. (1996) «How exceptional is the United States? Crime trends in Europe and the US» European Journal of Criminal Policy and Research (Europe Meets U.S. in Crime and Policy) 4, 2, 7-35
Mathiesen T. (1990) Prison on Trial: A Critical Assessment London: Sage.
Matthews R. (1999) Doing Time: An Introduction to the Sociology of Imprisonment London: Macmillan.
Mauer M. (1997) Intended and Unintended Consequences: State Racial Disparities in Imprisonment Washington DC: The Sentencing Project.
Melossi D., και Lettiere M., (1998) «Punishment in the American democracy: the paradoxes of good intentions» στο Weiss και South (επιμ.).
Miller J. (1996) Search and Destroy: African-American Males in the Criminal Justice System Cambridge University Press.
Morgan R. (1998) «Imprisonment in England and Wales: flood tide, but on the turn?» Overcrowded Times, 9, 5
Parenti C. (1999) Lockdown America: Police and Prisons in the Age of Crisis London: Verso.
Pease K. (1998) «Crime, Labour and the Wisdom of Solomon» Policy Studies, 19, 3/4, 255-66.
Radzinowicz L. (1991) «Penal regressions» Cambridge Law Journal, 50, 422-444.
Rock P. (1986) The View From The Shadows Oxford: Clarendon Press.
Rock P. (1990) Helping Victims of Crime Oxford: Clarendon Press.
Rothman D. (1971) The Discovery of the Asylum: Social Order and Disorder in the New Republic Boston: Little, Brown.
Rothman D. (1980) Conscience and Convenience: The Asylum and its Alternatives in Progressive America Boston: Little, Brown.
Rothman D. (1995) «Perfecting the prison: United States, 1789-1865» στο The Oxford History of the Prison: The Practice of Punishment in Western Society New York: Oxford University Press., Morris N., και Rothman D., (επιμ.).
Ruggiero V., Ryan M., και Sim J., (1995) Western European Penal Systems: A Critical Anatomy London: Sage.
Rutherford A. (1996) Transforming Criminal Policy, Winchester: Waterside.
Rutherford A. (1999) «New Labour, new Democrats, new criminality» Επιστημονική ανακοίνωση προς το Mannheim Centre, London School of Economics, 21.1.99
Ryan M. (1999) «Penal policy making towards the millennium: elites and populists, New Labour and the New Criminology» International Journal of the Sociology of Law, 27, 1-22.
Sennett R. (1998) The Corrosion of Character: The Personal Consequences of Work in the New Capitalism New York: Norton.
Simon J. (1993) Poor Discipline: Parole and the Social Control of the Underclass Chicago University Press.
Society and crime: A Policy Plan for the Future (1985) The Hague: Ministry of Justice.
Sparks R. (προσεχώς) «State punishment in advanced capitalist societies» University of Keele: Department of Criminology.
Stern V. (1998) A Sin Against The Future: Imprisonment In The World London: Penguin.
Swaaningen R. Van., και De Jonge G., (1995) «The Dutch prison system and penal policy in the 1990s: from humanitarian paternalism to penal business management» στο Ruggiero V., Ryan M., και Sim J. (επιμ.).
Taylor I. (1999) Crime in Context: A Critical Criminology of Market Societies, Cambridge: Polity.
Thernstrom A. (1999) «The kids are all right: why fears that America has lost its moral compass are misplaced» Times Literary Supplement 30 July.
Tonry M. (1995) Malign Neglect: Race, Crime and Punishment New York: Oxford University Press.
Tonry M. (1996) «The effects of American drug policy on black Americans, 1980-1996» European Journal of Criminal Policy and Research (Europe Meets U.S. in Crime and Policy) 4, 2, 36-62
Tonry M. (1999) «Why are U.S. incarceration rates so high?» Overcrowded Times, 10, 3 (June)
Travers T. (1999) «Squaring the circle» Guardian 22.9.99
Walmsley R. (1999) World Prison Population List, London: Home Office.
Wacquant L. (1999) « ‘Suitable enemies’: foreigners and immigrants in the prisons of Europe» Punishment and Society, 1, 2, 215-22.
Weiss R., και South N., (επιμ.) (1998) Comparing Prison Systems Amsterdam: Gordon & Breach.
Wilson J. (1975) Thinking About Crime New York: Basic Books.
Wilson W. (1997) When Work Disappears: The World of the New Urban Poor, New York: Knopf.
Windlesham (Lord) (1998) Politics, Punishment, and Populism Oxford University Press.
Young J (1999) The Exclusive Society: Social Exclusion, Crime and Difference in Late Modernity London: Sage.
Zimring F. και Hawkins G. ( 1997) Crime Is Not The Problem: Lethal Violence in America, New York: Oxford University Press.
Μία Ευρωπαϊκή Προοπτική
The Macho Penal Economy: Mass Incarceration in the United States - A European Perspective Punishment & Society 2001 3: 61-80.
David Downes
(London School of Economics)
Μετάφραση Ελένης Δημητριαδη
Εισαγωγή
Τα στοιχεία που συνέθεσαν την Αμερικανική μοναδικότητα στα πεδία της παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς και του ελέγχου της ήταν, στο μεγαλύτερο μέρος του 20ου αιώνα, τα εξαιρετικά υψηλά ποσοστά σοβαρής εγκληματικής δράσης, κυρίως των ανθρωποκτονιών, των ληστειών, της διακίνησης σκληρών ναρκωτικών ουσιών και της ομαδικής βίας τόσο υπό τη μορφή των νεανικών συμμοριών όσο και υπό τη μορφή του οργανωμένου εγκλήματος. Η ανάπτυξη θεωριών γύρω από το έγκλημα, ειδικά στα πλαίσια της θεωρητικής παράδοσης της ανομίας, έχει επηρεασθεί μαζικά από αυτήν την αντίθεση με τη γενική πορεία της Ευρωπαϊκής εμπειρίας. Έτσι, υπήρξε κάποια δεδομένη εμπειρία γνωστικής ασυμφωνίας καθώς, κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών, τα ποσοστά της εγκληματικότητας στις Η.Π.Α. σταθεροποιήθηκαν και τελευταία έχουν παρουσιάσει πτώση ενώ εκείνα ορισμένων Ευρωπαϊκών χωρών έχουν αυξηθεί έτσι ώστε, στην περίπτωση των σοβαρών εγκλημάτων κατά της ιδιοκτησίας, να ξεπερνούν τα ποσοστά των Η.Π.Α. Επιπλέον, αυτές οι τάσεις έχουν αναπτυχθεί παρά την κάποια όξυνση των αντιθέσεων μεταξύ των Η.Π. και της Ευρώπης όσον αφορά τα υποτιθέμενα ριζικά αίτια της εγκληματικότητας: την έκταση των ανισοτήτων πλούτου και εισοδήματος, τη φτώχεια και την αποθέωση της κουλτούρας που διακρίνει τους ανθρώπους σε νικητές και αποτυχημένους (James 1993). Μία πιθανή κρίση αιτιολόγησης, οφειλόμενη στο γεγονός ότι οι τάσεις που ακολουθεί το έγκλημα παύουν να είναι ευθυγραμμισμένες με προβλέψεις που πηγάζουν από τις μείζονες κοινωνικές θεωρίες, αποφεύχθηκε μόνο εξαιτίας της πρωτοφανούς αύξησης του αριθμού των φυλακισμένων στις Η.Π. Ακόμη και ισχυρά αίτια μπορούν να υπερκεραστούν από μία τόσο σαρωτική ποινική αντενέργεια, αν και υπάρχουν τα σκαιά δεδομένα σύμφωνα με τα οποία οι αυξήσεις των φυλακίσεων στη μία πολιτεία μετά την άλλη δεν συσχετίζονται παρά μόνο αδύναμα με τις διακυμάνσεις στα ποσοστά εγκληματικότητας, ιδιαίτερα όσον αφορά τα εγκλήματα που εμπεριέχουν άσκηση βίας (Currie 1998).
Η αιτιολογική κρίση, ωστόσο, είναι πιθανόν να έχει εκτοπισθεί σε κάποια άλλη μεριά. Οι θεωρητικοί των κοινωνικών επιστημών υποστηρίζουν εδώ και πολύ καιρό ότι τα συστήματα ποινικού δικαίου και επιβολής περιοριστικών και καταναγκαστικών ποινών δεν παρέχουν επαρκείς εγγυήσεις για την πρόληψη και τη μείωση του εγκλήματος. Διάφορες μεταβλητές δομικού και πολιτισμικού χαρακτήρα θεωρούνται να είναι πολύ πιο αποτελεσματικές για την εξήγηση και την πρόβλεψη τόσο των γενικών τάσεων που ακολουθεί το έγκλημα όσο και των παραλλαγών τους. Ωστόσο, η Αμερικανική έκρηξη περιοριστικών και καταναγκαστικών ποινών, η οποία συνεχίζεται για περισσότερο από δύο δεκαετίες τώρα, διέφυγε τόσο της δυνατότητας πρόβλεψης όσο και εκείνης της ανάπτυξης πειστικών εξηγήσεων. Γιατί, με λίγα λόγια, δεν προέβλεψε κανείς αυτή την εξέλιξη; Μία προηγούμενη γενιά από κοινωνιολόγους δέχθηκε τις επιπλήξεις του Everett Hughes για την αποτυχία της να προβλέψει την κλίμακα των φυλετικών συγκρούσεων στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και στις αρχές της δεκαετίας του 1960, αποτυχία οφειλόμενη στην προσκόλληση αυτών των κοινωνιολόγων στη θεωρία των συστημάτων του Parsons. Ισοδύναμο αυτής της προσκόλλησης στη δεκαετία του 1970 θα μπορούσε κάλλιστα να είναι η υπόθεση σύμφωνα με την οποία οι κυβερνήσεις θα σέβονταν την άποψη, κοινή ανάμεσα στους περισσότερους εγκληματολόγους, ότι οι καταστολή και η εξουδετέρωση δεν θα υπηρετούσαν σημαντικά τη μείωση του εγκλήματος, παρά μόνο με ένα απαράδεκτα υψηλό ανθρώπινο και οικονομικό κόστος. Το επιχείρημα ότι το τίμημα άξιζε να πληρωθεί (ο Wilson, 1975, είναι the fons et origo αυτής της περίπτωσης) αποτέλεσε μία παραδειγματική διάσπαση. Ο ισχυρισμός ήταν ότι, εφόσον ακολουθηθεί επαρκώς, η ποινική οδός πράγματι αποδίδει. Μία ή δύο δεκαετίες αργότερα, η έλξη που ασκεί το Αμερικανικό παράδειγμα σε κυβερνήσεις άλλων χωρών, και ιδιαίτερα σε εκείνες ενός Νεο-Δεξιού φρονήματος, συνίσταται στην άποψη ότι η φυλακή είναι πράγματι ‘αποτελεσματική’. Και είναι αποτελεσματική όχι απλά και μόνο επειδή κρατά έναν τεράστιο αριθμό παραβατών μακριά από τους δρόμους. Είναι επίσης αποτελεσματική με το να δείχνει πώς ένας απελευθερωμένος καπιταλισμός μπορεί και να έχει την τούρτα του και να την τρώει: μία οικονομία της αγοράς μπορεί να παράγει μία κοινωνία της αγοράς που δεν θα χαρακτηρίζεται από ποσοστά εγκληματικότητας εκτοξευμένα στα ύψη.
Καμία άλλη συγκρίσιμη δημοκρατική κοινωνία δεν έχει αγκαλιάσει, έστω και με μία απόμακρα ισοδύναμη ζέση, αυτό που ο Leon Radzinowicz (1991) αποκάλεσε ‘ποινική παλινδρόμηση’. Από τις άλλες κοινωνίες που χαρακτηρίζονται από υψηλά ποσοστά εγκλεισμών σε φυλακές, η Κίνα παραμένει προ-δημοκρατική, και η Ρωσία, οι χώρες που προηγουμένως ανήκαν στο Σοβιετικό μπλοκ και η Νότιος Αφρική βρίσκονται –για πολύ διαφορετικούς λόγους– σε μία διαδικασία μεταβατικής αλλαγής από καθεστώτα μαζικής τυραννίας που υπήρξαν. Σε αντίθεση, στη δεκαετία του 1980, μία Νεο-Δεξιά Βρετανία έκανε ακριβώς το αντίθετο, προς έκπληξη όλων. Ήταν μόνο στη δεκαετία του 1990, καθαρά επηρεασμένη από το Αμερικανικό παράδειγμα, που η ελκυστικότητα μιας στρατηγικής του «η φυλακή είναι αποτελεσματική» θεωρήθηκε πιο ευπρόσδεκτη από ιδεολογική άποψη, πιο πλεονεκτική από πολιτική άποψη και επίσης οικονομικότερη από ό,τι η μείωση της εγκληματικότητας μέσω των σημαντικών αυξήσεων των θέσεων εργασίας και των υπηρεσιών κοινωνικής πρόνοιας. Ακόμη και στην Ολλανδία, μία κοινωνία παροχής πολυδάπανων υπηρεσιών πρόνοιας, ο εγκλεισμός στις φυλακές κατέληξε να θεωρείται σαν μοναδική καταφυγή στις περιπτώσεις εκείνες όπου η κοινωνική πρόνοια και οι ελαφρότερες κυρώσεις είχαν καταλήξει σε αποτυχία. Έτσι, και η Ολλανδία επίσης έχει πενταπλασιάσει τον αριθμό των φυλακισμένων κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών, αν και ξεκίνησε βέβαια από μία πολύ χαμηλότερη βάση και δεν έχει ξεπεράσει, μέχρι τώρα, τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Υπάρχουν, ωστόσο, αρκετά παραδείγματα αντίστασης ενάντια σε αυτήν την τάση (Stern 1998). Οι Σκανδιναβικές χώρες έχουν διατηρήσει πολύ υψηλές δαπάνες κοινωνικής πρόνοιας και σχετικά χαμηλά επίπεδα εγκλεισμών σε φυλακές, ενώ στην περίπτωση της Φινλανδίας υπάρχει μία εντυπωσιακή μείωση αυτών των επιπέδων. Η Γαλλία και η Γερμανία έχουν διατηρήσει μία σταθερή κατάσταση παρά τα αυξανόμενα ποσοστά εγκληματικότητας. Ο πιο κοντινός στις Η.Π. Καναδάς έχει συντηρήσει σε γενικές γραμμές σταθερά επίπεδα εγκληματικότητας και φυλακίσεων για δύο δεκαετίες2, ένα επίτευγμα που σπάνια αναφέρεται στις δημόσιες Αγγλο-Αμερικανικές συζητήσεις γύρω από το ζήτημα της πολιτικής των ποινικών κυρώσεων.
Πολλά πράγματα εξαρτώνται από το κατά πόσο οι Η.Π.Α. είναι ή δεν είναι, και σε ποιο βαθμό, μία ακραία exceptionalist περίπτωση στο ποινικό πεδίο ή αποτελούν ταυτόχρονα μία προεικόνιση και έναν ποδηγέτη αυτών που μέλλεται να έρθουν. Αν η εποχή του παγκόσμιου καπιταλισμού είναι ταυτόχρονα ιδιαίτερα εγκληματογενής και τιμωρητική, όπως έχει υποστηρίξει τόσο έντονα ο Nils Christie (1993), και αν, όπως έχει προτείνει ο συνάδελφός του Thomas Mathiesen (1990), οι περισσότερο αναπτυγμένες κοινωνίες καταφεύγουν τόσο πολύ σε ποινικού χαρακτήρα καινοτομίες σε περιόδους ραγδαίων αλλαγών της πολιτικής τους οικονομίας –όπως συνέβη στα τέλη του 16ου, στα τέλη του 18ου και τώρα στα τέλη του 20ου αιώνα– τότε μπορούμε να περιμένουμε ότι θα ακολουθηθεί αυτή η τελευταία πορεία. Ο παγκόσμιος καπιταλισμός δεν είναι απαραίτητα ‘προχωρημένος’ καπιταλισμός. «Είμαστε ακόμη στα πρώιμα στάδια του καπιταλισμού. Οι ζωές μας εξακολουθούν να διαμορφώνονται από όλες τις πλευρές από προ-καπιταλιστικά κατάλοιπα, αν και βρίσκονται υπό καθεστώς βίας όπως ποτέ προηγουμένως» (Collini 2000). Θα ήταν καλύτερα να τον δούμε σαν να βρίσκεται σε ένα στάδιο αργοπορημένου ξεκινήματος, με την έννοια ότι μέχρι τώρα ο καπιταλισμός υπήρξε ιδιαίτερα περιορισμένος μέσα στο συναφές του πλαίσιο. Ο καπιταλισμός του 19ου αιώνα λειτουργούσε ακόμη με τους όρους που επέβαλε ένα προ-καπιταλιστικό περιβάλλον. Δεύτερον, βρισκόταν συνεχώς κάτω από μία πίεση που προερχόταν από τα ποικιλόμορφα σοσιαλιστικά κινήματα που αναπτύσσονταν στον εσωτερικό του χώρο και, μετά το 1917, από τον εξωτερικό Κρατικό σοσιαλισμό. Κατά συνέπεια, αυτός προσάρμοσε στη λειτουργία του κάποιες Βισμαρκιανού τύπου άμυνες σε σχέση με την κοινωνική πρόνοια έτσι ώστε να μπορεί να αποτρέπει επαναστάσεις και βίαιες αστικές συγκρούσεις. Είναι μόνο τώρα που ελευθερώθηκε πλέον από το χαλινάρι του. Τρίτον, ο ιμπεριαλισμός μπορεί πράγματι να έχει εξαγάγει τον καπιταλισμό σε παγκόσμια κλίμακα, αλλά αυτός δεν ήταν ένας οικουμενικός καπιταλισμός. Ήταν κατά κύριο λόγο Βρετανικός, Γαλλικός, ή Ολλανδικός, και αυτές οι χώρες είχαν την τάση να περιορίζουν την καπιταλιστική ανάπτυξη για εθνικιστικούς ή πατερναλιστικούς λόγους. Είναι μόνο τώρα, στην μετα-κομμουνιστική, μετα-αποικιοκρατική εποχή, που κυριαρχεί ένας πιο ξεκάθαρα παγκόσμιος καπιταλισμός, αν και είναι σε μεγάλο βαθμό ένας καπιταλισμός Αμερικανικού τύπου.
Υπάρχει ένα τέταρτο και πιθανά περισσότερο θεμελιώδες χαρακτηριστικό αυτής της νέας και καθαρότερης μορφής του καπιταλισμού. Μέχρι τώρα, οι παραδοσιακές, και γενικά θεωρούμενες ως δεδομένες, αξίες και συμπεριφορές δεν υπέβαλαν τον καπιταλισμό μόνο σε περιορισμούς αλλά ταυτόχρονα τον διευκόλυναν. Όπως έχει υποστηρίξει ο David Greenberg (1999), ο Emile Durkheim υπήρξε πιθανά ένας ανεπαρκής προφήτης των τάσεων που θα αναπτύσσονταν στο πεδίο των ποινικών κυρώσεων. Όμως η ρήση του ότι το δίκαιο των συμβάσεων στηρίζεται σε «μη-υποκείμενα σε συμβάσεις στοιχεία» εμπιστοσύνης και συνεργασίας τα οποία γεννά η κοινωνική αλληλεγγύη συνοψίζει με οξυδέρκεια το πώς οι μέχρι τώρα επιτυχίες του καπιταλισμού έχουν στηριχθεί σιωπηρά σε μορφές κοινωνικών σχέσεων που τώρα βρίσκονται στη διαδικασία της διάλυσής τους. Για τους John Gray (1998) και Richard Sennett (1998) ο παγκόσμιος καπιταλισμός διαβρώνει τόσο την κοινωνική συνοχή όσο και τις βάσεις του ανθρώπινου χαρακτήρα. Ο Karl Marx δεν θα είχε εκπλαγεί από αυτήν την ανάλυση. Ειρωνικά, πολύ μακριά από το να επισκιαστεί από την πτώση του κομμουνισμού, ο Μαρξισμός δεν είχε φανεί ποτέ πριν τόσο πρόσφορος, αν και είναι ο Marx που διαγιγνώσκει τον καπιταλισμό παρά ο Marx που προβλέπει τον κομμουνισμό αυτός που επιστρέφει στον στίβο (Hobsbawm 1998). Ωστόσο, καμία από τις δύο εκδοχές δεν εξηγεί το γιατί στράφηκαν οι Η.Π.Α. σε μία τόσο μεγάλη επένδυση στην πολιτική των καθείρξεων, πολύ καιρό πριν από την πτώση του κομμουνισμού και με έναν κάθε άλλο παρά αμελητέο δημόσιο τομέα κοινωφελών υπηρεσιών.
Αμερικανική μοναδικότητα: Αίτιο ή Συνέπεια;
Στην ανασκόπησή του των εξηγήσεων που είναι πιθανόν να δοθούν στις τάσεις που ευνοούν τις μαζικές καθείρξεις στις Η.Π.Α., ο Michael Tonry (1999) ταξινομεί τις σύγχρονες θεωρίες σε πέντε είδη: εμπειρικές (είναι το ίδιο το έγκλημα που οδηγεί στη διαμόρφωση αυτών των τάσεων), εκλογικής σκοπιμότητας (είναι η κοινή γνώμη που τις κατευθύνει), δημοσιογραφικές (επιδέξιος χειρισμός του εγκλήματος από τα μέσα ενημέρωσης σαν ένα ζήτημα ‘σφήνα’), πολιτικές (αυτό που ο Jonathan Simon έχει αποκαλέσει «διακυβέρνηση μέσω του εγκλήματος» στα πλαίσια του κατακερματισμού των προβλημάτων) και ιστορικές (ένας κύκλος ανοχής και απουσίας ανοχής απέναντι σε στοιχειώδεις μορφές παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς). Ο Tonry συμπεραίνει ότι κανένας από αυτούς τους παράγοντες δεν μπορεί να εξηγήσει από μόνος του μία τόσο ογκώδη εξέλιξη όπως είναι ο πενταπλασιασμός του πληθυσμού των Αμερικανικών φυλακών κατά τα τελευταία 25 χρόνια, αλλά ότι η ιστορική προσέγγιση μπορεί να μας παράσχει μία βάση έναντι της οποίας να είναι δυνατός ο έλεγχος της βαρύτητας των υπολοίπων παραγόντων. Ο Tonry απορρίπτει τις περισσότερες από τις θεωρίες προβάλλοντας συγκριτικού χαρακτήρα ερείσματα: άλλες χώρες, με πολύ μικρότερους αριθμούς φυλακισμένων από ό,τι οι Η.Π.Α., έχουν επίσης βιώσει τις εμπειρικού, εκλογικού, δημοσιογραφικού και πολιτικού χαρακτήρα μεταθέσεις του θέματος που μας αφορά εδώ και χαρακτηρίζονται, θα μπορούσε ίσως να προστεθεί, από τις δικές τους εκδοχές αμφιταλαντεύσεων ανάμεσα σε περιόδους ανοχής και μη ανοχής. Η Αμερικανική ιστορία είναι πράγματι μοναδική, λιγότερο όμως για την κυκλική αναπαραγωγή των προτύπων της και πιο πολύ για την κουλτούρα που διαμορφώνει αυτά τα πρότυπα.
Συνοπτικά, η Αμερικανική μοναδικότητα στη σφαίρα του ποινικού δικαίου θα πρέπει να συσχετισθεί με αυτήν καθ’ εαυτή την Αμερικανική μοναδικότητα στο σύνολό της ως μία ευρεία, ενοποιητική, μυθολογία η οποία εκτείνεται τόσο πίσω χρονολογικά, και με αξιοσημείωτη πολιτιστική συνέχεια, που φθάνει μέχρι την εποχή του Πουριτανικού εποικισμού. Όπως σημειώνουν οι Melossi και Lettiere (1998, 24-5) παραθέτοντας τα λόγια του Thomas Dumm, «η εμφάνιση του σωφρονιστηρίου στις Ηνωμένες Πολιτείες υπήρξε ένα έργο που είχε τον χαρακτήρα του δομικού συστατικού της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Με άλλα λόγια, το σωφρονιστικό σύστημα είναι αυτό που διαμόρφωσε το επιστημολογικό ιδεώδες της φιλελεύθερης δημοκρατίας, δημιουργώντας εκείνες τις συνθήκες γνώσης του εαυτού και του άλλου οι οποίες επρόκειτο να διαμορφώσουν εκείνο το πολιτικό υποκείμενο που αποτελούσε την προϋπόθεση για την υλοποίηση στην πράξη των φιλελεύθερων και δημοκρατικών αξιών… …Θα μπορούσαμε, κατά μία έννοια, να πούμε ότι το Αμερικανικό σωφρονιστήριο ανορθώθηκε από τους Ιδρυτές του Έθνους σαν μία επιβλητική Πύλη εισόδου στην Προεδρευόμενη Δημοκρατία.» Αν και ο θεσμός του σωφρονιστηρίου εκπορεύεται από την Ολλανδία του 17ου αιώνα, ήταν μόνο στην Αμερική του Jackson όπου «κατέληξε να είναι αποστολή της φυλακής το να μην κάνει τίποτα άλλο παρά να διασφαλίζει τη μελλοντική ασφάλεια της Αμερικανικής Δημοκρατίας» (Rothman 1995, Σελ. 115).
Με παρόμοιο ύφος, η Deborah Madsen (1998) καταγράφει τον εκπληκτικό βαθμό στον οποίο οι θεμελιακές έννοιες του ‘ομοσπονδιακού συμβολαίου’, του ‘σωτήριου κατάλοιπου’ και του ‘επιλεγμένου’ ή του ‘λυτρωτικού έθνους’ συνεχίζουν να εμψυχώνουν –αλλά και να προδιαγράφουν τους όρους που διαμορφώνουν– τον τρέχοντα δημόσιο πολιτικό και πολιτιστικό λόγο. Η Αμερική ως η ‘πολιτεία επάνω στο λόφο’ χρεώθηκε με τη θεϊκή αποστολή να χτίσει επάνω στη γη μία πρότυπη κοινωνία –τον Νέο Κόσμο– η οποία θα υπηρετούσε, με τη δύναμη του παραδείγματος, τον σκοπό της κάθαρσης του Παλαιού Κόσμου που άφησε πίσω της, αλλά που δεν εγκατέλειψε. Ιδιαίτερη σχέση με το θέμα της παρέκκλισης και του ελέγχου έχουν οι έννοιες της ‘ηθικής παρακμής’ –της απομάκρυνσης από το αρχικό ‘θέλημα’– και του ‘ομοσπονδιακού συμβολαίου’ βάσει του οποίου το οποιοδήποτε ηθικό ολίσθημα εκ μέρους μιας κοινότητας θα απειλούσε τη σωτηρία του συνόλου. Αντλώντας από το έργο του Perry Miller και άλλων, η Madsen εντοπίζει τα ίχνη της Αμερικανικής μοναδικότητας στην εμψυχωτική δύναμη του παραδείγματος των Αμερικανικών αρετών που προσφέρει μέσω του εαυτού του ο Benjamin Franklin, στην ‘Αμερικανική Αναγέννηση’ των Emerson, Hawthorn, Melville, Thoreau και Whitman, στη μυθολογία του Δυτικού ύφους στον κινηματογράφο, στην επιχειρηματολογία υπέρ της κατάργησης της δουλείας, κυρίως όπως διατυπώνεται αυτή αξιοπρόσεκτα από διακεκριμένους ανθρώπους που υπήρξαν σκλάβοι οι ίδιοι, στη νομιμοποίηση της προσάρτησης εδαφών που ανήκαν προηγουμένως στο Μεξικό και την Καραϊβική και, τέλος, στην επιχειρηματολογία για την κήρυξη του πολέμου στο Βιετνάμ. Η ιδέα του Αμερικανικού Ονείρου, η οποία τόσο πολύ αγαπήθηκε από τους θεωρητικούς της ανομίας, συλλαμβάνει μέσα της περιορισμένες μόνο πλευρές της Αμερικανικής μοναδικότητας –την έμφαση στον ατομικισμό και το δικαίωμα στην ευτυχία μέσω της αρετής– και παραβλέπει τα άλλα στοιχεία του –τους κινδύνους της ηθικής παρακμής και τις κυρώσεις που επισύρει αυτή, όπως και το πρόσταγμα σύμφωνα με το οποίο η Αμερική «δεν πρέπει να είναι μόνο ένα παραδειγματικό έθνος αλλά επίσης και ο κηδεμόνας του κόσμου, αυτή που θα ρυθμίζει τη συμπεριφορά των άλλων εθνών και θα αποτελεί την τελευταία και καλύτερη ευκαιρία για τη σωτηρία του κόσμου» (Madsen, 38).
Κατάλληλα εκκοσμικευμένος και εκσυγχρονισμένος, η Αμερικανική μοναδικότητα μας προμηθεύει με έναν κατάλογο κινήτρων για να δούμε τους μαζικούς εγκλεισμούς σε φυλακές σαν μία αναπόφευκτα ουτοπική αποστολή. Στις απαρχές του είναι πιθανόν να υπήρξε πραγματιστικά τιμωρητικός. Στο βιβλίο του Thinking About Crime (1975), για παράδειγμα, ο James Q. Wilson ζητούσε «μία πιο νηφάλια θεώρηση του ανθρώπινου είδους και των θεσμών του η οποία θα επέτρεπε την επίτευξη λογικών πραγμάτων, την εγκατάλειψη ανόητων πραγμάτων, και τη λησμοσύνη ουτοπικών πραγμάτων.» (όπως παρατίθεται στο Rutherford, 1996, Σσ. 25-6). Ωστόσο, με τη ραγδαία της πολιτικοποίηση και ανάπτυξη πέρα από κάθε συγκρίσιμο όριο, αυτή η μοναδικότητα έχει καταλήξει να γίνει ένα ουτοπικό πείραμα: μία κοινωνική κάθαρση με ποινικά μέσα. Αυτή η ελκυστικότητά της, παράλληλα με τη λαϊκή έγκριση που παίρνει για το σκοπό της μείωσης του εγκλήματος, βοηθά στην εξήγηση τόσο της ευρείας αποδοχής της όσο και της απουσίας κάποιας αποτελεσματικής αντίστασης, ειδικά εκ μέρους του δικαστικού σώματος οι αυτεξούσιες κρίσεις του οποίου έχουν αποδυναμωθεί σημαντικά μέσα από τις κατ’ εντολήν καταδικαστικές αποφάσεις. Η ίδια ελκυστικότητα παρέχει επίσης και μία επίσημη έγκριση για την εξαγωγή της σε παγκόσμια κλίμακα. Και, όπως πολλές ουτοπίες, έχει καταλήξει να γίνει μία δυστοπία, ένας κατακλυσμός για εκείνους που επηρεάζονται με τον πλέον δυσμενή τρόπο από την υλοποίησή της.
Ενάντια σε αυτήν την άποψη, είναι δυνατόν να υποστηριχθεί ότι η Αμερικανική μοναδικότητα μπορεί ίσως να είναι υπεύθυνη για τους διωγμούς των μαγισσών του Salem κατά το τέλος του 17ου αιώνα αλλά όχι και για την απότομη στροφή στις μαζικές καθείρξεις κατά το τέλος του 20ου αιώνα. Σαν ένα σταθερό, αν και εξελισσόμενο, θεμέλιο της Αμερικανικής κουλτούρας, η Αμερικανική μοναδικότητα είχε μία διαδρομή 300 χρόνων χωρίς να παράγει αυτό το αποτέλεσμα. Ωστόσο, ήταν μόνο στο τελευταίο μέρος του 20ου αιώνα που η Αμερικανική μοναδικότητα έμεινε χωρίς, ή μάλλον απέκλεισε, άλλες εναλλακτικές επιλογές όσον αφορά την παρέκκλιση και την άσκηση ελέγχου. Δύο από αυτές τις επιλογές ήταν, μέχρι το πρόσφατο παρελθόν, η ιδεολογία της αναμορφωτικής αποκατάστασης και η ριζοσπαστική κοινωνική μεταρρύθμιση. Μία τρίτη επιλογή, η προοπτική των νέων συνόρων υπήρξε –σύμφωνα με την Madsen– αυτο-αναιρετική, καθώς η εκστρατεία των πρωτοπόρων για τη μοναδικότητα παραχώρησε τη θέση της στη μόνιμη εποικιστική εγκατάσταση. Τα νέα σύνορα είναι τώρα –μετά την πτώση του κομμουνισμού– οι νέες αγορές και τα καινούρια τεχνολογικά μέσα για τη διείσδυση σε αυτές τις αγορές.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, τα κινήματα υπέρ της αναμορφωτικής αποκατάστασης άνθησαν για μεγάλο χρονικό διάστημα, αλλά και σε μεγάλη έκταση, τόσο μέσα στα όρια των φυλακών όσο και έξω από αυτές, και είναι δυνατόν να υποστηριχθεί ότι εκεί έχουν προβληθεί μεγαλύτεροι ισχυρισμοί όσον αφορά την επιτυχία τους από ό,τι οπουδήποτε αλλού (Rothman 1971, 1980˙ Melossi και Lettiere 1998). Η χρήση της αόριστης καταδικαστικής απόφασης στην Καλιφόρνια υπήρξε ένα ιδιαίτερα υγιές παράδειγμα έκφρασης αυτής της επιτυχίας στο ποινικό πεδίο. Κατά συνέπεια, δεν ήταν ίσως παρά αναμενόμενο ότι το κίνημα για την ανατροπή του αναμορφωτικού προγράμματος στην μετά τον Martinson εποχή του ‘Τίποτα δεν Φέρνει Αποτέλεσμα’, μετά το 1974, θα ασκούσε τη μεγαλύτερη δυνατή επίδρασή του στις Η.Π.Α. Αυτό το κίνημα έφτασε πολύ μακρύτερα από ό,τι οι προσεγγίσεις που είχαν ψυχαναλυτικές ή ψυχιατρικές βάσεις. Φάνηκε να αφανίζει εξολοκλήρου την πολιτική βούληση για έναν επαρκή πειραματισμό με τις κοινωνικές και οικονομικές προσεγγίσεις του θέματος που αφορούσε στην πρόληψη και στη μείωση του εγκλήματος. Για αυτόν το λόγο, το κύριο επιχείρημα των Elliott Currie, Jerome Miller και άλλων επικριτών του ποινικού επεκτατισμού –ότι η εναλλακτική λύση στη φυλάκιση δεν είναι το να μην γίνεται απολύτως τίποτα αλλά η δαπάνη ισοδύναμων ποσών σε καλά εφοδιασμένους με πόρους εναλλακτικούς κοινοτικούς θεσμούς– συνάντησε την ίδια απάντηση του ‘τίποτα δεν φέρνει αποτέλεσμα’.
Κατά δεύτερο λόγο, αυτό που ο David Garland (1996) αποκάλεσε ‘όραμα κοινωνικής αλληλεγγύης’, το μετά την Αναγέννηση ιδεώδες της παροχής πλήρων και ενεργών πολιτικών δικαιωμάτων σε όλους τους υπηκόους, αποκλείστηκε στην πράξη από την Προεδρία του Reagan. Πριν από αυτήν, ο Νέος Διαμοιρασμός (New Deal)* και τα προγράμματα Great Society [Μεγάλη Κοινωνία] και War on Poverty [Πόλεμος κατά της Φτώχιας] είχαν διατηρήσει ανοιχτή την πιθανότητα ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μετακινούνταν προς την κατεύθυνση ενός ‘κράτους πρόνοιας’ σύμφωνα με τα Ευρωπαϊκά πρότυπα. Ακόμη και στη δεκαετία του 1970, υπό την προεδρία του Richard Nixon, η πολιτική των θετικών διακρίσεων** και η επέκταση των προγραμμάτων Head Start*** παρέτεινε αυτήν την ελπίδα. Όμως η έλευση στο προσκήνιο των ‘Reaganomics’**** καθώς επίσης και τα χρόνια διακυβέρνησης των Μπους και Κλίντον, έχουν στην πράξη καταργήσει τα πάντα, με εξαίρεση ένα υποτυπώδες δίχτυ κοινωνικής προστασίας για τους πολλούς, και για ορισμένους (π.χ., για τις ανύπαντρες μητέρες σε ορισμένες πολιτείες) ούτε καν αυτό. Στην περίοδο μεταξύ 1981 και 1993 δεν υπήρξε αύξηση στην αναλογία του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (21%) που δαπανάται στις Η.Π.Α. για τους σκοπούς της κοινωνικής πρόνοιας (Hills, 1997, σελ. 10). *****Αυτό, στο πλουσιότερο κράτος επάνω στη γη, δεν οφειλόταν στο γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν φτάσει στο ‘μέγιστο όριο της κοινωνικής πρόνοιας’ αλλά στην άποψη της οικονομικής ηγεσίας ότι η κοινωνική πρόνοια υπονόμευε τους επαγγελματικούς κλάδους της αγοράς (Parenti 1999).
Μία σχετική με το θέμα πλευρά μας έρχεται από τον ακαδημαϊκό χώρο –δηλαδή η αποκήρυξη, κατά κύριο λόγο από τους James Q.Wilson και Charles Murray, της αναζήτησης των ριζικών αιτίων των εγκλημάτων που διαπράττονται στους δρόμους και η επικύρωση της εξουδετέρωσης των παραβατών με ποινικά μέσα σαν να είναι αυτή η μοναδική σίγουρη ‘θεραπεία’. Αν είναι τα άτομα που φέρουν την ολοκληρωτική ευθύνη για το έγκλημα, τότε η ανάπτυξη δομικών και πολιτισμικών θεωριών δεν είναι παραδεκτή. Οι φυλακές δεν είναι από μόνες τους ένα ουτοπιστικό στρατήγημα, πράγμα που συνέβαινε σε περισσότερο πρώιμες εποχές, όπως ήταν και η Αμερική του Jackson (Rothman 1971). Αντίθετα, η ουτοπία συνίσταται στην απόσπαση των εγκληματιών από την Αμερικανική κοινωνία με ποινικά μέσα. Αυτή έχει ως βάση της τον αποκλεισμό και τον εκτοπισμό παρά την συμπερίληψη και τις ελπίδες για αναμόρφωση (Young 1999). Όλο ό,τι χρειάζεται είναι χώροι για την αποθήκευση ανθρώπων (Cohen 1985) παρά διαδικασίες επαναφοράς τους στην κανονικότητα (King και Morgan 1980) ή το ελάχιστο από ‘ό,τι τους αξίζει’ (Von Hirsch 1976). Η μελέτη των φυλακών ‘Supermax’ στις Η.Π.Α. από τον Roy King (King 1999) επιβεβαιώνει ότι ειδικά σε αυτήν τη συγκεκριμένη περίπτωση πρόκειται για πολυχρησιμοποιημένες εγκαταστάσεις που είναι αντιθετικές τόσο στην ιδέα της ανθρωπιστικής περιοριστικής κράτησης όσο και στην έννοια της αναμορφωτικής αποκατάστασης. Και δεν υπάρχουν επίσης στοιχεία που να υποδηλώνουν ότι η επέκτασή τους έχει ‘αποδεσμεύσει’ το υπόλοιπο σύστημα για τον σκοπό της ανάπτυξης πιο ανθρωπιστικών και εποικοδομητικών καθεστώτων.
Μία Συγκριτική Προοπτική των Ποινικών Μελλόντων
Στις συγκριτικές αναλύσεις τους των κατευθύνσεων που ακολουθούν οι εγκλεισμοί σε φυλακές, τόσο ο Tonry όσο και ο Kuhn επισημαίνουν σωστά την απαράμιλλη κλίμακα των φυλακίσεων στις Ηνωμένες Πολιτείες και τον βαθμό στον οποίο αυτή αναπαράγεται σε ‘σμίκρυνση’ σε συγκρίσιμες Ευρωπαϊκές κοινωνίες. Όπως παρατηρήσαμε νωρίτερα, ο Tonry προχωρά στο να απορρίψει ορισμένα πολυ-διατυμπανισμένα ‘αίτια’ του Αμερικανικού φαινομένου εξαιτίας της παράλληλης ύπαρξής τους και σε άλλους πληθυσμούς της Ευρώπης, της Αυστραλασίας και του Καναδά με πολύ χαμηλότερους αριθμούς φυλακισμένων. Ωστόσο, αυτή η λογική ισχύει μόνο για την τρέχουσα κατάσταση των πραγμάτων. Αν αυτά τα ‘αίτια’ σταθμιστούν σε σχέση με τη μελλοντική τους δυναμική παρά με κριτήριο την τρέχουσα επίδρασή τους, τότε μπορεί να είναι μόνο ζήτημα χρόνου το να αρχίσουν να ασκούν μεγαλύτερη επιρροή και σε αυτές τις χώρες επίσης. Η έκφραση κλισέ ότι αυτό που συνέβη στην Καλιφόρνια χθες συμβαίνει στο υπόλοιπο της Αμερικής σήμερα και θα συμβεί στην Ευρώπη αύριο δεν μπορεί να αποπεμφθεί με ελαφρότητα. Η πρόκληση είναι να αξιολογήσουμε το βαθμό στον οποίο η συνταγή για τις μαζικές καθείρξεις στις Η.Π. βρίσκεται σε εμβρυακή κατάσταση στις Ευρωπαϊκές και σε άλλες κοινωνίες. Επιπλέον, έχοντας ακολουθήσει αυτήν την πορεία μόνες τους, οι Η.Π.Α. βρίσκονται τώρα σε μία ενεργή διαδικασία εξαγωγής της, και κάποιες αποφασιστικής σημασίας ομάδες σε συγκρίσιμες κοινωνίες είναι πρόθυμες να την υιοθετήσουν. Είναι πιθανόν να είναι περισσότερο, και όχι λιγότερο, δύσκολο για άλλες κοινωνίες να αντισταθούν στην έλξη που ασκεί αυτή όταν οι Η.Π.Α. είναι ταυτόχρονα το μοντέλο που αυτές αντιγράφουν και ο υποστηρικτής αυτού του μοντέλου, τόσο όσον αφορά το θέμα του ‘νόμου και της τάξης’ όσο και άλλα πολιτικά και οικονομικά θέματα.
Το έγκλημα δεν είναι το πρόβλημα;
Οι Zimring και Hawkins (1997) έχουν δείξει με πειστικό τρόπο την έκταση στην οποία οι ρυθμοί αύξησης της εγκληματικότητας στις Η.Π.Α. είναι τώρα, με μοναδική εξαίρεση τις πράξεις βίας που οδηγούν σε θάνατο, σε σχετικά κανονικά επίπεδα όταν συγκρίνονται με εκείνα που ισχύουν για πολλές Ευρωπαϊκές κοινωνίες. Μία περίεργη ειρωνεία της Αμερικανικής exceptionalist μυθοποιίας συνίσταται στο γεγονός ότι το δικαίωμα της οπλοφορίας –με όπλα που δίνουν τη δυνατότητα άσκησης άμεσης θανατηφόρου βίας– θεωρείται ιερό και απαραβίαστο, ενώ το δικαίωμα του να έχει κανείς επάνω του ναρκωτικά –που είναι εξαιρετικά σπάνιο να προκαλέσουν ένα τέτοιο ενδεχόμενο– θεωρείται ταμπού. Έτσι, ‘το έγκλημα δεν είναι το πρόβλημα’ σαν αίτιο των μαζικών εγκλεισμών σε φυλακές στις Η.Π., εφόσον μόνο το ένα τέταρτο των εισαγωγών σε αυτές οφείλεται σε πράξεις βίας (Tonry 1999, Σελ. 8). Ωστόσο, παρότι αυτό μπορεί να είναι καθησυχαστικό όσον αφορά την Αμερικανική προοπτική, το γεγονός ότι τα ποσοστά εγκληματικότητας στην Ευρώπη έχουν φτάσει σε αναλογίες αντίστοιχες με εκείνες των Η.Π.Α. είναι πηγή ανησυχίας από τη σκοπιά της πλεονεκτικής μέχρι τώρα θέσης που κατείχε η Ευρώπη. Δείγματα μιας σχετικής ομαλότητας στη μία πλευρά μπορεί να προμηνύουν το ξεκίνημα κάποιας παθολογίας στην άλλη. Οι διαρρήξεις σπιτιών και οι κλοπές αυτοκινήτων μπορεί να είναι μη-θανατηφόρες εγκληματικές δράσεις αλλά δεν παύουν να είναι βαθιά ανησυχαστικές, ιδιαίτερα όταν βιώνονται ως επαναλαμβανόμενες κακοπάθειες. Οι ανησυχίες του κόσμου σχετικά με την εγκληματικότητα είναι κάλλιστα δυνατόν, όπως έχει δείξει η Katharine Beckett (1997), να καλλιεργούνται έντονα μέσα από τις καμπάνιες των μέσων ενημέρωσης και των πολιτικών παρά από αυτές καθαυτές τις αυξήσεις στα ποσοστά εγκληματικότητας και στη χρήση ναρκωτικών ουσιών. Όπως υποστηρίζει ο Chambliss (1999), οι πολιτικοί και οι εκπρόσωποι της ποινικής δικαιοσύνης παραθέτουν κατά κανόνα τις χειρότερες τάσεις και για τα πλέον σοβαρά εγκλήματα, ακόμη και όταν πρόκειται για περιπτώσεις που μετά από ενστάσεις οδηγούν σε απλούς συμβιβασμούς παραδοχής της παρανομίας! Όμως δεν παύουν να είναι οι αυξανόμενοι ρυθμοί της εγκληματικότητας που εξακολουθούν να διαμορφώνουν το πλαίσιο εντός του οποίου συνηχούν τέτοιου είδους καμπάνιες. Και έτσι, από τη στιγμή που θα βρίσκεται ήδη σε ετοιμότητα, ο ποινικός επεκτατισμός κερδίζει την αναγνώρισή του όταν μειώνονται οι ρυθμοί αύξησης της εγκληματικότητας ακόμη και όταν άλλα πράγματα, όπως η μείωση της ανεργίας και η αύξηση της ευημερίας, μπορεί να συνιστούν πιο εύλογες εξηγήσεις.
Τα πλέον ολέθρια εγκληματικά φαινόμενα αναπτύσσονται σε εκείνες τις περιόδους στις οποίες ένα κβαντικό άλμα του ρυθμών αύξησης της εγκληματικότητας συμπίπτει με συμπράττουσες αλληλουχίες γεγονότων παράγοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο έναν δριμύ συμβολισμό κοινωνικής κατάρρευσης. Έτσι, στις Η.Π.Α., η περίοδος από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970 συνδύασε απότομες αυξήσεις της εγκληματικότητας με έναν διπλασιασμό του ποσοστού των ανθρωποκτονιών, με τις δολοφονίες των John και Robert Kennedy, Martin Luther King και Malcolm X, με σοβαρές βίαιες διαταράξεις της τάξης στα αστικά κέντρα – τόσο με φυλετικά όσο και με αντιπολεμικά κίνητρα– και με εξτρεμιστική πολιτική βία. Στην ατμόσφαιρα των καιρών υπήρχαν στοιχεία του ‘μεγάλου τρόμου’ της επαναστατικής Γαλλίας. Στη Βρετανία, η δεκαετία του 1980 έγινε μάρτυρας ενός διπλασιασμού του ρυθμού αύξησης της εγκληματικότητας και, ειδικά στην περίοδο 1989-92, όταν η εγκληματικότητα αυξήθηκε κατά 50%, η αίσθηση της κατάλυσης της κοινωνικής τάξης ήταν ιδιαίτερα έντονη μέσα σε ένα περιβάλλον πλαίσιο βίαιων αστικών ταραχών και υψηλής ανεργίας που ακολούθησε την αποβιομηχανοποίηση. Η δολοφονία ενός δίχρονου αγοριού, του James Bulger, από δύο μεγαλύτερα αγόρια υπήρξε το αποκορύφωμα μιας δεκαετίας αυξανόμενου φόβου μπροστά στο έγκλημα και αποτέλεσε τη συμβολική έκφραση μιας αίσθησης ότι οι κοινωνικές αλλαγές ξέφευγαν με ταχύτητα από τον έλεγχο. Στην Ολλανδία, ο αυξανόμενος ρυθμός της εγκληματικότητας στην περίοδο 1979-84 έμοιαζε με απόκρημνο βράχο σε σύγκριση με τις προϋπάρχουσες τάσεις. Αυτός ο ρυθμός αύξησης, σε συνδυασμό με τους φόβους απέναντι στο φαινόμενο της χρήσης σκληρών ναρκωτικών και στις συνδεδεμένες με τα ναρκωτικά εγκληματικές πράξεις, παρείχε ώριμες συνθήκες για μία σκλήρυνση του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης και της πολιτικής των ποινικών κυρώσεων. Σε όλες τις τρεις παραπάνω χώρες, αλλά σε πολύ διαφορετικό βαθμό στην κάθε μία, είχε πλέον στηθεί το σκηνικό για μία αύξηση του πληθυσμού των φυλακών σε πρωτοφανή ύψη.
Ο ορισμός του προβλήματος, έντονα επηρεασμένος από τις ατζέντες των εκπροσώπων του κόσμου της πολιτικής και των μέσων ενημέρωσης, φαίνεται να έχει αποφασιστική σημασία για την εξήγηση του κατά πόσο είναι διαρθρωτικού ή σωφρονιστικού χαρακτήρα τα μέτρα που λαμβάνονται για την αντιμετώπισή του. Στις Η.Π.Α., και σε μικρότερο βαθμό στη Βρετανία, η πλέον πειστική εξήγηση απέδιδε την αύξηση της εγκληματικότητας και των βίαιων ταραχών σε μία νέα κατώτερη τάξη ανέργων που επιβιώνουν μέσω της λεηλασίας (Taylor 1999). Στην Ολλανδία, η υποχώρηση των κύριων υποστηρικτικών θεμελίων της κοινωνίας, δηλαδή η διάβρωση των θεσμοθετημένων βάσεων άτυπου κοινωνικού ελέγχου στα πλαίσια της οικογένειας, των διαφόρων θρησκευτικών ομάδων, του σχολείου και της κοινότητας, θεωρήθηκε ως το κατ’ εξοχήν αίτιο στο πλαίσιο της βαρυσήμαντης Έκθεσης με τίτλο ‘Κοινωνία και Έγκλημα’ (‘Society and Crime’ Report, 1985). Αυτή η εξήγηση είναι πιθανό να συνέτεινε περισσότερο στο να δημιουργήσει ανησυχίες παρά να τις κατευνάσει, και η δημοσίευση της πρώτης δειγματοληπτικής έρευνας με τίτλο International Victim Survey το 1987, η οποία έδειχνε την Ολλανδία να παρουσιάζει τη μεγαλύτερη ροπή προς το έγκλημα από όλες τις χώρες που ερευνήθηκαν, έκανε αυτές τις ανησυχίες ακόμη πιο έντονες. Άλλες Δυτικοευρωπαϊκές χώρες που είχαν την εμπειρία παρόμοιων τάσεων απέφυγαν ή αντιστάθηκαν μία τόσο τιμωρητική σε χαρακτήρα αντίδραση, αν και αρκετές από αυτές –π.χ., η Ιταλία, η Ισπανία, η Πορτογαλία– έχουν αυξήσει αξιοσημείωτα τον πληθυσμό των φυλακών τους (Ruggiero, Ryan και Sin 1995). Σε άλλες πάλι, όπως είναι η Γαλλία και η Αυστρία, έχουν κερδίσει έδαφος φασιστικά από πολιτική άποψη κόμματα.
Έτσι, το έγκλημα εμπεριέχει το ενδεχόμενο να συμβολίζει την κοινωνική αποσύνθεση με τρόπους τέτοιους που κινητοποιούν τόσο τα λαϊκά όσο και τα επίλεκτα στρώματα της κοινωνίας να προσφέρουν την υποστήριξή τους στην προώθηση των επίσημων μορφών άσκησης σωφρονιστικού ελέγχου σε ανεπίτρεπτα προηγουμένως ύψη και μήκη. Σεισμικές αλλαγές κατεύθυνσης είναι δυνατόν να λάβουν χώρα όχι μόνο στον ρυθμιστικό χαρακτήρα του τομέα της ποινικής δικονομίας (Feeley και Simon 1992) αλλά και στο σύνολο της κουλτούρας που αφορά στην άσκηση ελέγχου (βλέπε Garland, προσεχώς). Ως αποτέλεσμα, ακόμη και όταν το έγκλημα έχει παύσει πλέον να είναι το πρόβλημα, έχουν ήδη τεθεί σε κίνηση αλλαγές που είναι εκπληκτικά δύσκολο να τροποποιηθούν και που μπορεί να είναι αδύνατο να αντιστραφούν. Μέσα σε αυτήν την ταραχή της αναστατωτικής αλλαγής οι εγκλεισμοί στις φυλακές προσφέρουν ένα στάνταρ διασφάλισης της κοινωνικής τάξης. Οι φυλακές αποτελούν την εγγύηση ότι τελικά θα αποκατασταθεί και θα επιβληθεί ο νόμος και η τάξη. Οι μέθοδοι σωφρονισμού είναι βαθιά εκφραστικές (Garland 1990) και η δύναμη συμβολισμού που χαρακτηρίζει ειδικά τη μέθοδο της φυλάκισης προσφέρει στους πολιτικούς ατέλειωτες δραματουργικές δυνατότητες, επιτρέποντάς τους να επικοινωνούν πολλαπλά μηνύματα σε μία ποικιλία ακροατηρίων (Sparks, προσεχώς). Αυτή η μέθοδος είναι η κατ’ εξοχήν ένδειξη ότι οι κυβερνήσεις είναι έτοιμες να κάνουν ό,τι είναι δυνατόν να γίνει για να εξαπολύσουν έναν πόλεμο κατά του εγκλήματος. Σε ορισμένα ποινικά περιβάλλοντα ο εγκλεισμός στη φυλακή καταφέρνει να αποκτήσει τον χαρακτήρα ενός είδους δημοσιονομικού πλεονεκτήματος σαν και αυτό που απολαμβάνουν οι κληρικοί. Σαν ένα πείραμα που δεν είναι δυνατόν να αποτύχει –αν μειωθεί η εγκληματικότητα, τότε είναι οι φυλακές που αποκτούν κύρος και αξιοπιστία, αλλά αν αυτή αυξηθεί, τότε είναι σαφές ότι χρειαζόμαστε περισσότερο από το ίδιο γιατρικό, όποιο και αν είναι το κόστος.
Η πολιτική του νόμου και της τάξης
Με την αναγνώριση κάποιων χρονικών καθυστερήσεων, ο Tonry βλέπει να υπάρχει σημαντική κοινή εμπειρία ανάμεσα στις Η.Π.Α. και σε Ευρωπαϊκές κοινωνίες σε αυτό το μέτωπο. Στη Βρετανία, το θέμα της άσκησης ελέγχου όσον αφορά το έγκλημα ήρθε στο προσκήνιο σαν ένα ζήτημα φανατικών κομματικών χειρισμών στις Γενικές Εκλογές του 1970 και αργότερα, ακόμη πιο ηχηρά, το 1979 (Downes και Morgan 1997). Στις Η.Π.Α. ήρθε στην επιφάνεια με τον Goldwater το 1964, στην Ολλανδία 20 χρόνια αργότερα. Στη Γαλλία, στη Γερμανία και στις Σκανδιναβικές χώρες εξακολουθεί να είναι λιγότερο κεντρικό, παρά τα έντονα ορατά επεισόδια νεανικών παρεκτροπών και παρά την αυξανόμενη χρήση ναρκωτικών ουσιών. Αν και εξακολουθεί να υπάρχει ποικιλομορφία, οι διαγραφόμενες τροχιές είναι δύο. Η πρώτη είναι ότι από τη στιγμή που έχει ήδη ξεκινήσει μία πορεία ‘διακυβέρνησης μέσω του εγκλήματος’, με τον αυξημένο σε ένταση συναισθηματισμό και με το ανέβασμα της αξίας των σωφρονιστικών μέτρων που συνεπάγεται αυτή, καμία κοινωνία δεν έχει κατορθώσει να βρει κάποιον τρόπο για να απαλλάξει τον εαυτό της από αυτήν την ανοδική ελικοειδή πορεία. Μέρος αυτού του προτύπου είναι μία μερική τουλάχιστον σύγκληση ανάμεσα στις Η.Π.Α. και στην Ευρώπη σε ένα ιδεολογικό επίπεδο. Μπορεί να είναι αλήθεια ότι οι Αμερικανοί έχουν αποδώσει πολύ μικρότερη βαρύτητα από ό,τι οι Ευρωπαίοι στους κοινωνικούς και οικονομικούς παράγοντες που συνδέονται με την παραβατική συμπεριφορά (Kuhn 1999 σελ. 19), αλλά η αναμορφωτική αποκατάσταση συνεπάγεται και αυτή επίσης μία αυτο-βελτίωση με τη βοήθεια της συμβουλευτικής και της θεραπείας, μια παλιά και καλά εδραιωμένη, αν και περιθωριοποιημένη πλέον, Αμερικανική πρακτική. Στο Ευρωπαϊκό άκρο, «σε αναλογία με την από τη δεκαετία του 1980 και μετά μετατροπή του κράτους πρόνοιας σε μία ‘οικονομία της αγοράς’, η οποία περιορίζει την ευθύνη του κράτους απέναντι στους πολίτες του και δίνει μεγάλη έμφαση στην προσωπική ευθύνη, τα αίτια της εγκληματικής συμπεριφοράς παύουν πλέον να θεωρούνται ότι έχουν τη ρίζα τους στο κοινωνικό υπόβαθρο του εγκληματία, στις συνθήκες ζωή του και στις περιστάσεις που οδήγησαν στο αδίκημα αλλά αποδίδονται στην ηθική εξολίσθηση του δράστη η οποία καταλήγει σε πράξεις ελεύθερης βούλησης για τις οποίες αυτός είναι απόλυτα υπεύθυνος.» (Junger-Tas, 1998, σελ. 19) Η δεύτερη τροχιά έχει να κάνει με το ότι η οικονομική ανάπτυξη στις πλουσιότερες χώρες του κόσμου βασίστηκε εν μέρει στη μαζική άφιξη σε αυτές μεταναστευτικών εργατών, υπέθαλψε την μετανάστευση από πρώην αποικίες και έχει παροτρύνει τους πρόσφυγες να αναζητούν τον παράδεισο σε μία κλίμακα τέτοια που δεν είναι εύκολο να γίνει αποδεκτή χωρίς σύγκρουση. Τα προβλήματα που συνεπάγεται η ενσωμάτωση διαφόρων διακριτών από πολιτισμική άποψη ομάδων στους κόλπους εξαιρετικά άνισων κοινωνιών μπορούν όλα να γίνουν αντιληπτά με όρους που άπτονται του ζητήματος της άσκησης ελέγχου όσον αφορά την εγκληματική δραστηριότητα.
