Αναγνώστες

Σάββατο 15 Αυγούστου 2009

Μία Συνοπτική Ιστορία της Σοσιαλιστικής Οικονομικής Σκέψης. Μερος 2ο


Μία Συνοπτική Ιστορία της Σοσιαλιστικής Οικονομικής Σκέψης
Gerd Hardach, Dieter Karras, & Ben Fine: A Short History of Socialist Economic Thought (London: Edward Arnold, 1978) Μερος 2.

Μετ Ελένη Δημητριαδη


1. Οι πρωταγωνιστές της αγροτικής μεταρρύθμισης
Μετά το 1794 η αντεπανάσταση στην Γαλλία άρχισε να αποκτά σταθερές βάσεις και να αποδυναμώνει τα επιτεύγματα του 1789. Στο πλαίσιο αυτής της κατάστασης ο Gracchus BABEUF (1760-1797) ανέπτυξε τα σχέδιά του της εγκαθίδρυσης του κομμουνισμού στη Γαλλία μέσω μιας πολιτικής συνομωσίας: η σε ακραίο βαθμό εξισωτική μορφή κομμουνισμού που προέτασσε είχε σαν όραμα την εθνικοποίηση κάθε μορφής ιδιοκτησίας, την κατάργηση του δικαιώματος στην κληρονομιά, την αυστηρή ρύθμιση όλων των τομέων της ζωής, την ευρύτερη δυνατή απλούστευση και ισοπέδωση όλων των αναγκών και επίσης την κατανομή των τροφίμων από το κράτος.
Όπως είναι καλά γνωστό, τα σχέδια του Babeuf για ένα πραξικόπημα ματαιώθηκαν και ο ίδιος καταδικάστηκε σε θάνατο. Οι κοινωνικο-οικονομικές του ιδέες πέρασαν σύντομα στον χώρο της λήθης, και δεν ήταν μικρός λόγος γι’ αυτό το γεγονός ότι ο μη πρακτικός χαρακτήρας τους ήταν ολοφάνερος. Το όνομα του Babeuf παρέμεινε συνδεδεμένο με την ιδέα της προγραμματισμένης πολιτικής επανάστασης – την εγκαθίδρυση του κομμουνισμού μέσω συνομωσίας – μία στρατηγική που αναβίωσε και πάλι στην δεκαετία του 1830 ο Louis Auguste BLANQUI (1808-1881).
Ενώ οι οικονομικές ιδέες και οι στόχοι του Babuef ήταν χαρακτηριστικές για τον πρωτογονισμό τους, στην Αγγλία, την ίδια περίπου εποχή, δύο θεωρητικοί του δόγματος της ίσης κατανομής της γης ανέπτυξαν κοινωνικο-οικονομικά μοντέλα που είχαν επίσης σαν στόχο την κατάρριψη της ανισότητας αλλά που πρέπει να θεωρηθούν πολύ πιο ώριμα από οικονομική άποψη. Οι θεωρίες των Thomas SPENCE (1750-1814) και Charles HALL (περίπου 1740-1820) διαφέρουν κατά πολύ από τα σχέδια του Babuef, και αυτό είναι κάτι που μπορεί να εξηγηθεί κατά κύριο λόγο από τα διαφορετικά επίπεδα οικονομικής ανάπτυξης που χαρακτήριζαν τις δύο αυτές χώρες. Στην Αγγλία, και ειδικά στον αγροτικό τομέα, ο καπιταλισμός είχε ήδη κάνει μεγάλες προόδους και κατά συνέπεια η γνώση των οικονομικών ζητημάτων ήταν πολύ πιο σαφής από ότι στη Γαλλία. Σαν αποτέλεσμα, οι Spence και Hall μπόρεσαν να κάνουν προτάσεις για τη μεταρρύθμιση της αγροτικής δομής οι οποίες λάμβαναν υπόψη τους τις πραγματικές δυνατότητες για αλλαγή πολύ περισσότερο από ότι το είχαν κάνει τα σχέδια του Babuef. Στην πράξη, το μόνο κοινό στοιχείο που είχαν τα σχέδια και των τριών ήταν ότι όλοι τους εκφράζονταν υπέρ της κατάργησης της ατομικής ιδιοκτησίας της γης έτσι ώστε μέσω αυτής να εμποδιστεί η εμφάνιση μεγάλων συγκεντρώσεων οικονομικής και πολιτικής δύναμης, ενώ είχαν διαφορετικές απόψεις για όλα τα υπόλοιπα ζητήματα.
Ακόμη και πριν από τη Γαλλική Επανάσταση, ο Spence είχε διακριθεί για τα σχέδιά του κοινωνικοποίησης της γης. Σε μία διάλεξη το 1775 είχε απαιτήσει την επιστροφή της γης στους ανθρώπους σαν σύνολο, έτσι ώστε να δημιουργηθούν μ’ αυτόν τον τρόπο οι προϋποθέσεις για τον εκδημοκρατισμό της κοινωνίας. Αργότερα δημοσίευσε περισσότερα γραπτά στα οποία όριζε με μεγαλύτερη ακρίβεια τις θεωρίες του και επιτίθονταν με ακόμη πιο δεικτικό τρόπο κατά της κυριαρχίας των αριστοκρατών στην Αγγλία.
Στο επίκεντρο των γραπτών του Spence βρίσκονταν η σχέση μεταξύ κράτους και κοινωνίας. Πίστευε ότι για να υπάρχει οποιαδήποτε περίπτωση επέκτασης της ελευθερίας του ατόμου, η ανεξαρτησία και η δυνατότητα λήψης αποφάσεων του κράτους θα έπρεπε να περιορισθούν στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, εφόσον το κράτος ήταν για εκείνον ένα όργανο κυριαρχίας και σαν τέτοιο εκ φύσεων τυραννικό. Σε ότι αφορούσε το κράτος λοιπόν, ο Spence βρέθηκε να είναι αντίθετος με τον Babeuf, τα σχέδια του οποίου απένειμαν στο κράτος ένα μεγάλο εύρος εξουσιών. Στις θεωρίες του ο Spence οραματίζονταν την μεταβίβαση της γης με την μορφή της κοινοτικής ιδιοκτησίας, με την προϋπόθεση ότι το μέγεθος των αγροτικών κοινοτήτων θα παρέμενε μικρό έτσι ώστε να διασφαλίζεται η ικανότητά τους να κυβερνούν τον εαυτό τους με δημοκρατικό τρόπο. Στο κράτος, σαν έναν θεσμό ανώτερο των κοινοτήτων, επιθυμούσε να απονείμει μόνο εκείνα τα λίγα καθήκοντα που απέβλεπαν στο εθνικό συμφέρον. Για να μπορούν το κράτος και οι κοινότητες να χρηματοδοτούν και να φέρνουν σε πέρας τα συλλογικά τους καθήκοντα, η γη θα έπρεπε να παρέχεται στις οικογένειες από τις κοινότητες με αντάλλαγμα την καταβολή ενοικίου και το προϊόν της ενοικίασης να περνά στις κοινότητες και στο κράτος σύμφωνα με τις οικονομικές τους ανάγκες και τις υποχρεώσεις που τους είχαν καταμερισθεί. Η γη δεν θα καλλιεργούνταν συλλογικά, ενώ κάθε οικογένεια θα αφήνονταν ελεύθερη να χρησιμοποιεί το προϊόν που θα απέφερε η γη που ενοικίαζε όπως αυτή επιθυμούσε.
Η θεωρία που διατυπώθηκε από τον Hall το 1805 είχε έναν παρόμοιο στόχο αγροτικής μεταρρύθμισης αλλά πρότεινε διαφορετικές μεθόδους. Οι αντιφάσεις του καπιταλιστικού συστήματος ήταν ήδη παρούσες στην αρχική τους μορφή ακόμη και στο έργο του Adam SMITH (1723-1790), και ο Hall ήταν ένας από τους πρώτους που τις ανέπτυξε, αν και σε ανεπεξέργαστη μορφή, σε μία θεωρία των τάξεων. Σύμφωνα με τον Hall, η διαίρεση της κοινωνίας σε πλούσιους και φτωχούς, πράγμα που για εκείνον αποτελούσε το διακριτό χαρακτηριστικό του πολιτισμού και κατά συνέπεια της καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων, είχε τις ρίζες της στο μονοπώλιο της δύναμης που κατείχαν οι μεγάλοι γαιοκτήμονες. Ήταν ο δικός τους πλούτος, ο οποίος είχε αρχικά αποκτηθεί με ληστρικό τρόπο, αυτό που τους έδινε την εξουσία να ελέγχουν την εργατική δύναμη των φτωχών. Για να συντριβεί αυτή η εξουσία, ο Hall πίστευε ότι δεν ήταν αρκετός ο απλός καταμερισμός των μεγάλων γαιοκτησιών, πράγμα που είχε απαιτήσει, για παράδειγμα, ο γαιο-μεταρρυθμιστής Thomas PAINE (1737-1809). Αντίθετα από τον Spence, ο Hall δεν σκέφτονταν την πιθανότητα μεταβίβασης της γης με την μορφή της κοινοτικής κατοχής αλλά, αντί γι’ αυτό, ζητούσε την συγκεντρωτική εθνικοποίηση της γης.
Ο διαφορετικός τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνονταν την έννοια του κράτους ο Spence και ο Hall έγινε σαφής για μία ακόμη φορά σε επιστολές που αντάλλαξαν μεταξύ τους το 1807. Ενώ ο Spence είχε τον φόβο ότι αν δίνονταν μεγάλη εξουσία στο κράτος τότε αυτό θα γίνονταν αυτόνομο και τυραννικό, και δεν έβλεπε να υπάρχει οποιαδήποτε δυνατότητα αποτελεσματικού ελέγχου ενός τέτοιου κράτους από τον λαό, ο Hall αδυνατούσε να συμμερισθεί αυτούς τους φόβους. Για εκείνον, δεν υπήρχε κανένας λόγος που να μην επιτρέπει τη δημοκρατική δόμηση της κοινωνίας και όλων των θεσμών της, και κατά συνέπεια τη δημιουργία ενός κράτους του οποίου οι αποφάσεις θα αντανακλούσαν την θέληση της πλειονότητας και το οποίο θα αποτελούσε έκφραση μια λογικής συμφωνίας ανάμεσα στα μέλη της κοινότητας.
Τόσο ο Spence όσο και ο Hall δεν μπόρεσαν να προβλέψουν τις δομικές αλλαγές του αναπτυσσόμενου καπιταλισμού: έτσι, είτε παραμέλησαν εντελώς και οι δύο να ασχοληθούν με τον βιομηχανικό τομέα είτε απαίτησαν να περιορισθεί αυτός δραματικά ή και να καταργηθεί. Παρ’ όλ’ αυτά, τα γραπτά τους επεσήμαιναν τους δεσμούς που συνέδεαν μεταξύ τους τα κοινωνικά και οικονομικά ζητήματα και που είχαν αγνοηθεί σε μεγάλο βαθμό μέχρι τότε. Στα πλαίσια της αντίθεσής τους γύρω από το ζήτημα της εξουσίας και της συγκέντρωσής της, αυτοί άγγιξαν το πρόβλημα που είχε να κάνει με την αντιπαράθεση ανάμεσα στην συγκεντρωμένη και στην αποκεντρωμένη δύναμη λήψης αποφάσεων, πρόβλημα το οποίο θα εμφανισθεί ξανά και ξανά στην συζήτηση που θα ακολουθήσει γύρω από την οικονομική και πολιτική θεωρία.
2. Οι επικριτές του ανταγωνισμού
(α) Ο Saint-Simon και οι Μαθητές Του
Η ανάπτυξη εναλλακτικών σοσιαλιστικών οικονομικών μοντέλων δεν ήταν κάτι στο οποίο προχώρησαν όλοι εκείνοι οι θεωρητικοί που είδαν τον ανταγωνισμό σαν ένα καταστρεπτικό στοιχείο αυτού που σύμφωνα με την αντίληψή τους θα αποτελούσε μία δίκαιη κοινωνία. Για παράδειγμα, αυτό είναι αλήθεια για τον Henri DE SAINT-SIMON (1760-1825), του οποίου το όραμα για μία νέα βιομηχανική κοινωνία αναδύθηκε περισσότερο μέσα από φιλελεύθερες παρά από σοσιαλιστικές διανοητικές παραδόσεις. Ωστόσο, πρέπει να αναγνωρισθεί ότι στα τελευταία χρόνια πριν από τον θάνατό του ο Saint-Simon ασχολήθηκε εντατικά με τις πιθανότητες βελτίωσης της κατάστασης των κατώτερων τάξεων και διαφοροποιήθηκε από την αρχική του φιλελεύθερη άποψη ότι η αιτία της δύναμης των κατεχόντων ομάδων ήταν η διανοητική τους ανωτερότητα.
Παρά τον ουσιαστικά φιλελεύθερο από πολιτική άποψη χαρακτήρα τους, οι ιδέες του Saint-Simon συζητούνται εδώ αφενός επειδή αυτός ήθελε την νέα κοινωνία να έχει σαν βάση της τον συντονισμό και τον προγραμματισμό της οικονομίας στο σύνολό της και, αφετέρου, επειδή αυτό που προόριζε για το κράτος ήταν η σκόπιμη χρησιμοποίησή του ως ένα όργανο που θα επέβαλε την επιστημονική πρόοδο και την προώθηση της κοινωνικής παραγωγής. Αυτές οι απόψεις, οι οποίες αναπτύχθηκαν περαιτέρω από τους οπαδούς του Saint-Simon, είχαν μία όχι ασήμαντη επίδραση στην ανάπτυξη σοσιαλιστικών κοινωνικών μοντέλων.
Οι θεωρίες του Saint-Simon είδαν το φως στην περίοδο της μετάβασης από τον φεουδαλισμό στον καπιταλισμό. Ο ίδιος θεωρούσε σαν το πιο επιτακτικό καθήκον την κατάργηση των φεουδαλικών μορφών κυριαρχίας, οι οποίες διατηρούνταν ακόμη εν μέρει στη Γαλλία. Αυτός έδωσε το περίγραμμα των γενικών χαρακτηριστικών μιας μελλοντικής μορφής κοινωνίας η οποία θα διοικούνταν από επιστήμονες, βιομηχανικούς παραγωγούς (έννοια που κατά την κατανόησή του συμπεριλάμβανε κτηματίες, επιχειρηματίες, τραπεζίτες, εμπόρους και εργάτες) και ανθρώπους της τέχνης στα πλαίσια μίας αρμονική συνεργασίας. Σ’ αυτήν την κοινωνία, η πάλη των τάξεων θα έπαυε να υπάρχει, εφόσον κατά γενική συναίνεση θα ήταν τα πιο ικανά άτομα εκείνα τα οποία θα κατείχαν τις υψηλότερες κοινωνικές θέσεις και θα κατηύθυναν τα ταλέντα όλων των πολιτών προς όφελος όλων. Στην εποχή που επρόκειτο να έρθει, η αντίθεση των τάξεων – η αντίθεση ανάμεσα στους αργόσχολους και τα παρασιτικά στρώματα από την μία πλευρά και στις παραγωγικές τάξεις από την άλλη – που είχε στιγματίσει το φεουδαλικό παρελθόν θα έπαυε να υπάρχει επειδή η αρχή της [ατομικής] επίδοσης θα αναγνωρίζονταν από όλους σαν την βάση της κοινωνικής ζωής των ανθρώπων. Για τον Saint-Simon, το γεγονός ότι η πάλη των τάξεων εξακολουθούσε να υπάρχει στην Αγγλία μεταξύ των καπιταλιστών και των εργατών, τη στιγμή που οι φεουδαλικές δομές ανήκαν πλέον στο παρελθόν, οφείλονταν απλά στο γεγονός ότι εκεί οι εργοδότες δεν είχαν εξηγήσει επαρκώς στους εργάτες τα κοινά συμφέροντα που μοιράζονταν και οι δύο ομάδες.
Σύμφωνα με τον Saint-Simon, η περίοδος που πλησίαζε θα ήταν μία περίοδος γενικής ευτυχίας, η κοινότητα των παραγωγών θα γίνονταν πραγματικότητα και η συνεργασία μεταξύ όλων των εργατών θα οδηγούσε στην πλήρη αυτοπραγμάτωση του κάθε ξεχωριστού ατόμου. Τότε, κατά την άποψή του, η άσκηση της πολιτικής θα γίνονταν ταυτόσημη με την καθοδήγηση και τον προγραμματισμό της παραγωγής: ως εκ τούτου, ο ατομικός ανταγωνισμός ανάμεσα στους παραγωγούς θα ανήκε πια στο παρελθόν ενώ ο παραδοσιακός ρόλος της κυβέρνησης επρόκειτο είτε να αντικατασταθεί από την διαχείριση της παραγωγής είτε να υποταχθεί σ’ αυτήν.
Αυτή η νέα βιομηχανική κοινωνία θα ήταν οργανωμένη με ιεραρχικό τρόπο, με τις πιο σημαντικές εξουσίες για την λήψη αποφάσεων να έχουν εναποθετηθεί στα χέρια των πλέον εργατικών ατόμων, και συγκεκριμένα των τραπεζιτών. Ο Saint-Simon πίστευε ότι η ατομική ιδιοκτησία συνεπάγονταν κοινωνικές λειτουργίες και υποχρεώσεις – ο ίδιος δεν απαίτησε καμία κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής. Για να ξεπερασθεί όσο το δυνατόν γρηγορότερα το πρόβλημα της καταπίεσης και της αναταραχής που υπήρχε ακόμη στην κοινωνία, και πάνω απ’ όλα για να απελευθερωθεί το προλεταριάτο, ο Saint-Simon πρότεινε ότι θα έπρεπε να ληφθούν μέτρα από το κράτος για τη δημιουργία εργασίας και ότι αυτά θα έπρεπε να αποσκοπούν στην φυσικού, ηθικού και διανοητικού χαρακτήρα βελτίωση των συνθηκών ζωής των εργατών.
Οι μαθητές του Saint-Simon είχαν επηρεασθεί με αποφασιστικό τρόπο από το αναπτυσσόμενο καπιταλιστικό σύστημα και ανέπτυξαν διορατικότητα και γνώση που έλειπε εν μέρει ή εξολοκλήρου από το έργο του δασκάλου τους. Αυτοί διαφοροποιήθηκαν από την αρμονική αντίληψη που είχε ο Saint-Simon για την κοινωνία επειδή πίστευαν ότι αναγνώριζαν πως – εκτός και αν γίνονταν περαιτέρω δομικές μεταρρυθμίσεις – η βιομηχανική κοινωνία θα εξακολουθούσε αναγκαστικά να είναι μία ταξική κοινωνία και μία κοινωνία στην οποία θα κυριαρχούσε η εκμετάλλευση.
Αυτοί οι διανοητές τόνιζαν με πολύ πιο έντονο τρόπο από τον Saint-Simon τα μειονεκτήματα του ατομικού ανταγωνισμού και απαιτούσαν την κατάργησή του μέσω της σύμπραξης των παραγωγών. Κατά την γνώμη τους, αυτού του είδους η σύμπραξη αποτελούσε τον τρόπο για την εξάλειψη της εκμετάλλευσης και για το άνοιγμα των θυρών σε ένα σύστημα ανταμοιβής με βάση την απόδοση. Η επέκταση του φόρου κληρονομιάς και η μεταβίβαση του δικαιώματος στην κληρονομιά από την οικογένεια στο κράτος θεωρήθηκαν από αυτούς σαν αναγκαία παράλληλα μέτρα. Πίστευαν ότι η διαχείριση των μέσων παραγωγής στην ολότητά τους θα έπρεπε να γίνεται από μία κεντρική τράπεζα η οποία θα ήταν υπεύθυνη να αμείβει τον κάθε έναν ανάλογα με την ικανότητά του: θα έπρεπε να υπάρχει κεντρική οργάνωση των τραπεζικών πιστώσεων προσαρμοσμένη στα συμφέροντα των εργατών, και υπήρχε η άποψη ότι αυτό θα οδηγούσε σε μείωση των επιτοκίων, πράγμα που θα αποσπούσε από τα παρασιτικά στρώματα τη βάση της ύπαρξής τους.
Στις θεωρητικές τους έρευνες, οι μαθητές του Saint-Simon κατέληξαν σε πιο ριζοσπαστικά συμπεράσματα από ότι ο δάσκαλός τους. Αυτοί πίστευαν ότι οι συνθήκες κάτω από τις οποίες παρήγαγαν οι εργάτες στα πλαίσια του καπιταλισμού δεν ήταν βασικά διαφορετικές από την κατάσταση των σκλάβων ή των δουλοπάροικων: το γεγονός ότι ο εργάτης δεν βρίσκονταν μέσα σε μία σχέση προσωπικής εξάρτησης δεν μπορούσε να συγκαλύψει το γεγονός ότι η εκμετάλλευση και ο ανταγωνισμός μεταξύ των τάξεων εξακολουθούσε να υπάρχει όπως και πριν. Γι’ αυτούς, μόνο μία θεμελιώδης αλλαγή σε ότι αφορούσε το δικαίωμα στην περιουσία, αλλαγή η οποία θα είχε σαν πυρήνα την εθνικοποίηση των μέσων παραγωγής, θα μπορούσε να διασφαλίσει το οριστικό τέλος της εκμετάλλευσης κάποιων ανθρώπων από κάποιους άλλους.
Ωστόσο, μετά το 1830, οι οπαδοί του Saint-Simon άρχισαν να συμπεριλαμβάνουν μυστικιστικές και θεοκρατικές ιδέες στις θεωρίες τους. Επιπλέον, διαχώρισαν τους εαυτούς τους από την εξέγερση των εργατών Lyons το 1831. Σαν αποτέλεσμα, οι μαθητές του Saint-Simon έπαψαν να ελκύουν τις τάξεις των εργαζομένων και σύντομα υποβιβάσθηκαν σε μία σχισματική ομάδα χωρίς επιρροή.
(β) Fourier
Ενώ ο Saint-Simon είχε προσπαθήσει να σκιαγραφήσει τα βασικά χαρακτηριστικά μιας βιομηχανικής κοινωνίας η οποία θα ξεπερνούσε τα εθνικά όρια και η οποία θα ήταν αμόλυντη από οποιουσδήποτε ταξικούς ανταγωνισμούς, ο Charles FOURIER (1772-1837) προσπαθούσε με αφαιρετικό τρόπο να βγάλει το δικό του συμπέρασμα για την ιδανική μορφή κοινωνίας, έχοντας σαν βάση των συλλογισμών του τη φυσική δομή των ανθρώπινων όντων. Σε μία χρονική περίοδο που η εκβιομηχάνιση είχε αρχίσει να εξαπλώνεται με αργό ρυθμό στη Γαλλία και γίνονταν ολοκάθαρο ότι ο καπιταλισμός ακολουθούνταν απαραίτητα από την αποξένωση των εργατών από το προϊόν που παρήγαγαν, ο Fourier επεδίωκε να συμφιλιώσει τους ανθρώπους με την εργασία τους. Πυρήνας των θεωριών του ήταν η ιδέα της ανθρώπινης αυτοεκπλήρωσης μέσα από την εργασία. Για εκείνον, το κύριο εμπόδιο στην πορεία προς μία αρμονική και δίκαιη κοινωνία δεν ήταν η διαίρεση της κοινωνίας σε καπιταλιστές και εργάτες αλλά εντοπίζονταν στην αποτυχία των ανθρώπων να προσανατολίσουν τους εαυτούς τους προς αυτές καθαυτές τις εσωτερικές τους επιθυμίες.
Η ‘οικονομία των παθών’ ήταν λοιπόν για τον Fourier το κεντρικό πρόβλημα του μέλλοντος. Αν θα ήταν δυνατόν να ικανοποιηθούν τα δώδεκα πάθη που αυτός πίστευε ότι είχαν οι άνθρωποι μέσω ποικίλων και αλληλοσυμπληρούμενων μορφών εργασίας, τότε το άλμα προς τη νέα κοινωνία θα ήταν επιτυχές. Κατ’ αυτόν, ήταν η διαμαρτυρία των ανικανοποίητων ανθρώπων και όχι ο ξεσηκωμός μιας εκμεταλλευόμενης τάξης αυτό που θα οδηγούσε στο ξεπέρασμα της υπάρχουσας κοινωνίας.
Προς αυτόν τον σκοπό, ο Fourier ανέπτυξε ένα μοντέλο συλλογικών οικισμών αγροτικής ως επί το πλείστον βάσης τους οποίους ονόμασε ‘’phalanstèrs’’ και στους οποίους, έτσι υπέθετε, τόσο οι καπιταλιστές όσο και οι εργάτες θα ζούσαν μαζί ειρηνικά χωρίς καμία παρέμβαση του κράτους. Τα τρία στοιχεία της παραγωγής – κεφάλαιο, εργασία και ταλέντο – θα ανταμείβονταν με την αναλογία των τεσσάρων, πέντε και τριών δωδεκάτων. Για να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις αυτής της νέας κοινωνικής τάξης, αυτός απαιτούσε τον δραστικό περιορισμό του εμπορίου (το οποίο περιέγραφε ως ληστεία) και την αντικατάσταση του ατομικού ανταγωνισμού με τον ανταγωνισμό μεταξύ συνεταιρισμών. Ο Fourier περιέγραφε με λαμπερά χρώματα τα οικονομικά και ηθικά πλεονεκτήματα των phalanstères που θα δημιουργούσαν για πρώτη φορά τη δυνατότητα μιας ευρείας επέκτασης της παραγωγής, διαψεύδοντας έτσι τον Μαλθουσιανό νόμο περί πληθυσμού.
Μέχρι τον θάνατό του, ο Fourier παρέμεινε στο περιθώριο και ήταν πάντοτε αδύνατον γι’ αυτόν να προσελκύσει οποιαδήποτε οικονομική ενίσχυση για τα σχέδιά του. Ήταν μόνο μετά τον θάνατό του που ο μαθητής του Victor-Prosper CONSIDERANI (1809-1893) κατόρθωσε να βρει κάποιον με ενδιαφέρον να χρηματοδοτήσει την δημιουργία των συνεταιριστικών οικισμών – παρεμπιπτόντως χωρίς καμία επιτυχία. Οι ιδέες του Fourier δεν μπορούσαν παρά να αποτύχουν: η μορφή των παραγωγικών συνεταιρισμών που οραματίσθηκε δεν λάμβανε υπόψη τις αντιθέσεις των τάξεων, και σε κάποιον βαθμό αυτές οι ιδέες θα μπορούσαν να θεωρηθούν σαν μία φυγή από την πραγματικότητα του βιομηχανικού καπιταλισμού. Στην εποχή που έζησε όμως, ο φλογερός του αγώνας κατά του εμπορίου δεν ήταν σε καμία περίπτωση αναχρονιστικός: στην Αγγλία, στην περίοδο μεταξύ 1807 και 1808, γίνονταν επίσης ζωηρή συζήτηση γύρω από τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα τόσο του εμπορίου όσο και της βιομηχανικής μορφής παραγωγής. Εδώ όμως, οι Άγγλοι επικριτές του εμπορίου είναι σίγουρο ότι διαφοροποιούνταν από τις προθέσεις του Fourier, εφόσον αυτοί αντιπροσώπευαν κατά βάση τα συμφέροντα της Αγγλικής αριστοκρατίας των γαιοκτημόνων. Η απόρριψη εκ μέρους του Fourier μεθόδων συγκεντρωτικού προγραμματισμού, όπως εκείνες που είχε προτείνει ο Saint-Simon, προέρχονταν από την πίστη του ότι οι συνεταιριστικοί οικισμοί (που θα αποτελούνταν από 1600 μέχρι και 1900 ανθρώπους) θα ήταν από μόνοι τους σε θέση να καθορίζουν την έκταση και την μορφή της παραγωγής τους.
Είναι αλήθεια ότι πολλές από τις ιδέες του Fourier υπήρξαν αφελείς και μη ρεαλιστικές. Παρ’ όλ’ αυτά, η κριτική που άσκησε στο είδος των σχέσεων που κυριαρχούσαν στο πλαίσιο της αστικής κοινωνίας – μεταξύ άλλων πραγμάτων τα σχόλιά του για την θέση των γυναικών στην κοινωνία – και οι προτάσεις του για την αποκατάσταση της αρμονίας ανάμεσα στην εργασία και τους ανθρώπους πρέπει σίγουρα να εκτιμηθούν με θετικό τρόπο ως προς την ευστοχία τους και παρουσιάζουν ενδιαφέρον μέχρι και σήμερα.
(γ) Blanc
O Louis BLANC (1811-1882) υπήρξε ένας από τους πλέον καυστικούς επικριτές του συστήματος του ατομικού ανταγωνισμού. Πίστευε πως η αιτία της δυστυχίας που επικρατούσε ήταν ο ανταγωνισμός όλων εναντίον όλων. Αυτό, υποστήριζε, οδηγούσε στον συγκεντρωτισμό της οικονομίας και σε εξαιρετικά υψηλές τιμές, κάτι που δεν οδηγούσε μόνο σε μεγάλη φτώχεια τους εργάτες αλλά απειλούσε επίσης και αυτήν την ύπαρξη ενός μεγάλου μέρους της αστικής τάξης. Για να απελευθερωθεί η κοινωνία από αυτά τα κακά και, πάνω απ’ όλα, να αντισταθεί στην συνεχή υποτίμηση της ανθρώπινης εργασίας, ο Blanc εξαπέλυσε εκστρατεία για την επίτευξη του στόχου του, της ‘οργάνωσης της εργασίας’. Πίστευε ωστόσο ότι μία μελλοντική κοινωνία δομημένη πάνω στις αρχές της συνεταιριστικότητας δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς τη βοήθεια του κράτους. Στο σχέδιό του για έναν ‘κυβερνητικό’ ή κρατικό σοσιαλισμό, το κράτος, από τη στιγμή που αυτό θα είχε ανασυσταθεί με δημοκρατικό τρόπο, θα είχε το καθήκον να λειτουργεί σαν ένας τραπεζίτης των φτωχών, διευκολύνοντας την ανάπτυξη συνεταιριστικών εργαστηρίων που θα διατηρούσε υπό τον έλεγχό του. Ο Blanc πρότεινε ότι τα ανθρακωρυχεία, οι σιδηρόδρομοι, οι τράπεζες και το ασφαλιστικό σύστημα θα έπρεπε να εθνικοποιηθούν και τα κέρδη που θα απέρρεαν από αυτά να χρησιμοποιούνται για την χρηματοδότηση της συνεταιριστικής παραγωγής. Παράλληλα μ’ αυτόν τον συνεταιριστικό τομέα, η ιδιωτική οικονομία θα συνέχιζε να υπάρχει, αλλά ο Blanc ήταν απόλυτα πεπεισμένος ότι εξαιτίας των τεράστιων κατά τη γνώμη του πλεονεκτημάτων του συνεταιριστικού συστήματος, αυτό θα επεκτείνονταν σε σύντομο χρονικό διάστημα σε ολόκληρη την κοινωνία και θα εκτόπιζε όλες τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις.
Στη Γαλλία, μετά την επανάσταση του 1848, φαίνονταν πραγματικά να υπάρχουν ευνοϊκές συνθήκες για την πραγμάτωση των ιδεών του Blanc – είχε οργανωθεί μεγάλος αριθμός εργαστηρίων που χρηματοδοτούνταν από το κράτος με σκοπό την απορρόφηση των ανέργων. Ωστόσο, το πείραμα κατέρρευσε γρήγορα, εν μέρει εξαιτίας μιας έλλειψης οργάνωσης και εν μέρει εξαιτίας της ραγδαία αυξανόμενης επιρροής των συντηρητικών δυνάμεων.
Στην ανάπτυξη των ιδεών του για την αλλαγή της κοινωνίας ο Blanc είχε εκτιμήσει λανθασμένα τόσο τα υποτιθέμενα πλεονεκτήματα των σχεδίων του όσο και τις σχέσεις πολιτικής ισχύος: εφόσον οι ιδιωτικές επιχειρήσεις μπορούσαν να καθορίζουν τις αμοιβές χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους οποιεσδήποτε ηθικές ή κοινωνικές αρχές, αυτές θα ήταν κατά συνέπεια πιο κερδοφόρες και ως εκ τούτου περισσότερο ανταγωνιστικές από ότι θα μπορούσαν ποτέ να είναι τα συνεταιριστικά εργαστήρια. Και όλα αυτά χωρίς καν να λάβουμε υπόψη το γεγονός ότι θα ήταν αδύνατο να προσδοκά κανείς από το αστικό κράτος να προγραμματίσει οικειοθελώς τον ίδιο του τον θάνατο.
(δ) Owen
Ο Robert OWEN ήταν ο πλέον γνωστός από τους Βρετανούς κοινωνικούς μεταρρυθμιστές του δέκατου ένατου αιώνα. Το ότι οι προτάσεις του για κοινωνική μεταρρύθμιση προσήλκυσαν τόση μεγάλη προσοχή δεν οφείλονταν τόσο στην αυθεντικότητα των ιδεών του όσο στο γεγονός των προσπαθειών που έγιναν για την πραγμάτωσή τους στο επίπεδο της πράξης. Σαν βιομηχανικός κατασκευαστής, ο Owen ήταν ιδιοκτήτης ενός μεγάλου κλωστοϋφαντουργικού εργοστασίου στο χωριό New Lanark της Σκοτίας, και ήταν εκεί που ξεκίνησε μετά το 1800 να εφαρμόζει νέες μεθόδους για την οργάνωση της εργασιακής διαδικασίας αλλά και για την εκπαίδευση των παιδιών. Το 1813 δημοσίευσε το A New View of Society (Μία Νέα Θεώρηση της κοινωνίας) στο οποίο αξιολογούσε το προηγούμενο έργο του και επιχειρούσε να προσελκύσει το ενδιαφέρον πολιτικών και επιστημόνων στα πειράματά του. Το πώς επιδρούσε στους εργάτες η εκβιομηχάνιση, με την αυξανόμενη εργοστασιακή εργασία, ήταν από πολύ νωρίτερα σαφές για τον Owen. Στη Βρετανία η δυστυχία είχε ολοένα και μεγαλύτερα εξάπλωση. Ιδιαίτερα κατά τα έτη 1811 και 1812, υπήρχαν οργανωμένες ομάδες που προκαλούσαν εκτεταμένες καταστροφές εργοστασιακών μηχανημάτων επειδή απέδιδαν σ’ αυτά την αιτία της δικής τους δυστυχίας. Για τον Owen αυτό ήταν από μόνο του αρκετό να τον κάνει να θέσει το κοινωνικό ζήτημα στο επίκεντρο του προβληματισμού του.
Ο Owen είχε αναδιοργανώσει το δικό του εργοστάσιο μειώνοντας τις περιόδους εργασίας αλλά και εγκαινιάζοντας ένα πρότυπο σύστημα σχολικής και προσχολικής εκπαίδευσης. Ήθελε και άλλους να τον μιμηθούν σ’ αυτές τις εκπαιδευτικές και εργοστασιακές καινοτομίες, και ήταν με τέτοιου είδους προτάσεις που προσπάθησε αρχικά να προσελκύσει το ενδιαφέρον του κοινού. Ο πυρήνας των ιδεών του προέρχονταν από τον William GODWIN (1756-1836), και συγκεκριμένα από την άποψη ότι οι άνθρωποι διαμορφώνονταν ουσιαστικά από το περιβάλλον τους και ότι ως εκ τούτου θα μπορούσαν να διαπλαστούν με όποιον τρόπο ήταν επιθυμητό αν άλλαζαν απλώς οι εξωτερικές συνθήκες της ζωής τους.
Στην αρχή, οι ιδέες του προσήλκυσαν ιδιαίτερα την προσοχή των πολιτικών επειδή οι προτάσεις του έμοιαζαν να έχουν την πιθανότητα να οδηγήσουν στην επίλυση της αντίθεσης μεταξύ πλούτου και φτώχειας χωρίς να αμφισβητηθεί παράλληλα το πολιτικό σύστημα και χωρίς να διακινδυνεύσει η παραδοσιακή βάση της εξουσίας. Ωστόσο, από τη στιγμή που ο Owen άρχισε να ενδιαφέρεται για κάτι περισσότερο από το περιορισμένο πεδίο του δικού του εργοστασίου, από τη στιγμή που άρχισε να παρουσιάζει προτάσεις για την εξάλειψη της φτώχειας οι οποίες συμπεριλάμβαναν αλλαγές στο σύνολο της κοινωνίας, τότε όλοι εκείνοι που είχαν αρχικά ακούσει με ευνοϊκή διάθεση τις προτάσεις του για την μεταρρύθμιση στο χώρο του εργοστασίου απομακρύνθηκαν από αυτόν. Την στιγμή που ο Owen έκανε το πρώτο βήμα προς μία κριτική των βασικών οικονομικών δογμάτων και στιγμάτισε την αρχή του ανταγωνισμού και την απεριόριστη επιδίωξη του κέρδους σαν εμπόδια της οικονομικής προόδου, την ίδια στιγμή βρέθηκε να είναι εντελώς απομονωμένος. Η λογική και η κατανόηση των συνανθρώπων του, στοιχεία από τα οποία προσδοκούσε τόσα πολλά, στην πράξη δεν του παρείχε κανέναν οπαδό. Και εφόσον είχε παράλληλα καλλιεργήσει αντιδημοκρατικές και πατερναλιστικές ιδέες, δεν κέρδισε ούτε και από την πλευρά των εργατών κάποια υποστήριξη.
Η κριτική που άσκησε ο Owen στις θεωρίες των κλασσικών οικονομολόγων αποτελεί απόδειξη του ταλέντου του για οξυδερκή παρατήρηση των πραγματικών κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων. Η θεωρία του της υποκατανάλωσης βέβαια ήταν ιδιαίτερα ελλιπής σε ανάπτυξη, αλλά η έμφαση που έδινε αυτή στις υπάρχουσες ασυμφωνίες μεταξύ της παραγωγής και της κατανάλωσης την έκανε να υπερέχει έναντι των θεωριών της ισόρροπης ανάπτυξης όπως διατυπώθηκαν αυτές από τον Say και μετά. Η μετά το 1815 κρίση τον είχε πείσει ότι η κάμψη στην οποία βρίσκονταν η οικονομία είχε προκληθεί από την έλλειψη αγοραστικής δύναμης των μαζών. Σ’ αυτήν την άποψη βρέθηκε να συμφωνεί με τους σύγχρονούς του Simonde de SISMONDI (1773-1842) και Fourier.
Ο Owen δεν συμμερίζονταν σε καμία περίπτωση την εμπιστοσύνη των αστών οικονομολόγων ότι η αρχή της ελεύθερης συναλλαγής (το αίτημα σύμφωνα με το οποίο το κράτος θα έπρεπε να διαδραματίζει μόνον έναν ελάχιστο οικονομικό ρόλο) όφειλε να υποστηριχθεί εξαιτίας της υποτιθέμενης εγγύησης που παρείχε ότι η οικονομία θα έτεινε προς μία γενική ισορροπία εφόσον αυτή αφήνονταν απερίσπαστη. Στην Αγγλία είδε με τα ίδια του τα μάτια την τεράστια στρατιά των ανέργων η οποία δεν θα έπρεπε να είχε υπάρξει ποτέ σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της θεωρίας της ισορροπίας. Δεν πίστευε επίσης ότι η ανεργία θα εξαφανίζονταν αμέσως μόλις καταργούνταν οι νόμοι που αφορούσαν τους φτωχούς (όπως απαιτούσε ο Malthus) και μειώνονταν οι φόροι και οι τελωνειακοί δασμοί. Οι δικές του προτάσεις για την κατατρόπωση της ανεργίας ήταν θεμελιωδώς διαφορετικές από εκείνες των κλασσικών οικονομολόγων. Αυτός απαιτούσε μία κρατική πολιτική για τη δημιουργία εργασίας, και το 1817 παρουσίασε για πρώτη φορά το σχέδιό του για τα επονομαζόμενα ‘Χωριά Συνεργασίας’. Η δομή αυτών των κοινοτήτων συνεταιριστικής παραγωγής θα ήταν αντίθετη με το υπάρχον σύστημα του κέρδους και του ανταγωνισμού: ο διπλός σκοπός αυτών των κοινοτήτων θα ήταν να δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας και να επιφέρουν μία σημαντική αύξηση της κοινωνικής παραγωγής στο σύνολό της.
Αν και εξαιτίας των σχεδίων και των αιτημάτων του ο Owen αντιμετώπισε μία σχεδόν ολοκληρωτική απομόνωση, από εκείνο το σημείο και μετά έκανε μεγάλες προσπάθειες να ασκήσει κριτική στο θεωρητικό σύστημα των διανοητών της πολιτικής οικονομίας. Στο έργο του ‘Report to the Country of Lanark’ o Owen ήταν ένας από τους πρώτους που προσπάθησε συστηματικά να εφαρμόσει τη θεωρία της αξίας βάσει της εργασίας για τα συμφέροντα αυτών των ίδιων των εργατικών τάξεων, διαμορφώνοντας έτσι τα θεμέλια της βασικής αρχής του δικαιώματος των εργατών στο ακέραιο της απόδοσης της εργασίας τους, αρχή που επανέρχονταν συνεχώς στο προσκήνιο στη συνέχεια. Αντιτάχθηκε επίσης στις απόψεις του Malthus γύρω από την σχέση ανάμεσα στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και στην αύξηση της υλικής ευημερίας του πληθυσμού. Βασισμένος στις δικές του εμπειρίες στο New Lanark μπορούσε να εκτιμήσει ρεαλιστικά τις δυνατότητες που υπήρχαν για μία επέκταση της παραγωγής μέσα από την τεχνική πρόοδο. Η θεωρία του της επίδρασης του περιβάλλοντος στην προσωπικότητα, ενδυναμωμένη από τις εκπαιδευτικού χαρακτήρα εμπειρίες του, προσέφερε κάποια αληθοφάνεια στον ισχυρισμό του ότι το ποσοστό των γεννήσεων θα μειώνονταν μέσω της παροχής μιας υπεύθυνης εκπαίδευσης και μέσω της βελτίωσης των κοινωνικών σχέσεων.
Όταν συνειδητοποίησε ότι στη Βρετανία δεν ήταν κανείς έτοιμος να υποστηρίξει ενεργά το σχέδιό του για τις κοινότητες των παραγωγών, ο Owen πήγε στην Αμερική και επένδυσε ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας του σε μία συνεταιριστική προσπάθεια με το όνομα ‘Νέα Αρμονία’, η οποία όμως δεν είχε μεγάλη διάρκεια. Το 1829 επέστρεψε στην Αγγλία χωρίς να έχει πια αυταπάτες, έτοιμος όμως να διαδραματίσει έναν ηγετικό ρόλο στο πρόσφατα ενδυναμωμένο συνδικαλιστικό κίνημα. Με τη βοήθειά του, το 1832 ιδρύθηκε μία τράπεζα συναλλαγών βασισμένη στη θεωρία της αξίας βάσει της εργασίας, η οποία διένειμε εργατικό χρήμα και εκτελούσε συναλλαγές βάσει της θεωρίας που προαναφέραμε. Ωστόσο, και αυτό το εγχείρημα δεν μπόρεσε να παραμείνει επιτυχές για μεγάλο διάστημα.
Με την πρώτη ματιά, οι παραγωγικές κοινότητες των Owen και Fourier έμοιαζαν να έχουν πολλά κοινά στοιχεία μεταξύ τους. Εν τούτοις, παρά την ύπαρξη παράλληλων σημείων οι διαφορές τους είναι πράγματι πολύ μεγάλες. Ουσιαστικά ο Fourier παρέμενε ακόμη εγκλωβισμένος στην προ-βιομηχανική εποχή ενώ παράλληλα η κεφαλαιακή σχέση – δηλαδή ο διαχωρισμός των αμοιβών που προορίζονταν για την εργασία από τα κέρδη του κεφαλαίου – ήταν κάτι το οποίο αυτός δεν ήθελε να διαταράξει. Οι συνεταιριστικές ιδέες και των δύο ανδρών είχαν σαν αρχική τους βάση την εντατική καλλιέργεια της γης. Ο Owen όμως έλαβε πολύ περισσότερο υπόψη του τη βιομηχανική παραγωγή. Αυτός ήθελε επίσης να επιτραπεί στο κεφάλαιο να απολαμβάνει μόνο ένα σταθερά προκαθορισμένο όριο οικονομικού οφέλους, ελπίζοντας ταυτόχρονα ότι οι καπιταλιστές θα υιοθετούσαν μία μακροπρόθεσμη θεώρηση των πραγμάτων και θα παραιτούνταν από τα συμφέροντά τους από την στιγμή που θα διαπίστωναν τα πλεονεκτήματα του νέου συστήματος. Δεν είναι μικρότερης σημασίας το γεγονός ότι οι Owen και Fourier διέφεραν μεταξύ τους στο ότι ο Fourier δυσπιστούσε απέναντι στην κρατική εξουσία και ζητούσε μία αποκεντρωμένη δομή με στόχο τη μείωση της παρεμβατικής δυνατότητας του κράτους ενώ ο Owen, από την άλλη πλευρά, είχε μια πολύ πιο θετική σχέση με τους κρατικούς θεσμούς και επεδίωκε να τους πάρει με το μέρος του σαν προστάτες και υποστηρικτές των σχεδίων του.
Παρ’ όλ’ αυτά, τόσο ο Owen όσο και ο Fourier μοιράζονταν από κοινού με άλλους κοινωνικούς μεταρρυθμιστές την πεποίθηση ότι στο τέλος θα επικρατούσε η δύναμη της λογικής, ξεπερνώντας όλες τις διαφωνίες. Για αυτούς, η πάλη των τάξεων δεν αποτελούσε την κινητήρια δύναμη της κοινωνικής αλλαγής αλλά μάλλον μία παροδική έκφραση του ανθρώπινου παραλογισμού που δεν ήταν παρά συνέπεια της εποχής στην οποία ζούσαν.
(ε) Οι Οπαδοί του Owen
Όπως ο Saint-Simon και ο Fourier έτσι και ο Owen είχε έναν αριθμό οπαδών που παρέλαβαν τις ιδέες του και τις ανέπτυξαν – με κάπως τροποποιημένη μορφή ως επί το πλείστον. Ο πιο γνωστός από αυτούς ήταν σίγουρα ο William THOMPSON (1783-1833). Με βάση την αρχή του Bentham για την μέγιστη ευτυχία του μέγιστου αριθμού, ο Thompson στήριξε την άποψη του Owen που απέρριπτε τον ανταγωνισμό και προσπάθησε να επιτύχει μία σύνθεση ωφελιμιστικών και συνεταιριστικών ιδεών θεμελιωμένη στην έννοια της συλλογικής κτήσης. Αντίθετα όμως από τον Owen, ο Thompson δεν πίστευε ότι θα ήταν δυνατόν να δημιουργηθεί μία εναλλακτική μορφή οικονομικής οργάνωσης κάνοντας έκκληση γι’ αυτό στο κράτος. Πολύ περισσότερο από ότι ο Owen, αυτός έβλεπε το κράτος σαν έναν θεσμό συγκεκριμένης ταξικής προέλευσης, τα συμφέροντα του οποίου διέφεραν αποφασιστικά από εκείνα των εργατικών τάξεων. Κατά συνέπεια, ο Thompson έδωσε έμφαση στη βασική αρχή των αυτόνομων και ανεξάρτητων εργατικών οργανώσεων, προσβλέποντας επίσης, και πάλι σε αντίθεση με τον Owen, σε μία κοινωνία που θα ήταν οργανωμένη πάνω σε δημοκρατικές αρχές και στην οποία οι εργάτες θα μπορούσαν να συμμετέχουν σε όλες τις αποφάσεις.
Στα πλαίσια της ανάπτυξης της θεωρίας του, ο Thompson έλαβε πολύ περισσότερο από τον Owen υπόψη του τα συμφέροντα και το επίπεδο συναίσθησης των εργατών. Υποστηρίζοντας τα δημοκρατικά αιτήματα των κατώτερων τάξεων και συμπεριλαμβάνοντάς τα στο μοντέλο του κατόρθωσε στη δεκαετία του 1820 να καταστήσει δημοφιλή τα σχέδια του Owen και να αποκτήσει πολλούς υποστηρικτές. Εν τούτοις, αυτό που μοιράζονταν από κοινού με τον Owen ήταν η ψευδαίσθηση ότι το ιδανικό μιας κοινωνίας βασισμένης σε συνεταιριστικούς θεσμούς θα μπορούσε τελικά να επιτευχθεί ακόμη και ενάντια στη θέληση του κράτους. Ακριβώς όπως ο φιλάνθρωπος του Lanark, ο Thompson πίστευε ότι ο θρίαμβος της συνεταιριστικής τάξης πραγμάτων έναντι του καπιταλισμού θα ήταν κάτι φυσικό και αναπόφευκτο.
Όπως και ο Fourier, ο Thompson συνέταξε μία λεπτομερή μελέτη της μελλοντικής οργάνωσης των παραγωγικών συνεταιρισμών και υπήρξε ένας εξέχων πρώιμος υπέρμαχος της απελευθέρωσης των γυναικών.
Το πώς θα επιτυγχάνονταν στην πράξη η νέα κοινωνία παρέμενε ένα ανοιχτό ερώτημα το οποίο είτε άφηναν κατά μέρος οι υπόλοιποι υποστηρικτές των ιδεών του Owen είτε το απαντούσαν με έναν τρόπο που δεν λάμβανε υπόψη του τις αντιτιθέμενες δυνάμεις. Έτσι, οι John GRAY (1799-1850), John F. BRAY (1809-1895) και Minter MORGAN (1782-1864), για να αναφέρουμε μόνο τους σημαντικότερους, συμφωνούσαν όλοι μεταξύ τους ότι ο ανταγωνιστικός καπιταλισμός κατέστρεψε την ανθρωπότητα και δημιούργησε αξεπέραστα εμπόδια για την ανθρώπινη αυτοεκπλήρωση. Ήταν όλοι τους αντίθετοι με τις βασικές αρχές της αστικής πολιτικής οικονομίας – κυρίως όταν μετά τον θάνατο του Ricardo οι οικονομολόγοι άρχισαν να ενδιαφέρονται πρωταρχικά για τη διατήρηση της καθεστηκυίας τάξης και ένας μονότονος απολογητικός λόγος αντικατέστησε την κριτική δυνατότητα που σαφώς εμπεριείχε η θεωρία του ίδιου του Ricardo. Οι υποστηρικτές του Owen εναντιώθηκαν στο υπάρχον σύστημα της ατομικής ιδιοκτησίας καλώντας τους εργάτες να ενωθούν στην επιδίωξη των δίκαιων συμφερόντων τους και απαιτώντας την αναδιοργάνωση του συστήματος των συναλλαγών σύμφωνα με την θεωρία της αξίας βάσει της εργασίας.
Ωστόσο, άσχετα με το πόσο εύλογες ήταν οι θεωρίες τους στην λεπτομέρειά τους και πόσο σωστή η κριτική που ασκούσαν στους αστούς οικονομολόγους, οι απόψεις τους για το πώς θα μπορούσε να αλλάξει η κοινωνία στην πράξη παρέμεναν ασαφείς και ουτοπικές, όπως και οι ιδέες τους για μία ‘δίκαιη’ κοινωνική τάξη πραγμάτων. Η αρχή τους ότι ο κάθε εργάτης θα έπρεπε να απολαμβάνει στο ακέραιο την αξία της εργασίας του έκανε σαφές το γεγονός ότι αυτοί δεν είχαν αναγνωρίσει τη συγκεντρωτική τάση του καπιταλισμού όσον αφορά την παραγωγή, πράγμα που καθιστούσε πλέον αδύνατη την κατανομή του προϊόντος της εργασίας πάνω σε ατομική βάση. Αντίστοιχα, υπέθεταν ότι αυτό που οραματίζονταν σαν μία δίκαιη οικονομική οργάνωση θα μπορούσε να δημιουργηθεί μέσα από μία μεταρρύθμιση του νομισματικού συστήματος ή μέσα από παρεμβάσεις στον διανεμητικό τομέα, και ως εκ τούτου δεν λάμβαναν υπόψη τους το γεγονός ότι το μεγαλύτερο εμπόδιο για την πραγματοποίηση των σχεδίων τους ήταν αυτές οι ίδιες οι άρχουσες τάξεις.
3. Οι ατομικιστικής κατεύθυνσης αντι-καπιταλιστές θεωρητικοί
Εξετάζοντάς το με αυστηρότητα, θα λέγαμε ότι οι θεωρητικοί που απέρριπταν τόσο τον καπιταλισμό όσο και την ιδέα ενός συστήματος που θα ήταν βασισμένο στη σύμπραξη των παραγωγών δεν έκαναν καμία άμεση συνεισφορά στον χώρο της σοσιαλιστικής οικονομικής σκέψης. Ωστόσο, αυτοί οι θεωρητικοί συμπεριλάμβαναν στους κόλπους τους ορισμένους από τους πιο διακεκριμένους επικριτές της πολιτικής οικονομίας. Έτσι, αν δεχθούμε ότι τόσο η κριτική της κοινωνίας των αστών όσο και η κριτική των οικονομικών θεωριών που αυτοί αποδέχονταν αποτέλεσαν τη βάση που δημιούργησε τις προϋποθέσεις για τη διατύπωση σοσιαλιστικών ιδεών, τότε φαίνεται λογικό και απαραίτητο να κάνουμε εδώ μία σύντομη συζήτηση γύρω από τις ιδέες εκείνων των αντι-καπιταλιστών που υιοθέτησαν μία ατομικιστική προσέγγιση.
Η απελευθέρωση των καταπιεσμένων και εκμεταλλευόμενων τάξεων ήταν ο πρωταρχικός στόχος της σκέψης και της πράξης όλων εκείνων που αντιμάχονταν την κοινωνία των αστών. Εν τούτοις, αυτοί πίστευαν ότι μπορούσαν να φθάσουν στον αντικειμενικό τους στόχο με διαφορετικά μέσα και ακολουθώντας διαφορετικά μονοπάτια. Οι υποστηρικτές των συνεταιριστικών μεθόδων παραγωγής αντιλαμβάνονταν το υπάρχον σύστημα του ανταγωνισμού σαν το κλειδί που θα καθιστούσε εφικτή ή ανέφικτη την κοινωνική απελευθέρωση. Για εκείνους, η απελευθέρωση της ανθρωπότητας φαίνονταν εφικτή μόνο μέσα από την κατάργηση του ατομικού οικονομικού ανταγωνισμού – η κοινή συλλογική δράση αποτελούσε τη μοναδική εγγύηση ότι θα έσπαζαν τα υποστυλώματα που στήριζαν την αδικία και ότι θα έπαυε να υπάρχει η αντίθεση μεταξύ πλούτου και δυστυχίας.
Ήταν στα πλαίσια αυτού του θέματος που ήρθε στην επιφάνεια η βασική διαφορά που υπήρχε ανάμεσα στους συνεταιριστικής και ατομικιστικής προσέγγισης αντι-καπιταλιστές. Οι Hodgskin και Proudhon προσπάθησαν επίσης να παρουσιάσουν μεθόδους για μία πιθανή κατατρόπωση της φτώχειας, και εξαιτίας των αντιθέσεων που αυτοί απέδειξαν ότι υπήρχαν μεταξύ του πλούτου, από τη μία πλευρά, και της υλικής ένδειας, από την άλλη, απέρριψαν τον βιομηχανικό καπιταλισμό με τον ίδιο αποφασιστικό τρόπο που το έκαναν ο Owen και ο Fourier. Σε αντίθεση όμως με τους τελευταίους, ο Hodgskin και ο Proudhon θεωρούσαν τον ανταγωνισμό σαν ένα απαραίτητο στοιχείο κάθε μορφής κοινωνίας που θα είχε σαν βάση της ανθρώπινης κοινοτικής ζωής τη δικαιοσύνη και την ελευθερία, όντας υποψιασμένοι ότι ένα σύστημα παραγωγής που θα στηρίζονταν σε συνεταιρισμούς θα συνεπάγονταν από μόνο του νέες μορφές εξάρτησης και καταναγκαστικών δεσμών. Αντίστοιχα, αυτοί είχαν τον φόβο ότι στα πλαίσια μιας τέτοιας μορφής παραγωγής θα χάνονταν το προσωπικό κίνητρο.
Η ανάμιξη του κράτους σαν μέσο επιβολής της μετάβασης από μία αστική καπιταλιστική κοινωνία σ’ αυτό που προβάλλονταν σαν μία δίκαιη μελλοντική κοινωνία ήταν κάτι στο οποίο οι ατομικιστές εναντιώνονταν ακόμη πιο έντονα. Στον βαθμό που θεωρούσαν ότι ήταν το κράτος και οι θεσμοί που το στήριζαν που είχαν την ευθύνη για τις κοινωνικές ατέλειες, αυτοί είτε έφθασαν κοντά σε αναρχικού τύπου ιδέες, όπως για παράδειγμα ο Hodgskin, είτε υποστήριξαν απροκάλυπτα την αναρχία σαν το μέσο πραγμάτωσης μιας κοινωνικής πραγματικότητας απαλλαγμένης από τον δεσποτισμό, όπως για παράδειγμα ο Proudhon.
Απόψεις σαν κι’ αυτές δεν ήταν κάτι το καινούριο. Στηριζόμενος στις ιδέες της Αναγέννησης, ο William Godwin είχε ήδη αποδώσει τον συγκεντρωτισμό των οικονομικών και πολιτικών εξουσιών στην ύπαρξη των κρατικών θεσμών και είχε θεωρήσει την κατάργησή τους σαν την απαραίτητη προϋπόθεση για οποιαδήποτε μορφή μη κυριαρχικής κοινωνικής οργάνωσης. Όπως και στην περίπτωση του Thomas Paine πριν από αυτόν, η κριτική που άσκησε ο Godwin στις αστικές κοινωνικές συνθήκες επεκτείνονταν επίσης και στο θέμα της ιδιοκτησίας και της συνταγματικής θέσπισής της. Κατά τη γνώμη του Godwin, ο τρόπος κατανομής της ιδιοκτησίας παρείχε το κλειδί για την επίλυση του προβλήματος της ‘πολιτικής δικαιοσύνης’. Σε αντίθεση όμως με τον Paine, ο Godwin δεν στόχευε στη διάσπαση της συγκεντρωμένης οικονομικής δύναμης μέσα από τον διαμερισμό της γης αλλά, αντίθετα, εξέφραζε την πεποίθηση ότι η αυτή καθαυτή η εξάπλωση της λογικής και της κατανόησης θα άνοιγε τον δρόμο σε μια ισότιμη και αναρχική κοινωνία. Πίστευε ότι, από τη στιγμή που αυτή η κατάσταση θα είχε πλέον διαμορφωθεί κανείς δεν θα είχε κάποιο συμφέρον για την απόκτηση προσωπικού πλούτου, ενώ ταυτόχρονα θα γίνονταν επίσης περιττή κάθε μορφή κρατικού θεσμού που θα είχε σαν στόχο τη ρύθμιση των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων.
Οι Piercy RAVESTONE (απ. 1830) και Thomas Hodgskin είχαν πιθανά επηρεαστεί αποφασιστικά από τις ιδέες του Godwin, αλλά ενδιαφέρθηκαν περισσότερο από αυτόν για τις διαπιστώσεις που έκαναν οι αστοί οικονομολόγοι. Συγκεκριμένα, αυτοί παρακινήθηκαν από τη θεωρία της αξίας βάσει της εργασίας του Ricardo, με την έννοια ότι προσπάθησαν να βρουν μία διαφορετική ερμηνεία γι’ αυτήν την θεωρία από εκείνη στην οποία βασίζονταν το έργο του Ricardo – μία ερμηνεία η οποία, αντίθετα από την ερμηνεία του ίδιου του Ricardo, δεν δικαίωνε το καπιταλιστικό σύστημα. Έδειξαν ότι η θεωρία της αξίας βάσει της εργασίας οδηγούσε στο αναπόφευκτο συμπέρασμα πως τόσο τα ενοίκια όσο και οι τόκοι συνιστούσαν αδικαιολόγητες παρακρατήσεις από την αξία του προϊόντος που παρήγαγαν οι εργάτες και μόνο αυτοί. Από αυτό κατέληξαν επαγωγικά στο αίτημα ότι το συνολικό προϊόν ανήκε στους εργάτες και γι’ αυτό θα έπρεπε να επιστρέφεται σ’ αυτούς. Παρ’ όλ’ αυτά, εκείνο που τόσο ο Hodgskin όσο και ο Ravestone ήθελαν ουσιαστικά να καταργηθεί ήταν μόνο οι υπερβολές του καπιταλισμού – και ιδιαίτερα η εκμετάλλευση και η ύπαρξη μιας παρασιτικής κεφαλαιουχικής τάξης. Αντίθετα, έβρισκαν αρκετά αποδεκτό τον πυρήνα του καπιταλιστικού συστήματος – δηλαδή μια κοινωνία ανεξάρτητων ατόμων οι οποίοι σαν παραγωγοί βρίσκονταν σε αμοιβαίο ανταγωνισμό ο ένας με τον άλλο – και στην πράξη επιθυμούσαν τη διατήρησή του.
Όπως και άλλοι σύγχρονοί τους κριτικοί των κυρίαρχων οικονομικών θεωριών, ο Ravestone και ο Hodgskin επεσήμαναν επίσης ότι υπήρχε ένας στενός δεσμός που συνέδεε την αύξηση του πληθυσμού με εκείνη των αποθεμάτων ειδών διατροφής. Η πληθυσμιακή θεωρία του Malthus, η οποία είχε αρνηθεί την ύπαρξη αυτού του δεσμού, ήταν επομένως λανθασμένη και παραπλανητική.
Οι Ravestone, Hodgskin και Proudhon πίστευαν ότι αυτό που θα πλησίαζε περισσότερο το μοντέλο μιας ιδανικής κοινωνίας θα ήταν μία χώρα που θα αποτελούνταν από χειροτέχνες κατασκευαστές και από μικροκαλλιεργητές. Είναι κατανοητό λοιπόν το γεγονός ότι δεν είχαν καμία απολύτως απήχηση σ’ αυτούς τα σχέδια του Owen. Αυτοί ήταν από τη μία πλευρά σκεπτικιστές και επικριτικοί σε ότι αφορούσε την εργοστασιακής βάσης παραγωγή που υποστήριζε και εφάρμοζε ο ίδιος ο Owen, και από την άλλη είναι πιθανό να συμμερίζονταν την κρίση του μικρο-αστού δημοκρατικού υποκινητή William OBBETT (1762-1835) ο οποίος είχε στιγματίσει τα εργοστάσια συνεταιριστικής παραγωγής του Owen παρουσιάζοντάς τα σαν τα πτωχοκομεία του μέλλοντος.
Ανάμεσα στις διάφορες υποδιαιρέσεις των αντι-καπιταλιστών θεωρητικών άρχισε σύντομα να αναδύεται μία σφοδρή ορισμένες φορές αντιπαράθεση γύρω από τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα των διαφορετικών μορφών οργάνωσης της εργασίας. Έτσι, το 1827 ο Thompson αντέταξε στο ιδανικό του Hodgskin για μία κοινωνία ανεξάρτητων παραγωγών την δική του συνεταιριστική αρχή. Λίγο αργότερα, από την άλλη πλευρά, ο Proudhon επέκρινε την αντίληψη που είχαν οι σοσιαλιστές για τους συνεταιρισμούς και για την οργάνωση της εργασίας. Από το 1840 ακόμη, στο βιβλίο του What is Property (Τι είναι ιδιοκτησία), ο Proudhon είχε αντιταχθεί έντονα στο κεφαλαιουχικό εισόδημα που δεν βασίζονταν στην εργασία και είχε τονίσει τα πλεονεκτήματα που ισχυρίζονταν ότι θα είχε μία κοινωνία ανεξάρτητων μικροπαραγωγών. Αργότερα επίσης, αυτός ισχυρίσθηκε κατ’ επανάληψη ότι τόσο η συνεταιριστική παραγωγή όσο και η ενεργή χρησιμοποίηση του κράτους για τη δημιουργία αυτού που θεωρούνταν ότι θα συνιστούσε μία σοσιαλιστική κοινωνία θα έθεταν σε κίνδυνο, αν δεν κατέπνιγαν εντελώς, την ελευθερία του ατόμου. Σε αντίθεση λοιπόν με τέτοιου είδους προτάσεις, ο Proudhon συνιστούσε την αμοιβαία αρωγή με πίστωση μέσω μίας τράπεζας συναλλαγών η οποία θα λειτουργούσε χωρίς καμία χρέωση τόκων. Παράλληλα μ’ αυτό, απαιτούσε τη ραγδαία μείωση των φόρων και των τελωνειακών δασμών και την κατάργηση του χρήματος. Μ’ αυτόν τον τρόπο ο Proudhon υπέθετε ότι μία αναδιάρθρωση της καπιταλιστικής κοινωνίας όφειλε να αρχίσει με μία μαζική παρέμβαση στη οικονομική σφαίρα της κυκλοφορίας. Στη συνέχεια, μια τέτοιου είδους παρέμβαση θα επιδρούσε άμεσα και στη σφαίρα της παραγωγής και θα άλλαζε, κατά συνέπεια, τη βάση της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων προς την επιθυμητή κατεύθυνση.
Η θεωρία του Proudhon ήταν περισσότερο στραμμένη προς το παρελθόν παρά προς το μέλλον. Η συγκεκριμένη του αντίληψη για μία μορφή παραγωγής που θα είχε σαν βάση της τους μικροκαλλιεργητές και τους χειροτέχνες κατασκευαστές αποδεικνύει τη στενή σχέση των ιδεών του με εκείνες των Ravestone και Hodgskin. Κανείς τους δεν μπορούσε να φανταστεί ότι η τάση για μαζική και εργοστασιακή παραγωγή δεν ήταν δυνατόν να σταματήσει και ότι η παράλληλη αύξηση του προλεταριάτου που την συνόδευε θα έκανε την πάλη των τάξεων να γίνει το αποφασιστικό μέσο για την κοινωνική αλλαγή. Τόσο ο Hodgskin όσο και ο Proudhon πίστευαν ότι ήταν λάθος να προσπαθεί κανείς να επιφέρει την κοινωνική αλλαγή μέσω του σχηματισμού εργατικών συμμαχιών και συνδικάτων, και αυτό, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, δείχνει πόσο σοβαρό λάθος έκαναν στην κατανόησή τους τόσο της πραγματικής κατάστασης όσο και των τρόπων με τους οποίους θα μπορούσε αυτή να αλλάξει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Τα url του θείου Ισιδώρα