Άρχισε να γράφει τις σκέψεις που του έρχονταν στο νου. Έγραψε πρώτα με μεγάλα, αδέξια κεφαλαία: Η ΕΛΕΪΘΕΡΙΑ ΕΙΝΑΙ ΣΚΛΑΒΙΑ Έπειτα, χωρίς να σταματήσει, έγραψε από κάτω: ΔΪΟ ΚΑΙ ΔΥΟ ΙΣΟΝ ΠΕΝΤΕ 'Τστερα,
όμως, σαν να τον αναχαίτισε κάτι. To μυαλό του, σαν να προσπαθούσε από
ντροπή ν' απομακρυνθεί α.τ.6 μία ιδέα, φαινόταν ανίκανο να συγκεντρωθεί.
Ήξερε πως γνώριζε τι ακολουθούσε, αλλά εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσε να
το θυμηθεί. Ξαναήρθε στη μνή-μη του, αλλά μόνο σαν συνειδητός
συλλογισμός — οι λέξεις δεν ήρθαν αυθόρμητα. Έγραψε: 0 ΘΕΟΣ ΕΙΝΑΙ ΔΓΝΑΜΗ 301
Τα
δέχτηκε όλα. To παρελθόν μπορούσε να αλλάξει. To παρελ-θόν δεν είχε
ποτέ αλλάξει. Η Ωκεανία πολεμούσε με την Ανατολα-σία. Η Ωκεανία πάντα
πολεμούσε με την Ανατολασία. 0 Τζόουνς, ο Άαρονσον και ο Ράδερφορντ ήταν
ένοχοι για τα εγκλήματα που τους είχαν καταλογίσει. Δεν είχε δει ποτέ
τη φωτογραφία που αποδείκνυε την αθωότητά τους. Δεν υπήρξε ποτέ. Αυτός
την είχε εφεύρει. Θυμόταν πως μέσα στη μνήμη του υπήρχαν αντίθετα
πράγ-ματα, αλλά ήταν αναμνήσεις ψεύτικες, προϊόντα αυθυποβολής. Πό-σο
εύχ,όλα ήταν όλα! Αρκούσε να παραδοθείς, και όλα τ' άλλα α-κολουθούσαν.
Ήταν σαν να κολυμπούσες αντίθετα σ' ένα ρεύμα που, παρά το σκληρό αγώνα
σου, σ' έσπρωχνε πάλι πίσω, και τότε, ξαφνικά αποφάσισες να κάνεις
στροφή και να κολυμπήσεις σύμφω-να με το ρεύμα αντί να πηγαίνεις ενάντιά
του. Τίποτα δεν άλλαξε εκτός από τη δική σου στάση: αυτό που ήταν να
γίνει θα γινόταν οπωσδήποτε. Δεν ήξερε καλά καλά γιατί είχε
επαναστατήσει. Όλα ήταν εύκολα, πλην!.. Όλα μπορούσαν να 'vat
αλ-ηθεια. Ot λεγόμενοι νόμοί της Φύσης ήταν ανοησίες. 0 νόμος της
βαρύτητας ήταν ανοησίες. «Αν ήθελα», είχε πει ο Ο'Μπράιεν, «θα μπορούσα
να ανυψωθώ από το πάτωμα και να πετάξω στον αέρα σαν σαπουνόφουσκα». 0
Γουίνστον μελέ-τησε αυτή τη φράση «Αν αυτός νομίζει πως υψώνεται στον
αέρα και συνάμα κι εγώ το νομίζω, τότε αυτό γίνεται στ' αλήθεια».
Ξαφνι-κά, σαν ένα κομμάτι από βυθισμένο ναυάγιο που αναδύεται στην
επιφάνεια του νερού, μια σκέψη τού ήρθε στο μυαλό. «Δεν συμβαί-νει στ'
αλήθεια. To φανταζόμαστε. Είναι παραίσθηση». Έδιωξε α-μέσως αυτή τη
σκέψη. Η πλάνη ήταν ολοφάνερη. Προϋπέθετε ότι κάπου, έξω από τον εαυτό
σου, υπήρχε ένας πραγματικός κόσμος όπου συνέβαιναν πραγματικά γεγονότα.
Αλλά πώς μπορουσε να υπάρχει τέτοιος κόσμος; Πώς μπορούμε να γνωρίζουμε
πράγματα χωρίς τη μεσολάβηση του μυαλού μας; Ό,τι συμβαίνει είναι μέσα
στο μυαλό μας. Ό,τι συμβαίνει στο μυαλό όλων συμβαίνει στην
πραγματικότητα. Δεν δυσκολεύτηκε να αναιρέσει την πλάνη και δεν κινδύνευε 302 Χίλια εννιακόσια ογδόντα τέσσερα καθόλου
να υποκύψει σ' αυτή. Κατάλαβε πάντως ότι δεν έπρεπε να έχει κάνει τη
σκέψη. To μυαλό πρέπει να περιβάλλει μ' ένα αδιαπέρα-στο τείχος κάθε
επικίνδυνη σκέψη. Η διαδικασία πρέπει να είναι αυ-τόματη, ενστικτώδης.
Στη Νέα Ομιλία, αυτό το έλεγαν εγκληματό-παυσιη. Βάλθηκε να
εξασκείται στην εγκληματόπαυση. Έθετε στον εαυτό του προτάσεις σαν: «To
Κόμμα λέει πως η γη είναι επίπε-δη», «To Κόμμα λέει πως ο πάγος είναι
βαρύτερος από το νερό», και εξασκήθηκε στο να μη βλέπει ή να μην
καταλαβαίνει τα αντί-θετα επιχεφήματα. Δεν ήταν zuxoko. Απαιτούσε
μεγάλες ικανότη-τες συλλογισμού και αυτοσχεδιασμού. Τα αριθμητικά
προβλήματα που αναφύονται από ένα αξίωμα σαν το «δύο και δύο ίσον πέντε»
ήταν έξω από τις δυνατότητές του να τα συλλάβει. Ακόμα χρεια-ζόταν ένα
είδος εκγύμνασης του μυαλού. Την ικανότητα τη μια στιγμή να χρησιμοποιεί
κανείς την πιο λεπτή λογική και την άλλη να μην αντιλαμβάνεται τα πιο
χονδροειδή λάθη λογικής. Η ηλιθιό-τητα ήταν το ίδιο απαραίτητη με την
ευφυΐα και εξίσου δύσκολο να την πετύχεις. Όλο αυτό το διάστημα, ένα
μέρος του μυαλού του αναρωτιόταν πότε θα τον σκότωναν. «Όλα εξαρτώνται
από σένα», είχε πει ο Ο'Μπράιεν. Αλλά ήξερε ότι δεν υπήρχε καμιά
συνειδητή πράξη που θα μπορούσε να τον φέρει πιο κοντά σ' αυτή τη
στιγμή. Μπορούσε να είναι σε δέκα λεπτά ή σε δέκα χρόνια. Μπορεί να τον
κρατούσαν για χρόνια σε απομόνωση, μπορεί να τον έστελναν σε
καταναγκα-στικά έργα, μπορεί να τον άφηναν ελεύθερο για λίγο καφό, όπως
το έκαναν κάποτε. Ήταν πολύ πιθανό, προτού τον σκοτώσουν, να ξαναπαιχτεί
από την αρχή το δράμα της σύλληψης και της ανά-κρισής του. To μόνο
σίγουρο ήταν πως ο θάνατος δεν ερχόταν ποτέ τη στιγμή που τον περίμενες.
Η παράδοση — για την οποία δεν μιλούσε κανείς ποτέ, αλλά την ήξερες κι
ας μην είχες ακούσεί ποτέ τίποτα— ήταν πως σε τουφέκιζαν από πίσω, πάντα
στον αυχένα, απροειδοποίητα, την ώρα που προχωρούσες στο διάδρομο
περνώ-ντας από κελί σε κελί. 303''
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου