Αναγνώστες

Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2016

Ζίγκμουντ Μπάουμαν: «Τριάντα χρόνια νεοφιλελεύθερης πολιτικής τούς έστρωσαν το δρόμο» - Το «κατεστημένο» είναι τώρα ιδανικός εχθρός για επίδοξους ισχυρούς ηγέτες...αναδημοσιευση απο το ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ

Ζίγκμουντ Μπάουμαν: «Τριάντα χρόνια νεοφιλελεύθερης πολιτικής τούς έστρωσαν το δρόμο» - Το «κατεστημένο» είναι τώρα ιδανικός εχθρός για επίδοξους ισχυρούς ηγέτες

© Social Europe - Zygmunt Bauman: How Neoliberalism Prepared The Way For Donald Trump, 16.11.2016
 
Θυμάμαι ακόμη έντονα αυτά που όσο περνάει ο καιρός, όλο και λιγότεροι άνθρωποι μπορούν να θυμηθούν: Τα ονόματα που έδωσε έδωσε ο Νικίτα Χρουστσόφ στην ηθική τύφλωση και απανθρωπιά οι οποίες ήταν μέχρι τότε το σήμα κατατεθέν του σοβιετικού καθεστώτος, όταν αποφάσισε να εκθέσει και να καταδικάσει δημόσια τα εγκλήματά του για να αποτραπεί η επανάληψή τους: Τα αποκάλεσε «σφάλματα και παραμορφώσεις», που διαπράχθηκαν από τον Ιωσήφ Στάλιν στην πορεία της επιτυχημένης εφαρμογής μιας ουσιαστικά υγιούς, σωστής και βαθειά ηθικής πολιτικής.
 
[Τα κλειστά συστήματα πολιτικής σκέψης μπορούν να αναγνωρίζουν σφάλματα ηγετών, όχι όμως την αποτυχία και ακαταλληλότητά τους ως συστήματα]
Στις πολλές και πολύωρες ομιλίες του, ο Χρουστσόφ δεν βρήκε καμμιά ευκαιρία για να εκφράσει έστω και την παραμικρή υποψία ότι η πολιτική αυτή ίσως ήταν από την αρχή νοθευμένη και δηλητηριασμένη από κάποιου είδους ανισότητα, αναξιοπρέπεια και κακοήθεια, που εφόσον δεν αντιμετωπίστηκαν και δεν εξουδετερώθηκαν εντελώς, ήταν μοιραίο να οδηγήσουν στις θηριωδίες τις οποίες αυτός τώρα κατήγγειλε και στιγμάτιζε. Ο κανόνας του συστήματος παρουσιάστηκε από τον Χρουστσώφ  ως μαι σειρά από μεγάλα λάθη που διέπραξε ένας και μόνον άνθρωπος, το πολύ-πολύ με τη συνεργασία κάποιων άλλων, δηλαδή χρεώθηκε προσωπικά σε ένα ονοματεπώνυμο. 
Θυμάμαι επίσης έντονα, τις δημόσιες αντιδράσεις για τις αποκαλύψεις του Χρουστσόφ. Μερικοί άνθρωποι, λές και ήταν μεγαλωμένοι, ασκημένοι και ανεθραμμένοι υπό την αιγίδα του Σοβιετικού Υπουργείου Αλήθειας, συμμερίστηκαν αποδέχτηκαν τις διακηρύξεις που ερχόταν από ψηλά η μία μετά την άλλη, αν και όχι χωρίς κάποια υπολείμματα δυσαρέσκειας και ανησυχίας. Πιό πολλοί άνθρωποι έκλαψαν πικρά, θρηνώντας για δεύτερη φορά το ιστορικό δράμα της ζωής τους - αλλά αυτή τη φορά υποβαθμισμένο στην τάξη μεγέθους μιας (τυχαίας και σίγουρα ακούσιας) γκάφας και παράλειψης ενός ανθρώπου, ο οποίος στην ουσία ήταν αλάνθαστος, ηθικά ακέραιος και επιδίωκε έναν στόχο αναμφισβήτητα ευγενή. Αλλά οι περισσότεροι άνθρωποι γέλασαν, αν και η πίκρα που είχε αυτό το γέλιο ακούγονταν πάρα πολύ έντονα.
ΗΠΑ - Πενσυλβανία, ερημωμένη πρώην βιομηχανική περιοχή
Υπενθυμίζω όλα εκείνα τα γεγονότα (που είναι, στο κάτω-κάτω τόσο μακρινά), όχι μόνο και μόνο επειδή οι γέροι άνθρωποι σαν εμένα έχουν την τάση να αγαπούν τις αναμνήσεις τους και είναι προσκολλημένοι σ' αυτές, αλλά και εξαιτίας της παράδοξης ομοιότητας τους με τις αντιδράσεις των ηττημένων και των συμπαθούντων τους για το ηχηρό ράπισμα που δέχτηκε η Χίλαρι Κλίντον, το Δημοκρατικό Κόμμα που εκπροσωπούσε και οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές, τις οποίες - διαπράττοντας μεγάλο σφάλμα - εφάρμοσαν και υποσχέθηκαν να συνεχίσουν σε περίπτωση που επικρατούσαν εκλογικά. Και στις δύο περιπτώσεις που παραλληλίζω, αποδόθηκε ύψιστος ερμηνευτικός ρόλος - ο οποίος θεωρήθηκε επαρκής και ικανοποιητικός ως εξήγηση - ακόμη και στη χρήση όρων όπως «σφάλματα» ή «παραμορφώσεις», με τα ονόματα των ενόχων να επισυνάπτονται δεόντως.
 [Η βούληση του κυβερνώντος ως μοναδική πηγή νομιμοποίησης της εξουσίας]
Ο Oρμπάν στην Ουγγαρία, ο Κατσίνσκι στην Πολωνία, ο Φίτσο στην Σλοβακία, ο Τραμπ στις ΗΠΑ: αυτή είναι μια ατελής λίστα όσων το έχουν ήδη καταφέρει ή ετοιμάζονται να επιβάλουν μια διακυβέρνηση που έχει ως αποκλειστικό της (και επαρκές!) θεμέλιο και νομιμοποίηση, τη βούληση του κυβερνώντος. Με άλλα λόγια να εφαρμόσουν τον ορισμό της κυρίαρχης εξουσίας που έδωσε ο Καρλ Σμιτ (ο οποίος κάποτε διεκδίκησε ρόλο αυλικού φιλοσόφου του Αδόλφου Χίτλερ - βλ. το βιβλίο του Πολιτική Θεολογία), ως «ντεσιζιονιστική» [αποφασιοκρατική] διακυβέρνηση. Η λίστα αυτών που παρακολουθούν με μεγάλη προσοχή την τολμηρή και αυθάδη θρασύτητα τους, γεμάτοι θαυμασμό και βιασύνη να ακολουθήσουν το παράδειγμά τους, όλο και μεγαλώνει, και μάλιστα γρήγορα. Αλίμονο, η δημόσια αναγνώριση και η ζήτηση για το πρώτο και για το δεύτερο, και συνακόλουθα για την αρχή Ein Volk, ein Reich, ein Führer, όπως την είπε με λέξεις ο Χίτλερ το 1935 και αμέσως μετά την έκανε πράξη, αυξάνεται πολύ γρήγορα και ίσως αυξηθεί ακόμη γρηγορότερα. Μέχρι πρόσφατα, στην αγορά επίδοξων ηγετών του τύπου «ο ένας και μοναδικός» είχε το πάνω χέρι η προσφορά· τα πράγματα αλλάζουν γρήγορα και έχει πια πάρει το πάνω χέρι η ζήτηση. Μέχρι στιγμής είναι ασταμάτητη. Ο Τραμπ έγινε ο πρόεδρος των ΗΠΑ, επειδή είπε καθαρά στους Αμερικανούς ότι θα είναι αυτό το είδος του ηγέτη και επειδή οι Αμερικανοί ήθελαν να καθοδηγηθούν από έναν ηγέτη αυτού του είδους. 
Ένας «ντεσιζιονιστής» ηγέτης δεν χρειάζεται τίποτε άλλο, εκτός από μια ένθερμη δημόσια αποδοχή και ενθάρρυνση να δράσει· αυθόρμητη ή σκηνοθετημένη, εκούσια ή επιβεβλημένη. Οι αποφάσεις του δεν υπόκεινται σε άλλους περιορισμούς - ούτε καν σ' εκείνους που δήθεν προέρχονται ή επιβάλλονται από γνήσια ή υποτιθέμενη «ανώτερη βία» ή από ύψιστες, αδιαμφισβήτητες, υπερ-ανθρώπινες εντολές (όπως συνέβαινε στην περίπτωση των ελέω Θεού μοναρχών του Μεσαίωνα). Ένας «ντεσιζιονιστής» ηγέτης πλησιάζει στο «απόλυτο»: όπως ο Θεός απάντησε στο ερώτημα του Ιώβ, και αυτός αρνείται να δώσει εξηγήσεις για τις αποφάσεις του και αρνείται στον Ιώβ (ή σε οποιονδήποτε άλλο εν προκειμένω) το δικαίωμα να ζητά εξηγήσεις και να αναμένει να του δοθούν. Η μόνη αναγκαία και οφειλόμενη εξήγηση για τις αποφάσεις του ηγέτη, που δίνεται σε όσους επηρεάζονται από τις αποφάσεις αυτές, είναι μία: η βούληση του ηγέτη.To να έχουν «εξασφαλισμένα» όσα πράγματα είναι σημαντικά για τη ζωή, είναι τα πιο φλογερά από τα όνειρα που ονειρεύονται τα άτομα που τυραννιούνται και  καταπιέζονται από την πραγματική ή εικαζόμενη ανασφάλειά τους (αν και αυτή η εξασφάλιση μπορεί να γίνει και «η δικαιολογία για κάθε προσβολή της ανθρώπινης ελευθερίας» ή «το επιχείρημα των τυράννων», όπως παρατήρησε ήδη το 1783 ο William Pitt ο νεώτερος). Η πολιτική που καθοδηγείται από ντεσιζιονιστικές αρχές είναι το σημείο συνάντησης στο οποίο συναντώνται τα ευχάριστα στ' αυτιά επιχειρήματα των τυράννων και η αρπακτική όρεξη των χειροκροτητών τους. Η νέα εποχή της φιλελεύθερης δημοκρατίας, την επικείμενη πρόοδο της οποίας ένας από τους πρώτους που σκιαγράφησε τότε ήταν ο Πιτ, έπρεπε να είναι, μπορούμε να πούμε, ταγμένη στην πρόληψη ή παρεμπόδιση μιας τέτοιας συνάντησης, για το καλό της λογικής και για χάρη των γνήσιων ανθρώπινων συμφερόντων.
[Η δύσκολη, μακρόχρονη πορεία του «κλασικού» φιλελευθερισμού και η συμβίωσή του με το αδιαχώριστο, τριμερές ιδανικό Ελευθερία-Ισότητα-Αδελφοσύνη]
Καθώς οι επόμενες δεκαετίες κυλούσαν και σχημάτιζαν αιώνες, θεωρητικοί και εφαρμοστές στην πράξη του δικαίου, καθώς και πολιτικοί φιλόσοφοι, ένωσαν τις δυνάμεις τους, προκειμένου να επιτύχουν αυτόν τον σκοπό και στη συνέχεια, μόλις το καταφέρουν, να τον διασφαλίσουν. Για την επιδίωξη του σκοπού αυτού έκαναν χρήση της σκέψης και της ευρηματικότητάς τους. Ο δρόμος προς την εκπλήρωση του σκοπού αυτού (ο οποίος στην πράξη ταυτίζεται με το πέρασμα της εξουσίας από τους βασιλιάδες και τους πρίγκιπες στο λαό) οδήγησε,  μέσω κλιμακωτών θεσμικών διαδικασιών, στην επικρατούσα σήμερα άποψη: Στον διαχωρισμό μεταξύ του νομοθετικού, του εκτελεστικού και του δικαστικού τομέα της εξουσίας, οι οποίοι είναι, συγχρόνως, αυτόνομοι ο ένας από τον άλλο, αλλά και στενά, εσωτερικά συναρθρωμένοι μεταξύ τους. Με τον τρόπο αυτό, οι εξουσίες τίθενται υπό πίεση ώστε να αναγκάζονται να συμμετέχουν διαρκώς ενεργά σε διαπραγμάτευση για να επιτυγχάνεται συμφωνία, και να σπρώχνονται μακριά από τους πειρασμούς της κατά μόνας, δυνητικά απολυταρχικής, διακυβέρνησης. 
