Αναγνώστες

Πέμπτη 6 Αυγούστου 2009

Ali Rattansi : Χαρασσοντας το πλαισιο: εθνισμοί και ρατσισμοι μεσα σε ενα ''μετανεωτερικό'' κοινωνικό περιβάλλον . Θεσμικος Ρατσισμος


Ali Rattansi
Χαράσσοντας το πλαίσιο: εθνισμοί και ρατσισμοί μέσα
σε ένα “μετα-νεωτερικό” κοινωνικό περιβάλλον
(Just Framing: Ethnicities and Racisms in a 'Postmodern' Framework’)
Στο Nicholson L., - Seidman S., (Eds) 1995 Social Postmodernism: Beyond identity politics. Cambridge, Cambridge University Press: 250-287.

μεταφραση: Ελένη Δημητριάδη

Θεσμικός ρατσισμός
Η έννοια του “θεσμικά εδραιωμένου ρατσισμού”(institutionalized racism)V έχει βέβαια αναπτυχθεί ακριβώς για να επισημάνει διαδικασίες του είδους που μόλις αναφέραμε, αλλά ένα “μετα-νεωτερικό” πλαίσιο ανάλυσης αντιλαμβάνεται τον θεσμικό ρατσισμό όχι σαν έναν ομαλό αναπαραγωγικό μηχανισμό αλλά σαν ένα εσωτερικά αντιφατικό σύνολο διαδικασιών, άμεσα συνδεδεμένο με την ιδιαιτερότητα των μοντέρνων πειθαρχικών θεσμών οι οποίοι εμπεριέχουν, μεταξύ άλλων πραγμάτων, και συγκεκριμένα “πρότυπα” σωματικής συμπεριφοράς και υγιεινής τα οποία συνεπάγονται παρεκβατικές μορφές λόγου για την άσκηση όχι μόνο των φυλετικά προσδιορισμένων κρίσεων και διακρίσεων, αλλά και εκείνων που έχουν σαν βάση τους το φύλο ή την κοινωνική τάξη και που έχουν να κάνουν με τα σωματικά χαρακτηριστικά, την καθημερινή αισθητική, τις ικανότητες αυτοελέγχου, (ποτό, τήρηση χρονικής συνέπειας, απουσία διασπαστικής συμπεριφοράς) όπως και με τη διατήρηση τάξης στο άμεσο περιβάλλον (μεθοδική τακτοποίηση, καθαριότητα, κ.λπ.). Επιπλέον, δεν είναι απαραίτητο να υποθέτει κανείς ότι αυτές οι κρίσεις γίνονται με “ομοιόμορφο” και σταθερά εφαρμοζόμενο τρόπο, αν και η συστηματική μεροληπτικότητα των αποτελεσμάτων των κατανεμητικών διαδικασιών παρέχει ίσως συγκεκριμένες ενδείξεις όσον αφορά τις μορφές “εξομαλυντικής” διάκρισης που λαμβάνουν χώρα.
Φυσικά, η κατ’ αυτόν τον τρόπο ακύρωση του κοινωνικού οδηγεί σε γενικά συμπεράσματα όσον αφορά τη θεωρητική αντιμετώπιση της λειτουργίας των φυλετικά καθορισμένων σχέσεων εξουσίας.

Δεν μπορεί δηλαδή να θεωρείται ότι αυτή λαμβάνει χώρα και αναπαράγεται μέσα σε έναν μικρό αριθμό στενά συνδεδεμένων μεταξύ τους θεσμικών τοπίων, όπως εκείνα του κράτους και του κεφαλαίου, βοηθούμενη και υποβοηθούμενη από καπιταλιστικά μέσα ενημέρωσης που υποτίθεται ότι έχουν σαν μοναδικό τους ενδιαφέρον το πώς θα επιφέρουν τη διαίρεση ανάμεσα στους μαύρους και στους λευκούς εργάτες, όπως συστηματικά υποστηρίζεται στα σημαντικής επιρροής έργα κάποιων Βρετανών μαρξιστών (για πιο ωμές εκδοχές αυτής της θέσης βλέπε, για παράδειγμα, Sivanandan 1974, ενώ για μία πιο εκλεπτυσμένη και ωστόσο απλουστευτικά ταξική ως προς τις αναγωγές της απόδοση αυτού του επιχειρήματος βλέπε Sarup 1986, 40, 95-98).


Αντίθετα, οι φυλετικά καθορισμένες σχέσεις εξουσίας μπορούν να ειδωθούν με πιο χρήσιμο τρόπο κάτω από νεο-Φουκοϊκούς όρους που δεν αρνούνται τη σημασία του κράτους και του κεφαλαίου αλλά που εντοπίζουν σ’ αυτά έναν μεγαλύτερο βαθμό κατακερματισμού και εσωτερικής διαίρεσης, παράλληλα με έναν πολλαπλασιασμό των χώρων που προσφέρονται σαν πεδία δράσης των ρατσισμών – παιδικές χαρές, δρόμοι, σχολικές αίθουσες, ιατρεία, ψυχιατρικά νοσοκομεία, γραφεία, κ.λπ. – στα πλαίσια του οποίου απονέμεται ένας σημαντικός από δομική άποψη ρόλος σε εξειδικευμένα σύνολα εξουσίας/γνώσης όπως είναι η ψυχιατρική ή η ψυχολογία της εκπαίδευσης, και σε ιδεολογίες που αναπτύσσονται στους κόλπους συγκεκριμένων επαγγελματικών κλάδων, όπως για παράδειγμα αυτή που υιοθετείται από Βρετανούς δασκάλους και καθηγητές, η δημοφιλής φιλελεύθερη ιδέα που προτάσσει μία δήθεν απαλλαγμένη από φυλετικές προκαταλήψεις “αχρωματοψιακή” μεταχείριση του κάθε μαθητή, αποτέλεσμα της οποίας είναι η αγνόηση των επιπτώσεων του ρατσισμού και της ρατσιστικά καθορισμένης οικονομικής μειονεξίας στους μαθητές (μία μορφή “επαγγελματισμού” που έχει επικριθεί στα πλαίσια της επίσημης Έκθεσης Rampton η σύνταξη της οποίας έγινε με Κρατική εντολή (Department of Education and Science 1981).
Επιπλέον, προσπάθειες που στοχεύουν στην κατανόηση των αγώνων για βελτίωση της μεταχείρισης των εθνικών μειονοτήτων, όπως, για παράδειγμα, στον χώρο εργασίας, οφείλουν να δώσουν πολύ μεγαλύτερη σημασία στο ζήτημα των αμφισβητήσεων μέσω του λόγου.



Η ανάλυση εκ μέρους των Jewson και Mason (1992) των ρητορικών τεχνασμάτων και των ανασχετικών ελιγμών που αναπτύσσονται στα πλαίσια αγώνων γύρω από το νόημα του όρου “ίσες ευκαιρίες” σε συγκεκριμένους χώρους εργασίας μας εφοδιάζει με μία ιδιαίτερα καλά διερευνημένη απεικόνιση των ευρέως διαδεδομένων στρατηγικών τρόπων αντίστασης που χρησιμοποιούν εκείνοι που αντιτίθενται σε τέτοιου είδους πολιτικές τακτικές.
Σεξουαλικότητα, χρόνος/χώρος, το σώμα, ηδονή, αμφιθυμία, και το
θεαματικό στοιχείο στις διαδικασίες φυλετικού προσδιορισμού
Το ζήτημα της επιβάρυνσης των φυλετικά προσδιορισμένων πρακτικών λόγου με έναν ακόμη προσδιορισμό που έχει σαν βάση του το φύλο έχει επισημανθεί ήδη στην μέχρι τώρα συζήτηση. Εδώ μπορούν να τονισθούν και αρκετές άλλες διαστάσεις.


Για παράδειγμα, οι τρόποι με τους οποίους η παρουσία των μαύρων και των Ασιατών στα ενδότερα σημεία του κέντρου των Βρετανικών πόλεων – με άλλα λόγια “το κέντρο της πόλης” σαν ένας φυλετικά προσδιορισμένος χώρος – αποκτά επίσης και μία σεξουαλικού χαρακτήρα διάσταση μέσα από την αναφορά που γίνεται στην “απειλή” που συνιστούν οι μαύροι άνδρες για τις λευκές γυναίκες στα πλαίσια διαφόρων μορφών λόγου, όπως, για παράδειγμα, αυτού που αρθρώνεται από τον λαϊκό τύπο, τους πολιτικούς, και την αστυνομία (Ware 1992).


Η Βρετανική ακροδεξιά υπήρξε σίγουρα επιδέξια στον τρόπο με τον οποίο επικαλέσθηκε αυτό το συγκεκριμένο είδος απειλής απευθυνόμενη στα ανδρικά και γυναικεία μέλη της με κείμενα ικανά να δημιουργήσουν στις γυναίκες το αίσθημα του φόβου και στους άνδρες εκείνο της προστατευτικότητας του αρσενικού.

Έτσι, η νεανική εφημερίδα Bulldog του National Front (Εθνικό Μέτωπο) κάλυψε το πρωτοσέλιδό της με μία ιστορία με τίτλο “Μαύροι Προστάτες Οδηγούν με τη Βία Λευκά Κορίτσια στην Πορνεία”, ενώ η εφημερίδα National Front News παρουσίαζε με συστηματικό τρόπο ειδησεογραφικές αναφορές σε υποτιθέμενα σεξουαλικά αδικήματα που διέπραξαν μαύροι άνδρες εις βάρος λευκών γυναικών. Η πρώτη σελίδα της χρησιμοποιήθηκε για να φιλοξενήσει μία φωτογραφία η οποία παρουσίαζε μία λευκή οικογένεια και η οποία είχε σαν επεξηγηματικό τίτλο την έκκληση “Λευκέ Άνδρα! Έχεις καθήκον να Προστατέψεις τη Φυλή, την Πατρίδα και την Οικογένειά σου!”, ενώ η Bulldog συμβούλευε τους αναγνώστες της “σκεφθείτε την ασφάλεια των Λευκών γυναικών του συγγενικού σας περιβάλλοντος … σκεφθείτε τη μητέρα σας, την αδελφή σας, την κοπέλα σας” (Durham 1991, 272).


Μεταξύ άλλων πραγμάτων, αυτά τα παραδείγματα είναι επίσης ικανά να μεταφέρουν το μήνυμα της σπουδαιότητας των δεσμών που συνδέουν τις έννοιες “οικογένεια” κα “σπιτικό” σαν σύμβολα της φυλής και του χώρου (Cohen 1993).

Αυτό που επίσης κάνουν είναι να επαναλαμβάνουν, σε διαφορετικό χρόνο και χώρο, τον αποικιοκρατικό λόγο στα πλαίσια του οποίου η ιδέα που παρουσίαζε την αυτοκρατορία σαν έναν επικίνδυνο χώρο όπου οι γυναίκες χρειάζονταν προστασία και όφειλαν να μένουν “στο σπίτι” επέτρεπε τη δόμηση μιας επιθετικής και προστατευτικής ‘αρσενικότητας’, προνομιακά τοποθετημένης στη “δημόσια” αρένα, με αποτέλεσμα τον περιορισμό των γυναικών στην “οικιακή” σφαίρα δράσης.
Φυσικά, ο φυλετικός προσδιορισμός του χώρου, ειδικά στα πλαίσια των πόλεων, παίρνει ποικίλες μορφές που ξεκινούν από έναν απομονωτικό διαχωρισμό των κοινοτήτων ο οποίος λαμβάνει χώρα μέσω των διαφόρων οικιστικών πολιτικών και του φαινομένου της “λευκής φυγής” (Cohen 1993), όπως επίσης και από την εξόριση των μαύρων – οικογένειες εθνικών μειονοτήτων αναγκάζονται να φύγουν εξαιτίας της άγριας παρενόχλησης που υφίστανται – και φθάνουν μέχρι και στον επαγωγικό “καταλογισμό” των προβλημάτων που σχετίζονται με τα ναρκωτικά και με την εγκληματικότητα στην παρουσία των μαύρων.


Και αυτή η σεξουαλικοποίηση του κέντρου της πόλης έχει μία αυτόνομη λογική που περικλείει μέσα της το ζήτημα της πορνείας και των δραστηριοτήτων των παραγωγών πορνογραφημάτων, όπως και τους “πανικούς” γύρω από την παρουσία ομοφυλόφιλων και λεσβιών, αν και εδώ, για μία ακόμη φορά, η σύνδεση του φυλετικού με τον σεξουαλικό προσδιορισμό μπορεί να έχει σαν βάση της την υποτιθέμενη δύναμη των μαύρων προαγωγών, όπως αναπαρίσταται και διαδίδεται αυτή με τη βοήθεια διαφορετικών μέσων συμπεριλαμβανομένων και των κινηματογραφικών ταινιών – πάρτε για παράδειγμα την περίπτωση της εξαιρετικά δημοφιλούς Mona Lisa που η φυλετικού και σεξουαλικού χαρακτήρα δυναμική της, η οποία περικλείει έναν κόσμο μαύρων προαγωγών και μαύρων και λευκών εκπορνευόμενων γυναικών, εξετάζεται με οξυδέρκεια από τους Pajaczkowska και Young (1992) – αλλά και πανικούς που σχετίζονται με την ομοφυλοφοβία των μαύρων (Burston 1993). Ο με βάση το φύλο προσδιορισμός και η σεξουαλικοποίηση της έννοιας του έθνους αποτελεί ένα άλλο σημαντικό στοιχείο της δυναμικής που χαρακτηρίζει την σεξουαλικοποίηση της έννοιας “φυλή”.
Όπως έχουν επισημάνει οι Yuval-Davis και Anthias (1989, 8-10), και όπως είναι εμφανές από την παραπάνω συζήτηση γύρω από το είδος του λόγου που αρθρώνει η άκρα δεξιά, οι γυναίκες διαδραματίζουν έναν ζωτικής σημασίας ρόλο στις διαδικασίες δόμησης του εθνισμού και της εθνικότητας: σαν πηγές βιολογικής αναπαραγωγής, σαν παράγοντες σηματοδότησης ορίων – από όπου και οι προσπάθειες αστυνόμευσης των σεξουαλικών τους σχέσεων με “άλλους”, σαν φορείς μετάδοσης της κουλτούρας, σαν κρίσιμης σημασίας σύμβολα, όπως, για παράδειγμα, στα πλαίσια ιδεών που σχετίζονται με την έννοια της μητέρας πατρίδας, και φυσικά σαν πραγματικοί συμμέτοχοι σε εθνικούς αγώνες.
Τα παραπάνω εξηγούν ασφαλώς και τη σπουδαιότητα της μεταφορικής χρήσης του όρου “βιασμός” σε συζητήσεις γύρω από τις επιπτώσεις της μετανάστευσης στη Βρετανική κουλτούρα (βλέπε, για παράδειγμα, την ομιλία του John Stokes, Μέλους του Κοινοβουλίου, όπως έχει αναπαραχθεί αυτή από τον Barker (1981, 18), αν και χωρίς πρόθεση επισήμανσης αυτού του συγκεκριμένου σημείου, όπως και την πραγματικότητα του βιασμού στα πλαίσια τόσο πολλών σχεδίων για εκείνο το είδος της δραστηριότητας που έχει καταλήξει να αποκαλείται “εθνική κάθαρση”.


Αν η έννοια “γυναίκα” είναι μία έννοια ‘κλειδί’ που υποδηλώνει τη σπουδαιότητα τόσο της κουλτούρας όσο και των ορίων εδαφικής κυριαρχίας, τότε η σεξουαλική παραβίαση του σώματός της αποτελεί την επιβεβαίωση ενός εθνισμού, ή μιας εθνικότητας, ή μιας “φυλής” που έχει προσλάβει αρσενικό χαρακτήρα και που ευνουχίζει το “άλλο” (αν και μ’ αυτόν τον τρόπο εγκλωβίζει τον βιαστή στις αντιφάσεις της μολυντικής ατίμωσης εξαιτίας μιας τέτοιας βιολογικής επαφής και της πιθανής γέννησης ενός “επιμεικτικού” πληθυσμού). Ωστόσο, η ‘αρσενικοποίηση’ (masculinization)V μπορεί να λειτουργεί και με έναν αντιθετικό τρόπο, όπως, για παράδειγμα, στα πλαίσια αγώνων που γίνονται στο όνομα της ιδέας ενός κοινού έθνους, ενώ αποτελεί ταυτόχρονα και μέρος εκείνων των πρακτικών λόγου που στοχεύουν στην καθυπόταξη των γυναικών στα πλαίσια αυτής της εθνικής κοινότητας. Ένα σχετικό παράδειγμα μπορεί ίσως να εντοπισθεί στην αφήγηση εκ μέρους των Yuval-Davis και Anthias μιας δημοφιλούς, ανδρικής μάλλον προέλευσης, Παλαιστινιακής παροιμίας της δεκαετίας του 1980 η οποία αναφέρονταν στους υψηλούς ρυθμούς γεννήσεων των Παλαιστινίων: “Οι Ισραηλινοί μας νικούν στα σύνορα αλλά εμείς τους νικούμε στις κρεβατοκάμαρες”. (1989, 8).
Ο χώρος λοιπόν δεν προσλαμβάνει μόνο θηλυκό αλλά και αρσενικό χαρακτήρα. Αυτή η σεξουαλικοποίηση λειτουργεί επίσης και σαν μία πηγή που τροφοδοτεί τις διαδικασίες απόδοσης φυλετικών χαρακτηριστικών στους τόπους ζωής. Στις Βρετανικές πόλεις αυτό συμβαίνει συχνά μέσα από την προβολή αξιώσεων τοπικής κυριαρχίας και από την συνεχόμενη αστυνόμευσή τους από νέους άνδρες εργατικής ταξικής προέλευσης, επιδίωξη των οποίων είναι να διατηρήσουν μία περιοχή “καθαρή “ από “αράπηδες”, “Πάκις” (Πακιστανούς), και “νέγρους”. Μεταξύ άλλων πραγμάτων, οι παρεκβατικές πρακτικές που εμπλέκονται εδώ σκοπό έχουν την ταπείνωση αυτών των “άλλων” μέσα από σωματικές επιθέσεις και λεκτική κακοποίηση που “αποδεικνύουν” τον ανδρισμό των επιτιθέμενων και υποβιβάζουν τα θύματα σε “αδελφές”: μία μορφή ευνουχισμού και απόδοσης του χαρακτηριστικού της θηλυπρέπειας (Willis 1978).


Η σημασία αυτού του είδους της αρσενικά προσδιορισμένης κουλτούρας τονίσθηκε και από την Ανακριτική Εξέταση Macdonald που αφορούσε τον φόνο ενός Ασιάτη μαθητή στο Γυμνάσιο Burnage του Manchester στην Αγγλία από έναν λευκό συμμαθητή του: μία ισχυρή αρσενική κουλτούρα της βίας στο σχολείο αρρένων αποτελούσε, σύμφωνα με την εξεταστική αναφορά, ένα σημαντικό συστατικό στοιχείο του ρατσισμού σ’ αυτό το σχολείο (Mcdonald, κ.ά. 1989).
Όμως είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι μπορεί να υπάρχουν παραλλαγές στις δυναμικές που εμπλέκονται στις διαδικασίες φυλετικού προσδιορισμού, με τον σχηματισμό συμμαχιών ανάμεσα σε λευκούς και Αφρικανικής-Καραϊβικής προέλευσης άνδρες εναντίον των Ασιατών ή, σε κάποιες περιοχές, με τις αψιμαχίες να περιορίζονται ανάμεσα σε λευκούς και Ασιάτες, με την παράλληλη παρουσία μαθητών Αφρικανικής-Καραϊβικής προέλευσης σε τοπικά κολέγια ανώτερης και ανώτατης εκπαίδευσης (Cohen 1993). Και όπως θα δούμε στην επόμενη ενότητα, η Ανακριτική Εξέταση Macdonald έκανε επίσης κάποια ενδιαφέροντα σχόλια όσον αφορά τον περίπλοκο χαρακτήρα των ρατσιστικά προσδιορισμένων δικτύων συμμαχίας και συνεργασίας.
Έχει γίνει πολύ λίγη έρευνα γύρω από τους δεσμούς που συνδέουν μεταξύ τους τους διαφορετικής ταξικής προέλευσης ανδρισμούς, την οργάνωση των κοινωνικών σχέσεων σε τοπικά επίπεδα, και τον ρατσισμό στη Βρετανία για να μπορεί κανείς να αντλήσει μέσα από αυτήν (με αξιοσημείωτη εξαίρεση το έργο του Cohen). Θα πρότεινα ότι ανάμεσα στα στοιχεία που θα πρέπει να λάβει υπόψη της μία έρευνα αυτού του είδους είναι και οι ηδονές που προσφέρει η ανάπτυξη συμμαχικών ανδρικών δεσμών και η βία μέσα στα αστικά κέντρα όπου υπάρχει μία συνεχώς ανανεούμενη αναζήτηση διέγερσης η οποία καταπνίγεται από μία χρόνια έλλειψη υλικών και πολιτιστικών πόρων και ευκαιριών. Οι πιθανότητες να αποκτήσει κάποιος φήμη ή και κακοφημία μέσα από την ειδησεογραφική κάλυψη γεγονότων προσφέρει επιπλέον ευχαρίστηση και επιβεβαίωση, και παρέχει ένα είδος κινήτρου για τη συνέχιση της βίας, παρά την απειλή και την πραγματικότητα της φυλάκισης και άλλων πειθαρχικών κυρώσεων. (Ό,τι ισχύει για τις ρατσιστικές δραστηριότητες μπορεί ασφαλώς να ισχύει και για τις ηδονές που προσφέρει η συμμετοχή σε αντιρατσιστικές δράσεις. Για συζητήσεις του θέματος της “ηδονής” στο πεδίο της πολιτιστικής πολιτικής, βλέπε την πρωτοπόρα προσπάθεια στο έργο των Bennet, κ.ά., 1983).
Ένα μέρος από τα παραπάνω βρίσκει απόδειξη σε πρόσφατες αναφορές ατόμων που έχουν αναμιχθεί σε πράξεις ποδοσφαιρικής βίας και σε δραστηριότητες των Βρετανικών ακροδεξιών οργανώσεων. Εδώ έχουμε, για παράδειγμα, αποσπάσματα από μία συνέντευξη με κάποιον χούλιγκαν του “ποδοσφαίρου”:
Μιλάει για το διάστημα συμμετοχής του στον Στρατό του Υπογείου Σιδηροδρόμου (Subway Army) (όνομα που επιλέχθηκε εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο έστησαν ενέδρα στους οπαδούς αντίπαλης ομάδας στο δίκτυο του ‘Μετρό’ του Wolverhampton) … με ένα καταφανώς νοσταλγικό ύφος. Εκείνες ήταν μεθυστικές μέρες ανδρικού δεσίματος. Νοιαζόσουν για τους συντρόφους σου, και εκείνοι νοιάζονταν για σένα …. Η μάχη μπορούσε να συνεχίζεται για όσο καιρό το επέτρεπε η αστυνομία. Ο Tony παραδέχεται αβίαστα ότι δεν τον ενδιέφερε και πολύ το ποδόσφαιρο. Αυτό που τον έλκυε ήταν η συγκίνηση της βίας. “Είναι απλώς ένα βουητό. Μια αίσθηση δύναμης. Το να ξέρεις ότι είσαι μαζί με μια παρέα αλλόκοτων που μπορούν να κάνουν μια άλλη ‘σκληράδα’.” (Weale 1993, βλέπε επίσης Williams, κ.ά. 1987).
Η ίδια αναφορά εξετάζει τα θέλγητρα της συμμετοχής σε δραστηριότητες βίας στο εξωτερικό και στις ηδονές της απόκτησης αρνητικής φήμης σε εθνικό και διεθνές επίπεδο μέσα σε έναν κόσμο διεθνούς ειδησεογραφικής κάλυψης.
Οι ανερχόμενοι και με μέλλον yobsR του ποδοσφαίρου ψάχνουν για δράση στο εξωτερικό, εκεί όπου μπορούν να έχουν σίγουρο ένα μεγαλύτερο θέατρο δράσης που θα προκαλέσει μία ευρείας έκτασης προσοχή από τα μέσα ενημέρωσης, και εκεί όπου θα μπορέσουν να ‘φτιάξουν όνομα’. Ορισμένοι, όπως ο Paul Scarrot από το Nottingham, ο οποίος κέρδισε τον τίτλο του σούπερ-yob μετά τη βίαιη εκδίωξή του από το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1990 στην Ιταλία, προχωρούν στην επίτευξη αρνητικής διασημότητας σε διεθνές επίπεδο. (Weale 1993).
Την ίδια εποχή, μία περιγραφή νεοναζιστικής ομάδας δεν καταμετρούσε μόνο τις ηδονές που προσέφερε η βία και η παρακολούθηση ρατσιστικών συγκροτημάτων ροκ μουσικής αλλά περιείχε και τα ακόλουθα σχόλια για τη σημασία που είχε για την ομάδα η κάλυψη από τα μέσα ενημέρωσης:
Αυτή είναι μία ομάδα φανατικών οπαδών, ‘θρησκεία’ της οποίας είναι ο εαυτός της και οι δράσεις της. Καμία ομάδα δεν ξετρελάθηκε ποτέ τόσο πολύ με την εικόνα της στα μέσα ενημέρωσης, είτε προβάλλεται αυτή στο δικό της φυλλάδιο Blood and Honour (Αίμα και Τιμή) είτε στα πλαίσια της έντονα εχθρικής δημοσιότητας που δόθηκε στις ρατσιστικές δραστηριότητες των Skinhead από το κύριο ρεύμα του τύπου και της τηλεόρασης. Όταν βρίσκονται στη φυλακή, το οποίο συμβαίνει αρκετά συχνά, τα μέλη διαβάζουν με μανία το αντιρατσιστικό περιοδικό Searchlight, το οποίο είναι αφιερωμένο στο ξεσκέπασμα της νεοφασιστικής δεξιάς. Βρίσκουν σ’ αυτό τα ονόματα και τη δράση τους και είναι ευτυχισμένοι. (Ascherson 1993).
Ένα παγκοσμιοποιημένο, κορεσμένο από τα μέσα ενημέρωσης πλήθος είναι υπό ορισμένες έννοιες συστατικό στοιχείο αυτής της ομάδος: το όνομά της, Αίμα και Τιμή, είναι στην πράξη δανεισμένο από το Νοτιοαφρικανικό νεοναζιστικό κόμμα, το AWB, ενώ μέρος από τις ηδονές που προσφέρει η κάλυψη από τα μέσα ενημέρωσης σχετίζεται άμεσα με μία αίσθηση διασύνδεσης με ένα διεθνές δίκτυο νεοφασιστικών οργανώσεων, αλλά μπορεί επίσης να αποτελεί ένα είδος αποζημίωσης για την πληκτική ανωνυμία μιας συνηθισμένης ύπαρξης σε μια άψυχη νέα Αγγλική πόλη, την Milton Keynes.
Το σώμα και η είσοδός του σε μία οικονομία πολιτιστικής πολιτικής της ηδονής και του θεάματος εμφανίζεται λοιπόν σαν ένα σημαντικό τοπίο για διερεύνηση προς το οποίο και θα πρέπει να στραφεί η μελλοντική έρευνα γύρω από τις διαδικασίες φυλετικού προσδιορισμού. Σκεφθείτε, για παράδειγμα, τους τρόπους με τους οποίους τόσα νέα μέλη της ακροδεξιάς κατασκευάζουν και εμφανίζουν ιδιαίτερα στολίδια του σώματος, από τατουάζ μέχρι ξυρισμένα κεφάλια και “μοϊκανικά” κουρέματα, “σήματα” δηλωτικά της ιδιότητας του μέλους, στοιχεία αναγνώρισης και επιβεβαίωσης αποτυπωμένα απευθείας στο σώμα, αλλά και τη σύνδεσή τους με ιδιάζουσες αντιλήψεις γύρω από τη σωματική υγιεινή και με έναν τρόπο ζωής που τους επιτρέπει να δομούν τις ταυτότητές τους μέσα από μία συχνά φαντασιακή διάκριση του εαυτού τους τόσο από τους μαύρους και τους “Πάκις” όσο και από ομάδες όπως οι “ταξιδιώτες της νέας-εποχής”(new-age travelers) (βλέπε, για μία ακόμη φορά, Ascherson 1993 σχετικά με την ομάδα Blood and Honour). Οι μουσικές τους προτιμήσεις για βραχνή ροκ μουσική και οι χορευτικοί τους ρυθμοί – που συχνά συνοδεύονται από βία – θέτουν τα σώματά τους σε κίνηση, σύμφωνα με τη φράση του Mort (1983).
Οι παραπάνω αναφορές δίνουν επιπλέον βαρύτητα στην πρόσφατη πρόταση του Silverman ότι μία κατανόηση των σύγχρονων μορφών ρατσισμού, και της ρατσιστικής βίας ιδιαίτερα, απαιτεί την αναγνώριση εκ μέρους μας της σημασίας που αποδίδει ο Bauman στον συμβολικό χαρακτήρα του “αγώνα για επιβίωση” σήμερα και στην επιθυμία της αποτύπωσης αυτού του αγώνα στη “φαντασία του κοινού” (Silverman 1993). Μία μετακίνηση προς έναν σχετικά καινοφανή ρατσισμό στον οποίο το συμβολικό έχει έναν πιο προνομιούχο ρόλο, είτε εκφράζεται αυτό μέσα από τη βεβήλωση των Εβραϊκών τάφων είτε μέσα από επιθέσεις κατά των Μουσουλμανικών και άλλων χώρων θρησκευτικής λατρείας, λαμβάνει χώρα τώρα σαν μέρος μιας αλλαγής που στα πλαίσια των ρατσιστικά προκατειλημμένων μορφών λόγου μεταφέρει την έμφαση στη γλώσσα της “διαφοράς”, στην οποία έχω αναφερθεί νωρίτερα.
Ο Silverman κάνει μία χρήσιμη σύζευξη του επιχειρήματός του με πρόσφατες συζητήσεις γύρω από τους οικονομικούς και πολιτικούς μετασχηματισμούς στη Δυτική Ευρώπη, είτε αντιμετωπίζονται αυτοί από θεωρητική άποψη σαν αποτέλεσμα μιας διαδικασίας “μετα-εκσυγχρονισμού”(postmodernization)V είτε, όπως το έχει κάνει ο Wieviorka στα έργο του L’ Espace du Racisme (1991) και στο Wieviorka (1994), στα πλαίσια της επεξήγησης της έννοιας του “μετα-βιομηχανισμού”(post-industrialism), στα πλαίσια, δηλαδή, μιας ανάλυσης που καταδεικνύει την περιθωριοποίηση των παλαιότερων εργατικών κινημάτων και την αριθμητική εξασθένιση και τον θρυμματισμό των κοινοτήτων που ήταν δομημένες γύρω από μία ανδρική εργατική τάξη χειρωνακτών εργατών εξαιτίας μιας θεμελιώδους αναδιάρθρωσης της βιομηχανικής και αστικής υποδομής, συνδυασμένης με κρίσεις αμφισβήτησης της εθνικής ταυτότητας και των κρατικών θεσμών. Είναι στα πλαίσια αυτού του “χώρου” όπου μία σχετικά καινούρια πολιτική της πολιτισμικής διαφοράς αρχίζει να οργανώνεται γύρω από “νέα” κοινωνικά κινήματα, συμπεριλαμβανομένων των ρατσιστικών και των αντιρατσιστικών κινημάτων που γνωρίζουν καλά τη χρήση συμβολικών κινήσεων και το ‘στήσιμο’ γεγονότων, και να λειτουργεί μέσα σε ένα πολιτικό περιβάλλον όπου ακόμη και οι ίδιες οι κυβερνήσεις βρίσκονται εγκλωβισμένες σε μία στρατηγική συμβολικής διαχείρισης της φυλετικής διάκρισης και διαμάχης.
Ανάμεσα στις συνέπειες των νέων βιομηχανικών, αστικών και πολιτιστικών μετασχηματισμών είναι μία απο-εμπέδωση των παραδόσεων και μία συντριβή της εργασιακής – όπως και άλλων μορφών – υποδομής, καθώς επίσης και αισθήματα έλλειψης ιστορικών καταβολών, τα οποία προκαλούν ανησυχίες που γίνονται αντικείμενα εκμετάλλευσης και κινητοποίησης γύρω από ατέλειωτες αναζητήσεις “ριζών” και γύρω από οραματισμούς φυλετικά προσδιορισμένων εθνικισμών.
Όμως, όπως υποστήριξα νωρίτερα, οι αναλύσεις αυτού του είδους θα πρέπει να κάνουν πολύ περισσότερα πράγματα από το να τεκμηριώνουν απλώς είτε ορισμένες από αυτού του είδους τις “μετα-εκσυγχρονιστικές” διαδικασίες είτε την κρίση των “νεωτερικών” δομών και αξιών. Η θεωρητική αντιμετώπιση εκ μέρους μας αυτών των φαινομένων θα πρέπει να γίνει αυστηρότερη και πιο συστηματική μέσα από μία πιο άμεση επανεξέταση των τρόπων διαμόρφωσης ταυτοτήτων, υποκειμενικοτήτων, και του κοινωνικού, στα πλαίσια της οποίας θέματα που έχουν να κάνουν με τη σεξουαλικότητα, την ηδονή, την αίσθηση του χρόνου και του χώρου θα διαδραματίζουν έναν ρόλο που έχει παραμεληθεί εντελώς όχι μόνο στο έργο του Wieviorka αλλά και σ’ αυτό του Silverman. Είναι επίσης σημαντικό να παρατηρήσω εδώ ότι η ανάλυση που προτείνω διαφέρει με αρκετά θεμελιώδη τρόπο από εκείνο το είδος συζήτησης του θέματος του αστικού ρατσισμού που βασίζεται είτε σε εκλεπτυσμένες, έστω, εκδοχές της θέσης που προτάσσει την ύπαρξη μιας “λανθασμένης συνείδησης”, όπως έχει υποστηριχθεί αυτή από τους Phizacklea και Miles, 1980 (για μία επαινετική αλλά και κριτική ταυτόχρονα συζήτηση βλέπε Rattansi 1992, 31-33) είτε σε ένα μοντέλο resource-conflict του τύπου που προτείνεται από τον Wellman (1977), στα πλαίσια του οποίου ο ρατσισμός των λευκών αντιμετωπίζεται σαν να αποτελεί κατά κύριο λόγο μία ιδεολογία στόχος της οποίας είναι η νομιμοποίηση του λευκού προνομίου.
Οι διαφορές που υπάρχουν εδώ φαίνονται ακόμη πιο έντονα από τη στιγμή που θα εκτιμηθεί κατάλληλα το ζήτημα της αμφιθυμίας και η μεγάλη σπουδαιότητά του. Οι ρατσιστικά προκατειλημμένες μορφές λόγου, και ιδιαίτερα εκείνες που περιλαμβάνουν και κάποιον βαθμό σεξουαλικού προσδιορισμού, δεν έχουν μόνο διαφοροποιητικό, ‘κατωτεροποιητικό’ και νομιμοποιητικό χαρακτήρα αλλά εμπεριέχουν και κάποιες μορφές αμφιθυμίας τέτοιες που να τις εμποδίζουν να εκπληρώσουν τον υποβιβαστικό ρόλο τον οποίο είναι επιφορτισμένες να διαδραματίζουν.
Έχω ήδη σχολιάσει αλλού την αμφιθυμία που υπάρχει σχετικά με την εικόνα της Βρετανίδας γυναίκας που έχει Ασιατική προέλευση, καθώς αυτή είναι ταυτόχρονα φρουρός και στήριγμα της “στενά δεμένης” Ασιατικής οικογένειας – αντικείμενο μεγάλου θαυμασμού, ιδιαίτερα από την δεξιά, για τις “οικογενειακές της αξίες” και για την πειθαρχία της – αλλά και σύμβολο της “οπισθοδρομικότητας” των Ασιατών, εφόσον αυτή αντιμετωπίζεται τόσο σαν άτομο που βρίσκεται σε μία κατάσταση ασυνήθιστης υποτέλειας όσο και – εξαιτίας της προσκόλλησής της στους Ασιατικούς κανόνες συμπεριφοράς – σαν ένα εμπόδιο που δεν επιτρέπει την αφομοίωση των Ασιατών στη Βρετανική κουλτούρα ή στον “Αγγλικό τρόπο ζωής”, ενώ παράλληλα θεωρείται σαγηνευτική από σεξουαλική άποψη, σαν τη μελαψή διάδοχο του Κάμα Σούτρα και του χαρεμιού της Ανατολής (Rattansi 1992).
Η αμφιθυμία που περιβάλλει την Βρετανο-Ασιατική οικογένεια, ειδικά από την πλευρά της δεξιάς, συνοψίζεται με ενδιαφέροντα τρόπο στα πλαίσια ενός κύριου τίτλου σε ένα πρόσφατο φύλλο της συντηρητικής Daily Mail: “Η Παραδοσιακή Οικογένεια της Βρετανίας Σήμερα είναι Ασιατική” (29th January1993). Το συνοδευτικό κείμενο συνεχίζει με τα εξής: “Οι Ασιάτες έχουν αντικαταστήσει τους λευκούς στο ρόλο της Παραδοσιακής Βρετανικής οικογένειας, αποκαλύπτει μία καινούρια έκθεση. Εβδομήντα τοις εκατό των Πακιστανικών και των Μπανγκλαντεσιανών νοικοκυριών που υπάρχουν εδώ αποτελούνται από τον σύζυγο, τη σύζυγο και παιδιά – κανόνας που υπήρξε αποδεκτός για ολόκληρες γενιές – σε σύγκριση με το μόλις 25 τοις εκατό των λευκών οικογενειών.” Η συζήτηση συνδυάζει μία νοσταλγία της χρυσής εποχής του παρελθόντος και έναν ανομολόγητο θαυμασμό για τις “οικογενειακές αξίες” των Ασιατών με την ανησυχία που προκαλεί το αίσθημα της κυριάρχησης όπως και της υπεροχής ενός πληθυσμού στον οποίο δεν έχει απονεμηθεί η κοινωνική ιδιότητα του μέλους – αυτά τα νοικοκυριά περιγράφονται ακόμη σαν Πακιστανικά και Μπαγκλαντεσιανά που συμβαίνει να υπάρχουν “εδώ”.
Αλλά σ’ αυτό το παράδειγμα, όπως και σε άλλα που αφορούν το θέμα της “Ασιάτισσας γυναίκας” που συζητήσαμε νωρίτερα, μπορούμε να δούμε επίσης και το πώς είναι δυνατόν να συνδυασθούν μεταξύ τους με ξεχωριστούς τρόπους η θεωρητική κατηγορία “νεωτερικότητα”, έννοιες που έχουν να κάνουν με την αντίληψη του χρόνου και του χώρου, και η σεξουαλικοποίηση των μορφών λόγου που περιστρέφονται γύρω από τους πολιτισμικούς “άλλους”. Με άλλα λόγια, οι μορφές λόγου που έχουν να κάνουν με τους Βρετανο-Ασιάτες, τις οικογένειές τους, τις “γυναίκες τους”, την υποτιθέμενη επαγγελματική τους επιτυχία, και ούτω καθεξής, μπορούν να κατανοηθούν μέσα από την αναλογία που προσφέρει η ανάλυση που κάνει ο Bauman (1989, 1991) του αιώνια “ξένου” Εβραίου, ο οποίος έρχεται σε σύγκρουση με την ροπή των μοντέρνων κοινωνιών προς ένα κατηγοριοποιητικό σύστημα και με τον αποτροπιασμό που αισθάνονται αυτές οι κοινωνίες όταν έρχονται αντιμέτωπες με κάποιον κοινωνικό σχηματισμό που έχει διασπαστικό και μη αφομοιώσιμο χαρακτήρα. Θα μπορούσε δηλαδή κανείς να θέσει προς συζήτηση την άποψη ότι οι Ασιατικής προέλευσης Βρετανοί παράγουν μία σειρά από αντιφατικές αντιδράσεις στις μορφές λόγου που διατυπώνονται στα πλαίσια της Βρετανικής κουλτούρας, εν μέρει εξαιτίας της υπέρβασης εκ μέρους τους μιας σειράς πολιτιστικά παραγόμενων διαχωριστικών ορίων που επιχειρούν να διατηρήσουν την Βρετανική νεωτερικότητα στη θέση της: Οι Βρετανο-Ασιάτες είναι, στην πράξη, υπερβολικά προ-νεωτερικοί, υπερβολικά νεωτερικοί, και υπερβολικά μετα-νεωτερικοί. Η “προ-νεωτερικότητα”, η απουσία χρονικής ‘συνομηλικότητας’, των Βρετανο-Ασιατών συμβολίζεται από την υποτιθέμενη ολοκληρωτική καθυπόταξη των “γυναικών τους”, όπως και από το είδος των ενδυμάτων τους, από την αυστηρή τους “προσκόλληση στις θρησκευτικές τους αρχές”, από τις “απολίτιστες” και “οπισθοδρομικές” πρακτικές τους της τελετουργικής σφαγής ζώων, και ούτω καθεξής. Η σε υπερβολικό βαθμό νεωτερικότητά τους συμβολίζεται, όπως και στην περίπτωση των Εβραίων, μέσα από την δήθεν δυσανάλογη ανάμιξή τους με το εμπόριο, την προθυμία τους για συσσώρευση, και τα καταστήματά τους που έρχονται να αντικαταστήσουν το “παραδοσιακό” Αγγλικό μαγαζάκι της γωνίας, σύμβολο της ευχάριστα οικείας κοινότητας της εργατικής Βρετανικής γειτονιάς – εδώ είναι σημαντικό το στοιχείο των “γνωστών και συγγενών”. Αλλά αυτοί είναι επίσης υπερβολικά “μετα-νεωτερικοί”, υπερβολικά κινητικοί, μία κοινότητα της διασποράς “απαλλαγμένη από τοπικιστικούς κανόνες οργάνωσης”, με δεσμούς στην Ινδία, στο Πακιστάν, στον Καναδά, στις Ηνωμένες Πολιτείες, στη Σιγκαπούρη, στο Χονγκ-Κονγκ και αλλού, η οποία διαταράσσει την τάση για μόνιμη και σταθερή εγκατάσταση που κυριαρχεί στην κουλτούρα της Βρετανικής “νησιώτικης ράτσας” καθώς εισάγει στη χώρα νύφες και συζύγους από την Ινδία ενώ παράλληλα στήνει υπερεθνικές επιχειρήσεις και αρνείται να υποστηρίξει την Βρετανική ομάδα του κρίκετ όταν αυτή έχει να αντιμετωπίσει (με καταστροφική αποτυχία προς το παρόν) ομάδες από την Ινδία, το Πακιστάν και τις Δυτικές Ινδίες. Και ωστόσο, αυτή είναι μία μορφή πολιτιστικής διάσπασης που πάντοτε επικαλύπτεται από την ταυτόχρονη έλξη και απώθηση μιας ασυναίσθητης επιθυμίας και από τις πιο απροκάλυπτες έλξεις που ασκούνται από τον θαυμασμό και τον φθόνο.
Έτσι, δεν υπάρχει μόνο αυτό που συχνά επισημαίνεται σαν το ψυχολογικό δίλημμα των ρατσιστικών μορφών λόγου που παγιδεύει το φυλετικά προσδιορισμένο υποκείμενο σε μία διαδικασία κατωτεροποίησής του αλλά και υπέρβασης των περιοριστικών του ορίων – όπως έχει τεθεί αυτό το δίλημμα από τον Fanon με τη φράση: “Όταν είμαι αρεστός στους ανθρώπους, αυτοί μου λένε ότι αυτό είναι ανεξάρτητο από το χρώμα μου. Όταν δεν είμαι αρεστός, αυτοί επισημαίνουν ότι αυτό δεν οφείλεται στο χρώμα μου. Σε κάθε περίπτωση, εγώ είμαι φυλακισμένος στον διαβολικό κύκλο” (1986, 116) – αλλά και ένα ψυχολογικό τρίλημμα που αποκαλύπτεται όταν οι διαστάσεις του χρόνου και του χώρου συμπεριλαμβάνονται με πιο ρητό τρόπο στην ανάλυση των διαδικασιών που έχουν σαν στόχο τους τον φυλετικό προσδιορισμό.
Απο-κεντροποιώντας το ρατσιστικό υποκείμενο
Αν η εξάπλωση αντιφατικών και αμφιθυμικών μορφών λόγου είναι ενδεικτική των μετατοπίσεων που αποτελούν εσωτερικά και συστατικά στοιχεία του κοινωνικού και της σχετικά ανοιχτής φύσης του, αυτή η εξάπλωση θα πρέπει επίσης να γίνει αντιληπτή και σαν μέρος μιας διάρθρωσης τέτοιας που καθιστά διαθέσιμη μία σειρά από διαφορετικές “υποκείμενες θέσεις”. Στην πράξη, ένα μέρος της διαδικασίας μέσω της οποίας γίνεται η απο-κεντροποίηση των ρατσιστικών, σ’ αυτήν την περίπτωση, ταυτοτήτων έχει να κάνει με το γεγονός ότι αυτές καλούνται να καρπωθούν τα οφέλη ποικίλων τρόπων έκφρασης και να εμπλακούν σε μία ποικιλία πρακτικών. Ένα “μετα-νεωτερικό” πλαίσιο εμφανίζει τις ρατσιστικές ταυτότητες, όπως και άλλα είδη ταυτοτήτων συμπεριλαμβανομένης και της “αντι-ρατσιστικής”, να είναι απο-κεντροποιημένες, τεμαχισμένες μέσα από αντιφατικές μορφές λόγου και από τη δύναμη που ασκούν άλλες ταυτότητες. Κατά συνέπεια, ένα τέτοιο πλαίσιο δεν θεωρεί ότι οι ρατσιστικές ταυτότητες είναι αναγκαστικά συνεπείς όσον αφορά τον τρόπο λειτουργίας τους σε διαφορετικά πλαίσια και τοπία, και δεν θεωρεί ότι αυτές είναι στη διάθεση των υποκειμένων με τη μορφή μιας διαυγούς αυτογνωσίας.
Βρετανοί ερευνητές, όπως ο Billig (1978 και 1984), που γνωρίζουν καλύτερα τις περιπλοκότητες της ρατσιστικά προσδιορισμένης δόμησης ταυτοτήτων, έχουν προσφέρει μία σειρά από παραδείγματα σχετικών θεμάτων και πλαισίων. Για παράδειγμα, το ανώτερο συνδικαλιστικό στέλεχος, μέλος του απροκάλυπτα ρατσιστικού Εθνικού Μετώπου (National Front), ο οποίος φάνηκε να έχει εκλεγεί για τη θέση του στο σωματείο τόσο από λευκούς όσο και από μαύρους εξαιτίας του μητρώου του που τον εμφάνιζε να έχει αγωνισθεί εξίσου και για τα δύο σύνολα μελών, και εξαιτίας των φιλικών προσωπικών σχέσεων που διατηρούσε με μαύρους συναδέλφους του, ή το λευκό κορίτσι που στα πλαίσια μιας συνέντευξης στο σχολείο εξέφρασε έντονες ρατσιστικές απόψεις ενώ αργότερα την είδαν να φεύγει από το σχολείο πιασμένη χέρι-χέρι με ένα κορίτσι Ασιατικής προέλευσης, και ούτω καθεξής (βλέπε επίσης Jones 1988, 177-227). Ακόμη και η Ανακριτική Εξέταση Macdonald σχετικά με τον φόνο ενός Βρετανο-Πακιστανού μαθητή στο Γυμνάσιο Burnage του Manchester αναγκάσθηκε να συμπεράνει ότι ο ρατσισμός του λευκού συμμαθητή που διέπραξε τον φόνο δεν ήταν “απλού” τύπου: αυτός είχε κάνει παλαιότερα συμμαχίες και φιλίες με άλλους μαύρους και Ασιάτες μαθητές (βλέπε Rattansi 1992 για μία πιο λεπτομερή συζήτηση). Επιπλέον, όπως επεσήμανα νωρίτερα, η Ανακριτική έκθεση υποστήριξε στην πράξη ότι αυτό που όφειλε να γίνει κατανοητό δεν ήταν μόνο ο περίπλοκος χαρακτήρας του ρατσισμού του αλλά η επίδραση του αισθήματος της αρσενικότητάς του με τον τρόπο που αυτή ήταν ενσωματωμένη στο πλαίσιο της επιθετικής και βίαιης κουλτούρας του σχολείου αρρένων όπου φοιτούσε αυτός.
Παρ’ όλ’ αυτά, η μορφή που προσλαμβάνει η αποκεντροποίηση των ρατσιστικών και των φυλετικά προσδιορισμένων υποκειμενικοτήτων και ταυτοτήτων δεν μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο κάτω από Φουκοϊκούς όρους σαν να συνιστά αυτή απλώς τα δομημένα αποτελέσματα των διαφορετικών μορφών λόγου και των υποκείμενων θέσεων που διαμορφώνουν αυτές, όπως, για παράδειγμα, των μορφών λόγου και των υποκείμενων θέσεων που έχουν να κάνουν τόσο με τη “φυλή” όσο και με την αρσενικότητα.
Έτσι, αποδοκιμαστικές δηλώσεις του είδους “Δεν είμαι ρατσιστής, αλλά … (υπάρχουν πάρα πολλοί απ’ αυτούς)” ή “Ορισμένοι από τους καλύτερους φίλους μου είναι μαύροι, αλλά … (είναι οι υπόλοιποι που),” κ.λπ., πρέπει να γίνονται κατανοητές σαν μέρος περίπλοκων ρητορικών στρατηγικών εκ μέρους υποκειμένων σε ρόλο αυτοπαθούς ποιητικού αιτίου, καθώς επιχειρούν να συναρθρώσουν διαφορετικές υποκείμενες θέσεις μέσα σε ένα πλαίσιο συναισθητοποιημένων συμφερόντων και να αντλήσουν από μία ποικιλία αυτού που οι Weatherall και Potter (1993) αποκαλούν ερμηνευτικά ρεπερτόρια. Τα πρότυπα δημόσιου λόγου που θέτει σε λειτουργία ο φιλελευθερισμός, όπως και αυτά που έχουν τη ρίζα τους στην θεωρία περί της ισότητας των ανθρώπων, μπορούν να επιστρατευθούν από ρητορική άποψη όχι μόνο ενάντια σε ρατσιστικού χαρακτήρα διακρίσεις και αποκλεισμούς αλλά επίσης και για τον σκοπό της νομιμοποίησης τέτοιων διακρίσεων και αποκλεισμών.
Το πλαίσιο ανάλυσης λόγου που έχουν αναπτύξει οι Weatherall και Potter – με σκοπό τη διερεύνηση της ιδιαίτερα περίπλοκης ρητορικής που εμπλέκεται στην “επεξεργασία” εκ μέρους λευκών Νεο-Ζηλανδών τόσο μιας εικόνας των Μαόρι τέτοιας που να δίνει στους Μαόρι τον χαρακτήρα φυλετικού προβλήματος όσο και ενός συστήματος νομιμοποίησης των πρακτικών αποκλεισμού και εκμετάλλευσης που εφαρμόζουν αυτοί κατά των Μαόρι – μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι ένα ιδιαίτερα καρποφόρο παράδειγμα ενός είδους “μετα-νεωτερικής” ανάλυσης του ρατσισμού. Αποφεύγοντας απλοποιητικές εξηγήσεις του ρατσισμού, δηλαδή σαν να συνιστά αυτός μόνο κάποια μορφή “λανθασμένης συνείδησης”, και της έννοιας “ρατσιστής” σαν να εκφράζει αυτή ένα ενιαίο υποκείμενο, οι Weatherall και Potter εξετάζουν τους τρόπους με τους οποίους λευκοί Νεο-Ζηλανδοί αναπτύσσουν κοινωνικές κατηγορίες και επιχειρήματα γύρω από συγκεκριμένα παραδείγματα και πεδία όπως είναι η εκπαίδευση, η εγκληματικότητα, οι διεκδικήσεις γης, και ούτω καθεξής. Κάνοντάς το αυτό, οι Weatherall και Potter σκοπεύουν πάντοτε στην κατανόηση αυτών των ρητορικών ελιγμών μέσα σε ένα ιστορικό πλαίσιο εξουσιαστικών, κυριαρχικών και προνομιακών σχέσεων, ενώ παράλληλα φέρνουν στο προσκήνιο της συζήτησης τις εντάσεις των αντιφατικών έλξεων που ασκούνται από “ρατσιστικές” και “αντιρατσιστικές” θέσεις.
Μεταξύ άλλων πραγμάτων, το έργο των Weatherall και Potter με τίτλο Mapping the language of Racism ασκεί μία επιτυχή κριτική στον κοινό τρόπο αντίληψης του ρατσισμού σαν “προκατάληψη”, όρος που τείνει να ανάγει το θέμα στο χώρο της ψυχολογίας, του ατόμου, και της παθολογίας. Το ίδιο έργο αποκαλύπτει ταυτόχρονα το προερχόμενο από την εποχή του Διαφωτισμού κατάλοιπο της δυαδικότητας “ορθολογικό/προκατειλημμένο” που αποτελεί τη βάση μεγάλου μέρους αυτού του είδους της ψυχοπαθολογικής ανάλυσης του ρατσισμού (βλέπε επίσης Rattansi 1992 για μία κριτική της “προκατάληψης” όπως χρησιμοποιείται αυτή η έννοια σε συζητήσεις γύρω από την “πολυ-πολιτισμική εκπαίδευση”). Επιπλέον, το ίδιο έργο αποδεικνύει την παραγωγικότητα της στρατηγικής που προτείνεται μέσα από την παρούσα πραγματεία, δηλαδή της αποφυγής στεγανών ορισμών του ρατσισμού με στόχο την πραγματική εξέταση των τρόπων με τους οποίους λειτουργούν οι ρατσιστικές λογικές και οι ρατσιστικές ταξινομητικές κατηγορίες όσον αφορά συγκεκριμένες δράσεις και κοινωνικά πεδία.
Ωστόσο, ανάμεσα στις διάφορες επιφυλάξεις που διατηρώ για το έργο των Weatherall και Potter υπάρχουν τρεις συγκεκριμένες και συνδεόμενες μεταξύ τους που έχουν ιδιαίτερη σημασία εδώ. Πρώτα απ’ όλα, ενώ αυτοί αντιμετωπίζουν με δικαιολογημένο σκεπτικισμό τις προσπάθειες που γίνονται στον χώρο της κοινωνικής ψυχολογίας για τη δόμηση τυπολογιών υποκειμένων κατά μήκος ενός φάσματος προσήλωσης σε ρατσιστικές αντιλήψεις (Weatherall και Potter 1993, 194), τελικά καταλήγουν ερήμην τους όχι μόνο στην απο-κεντροποίηση αλλά σε μία συνολική απογύμνωση των υποκειμένων από κάθε μορφή ταυτότητας: “Η σύγκρουση, η αμφιθυμία, η ασυνέπεια και η αντίφαση φαίνονται να έχουν ενδημικό χαρακτήρα. Δεν μοιάζουν, με άλλα λόγια, να συνδέονται μόνο με μία ομάδα ατόμων ή με ένα τύπο ανθρώπου. Ο κάθε άνθρωπος είναι ένας διλημματιστής – αντι-ρατσιστής στον ίδιο βαθμό που είναι και ρατσιστής” (Weatherall και Potter, 1993, 198). Κάτι τέτοιο όμως αποφεύγει με επιδέξιο τρόπο το ζήτημα των διαφορετικών “επενδύσεων” που μπορεί να κάνουν τα άτομα σε συγκεκριμένα είδη ταυτοτήτων και ψυχικών ταυτίσεων μέσα σε μία ευρεία κλίμακα πλαισίων. Αν θελήσουμε να πάρουμε κάποιες ακραίες περιπτώσεις με σκοπό να διευκρινίσουμε αυτό το σημείο, θα λέγαμε ότι ενώ είναι δυνατόν τόσο για το μακροχρόνια δραστηριοποιημένο μέλος του Εθνικού Μετώπου (National Front) όσο και για τον “φιλελεύθερο” ή οποιουδήποτε άλλου είδους αντι-ρατσιστή ακτιβιστή να αντλούν ο καθένας από συγκρουόμενες μεταξύ τους λογικές και να έρχονται αντιμέτωποι με παρεκβατικού χαρακτήρα διλήμματα στα πλαίσια της προσπάθειάς τους να δικαιολογήσουν τις (υποκείμενες) θέσεις τους, το να τους τοποθετούμε όλους αυτούς σε μία ομοιογενή κατηγορία σαν “διλημματιστές” – όρος των Weatherall και Potter – σημαίνει να αγνοούμε τις ζωτικής σημασίας διαφορές που μπορεί να υπάρχουν όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο ο κάθε ένας από αυτούς παίρνει μέρος σε κοινωνικές πρακτικές που απευθύνονται σε φυλετικά προσδιορισμένες ομάδες στον χώρο της εργασίας ή σε άλλα πεδία δράσης, αλλά και όσον αφορά τον βαθμό στον οποίο ο κάθε ένας από αυτούς είναι πιθανόν να δώσει ο ίδιος το έναυσμα ή να ανταποκριθεί σε μία ποικιλία φυλετικά προσδιορισμένων κινητοποιήσεων. Χωρίς, αναμφίβολα, να το θέλουν, οι Weatherall και Potter εμφανίζονται να είναι ευθυγραμμισμένοι με τις πλέον ανεπεξέργαστες μορφές των “μετα-νεωτερικών” αντιλήψεων που έχουν να κάνουν με το ζήτημα των “πολλαπλών ταυτοτήτων”, κυρίως σαν αποτέλεσμα της επιθυμίας τους να αποφύγουν εξίσου προβληματικές θεωρητικοποιήσεις της έννοιας “ταυτότητα” από την πλευρά της κοινωνικής ψυχολογίας (1993, 43-49).
Σ’ αυτό το σημείο γίνεται προφανής και μία δεύτερη δυσκολία που παρουσιάζει το έργο τους: η παράβλεψη των ψυχαναλυτικών εξηγήσεων. Οι Weatherall και Potter αποστασιοποιούνται από τις μελέτες της “αυταρχικής προσωπικότητας’, και όχι χωρίς να έχουν καλό λόγο για να το κάνουν αυτό (1993, 49-57). Όμως, πέρα από ένα παροδικό εκ μέρους τους νεύμα επιδοκιμασίας των δυνατοτήτων που μπορεί να προσφέρει η επιστράτευση του “νέο-Φροϋδικού” έργου του Horney στην ερμηνεία του ρατσιστικού λόγου (1993, 54), αυτοί παραλείπουν επίσης να ασχοληθούν και με εκείνες τις ψυχαναλυτικές δυνατότητες που θα μπορούσαν να αποδειχθούν καρποφόρες. Χωρίς να αποτελεί έκπληξη, ενώ δανείζονται στοιχεία από κάποιες όψεις του έργου του Bhabha (Weatherall και Potter 1993, 142-43), τόσο ο τρόπος με τον οποίο αυτός χρησιμοποιεί την ψυχαναλυτική θεωρία όσο και η συνδεόμενη με αυτήν τη θεωρία έμφαση στην έννοια της “αμφιθυμίας” περνούν απαρατήρητα. Αυτό κάνει δελεαστική την ιδέα ότι η πλήρης αδιαφορία των Weatherall και Potter για την σεξουαλικοποίηση του ρατσιστικού λόγου – γεγονός που συνιστά και την τρίτη μου επιφύλαξη για το έργο τους – θα μπορούσε να αποδοθεί εν μέρει στο γεγονός ότι η ψυχαναλυτική θεωρία απουσιάζει εντελώς από το πλαίσιο ανάλυσης λόγου που αυτοί αναπτύσσουν.
Η Ψυχανάλυση και το απο-κεντροποιημένο ρατσιστικό υποκείμενο
Όπως έχει προταθεί σε μία προηγούμενη ενότητα αυτής της πραγματείας, οι ψυχαναλυτικές θεωρητικές προσεγγίσεις πρέπει να θεωρούνται σημαντικές για τον σκοπό μιας “μετα-νεωτερικής” απo-κεντροποίησης του υποκειμένου, κυρίως επειδή, ως γενική αρχή, αυτές θα μπορούσαν να προσφέρουν ενδιαφέρουσες περιγραφές απο-κεντροποιημένων, “φυλετικά προσδιορισμένων” υποκειμένων – και εδώ πρέπει να συμπεριλάβει κανείς τόσο εκείνους που έχουν επενδύσει σε ρατσιστικές αλλά και σε αντιρατσιστικές θέσεις όσο και εκείνους που αποτελούν τα αντικείμενα του ρατσισμού. Το βιβλίο του Franz Fanon Black Skins, White Masks (1986) αποτελεί ένα κεντρικό σημείο αναφοράς για την κατανόηση κάποιων μορφών ψυχικού κόστους που ο ρατσισμός επιβάλλει στα θύματά του – χρησιμοποιώ τον τελευταίο όρο χωρίς να αποδίδω σ’ αυτά τα άτομα το χαρακτηριστικό της παθητικότητας. Εν τούτοις, δεν είναι καθόλου ξεκάθαρο το κατά πόσο η ψυχαναλυτική βιβλιογραφία έχει να επιδείξει, μέχρι σήμερα τουλάχιστον, κάποιο σοβαρής ισχύος και έκτασης έργο όσον αφορά την κατανόηση της ψυχικής οικονομίας του ρατσισμού, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ο Fanon κάνει κάποιες ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις και παρά το ότι μπορεί κανείς να θεωρήσει ότι το έργο των Kovel (1988), Rusrin (1991, 57-84), Kristeva (1991) και άλλων έχει κάνει ήδη κάποια αρχή (βλέπε Gordon 1992 και Young 1993 για συνοπτικές ανασκοπήσεις). Από αυτούς που έχω ήδη συμπεριλάβει στη συζήτηση που προηγήθηκε, οι Bhabha, Gilman και Cohen έχουν πράγματι αναπτύξει ψυχαναλυτικές έννοιες με παραγωγικό τρόπο, αν και από διαφορετική θεωρητική θέση ο καθένας τους.
Αν και απορρέει από μία ποικιλία πηγών στις οποίες έχω ήδη αναφερθεί, το θέμα της αμφιθυμίας του ρατσισμού είναι ιδιαίτερα ανοιχτό στην ψυχαναλυτική ερμηνεία ακριβώς επειδή είναι στα πλαίσια της ψυχαναλυτικής θεωρίας που βρίσκουμε τις πιο στέρεες βάσεις αυτής της έννοιας. Περιέργως, οι επηρεασμένοι από τον Klein σχολιαστές, Gordon, Young, και Rustin, μοιάζουν να μην αντιλαμβάνονται τη σπουδαιότητά της. Πράγματι, αυτοί την παραβλέπουν εντελώς και μία από τις συνέπειες αυτής της παράβλεψης είναι ο καταφανής πεσιμισμός τους (αυτό ισχύει κάπως λιγότερο για τον Rustin), αποτέλεσμα της απλουστευτικής αναγωγής του ρατσισμού σε μία απαλλαγμένη από αντιφάσεις παθολογία.
Είναι προφανές ότι η ανάπτυξη ενός “μετα-νεωτερικού” πλαισίου ανάλυσης απαιτεί μία μορφή ψυχαναλυτικής θεωρητικής επεξεργασίας η οποία, πέρα από την επίγνωση που θα πρέπει να έχει των διασυνδέσεων της ψυχαναλυτικής θεωρίας και πολιτικής με τον ρατσισμό, δεν θα κάνει απλώς μία αναγωγή όλων των ρατσισμών σε υποθετικά αέναους και κοινούς για όλους τους ανθρώπους ψυχικούς μηχανισμούς αλλά θα λαμβάνει υπόψη της την ιδιαιτερότητα της νεωτερικής πραγματικότητας και τον δομικό ρόλο που διαδραματίζει αυτή στην ανάπτυξη του ρατσισμού. Οι ψυχαναλυτικές προσπάθειες που έγιναν για την αντιμετώπιση θεμάτων σχετικών με την αποικιοκρατία και το Ολοκαύτωμα ανάγκασαν την ψυχαναλυτική θεωρία να έρθει αντιμέτωπη με τον ρατσισμό στα πλαίσια μιας πιο ενημερωμένης από ιστορική άποψη καταγραφής, και ίσως η πιο σαφής από τις προσπάθειες που έγιναν για την σκιαγράφηση κάποιων αλληλοσυνδέσεων μεταξύ της νεωτερικότητας και του ρατσισμού να ήταν η ανάπτυξη των μελετών της “Αυταρχικής Προσωπικότητας” από την Σχολή της Φρανκφούρτης.
Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες πρόσφατες προσπάθειες είναι αυτή του Stephen Frosh (1989, όπως και 1987 και 1991), ο οποίος σκιαγραφεί του δεσμούς που συνδέουν τον ρατσισμό με το νεωτερικό σύστημα αξιών, με τη σεξουαλικότητα και την αρσενικότητα, ενώ παράλληλα δίνει προσοχή στη σπουδαιότητα της αμφιθυμίας, αν και η δέσμευσή του με την “ανάλυση του αποικιοκρατικού λόγου” είναι ελάχιστη. Ο Frosh αναλύει τον ρατσισμό σαν να αποτελεί αυτός μία αντίδραση του απειλούμενου ‘εγώ’, ενός ‘εγώ’ που είναι εν γένει εύθραυστο, διχασμένο και θρυμματισμένο, τόσο με την έννοια που αντιστοιχεί στη σκέψη του Klein όσο και μ’ αυτήν που αντιστοιχεί στη σκέψη του Lacan, αλλά και κάτω από την επιπλέον πίεση που ασκούν σ’ αυτό οι πολλαπλού χαρακτήρα, αποσυνθετικές, συνεχώς μεταβαλλόμενες, ταχείας κίνησης δυνάμεις του κοινωνικού βίου που εκτυλίσσεται κάτω από νεωτερικές συνθήκες. Στην ανάλυση του Frosh, η σεξουαλικότητα έχει ζωτική σημασία: με το νόημα που δίνει σ’ αυτήν ο Fanon, δηλαδή, με τον λευκό άνδρα να βλέπει τον μαύρο άνδρα σαν έναν βιολογικό ‘άλλο’ – σαν ένα μέσο για την προβολή προς τα έξω ανεπιθύμητων συναισθημάτων που έχουν να κάνουν με το σώμα – όπως και σαν μία σεξουαλική απειλή (Fanon 1986, 163-78). Η καταπιεσμένη ομοφυλοφιλική επιθυμία δημιουργεί μία κατάσταση αμφιθυμίας η οποία συνδέεται με άλλες μορφές αμφιθυμίας που είναι διάχυτες στο συναίσθημά μας για τους ‘άλλους’, είτε είναι Εβραίοι αυτοί, είτε μαύροι ή Ασιάτες. Οι συνθήκες της νεωτερικότητας αποτελούν μία άλλη πηγή αμφιθυμίας. Αυτές βιώνονται σαν απειλητικές αλλά και εν μέρει συναρπαστικές. Άλλες μορφές αμφιθυμίας αντιμετωπίζουν τα αντικείμενα ως απεχθή και μισητά αλλά ταυτόχρονα και ισχυρά, συναρπαστικά και ερωτικά, και σαν να κατέχουν αυτά κάποιες αξιοθαύμαστες από την πλευρά των ρατσιστικών υποκειμένων ιδιότητες. Σ’ αυτό οφείλεται και η αληθοφάνεια των θεωριών περί συνομωσίας στα πλαίσια των οποίων ο εχθρός θεωρείται ότι έχει υπερνικήσει αυτό που τρομοκρατεί τον ρατσιστή – το χάος, την αλλαγή, την αταξία, τον θρυμματισμό, την αποσύνθεση.
Εδώ δεν είναι ο κατάλληλος χώρος για να ξεκινήσουμε μία μακρόπνοη εξέταση των πλεονεκτημάτων που παρουσιάζουν οι ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις εκείνων των θεμάτων που έχουν να κάνουν με τον ρατσισμό. Σ’ αυτό το σημείο επιθυμώ μόνο να καταγράψω τη γενική επισήμανση ότι, κατά τη γνώμη μου, τόσο η γενικά απο-κεντροποιημένη κατάσταση του (ρατσιστικού) υποκειμένου όσο και η σεξουαλικοποίηση και οι αμφιθυμίες του ρατσισμού δεν είναι δυνατόν να κατανοηθούν πλήρως χωρίς να έχει προηγηθεί μία θεωρητική υπόθεση τέτοια που να ορίζει τον ‘εαυτό’ σαν δομικά διχασμένο ανάμεσα στο συνειδητό και στο ασυνείδητο, χωρίς να έχει γίνει κατανοητή η κεντρική σημασία της σεξουαλικότητας, και χωρίς να ληφθούν σε κάποιον βαθμό υπόψη ο διχασμός, η φαντασία, η ηδονή, η ενδοβολή, η προβολή, και ούτω καθεξής, σαν πιθανοί μηχανισμοί μέσω των οποίων λειτουργούν και μεταβάλλονται οι ψυχικές ταυτίσεις και οι υποκειμενικότητες. Τέλος, είναι σαφές ότι στην περίπτωση που οι ψυχαναλυτικές διοράσεις θεωρηθούν αξιόπιστες θα έρθουν επίσης στην επιφάνεια και περίπλοκα ζητήματα που έχουν να κάνουν με τις πρακτικές του αντι-ρατσισμού.
Εθνισμοί, “νέοι” και “παλιοί”.
Οι απο-κεντροποιητικές και απο-ουσιοποιητικές δράσεις του “μετα-νεωτερικού” πλαισίου έχουν διαδραματίσει έναν κεντρικής σημασίας ρόλο στα πλαίσια αυτής της πραγματείας. Αυτό το έχουν κάνει επιστρατεύοντας ένα γενικό τρόπο αντίληψης των ταυτοτήτων, επισημαίνοντας τις συνέπειες που έχει αυτός ο τρόπος αντίληψης όσον αφορά τον αφανισμό της “γυναίκας” σαν είδωλο στα πλαίσια του φεμινισμού, υποδεικνύοντας τις πιθανές προεκτάσεις του για την κατανόηση του χαρακτήρα της έννοιας “φυλή”, όπως και για την κατανόηση της διαδικασίας δόμησης ρατσιστικών ταυτοτήτων, υποκειμενικοτήτων και μορφών λόγου, προτείνοντας με έμφαση ότι οι εθνισμοί, οι εθνικισμοί, και άλλες μορφές συλλογικής ταυτότητας είναι προϊόντα μιας διαδικασίας η οποία οφείλει να γίνει κατανοητή σαν μία πολιτιστική πολιτική της αναπαράστασης, μία πολιτική στα πλαίσια της οποίας διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο οι αφηγήσεις, οι εικόνες, οι μουσικές φόρμες, και η λαϊκή κουλτούρα γενικότερα.
Όπως έχω ήδη υποστηρίξει νωρίτερα, οι σύγχρονες μορφές παγκοσμιοποίησης, ο σχηματισμός κοινοτήτων και ταυτοτήτων της διασποράς, και η δημιουργία νέων υβριδικών και τεχνητά κατασκευασμένων πολιτιστικών προτύπων παρουσιάζουν επίσης κεντρικό ενδιαφέρον μέσα σε ένα “μετα-νεωτερικό” πλαίσιο, όπως συμβαίνει βέβαια, και για παρόμοιους λόγους, και με τη θεωρητική σύλληψη εκ μέρους του Hall της έννοιας “νέοι εθνισμοί” (1992α) στο κείμενο που ο ίδιος χαρακτηρίζει σήμερα σαν “διαβόητο” κομμάτι (1992β). Γραμμένο στο πλαίσιο μιας δημόσιας συζήτησης γύρω από τη θέση της “μαύρης κινηματογραφικής ταινίας” στον Βρετανικό κινηματογράφο, το άρθρο του Hall “Νέοι Εθνισμοί” (1992α) αναπτύσσει ένα στοχασμό πάνω στις ιδιαιτερότητες μιας περίεργης κατά τα φαινόμενα σύνδεσης ανάμεσα στον μετα-δομισμό, σε μία σειρά από εικονοκλαστικά κινηματογραφικά έργα – όπου οι ταινίες My Beautiful Launderette του Hanif Kureishi και Passion of Remembrance του Sankofa κατέχουν εξέχουσα θέση σαν παραδείγματα – και στην ανάπτυξη ενός νέου σχεδίου δράσης στα πλαίσια της πολιτικής των εθνικών μειονοτήτων στη Βρετανία όπου η περίοπτη θέση που κατείχε το “μαύρο” με τη μορφή ενός ενοποιητικού σημαίνοντος έχει αρχίσει να χάνει τη δύναμή της. Αυτό συνιστά κατ’ ουσία μία διπλή στενά συνυφασμένη μετάβαση. Μία μετακίνηση, κατ’ αρχήν, από μία προηγούμενη περίοδο, χαρακτηριστικό της οποίας ήταν ένας αγώνας γύρω από τις σχέσεις αναπαράστασης – αγώνας που προσλάμβανε τη μορφή της διεκδίκησης της δυνατότητας πρόσβασης στους μηχανισμούς και στις τεχνολογίες της αναπαράστασης όπως και αυτήν της αμφισβήτησης των χυδαίων στερεότυπων με στόχο την αντικατάστασή τους από “θετικές” εικόνες – σε μία πολιτική της αναπαράστασης στα πλαίσια της οποίας τα αιτήματα που αφορούσαν την “θετική” εικόνα θεωρούνται πλέον ότι καταπνίγουν τις δυνατότητες διερεύνησης της τεράστιας ποικιλίας εθνικών, εθνικο-μειονοτικών και σεξουαλικών ταυτοτήτων που συνιστούν τον παλμό των μειονοτικών κοινοτήτων. Πέρα από αυτό, υπάρχει επίσης και ένας πειραματισμός με νεωτερικές και “μετα-νεωτερικές” φόρμες που κόβουν τους δεσμούς με μία εξίσου αποπνικτική αισθητική του “ρεαλισμού”, όπως την επιβάλλουν αυτήν τα αιτήματα που σχετίζονται με την “θετική εικόνα” (η οποία συνήθως εκχωρεί προνόμια σε μία μεσοαστική ετεροφυλοφιλία). Και σε σχέση με όλα αυτά, παρατηρούμε επίσης τις απαρχές μιας νέας φάσης την οποία περιγράφει ο Hall σαν τον θάνατο του “ουσιοκρατικά ορισμένου μαύρου υποκειμένου”, στα πλαίσια της οποίας η πολιτική ενότητα της αντίθεσης που σφυρηλάτησαν οι εθνικές μειονότητες Αφρικανο-Καραϊβικής και Νοτιο-Ασιατικής καταγωγής – επηρεασμένες από το κίνημα της Μαύρης Δύναμης στις Ηνωμένες Πολιτείες – υποχωρεί πλέον μπροστά σε νέους τύπους πολιτικών “υποκειμένων” που συνεπάγονται νέους τρόπους δόμησης ταυτοτήτων και μία νέα φάση στην πολιτική της πολιτισμικής διαφοράς.
Ο μετα-δομισμός αποκτά εδώ έναν διπλό χαρακτήρα, όντας ταυτόχρονα μία μορφή ανάλυσης, η οποία ερμηνεύει αυτήν την κατάσταση σαν μία στιγμή απο-ουσιοποίησης, και ένα συστατικό στοιχείο για τη δόμηση των νέων εθνισμών, στον βαθμό που κάποιοι από τους πολιτιστικούς δρώντες και ακτιβιστές που εμπλέκονται είναι επηρεασμένοι οι ίδιοι από μετα-δομικά ρεύματα σκέψης (και όχι σε μικρό βαθμό από τα γραπτά του ίδιου του Hall). Για τον ίδιο λόγο, το “μετα-νεωτερικό” πλαίσιο, όπως έχει ορισθεί αυτό στο παρόν κείμενο, αποκτά επίσης διπλή αξία (αν και σπεύδω να προσθέσω ότι το ουσιοκρατικά ορισμένο μαύρο υποκείμενο υπονομεύεται μάλλον από κάτι πολύ περισσότερο από ότι η υιοθέτηση κάποιων εκδοχών του μετα-δομισμού από την πλευρά των καλλιτεχνών και των κινηματογραφιστών).
Τα ζητήματα που αφορούν τη σεξουαλικότητα έχουν διαδραματίσει αποφασιστικό ρόλο στην ανάπτυξη των ιδεών που συνθέτουν τους νέους εθνισμούς, εφόσον πολλές από τις πολιτιστικές και πολιτικές δράσεις απο-ουσιοποίησης έχουν παραχθεί από μαύρους οπαδούς του φεμινισμού και από ομοφυλόφιλους ακτιβιστές με έντονη την πρόθεση να αμφισβητήσουν τους κώδικες της μαύρης αρσενικότητας που μέχρι τώρα περιθωριοποιούσαν άλλα είδη σεξουαλικών ταυτοτήτων που υπήρχαν στους κόλπους των μειονοτικών κοινοτήτων.
Επίσης σημαντικά είναι και τα ζητήματα της παγκοσμιοποίησης και της διασποράς, αν λάβουμε υπόψη την ώθηση που παρείχαν οι διαδικασίες ανεξαρτητοποίησης των αποικιών γενικά, την επίδραση του “Τριτοκοσμικού” κινηματογράφου, και τη δημιουργία νέων “υβριδικών” πολιτιστικών προτύπων διαμέσου του δανεισμού στοιχείων από Δυτικές, Ασιατικές, Αφρικανικές, Αφρο-Αμερικανικές και άλλες πολιτιστικές πρακτικές.
Το να διατυπώνει σχόλια γύρω από αυτές τις νέες πολιτιστικές πολιτικές, και μάλιστα να αναπτύσσει τον όρο “νέοι εθνισμοί”, είναι για τον Hall και ένας τρόπος απελευθέρωσης της έννοιας του εθνισμού(ethnicity) από τους υπονοούμενους δεσμούς της τόσο με την έννοια του έθνους(the nation) όσο και με αυτήν της “φυλής”. Εδώ ερχόμαστε αντιμέτωποι με ακόμη έναν αναδιπλασιασμό του νοήματος επειδή, την ίδια στιγμή που ο Hall συνεισφέρει σε μία απο-ουσιοποίηση του μαύρου υποκειμένου επισημαίνοντας τις πολιτιστικές και πολιτικές δυνατότητες που ανοίγονται μέσα από μία καινούρια πολιτιστική πολιτική, αυτός επιθυμεί επίσης και να τονίσει ότι δεν μπορεί να υπάρχει κανένα είδος αναπαράστασης, κανένα είδος καθαρής πολιτικής έκφρασης, κανένα είδος θέσης που δεν θα είναι υποχρεωμένο να λειτουργεί με ιστορικά δοσμένες γλώσσες και πολιτιστικούς κώδικες, ή, για να το πούμε με άλλα λόγια, με εθνισμούς.
Οι “νέοι εθνισμοί” λοιπόν είναι ο τρόπος που επιλέγει ο Hall για να εισαγάγει νοηματικά τις μειονοτικές κοινότητες στο γενικότερο, ως προς τον τρόπο που το σχολιάσαμε νωρίτερα, πλαίσιο της πολιτικής της πολιτισμικής διαφοράς, όπως αναπτύσσεται αυτή στο τέλος της νεωτερικής περιόδου ή στην εποχή της “μετα-νεωτερικότητας”, μιας πολιτικής που ήδη έχει γίνει μάρτυρας του θανάτου και της θραύσης άλλων πιο πρώιμα ουσιοποιημένων υποκειμένων: των κοινωνικών τάξεων και των γυναικών.
Το ακριβές νόημα του ”εθνισμού” εξακολουθεί βέβαια να διαφεύγει, κατά την άποψή μου όμως η γενική ιδέα που προτάσσει ο Hall μας είναι απολύτως απαραίτητη επειδή αυτή επιχειρεί να χαρτογραφήσει αλλά και να προτείνει αφενός νέες, πιο ανοιχτές, μη απολυταρχικές μορφές πολιτιστικής πολιτικής, τόσο στα πλαίσια της κάθε ξεχωριστής μειονοτικής κοινότητας όσο και μεταξύ των διαφόρων μειονοτικών κοινοτήτων, και αφετέρου τη συνάρθρωσή τους με την πολιτική του “κέντρου”. Αυτή είναι μία ιδέα στην οποία έχει επίσης συνεισφέρει δυναμικά και ο Paul Gilroy (βλέπε 1992 και 1993β), χωρίς όμως να γλιστρά αυτός στην παγίδα του να υποθέτει μία ουτοπική απελευθέρωση από όλες τις μορφές πολιτιστικής ουσιοποίησης, μία απόδραση από τις θέσεις που ορίζουν ο χρόνος και ο χώρος, ο αφηγηματικός λόγος, οι αναμνήσεις, και η οργάνωση σε τοπικά επίπεδα, όλα συνθήκες που κάνουν δυνατή την παραγωγή πολιτιστικού έργου και πολιτιστικής πολιτικής. Είναι σ’ αυτό το σημείο που η “στρατηγικού χαρακτήρα ουσιοκρατική προσέγγιση” που συνιστάται από τον Spivak (1990) και άλλους βρίσκει τη θέση της σε μία αντιπολιτευτική πολιτική του συνασπισμού και της συνεργασίας παρά σε έναν ατελείωτο πολλαπλασιασμό ταυτοτήτων και διασπάσεων ανίκανων να οδηγήσουν σε μία αποτελεσματική συλλογική κινητοποίηση. Με όλες αυτές τις έννοιες, η ερμηνεία που αναπτύσσει ο Hall για τους “νέους εθνισμούς” είναι εκμεταλλεύσιμη σαν πηγή υλικού εξαιτίας του ότι αυτή μας παρέχει ενδείξεις για όσα θα μπορούσαν με πολύ γενικό τρόπο να θεωρηθούν ότι είναι οι πολιτικές συνέπειες του “μετα-νεωτερικού” πλαισίου, ιδιαίτερα όσον αφορά τη σχέση τους με ζητήματα που έχουν να κάνουν με τις έννοιες της “φυλής” και της εθνικότητας.
Αλλά αυτή είναι μία πολιτική η οποία είναι υποχρεωμένη να παλεύει με μία ποικιλία διαφορετικών πολιτικών προταγμάτων της πολιτισμικής διαφοράς στα πλαίσια των μειονοτικών κοινοτήτων της διασποράς που υπάρχουν στη Βρετανία και στις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς επίσης και με τις βίαιες αντιδράσεις που χρειάσθηκε να αντιμετωπίσουν κατά καιρούς αυτές οι κοινότητες. Πρώτα απ’ όλα, κάποιες εκδοχές των “παλιών” εθνισμών είναι ακόμη ιδιαίτερα ζωντανές, και αυτό είναι ένα σημείο που δεν απαιτεί ιδιαίτερο κόπο για να αποδειχθεί, ακριβώς μετά από την υπόθεση Rushdie όπου είδαμε ανακαινισμένους Ισλαμικούς “φονταμενταλισμούς” να έρχονται στη συνέχεια αντιμέτωποι με μία αναζήτηση καταφυγίου, από την πλευρά κάποιων λευκών οπαδών του φιλελευθερισμού, σε έναν κακοήθη αφομοιωτισμό. Το βιβλίο Sacred Cows (1989) της Fay Weldon παρέχει μία διδακτική επεξήγηση των επιχειρημάτων που ανέπτυξαν οι Mendus (1989) και Parekh (1994) γύρω από τα σθεναρά όρια της “φιλελεύθερης” ανοχής. Ταυτόχρονα, πολλές καινούριες πολιτιστικές φόρμες και ιδέες, από τη rap μουσική μέχρι και τις ταινίες του Spike Lee, προσπάθησαν να αναδομήσουν τους παραδοσιακούς ανδρισμούς, συνωμότησαν με – ή και προώθησαν με ενεργό τρόπο – ρεύματα μισογυνισμού και ομοφυλοφοβίας, και στήριξαν μαύρους εθνικισμούς που έρχονται σε αρκετή αντίθεση με τον αισιόδοξα ανοιχτό χαρακτήρα που αποδίδει ο Hall στους “νέους εθνισμούς” του (για τον Spike Lee, βλέπε σαν παράδειγμα τις κριτικές των Michelle Wallace 1992 και Paul Gilroy 1993β).
Η rap είναι σαφώς μία αντιφατική πολιτιστική φόρμα. Από τη μία πλευρά έχουμε τον μισογυνισμό των Ice-T και άλλων, με μερικούς μαύρους κριτικούς του πολιτισμού να παίρνουν μία ιδιαίτερα σθεναρή θέση ενάντια στους 2 Live Crew (Baker 1992 και 1993). Από την άλλη πλευρά, ο Stephens (1991) θεωρεί την rap σαν μία “καθαρά μεταμοντέρνα μορφή τέχνης” η οποία χαρακτηρίζεται από “αοριστία, απόρριψη των μουσικών κανόνων, υβριδοποίηση, παράσταση και συμμετοχή, και από έμφυτο χάρισμα,” αν και ο οξύμωρος ορισμός του της rap σαν μία μορφή Αφροκεντρικού “μεταμοντερνισμού” δεν είναι πειστικός. Μεγαλύτερες πιθανότητες σαν υποψήφια για τον τίτλο της “μεταμοντέρνας” rap, με την έννοια που χρησιμοποιείται ο όρος στα πλαίσια αυτής της πραγματείας, έχει η μουσική και η σκηνική παράσταση του Νοτιο-Ασιάτη Βρετανού μουσικού της rap Apache Indian (Ινδιάνος Απάτσι), ο οποίος όχι μόνο μιμείται σκωπτικά την κακή απόδοση των ονομάτων των αυτόχθονων Αμερικανών – αν και αυτό μπορεί να είναι μία ακούσια συνέπεια του γεγονότος ότι έχει δανεισθεί το όνομά του από έναν μουσικό ήρωα Ινδο-Καραϊβικής προέλευσης (βλέπε Black 1993α) – και δανείζεται μία μουσική φόρμα η οποία έχει παραχθεί από μέλη της Αφρικανικής διασποράς, αλλά σε τραγούδια όπως τα “Arranged Marriage”, “Sharabi” (αλκοολικός) και “Caste System” αυτός αμφισβητεί επίσης τις πολιτιστικές πρακτικές που εφαρμόζονται από τα μέλη των Νοτιο-Ασιατικής προέλευσης Βρετανικών κοινοτήτων που υποβιβάζουν τη θέση των γυναικών, κάνουν κατάχρηση αλκοολούχων ποτών σαν επίδειξη του ανδρισμού τους, και ενισχύουν τα περιοριστικά όρια της κάστας, της κοινωνικής τάξης, και της εθνικότητας (Black 1993α και 1993β). Πιο πρόσφατα, ο συγκεκριμένος μουσικός της rap αναμίχθηκε σε αντιρατσιστικές εκστρατείες που είχαν σαν ερέθισμα τη νίκη του Βρετανικού Εθνικού Κόμματος και τη σοβαρή κλιμάκωση της ρατσιστικής βίας στο Ανατολικό Άκρο (East End) του Λονδίνου, και έχει βγάλει στην κυκλοφορία έναν δίσκο 45 στροφών με τίτλο “Moving On” (Προχωρώντας Μπροστά) (Black 1993β), ένα μέρος των καθαρών κερδών του οποίου διατίθεται σε διάφορες λαϊκής-βάσης οργανώσεις του East End που διοργανώνουν ανάλογες αντιρατσιστικές εκστρατείες (Black 1993β).
Τα παραπάνω δεν υπονοούν ότι τον τίτλο του “μεταμοντέρνου” τον δικαιούνται μόνο οι “προοδευτικές” μορφές της rap αλλά ότι σίγουρα κρίνεται ακατάλληλος γι’ αυτόν τον τίτλο ο ουσιοκρατικός χαρακτήρας μιας μορφής έντονου ως προς τη δέσμευσή του Αφροκεντρισμού. Ωστόσο, ο Stephens (1992) αξιολογεί πράγματι με χρήσιμο τρόπο την rap σαν μία “μετα-νεωτερική” μουσική φόρμα και αναπτύσσει ένα προβληματισμό όσον αφορά το μεικτής προέλευσης κοινό της και, πιο πρόσφατα, τους “διαφυλετικούς” εκτελεστές αυτής της μουσικής.
Υπό μορφή συμπεράσματος: ο φυλετικός προσδιορισμός και η πολιτική των ταυτοτήτων
Στα πλαίσια αυτής της πραγματείας δόθηκε ιδιαίτερη ώθηση στην εισήγηση υπέρ μίας στρατηγικής για εκείνο το είδος της “μετα-νεωτερικής” – και κατά κύριο λόγο μετα-στρουκτουραλιστικής – “απoδόμησης” που απο-κεντροποιεί τα ρατσιστικά και αντιρατσιστικά υποκείμενα και απο-ουσιοποιεί και απο-συνολοποιεί τις φυλετικά προσδιορισμένες κοινωνικές δομές. Η προσοχή εστιάστηκε στην κινητικότητα και στην μεταβλητότητα του όρου “φυλή” σαν μία σημαίνουσα έννοια στα πλαίσια πολιτικών διαδικασιών, και έγινε μία προσπάθεια αντιμετώπισης του ρατσιστικού υποκειμένου σαν να συνιστά αυτό τον χώρο που φιλοξενεί αντιφατικές ταυτότητες οι οποίες είναι αποτέλεσμα συναφών ως προς το πλαίσιό τους ταχυδακτυλουργιών των ποικίλων υποκείμενων θέσεων που καθίστανται δυνητικά διαθέσιμες από τις “Δυτικές”- καπιταλιστικές - φιλελεύθερες δημοκρατίες: πολίτης, δημοκράτης, εργάτης, εργοδότης (εδώ πρέπει να σημειωθεί η σπουδαιότητα της κοινωνικής τάξης), άνδρας/γυναίκα, ή αρσενικό και θηλυκό. Αυτές οι υποκείμενες θέσεις συναρθρώνονται με πολλές άλλες, αλλά ιδιαίτερα με διάφορες εθνικά και φυλετικά προσδιορισμένες θέσεις – λευκός, μαύρος, Αφρικανός, Ασιάτης, και μυριάδες άλλες που σφυρηλατούνται κατά τη διάρκεια μακρών αγώνων με στόχο την αποδοχή, την απόκτηση δικαιωμάτων και ελευθεριών. Οι εντάσεις που υπάρχουν μεταξύ των διαφορετικών υποκείμενων θέσεων έχουν πολύ συχνά γίνει ξεκάθαρα αποδεκτές, κυρίως από την πλευρά μειονοτήτων που βρίσκονται σε κατάσταση υποτέλειας – δεν χρειάζεται παρά να σκεφθεί κανείς τους όρους “Αφρικανο-Αμερικανός” ή “μαύρος Βρετανός” – σε μία προσπάθεια να λειτουργήσουν αυτές μέσα σε συγκερασμικούς χώρους και σε αποσυγχρονισμένες χρονικότητες. Να λειτουργήσουν, δηλαδή, με αποσπασματικά στοιχεία, από τα περιθώρια, προσπαθώντας να πάρουν κάποια θέση στις δομές, στις αφηγηματικές ανιστορήσεις και στα φανταστικά επινοήματα των κέντρων.
Συμβαίνει όμως συχνά να θεωρείται ότι τέτοιες εμφατικές επισημάνσεις υποδηλώνουν πως αυτό το είδος της “μετα-νεωτερικής” πολιτικής διαλύει και αποκηρύσσει την καθιέρωση θεσμών, την καθαρή “πραγματικότητα” της εξουσίας, και την αναγκαιότητα όπως και τη δυνατότητα μαζικών αγώνων για την αλλαγή. Σύμφωνα μ’ αυτήν την άποψη, υποτίθεται πως όλο ό,τι μας απομένει μέσα στα συντρίμμια που αφήνει πίσω του το γκρέμισμα των κεντροποιημένων υποκειμένων και των βάναυσων και διαρκών κοινωνικο-οικονομικών καταδυναστεύσεων είναι αποσπασματικοί, “τοπικού χαρακτήρα” αγώνες. Όταν θα έχουν θρυμματισθεί τα ξεχωριστά υποκείμενα, τι είδους ελπίδα μπορεί να υπάρξει για τη διαμόρφωση συλλογικών υποκειμένων και κινημάτων; Όταν το “κοινωνικό” απο-ουσιοποιείται έτσι ώστε να μην επιβεβαιώνεται η ύπαρξη αναγκαίων δεσμών μεταξύ των διαφόρων εξουσιαστικών δομών, πώς θα είναι δυνατή η διαμόρφωση στρατηγικών προγραμμάτων ευρείας μεταρρύθμισης, τέτοιων που θα μπορούσαν να επιτρέψουν συμμαχίες ανάμεσα σε “αντι-ρατσιστές”, “φεμινιστές”, άτομα που αγωνίζονται στα πλαίσια των εργασιακών τους χώρων, και ούτω καθεξής;
Αν και θα μπορούσαν ίσως να συναχθούν τέτοιου είδους πολιτικές και στρατηγικές συνέπειες μέσα από μία “αποδομητική” προσέγγιση, αυτές δεν αποτελούν σε καμία περίπτωση μοναδικό σημείο κατάληξης. Αν λάβουμε υπόψη μας ένα άλλο σύνολο θεματικών προβληματισμών που η παρούσα ανάλυση έχει παρουσιάσει με σταθερό και συστηματικό τρόπο, θα δούμε ότι υπάρχουν και άλλες, εξίσου εύλογες, πορείες. Αν μη τι άλλο, η ερμηνευτική στρατηγική που υποστηρίχθηκε εδώ έχει δώσει έμφαση στις θεσμικές μορφές βιο-ισχύος και στα πρακτικά αποτελέσματα συστημάτων που ασκούν εξουσία μέσα από τη χρήση του λόγου και που χαράσσουν επιγραφές πάνω στα σώματα και στις υποκειμενικότητες των ξεχωριστών υποκειμένων. Έχει αποδειχθεί ότι μορφές φυλετικά προσδιορισμένης διάκρισης στους χώρους της εκπαίδευσης, της εργασίας, των προγραμμάτων λαϊκής στέγασης, και ούτω καθεξής, λειτουργούν μέσα στα πλαίσια προτυποποιημένων εξουσιαστικών και κυριαρχικών δομών – δηλαδή στα πλαίσια δημόσιων και ιδιωτικών γραφειοκρατικών θεσμών. Αν και είναι αλήθεια ότι αυτοί δεν αντιμετωπίζονται πια σαν μονολιθικοί αναπαραγωγικοί μηχανισμοί, δεν είναι δυνατόν να αρνηθεί κανείς ότι οι σχέσεις εξουσίας έχουν χαραχθεί μέσα σ’ αυτούς τους θεσμούς, αποκτώντας με το πέρασμα του χρόνου τη μορφή ιζηματογενούς πετρώματος. Οι εξουσιαστικές δράσεις που λαμβάνουν χώρα μέσα σ’ αυτά τα πεδία μπορούν να αναλυθούν βάσει της ιστορικής αλλά και της σύγχρονης πραγματικότητάς τους, και οι στρατηγικές, οι κανόνες, και οι διαδικασίες που τίθενται σε ενέργεια τόσο από τους κυρίαρχους όσο και από τους καθυποταγμένους ανακλαστικούς δρώντες διαμέσου της χρήσης θεσμικών πόρων μπορούν να έρθουν στην επιφάνεια μέσα από ποικίλες μορφές αγώνων και έρευνας. Υπάρχει πράγματι δυνατότητα να εξετασθούν συστηματικά και με αυστηρότητα οι λεπτομερείς τρόποι με τους οποίους λειτουργούν οι πρακτικές της διάκρισης, να αναγνωρισθούν τα κεντρικά κομβικά σημεία της διαδικασίας διαμόρφωσης υποκειμένων όπως και των δικτύων επιβολής ισχύος, και, τέλος, να προσδιορισθούν υποθετικά εκείνα τα αδύνατα σημεία μία στρατηγική πίεση των οποίων θα μπορούσε ίσως να συντελέσει έτσι ώστε κάποιες πλευρές αυτών των θεσμών να γίνουν πιο δεκτικές στην προοπτική μιας μεταρρύθμισης προς την κατεύθυνση μη μεροληπτικών και ανακατανεμητικών πρακτικών. Στα πλαίσια αυτής της πραγματείας έχει γίνει αναφορά σε έναν σημαντικό αριθμό μελετών της ρατσιστικής διάκρισης στα σχολεία, στον χώρο των ιδιωτικών επιχειρήσεων, και στον χώρο των δημόσιων γραφειοκρατικών οργανισμών, οι οποίες και θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση για την ανάπτυξη στρατηγικών που θα είχαν σαν στόχο την αμφισβήτηση, την αποσυναρμολόγηση και την αναδιάρθρωση των συστημάτων ισχύος και “αλήθειας”.
Επιπλέον, μία έμφαση στις ιστορικές και πολιτιστικές ιδιαιτερότητες των τρόπων με τους οποίους λειτουργούν οι σχέσεις εξουσίας δεν είναι απαραίτητο να καταδικάζει τις αγωνιστικές προσπάθειες στην έρημο της χωρίς τέλος διαφοράς και του μόνιμου θρυμματισμού. Οι αναλύσεις των πρακτικών διάκρισης που εφαρμόζονται στη Βρετανία, και οι οποίες συζητήθηκαν εδώ, έχουν επισημάνει τους τρόπους με τους οποίους διαδικασίες και μέθοδοι που τοποθετούν σε μειονεκτική θέση μία ομάδα, όπως, για παράδειγμα, τους μαύρους και τους Ασιάτες μαθητές, τους μαύρους και τους Ασιάτες εργάτες που αναζητούν εργασία, ή τις μαύρες, Ασιατικές και Ιρλανδικές οικογένειες που κάνουν αίτηση για το δικαίωμα απόκτησης λαϊκής κατοικίας, μπορούν επίσης να λειτουργήσουν και εις βάρος λευκών ατόμων και οικογενειών που είναι μέλη της Αγγλικής εργατικής τάξης. Το λευκό, επαγγελματικό και διοικητικό, και συχνά ανδρικό, βιο-πολιτικό βλέμμα που επιχειρεί να εντοπίσει και να αποκλείσει “τους αντίθετους με τον κανόνα” – τον ανατρεπτικό ή αντιστεκόμενο μαθητή, τον “μη πειθαρχημένο” εργάτη, ή την οικογένεια που δεν τηρεί τους κανόνες υγιεινής – έχει σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία τόσο ταξικά όσο και φυλετικά προσδιορισμένων συλλογικοτήτων προερχόμενων από τους κόλπους των μη προνομιούχων. Σε συγκεκριμένες ιστορικές και πολιτικές περιστάσεις αυτό μπορεί να δημιουργήσει τη δυνατότητα ευρύτερων “φυλετικο”-ταξικών συμμαχιών, για παράδειγμα, στο κέντρο των πόλεων. Οι διαφοροποιημένες ως προς το φύλο και σεξουαλικοποιημένες μορφές “φυλετικών” και εθνικών συγκρούσεων και διακρίσεων δημιουργούν το ενδεχόμενο τοπικών και εθνικών συνασπισμών αντίπαλος στόχος των οποίων είναι οι υπέρμετρες αρσενικότητες (που είναι και οι ίδιες ταξικά και τοπικιστικά προσδιορισμένες όσον αφορά τη μορφή τους). Τα “θέατρα” ή τα τοπία όπου αναπτύσσονται οι αγώνες μπορούν ακόμη και να επεκτείνονται πέρα από τα όρια της εθνο-πολιτείας, αν λάβουμε υπόψη αφενός την έκταση στην οποία ασκούν τον ρυθμιστικό τους έλεγχο οι εταιρικές ενώσεις και οι κρατικοί οργανισμοί και αφετέρου την ύπαρξη των κοινοτήτων της διασποράς. Κοινότητες της διασποράς όπως αυτή των “μαύρων του Ατλαντικού” (Gilroy 1993α), ή η Ινδική, η Ιρλανδική και η Εβραϊκή (όπως και κινήματα αυτόχθονων πληθυσμών) έρχονται αμέσως στη σκέψη μας σαν συλλογικότητες που στάθηκαν ικανές να προκαλέσουν μία υπερεθνικού επιπέδου κινητοποίηση.
Πέρα από τα παραπάνω, ο τρόπος με τον οποίο λειτουργούν οι από-κεντροποιημένες υποκειμενικότητες και ταυτότητες μπορεί να είναι διπλής κατεύθυνσης. Αυτές μπορούν ενδεχομένως να έχουν διασπαστικό αλλά και ενοποιητικό χαρακτήρα. Αν οι ρατσιστικές υποκείμενες θέσεις στα πλαίσια των φιλελεύθερων δημοκρατικών πολιτευμάτων είναι παράλληλα εκτεθειμένες στην επιρροή και άλλων υποκείμενων θέσεων, όπως είναι αυτές του “φιλελεύθερου”, “του σωστού πολίτη”, του “απροκατάληπτου”, και επομένως ανοιχτές επίσης και στην επιρροή άλλων μορφών πολιτικού λόγου – “αμεροληψία”, “ίσες ευκαιρίες”, “δικαιοσύνη” – τότε υπάρχει πάντοτε το ενδεχόμενο της κινητοποίησης ανόμοια τοποθετημένων κατά τα άλλα υποκειμένων μέσα από κινήματα που αγωνίζονται για μία απαλλαγμένη από διακρίσεις και ανακατανεμητική μεταρρύθμιση. Σημειώστε ακόμη τα πιθανά προοδευτικά αποτελέσματα των διαφόρων μορφών αμφιθυμίας που επισημάνθηκαν στα πλαίσια αυτής της πραγματείας.
Παρ’ όλ’ αυτά, το σύνολο ιδεών που αναπτύσσω εδώ δεν κατανοεί τις ταυτότητες σαν εντελώς “αιωρούμενες”, ούτε και υποθέτει βέβαια ότι η κάθε υποκείμενη θέση έχει την ίδια σπουδαιότητα για το κάθε ιδιαίτερο άτομο. Δεν πρόκειται καθόλου για μία κατάρρευση σε αυτό που στο παρελθόν αποκάλεσα “χυδαία μετα-νεωτερικότητα” των πολλαπλών εαυτών. Τα ξεχωριστά υποκείμενα κάνουν διαφορετικού βαθμού “επενδύσεις” σε συγκεκριμένες ταυτότητες οι οποίες μπορούν να είναι αποτελεσματικές μέσα σε έναν αριθμό διαφορετικών πλαισίων. Ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατόν να εγγυηθεί κανείς τη διαμόρφωση συμμαχιών που θα έχουν μεταρρυθμιστικό χαρακτήρα. Ίσως ένα από τα πιο σημαντικά μαθήματα της παρούσης εποχής να είναι ότι δεν υπάρχουν εγγυήσεις, τελεία! Αυτό όμως που θέλω να τονίσω είναι ότι όλα τα παραπάνω αποτελούν βάση τόσο για αισιοδοξία όσο και για απαισιοδοξία. Η “μετα-νεωτερική” – και κατά κύριο λόγο Φουκοϊκή – έμφαση στην πανταχού παρουσία των σχέσεων εξουσίας, κυριαρχίας και αντίστασης κάνει ολόκληρο το πεδίο του “κοινωνικού” να γίνεται διαθέσιμο για πολιτικές πρακτικές, όπως και αν χαράσσονται τα όρια αυτού του πεδίου κάτω από συγκεκριμένες περιστάσεις. Και η έμφαση στη σπουδαιότητα των νέων υβριδικών και συγκερασμικών ταυτοτήτων υποδεικνύει τη δυνατότητα σχηματισμού μεικτών ταυτοτήτων οι οποίες αποσταθεροποιούν τις παλιές εθνικές απολυτοκρατίες. Αυτό ήταν άλλωστε εν μέρει και το νόημα που είχε η συζήτηση εκ μέρους μου της μουσικής rap και των καινούριων νεανικών ταυτοτήτων στη Βρετανία.
Η σύγχρονη πολιτική γύρω από την “φυλή” και την εθνικότητα σε όλες τις φιλελεύθερες δημοκρατίες της Ευρώπης αλλά και στην Αμερική γίνεται μάρτυρας ενός αγώνα μεταξύ διαφορετικών μορφών “εθνικής απολυτοκρατίας” από τη μία πλευρά – ρατσιστικά κινήματα που υποστηρίζουν την υπεροχή των λευκών, νεοφασισμοί διαφόρων τύπων, μορφές μαύρου εθνικισμού – και προσπαθειών για τη δόμηση ευρύτερων, “πολυχρωματικών” συνασπισμών με στόχο τον αγώνα κατά της φυλετικά προσδιορισμένης μειονεξίας, υποτέλειας και βίας, από την άλλη. Αν και υπάρχουν πρότυπα αγώνων που υπερβαίνουν τα εθνικά όρια, αυτοί προσλαμβάνουν τοπικές και ιστορικά ιδιάζουσες μορφές (Miles 1994), Wieviorka 1994, Lloyd 1994). Δεν είναι δυνατός ο καθορισμός οικουμενικών μεταρρυθμιστικών προγραμμάτων. Και δεν είναι επίσης δυνατός ένας οικουμενικού επιπέδου καθορισμός συγκεκριμένων μορφών αγώνα και στρατηγικής, αν και είναι σημαντικό να τονισθεί εδώ ότι ένα από τα επαγωγικά συμπεράσματα στα οποία μπορεί να μας οδηγήσει το είδος της ανάλυσης που προτείνεται στα πλαίσια αυτής της πραγματείας είναι η ανάγκη να αναγνωρίσουμε τους περιορισμούς που χαρακτηρίζουν τις υπερβολικά “ορθολογιστικές” στρατηγικές (που έχουν τις ρίζες τους στον Διαφωτισμό), οι οποίες δεν λαμβάνουν υπόψη τη δύναμη που ασκούν τα συναισθήματα, η φαντασία, και η ηδονή έτσι ώστε να συντηρούνται οι ρατσισμοί (βλέπε Rattansi 1992 για μία συζήτηση της σπουδαιότητας αυτού του θέματος σε ότι αφορά τα προγράμματα αντιρατσιστικής εκπαίδευσης). Αλλά το ποιες μορφές μεταρρύθμισης είναι πιθανό να αποβούν αποτελεσματικές και το ποια είδη δημόσιου λόγου θα αποδειχθούν ικανά να προκαλέσουν μία προοδευτικού χαρακτήρα κινητοποίηση – αυτά που πραγματεύονται το “δικαίωμα στην ιδιότητα του πολίτη”, τα “ίσα δικαιώματα”, τη “δημοκρατία”, τη “δικαιοσύνη”, την “αμεροληψία” – είναι κάτι που μπορεί να κριθεί μόνο μέσα στα όρια συγκεκριμένων πλαισίων. Οι στρατηγικές μπορούν να σφυρηλατηθούν μόνο μέσα στα πλαίσια της ενεργούς πολιτικής και αυτές πρέπει να μην παύουν ποτέ να είναι αναθεωρήσιμες κάτω από το φως συγκεκριμένων αγώνων και αποτελεσμάτων.
Γλωσσάρι
decentering / decentralization : απο-κεντροποίηση
deconstructive : αποδομητικός
de-essentializing / de-essentialization : απο-ουσιοποίηση
detotalization : απο-συνολοποίηση
essence (cultural etc.) : ουσιότητα = αυτό που έχει ουσία
essentialize : ουσιοποιώ = αποδίδω ουσία
essentialized : ουσιοποιημένος / ουσιοκρατικά ορισμένος
ethnicity : α) εθνικότητα
[όπου το νόημα παραπέμπει στην έννοια της κοινής καταγωγής]
: β) εθνισμός
[όπου το νόημα παραπέμπει στην ιδέα μιας συλλογικότητας με κοινούς
στόχους, με κοινές ψυχικές και ιδεολογικές ταυτίσεις κ.λπ.]
inferiorization : απόδοση του χαρακτηριστικού της κατωτερότητας
[για λόγους συντομίας : ‘κατωτεροποίηση’]
institutional racism : θεσμικός ρατσισμός
institutionalized racism : θεσμικά εδραιωμένος ρατσισμός
masculinization : απόδοση αρσενικού χαρακτήρα
[για λόγους συντομίας : ‘αρσενικοποίηση’]
modern : νεωτερικός / νεωτεριστικός / μοντέρνος
modernity : νεωτερικότητα
nation (the) : το έθνος [σαν αυτόνομη από πολιτική άποψη και εδαφικά
προσδιορισμένη ομάδα]
postmodern : α) μετα-νεωτερικός
:β) μεταμοντέρνος [στην περίπτωση αναφοράς σε μορφές τέχνης,
πολιτιστικά κινήματα κ.λπ.]
postmodernity : μετα-νεωτερικότητα / μετα-νεωτερική εποχή / μετα-νεωτερική
κατάσταση
postmodernization : μετα-εκσυγχρονισμός
project : σχέδιο, εγχείρημα, ιδέα, οραματισμός, πρόταγμα (ανάλογα με το
συγκεκριμένο κάθε φορά πλαίσιο λόγου)
racialization : απόδοση φυλετικού χαρακτήρα / φυλετικός προσδιορισμός /
φυλετικός καθορισμός
representation : αναπαράσταση [και με τη σημασία της εκπροσώπησης]
sexualization : απόδοση σεξουαλικού χαρακτήρα
[για λόγους συντομίας ‘σεξουαλικοποίηση]
Yobs : Σύγχρονη Αγγλική αργκό που αναφέρεται σε μία κατηγορία επιθετικών,
κακόθυμων και απειλητικών σε εμφάνιση νεαρών ανδρών. Σύμφωνα με το
Collin’s Dictionary of the English Language (1979), είναι πιθανό να αποτελεί
αναγραμματισμό της λέξης boy.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Amacord του Φελίνι ..Πέτρος Θεοδωρίδης

 Για την ταινια  Αmacord ------------------------------ Πετρος Θεοδωριδης Στο επίκεντρο της ταινίας Αmacord,  είναι ένας νεαρός έφηβος, και ...