Στη Βρετανία είναι μόνο από το 1992 που ασχολήθηκαν και τα δύο μεγάλα κόμματα με ‘λαϊκιστικές σωφρονιστικές πρακτικές’ (Bottoms 1995). Το κόμμα των Συντηρητικών (Tories) είχε αρχίσει ήδη από παλιά να εμφανίζει με αριστοτεχνικό τρόπο το κόμμα των Εργατικών (Labour) σαν ένα κόμμα που παραμελεί το σώμα της αστυνομίας, που είναι ‘επιεικές’ απέναντι στο έγκλημα και που δείχνει ανοχή στη διασάλευση του δημόσιου βίου που προκαλείται από τη μαχητικότατα του κλάδου των βιομηχανικών εργατών. Το κόμμα των Εργατικών είχε ακολουθήσει την εναλλακτική άποψη ότι η αυξανόμενη εγκληματικότητα οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στις κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες (Downes και Morgan 1994). Ως Σκιώδης Υπουργός Εσωτερικών από το 1979 μέχρι το 1992, ο Roy Hattersley προώθησε επίσης και μία άποψη τύπου Rawls, την ανάγκη να επιτευχθεί ένας συνδυασμός κοινωνικής δικαιοσύνης και αστικών ελευθεριών (Bowling 2000). Από το 1989 μέχρι το 1992 η Βρετανία έζησε μία μεγάλη οικονομική ύφεση, με μία αύξηση της ανεργίας του ανδρικού πληθυσμού στο 15%, με μία παράλληλη μείωση του αριθμού των τροφίμων των φυλακών από 50 000 σε 42 000, και με έναν ρυθμό αύξησης της εγκληματικότητας που έφτασε στο 50%. Για πρώτη φορά μετά από πάροδο 30 και πλέον ετών το ηγετικό πλεονέκτημα που διατηρούσαν οι Συντηρητικοί έναντι των Εργατικών ως το κόμμα που ήταν το πλέον ικανό να εγγυάται τον νόμο και την τάξη έπαψε να υπάρχει. Το Εργατικό κόμμα προώθησε στο κοινό το δικό του πλεονέκτημα, όχι με το να δώσει έμφαση στους δεσμούς που υπάρχουν ανάμεσα στην αυξανόμενη εγκληματικότητα και στους οικονομικούς παράγοντες αλλά με το να επισημάνει την επιείκεια που χαρακτήριζε τις καταδικαστικές αποφάσεις. Ο περίφημος λακωνικός λόγος του Tony Blair γύρω από την ανάγκη να «είμαστε σκληροί απέναντι στο έγκλημα, σκληροί απέναντι στα αίτια της εγκληματικότητας» παραχωρούσε επιδέξια χώρο και για τα δύο, όμως το συγκεκαλυμμένο μήνυμα, αυτό του να είμαστε ‘σκληροί απέναντι στους εγκληματίες’, ήταν εκείνο που αναδύθηκε στην επιφάνεια από την άποψη της πολιτικής πρακτικής (Pease 1998˙ βλέπε επίσης Ryan 1999). Αυτή η στρατηγική όφειλε πολλά στην προσέγγιση που ακολούθησε το Αμερικανικό Δημοκρατικό Κόμμα για να αποφύγει μία επανάληψη της πανωλεθρίας που υπέστη ο Δουκάκης το 1988. Ο Κλίντον υπήρξε ‘έξυπνος’ και ταυτόχρονα ‘σκληρός’ ως προς το ζήτημα της εγκληματικότητας (Rutherford 1999). Για να ουδετεροποιήσει την πολιτική του τύπου ‘Η Φυλακή είναι Αποτελεσματική’ του Michael Howard, ο Jack Straw, τόσο στα πλαίσια της αντιπολίτευσης όσο και σαν μέλος της κυβέρνησης, ανέπτυξε πολιτικές (κάποιες από τις οποίες απέκτησαν τον χαρακτήρα νομοθετικού διατάγματος στα πλαίσια της Νομοθετικής Πράξης με τίτλο Crime and Disorder το 1998, ενώ κάποιες άλλες είτε είναι επικείμενες είτε συναντούν αντίσταση) τις οποίες το Εργατικό Κόμμα θα ήταν μάλλον αδύνατο να ενθαρρύνει πριν από το 1992. Αυτές περιλαμβάνουν:
- την ενεργοποίηση (νομιμοποιημένη με νομοθετικό θέσπισμα που ψηφίσθηκε από την απερχόμενη Συντηρητική Κυβέρνηση) κατώτατων αδήριτων ποινών για διαρρήξεις, διακίνηση ναρκωτικών και άσκηση βίας
- την ανάπτυξη Διατάξεων γύρω από την Αντικοινωνική Συμπεριφορά τα οποία, μεταξύ άλλων, κάνουν ασαφή τη διάκριση ανάμεσα στο ποινικό και το αστικό δίκαιο όσον αφορά το θέμα των υποχρεώσεων που υπάρχουν σχετικά με την απόδειξη της ενοχής (βλέπε Ashworth κ.ά., 1998)
- την παραχώρηση εξουσιών σε τοπικούς διοικητικούς φορείς να επιβάλουν απαγορεύσεις στην ελεύθερη κυκλοφορία των ατόμων νεαρής ηλικίας
- τη μετονομασία της Υπηρεσίας Επιτήρησης και Μετέπειτα Φροντίδας (Probation and After Care Service) σε ‘Δημόσια Υπηρεσία Σωφρονισμού και Αναμόρφωσης’ (Community Punishment and Rehabilitation Service), ένα μέτρο στο οποίο αντιτίθεται το 85% των Διευθυντών Επιμελητών Επιτήρησης
- τη μείωση του οριακού σημείου για την επιστροφή των υπό επιτήρηση ατόμων στα δικαστήρια από τρεις παραβιάσεις του κανονισμού σε δύο (όπου παραβιάσεις θεωρούνται συμπεριφορές όπως αυτή του να μην εμφανιστεί το υπό επιτήρηση άτομο σε μία συνάντηση με τον αρμόδιο επιμελητή στον συμφωνημένο χρόνο), και την αυτόματη ανάκληση των επιδομάτων κοινωνικής ασφαλιστικής κάλυψης μέχρι και για 6 μήνες μετά τη δεύτερη παραβίαση του κανονισμού
- την επέκταση του μέτρου που παραχωρεί τη διοίκηση κάποιων φυλακών σε ιδιωτικούς φορείς, έτσι ώστε από 3 φυλακές αρχικά να αφορά τελικά ένα σύνολο 14 φυλακών
- την κατάργηση του doli incapax (νόμιμο τεκμήριο έλλειψης γνώσης εκ μέρους του παραβάτη ότι διαπράττει ένα αδίκημα) που ίσχυε για παραβάτες ηλικίας κάτω των 14 ετών
- την αντικατάσταση των επιδομάτων Κοινωνικής Ασφαλιστικής Κάλυψης που λάμβαναν τα άτομα που βρίσκονται σε αναζήτηση ασύλου από δελτία (κουπόνια) για την προμήθεια των απαραίτητων για τη συντήρησή τους
- τη δικαστική δίωξη των φορτικών μικροεμπόρων του δρόμου και των επαιτών
- την μέσα στα αστυνομικά τμήματα ιατρική εξέταση αυτών που συλλαμβάνονται με στόχο τον έλεγχο του κατά πόσο έχουν κάνει χρήση ναρκωτικών
- την παροχή πληροφοριών στους εργοδότες για το αν τα άτομα που ζητούν εργασία από αυτούς έχουν στο ιστορικό τους οποιεσδήποτε καταδίκες για κάθε μορφής αδικήματα.
Μεγάλο μέρος αυτού του καταλόγου είναι εμπνευσμένο από το ‘μηδενικής ανοχής’ Αμερικανικό παράδειγμα αστυνόμευσης και δικαστικής δίωξης. Το αποτέλεσμα είναι ότι και τα δύο μεγάλα κόμματα έχουν εμπλακεί στη διαδικασία αύξησης των δαπανών για τη λειτουργία του σωφρονιστικού συστήματος και ο πληθυσμός των φυλακών στην Αγγλία και την Ουαλία αυξήθηκε από 42 000 σε 65 000 μέσα σε έξι χρόνια.
Θα πρέπει βέβαια να ειπωθεί ότι υπάρχουν και φιλελεύθερες αντισταθμιστικές συνιστώσες για να εξισορροπούν την σε γενικές γραμμές τιμωρητική κατεύθυνση αυτών των μέτρων. Για παράδειγμα:
- το Εργατικό Κόμμα έχει ξεκινήσει ένα γενναία χρηματοδοτούμενο πρόγραμμα ‘αποκαταστατικής δικαιοσύνης’ όπως και κοινοτικά προγράμματα μείωσης της εγκληματικότητας για την αποξενωμένη νεολαία, δίνοντας έμφαση σε επανορθωτικές, μεσολαβητικές και καθοδηγητικές δράσεις που απευθύνονται σε νεαρής ηλικίας παραβάτες και σε εκείνους που κινδυνεύουν να εμπλακούν σε εγκληματικές δραστηριότητες
- ο Jack Straw πήρε τη γενναία απόφαση να οργανώσει μία δημόσια εξεταστική έρευνα της περίπτωσης Stephen Lawrence, όπου η απερίγραπτα κακότεχνη ανακριτική εξέταση που είχε γίνει από την Μητροπολιτική Αστυνομία γύρω από τη δολοφονία ενός μαύρου εφήβου από κάποιους λευκούς νεαρούς συντοπίτες του χαρακτηρίστηκε ως ‘θεσμικός ρατσισμός’ στην τελική επίσημη Αναφορά που συντάχθηκε
- το Ηνωμένο Βασίλειο, ένα παλιό αλλά απρόθυμο συνυπογράφον μέλος του Ευρωπαϊκού Συμφώνου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, έχει τώρα ενσωματώσει τα άρθρα αυτού του συμφώνου στην εθνική του νομολογία
- το κατώτερο όριο ηλικίας για συναίνεση σε ομοφυλοφιλικές σχέσεις έχει μειωθεί σε εκείνη των 16 ετών για να είναι αντίστοιχο με το όριο που ισχύει για τις ετεροφυλικές σχέσεις.
Το καθαρό αποτέλεσμα όλων αυτών των μέτρων, ωστόσο, παραμένει αξιοσημείωτα τιμωρητικό σε χαρακτήρα και με τάσεις διεύρυνσης του συστήματος των ποινικών κυρώσεων, αν και κάποιος ειδικός σχολιαστής (Morgan 1998) βλέπει τον Straw να δρα «χαμηλόφωνα» για «να μπορέσει να διατηρήσει» τον πληθυσμό των φυλακών σε περίπου ίδια επίπεδα με αυτά που ισχύουν προς το παρόν. Επίσης, τα μέτρα που αφορούν τις ξεχωριστές κοινότητες προϋποθέτουν σε μεγάλο βαθμό αξιοσημείωτες βελτιώσεις των κυριότερων υπηρεσιών του δημόσιου τομέα στους χώρους της υγείας, της παιδείας και της στέγασης για τις οποίες οι πόροι που διατίθενται είναι σημαντικά χαμηλότεροι σε σύγκριση με τις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες (Hills 1997˙ Downes 1998). Στην περίπτωση που αρχίσουν πάλι να ανεβαίνουν οι ετήσιοι ρυθμοί αύξησης της εγκληματικότητας και η αξιολόγηση των κοινοτικών μέτρων οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι αυτά είναι αρνητικά ή αμφιλεγόμενα, μία περαιτέρω αύξηση του πληθυσμού των φυλακών φαίνεται να είναι αναπόφευκτη.
Η δεύτερη κοινή τροχιά που έχει αποφασιστική σημασία για την πολιτική του νόμου και της τάξης είναι ότι «η αγωνία γύρω από το έγκλημα και ο φόβος των ανθρώπων ότι θα καταστούν θύματα εγκληματικών πράξεων έχει μεγαλώσει εξαιρετικά δυσανάλογα σε σχέση με τις πραγματικές αυξήσεις της εγκληματικότητας. Αυτός ο φόβος εστιάζεται κατά κανόνα σε παραδοσιακά ‘εγκλήματα που διαπράττονται στους δρόμους’ και σε εγκλήματα που υποτίθεται ότι διαπράττονται από στερούμενες ισχύος μειονοτικές ομάδες… Σε όλη την Ευρώπη και στις Η.Π.Α., τα αυξανόμενα ποσοστά του πληθυσμού των φυλακισμένων αποτελούνται από ‘μειονότητες’ και από ξένους.» (Marshall, 1996, σελ. 31) Στην Ευρώπη υπάρχουν αντιφατικές παρορμήσεις. Από τη μία πλευρά, η κοινή πολιτική φιλοδοξία είναι για μία Ευρώπη χωρίς σύνορα, με ελεύθερο το εμπόριο και τις μετακινήσεις, υποστηριζόμενη από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, το Σύμφωνο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, κ.λ.π. Από την άλλη πλευρά, η μαζική συρροή προσφύγων, μεταναστευτικών εργατών και μεταναστών από πρώην κομμουνιστικές και αποικιακές κοινωνίες προκαλεί δυσαρέσκειες που έχουν τροφοδοτήσει, όπως έχει επισημάνει έντονα ο Loic Wacquant (1999), τις πολιτικές πρακτικές του Ακροδεξιού εθνοκεντρισμού. Μία προσπάθεια για διευθέτηση του προβλήματος είναι η θεσμοθέτηση ίσων ευκαιριών με μία ταυτόχρονη αύξηση των ποινών για τα αδικήματα στα οποία εμπλέκονται σε δυσανάλογο βαθμό εκείνες οι εθνικές μειονότητες που υφίστανται τις μεγαλύτερες αρνητικές διακρίσεις (Tonry 1995). Η υπερ-αντιπροσώπευση ατόμων Αφρο-Καραϊβικής προέλευσης στις φυλακές σε σύγκριση με τον αριθμό των λευκών φυλακισμένων στη Βρετανία είναι σε μεγάλο βαθμό η ίδια με εκείνη που παρατηρείται στις Η.Π.Α. Στην Ολλανδία, η αναλογία των μη Ολλανδών φυλακισμένων αυξήθηκε από 12% το 1981 σε 26% το 1992, και ένα ολοένα και μεγαλύτερο ποσοστό από αυτούς είναι εκπρόσωποι της δεύτερης γενιάς των εθνικο-μειονοτικών ομάδων της χώρας (Downes 1998, σελ. 150˙ Van Swaaningen και De Jonge, 19950). Αν και η άποψη ότι αυτές οι μειονότητες εμπλέκονται σε δυσανάλογα μεγάλο βαθμό σε εγκληματικές δραστηριότητες περιβάλλεται από διαμφισβήτηση, υπάρχει πράγματι μία εξάπλωση της αντίληψης ότι τα μέλη αυτών των μειονοτήτων επιδεικνύουν έναν ασυνήθιστο βαθμό αποξένωσης, αντίστασης στα μέτρα κοινωνικής πρόνοιας και απείθειας. Μέσα σε αυτήν την κατάσταση, ακόμη και διακεκριμένα μέλη των φιλελεύθερων κύκλων τείνουν προς μία απαλλαγμένη από ψευδαισθήσεις αποδοχή των μέτρων αποκλεισμού. Στην Αγγλία, τα μαύρα παιδιά αποκλείονται μόνιμα από τα σχολεία σε αναλογία τρεις φορές μεγαλύτερη από εκείνη που ισχύει για τα λευκά παιδιά και η κλίμακα του συνολικού αριθμού των αποβολών αυξήθηκε ιδιαίτερα στη δεκαετία του 1990 φθάνοντας τις 12 668 στο ακαδημαϊκό έτος 1996/97 (10 400 στο ακαδημαϊκό έτος 1998/99) (Υπουργείο Παιδείας και Εργασίας, 10 Μαΐου 2000). Όλες αυτές οι τάσεις εμπεριέχουν το ενδεχόμενο της επέκτασης του συστήματος ποινικών κυρώσεων.
Επικινδυνότητα κα ασφάλεια
Θα μπορούσε κανείς να εντοπίσει περισσότερο κοινό έδαφος ανάμεσα στην Ευρώπη και τις Η.Π.Α. στον συνδυασμό μιας έντονα αυξημένης συναίσθησης της κακοπάθειας που προξενεί το έγκλημα και των μεγαλύτερων προσδοκιών για προσωπική ασφάλεια και κοινωνική προστασία. Οι προσδοκίες για ασφάλεια και προστασία έχουν αυξηθεί σε ιδιαίτερα μεγάλο βαθμό κατά τη μεταπολεμική περίοδο. Το Σοσιαλδημοκρατικό ιδεώδες για εργασία και ευημερία από την ‘κούνια μέχρι τον τάφο’, οι τεράστιες πρόοδοι στον τομέα της ιατρικής περίθαλψης και της χειρουργικής, η μεταπολεμική συνθηκολόγηση η οποία, παρά την πυρηνική απειλή, προέτασσε την προοπτική ειρηνικών διεθνών σχέσεων, και η δυναμική ενός συστήματος παγκόσμιας διακυβέρνησης υπόσχονταν όλα μελλοντική σταθερότητα. Στις ζωές των περισσότερων ανθρώπων στις Δημοκρατίες της Δύσης, και με μοναδική εξαίρεση τον πόλεμο του Βιετνάμ, η κακοπάθεια η οφειλόμενη σε εγκληματικές δραστηριότητες ήταν η κύρια πηγή κινδύνου που δεν μπορούσε να ελεγχθεί ή να ελαττωθεί με προσωπικά μέσα. Προφορικές ιστορίες τείνουν να επιβεβαιώνουν αυτόν τον τρόπο αντίληψης του εγκλήματος σαν μία ολοένα και περισσότερο αθέμιτη πηγή μεγάλης οδύνης (Hood και Joyce 1999). Αυτή η αίσθηση έχει προωθήσει την ανάπτυξη τέτοιων κινημάτων όπως είναι το κίνημα για τα δικαιώματα των θυμάτων και το κίνημα για την υποστήριξη των θυμάτων (Rock 1987˙ 1990˙ 1998), όπως και μία τεράστια και αυξανόμενη επένδυση στον τομέα της περιστασιακής πρόληψης του εγκλήματος. Η μαζική ηλεκτρονική επόπτευση, η θωράκιση των πιθανών στόχων, οι έλεγχοι ασφαλείας και η ελεγχόμενη είσοδος σε ανθρώπινες κοινότητες, έχουν πλέον διεισδύσει στη ζωή των ανθρώπων τόσο πολύ που ο όρος ‘ρυθμός εγκληματικότητας’ θα μπορούσε να μετονομαστεί σε ‘ρυθμό αποκλεισμού’. Τα αυτοκίνητα που δεν είναι εφοδιασμένα με συστήματα συναγερμού, οι ιδιοκτησίες που αφήνονται αφρούρητες και τα σπίτια που δεν έχουν παρά ελάχιστη μόνο προστατευτική θωράκιση θεωρούνται τώρα περιπτώσεις υψηλού ρίσκου για τις ασφαλιστικές εταιρείες, με αποτέλεσμα να χάνουν πλέον τη δυνατότητά τους να ασφαλίζονται εκείνες ακριβώς οι ομάδες ανθρώπων που πλήττονται με τον χειρότερο τρόπο από το έγκλημα. Όσο πιο κατασταλτικοί γίνονται οι έλεγχοι τόσο περισσότερο υποτροπιάζει το έγκλημα, με τις φτωχότερες συνοικίες –και κατ’ εξοχήν τις αποβιομηχανοποιημένες και αραιοκατοικημένες περιοχές– να μαστίζονται από πολλαπλά περιστατικά δεινοπάθησης οφειλόμενης σε εγκληματικές δραστηριότητες (Davies 1998). Αυτό που υποσχόταν η ιδέα του περιστασιακού ελέγχου ήταν ότι με την εφαρμογή του θα μπορούσε να αγνοηθεί το αμφισβητούμενο πεδίο των ‘ριζικών αιτίων’ του εγκλήματος. Ωστόσο, αν και μπορεί να βοήθησαν σε μία συγκράτηση των ποσοστών της εγκληματικότητας, τέτοιου είδους έλεγχοι δεν έχουν μειώσει καθόλου ουσιαστικά αυτά τα ποσοστά. Στον βαθμό που η εγκληματικότητα εξακολουθεί να παραμένει σε υψηλά επίπεδα, ή ακόμη και να αυξάνεται, παρά την εφαρμογή τέτοιων μέτρων –τα οποία συνεπάγονται πολλά πράγματα όσον αφορά το ζήτημα του αποκλεισμού και του ελέγχου των παρεκτρεπόμενων ομάδων και ατόμων– το ενδεχόμενο για ακόμη μεγαλύτερη καταφυγή στην πρακτική των φυλακίσεων είναι πάντοτε παρόν.
Ανάμεσα στις πλέον δραστικές αναπαραστάσεις του κινδύνου και της ανασφάλειας είναι τα διανοητικά άρρωστα άτομα, εκείνα που ‘μεταγγίζονται’ από παρακμάζοντα ιδρύματα σε μία ανυπόστατη κοινοτική φροντίδα. Αυτό που γίνεται ορατό στην κοινότητα είναι τα οφθαλμοφανώς δυστυχή και παρεκκλίνοντα άτομα, η συχνά ατημέλητη εμφάνιση, η λεκτική επιθετικότητα και η περίεργη συμπεριφορά των οποίων διαταράσσει την ηρεμία των παρενοχλούμενων περαστικών και αυτών που είναι απασχολημένοι με τα ψώνια τους. Αν και αυτό δεν αποτελεί ανακούφιση για τα θύματα, η συνεισφορά αυτών των ατόμων στα ποσοστά θανατηφόρας βίας είναι πολύ ασήμαντη. Όποια και αν είναι αυτή όμως έχει πυροδοτήσει αξιώσεις σύμφωνα με τις οποίες πρέπει ‘να γίνει κάτι’ με τα πλέον επικίνδυνα και με σοβαρά διαταραγμένες προσωπικότητες άτομα. Η τρέχουσα πρόταση του Βρετανικού Υπουργείου Εσωτερικών (1999) είναι ότι η μέριμνα θα πρέπει να συνίσταται στον περιορισμό αυτών των ατόμων για απροσδιόριστα χρονικά διαστήματα, ακόμη και ελλείψει κάποια συγκεκριμένης παραβατικής συμπεριφοράς. Με δεδομένες τις δυσκολίες που παρουσιάζει η διάγνωση, αυτό είναι μία συνταγή για τη διεύρυνση της πρακτικής των καθείρξεων έτσι ώστε αυτή να περιλαμβάνει μία καινούρια ομάδα στόχευσης ακαθόριστων διαστάσεων.
Η Ματσιστική Οικονομία
Στη δεκαετία του 1980, πολλοί παρατηρητές(π.χ., Paul Kennedy, 1993) έβλεπαν τις Η.Π.Α. να χάνουν την υπεροχή τους ως η κατ’ εξοχήν παγκόσμια δύναμη από οικονομική αν όχι από στρατιωτική άποψη. Η δεκαετία του 1990 είδε τη θέση των Η.Π. όχι μόνο να αποκαθίσταται αλλά και να αποτελεί αντικείμενο κάποιας αδιαφιλονίκητης θριαμβολογίας. Ωστόσο, εξακολουθεί να υπάρχει κάποιο άλλο μοντέλο που αντιπαλεύει το Αμερικανικό πρότυπο πολιτικής οικονομίας: ο θεσμός του σοσιαλδημοκρατικού ‘κράτους πρόνοιας’, οι μικτές οικονομίες, κατά κύριο λόγο οι Ευρωπαϊκές αλλά επίσης και ο Καναδάς, η Αυστραλία και η Νέα Ζηλανδία. Σε αυτό το μοντέλο, κοινωνίες που είναι κατ’ ουσία καπιταλιστικές παρεμβαίνουν στην οικονομία της αγοράς για σκοπούς που αφορούν το κοινωνικό σύνολο, την κοινωνική και αστική πρόνοια και ευημερία, ειδικά όσον αφορά τους τομείς της εκπαίδευσης, της υγείας, της στέγασης, της συντήρησης του εισοδήματος και των κοινωνικών υπηρεσιών που απευθύνονται στο άτομο. Έχει γίνει μία αξιοσημείωτη προσπάθεια, ιδιαίτερα στη Σκανδιναβία, για να διατηρηθεί αυτό που Lionel Jospin αποκάλεσε «μία οικονομία της αγοράς αλλά όχι μία κοινωνία της αγοράς» και για να προστατευθούν οι περισσότερο ευάλωτες ομάδες από τις ανηλεείς οικονομικές δυνάμεις με έναν πιο συστηματικό τρόπο από ό,τι επιτρέπουν οι ιδιοτροπίες της ιδιωτικής φιλανθρωπίας.
Συχνά, τα διεθνούς παραγωγής ερμηνευτικά σχόλια παρουσιάζουν τις Η.Π.Α. σαν να αποτελούν μία άκρως καπιταλιστική σε χαρακτήρα χαμένη υπόθεση όσον αφορά τις δαπάνες κοινωνικής πρόνοιας. Όμως αυτό δεν είναι παρά μία παρωδία. Το 1993, ακόμη και μετά από μία δεκαετία φορολογικών ελαφρύνσεων για τους πλούσιους και περικοπών των υπηρεσιών κοινωνικής πρόνοιας για τους φτωχούς που επέβαλε η οικονομική πολιτική του Reagan, η συνολική δαπάνη των Η.Π. για τις υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας έφτανε περίπου το 21% του Α.Ε.Π., ποσοστό συγκρίσιμο με εκείνο του Ηνωμένου Βασιλείου (26%) και της Γερμανίας (29%) (Hills 1997). Το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γερμανία είναι, όσον αφορά αυτό το κριτήριο, πιο κοντά στις Η.Π. από ό,τι οι Σκανδιναβικές χώρες όπου είναι το 40% του Α.Ε.Π. που αφιερώνεται στον τομέα της κοινωνικής πρόνοιας. Στον χώρο της υγείας, οι Η.Π. δαπανούν ένα ελαφρώς υψηλότερο ποσοστό του Α.Ε.Π. στον τομέα της δημόσιας υγείας από ό,τι δαπανούν οι Βρετανοί για την Εθνική Υπηρεσία Υγείας (National Health Service), και ίσως πάνω από το διπλάσιο αν συνυπολογισθούν και οι ιδιωτικές δαπάνες για την υγεία. Στον χώρο της παιδείας και της κοινωνικής ασφάλισης, η Βρετανία και οι Η.Π. είναι περίπου ίδιες, αν και το Αμερικανικό σύστημα ευνοεί πολύ περισσότερο τις ευπορότερες ομάδες από ό,τι το Βρετανικό, ενώ οι πραγματικά μεγάλες διαφορές ανάμεσά τους αφορούν το ζήτημα της στέγασης. Αυτό που υποδηλώνουν όλα τα παραπάνω είναι η σημαντική δύναμη των υποστηρικτικών στοιχείων που υπάρχουν στους κόλπους των Η.Π.Α. για μία ουσιαστική μικτή οικονομία κοινωνικής ευημερίας παρά μία απόλυτη διαφορά μεταξύ των Η.Π.Α. και της Ευρώπης.
Στο διάστημα των δύο τελευταίων δεκαετιών, ωστόσο, οι πιέσεις προς την κατεύθυνση των ιδιωτικοποιήσεων και μία μείωση των δημοσίων δαπανών έχουν προχωρήσει με ταχύτερους ρυθμούς. Η απήχηση που θα έχουν οι διαφορετικοί τρόποι ερμηνείας του ‘Τρίτου Δρόμου’ (Giddens 1999) θα έχει καθοριστική σημασία για το πόσο μεγάλη ώθηση θα δοθεί σε αυτήν την τάση. Η δημόσια αντιπαράθεση εκφράζεται ολοένα και περισσότερο με όρους που δίνουν έμφαση στη μεγαλύτερη επιτυχία των απελευθερωμένων οικονομιών της αγοράς, περισσότερο αξιοπρόσεκτα στις Η.Π.Α., σε σύγκριση με τις πιο ‘συνεταιριστικά προσανατολισμένες’ οικονομίες της Ευρώπης, με το Ηνωμένο Βασίλειο να διατηρεί μία ενδιάμεση θέση μετά τη μερική συνέχιση από τη Νεο-Εργατική παράταξη των ιδιωτικοποιήσεων που ξεκίνησε η Νεο-Δεξιά. Αυτό που διακυβεύεται είναι η συνεχιζόμενη δέσμευση για πολύ πιο ουσιαστικές επενδύσεις του δημόσιου τομέα στις ηγετικές χώρες της Σκανδιναβίας, στην Ολλανδία, το Βέλγιο, τη Γαλλία, τη Γερμανία και την Ιταλία.
Το καθαρό μέγεθος του πληθυσμού των Αμερικανικών φυλακών έχει γίνει τώρα ένας σημαντικός παράγοντας σε αυτό το μακροοικονομικό πλέγμα, όπως δεν υπήρξε ποτέ πριν. Όπως έχουν ξεκάθαρα διασαφηνίσει οι Beckett και Western (1997), ο πληθυσμός των Αμερικανικών φυλακών ισοδυναμεί τώρα με το 2% του ανδρικού εργατικού δυναμικού. Αποτέλεσμα του γεγονότος ότι οι φυλακισμένοι αποκλείονται από τον υπολογισμό της αριθμητικής δύναμης του εργατικού δυναμικού –μία κατεστημένη πρακτική που αξίζει να επανεξετασθεί– είναι ότι αυτός ο παράγοντας και μόνο έχει μειώσει το επίσημο ποσοστό της ανδρικής ανεργίας κατά περίπου 30-40% από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 μέχρι σήμερα. Και είναι αυτή ακριβώς η μειωμένη τιμή του ποσοστού ανεργίας που εγκωμιάζεται αδιάκοπα και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού σαν μία σημαντική ένδειξη της υπεροχής της απελευθερωμένης οικονομίας των Η.Π.Α. σε σύγκριση με τις περισσότερο συνεταιριστικά προσανατολισμένες οικονομίες της Δυτικής Ευρώπης. Είναι λίγοι εκείνοι οι οικονομικοί σχολιαστές που φαίνονται να έχουν συναίσθηση της σπουδαιότητας του ποινικού παράγοντα –μόνο ο Larry Elliot (Guardian 13.12.99) έχει, από όσο γνωρίζω, αναφερθεί στο όλο ζήτημα, αν και μόνο υπό μορφή παρενθετικής αναφοράς. Η σπουδαιότητα αυτού του παράγοντα θα φαινόταν ακόμη μεγαλύτερη αν αναγνωρίζαμε σε κάποιο βαθμό και το γεγονός ότι οι φυλακίσεις δημιουργούν έναν εξαιρετικά μεγάλο αριθμό θέσεων εργασίας για εποπτικό προσωπικό κλπ., ειδικά σε περιοχές με υψηλή ανεργία. Είναι τραγική ειρωνεία ότι ένα από τα σημαντικότερα μειονεκτήματα της πολιτικής οικονομίας των Η.Π. –ο αφύσικα μεγάλος πληθυσμός των φυλακισμένων– διογκώνει αδικαιολόγητα αυτό που εκλαμβάνεται ως δηλωτικό σημάδι μιας μεγάλης επιτυχίας – το ασυνήθιστα χαμηλό ποσοστό ανέργων. Επιπλέον, είναι πλέον καλά αποδεδειγμένο μέσα από το έργο των Mark Mauer (1997), Jerome Miller (1996) και Michael Tonry (1995) ότι αυτά τα αποτελέσματα είναι πιο καθοριστικά και καταστρεπτικά στην περίπτωση των νέων μαύρων ανδρών, από τους οποίους ο ένας στους τρεις βρίσκεται είτε στη φυλακή είτε κάτω από ποινικά καθεστώτα όπως αυτά της αστυνομικής επιτήρησης ή της αποφυλάκισης υπό τον όρο ότι θα επιδείξουν καλή διαγωγή. Ο ποινικός παράγοντας έχει εντελώς απογυμνώσει από άνδρες ορισμένες γειτονιές των κέντρων των πόλεων όπου κατοικούν μαύροι. Σε αυτές τις γειτονιές, τα νοικοκυριά τα οποία έχουν γυναίκες ως αρχηγούς μπορούν τώρα να θεωρηθούν ξεκάθαρα ως κοινότητες οι οποίες, πέρα από τα παιδιά και τους ηλικιωμένους, αποτελούνται σχεδόν αποκλειστικά από γυναίκες. Και στις περιοχές των γκέτο που τόσο τεκμηριωμένα έχει μελετήσει ο William Julius Wilson, τις λιγότερο ή περισσότερο στερημένες από οποιαδήποτε οικονομική δραστηριότητα, εξακολουθούν να υπάρχουν πολύ υψηλά ποσοστά ανεργίας τα οποία θα ήταν ακόμη πιο ολοσχερή αν δεν υπήρχαν τα υψηλά ποσοστά φυλακίσεων που έχει πυροδοτήσει η ανάμιξη των ανθρώπων που ζουν σε αυτές τις περιοχές με το εμπόριο των ναρκωτικών. Εντούτοις, οι ενημερωμένοι σχολιαστές μπορούν ακόμη να γράφουν: «Η οικονομία ανθίζει, και οι μαύροι Αμερικανοί έχουν σήμερα μικρότερες πιθανότητες να βρεθούν χωρίς δουλειά από ό,τι οι Ευρωπαίοι. (Η ανεργία των μαύρων είναι πεσμένη σε ένα ποσοστό κάτω από το 8%.)» (Thernstrom 1999) Αν λάβουμε, βέβαια, υπόψη εκείνους που βρίσκονται στις φυλακές, τότε αυτό το ποσοστό θα έφθανε τουλάχιστον το 16%.
Είναι αρκετά πιθανό, επομένως, ότι το φαινόμενο των μαζικών καθείρξεων στις Η.Π. θα έχει τον αντίκτυπό του στην Ευρώπη λιγότερο διαμέσου της άμεσης εξαγωγής των στοιχείων που το συνθέτουν, όπως είναι για παράδειγμα η ιδιωτικοποίηση των φυλακών και οι αδήριτες και σκληρότερες καταδικαστικές αποφάσεις, και περισσότερο μέσα από την κεκαλυμμένη επίδρασή του στο πεδίο της μακροοικονομικής πολιτικής, ενθαρρύνοντας, δηλαδή, μία απομάκρυνση από εκείνη την πολιτική βασικά συστατικά της οποίας είναι η παροχή ουσιαστικών υπηρεσιών κοινωνικής πρόνοιας, η συμμετοχή των συνδικαλιστικών φορέων στη ρύθμιση της οικονομίας και η παροχή εγγυήσεων όσον αφορά την απασχόληση. «Αν η Ευρώπη συνεχίσει να ακολουθεί το ηγετικό παράδειγμα των Η.Π. συνεχίζοντας την προοδευτική αποσυναρμολόγηση του κράτους πρόνοιας και αφαιρώντας από ολοένα και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού τη δυνατότητα της πλήρους συμμετοχής στην κοινωνία, τότε μπορεί και η Ευρώπη επίσης να γίνει μία πολωμένη κοινωνία νικητών και αποτυχημένων» (Marshall, σελ. 32), με όλα όσα συνεπάγεται αυτό όσον αφορά την εγκληματικότητα και τον έλεγχό της με ποινικά μέσα.
Σε αυτήν την απομάκρυνση από το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας είναι η Βρετανία που ανοίγει το δρόμο: Το Νέο Εργατικό κόμμα είναι «καθοδόν για μία συγκράτηση των δημοσίων δαπανών σε ένα επίπεδο (αναλογικά με το σύνολο της οικονομίας) που είναι χαμηλότερο από ό,τι υπήρξε ποτέ κάτω από οποιαδήποτε άλλη κυβέρνηση από την εποχή του Harold Macmillan 35 χρόνια πριν… Ακόμη και αν τα επιπλέον χρήματα που ψηφίσθηκε να δαπανηθούν στα πλαίσια της ευρείας αναθεώρησης του των δαπανών καταλήξουν να δοθούν για τον σκοπό της αύξησης του ποσοστού του Α.Ε.Π. που θα αναλογεί στους τομείς της υγείας, της εκπαίδευσης και των μεταφορών για την περίοδο 1999-2000 και πέρα, οι αλλαγές αυτές είναι απίθανο να επιφέρουν κάποια ριζική διαφορά στο μέσο όρο για όλη τη διάρκεια ζωής της παρούσας κυβέρνησης.» (Travers 1999). Η Εθνική Υπηρεσία Υγείας λειτουργεί για είκοσι ή και περισσότερα χρόνια με πόρους που είναι τουλάχιστον κατά 1% χαμηλότεροι του μέσου όρου που δαπανάται από τις Ευρωπαϊκές χώρες-μέλη του Ο.Ο.Σ.Α. Αυτό το 1% ισοδυναμεί τώρα με 8 δισεκατομμύρια λίρες το χρόνο, ποσό που για την περίοδο των 20 χρόνων που αναφέραμε μας δίνει ένα σύνολο μη πραγματοποιημένης επένδυσης ίσο με 160 δισεκατομμύρια λίρες. Παρά την αποδοτικότητά του, κανένα σύστημα υγείας δεν θα μπορούσε να ευδοκιμήσει με τόσο πενιχρούς πόρους. Καθώς ο προϋπολογισμός για την υγεία καλύπτει και την ψυχική υγεία, δεν δημιουργεί έκπληξη το γεγονός ότι ‘η φροντίδα στα πλαίσια της κοινότητας’ βρίσκεται σε παρακμή. Επειδή, αντίθετα με τα ψυχιατρεία, οι φυλακές αποτελούν μία αδιάκοπα ανοιχτή πόρτα για όποιον στέλνουν εκεί τα δικαστήρια, ο υπερβολικός αριθμός φυλακίσεων αποτελεί τώρα μία πραγματικότητα πολύ περισσότερο από ό,τι στο παρελθόν, με τους φυλακισμένους να υποφέρουν σε ανησυχητικά υψηλά ποσοστά από κάποιες από τις πλέον σοβαρές ψυχικές ασθένειες.
Υπάρχουν τουλάχιστον άλλες τέσσερις σκοπιές από τις οποίες το Αμερικανικό ποινικό φαινόμενο τροφοδοτεί με έναν διαστρεβλωτικό τρόπο σημαντικές δημόσιες αντιπαραθέσεις. Κατά πρώτο λόγο, αυτό το φαινόμενο σχετίζεται τόσο με μία διαδοχική σταθεροποίηση και με πραγματικές μειώσεις του ρυθμού αύξησης της εγκληματικότητας στις Η.Π. όσο και με μία άνευ προηγουμένου μακρά περίοδο οικονομικής ανάπτυξης. Και τα δυο αυτά στοιχεία συνδυάζονται έτσι ώστε να προσδώσουν στην πρακτική των μαζικών καθείρξεων μία λαμπερή ακτινοβολία δύσκολα κερδισμένης επιτυχίας, όπου το όφελος υπερέχει του κόστους, η οποία είναι δυνατόν να αποδειχθεί σημαντική όσον αφορά την επιρροή που μπορεί να ασκήσει σε άλλες χώρες. Αυτή καθοσιώνει την εξαγωγή σε άλλες χώρες των συστημάτων ιδιωτικών φυλακών από την Wackenhut and Correctional Corporation of America. Το γεγονός ότι η οικονομική ανάπτυξη έχει συντελεσθεί παρά την έκρηξη των φυλακίσεων –και όχι χάριν αυτής– είναι δυνατόν να παραμείνει στην αφάνεια μέσα στη βιασύνη να πιστέψουμε εύκολα την φαινομενική επιτυχία αυτής της έκρηξης.
Δεύτερον, όπως υποστηρίζουν οι Beckett και Western, η φυλάκιση ζημιώνει τις προοπτικές απασχόλησης των ατόμων μετά την απελευθέρωσή τους και εντείνει τον κίνδυνο να επιστρέψουν αυτά στην εγκληματική δράση. Οι εγκληματογενείς συνέπειες της φυλάκισης αντιμετωπίζονται με έναν κυκλοειδή τρόπο με ακόμα περισσότερη φυλάκιση. Αυτό μας βοηθά να εξηγήσουμε το λόγο για τον οποίο αυξάνεται με τόσο ακατάπαυστους ρυθμούς και πέρα από κάθε προφανές όριο ο πληθυσμός των Αμερικανικών φυλακών, ενώ παράλληλα υποδηλώνει ότι οι Η.Π. είναι τώρα εγκλωβισμένες σε μία ποινική οικονομία η οποία είναι ταυτόχρονα αυτο-αναπαραγόμενη και υποκείμενη σε μία πολλαπλασιαστική επίδραση εξαιτίας της ολοένα και πιο απότομης αύξησης των αδήριτων ποινών.
Τρίτον, και πολύ παράδοξα, η περιορισμένη αγορά εργασίας που δημιουργήθηκε εν μέρει εξαιτίας των μαζικών φυλακίσεων θα μπορούσε να είναι ένας από τους λόγους της μείωσης των εγκλημάτων κατά της ιδιοκτησίας, ως αποτέλεσμα της αυξανόμενης οικονομικής ευημερίας και της ισόπεδης χαμηλόμισθης απασχόλησης (W.J. Wilson 1997). Ωστόσο, είναι η πολιτική των καθείρξεων και όχι η απασχόληση που αποκτά δημοφιλές κύρος.
Τέταρτον, υπάρχει μία ματσιστική ποιότητα στη μακρόχρονη άνθιση των Η.Π., η οποία είναι δυνατόν να ενταθεί με τις μαζικές καθείρξεις. Οι υψηλοί πληθυσμοί των φυλακών εμπεριέχουν πληθωριστικές συνέπειες, οφειλόμενες στις στενές αγορές εργασίας στις οποίες αυτοί οι πληθυσμοί ασκούν μία συγκεκαλυμμένη επίδραση, όπως επίσης και στις τεράστιες και, σε μεγάλο βαθμό, μη παραγωγικές σε χαρακτήρα επενδύσεις που σχετίζονται με την πολιτική των φυλακίσεων. Αυτές οι συνέπειες είναι για την ώρα κρυμμένες πίσω από τον χαμηλό πληθωρισμό που έχουν κατορθώσει να επιτύχουν οι Η.Π. και ο οποίος οφείλεται εν μέρει στα κέρδη που αποφέρει η τεχνολογία της πληροφόρησης, αλλά και εν μέρει στα υψηλά επίπεδα των εξωτερικών επενδύσεων (Atkinson 2000). Ένας δεδομένος ματσισμός ωστόσο, ενυπάρχει στην υπερβολική διάσταση ανάμεσα στις αποτιμήσεις της Χρηματιστηριακής Αγοράς και στα κέρδη των εταιρειών, στο μέγεθος του λογιστικού ελλείμματος και στα υψηλά επίπεδα καταναλωτικού χρέους. Όταν η κατάσταση θα πάρει την ‘κάτω βόλτα’, είναι πιθανόν ότι οι μαζικές καθείρξεις θα ασκήσουν ένα είδος Καιυνσιανής, σταθεροποιητικής, επίδρασης, η οποία θα παραταθεί για οικονομικούς λόγους. Ωστόσο, μία οικονομική ύφεση θα βαρύνει με ολέθρια ζημιογόνο τρόπο εκείνους τους πρώην παραβάτες και τους πρώην φυλακισμένους που θα έχουν βρει απασχόληση, αν θα την έχουν βρει καθόλου, στις πλέον επισφαλείς και κατά το δυνατόν λιγότερο προστατευόμενες εργασίες, και των οποίων η απασχολησιμότητα θα έχει διαβρωθεί στο μέγιστο βαθμό από το γεγονός της φυλάκισής τους. Τέτοιες πιεστικές καταστάσεις όμως είναι αναμενόμενο να εντείνουν τον κίνδυνο επιστροφής τους σε εγκληματικές δραστηριότητες και τον επανεγκλεισμό τους σε φυλακές. (Beckett και Western 1997) Η αλληλεπίδραση αυτών των δύο τάσεων θα μπορούσε να σημάνει την ακόμη μεγαλύτερη αύξηση του πληθυσμού των φυλακών σε επίπεδα που θα ξεπερνούν κατά πολύ το οριακό σημείο των δύο εκατομμυρίων.
Υπάρχει επίσης η περίπτωση σύμφωνα με την οποία μία ματσιστική οικονομία παράγει μία ματσιστική κοινωνία. Όταν η οικονομική ισχύς και η με κάθε κόστος κερδοφορία είναι τα στοιχεία που καθοδηγούν τη συμπεριφορά, όταν η επαγγελματική σταθερότητα και τα αξιοπρεπή ημερομίσθια αποτελούν μία λαογραφική ανάμνηση, όταν ειδικευμένοι επαγγελματίες είναι δυνατόν να πάρουν την εντολή να καθαρίσουν τα γραφεία τους και να τα εγκαταλείψουν μέσα σε μια ώρα, όταν η αξία κάποιου είναι μόνον όση και η αξία της τελευταίας εμπορικής συμφωνίας που έκλεισε αυτός, και όταν η μυστικότητα των εταιρικών εξαγορών, η απογύμνωση κάποιων από τα περιουσιακά τους στοιχεία και το ‘κυνήγι ανθρώπινων κεφαλών’ λαμβάνουν χώρα με αλαζονική αδιαφορία για τους δεοντολογικούς κανόνες, τότε είναι αδύνατον να πούμε ότι εξακολουθεί να υπάρχει κάποια βάση για ένα είδος Καντιανού σεβασμού για τα άτομα στα πλαίσια των κοινωνικών σχέσεων. Ο ματσισμός του δρόμου, εκεί όπου επικρατεί η εμπορία ναρκωτικών ουσιών, η διαφθορά και η απάτη και η σωματική απειλή, με την έλλειψη μιας βλέμμα-με-βλέμμα επικοινωνίας που τον διακρίνει, με τις αξιώσεις του για ‘σεβασμό’ (Bourgois 1995) και με την περιφρόνησή του της αδυναμίας, είναι –όπως έχει πει ο William Julius Wilson– μία πενιχρή βάση για απασχόληση στην πρωτογενή αγορά εργασίας. Ωστόσο, συνιστά μία καλή προετοιμασία για εγκληματικές δραστηριότητες του δρόμου και για επιβίωση στους χώρους των φυλακών. Ο ματσισμός των ανίσχυρων αποτελεί μία συμμετρική παρωδία του ρόλου που κατέχει ο ισχυρός στα πλαίσια της κουλτούρας των νικητών και των αποτυχημένων.
Συμπεράσματα
«Η Ευρώπη πρέπει να αντισταθεί με επιτυχία στο Αμερικανικό ‘παράδειγμα!… Είναι απίθανο ότι θα γίνει σαν τις Η.Π. στο μέλλον. Αυτές της έχουν δώσει ένα ιδιαίτερα κακό παράδειγμα του με τι μπορεί να μοιάζει μία αποτυχία.» (Kuhn 1996, σελ. 39) Αυτό που μπορεί να κάνει κανείς είναι μόνο να ελπίζει ότι θα γίνει πράγματι έτσι. Ωστόσο, το κεντρικό θέμα αυτής της ανάλυσης είναι ότι τα συστατικά στοιχεία μιας απότομης αύξησης των φυλακίσεων στην Ευρώπη, και ειδικά στη Βρετανία, έχουν ήδη συναρθρωθεί. Στο μακροοικονομικό επίπεδο, η άποψη που στέκεται ενάντια στις κάπως περισσότερο ρυθμιζόμενες οικονομίες ισχυροποιείται μέσα από πλάνες σχετικά με τα χαμηλά ποσοστά ανεργίας, πλάνες οι οποίες συντηρούνται από αυτό καθαυτό το φαινόμενο των μαζικών φυλακίσεων. Και η Ευρώπη δεν είναι απαραίτητο να εναρμονισθεί με τις αναλογίες των φυλακίσεων που ισχύουν στις Η.Π. για να έχει την εμπειρία των στοιχείων που μπορούν να συνθέσουν μία κοινωνική και πολιτική καταστροφή: ακόμη και αν έφθανε στο μισό του επιπέδου των φυλακίσεων που ισχύει στις Η.Π., ή σε 330 ανά 100 000, αυτό θα σήμαινε ότι θα τριπλασίαζε τα τρέχοντα ποσοστά εγκλεισμών στις Ευρωπαϊκές φυλακές. Ο πέρα από κάθε κλίμακα χαρακτήρας των Αμερικανικών φυλακίσεων μπορεί ακόμη και να προκαλέσει ένα αίσθημα αυτοϊκανοποίησης αλλού, εκεί όπου οι πληθυσμοί των φυλακών είναι τόσο πολύ πιο χαμηλοί ώστε ακόμη και απότομες αυξήσεις θα ήταν για τα δικά τους δεδομένα συγκριτικά αμελητέες.
Είναι σίγουρα αναγκαίο για την Ευρώπη και για άλλες κοινωνίες να αντισταθούν στο Αμερικανικό παράδειγμα όσον αφορά το ποινικό πεδίο. Αλλά ποιες είναι οι προοπτικές για μία τέτοια αντίσταση μέσα στις ίδιες τις Η.Π.Α.; Εδώ υπάρχουν πολλά κοινά σημεία με την Ευρώπη. «Σκεφτόμαστε τις Η.Π. σαν ένα έθνος αφοσιωμένο στην ιδιωτική επιχειρηματική πρωτοβουλία. Ωστόσο [αντίθετα με τη Βρετανία] τα υδάτινα αποθέματα των Η.Π.Α. παραμένουν στα χέρια του δημοσίου, όπως συμβαίνει και με κάποιες σημαντικές σιδηροδρομικές γραμμές, και δεν υπάρχουν σχέδια για ιδιωτικοποίηση των ομοσπονδιακών ορυχείων.» (Blackburn 2000 σελ. 25) Επιπλέον, όπως επισημάνθηκε νωρίτερα, η εκπαίδευση, η υγεία και η κοινωνική ασφάλιση εξακολουθούν να αποτελούν υπηρεσίες κοινής ωφέλειας, παρά τις τεράστιες άγριες επιδρομές των χυδαία διογκωμένων ποινικών και σωφρονιστικών συστημάτων. Με άλλα λόγια, υπάρχει μία βάση για να περισωθούν οι ερμηνείες της Αμερικανικής μοναδικότητας από τα χέρια της Νέας Δεξιάς με τη βοήθεια εκείνων των εκλογικών σωμάτων που δημιούργησαν τα προγράμματα του Νέου Διαμοιρασμού και της Μεγάλης Κοινωνίας. Μπορεί να είναι αλήθεια ότι αυτά τα εκλογικά σώματα κατακερματίστηκαν μέσα από την αποβιομηχανοποίηση και τη μετεγκατάσταση των αστικών πληθυσμών στα προάστια, όμως η μελλοντική δυνατότητα για την επανασυναρμολόγησή τους βρίσκεται σίγουρα μέσα στην ανάγκη που υπάρχει για ασφάλεια απέναντι στους κινδύνους που εμπεριέχει η ‘κοινωνία του ρίσκου’, μία ασφάλεια που μπορεί να εξασφαλισθεί μόνο μέσα από συλλογική δράση.
Το είδος εκείνο του εγκλήματος που αφορά τόσο μοναδικά την Αμερικανική κοινωνία, η θανατηφόρα βία, παρουσιάζει τρομερά προβλήματα ως προς τον ρυθμιστικό του έλεγχο, αλλά οι Zimring και Hawkins έχουν τεκμηριώσει τους δεσμούς που το συνδέουν με την απουσία άσκησης ελέγχου της οπλοφορίας με αποτέλεσμα να αναπτύξουν μία πειστική άποψη η οποία μπορεί να προτάσσει ακούραστα πολύ μεγαλύτερους περιορισμούς, ακόμη και αν αυτοί δεν είναι βέβαιοι για τις μελλοντικές της προοπτικές. Όσον αφορά τις φυλετικές διακρίσεις και την εφαρμογή του νόμου περί ναρκωτικών, θα πρέπει να λάβουμε προσεκτικά υπόψη μας την υπόδειξη του William Julius Wilson σχετικά με την ανεργία και την ανισότητα: ότι, δηλαδή, αν και είναι οι νέοι μαύροι άνδρες που επηρεάζονται με τον πλέον δυσμενή τρόπο από τα εν λόγω φαινόμενα, αυτά είναι προβλήματα που υπερβαίνουν το φυλετικό ζήτημα και αντιμετωπίζονται καλύτερα μέσα από την αναγνώριση ότι απαιτούν λύσεις που να είναι κοινές για όλους.
Ακολουθώντας τα όλα μαζί, αυτά τα τρία νήματα σκέψης διαμορφώνουν ένα μέτωπο επάνω στο οποίο μπορούμε να θέσουμε υπό αμφισβήτηση το παράδειγμα που προτάσσει τους μαζικούς εγκλεισμούς σε φυλακές. Διαφορετικά, η χώρα η οποία επινόησε το ειδικό δικαστήριο ανηλίκων ενώ τώρα εκτελεί τους ανήλικους, και στην οποία κανένας υποψήφιος για την προεδρία δεν αντιτίθεται στην θανατική ποινή, θα συνεχίσει αυτή την πορεία, και θα επιδιώξει να παρασύρει και άλλους μαζί της, σαν να μην είχε καμία άλλη εναλλακτική επιλογή.
Βιβλιογραφία
Ashworth A., κ.ά. (1998). «Neighbouring on the oppressive: the government’s ‘Anti-Social Behaviour Order’ proposals» Criminal Justice 16 (1), 7-14.
Atkinson M. (2000). «Dollar beware» Guardian, 18.1.00.
Beckett K. (1997). Making Crime Pay: Law and Order in Contemporary American Politics New York: Oxford University Press.
Beckett K., και Western B. (1997). «The penal system as labor market institution: jobs and jails, 1980-95» Overcrowded Times, 8, 6.
Blackburn R. (2000) «How to bring back collectivism» New Statesman, 17.1.00.
Bottoms A. (1995). «The philosophy and politics of punishment and sentencing» στο The Politics of Sentencing Reform, Clarkson C., και Morgan R., (επιμ.) Oxford: Clarendon Press.
Bourgois P. (1995) In Search of Respect Cambridge University Press.
Bowling B. (2000) «New Labour, racism, crime and justice» Επιστημονική ανακοίνωση προς την Βρετανική Εταιρία Εγκληματολογίας (British Society of Criminology) 19.1.00.
Chambliss W. (1999) Power, Politics, and Crime Boulder: Westview.
Christie N. (1993) Crime Control As Industry: Towards GULAGS, Western Style? London: Routledge.
Clarke R. (1980) «Situational crime prevention» British Journal of Criminology 20, 2,136-47.
Cohen S. (1985) Visions of Social Control Cambridge: Polity.
Collini S. (1998) «The end of the world as we know it» Guardian, 1.1.00.
Currie E. (1998) Crime and Punishment in America, New York: Holt.
Davies N. (1998) Dark Heart London: Chatro and Windws.
Department for Education and Employment (2000) Permanent Exclusions from Schools and Exclusion Appeals, England 1998/9 (provisional), London: Government Statistical Service
Downes D. (1998) «The buckling of the shields: Dutch penal policy 1985-95» στο Weiss και South (Επιμ.).
Downes D. (1998) «Toughing it out: from Labour opposition to Labour government» Policy Studies, 19, 3/4, 191-98.
Downes D., και Morgan R., (1997) «Dumping the hostages to fortune: the politics of law and order» στο The Oxford Handbook of Criminology, 2η Έκδοση, Maguire M., Morgan R., και Reiner R. (Επιμ.).
Farrington D., και Langan P., (1992) «Changes in crime and punishment in England and America in the 1980s» Justice Quarterly 9: 5-46.
Farrington D., Langan P., και Wikstrom p., (1994α) «Changes in crime and punishment in England, America and Sweden in the 1980s and 1990s» Studies in Crime and Crime Prevention, 104-31.
Feeley M., και Simon J., (1992) «The new penology: notes on the emerging strategy on corrections and its implications» Criminology 30, 4, 449-74.
Garland D. (1990) Punishment and Modern Society, Oxford: Clarendon Press.
Garland D. (1996) «The limits of the sovereign state: strategies of crime control in contemporary society» British Journal of Criminology, 36, 4, 445-71.
Garland D. The Culture of Control: Crime and Social Order in Late Modernity Oxford: Clarendon Press (προσεχώς).
Giddens A. (1999) The Third Way Cambridge: Polity.
Gray J. (1998) False Dawn: The Delusions of Global Capitalism Cambridge: Granta.
Greenberg D. (1999) «Punishment, division of labor, and social solidarity» στο The Criminology of Criminal Law: Advances of Criminological Theory, Vol.3, Laufer W., και Adler F., (επιμ.)
Hills J. (1997) The Future of Welfare: A Guide to the Debate, York: Rowntree Foundation.
Hirsch A. von (1976) Doing Justice New York: Hill and Wang.
Home Office (1999) Managing Dangerous People With Severe Personality Disorder: Proposals for Policy Development London: Home Office (July).
Hood r., και Joyce K., (1999) «Three generations: oral testimonies on crime and social change in London’s East End» British Journal of Criminology, 39, 1.
James O. (1993) Juvenile Violence in a Winner/Loser Culture London: Free Association Books.
Kennedy P. (1993) Preparing for the Twenty-First Century New York: Random House.
King R. (1999) «The rise and rise of supermax: An American solution in search of a problem?» Punishment & Society: The International Journal of Penology Vol. 1, No 2, Σσ. 163-186.
King R., και Morgan R., (1980) The Future of the Prison System Farnborough: Gower.
Kuhn A. (1996) «Incarceration rates: Europe versus USA» European Journal on Criminal Policy and Research (Developments in the Use of Prisons) 4, 3, 46-73.
Kuhn A. (1999) «Incarceration rates around the world» Overcrowded Times, 10, 2, April
Lynch J. (1988) «A comparison of prison use in England, Canada, West Germany and the United States» Journal of Criminal Law and Criminology, 79, 108-217
Lynch J. (1995) «Crime in international perspective» στο Crime San Francisco: ICS Press, Wilson J., και Petersilia J., (επιμ.).
Madsen D. (1998) American Exceptionalism, Edinburgh University Press.
Marshall I. (1996) «How exceptional is the United States? Crime trends in Europe and the US» European Journal of Criminal Policy and Research (Europe Meets U.S. in Crime and Policy) 4, 2, 7-35
Mathiesen T. (1990) Prison on Trial: A Critical Assessment London: Sage.
Matthews R. (1999) Doing Time: An Introduction to the Sociology of Imprisonment London: Macmillan.
Mauer M. (1997) Intended and Unintended Consequences: State Racial Disparities in Imprisonment Washington DC: The Sentencing Project.
Melossi D., και Lettiere M., (1998) «Punishment in the American democracy: the paradoxes of good intentions» στο Weiss και South (επιμ.).
Miller J. (1996) Search and Destroy: African-American Males in the Criminal Justice System Cambridge University Press.
Morgan R. (1998) «Imprisonment in England and Wales: flood tide, but on the turn?» Overcrowded Times, 9, 5
Parenti C. (1999) Lockdown America: Police and Prisons in the Age of Crisis London: Verso.
Pease K. (1998) «Crime, Labour and the Wisdom of Solomon» Policy Studies, 19, 3/4, 255-66.
Radzinowicz L. (1991) «Penal regressions» Cambridge Law Journal, 50, 422-444.
Rock P. (1986) The View From The Shadows Oxford: Clarendon Press.
Rock P. (1990) Helping Victims of Crime Oxford: Clarendon Press.
Rothman D. (1971) The Discovery of the Asylum: Social Order and Disorder in the New Republic Boston: Little, Brown.
Rothman D. (1980) Conscience and Convenience: The Asylum and its Alternatives in Progressive America Boston: Little, Brown.
Rothman D. (1995) «Perfecting the prison: United States, 1789-1865» στο The Oxford History of the Prison: The Practice of Punishment in Western Society New York: Oxford University Press., Morris N., και Rothman D., (επιμ.).
Ruggiero V., Ryan M., και Sim J., (1995) Western European Penal Systems: A Critical Anatomy London: Sage.
Rutherford A. (1996) Transforming Criminal Policy, Winchester: Waterside.
Rutherford A. (1999) «New Labour, new Democrats, new criminality» Επιστημονική ανακοίνωση προς το Mannheim Centre, London School of Economics, 21.1.99
Ryan M. (1999) «Penal policy making towards the millennium: elites and populists, New Labour and the New Criminology» International Journal of the Sociology of Law, 27, 1-22.
Sennett R. (1998) The Corrosion of Character: The Personal Consequences of Work in the New Capitalism New York: Norton.
Simon J. (1993) Poor Discipline: Parole and the Social Control of the Underclass Chicago University Press.
Society and crime: A Policy Plan for the Future (1985) The Hague: Ministry of Justice.
Sparks R. (προσεχώς) «State punishment in advanced capitalist societies» University of Keele: Department of Criminology.
Stern V. (1998) A Sin Against The Future: Imprisonment In The World London: Penguin.
Swaaningen R. Van., και De Jonge G., (1995) «The Dutch prison system and penal policy in the 1990s: from humanitarian paternalism to penal business management» στο Ruggiero V., Ryan M., και Sim J. (επιμ.).
Taylor I. (1999) Crime in Context: A Critical Criminology of Market Societies, Cambridge: Polity.
Thernstrom A. (1999) «The kids are all right: why fears that America has lost its moral compass are misplaced» Times Literary Supplement 30 July.
Tonry M. (1995) Malign Neglect: Race, Crime and Punishment New York: Oxford University Press.
Tonry M. (1996) «The effects of American drug policy on black Americans, 1980-1996» European Journal of Criminal Policy and Research (Europe Meets U.S. in Crime and Policy) 4, 2, 36-62
Tonry M. (1999) «Why are U.S. incarceration rates so high?» Overcrowded Times, 10, 3 (June)
Travers T. (1999) «Squaring the circle» Guardian 22.9.99
Walmsley R. (1999) World Prison Population List, London: Home Office.
Wacquant L. (1999) « ‘Suitable enemies’: foreigners and immigrants in the prisons of Europe» Punishment and Society, 1, 2, 215-22.
Weiss R., και South N., (επιμ.) (1998) Comparing Prison Systems Amsterdam: Gordon & Breach.
Wilson J. (1975) Thinking About Crime New York: Basic Books.
Wilson W. (1997) When Work Disappears: The World of the New Urban Poor, New York: Knopf.
Windlesham (Lord) (1998) Politics, Punishment, and Populism Oxford University Press.
Young J (1999) The Exclusive Society: Social Exclusion, Crime and Difference in Late Modernity London: Sage.
Zimring F. και Hawkins G. ( 1997) Crime Is Not The Problem: Lethal Violence in America, New York: Oxford University Press.
1 σχόλιο:
Just to complete Your interesting report, I invite You to see in my site a great collection of views of borders (Κρατικών συνόρων).
http://www.pillandia.blogspot.com
Helping text in Your language too.
Best wishes from Italy!
Δημοσίευση σχολίου