Η τάση αυτή συμπληρώθηκε με μια άλλη πρόνοια, περισσότερο πολιτισμική παρά θεσμική. Εκδηλώθηκε με το σύνθημα Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφοσύνη - Liberté, Egalité, Fraternité - που το προώθησαν les philosophes του Διαφωτισμού και λίγο αργότερα κεντήθηκε στις σημαίες που κυμάτισαν από το ένα άκρο της Ευρώπης μέχρι το άλλο, μεταφερμένες από τους γαλλικούς επαναστατικούς στρατούς. Οι υποστηρικτές του συνθήματος αυτού γνώριζαν ότι τα τρία στοιχεία του μπορούσαν να αποκτήσουν σάρκα και οστά μόνον άν ήταν και τα τρία μαζί ενωμένα. Η Liberté μπορούσε να δώσει ως καρπό την Fraternité μόνον άν συνοδεύονταν από την Egalité. Άν αποκοπεί από την τριάδα αυτό το αξίωμα που λειτουργεί ως μέσο και ως διαμεσολάβηση ανάμεσα στις συνιστώσες της, το πιθανότερο είναι ότι η Liberté θα οδηγήσει σε ανισότητα, και στην πραγματικότητα στην διαίρεση και στην αμοιβαία εχθρότητα και διαμάχη, αντί της ενότητας και της αλληλεγγύης. Μόνον άν διατηρηθεί η τριάδα αδιαίρετη στην ολότητά της, είναι ικανή να διασφαλίσει μια ειρηνική και άρα ακμάζουσα κοινωνία, με καλή συνοχή, εμποτισμένη με το πνεύμα της αμοιβαίας συνεργασίας. 
Ρητά ή σιωπηρά, μια τέτοια στάση βρέθηκε σε στενή συνάφεια με τον «κλασικό» φιλελευθερισμό των επόμενων δύο αιώνων, ο οποίος συμφωνούσε ότι οι άνθρωποι μπορούν να είναι πραγματικά ελεύθεροι μόνον υπό την προϋπόθεση ότι διαθέτουν τη ικανότητα να κάνουν χρήση της ελευθερίας τους - και μόνον όταν επικρατούν και οι δύο ποιότητες, η ελευθερία και η αδελφοσύνη, τότε μόνον μπορεί να ακολουθήσει και η αληθινή Fraternité. Ο John Stuart Mill, από τις πέρα για πέρα φιλελεύθερες πεποιθήσεις του, άντλησε σοσιαλιστικά συμπεράσματα, ενώ ο Λόρδος Beveridge, ο κινητήριος νους και προπαγανδιστής του κράτους πρόνοιας για όλους στη Βρετανία (όπως και οι εμπνευστές του στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, που ακολούθησαν αυτό το παράδειγμά του), το σχέδιο που πρότεινε, το θεωρούσε και το παρουσίαζε ως απαραίτητο για την εφαρμογή αναμφισβήτητα φιλελεύθερων ιδεωδών. 
[Ο νεοφιλελευθερισμός ως άρνηση του «κλασικού» φιλελευθερισμού. Η εκδίωξη της Ισότητας από το τριμερές ιδανικό και τα αναμενόμενα επακόλουθά της]
Για να συντομεύσουμε την μακρά αυτή ιστορία: Ο νεοφιλελευθερισμός, ο οποίος τώρα είναι η ηγεμονική φιλοσοφία που συμμερίζεται το σύνολο σχεδόν του πολιτικού φάσματος (και ασφαλώς ολόκληρο το τμήμα του εκείνο, το οποίο ο Τραμπ και οι όμοιοί του το τιτλοφορούν ως το «κατεστημένο», που μέλλει να εξοντωθεί από την οργή και την εξέγερση του λαού), έχει πάρει αποστάσεις από τον προκάτοχό του [τον κλασικό φιλελευθερισμό] και μάλιστα βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση, διότι κάνει ακριβώς αυτό που ο κλασικός φιλελευθερισμός πολέμησε σκληρά για να το εμποδίσει· οπισθοδρομεί, για να αντιστρέψει και ό,τι είχε ήδη τυχόν πετύχει ο κλασικός φιλελευθερισμός. Αυτό το κάνει με το να εκδιώξει την παραίνεση της Egalité: στην πράξη, την εκδιώκει απο κάθε σχέδιο και κάθε σκοπό, την αφαιρεί από το τριμερές όλον των αρχών και των αξιωμάτων του Διαφωτισμού - μολονότι δεν της στερεί πάντα το «δικαίωμα» να υπάρχει ως λόγος που ποτέ δεν γίνεται πράξη. 
Μετά από τριάντα - σαράντα συνεχόμενα χρόνια ηγεμονίας της νεοφιλελεύθερης φιλοσοφίας σε μια χώρα των μεγάλων προσδοκιών, και χωρίς καμμιά σοβαρή αμφισβήτησή της, η εκλογική νίκη του Τραμπ ήταν πιά εντελώς αναμενόμενη. Ευγενείς χορηγοί του Τραμπ ήταν οι προηγούμενοι νεοφιλελεύθεροι κυβερνήτες της χώρας αυτής και όχι λιγότερο, οι αποτυχίες τους. Υπό τις συνθήκες αυτές, τα λάθη και διαστρεβλώσεις του προεκλογικού αγώνα, αυτά που ανακάλυπταν ή εφεύρισκαν με ζήλο οι περισσότεροι διαμορφωτές της κοινής γνώμης και συζητούσαν με τόσο πάθος, είχαν, το πολύ-πολύ, τον ρόλο που έχει ένα κερασάκι σε μια τούρτα που είναι ήδη καλά ψημένη (ή μήπως παραψημένη;). 
Για τους αυτόκλητους κομιστές μεγάλων προσδοκιών και δαμαστές των μεγάλων απογοητεύσεων, για τους δημαγωγούς και πολυλογάδες ρήτορες όλων των ειδών, με λίγα λόγια για προσωπικότητες που αυτοπαρουσιάζονται και γίνονται πιστευτοί ως ισχυροί άνδρες ή γυναίκες, και των οποίων η δύναμη μετριέται από την ικανότητά τους να παραβιάζουν, όχι να τηρούν τους κανόνες του παιχνιδιού (τους κανόνες αυτούς, τους ορίζει και τους λατρεύει το «κατεστημένο», ο κοινός τους εχθρός), οι συνθήκες αυτές ισοδυναμούν με ημέρα γιορτής και πανηγυριού. Ωστόσο, θα ήταν καλύτερο για εμάς (εννοώ εδώ και αναφέρομαι στους ανθρώπους που ανησυχούν για τις πράξεις αυτών των δημαγωγών και, ακόμη περισσότερο, για τις δυνατότητές τους, οι οποίες δεν έχουν ακόμη αποκαλυφθεί πλήρως), να είμαστε επιφυλακτικοί και να μη περιμένουμε γρήγορες λύσεις και άμεση έξοδο από αυτό το ενοχλητικό αδιέξοδο. Για έναν λόγο παραπάνω: Υπ' αυτές τις συνθήκες, οι εναλλακτικές λύσεις που διαθέτουμε, ανήκουν στην κατηγορία εκείνη όπου αναγκάζεσαι να επιλέξεις ανάμεσα στο να αγκαλιάσεις έναν διάβολο και να πέσεις στα βαθειά μπλε νερά του ωκεανού. 
Λίγο πριν από το θάνατό του, ο μεγάλος Ουμπέρτο Έκο, στο λαμπρό δοκίμιό του Κάνοντας έναν Εχθρό (Making an Enemy), από τις πολυάριθμες μελέτες του για το θέμα αυτό έβγαλε το εξής λυπηρό συμπέρασμα
«Το να έχουμε έναν εχθρό είναι σημαντικό, όχι μόνον για να ορίσουμε την ταυτότητά μας, αλλά και για να μας εφοδιάζει με ένα εμπόδιο, ώστε παλεύοντας με αυτό, να μπορούμε να μετρήσουμε το σθένος του συστήματος αξιών μας· και, προσπαθώντας να ξεπεράσουμε αυτό το εμπόδιο, να αποδεικνύουμε τη δική μας αξία»
Ο Ντόναλντ Τραμπ, 1992
[Το κατεστημένο είναι ο ιδανικός και βολικός εχθρός για τους επίδοξους νέους «ισχυρούς ηγέτες»]
Με άλλα λόγια: Χρειαζόμαστε έναν εχθρό για να γνωρίζουμε ποιοί είμαστε και τι δεν είμαστε. Το να γνωρίζουμε αυτό, είναι απαραίτητο για να αποδεχόμαστε τον εαυτό μας και για την αυτοεκτίμησή μας. Και προσθέτει ο Έκο: «Έτσι, όταν δεν υπάρχει εχθρός, πρέπει να επινοήσουμε έναν». Η ακροτελεύτια πρσθήκη του: «Οι εχθροί είναι διαφορετικοί από εμάς και τηρούν συνήθειες που δεν είναι δικές μας. Η επιτομή της διαφοράς είναι ο ξένος».
Ωστόσο, το πρόβλημα που θέτει ένας ξένος είναι το εξής: Πολύ συχνά είναι πραγματικός ξένος - όχι μόνον με την έννοια ότι τηρεί συνήθειες ξένες προς εμάς, αλλά - πράγμα που είναι το πιό σημαντικό - και με την έννοια ότι κατοικεί πέρα ​​από τη σφαίρα της κυριαρχίας μας και άρα πέρα ​​από την δική μας ακτίνα επιρροής και ελέγχου. Το να κάνουμε τέτοιους ανθρώπους εχθρούς μας και να κάνουμε πράξη αυτή την εχθρότητα μας, δεν είναι κάτι που εμείς το ελέγχουμε απολύτως (εκτός, φυσικά, από την περίπτωση που περνούν τα σύνορα με την πρόθεση να εγκατασταθούν ανάμεσά μας). Αν η κυριαρχία συνίσταται στην «ντεσιζιονιστική» ικανότητα να ενεργεί κανείς αποκλειστικά και μόνον με βάση τη δική του θέληση, τότε, για πολλούς, σύμφωνα με τον Έκο, ένας ξένος δεν έχει την ικανότητα να αναλάβει  τον ρόλο του κατάλληλου εχθρού. Σε πολλές περιπτώσεις (ή μήπως σε όλες;) είναι καλύτερο να αναζητήσουμε, να βρούμε ή να εφεύρουμε έναν εχθρό πιο κοντινό σε εμάς και προπαντός, κάποιον «εντός των τειχών». Για πολλούς λόγους, ένας εχθρός που τον βλέπουμε και τον αγγίζουμε είναι πιό κατάλληλος (και προπαντός πιό ελέγξιμος και πιό εύκολος στον χειρισμό) από ένα μέλος μιας φαντασιακής ολότητας, το οποίο σπάνια βλέπουμε ή ακούμε. Ήδη κατά τον Μεσαίωνα, στις περιπτώσεις των χριστιανικών κρατών, τον ρόλο του εχθρού τον έπαιζαν τέλεια οι αιρετικοί, οι Σαρακηνοί και οι Εβραίοι· όλοι αυτοί κατοικούσαν μέσα στις επικράτειες των δυναστειών και των εκκλησιών, που οι ίδιες είχαν εγκρίνει την διαμονή τους εκεί και τους είχαν αναθέσει ρόλους μέσα στις κοινωνίες τους. Σήμερα, στην εποχή που ευνοεί τον αποκλεισμό εις βάρος της ένταξης και καθώς ο πρώτος (αλλά όχι η δεύτερη) γρήγορα γίνεται ένα μέτρο ρουτίνας στο οποίο είναι σχεδόν μηχανικό το να καταφεύγεις, η επιλογή «εσωτερικού (αντί εξωτερικού) εχθρού» θεωρείται ακόμη πιο ελκυστική και εύκολη.
Η πιο δημοφιλής επιλογή που έχουν στη διάθεσή τους οι πραγματικοί ή επίδοξοι ισχυροί άνδρες ή γυναίκες, όταν έρχεται η ώρα να σκηνοθετήσουν τον ρόλο του εχθρού (δηλαδή, όπως το διατύπωσε ο Έκο, η ώρα των διαδικασιών του αυτοπροσδιορισμού, της ένταξης των ατόμων σε ένα σύνολο και της οικοδόμησης της αυτοπεποίθησης) - η οποία στην πραγματικότητα είναι μια πλήρης και αληθινή μετα-επιλογή που καθορίζει όλες τις άλλες επιλογές ως πρόσθετες ή παράγωγές της - είναι τώρα το κατεστημένο: Είναι πολυσήμαντο, σαν ομιχλώδης και (βολική για αυτούς που την επιλέγουν και για τους επίδοξους στρατιώτες τους) ασαφώς καθορισμένη συλλογή κάποιων που κάποτε ήταν σημαντικοί, όμως τώρα πια έχει περάσει η εποχή τους, έχουν ήδη καθυστερήσει να εξοριστούν στα χρονοντούλαπα της ιστορίας για να καταγραφούν στα χρονικά της ως ένα μείγμα εγωιστών υποκριτών και αδέξιων αποτυχημένων. Ή πιο απλά: Το κατεστημένο συμβολίζει το αποκρουστικό, απωθητικό και αντιπαθητικό παρελθόν, ενώ οι ισχυροί άνδρες ή γυναίκες, που είναι έτοιμοι να στείλουν το κατεστημένο στο σκουπιδότοπο όπου ανήκει, συμβολίζουν τους οδηγούς για μια νέα αρχή, μετά την οποία, όποιος ή όποια έχει καταστραφεί και είναι πιά ένα τίποτε, θα γίνει  τα πάντα.
 
[Οι μεσότιτλοι προστέθηκαν στον ιστότοπο Μετά την Κρίση]
Ο Zygmunt Bauman, ίσως ο πιο σημαντικός ζων κοινωνιολόγος σήμερα, γεννήθηκε στο Πόζναν της Πολωνίας το 1925. Σε ηλικία 18 ετών κατετάγη στον ανταρτικό Ελεύθερο Πολωνικό Στρατό, πολέμησε ενάντια στη ναζιστική κατοχή και τιμήθηκε με στρατιωτικές διακρίσεις. Παρέμεινε στο στρατό και μετά τη λήξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου - τελικά αποστρατεύτηκε εξαιτίας αντισημιτικής εκκαθάρισης το 1953. Oλοκλήρωσε μεταπτυχιακό κύκλο σπουδών στις κοινωνικές επιστήμες, το 1954 έγινε λέκτορας στη Σχολή Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Βαρσοβίας. Ζει από το 1968 στην Αγγλία. Από το 1972 μέχρι το 1990 ήταν καθηγητής και πρόεδρος του τμήματος Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου του Leeds. Σήμερα είναι ομότιμος καθηγητής κοινωνιολογίας (Πανεπιστήμια Λιντς και Βαρσοβίας). Η σκέψη του έχει δεχτεί επιρροές από πολλές και διαφορετικές πηγές του 19ου αιώνα, όπως τους Κάρολο Μαρξ και Μαξ Βέμπερ, αλλά και από νεότερες του 20ού αιώνα, π.χ. Τέοντορ Αντόρνο, Γκέοργκ Ζίμμελ, Αντόνιο Γκράμσι, Κορνήλιο Καστοριάδη, Εμμανουέλ Λεβινάς. 
Ο Μπάουμαν πιστεύει ότι η κοινωνιολογία είναι υπόθεση ηθική: «Το να σκεφτόμαστε κοινωνιολογικά σημαίνει ότι καταλαβαίνουμε περισσότερο τους ανθρώπους γύρω μας, κατανοούμε τις ελπίδες τους και τις επιθυμίες τους, τις ανησυχίες και τα προβλήματά τους». Έχει τιμηθεί με το βραβείο European Amalfi Prize for Sociology & Social Sciences (1990) για το έργο του Νεοτερικότητα και ολοκαύτωμα (1989), με το Βραβείο Theodor Adorno της Πόλης της Φρανκφούρτης (1998) ενώ το 2000 έλαβε το Βραβείο της Πρικίπισσας των Αστουριών, το λεγόμενο και «Ισπανικό Βραβείο Νόμπελ». Το Πανεπιστήμιο του Λίντς ίδρυσε προς τιμήν του το Ινστιτούτο Bauman.

Αρθρογραφία του Zygmunt Bauman στον ιστότοπο Social Europe 
Στον ιστότοπο Μετά την Κρίση
 
Εναντίον της μελαγχολίας των αριστερών - 1. Ζίγκμουντ Μπάουμαν: Πως θα είναι η Αριστερά του μέλλοντος;
 

Βιβλία του Ζ. Μπάουμαν στα Ελληνικά

Ποτέ άλλοτε δεν γινόταν τόσος λόγος για ανθρώπινες σχέσεις ή απλώς για σχέση (εννοώντας στην περίπτωση αυτή τη σχέση άντρα και γυναίκας), και ποτέ άλλοτε όσο σήμερα οι σχέσεις αυτές δεν ήταν τόσο ασταθείς και εύθραυστες. Ο άνθρωπος της ρευστής νεωτερικότητας (Liquid Modernity) - όπως αποκαλεί ο Ζ. Μπάουμαν τη μετανεωτερικότητα, την κοινωνία δηλαδή των τελευταίων δεκαετιών, με τους ραγδαίους ρυθμούς αλλαγής, διακρίνοντάς την από την καθαυτό νεωτερικότητα (Solid Modernity) - δημιουργεί δεσμούς εξαρχής χαλαρούς, ώστε να μπορούν να λύνονται εύκολα, γρήγορα, δίχως πόνο, κάθε φορά που αλλάζουν οι περιστάσεις. Η κεντρική μορφή της ρευστής μοντέρνας εποχής μας είναι ακριβώς ο άνθρωπος χωρίς μόνιμους, σταθερούς, διαρκείς, ανθεκτικούς δεσμούς. Γεγονός που αφενός τον οδηγεί σε απελπισμένη αναζήτηση ταυτότητας, αυτοπροσδιορισμού και αυτοκατάφασης, αφετέρου του προκαλεί βαθύ αίσθημα ανασφάλειας. 


Ο θρίαμβος του ατομικισμού κατά τη μετανεωτερικότητα οδήγησε τελικά στο θάνατο το αυτόνομο άτομο της νεωτερικότητας και έβαλε στη θέση του ένα άλλο, ανίκανο να εμπιστεύεται και να δεσμεύεται, βουτηγμένο στον κομφορμισμό και το φόβο.
Άννα Λυδάκη, Ρευστοί καιροί, ρευστή αγάπη, www.protagon.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: