«Κατά δε το αχπβ’ έτος, 1682,
εμαρτύρησεν εν Βυζαντίω ο Αχμέδ Κάλφας, ήτοι ο γραφεύς του Δευταρδάρη, ο
επικαλούμενος Πάτ σουρούνης· ου το Μαρτύριον ανώνυμος συνέγραψε
συγγραφεύς. Ούτος έχων σκλάβαν Ρώσσαν συνεμίγνυτο μέ αυτήν, άφινεν όμως
αυτήν νά πηγαίνη εις τήν Εκκλησίαν των Χριστιανών εις τάς επισήμους
ημέρας· επειδή δέ όταν εκείνη ήρχετο από τήν Εκκλησίαν, αυτός ησθάνετο
ευωδίαν άρρητον οπού έβγαινεν από τό στόμα της, τήν ηρώτησε τί τρώγει καί μυρίζει έτζη;
εκείνη του είπεν, ότι τρώγει αντίδωρον, καί πίνει αγιασμόν· ταύτα
ακούσας προσκαλεί ένα εφημέριον της Μεγάλης Εκκλησίας, καί του λέγει νά
ετοιμάση τόπον διά νά υπάγη αυτός, όταν ελειτούργει ο Πατριάρχης· ου
γενομένου, έβλεπεν, ώ του θαύματος! όταν ευλόγει ο Πατριάρχης τόν λαόν,
καί έβγαιναν από τό κριτήριον, καί από τά δάκτυλά του ακτίνες, καί
έπιπτον επάνω εις όλων των Χριστιανών τάς κεφαλάς, αυτού δέ μόνον τήν
κεφαλήν άφηναν άμοιρον· τούτο τό θαυμάσιον ιδών, κράζει τόν ιερέα, καί
βαπτίζεται, καί ήτον κρυφά Χριστιανός ικανόν καιρόν, επειδή δέ εις μίαν
σύναξιν λογοτριβούντες οι μεγιστάνες ποίος άρά γε νά ήναι ο μεγαλύτερος; καί ερωτήσαντες καί αυτόν, αυτός εφώναξεν όσον εδύνατο· μεγαλωτάτη από όλα είναι η πίστις των Χριστιανών·
καί ωμολόγησε τόν εαυτόν του Χριστιανόν, καί όλον τό Μαρτύριον της
ενσάρκου οικονομίας του Χριστού κηρύξας παρρησία, τό Μακάριον τέλος του
Μαρτυρίου εδέξατο».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου