Ισλαμοφοβία: ο νέος δυτικός ρατσισμός
Ενα νέο κύμα
ισλαμοφοβίας εξαπλώνεται στη Δύση. Εάν εκλεγεί πρόεδρος ο Ντόναλντ
Τραμπ, έχει υποσχεθεί ότι θα διώξει όλους τους μουσουλμάνους από τις
ΗΠΑ, ενώ σε όλη την Ε.Ε. συντηρητικά κινήματα ζητούν νόμους ενάντια στο
Ισλάμ.
Το Ισλάμ αντιμετωπίζεται σαν μια βαρβαρότητα και σαν απειλή για τον
δυτικό, «ιουδαιο-χριστιανικό» πολιτισμό. Αυτή η τάση κερδίζει έδαφος στη
Γαλλία, στην περίοδο μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις.
Σ’ αυτή την κουλτούρα ακραίας ξενοφοβίας και προκατάληψης, η σκέψη να
υποχρεωθούν οι μουσουλμάνοι πολίτες να φορούν ένα κίτρινο αστέρι στο
πέτο, όπως οι Εβραίοι στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, δεν
φαίνεται πλέον να βρίσκεται έξω από το βασίλειο του πιθανού.
Στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα, ο αντισημιτισμός εξαπλώθηκε σχεδόν
παντού, από τα αριστοκρατικά και τα αστικά στρώματα -όπου έθεσε
συμβολικά όρια- μέχρι τους διανοούμενους: πολλοί από τους σημαντικότερους συγγραφείς της δεκαετίας του 1930 δεν έκρυβαν το μίσος τους για τους Εβραίους.
Σήμερα ο ρατσισμός έχει πάρει άλλες μορφές και έχει αλλάξει τους στόχους του: ο μουσουλμάνος μετανάστης έχει αντικαταστήσει τον Εβραίο.
Ο φυλετισμός -μια επιστημονική αφήγηση βασισμένη στις βιολογικές
θεωρίες- έχει ανοίξει τον δρόμο για μια πολιτισμική προκατάληψη, η οποία
υπογραμμίζει μια ριζοσπαστική ανθρωπολογική διαφορά ανάμεσα στην
«ιουδαιο-χριστιανική» Ευρώπη και το Ισλάμ.
Ο παραδοσιακός αντισημιτισμός, ο οποίος επί έναν αιώνα διαμόρφωσε
όλους τους ευρωπαϊκούς εθνικισμούς, έχει γίνει υπολειμματικό φαινόμενο.
Με μια μορφή αντιστροφής, οι μνήμες του Ολοκαυτώματος έχουν οικοδομήσει ένα είδος «κοσμικής θρησκείας» στην Ε.Ε.
Σαν ένα σύστημα συγκοινωνούντων δοχείων, ο προπολεμικός αντισημιτισμός έχει μειωθεί και η ισλαμοφοβία έχει αυξηθεί.
Η μετα-φασιστική αναπαράσταση του εχθρού αναπαράγει το παλιό
ρατσιστικό παράδειγμα και, όπως ο παλιός εβραιο-μπολσεβικισμός, ο
ισλαμιστής τρομοκράτης απεικονίζεται με φυσικά χαρακτηριστικά που
τονίζουν την ετερότητά του.
Παρ’ όλα αυτά, οι διανοητικές φιλοδοξίες του μετα-φασισμού έχουν μειωθεί σημαντικά.
Δεν βλέπουμε σήμερα κάποιο αντίστοιχο του βιβλίου «Η Εβραϊκή Γαλλία»
του Εντουάρ Ντριμόν ή των «Θεμελίων του Δέκατου Ενατου Αιώνα» του
Χιούστον Στιούαρτ Τσάμπερλεν.
Δεν βλέπουμε επίσης δοκίμια πάνω στη φυλετική ανθρωπολογία, όπως εκείνα του Χανς Γκίντερ ή του Αντρέ Ζίγκφριντ.
Η νέα ξενοφοβία ακόμα δεν έχει δώσει συγγραφείς όπως ο Λεόν Μπλουά, ο
Λουί Φερντινάν Σελίν και ο Πιερ Ντριέ Λα Ροσέλ, για να μη μιλήσουμε για
φιλοσόφους όπως ο Μάρτιν Χάιντεγκερ και ο Καρλ Σμιτ.
Ο πολιτισμικός χυμός του μετα-φασισμού δεν τρέφεται με άξια λόγου
λογοτεχνική δημιουργία - η πιο σημαντική του έκφραση είναι ένα πρόσφατο
μυθιστόρημα του Μισέλ Ουελμπέκ, η «Υποταγή», το οποίο περιγράφει τη
Γαλλία του 2022 ως μια Ισλαμική Δημοκρατία, μάλλον σε μια προσπάθεια να
προσελκύσει το ενδιαφέρον των ΜΜΕ.
Πολλές πολιτικές και πνευματικές προσωπικότητες, τηλεοπτικά κανάλια
και λαϊκά περιοδικά, τα οποία σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να
χαρακτηριστούν φασιστικά, έχουν συμβάλει σημαντικά στην καλλιέργεια
αυτού του πολιτισμικού χυμού.
Μπορούμε να θυμηθούμε τη διάσημη δήλωση του Ζακ Σιράκ το 1991 σχετικά
με «τον θόρυβο και τη μυρωδιά» από τα κτίρια στα οποία μένουν οι
μετανάστες από το Μάγρεμπ.
Επίσης την αναφορά της Οριάνα Φαλάτσι στους μουσουλμάνους, οι οποίοι
«αναπαράγονται σαν τα ποντίκια» και κατουράνε στους τοίχους των
εκκλησιών μας.
Ακόμα, την παρομοίωση των μαύρων υπουργών με πιθήκους σε Γαλλία και
Ιταλία ή, τέλος, τις αμέτρητες αναφορές στο Ισλάμ σαν «την πιο ηλίθια
θρησκεία».
Ο Τζορτζ Λάχμαν Μος έχει δείξει ότι στον κλασικό φασισμό η εκφορά των λέξεων ήταν σημαντικότερη από τα γραπτά κείμενα.
Σε μια εποχή στην οποία η «βιντεόσφαιρα» έχει αντικαταστήσει τη
«γραφόσφαιρα», δεν εκπλήσσει ότι η μετα-φασιστική αφήγηση εξαπλώνεται
πρώτα απ’ όλα μέσω των μίντια, αναθέτοντας έναν δευτερεύοντα χώρο στις
διανοητικές παραγωγές (οι οποίες γίνονται χρήσιμες -όπως η «Υποταγή»-
στον βαθμό που μετατρέπονται σε μιντιακά γεγονότα).
Μου φαίνεται ότι οι πιο σημαντικές ομοιότητες μεταξύ
της σημερινής ισλαμοφοβίας και του παλαιότερου αντισημιτισμού θυμίζουν
περισσότερο το γερμανικό Ράιχ του τέλους του δέκατου ένατου αιώνα παρά
την Τρίτη Γαλλική Δημοκρατία.
Από την Υπόθεση Ντρέιφους, ο γαλλικός αντισημιτισμός στιγμάτιζε τους
Εβραίους μετανάστες από την Πολωνία και τη Ρωσία, αλλά ο κύριος στόχος
του ήταν οι υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι (Juifs d’Etat), οι οποίοι, υπό την
Τρίτη Δημοκρατία, κατελάμβαναν πολύ σημαντικές θέσεις στη γραφειοκρατία,
στον στρατό, στους ακαδημαϊκούς θεσμούς και στην κυβέρνηση.
Ο ίδιος ο λοχαγός Ντρέιφους υπήρξε το σύμβολο μιας τέτοιας κοινωνικής ανόδου.
Τον καιρό του Λαϊκού Μετώπου, στόχος του αντισημιτισμού ήταν ο Λεόν
Μπλουμ, ένας Εβραίος και ομοφυλόφιλος δανδής, ο οποίος εκπροσωπούσε την
εικόνα μιας δημοκρατίας κατειλημμένης από «αντι-Γάλλους».
Οι Εβραίοι ορίζονταν σαν «κράτος εν κράτει», μια θέση η οποία βέβαια
δεν αντιστοιχεί στην παρούσα κατάσταση των αφρικανικών και αραβικών
μουσουλμανικών μειονοτήτων, οι οποίες παραμένουν σε μεγάλο βαθμό
υποεκπροσωπούμενες στους κρατικούς θεσμούς των ευρωπαϊκών χωρών.
Ετσι, η σύγκριση με τη Γερμανία του Βίλχελμ του Δεύτερου (1890-1918)
θα ήταν περισσότερο σχετική, όταν οι Εβραίοι αποκλείονταν προσεκτικά από
την κρατική μηχανή, ενώ οι εφημερίδες προειδοποιούσαν για την «εβραϊκή
εισβολή», η οποία αμφισβητούσε την εθνική και θρησκευτική μήτρα του
Ράιχ.
Σ’ αυτή την περίπτωση, ο αντισημιτισμός έπαιξε τον ρόλο ενός
«πολιτισμικού κώδικα», ο οποίος επέτρεψε στους Γερμανούς να ορίσουν
αρνητικά μια εθνική συνείδηση, σε μια χώρα η οποία αντιμετώπιζε τον
γρήγορο εκσυγχρονισμό και την εβραϊκή συγκέντρωση στις μεγαλουπόλεις,
όπου αυτοί εμφανίζονταν ως η πιο δυναμική ομάδα.
Με άλλα λόγια, ένας Γερμανός ήταν πάνω απ’ όλα ένας μη Εβραίος.
Με ένα παρόμοιο τρόπο, το Ισλάμ γίνεται σήμερα ένας πολιτισμικός
κώδικας που επιτρέπει σε κάποιον να βρει, με μια αρνητική οριοθέτηση, τη
χαμένη «γαλλική ταυτότητα», η οποία απειλείται ή απορροφάται στη
διαδικασία της παγκοσμιοποίησης.
ΕΡΑ
Ο φόβος της πολυπολιτισμικότητας και της υβριδικότητας απλώς επικαιροποιεί την παλιά ανησυχία σχετικά με την «ανάμειξη του αίματος».
Σήμερα, η γλώσσα έχει αλλάξει, αλλά η πρόζα του Αλέν Φινκελκρό, ο
οποίος εκφράζει τη «δυστυχή ταυτότητά» του μπροστά σε δύο συμφορές,
τέτοιες όπως η πολυπολιτισμικότητα και μια λανθασμένα εξιδανικευμένη
υβριδικότητα (η υβριδικότητα μιας Γαλλίας
«Μαύρης-Ασπρης-βορειοαφρικανικής), δεν διαφέρει και πολύ από εκείνη του
[εθνικιστή ιστορικού] Χάινριχ Φον Τράιτσκε.
Το 1880, αυτός ο μεγάλος ιστορικός αποδοκίμασε την «εισβολή» των
Εβραίων στη γερμανική κοινωνία, γράφοντας ότι διαταράσσουν τα ήθη της
κουλτούρας και δρουν σαν μια δύναμη διαφθοράς.
Το απελπισμένο συμπέρασμα του Φον Τράιτσκε έγινε ένα είδος σλόγκαν: «Οι Εβραίοι είναι η δυστυχία μας».
Παρότι το μεγαλύτερο μέρος της μετάβασης από τον παλιό αντισημιτισμό
στη σημερινή ισλαμοφοβία διεξάγεται στα γαλλικά ΜΜΕ, αυτή βρίσκει όντως
την έκφρασή της σε μια λογοτεχνική φιγούρα: στον Ρενό Καμί, έναν συγγραφέα ο οποίος δεν κρύβει τους δεσμούς του με το Εθνικό Μέτωπο.
Δεκαπέντε χρόνια πριν, ο Καμί παραπονιόταν στο περιοδικό του για την
υπερβολική παρουσία των Εβραίων στα γαλλικά πολιτιστικά μίντια.
Τα επόμενα χρόνια, πάντως, εστίασε στους
μουσουλμάνους, των οποίων η μαζική μετανάστευση έχει παράξει μια «μεγάλη
αντικατάσταση», με άλλα λόγια την «ισλαμοποίηση» της Γαλλίας.
Ανήκοντας σε μια νεότερη γενιά, ο Μισέλ Ουελμπέκ, ο οποίος εύχεται να
γίνει ο Σελίν των αρχών του εικοστού πρώτου αιώνα, επίσης καταλήγει στη
«μεγάλη αντικατάσταση» ως αφετηρία της «Υποταγής».
Και η ίδια ιδέα είναι ο πυρήνας ενός πετυχημένου δοκιμίου
-πεντακόσιες χιλιάδες αντίτυπα πουλήθηκαν σε έξι μήνες- γραμμένου από
τον Ερίκ Ζεμούρ, «Η γαλλική αυτοκτονία», το οποίο είναι αφιερωμένο στη
γαλλική παρακμή από το 1970 έως το 2008.
Πιο πρόσφατα, την ιδέα της «μεγάλης αντικατάστασης» υπερασπίστηκε κάποιο από τα κύρια άρθρα της «Φιγκαρό».
Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο ο μετα-φασισμός οικοδομεί την
πολιτιστική του ηγεμονία, πέρα από την εκλογική του εκμετάλλευση.
Πάντως, η ισλαμοφοβία δεν είναι ένα απλό υποκατάστατο του παλιού αντισημιτισμού.
Οι ρίζες της είναι παλιές και έχει τη δική της παράδοση: την αποικιοκρατία.
Οι ρίζες της ισλαμοφοβίας βρίσκονται στη μνήμη του μακρού αποικιακού
παρελθόντος της Ευρώπης και, στη Γαλλία, του Πολέμου της Αλγερίας.
Η αποικιοκρατία διαμόρφωσε μια πολιτική ανθρωπολογία βασισμένη στη
διχοτομία ανάμεσα στους πολίτες και στα αποικιακά υποκείμενα (citoyens -
indigenes), η οποία παγίωσε τα κοινωνικά, φυλετικά και πολιτικά όρια.
Ενώ αυτός ο νομικός διαχωρισμός, ο οποίος κωδικοποιήθηκε στην Τρίτη
Δημοκρατία, καταστρατηγήθηκε, οι μουσουλμάνοι μετανάστες που έγιναν
Γάλλοι πολίτες συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν μια ξενοφοβική αντίδραση, η
οποία διαμορφώνεται από αυτή την πολιτική ανθρωπολογία που τους
εκλαμβάνει σαν ένα μολυσματικό παράγοντα, σαν «έναν λαό μέσα στον λαό».
Η αποικιακή μήτρα της ισλαμοφοβίας εξηγεί την τοξικότητα και την
επιμονή της. Ενας τρόπος για να εξετάσουμε την υλική πραγματικότητα
αυτών των φυλετικών και πολιτικών ορίων είναι μέσω της διάλυσης των
ονομάτων των Ιταλών, Πολωνών και Ισπανών μεταναστών μέσα σε γαλλικά
πατρωνύμια, μια διαδικασία που συχνά συμβαίνει μετά τρεις γενιές.
Αυτή η διάλυση έρχεται σ’ αντίθεση με την επιμονή των αφρικανικών και
αραβικών ονομάτων και επωνύμων, τα οποία φανερώνουν αμέσως τους
κατόχους τους, πως ανήκουν σε μια ειδική, δεύτερη κατηγορία: «προέρχεται από μετανάστευση».
Η αποικιακή μήτρα της ισλαμοφοβίας μάς παρέχει ένα
κλειδί για την κατανόηση της ιδεολογικής μεταμόρφωσης του μετα-φασισμού
(πολλά ακροδεξιά κινήματα όπως το Εθνικό Μέτωπο στη Γαλλία, η Λέγκα του
Βορρά στην Ιταλία, το Pegida στη Γερμανία και άλλα παρόμοια κινήματα
αλλού στην Ε.Ε.), ο οποίος έχει εγκαταλείψει τις αυτοκρατορικές και
κατακτητικές φιλοδοξίες του κλασικού φασισμού, προκειμένου να
προσαρμοστεί σε μια πιο συντηρητική και αμυντική στάση.
Δεν επιθυμεί να κατακτήσει, αλλά να εξοβελίσει (ακόμα και
κριτικάροντας τους νεο-ιμπεριαλιστικούς πολέμους που διεξάγονται από τις
αρχές της δεκαετίας του 1990 από τις ΗΠΑ και τους Δυτικούς της
συμμάχους).
Ενώ η αποικιοκρατία του δέκατου ένατου αιώνα επιθυμούσε να εκπληρώσει
την «εκπολιτιστική της αποστολή» μέσω των κατακτήσεων εκτός Ευρώπης, η
μετα-αποικιακή ισλαμοφοβία μάχεται κατά ενός εσωτερικού εχθρού στο όνομα
των ίδιων αξιών.
Η απόρριψη έχει αντικαταστήσει την κατάκτηση, αλλά τα κίνητρα δεν
άλλαξαν: στο παρελθόν η κατάκτηση στόχευε στο να υποδουλώσει και να
εκπολιτίσει τους βαρβάρους.
Σήμερα, η απόρριψη και η αποβολή στοχεύουν στο να προστατεύσουν το έθνος από τη βλαβερή τους επιρροή.
Αυτό εξηγεί τις επαναλαμβανόμενες συζητήσεις για την κοσμικότητα, ενώ
το ισλαμικό βέλο οδηγεί σε ισλαμοφοβικούς νόμους, οι οποίοι ψηφίστηκαν
στη Γαλλία πριν από δέκα χρόνια και το απαγορεύουν σε δημόσιους χώρους.
Αυτή η ομόφωνη συναίνεση σε μια νεο-αποικιακή και μεροληπτική
αντίληψη της κοσμικότητας έχει συμβάλει σημαντικά στη νομιμοποίηση του
μετα-φασισμού.
Αυτό το κύμα ισλαμοφοβίας, με την πολεμοχαρή του ρητορική
-«βρισκόμαστε σε πόλεμο ενάντια στην τρομοκρατία»-, θέτει το Ισλάμ στη
θέση του μοναδικού νομιμοποιημένου εχθρού της δυτικής τάξης, ο οποίος
τελικά θρέφει την τρομοκρατία.
Οι μαχητές κατά του «ισλαμοφασισμού» και οι υπερασπιστές των
«ανθρωπιστικών αξιών» πέτυχαν κάτι κρίσιμο: τα θύματα των δυτικών
πολέμων στο Ιράκ, στη Λιβύη και στη Συρία -πολύ περισσότερα σε αριθμό
από τα θύματα της ισλαμικής τρομοκρατίας στην Ευρώπη- έχουν σε μεγάλο
βαθμό ξεχαστεί.
*Διδάσκει Ιστορία στο Πανεπιστήμιο Κορνέλ της Νέας Υόρκης. Τα
βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, ενώ το τελευταίο του «Το
τέλος της Εβραϊκής Νεωτερικότητας» (2016) εκδόθηκε από τις εκδόσεις Pluto Press, από το blog των οποίων αναδημοσιεύεται και το παρόν άρθρο.
Μετάφραση-επιμέλεια: Τάσος Τσακίρογλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου