Εθνος, εθνότητα, εθνικότητα
Για να δούμε το μέλλον με
σύνεση, να περισταλούν οι μυκτηρισμοί και η αμετροέπεια στον δημόσιο
περί Μακεδονικού λόγο, χρειάζονται θέσεις κατέναντι αυτο-επιβεβαιωτικών
προλήψεων και ανεπιεικών αλληλοκατηγοριών. Ξαναφάνηκε φυσικά πως οι
λέξεις είναι αιχμηρά όπλα πολιτικού ανταγωνισμού, ανυπότακτα στην
πειθαρχία της επιστημονικής ανάλυσης. Η νοηματοδότηση αλλά και η
παρανόηση των όρων έθνος, εθνότητα, εθνικότητα, εθνική ταυτότητα,
εξαρτάται εν πολλοίς από το πώς κάποιος κατανοεί τη σχέση έθνους και
εθνικισμού.
Συγκαταλέγομαι σε εκείνους που θεωρούν ότι, ως πολιτική ιδεολογία των
Νέων Χρόνων, ο εθνικισμός προηγείται του έθνους. Αυτό σημαίνει ότι: α)
Το έθνος ως πολιτική κοινότητα ανθρώπων είναι παιδί της νεωτερικότητας,
είναι ένας από τους πολλούς τρόπους πολιτικής οργάνωσης της αλληλεγγύης
και συνεργασίας μέσα στην Ιστορία. β) Το έθνος δεν είναι μια αυθαίρετη
κοινωνική κατασκευή. Ναι μεν ο εθνικισμός κάνει το έθνος, πλην όμως όχι
τυχαία και εκ του μηδενός.
Ο εθνικισμός ενορχηστρώνει, αναδιατάσσει και μετασχηματίζει
προϋπάρχον εθνοτικό/πολιτισμικό υλικό, δηλαδή ιστορικές εμπειρίες,
μνήμες και συνήθειες προσδίδοντάς τους ένα μεθύστερο αναδρομικό συμπαγές
νόημα. Σε αντίθεση προς το έθνος και την εθνική συνείδηση, εθνότητες
και εθνοτική συνείδηση υπήρχαν πάντα στην Ιστορία. Η διαφορά της
εθνότητας/εθνοτικής ομάδας από το έθνος/εθνική ομάδα έγκειται στο ότι
μονίμως η δεύτερη συγκροτείται από την επιλογή και την ανανοηματοδότηση
συστατικών στοιχείων της πρώτης.
Ετσι, διά του εθνικισμού το έθνος υφίσταται ως μια ιστορική ασυνέχεια
που φανερώνεται ως συνέχεια, ως κάτι που ήταν, είναι και θα είναι.
Ουσιαστικά όμως συνιστά ένα πλάσμα, μια φαντασιακή/νοερή οριζόντια
αδελφότητα, μια ζωτική παραδοχή που κατασκευάζει τον κοινωνικό μας
κόσμο, μια πραγματική «αυταπάτη», είναι όπως η Ελένη του Ευριπίδη: μια
«νεφέλη» που ωστόσο μας δεσμεύει ηθικά, συναισθηματικά και πολιτικά,
εφόσον μετατρέπεται σε υλική δύναμη και «παράγει» Ιστορία.
Οι διανοούμενοι του εθνικισμού και το εκάστοτε εκπαιδευτικό σύστημα
κατασκευάζουν την παράδοση του κάθε έθνους από πολιτισμικά στοιχεία του
παρελθόντος, επιλέγοντας, συνδυάζοντας, μετατρέποντας, ανασυνθέτοντας,
και ιεραρχώντας τα κατά τέτοιο τρόπο ώστε το έθνος να εμφανίζεται ως
έχον μια αδιάλειπτη ιστορική συνέχεια. Συνεπώς, εν αντιθέσει προς την
εθνότητα, το έθνος εμφανίζεται στη νεωτερικότητα ως ένα ιδιαίτερο είδος
κοινωνικού δεσμού: μια πολιτική «φαντασιακή» κοινότητα που είναι
κυριαρχικά οργανωμένη σε μια ορισμένη επικράτεια και συνιστά την ύπατη
συλλογική ταυτότητα των μελών της.
Οι εθνότητες ωστόσο διαθέτουν τις δικές τους αντιστάσεις. Οσο πιο
πολυεθνοτική είναι μια παραδοσιακή κοινωνία (π.χ. τα Βαλκάνια του 19ου
αιώνα), τόσο περισσότερο αυξάνονται οι δυσκολίες αφομοίωσης των
εθνοτικών πληθυσμών σε μια ενιαία εθνική ταυτότητα. Εκ παραλλήλου,
αυξάνονται οι πιθανότητες διαφορετικές εθνοτικές ομάδες να ενταχθούν
στην προοπτική διαφορετικών εθνικιστικών σχεδίων ανάλογα με τον
συσχετισμό κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων.
Ως μη νομική έννοια, η εθνικότητα είναι και αυτή γέννημα της
νεωτερικότητας. Ορίζεται δε ως μια «φαντασιακή» κοινότητα που επιδιώκει
να οργανωθεί σε κυριαρχική επικρατειακή ομάδα και να αναγνωριστεί ως
έθνος από τη διεθνή κοινωνία. Αλλιώς διατυπωμένο, η εθνικότητα είναι μια
διά του εθνικισμού πολιτικοποιημένη εθνότητα που επιδιώκει να γίνει
έθνος. Θα υπέθετε κανείς πως η σειρά εμφάνισης των εν λόγω ιστορικών
μορφωμάτων είναι: εθνότητα - εθνικότητα - έθνος(-κράτος).
Κάτι τέτοιο όμως δεν ισχύει. Οπως τα έθνη, έτσι και οι εθνικότητες,
δεν προηγούνται του εθνικισμού, αλλά αντίθετα είναι παράγωγά του. Ούτε
όμως οι εθνικότητες προηγούνται των εθνών (των «δικών» τους εθνών, όχι
όμως του έθνους εν γένει). Ως θεσμική έκφραση και συνειδησιακό
περιεχόμενο υφίστανται εφόσον και καθόσον έχουν ήδη υπάρξει τα ιστορικά
εκείνα κοινωνικά σύνολα που ορίζονται και αυτο-ορίζονται ως «έθνη». Ως
έννοια και ως κοινωνική πραγματικότητα, λογικά και χρονολογικά, η
εθνικότητα εξαρτά την υπόστασή της από το έθνος. Οι εθνικότητες είναι
δορυφόροι των εθνών, δεν είναι όμως «προστάδια» του έθνους.
Πριν από την εμφάνιση των εθνών, οι συλλογικότητες που εκ των υστέρων
αποκλήθηκαν και αυτο-ορίστηκαν ως «εθνικότητες» θεσμίζονταν βάσει άλλων
κριτηρίων (θρησκεία, μύθοι, παραδόσεις κ.ά.). Ο ορισμός και
αυτο-ορισμός τους ως «εθνικοτήτων» είναι αποτέλεσμα μιας συμβολικής
ανασυγκρότησης του παρελθόντος μέσα από το κύριο σημαίνον του
εθνικισμού: το έθνος.
Συνεπώς, οι εθνικότητες είναι λάθος να κατανοούνται ως ενδιάθετα στην
Ιστορία «πρωτο-εθνικά» μορφώματα, ως δυνάμει έθνη που αναμένουν την
κατάλληλη στιγμή για να αφυπνιστούν. Είναι επίσης προφανές ότι σε
διεθνές επίπεδο, ο ορισμός και η αναγνώριση μιας εθνικότητας είναι
αποτέλεσμα πολιτικής (και άρα εξουσιαστικής) «διαπραγμάτευσης».
Ανάλογα με τον συσχετισμό των δυνάμεων, η «διαπραγμάτευση» αυτή
άλλοτε αφορά την υπεξαίρεση, άλλοτε την απάρνηση, και άλλοτε την
κατάφαση της εθνικής ταυτότητας ολόκληρων λαών (και των ηγεσιών τους
βεβαίως). Διότι ναι μεν ο κάθε εθνικισμός προϋποθέτει και εξαρτάται από
άλλα έθνη, πλην όμως τίθενται προϋποθέσεις στο ποια και πόσα θα είναι
αυτά. Ετσι, όταν η διεθνής κοινωνία αναγνωρίσει την ύπαρξη μιας
εθνικότητας, αναγνωρίζει ταυτοχρόνως και το δικαίωμά της να υπάρξει και
ως έθνος, και κατ’ επέκταση ως εθνικό κράτος.
* Καθηγητής Πολιτικής Κοινωνιολογίας και Επικοινωνίας στο ΕΚΠΑ, πρόεδρος του ΕΚΚΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου