έξω απ’ το εκκλησάκι απλώνεται σιωπή
ο ψάλτης έχει φύγει, ο παπούλης δεν μιλεί
ζεστό το μεσημέρι, το στόρι χαμηλό
ιδρώνω σα να φόρια σακάκι καμηλό
πού παν οι ψαλμωδίες, πούναι τα τεριρέμ
μια σπίθα πάει νανάψει του δεξιού εξτρέμ
τη φλόγα – που θα κάνει μαντάρα τον καιρό,
μην το γελάμε διόλου, δε σβήνει με νερό
η αριστερά – οιδίπους με μάτια στα αίματα
αμήχανα κοιτάζει – γέρνει απ’ τα έρματα
που φορτωμένη χρόνια, θεωρίες και πρακτικές,
σέρνει τενεκεδάκια για δόξες λαϊκές
τέτοιαν αβεβαιότη ποτές δεν είχα δει,
μόνο στην ιστορία – γιατί ήμουνα παιδί
στης χούντας τις ημέρες – και τώρα νοσταλγώ
το όραμα να φέρνει να δω τον πελαργό
ο ψάλτης έχει φύγει, ο παπούλης δεν μιλεί
ζεστό το μεσημέρι, το στόρι χαμηλό
ιδρώνω σα να φόρια σακάκι καμηλό
πού παν οι ψαλμωδίες, πούναι τα τεριρέμ
μια σπίθα πάει νανάψει του δεξιού εξτρέμ
τη φλόγα – που θα κάνει μαντάρα τον καιρό,
μην το γελάμε διόλου, δε σβήνει με νερό
η αριστερά – οιδίπους με μάτια στα αίματα
αμήχανα κοιτάζει – γέρνει απ’ τα έρματα
που φορτωμένη χρόνια, θεωρίες και πρακτικές,
σέρνει τενεκεδάκια για δόξες λαϊκές
τέτοιαν αβεβαιότη ποτές δεν είχα δει,
μόνο στην ιστορία – γιατί ήμουνα παιδί
στης χούντας τις ημέρες – και τώρα νοσταλγώ
το όραμα να φέρνει να δω τον πελαργό