Στο συγκεκριμένο βιβλίο, ο Löwy επιχειρεί μια δικιά του ανάγνωση του έργου του Benjamin Για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας
(1940). Μια ανάγνωση που προσπαθεί να δει πέρα από τις τρεις κυρίαρχες
σχολές ερμηνευτικής των θέσεων, τις οποίες αναπτύσσει ο Benjamin στο
συγκεκριμένο έργο. Δηλαδή:
Α) Την Υλιστική σχολή, κατά την οποία ο W.B. είναι ένας μαρξιστής και οι θεολογικές του διατυπώσεις πρέπει να θεωρηθούν ως μεταφορές.
Β) Τη Θεολογική σχολή, κατά την οποία ο W.B. είναι πάνω από όλα ένας Εβραίος θεολόγος και ο μαρξισμός του είναι απλώς ορολογία.
Γ) Την σχολή των Αντιφάσεων,
κατά την οποία η προσπάθεια του W.B. να συμβιβάσει τον υλισμό με το
μεσσιανισμό είναι αποτυχημένη, αφού αυτά τα δύο ζεύγη είναι ασύμβατα.
Στην ανάγνωση του Löwy o W.B. είναι ταυτόχρονα μαρξιστής και θεολόγος
και προσπαθεί να ξεπεράσει τις αντιφάσεις αυτών των δυο αντιλήψεων με το
να τις επανερμηνεύει, να τις μεταμορφώνει, να τις τοποθετεί σε μια
σχέση αμοιβαίας διαύγασης. Δεν ξέρω εάν η ερμηνεία του Löwy είναι η πιο
κοντινή σε αυτό που ήθελε να διατυπώσει ο ίδιος ο W.B. με τις θέσεις
του. Νομίζω, όμως, ότι αυτό που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι η
ουσία αυτής της ερμηνείας, και όχι το πόσο αποδίδει ή όχι το πνεύμα του
W.B.
Έχει, όμως, σημασία να δούμε το ιστορικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο ο W.B. γράφει τις θέσεις Για τη Φιλοσοφία της ιστορίας
στις αρχές του 1940, λίγο πριν την προσπάθεια του συγγραφέα να ξεφύγει
από την Γαλλία του Vichy. Μερικούς μήνες μετά, ο Benjamin αυτοκτονεί στα
γαλλοϊσπανικά σύνορα το Σεπτέμβρη του 1940, ενώ έχει εμπιστευτεί το
χειρόγραφο στην Χάννα Άρεντ, με την παραγγελία να το παραδώσει στους
Αντόρνο και Χορκχάιμερ, τους εξόριστους στις ΗΠΑ στοχαστές της Σχολής
της Φρανκφούρτης. Έχει προηγηθεί η άνοδος του φασισμού και του ναζισμού
στην Ευρώπη, την οποία η ευρωπαϊκή αριστερά (τόσο η σοσιαλδημοκρατία,
όσο και τα ορθόδοξα κομμουνιστικά κόμμα) όχι μόνο δεν κατάφεραν να
αναχαιτίσουν, αλλά σε μεγάλο βαθμό υποτίμησαν ως κίνδυνο (είναι
χαρακτηριστικό ότι το 1933 το Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα ήταν
πεπεισμένο ότι η νίκη του Χίτλερ ήταν εφήμερη). Ήδη αποτελούν ιστορία
και το γερμανοσοβιετικό σύμφωνο μη επίθεσης τον Αύγουστο του 1939 και η
κατοχή του μεγαλύτερου μέρους της Ευρώπης από τα ναζιστικά στρατεύματα.
Εάν
βρίσκω αρκετά ενδιαφέρον να ασχοληθεί κανείς με τις θέσεις του Benjamin
και την ανάγνωση του Löwy, αυτό οφείλεται στο ότι ανοίγουν μια σειρά
από κριτικές θεωρήσεις πάνω σε αντιλήψεις, οι οποίες σε μεγάλο βαθμό,
ακόμα και σήμερα, είναι υπολογίσιμες μέσα στo ριζοσπαστικό
αντικαπιταλιστικό κίνημα. Πρόκειται για ζητήματα όπως ο ντετερμινισμός, ο
θετικισμός, η ιδεολογία της προόδου, ο ιστορικισμός. Η επίθεση του W.B.
στο συντηρητικό ιστορικισμό, το σοσιαλδημοκρατικό εξελικτισμό και το
χυδαίο υλισμό φαίνεται να έχει τη σημασία της ακόμα και στις μέρες μας. Η
επίθεση του W.B. στην ιδεολογία της προόδου δε γίνεται στο όνομα του
παρελθοντολογικού συντηρητισμού, αλλά στο όνομα της επανάστασης. Σε ένα
από τα πρώτα άρθρα του W.B., δημοσιευμένο το 1913, με τίτλο Ramantik
επαναλαμβάνει πολλές από τις στιγμές της ρομαντικής κριτικής στη
νεωτερικότητα, που όμως είναι κοινές με την επαναστατική κριτική στη
νεωτερικότητα- τη μεταμόρφωση των ανθρώπινων όντων σε «μηχανές για
εργασία», την υποβίβαση της εργασίας σε μια απλή τεχνική, την
απελπισμένη υποταγή των ανθρώπων στον κοινωνικό μηχανισμό, την
αντικατάσταση των «ηρωικών επαναστατικών προσπαθειών του παρελθόντος»
από την θλιβερή πορεία (μια πορεία σαν του κάβουρα) της εξέλιξης και της
προόδου.
Στις θέσεις για τη
φιλοσοφία της ιστορίας, ο Benjamin επιτίθεται στο σοσιαλδημοκρατικό
μαρξισμό, μείγμα θετικισμού, δαρβινικού εξελικτισμού και τελετουργίας
της προόδου. Ο στόχος του είναι να εμβαθύνει και να ριζοσπαστικοποιήσει
την αντίθεση ανάμεσα στο μαρξισμό και τις αστικές φιλοσοφίες της
ιστορίας, να οξύνει την επαναστατική δυνατότητα της και να ανυψώσει το
κριτικό περιεχόμενο. Και, όπως επισημαίνει και ο Löwy, βρίσκει ένα
στήριγμα στο έργο του Καρλ Κορς, ενός από τους πιο
αξιόλογους στοχαστές του ρεύματος του συμβουλιακού κομμουνισμού. Δεν
είναι, άλλωστε, τυχαίο ότι η στροφή του W.B. στο μαρξισμό συντελέστηκε
όταν διάβασε το βιβλίο του Λούκατς Ιστορία και ταξική συνείδηση.
Ενάντια στο ντετερμινισμό ο Benjamin συλλαμβάνει την επανάσταση όχι ως
το «φυσικό» ή το «αναπόφευκτο» αποτέλεσμα της τεχνικής και επιστημονικής
προόδου (της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων), αλλά ως τη διακοπή
μιας ιστορικής εξέλιξης, η οποία οδηγεί στην καταστροφή. Η τοποθέτηση
του W.B. προσεγγίζει την τοποθέτηση της Rosa Luxemburg και την περίφημη
ρήση της «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα». Ο W.B. είναι από τους λίγους
αριστερούς στοχαστές εκείνης της εποχής που είχε την προαίσθηση των
φρικιαστικών συμφορών, τις οποίες θα γεννούσε η κρίση του βιομηχανικού
και αστικού πολιτισμού. Ο σοσιαλιστικός ντετερμινισμός, που διαπερνούσε
τόσο την σοσιαλδημοκρατία, όσο και τον ορθόδοξο κομμουνισμό, ήταν (και
σε ένα βαθμό είναι ακόμα) ιδεολογικά κυρίαρχος στην ευρύτερη αριστερά.
Πρόκειται για έναν μηχανικό υλισμό, κατά τον οποίο η εξέλιξη των
παραγωγικών δυνάμεων, η οικονομική πρόοδος, οι «σιδερένιοι νόμοι της
ιστορίας» οδηγούν ντε φάκτο στην κρίση του καπιταλισμού και τη νίκη του
προλεταριάτου. Ο Benjamin ασκεί κριτική στο ζήτημα της θεμελιώδους
πίστης του απλού και αναγωγικού μαρξισμού κοινή και στα δυο κύρια
ρεύματα της αριστεράς: η ποσοτική συσσώρευση των παραγωγικών δυνάμεων,
των κεκτημένων του εργατικού κινήματος, του αριθμού των οπαδών και των
ψηφοφόρων του κόμματος, σε ένα γραμμικό κίνημα προόδου, ακαταμάχητο και
«αυτοματικό». Πρόκειται για έναν σοσιαλιστικό ντετερμινισμό που
φιλοσοφικά δε διαφέρει και πολύ από τον αστικό ντετερμινισμό, όπως δυο
χρόνια πριν τις θέσεις για τη φιλοσοφία είχε καταδείξει ο Α. Πάνεκουκ (1938) με το βιβλίο του Ο Λένιν σαν φιλόσοφος.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ιστορική φράση του Λένιν «σοσιαλισμός ίσον
εξελικτισμός» αποδίδει με τον πιο συνεκτικό τρόπο την αντίληψη της
προόδου, με την οποία έρχεται σε αντιπαράθεση ο Benjamin. Η αντιπαράθεση
με αυτό το σοσιαλιστικό ντετερμινισμό, ο οποίος βλέπει την αναπόφευκτη
επικράτηση της άλλης κοινωνίας, έχει νόημα και σήμερα, γιατί η γενιά του
Benjamin μπορεί να ήταν η πρώτη που διαπίστωσε ότι ο καπιταλισμός δε θα
πεθάνει από φυσικό θάνατο, αλλά αυτή η διαπίστωση ακολουθεί πλέον όλες
της μετέπειτα γενιές.
«Λύτρωση»- Δικαίωση/ «Αναμνημόνευση»- Ενάντια στη Λήθη
Στις
θέσεις του Benjamin βασικό ρόλο έχουν οι έννοιες της λύτρωσης και της
αναμνημόνευσης. Ξεκινώντας από την ιουδαϊκή θρησκευτική παράδοση, ο W.B.
ανασκευάζει αυτές τις δύο έννοιες για να μπορέσει να τις εντάξει, ως
δομικά στοιχεία, στη δική του αντίληψη για την επανάσταση. Για τον W.B.,
η λύτρωση δεν αφορά το παρόν, αλλά την αποκατάσταση των αδικιών των
παρελθόντος. Η αδικία είναι ήδη πραγματωμένη και περίκλειστη. Οι
δολοφονημένοι υπήρξαν αληθινά δολοφονημένοι… Η λύτρωση, για να μπορέσει
να πραγματωθεί, πρέπει να επιτευχθεί η αποκατάσταση της οδύνης, της
θλίψης των ηττημένων γενεών και η εκπλήρωση των στόχων, για τους οποίους
έχουν αγωνισθεί και δεν κατάφεραν να επιτύχουν. Όμως, σε αντίθεση με τη
θέση του Benjamin, δεν είναι οι ηττημένοι του παρελθόντος που έχουν
ανάγκη την λύτρωση- δικαίωση (για να χρησιμοποιήσουμε έναν πιο οικείο σε
εμάς όρο), αλλά εμείς στο τώρα. Μέσα από την προσπάθειά μας να
δικαιώσουμε τους επαναστάτες- προγόνους μας, ελπίζουμε ότι ακόμα και εάν
οι δικοί μας αγώνες ηττηθούν, δε θα πάνε χαμένοι, θα δικαιωθούν από
τους αγώνες των επόμενων γενιών των εξεγερμένων απέναντι στην
εκμετάλλευση και την κυριαρχία. Είναι αυτή η ελπίδα της δικαίωσης που
κρατάει σε εγρήγορση την διάθεση για αγώνα, ακόμα και όταν αυτός
φαντάζει τελείως μάταιος. Τελικά, σύμφωνα με τον Michael Löwy, στον
Benjamin και στην διαδικασία της λύτρωσης, όπως την παρουσιάζει: Ο Θεός
είναι απών και το μεσσιανικό έργο έχει εξ ολοκλήρου μεταβιβαστεί στις
ανθρώπινες γενιές. Ο μόνος πιθανός Μεσσίας είναι συλλογικός- είναι η
ίδια η ανθρωπότητα. Η λύτρωση είναι μια αυτολύτρωση, της οποίας μπορούμε
να βρούμε το εκκοσμικευμένο ισοδύναμο στον Marx: Οι άνθρωποί
δημιουργούν την ίδια τους την ιστορία, η χειραφέτηση των εργατών θα
είναι έργο τον ίδιων των εργατών… Στον Benjamin, η βιαιότητα της
προφητικής παράδοσης και η ριζοσπαστικότητα της μαρξιστικής κριτικής
συνενώνονται στην απαίτηση μιας σωτηρίας, που δεν είναι μόνο
αποκατάσταση του παρελθόντος, αλλά και δραστική μεταμόρφωσης του
παρόντος. Υπάρχει, όμως, ένα ακόμα σημείο που έχει μεγάλη σημασία για
τον Benjamin, το οποίο πάει πέρα από την εργατική τάξη και τον
καπιταλισμό και έχει να κάνει με την αποκατάσταση της κοινωνικής αδικίας
σε όλη την ανθρώπινη ιστορία. Το σημαντικό στα μάτια του συγγραφέα των
θέσεων, είναι ότι η τελευταία υποδουλωμένη τάξη, το προλεταριάτο,
αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως τον κληρονόμο των αγώνων όλων των αιώνων
ή των χιλιετιών, τον κληρονόμο των μαχών, στις οποίες ηττήθηκαν οι
σκλάβοι, οι δουλοπάροικοι, οι χωρικοί και οι χειροτέχνες. (Πολύ θα ήθελα
να έχει δίκιο ο W.B., αλλά δεν είμαι και τόσο σίγουρος…).
Η
αναμνημόνευση αποτελεί ένα βασικό στοιχείο της διαδικασίας της
Λύτρωσης. Το να μη χαθούν όχι μόνο τα βάσανα και οι οδύνες των
καταπιεσμένων και των εκμεταλλευομένων, αλλά κυρίως οι αγώνες και οι
εξεγέρσεις τους κάτω από το πέπλο της λήθης που επιβάλλει η ήττα, είναι
αναπόσπαστο κομμάτι του ίδιου του αγώνα για την αποτίναξη της κυριαρχίας
και της εκμετάλλευσης. Οι νικητές γράφουν την ιστορία εξαφανίζοντας
ακόμα και τα σημάδια της ήττας των ηττημένων, η εξουσία τους πρέπει να
σταθεί πάνω στο βάθρο της αιώνιας ταξικής γαλήνης. Μιας γαλήνης που δεν
πρέπει να ταράζουν ούτε καν οι σκιές των εξοντωμένων αγωνιστών του
παρελθόντος. Ακόμα και αυτές οι σκιές αποτελούν την υπενθύμιση ότι, όσο
υπάρχει εκμετάλλευση και κυριαρχία, κάποιοι άνθρωποι θα εξεγείρονται
εναντίον τους. Η αναμνημόνευση του W.B. παίζει το ρόλο της υπενθύμισης.
Για τον Benjamin, γράφει ο Löwy, δεν πρόκειται για τις γενιές που δεν
έχουν ακόμη γεννηθεί, αλλά για τις γενιές που του παρελθόντος και του
παρόντος. Το χρέος μας είναι προς εμάς τους ίδιους και προς τους
ηττημένους τους παρελθόντος, και εάν και εμείς ηττηθούμε, αφήνουμε το
δικό μας χρέος στους επόμενους. Αφήνουμε το χρέος να μη λησμονηθούν οι
αγώνες μας, να μη ματαιωθούν οι ελπίδες μας. Η αναμνημόνευση αποτελεί
μια από τις προϋποθέσεις, για να μπορεί κανείς να αγωνίζεται, χωρίς να
είναι από πριν σίγουρος για την έκβαση του αγώνα, ενώ η ελπίδα ότι το
πέπλο της λήθης δε θα καλύψει μια για πάντα τις πράξεις μας, μας κάνει
να αγωνιζόμαστε χωρίς να έχουμε ανάγκη την πίστη σε ένα ντετερμινισμό
που υπόσχεται την ντε φάκτο επερχόμενη νίκη του προλεταριάτου, τη
Δευτέρα Παρουσία. Η αναμνημόνευση νοηματοδοτεί τον αγώνα εδώ και τώρα,
δίνει περιεχόμενο στο «κανένας αγώνας δεν πάει χαμένος». Η μνήμη αυτή
έχει μια ανατρεπτική ικανότητα, στο βαθμό που δεν είναι εργαλειοποιημένη
στην υπηρεσία μιας οποιαδήποτε εξουσίας.
Ο ρόλος της ταξικής πάλης στον Benjamin
Η
ταξική πάλη στον W.B. απαιτεί ως προϋπόθεση την ταξική συνείδηση. Δεν
αρκεί η τάξη καθ’ εαυτήν, απαιτείται η τάξη δι’ εαυτήν. Ο Benjamin
αποδίδει κεφαλαιώδη σημασία στις πνευματικές και ηθικές δυνάμεις στην
ταξική πάλη, και συνεχίζει ο Löwy, η διακινδύνευση του αγώνα είναι
υλική, αλλά το κίνητρο των κοινωνικών φορέων είναι πνευματικό. Αν δεν
εμψυχωνόταν από ορισμένες ηθικές, ποιότητες, η καταπιεσμένη τάξη δε θα
γνώριζε πώς να αγωνισθεί για την απελευθέρωση της… Η πιο ουσιώδης έννοια
του ιστορικού υλισμού δεν είναι, για τον Benjamin, ο αφηρημένος
φιλοσοφικός υλισμός, είναι η πάλη των τάξεων… Είναι ο τόπος, όπου θεωρία
και πράξη συμπίπτουν.. Σε αντίθεση με τη θέση του Λένιν, όπως αυτή
καταγράφεται στο Τι να κάνουμε κατά τον οποίο η συνείδηση
εισέρχεται στην τάξη «από έξω», από τους θεωρητικούς και τους
διανοούμενους του «κόμματος», ο Benjamin καταθέτει τη θέση ότι το
υποκείμενο της ιστορικής γνώσης είναι η ίδια η αγωνιζόμενη τάξη, η
καταπιεζόμενη τάξη. Αν για τον Μαρξ «η χειραφέτηση της εργατικής τάξης είναι έργο της ίδιας της τάξης», είναι η Ρόζα Λούξεμπουργκ αυτή που το κάνει πιο συγκεκριμένο. Στο βιβλίο της Μαζική Απεργία, Κόμμα και Συνδικάτα,
που αναλύει ότι η συνείδηση της τάξης- άρα και η γνώση- προκύπτουν κατ”
αρχάς από την πρακτική του αγώνα, από την εμπειρική δραστηριότητα της
εργατικής τάξης, γράφει για τη ρώσικη επανάσταση του 1905: «Ένας
χρόνος επανάστασης, έδωσε στο ρώσικο προλεταριάτο τόση μόρφωση, όση δεν
μπόρεσαν τεχνητά να δώσουν στο γερμανικό προλεταριάτο 30 χρόνια
κοινοβουλευτικών και συνδικαλιστικών αγώνων». Ακόμα όμως
παραπέρα, ο Lowy ανακαλύπτει στις θέσεις του W.B. το ζήτημα της
ιδεολογικής ηγεμονίας- Η εξουσία μιας κυρίαρχης τάξης δεν προκύπτει απλά
από την οικονομική και πολιτική της ισχύ, από την κατανομή της
ιδιοκτησίας ή από τις μεταλλαγές του παραγωγικού συστήματος: εμπλέκει
πάντα έναν ιστορικό θρίαμβο στον αγώνα ενάντια στις υποδεέστερες τάξεις.
Το ερώτημα για την ιστορική χρονικότητα
Η
ανοικτή ιστορία Το ζήτημα της Ιστορίας και του Ιστορικού χρόνου είναι
αφετηριακό για τις θέσεις του W.B. Απέναντι στη γραμμική αντίληψη του
Ιστορικού Χρόνου και την εξελικτική ιστοριογραφία, που εκείνη την εποχή
είναι η κυρίαρχη αντίληψη όχι μόνο στις αστικές επιστημονικές
αντιλήψεις, αλλά και στις θεωρητικές απόψεις της σοσιαλδημοκρατίας και
του ορθόδοξου κομμουνισμού, ο Benjamin προσπαθεί μέσα από τις θέσεις του
να καταθέσει μια δικιά του, διαλεκτική αντίληψη για την ιστορία και τον
ιστορικό χρόνο. Μια αντίληψη για την «ανοικτή ιστορία» τόσο ως
δυνατότητα του Παρόντος και του Μέλλοντος, αλλά και ως δυνατότητα
ανάγνωσης και επαναδιαπραγμάτευσης του παρελθόντος. Όσο η ιστορία δε
σταματά, δεν μπορούμε να πούμε την τελευταία λέξη για το παρελθόν. Για
τον W.B., η ιστορία δεν μπορεί να είναι ουδέτερη, δεν μπορεί πολύ απλά
να αναπαριστά το παρελθόν «έτσι όπως ακριβώς ήταν». Η
ουδετερότητα και το ότι η ιστορία είναι μια συνεχής πρόοδος, που
επικαλούνται οι θετικιστές ιστορικοί, δεν είναι απλά ένας μύθος, αλλά
στην πραγματικότητα απλώς τονίζει την άποψη των νικητών. Η ιστορία των
νικητών, όπου οι νίκες των καταπιεστών και των εκμεταλλευτών συνθέτουν
την συνεχή πρόοδο, δεν αποτελεί παρά ένα εργαλείο στα χέρια των τάξεων
που κυριαρχούν. Μέσω αυτής της γραμμικής ιστορικής προόδου, η νίκη του
σύγχρονου εχθρού απειλεί ακόμα και τους νεκρούς, μέσα από την παραποίηση
ή την λησμονιά των αγώνων τους. Για να μη συμβεί αυτό, η ιστορία πρέπει
να παραμένει ανοικτή και στη δυνατότητα της νίκης της επανάστασης, αλλά
και στη δυνατότητα ανασύστασης της ιστορίας των ηττών των καταπιεσμένων
όλων των εποχών, μέσω αυτής της νίκης. Και εδώ ο Löwy χρησιμοποιεί ως
παράδειγμα την εξέγερση των Ζαπατίστας και πώς οι ιθαγενείς αγωνιστές
του EZLN απελευθέρωσαν τις εκρηκτικές ενέργειες του θρύλου του Emiliano
Zapata, αποσπώντας τον από τον κομφορμισμό της επίσημης ιστορίας.
Όπως
η ιστορία για τον W.B. δεν είναι περίκλειστη αλλά ανοικτή, και ο
ιστορικός χρόνος δεν είναι γραμμικός και ποσοτικός, αλλά ασυνεχής και
ποιοτικός. Την στιγμή του κινδύνου, όταν η διαλεκτική εικόνα «λάμπει σαν αστραπή»,
ο ιστορικός- ή ο επαναστάτης- πρέπει να έχει ετοιμότητα, για να αδράξει
αυτή τη μοναδική στιγμή, αυτή τη φευγαλέα και αβέβαιη ευκαιρία
σωτηρίας, πριν είναι πολύ αργά. Η χρονικότητα στον καπιταλισμό είναι
συνεχής και γραμμική, χωρίς τέλος, ούτε ρωγμή, την οποία η επανάσταση (ή
η εξέγερση) διακόπτει με ένα διαλεκτικό άλμα. Η επανάσταση αποτελεί
μια εύθραυστη στιγμή, μια στιγμιαία συναστρία, την οποία πρέπει να
ξέρουμε να την αδράξουμε. Αν στον καπιταλισμό ο χρόνος μετριέται ως ο
ατέρμονος παραγωγικός χρόνος του ρολογιού, με τον οποίο η αέναη
διαδικασία της εκμετάλλευσης και της κυριαρχίας διεκδικεί την αιωνιότητά
της, για τον Benjamin οι εκμεταλλευόμενοι και οι καταπιεσμένοι πρέπει
να μετράνε το χρόνο με τα ημερολόγια, τα ημερολόγια της αντίστασης. Τα
ημερολόγια αντιπροσωπεύουν, για τον Benjamin, το αντίθετο του κενού
χρόνου: είναι η έκφραση ενός ιστορικού χρόνου, ετερογενούς, φορτωμένου
μνήμη και επικαιρότητα. Απέναντι στη χρονικότητα των ρολογιών, απέναντι
σε ένα χρόνο καθαρά μηχανικό, αυτόματο, ποσοτικό, πάντα αναλλοίωτο ως
προς τον εαυτό του, απέναντι στο χρόνο που λειτουργεί ως το μέτρο της
αξίας των εμπορευμάτων, ο Benjamin αντιπαραθέτει τον ιστορικό χρόνο της
επανάστασης ο οποίος εμφανίζεται με τη μορφή των θραυσμάτων που
αποτελούν οι στιγμές της εξέγερσης. Ο ιστορικός χρόνος δεν είναι μια
κενή, αφηρημένη και γραμμική κατηγορία, αλλά είναι αδιαχώριστος από το
περιεχόμενό του (θέση που ο Benjamin αντλεί και από την εβραϊκή
μεσσιανική παράδοση). Ο ιστορικός χρόνος δεν ποσοτικοποιείται, δε
μετριέται ως διάνυσμα, γιατί είναι γεμάτος με πυκνώσεις και αραιώσεις
των γεγονότων και των στιγμών της ταξικής πάλης, είναι ο ποιοτικός
χρόνος του ιστορικού γίγνεσθαι, όπου η κάθε στιγμή έχει άλλη βαρύτητα,
ανάλογα με το περιεχόμενό της. Στο βαθμό που η αντίληψη του γραμμικού,
ποσοτικού χρόνου, γίνεται αντίληψη της ίδιας της αριστεράς, αυτή
επηρεάζει την επαναστατική της διαθεσιμότητα. Περιμένοντας τα «πράγματα
να ωριμάσουν», επιδιδόμενη σε μια «συσσώρευση δυνάμεων» και την ανάπτυξη
των «αντικειμενικών συνθηκών» μεταθέτει την επαναστατική δυνατότητα
διαρκώς στο αύριο. Αλλά κυρίως την μεταθέτει έξω από την ίδια την ταξική
πάλη, έξω από την ανθρώπινη πράξη, στους «νόμους της ιστορίας». Την
μεταθέτει σε μια «αντικειμενική συνθήκη» ανεξάρτητη από τον ίδιο τον
αγώνα. Αυτό που οι επαναστάτες πρέπει να κάνουν, είναι να είναι καλά
προετοιμασμένοι για εκείνη τη μέρα, όπως οι χριστιανοί για τη Δευτέρα
Παρουσία. Αν πιστεύουν ότι γνωρίζουν το μέλλον, είναι ταγμένοι στην
παθητικότητα, στην αναμονή του αναπόφευκτου. Η θέση αυτή του Benjamin
δεν έχει ως αφετηρία ένα επαναστατικό βερμπαλισμό ή μια βουλησιακή
αντιμετώπιση της ιστορίας, όπου όλα εξαρτώνται από την αποφασιστικότητα
και τη θέληση μιας επαναστατικής πρωτοπορίας . Νομίζω ότι η αφετηρία της
βρίσκεται σε εκείνη τη θεώρηση που βλέπει ότι η ταξική πάλη και οι
κοινωνικοί αγώνες δε διαμορφώνουν μόνο την ταξική συνείδηση , αλλά
επιδρούν, μεταβάλλουν την ίδια την καπιταλιστική σχέση, διαμορφώνοντας
σε ένα μεγάλο βαθμό τους όρους για την ανατροπή της. Η ανοιχτότητα της
ιστορίας βρίσκεται μέσα στις δυνατότητες που μπορούν να δημιουργήσουν οι
ίδιοι οι αγώνες, οι απρόσμενες πιθανότητες, οι απρόβλεπτες ευκαιρίες
που μπορούν να εμφανιστούν ανά πάσα στιγμή. Αυτή η θεώρηση βέβαια δεν
αποτελεί κάποια πρωτοτυπία του Benjamin. Έρχεται ως συνέχεια της
κριτικής στη σοσιαλδημοκρατία που άσκησε η Ρόζα Λούξεμπουργκ στο Μεταρρύθμιση ή επανάσταση, όπου κριτικάρει τον Μπερνστάιν και τις κυρίαρχες θέσεις της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας: «η
θεωρία- του Μπερνστάιν- στις πιο κρίσιμες καμπές της πάλης καταδικάζει
το προλεταριάτο σε αδράνεια, δηλαδή στην παθητική προδοσία της ίδιας του
της υπόθεσης».
Επαναστατικός πεσιμισμός/ Να οργανώσουμε τον πεσιμισμό
Ο
Επαναστατικός Πεσιμισμός του W.B. εδράζεται πάνω στις νίκες των
κυρίαρχων τάξεων. Κάθε κυρίαρχος είναι κληρονόμος όλων των νικητών. Όμως
ο επαναστατικός πεσιμισμός των Benjamin είναι γεμάτος από οργή, και όχι
από μελαγχολία. Αντίθετα θεωρεί ότι το μελαγχολικό συναίσθημα της
παντοδυναμίας του πεπρωμένου αφαιρεί κάθε αξία από τις ανθρώπινες
δραστηριότητες. Οδηγεί, κατά συνέπεια, στην ολοκληρωτική υποταγή στην
υπάρχουσα τάξη πραγμάτων. Ο κατ’ εξοχήν μελαγχολικός, κυριευμένος από
την νωθρότητα της καρδίας, είναι ο αυλικός. Η προδοσία είναι το στοιχείο
του, διότι η υποταγή του στο πεπρωμένο τον κάνει πάντα να προσχωρεί στο
στρατόπεδο των νικητών. Εναντίον αυτού του δουλοπρεπή ιστορικισμού
εξεγείρεται ο Benjamin. Για τον ιστορικό, η αρετή συνίσταται στο να
αντιστέκεται στην τυραννία του πραγματικού, να «κολυμπά ενάντια στα κύματα της ιστορίας» και
στο να ξέρει πώς να αγωνίζεται εναντίον τους. Ο επαναστατικός
πεσιμισμός του Benjamin αρνείται την μελαγχολία του πραγματισμού, δεν
αποδέχεται να αναγνωρίσει τους θριάμβους- θηριωδίες των κυρίαρχων ως
ιστορική πρόοδο και ως εξέλιξη του ανθρώπινου είδους. Αυτή η άρνηση,
οδηγεί τον W.B. ακόμα παραπέρα, στο να αρνηθεί την επανάσταση σαν φυσικό
επακόλουθο της πορείας των πραγμάτων, σαν αναπόφευκτη πρόοδο. Γιατί,
ακόμα κι όταν ο ιστορικισμός έχει επαναστατικό προσωπείο, οδηγεί στη
νωθρότητα της προσμονής του επαναστατικού πεπρωμένου. Μια νωθρότητα, σαν
αυτή που υπέδειξαν τα σοσιαλδημοκρατικά και κομμουνιστικά κόμματα και
που οδήγησε στην άνοδο του φασισμού και του ναζισμού. Αντιτάσσεται,
λοιπόν, ο W.B. τόσο στη μελαγχολική μοιρολατρία της «νωθρότητας της καρδίας»,
όσο και στην αισιόδοξη μοιρολατρία της επίσημης αριστεράς, που είναι
βέβαιη για την «αναπόφευκτη» νίκη των «προοδευτικών δυνάμεων».
Η διαλεκτική ανάμεσα στην κουλτούρα και τη βαρβαρότητα/ Να γράψουμε την Ιστορία ανάστροφα
Όμως
οι κυρίαρχες τάξεις δε στηρίζουν την ηγεμονία τους μονάχα στο ότι
γράφουν την ιστορία ως νικήτριες, αλλά και στη συγκρότηση της κυρίαρχης
κουλτούρας με τέτοιο τρόπο, ώστε να εξυπηρετεί τις δικές τους αφηγήσεις
και τα δικά τους συμφέροντα. Δεν υπάρχει κανένα τεκμήριο κουλτούρας που
να μην είναι και τεκμήριο βαρβαρότητας. Αυτή η κριτική θέση του Benjamin
έχει δυο όψεις. Από τη μια, είναι η κουλτούρα των κυρίαρχων που
εμπεριέχει ταυτόχρονα τη βαρβαρότητα της εκμετάλλευσης και της
καταπίεσης. Οι Αψίδες του θριάμβου είναι ένα αξιοσημείωτο παράδειγμα των
μνημείων κουλτούρας, που είναι ταυτόχρονα και αδιάσπαστα μνημεία
βαρβαρότητας τα οποία εξυμνούν τον πόλεμο και την καταστροφή. Η
διαλεκτική ανάμεσα στην κουλτούρα και τη βαρβαρότητα ισχύει επίσης και
για πολλά άλλα πολύτιμα έργα, τα οποία έχουν παραχθεί από την «ανώνυμη
αναγκαστική εργασία» των καταπιεσμένων, όλων των εποχών. Η υψηλή
κουλτούρα δε θα μπορούσε να υπάρχει με την ιστορική της μορφή χωρίς την
ανώνυμη εργασία των άμεσων παραγωγών-σκλάβων χωρικών ή εργατών- των
ίδιων αποκλειόμενων από την απόλαυση των πολιτισμικών αγαθών. Οι
τελευταίοι είναι, λοιπόν, τα «τεκμήρια της βαρβαρότητας», που τους
γέννησε η αδικία της τάξης, η κοινωνική και πολιτική καταπίεση. Η άλλη
όψη, ίσως και πιο σημαντική, αφορά την προσπάθεια αφομοίωσης της
κουλτούρας των ηττημένων, ώστε να την εντάξει στο δικό της οπλοστάσιο
ενάντια στους καταπιεσμένους και τους εκμεταλλευομένους. Σε κάθε
περίπτωση, η κυρίαρχη ελίτ σφετερίζεται- δια των κατακτήσεων ή και με
άλλα βάρβαρα μέσα- την προηγούμενη κουλτούρα και την ενσωματώνει στο
δικό της σύστημα κοινωνικής και ιδεολογικής κυριαρχίας.
Ο
Benjamin αντιμετωπίζει την κουλτούρα ως ένα ακόμα πεδίο της ταξικής
πάλης. Η ιστορία της κουλτούρας πρέπει να ενσωματωθεί στην ιστορία της
πάλης των τάξεων. Η αντίληψη του Benjamin δεν οδηγεί την απαίτηση μιας
«επαναστατικής» ή προλεταριακής κουλτούρας, αλλά στην ανάδειξη και τον
πολλαπλασιασμό των ανατρεπτικών ρωγμών, που συνεχίζουν να υπάρχουν στο
επίπεδο της κουλτούρας. Πρόκειται λοιπόν για την εκ νέου ανακάλυψη των
ουτοπικών ή των ανατρεπτικών στιγμών που βρίσκονται κρυμμένες στην
πολιτιστική «κληρονομιά». Μόνο θραύοντας το πραγμοποιημένο κέλυφος της
επίσημης κουλτούρας οι καταπιεσμένοι θα μπορέσουν να γίνουν κάτοχοι
αυτής της εμπλουτισμένης ουτοπικής κριτικής. Η ανάδειξη των ανατρεπτικών
μορφών κουλτούρας είναι μια μάχη απέναντι στην προσπάθεια της κυρίαρχης
τάξης να τις μετατρέψει σε ταριχευμένες, ουδετεροποιημένες, ακαδημαϊκές
πτυχές της κυρίαρχης κουλτούρας. Η αντίσταση στον κομφορμισμό που
κυριαρχεί στην κουλτούρα είναι προϋπόθεση για την υπεράσπιση της «φλόγας
που καίει ακόμα».
Πάνω σε αυτό ο
Löwy φέρνει ένα πολύ πετυχημένο παράδειγμα: πώς ο εορτασμός των 500
χρόνων από την «ανακάλυψη» της Αμερικής αντιστράφηκε και μετατράπηκε σε
καταγγελία της αποικιοκρατικής βαρβαρότητας, σε μια γιορτή επανόρθωσης
(έστω και σε συμβολικό επίπεδο). Σημαίνει ότι θεωρούμε κάθε μνημείο της
αποικιακής κουλτούρας- τους καθεδρικούς ναούς της πόλης του Μεξικού ή
τις Λίμας, το ανάκτορο του Κορτέζ στην Κουερναβάκα- ως ένα επιπλέον
τεκμήριο της βαρβαρότητας, ένα προϊόν πολέμου, εξόντωσης και ανελέητης
καταπίεσης.
Φασισμός/ Περί τυφλότητας της αριστεράς
Το
πιο άμεσο πολιτικό διακύβευμα των θέσεων του W.B. ήταν η ανάδειξη της
τυφλότητας της επίσημης αριστεράς απέναντι στον φασιστικό κίνδυνο,
τυφλότητα που αφορμάται από την αντίληψη για την ιστορία που κυριαρχούσε
και κυριαρχεί στην αριστερά. Για την επίσημη αριστερά, ο φασισμός είναι
μια εξαίρεση στον κανόνα της προόδου, μια ανεξήγητη οπισθοδρόμηση, μια
παρένθεση στην εξέλιξη της ανθρωπότητας. Αντίθετα, για την άποψη του
Benjamin (και όχι μόνο) είναι η πιο πρόσφατη και η πιο βίαιη έκφραση
της «διαρκούς κατάστασης εκτάκτου ανάγκης», που είναι η ιστορία της
καταπίεσης της τάξης. Ήταν ακριβώς αυτή η αντίληψη της αριστεράς, ότι ο
φασισμός αποτελούσε μια παρένθεση στην ιστορική πρόοδο, μια
οπισθοδρόμηση σε σχέση με τον ίδιο τον καπιταλισμό, ότι δεν ήταν παρά
ένα αμάρτημα του παρελθόντος, αναχρονιστικό και προνεωτερικό, που την
έκανε να υποτιμήσει τον φασιστικό κίνδυνο και να προσπαθήσει να τον
αντιμετωπίσει όταν πλέον αυτός είχε εδραιώσει την δύναμη του. Ήταν
ακριβώς η επαίσχυντη πράξη της Σοβιετικής Ένωσης να υπογράψει σύμφωνο μη
επίθεσης με την Ναζιστική Γερμανία τον Αύγουστο του 1939, που για τον
Benjamin σήμαινε την οριστική και αμετάκλητη διάσπαση ανάμεσα στη
σοβιετική πραγματικότητα και την κομμουνιστική ιδέα. Είναι η ίδια
ακριβώς αντίληψη που έχει όχι μόνο η αριστερά, αλλά ευρύτερα τμήματα του
αντικαπιταλιστικού κινήματος, ότι σήμερα δεν υπάρχει η δυνατότητα
επανεμφάνισης μιας νέας μορφής του φασισμού και ότι η άκρα δεξιά θα
παραμένει πάντα στο περιθώριο του πολιτικού συστήματος.
Αντίθετα,
σύμφωνα με τον Benjamin, θα πρέπει να τοποθετήσουμε το φασισμό μέσα
στην συνεχόμενη σειρά της παράταξης των νικητών, ως κεφαλή της Μέδουσας,
ως κορυφαίο και έσχατο πρόσωπο της ανάδρομης βαρβαρότητας των ισχυρών.
Είναι, λοιπόν, επίκαιρη η κριτική του Benjamin σε όσους εκπλήσσονται που
ο φασισμός είναι «ακόμη» πιθανός στον 20ο αιώνα (και στον 21ο θα έλεγα
εγώ), τυφλωμένοι από την ψευδαίσθηση ότι η επιστημονική, βιομηχανική και
τεχνολογική πρόοδος είναι ασύμβατη με την κοινωνική και πολιτική
βαρβαρότητα; Νομίζω πως ναι! Η τοποθέτηση του φασισμού έξω από την
νεωτερικότητα οδηγεί στην αδυναμία κατανόησης του φασισμού και κατά
συνέπεια στην ήττα. Για να μπορέσουμε να δούμε ότι το «προμήνυμα
κινδύνου» μπορεί να ισχύει και στις μέρες μας χρειαζόμαστε μια σύλληψη
της ιστορίας χωρίς ψευδαισθήσεις προόδου. Η κατανόηση ότι ο φασισμός
μπορεί να θριαμβεύσει σε πιο «πολιτισμένες» χώρες και ότι «η πρόοδος»
δεν τον εξαφανίζει αυτόματα, θα μας επιτρέψει να βελτιώσουμε τη θέση μας
στον αντιφασιστικό αγώνα. Σε μια εποχή που τα στρατόπεδα συγκέντρωσης
επανεμφανίζονται στην Ευρώπη, που ο ρατσισμός αποκτάει πλέον την
υπόσταση επίσημης κρατικής πολιτικής με την ευγενική υποστήριξή του
συνόλου των ΜΜΕ και η άνοδος της άκρας δεξιάς δεν είναι ένα παροδικό
φαινόμενο, ο Benjamin είναι πεσιμιστικά επίκαιρος .
Κριτική των καπιταλιστικών μορφών αλλοτρίωσης
O
W.B., σε κάποια από τα κείμενα του μεταξύ 1936-1938, χρησιμοποιεί την
ιδέα της μεταμόρφωσης του προλεταριάτου σε αυτόματο, ξαναπιάνοντας το
ζήτημα της αλλοτρίωσης, όπως αυτό μπαίνει στην μαρξική σκέψη. «Με
την επέκταση των μηχανών και τον καταμερισμό της εργασίας η δουλειά των
προλετάριων έχασε κάθε ανεξάρτητο χαρακτήρα, και μαζί έχασε κάθε
θέλγητρο για τον εργάτη» αναφέρει ο Mαρξ στο Μανιφέστο.
Η ιδεολογία της «εργασίας», την οποία προωθούσε η σοσιαλδημοκρατία,
ήταν μια εκκοσμικευμένη μορφή της προτεσταντικής ηθικής της εργασίας.
Είναι μια ιδεολογία που τοποθετεί την εργασία έξω από την σχέση
κεφαλαίου- εργασίας και για αυτό δε λαμβάνει υπόψη της το γεγονός ότι
στο καπιταλιστικό σύστημα ο εργαζόμενος υποβιβάζεται στις συνθήκες μιας
νεοτερικής σκλαβιάς και βρίσκεται αποψιλωμένος- από τους κατέχοντες- από
τα πλούτη που ο ίδιος παράγει.
Όμως ο
Benjamin δε μένει απλώς στην αλλοτρίωση της εργασίας μέσα στη σχέση του
κεφαλαίου εργασίας. Η αποξένωση του προλετάριου όχι μόνο από τα πλούτη
που ο ίδιος παράγει, αλλά από την ίδια την εργατική του δύναμη
(ικανότητα για εργασία), που αποσπάται από το κεφάλαιο και μετατρέπεται
σε εμπόρευμα με μέτρο το χρόνο, είναι η μια από τις κυρίαρχες μορφές της
αλλοτρίωσης που γεννά ο καπιταλισμός. Η αλλοτρίωση της σχέσης του
ανθρώπου με τη φύση μέσα από τον υποβιβασμό της σε πρώτη ύλη της
βιομηχανίας, σε ένα «δωρεάν» εμπόρευμα, σε ένα αντικείμενο, στο οποίο
μπορεί να ασκηθεί απεριόριστη κυριαρχία και εκμετάλλευση, απασχολεί
εξίσου τον Benjamin, ο οποίος δεν μπορεί να δει ξέχωρα την κατάργηση της
εκμετάλλευσης της ανθρώπινης εργασίας από την εκμετάλλευση της φύσης.
Ο Benjamin και το επαναστατικό κίνημα
Η
σχέση του Benjamin με το επαναστατικό κίνημα είναι σίγουρα μια
ιδιόμορφη σχέση, ο λόγος του ακόμα και στα πιο πολιτικά κείμενα του δεν
παύει να είναι περισσότερο ένας υπαινικτικός, αλληγορικός λόγος, παρά
ένας καθαρά θεωρητικός λόγος, παραμένει όμως πάντα πολιτικά μάχιμος και
στρατευμένος λόγος. Είτε αφορά το παρελθόν είτε αφορά το μέλλον, το
άνοιγμα της ιστορίας στον Walter Benjamin είναι αδιαχώριστο από μια
ηθική, κοινωνική και πολιτική θέση που έχει επιλέξει ο Benjamin για τα
θύματα της καταπίεσης και για αυτούς, οι οποίοι την αντιμάχονται. Τα
μέτωπα, όμως, που ανοίγει ο Benjamin δεν είναι μόνο προς τον
καπιταλισμό, το φασισμό, την κυριαρχία και την εκμετάλλευση. Είναι σε
μεγάλο βαθμό μέτωπα που αφορούν και το εσωτερικό του επαναστατικού
κινήματος.
Όπως εύστοχα παρατηρεί ο
Löwy, στόχος του Benjamin είναι να αποσπάσει τον ιστορικό υλισμό από τον
γραφειοκρατικό κομφορμισμό, ο οποίος τον απειλεί τόσο, εάν όχι
περισσότερο, όσο και ο εχθρός. Ο Benjamin «συναντιέται» με εκείνα τα
ρεύματα της επαναστατικής σκέψης, που αμφισβήτησαν την γοητεία, την
οποία άσκησε στη μαρξική σκέψη το επιστημονικό- φυσικό μοντέλο και που
γοητεύτηκαν από τη διαλεκτική- κριτική διαύγεια που υπήρχε ταυτόχρονα
στο έργο του Μαρξ. Όπως αναφέρει και ο Löwy, αυτοί οι δισταγμοί (ανάμεσα
στο επιστημονικό- φυσικό μοντέλο και τη διαλεκτική- κριτική διεργασία)
εξηγούν και την ποικιλία των μαρξισμών που φιλονικούν για την κληρονομιά
του μαρξικού έργου. Ο Benjamin εμπνέεται από κείμενα όπως τα Χειρόγραφα του 1844,
τα ιστορικά κείμενα για την επανάσταση του 1844-1850 ή την Κομμούνα του
Παρισιού, το κεφάλαιο για τον φετιχισμό του εμπορεύματος ή, ακόμη από
την κριτική στο πρόγραμμα της Gotha. Οι εμπνεύσεις του και οι αναφορές
του είναι κοινές σχεδόν με όλο το φάσμα του κριτικού μαρξισμού και τον
επαναστατικών ρευμάτων που είχαν αναφορά σε αυτόν, από τους
συμβουλιακούς κομμουνιστές και τον Λούκατς μέχρι τους καταστασιακούς,
κομμάτια της ιταλικής αυτονομίας, τον Χολλογουέϊ κλπ.
Παρόλο
που η προσπάθεια του είναι μια εκ νέου επεξεργασία, μια κριτική
επαναδιατύπωση του μαρξισμού, ενσωματώνοντας στη μάζα του ιστορικού
υλισμού μεσσιανικά, ρομαντικά, απελευθερωτικά «θραύσματα», η πολεμική
του ενάντια στο ρεύμα της κυρίαρχης τάσης της ιστορικής αριστεράς, που
είχε συχνά περιορίσει τον σοσιαλισμό στους οικονομικούς στόχους, οι
οποίοι ενδιέφεραν τη βιομηχανική εργατική τάξη (και αυτή η ίδια
περιορισμένη στο αρσενικό, λευκό, «εθνικό» τμήμα της) συναντάει στο «δια
ταύτα» τα πιο ριζοσπαστικά ρεύματα του επαναστατικού ρεύματος, που
αγωνίζονται για ένα επαναστατικό πρόταγμα, το οποίο έχει στόχο τη γενική
χειραφέτηση από την σκοπιά της πολλαπλότητας των συλλογικών ή ατομικών
υποκειμένων.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ- ΑΝΑΦΟΡΕΣ
Για μια κριτική της βίας, Walter Benjamin, εκδόσεις ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΚΗ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ, 2002
Μαρξισμός και φιλοσοφία, Καρλ Κορς, εκδόσεις ΥΨΙΛΟΝ, 1981
Ιστορία και Ταξική Συνείδηση, Γκέοργκ Λούκατς, εκδόσεις ΟΔΥΣΣΕΑΣ, 1975
Ο Λένιν σαν φιλόσοφος, Αντόν Πάνεκουκ, εκδόσεις ΥΨΙΛΟΝ, 1981
Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, Κ. Μαρξ, Φ. Ένγκελς, εκδόσεις ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ, 1975
Κριτική του προγράμματος της Γκότα, Κ. Μαρξ, εκδόσεις ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ, 1994
Ο εμφύλιος πόλεμος στην Γαλλία, Κ. Μαρξ, εκδόσεις ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΣΚΕΨΗ- ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ, 2001
Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, Κ. Μαρξ, εκδόσεις ΘΕΜΕΛΙΟ, 1986
Μαζική απεργία, Κόμμα, Συνδικάτα, Ρόζα Λούξεμπουργκ, εκδόσεις ΚΟΡΟΝΤΖΗΣ, 1979
Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση;, Ρόζα Λούξεμπουργκ, εκδόσεις ΚΟΡΟΝΤΖΗΣ, 1984
Τι να κάνουμε, Β.Ι. Λένιν, εκδόσεις ΘΕΣΕΙΣ, 1977
πηγη
πηγη