Ο Εβραίος και η Αντιγόνη
“Αυτό το “Che vuoi?” το συναντάμε παντού στο πολιτικό πεδίο,
συμπεριλαμβανομένου του αμερικανικού προεκλογικού αγώνα του 1988, όταν
μετά τις πρώτες επιτυχίες του Τζέσε Τζάκσον, ο τύπος άρχισε να θέτει το
ερώτημα: «Το θέλει πραγματικά ο Τζέσε Τζάκσον;»
Εύκολα μπορούσε κανείς να διαγνώσει ένα είδος ρατσισμού στο ερώτημα τούτο, αφού ουδέποτε διατυπωνόταν για άλλους υποψήφιους.
Το συμπέρασμα ότι έχουμε να κάνουμε με ρατσισμό επιβεβαιώνεται περαιτέρω από το γεγονός ότι αυτό το «Che vuoi», ανακύπτει
με τον πλέον βίαιο τρόπο, στην καθαρότερη, ούτως ειπείν αποσταγμένη
μορφή ρατσισμού, στον αντισημτισμό: στην αντισημιτική προοπτική, ο
Εβραίος είναι ακριβώς κάποιος για τον οποίο ουδέποτε αποσαφηνίζεται «τι
πραγματικά θέλει»- δηλαδή οι πράξεις του εγείρουν πάντοτε την υποψία ότι
καθοδηγούνται από κάποια κρυφά κίνητρα (την εβραϊκή συνομωσία, την
παγκόσμια κυριαρχία, την ηθική διαφθορά των εθνικών και τα συναφή).
Η περίπτωση του αντισημιτισμού δείχνει τέλεια γιατί ο Λακάν
τοποθέτησε τη φόρμουλα της φαντασίωσης στο τέλος της καμπύλης που
απεικονίζει το ερώτημα “Che vuoi?”: η φαντασίωση είναι μια απάντηση σε τούτο το “Che vuoi?”, συνιστά
μια προσπάθεια να συμπληρωθεί το χάσμα του ερωτήματος με μια απάντηση.
Στην περίπτωση του αντισημιτισμού η απάντηση στο ερώτημα «τι θέλει ο
Εβραίος», είναι μια φαντασίωση «εβραϊκής συνομωσίας», σύμφωνα με την
οποία οι Εβραίοι διαθέτουν μια μυστηριώδη δύναμη να χειραγωγούν τα
συμβάντα, να κινούν τα νήματα πίσω από τη σκηνή.
Σε θεωρητικό επίπεδο, θα πρέπει να υπογραμμίσουμε το κρίσιμο σημείο
ότι η φαντασίωση λειτουργεί ως κατασκευή, ως φαντασιακό σενάριο πουν
συμπληρώνει το κενό, το άνοιγμα της επιθυμίας του Άλλου: δίνοντάς μας
μια οριστική απάντηση στο ερώτημα: «Τι θέλει ο Άλλος;», μας
καθιστά ικανούς να ξεφύγουμε από το αβάσταχτο αδιέξοδο όπου ο Άλλος
θέλει κάτι από εμάς, αλλά ταυτόχρονα καταφέρνουμε να μεταφράσουμε την
επιθυμία του Άλλου σε μια θετική έγκλιση, σε μια εντολή με την οποία
μπορούμε να ταυτιστούμε.
Μπορούμε τώρα να κατανοήσουμε γιατί οι Εβραίοι επιλέχθηκαν ως το
κατεξοχήν αντικείμενο ρατσισμού: δεν είναι άραγε ο Θεός των Εβραίων η
καθαρότερη ενσάρκωση του “Che vuoi?”, της επιθυμίας του Άλλου
στην τρομακτική άβυσσό της, με την τυπική απαγόρευση «ου ποιήσεις
σεαυτόν είδωλον»- να μη γεμίσεις το κενό της επιθυμίας του Άλλου με ένα
θετικό φαντασιωτικό σενάριο; Ακόμη και όταν, όπως στην περίπτωση του
Αβραάμ, ο Θεός προσφέρει ένα συγκεκριμένο αίτημα (διατάζοντάς τον να
σφάξει τον ίδιο του το γιό), παραμένει ανοικτό το ερώτημα γιατί
πραγματικά το θέλει: αν υποστηρίξουμε ότι με τούτη την τρομερή πράξη ο
Αβραάμ οφείλει να πιστοποιήσει την άπειρη πίστη και αφοσίωσή του στο
Θεό, τότε κάνουμε μια απαράδεκτη απλούστευση. Η βασική θέση ενός Εβραίου
πιστού είναι, λοιπόν, αυτή του Ιώβ: όχι τόσο π θρήνος όσο η
ακατανοησία, η αμηχανία, ακόμη και η φρίκη ενώπιον εκείνου που θέλει ο
Άλλος (ο Θεός) με την αλληλουχία συμφορών που του προκαλεί.
Αυτή η γεμάτη φρίκη αμηχανία σηματοδοτεί την εναρκτήρια, ιδρυτική
σχέση του εβραίου πιστού με το Θεό, τη συμφωνία που ο Θεός σύναψε με τον
εβραϊκό λαό.
Το γεγονός ότι οι Εβραίοι αντιλαμβάνονται τον εαυτός τους ως «περιούσιο λαό» ουδεμία
σχέση έχει με μια πίστη στην ανωτερότητά τους. Δεν διαθέτουν ξεχωριστές
ιδιότητες. Πριν από τη συμφωνία με το Θεό, ήταν ένας λαός σαν όλους
τους άλλους, ούτε περισσότερο, ούτε λιγότερο διεφθαρμένος, που ζούσε μια
συνηθισμένη ζωή- όταν αίφνης σαν σε τραυματική κεραυνοβόληση, έμαθαν
(μέσω του Μωϋσή) ότι ο Άλλος τους είχε επιλέξει.
Έτσι, η επιλογή δεν έλαβε χώρα στις απαρχές, δεν καθόρισε τον
«πρωταρχικό» χαρακτήρα των Εβραίων- για να χρησιμοποιήσουμε και πάλι την
ορολογία του Κρίπκε, δεν σχετίζεται με τα περιγραφικά γνωρίσματά τους.
Γιατί επιλέχθηκαν, γιατί βρέθηκαν ξαφνικά να καταλαμβάνουν τη θέση ενός
οφειλέτη απέναντι στο Θεό; Το θέλει πραγματικά ο Θεός από αυτούς; Η
απάντηση- για να επαναλάβουμε τη παράδοξη φόρμουλα της απαγόρευσης της
αιμομιξίας- είναι ταυτοχρόνως αδύνατη και απαγορευμένη.
Με άλλα λόγια, η εβραϊκή θέση θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια θέση του
Θεού πέραν –ή προ- του Αγίου, σε αντίθεση προς την παγανιστική κατάφαση
του Αγίου ως πρότερου των θεών. Ο παράξενος αυτός θεός που φράζει τη
διάσταση του Αγίου δεν είναι «ο θεός των φιλοσόφων», ο ορθολογικός
διαχειριστής του σύμπαντος που καθιστά αδύνατη την ιερή έκσταση ως μέσο
επικοινωνίας μαζί του: είναι απλούστατα το αβάστακτο σημείο της
επιθυμίας του Άλλου, του χάσματος, του κενού στον Άλλον που
συγκαλύπτεται από τη συναρπαστική παρουσία του Αγίου. Οι Εβραίοι
εμμένουν σε τούτο το αίνιγμα της επιθυμίας του Άλλου, σε τούτο το
τραυματικό σημείο του καθαρού “Che vuoi?”, το οποίο προκαλεί ανυπόφορο άγχος εφόσον δεν μπορεί να συμβολοποιηθεί, να «εξευγενιστεί», μέσω της θυσίας ή της γεμάτης αγάπη αφοσίωσης.
Ακριβώς σ αυτό το επίπεδο μπορούμε να εντοπίσουμε τη ρήξη ανάμεσα στο
χριστιανισμό και την εβραϊκή θρησκεία- στο γεγονός ότι, σε αντίθεση με
την εβραϊκή θρησκεία του άγχους, ο Χριστιανισμός αποτελεί θρησκεία της
αγάπης.
Τον όρο «αγάπη» θα πρέπει να τον εννοήσουμε εδώ έτσι όπως
αρθρώνεται στη λακανική θεωρία- δηλαδή με μια διάσταση θεμελιώδους
απογοήτευσης: προσπαθούμε να γεμίσουμε το ανυπόφορο χάσμα του “Che vuoi?”, το
άνοιγμα της επιθυμίας του Άλλου, προσφέροντάς του τον εαυτό μας, ως
αντικείμενο της επιθυμίας του. Υπο την έννοια αυτή, η αγάπη είναι, όπως
επισήμανε ο Λακάν, μια ερμηνεία της επιθυμίας του Άλλου: η απάντηση της
αγάπης είναι «Είμαι αυτό που σου λείπει. Με την αφοσίωσή μου σ εσένα, με τη θυσία μου για σένα, θα σε γεμίσω, θα σε ολοκληρώσω». Συνεπώς,
η κίνηση της αγάπης είναι διπλή: το υποκείμενο συμπληρώνει τη δική του
έλλειψη, προσφέροντας τον εαυτό του στον άλλον ως αντικείμενο που
γεμίζει την έλλειψη στον Άλλον- η εξαπάτηση που ενέχει η αγάπη
συνίσταται στην ιδέα ότι αυτή η αλληλοεπικάλυψη δύο ελλείψεων ακυρώνει
την έλλειψη ως τέτοια σε μιαν αμοιβαία πλήρωση.
Θα πρέπει, ως εκ τούτου να συλλάβουμε το Χριστιανισμό ως μια πρoσπάθεια εξευγενισμού του εβραϊκού “Che vuoi?” μέσω
της πράξης της αγάπης και της θυσίας. Η μεγαλύτερη δυνατή θυσία, η
Σταύρωση, ο θάνατος του υιού του Θεού, συνιστά ακριβώς την τελική
απόδειξη ότι ο Θεός- Πατέρας μας αγαπά με μιαν απέραντη αγάπη των
πάντων, λυτρώνοντάς μας έτσι από το άγχος του “Che vuoi?”.
Τα Πάθη του Χριστού, αυτή η συναρπαστική εικόνα η οποία ακυρώνει όλες
τις άλλες εικόνες, αυτό το φαντασιωτικό σενάριο που συμπυκνώνει όλη τη
λιμπιντική οικονομία της χριστιανικής θρησκείας, αποκτά το νόημά του
μόνο στο υπόβαθρο του αβάστακτου αινίγματος της επιθυμίας του Άλλου (του
Θεού).
Διόλου βέβαια δεν υπαινισσόμαστε ότι ο Χριστιανισμός συνεπάγεται ένα
είδος επιστροφής στην παγανιστική σχέση ανθρώπου και θεού: απόδειξη
αυτού αποτελεί το γεγονός ότι, αντίθετα με ό,τι φαίνεται εκ πρώτης
όψεως, ο Χριστιανισμός ακολουθεί την εβραϊκή θρησκεία, φράζοντας τη
διάσταση του Αγίου [Holy]. Στον Χριστιανισμό απαντά κάτι διαφορετικής
τάξης: η ιδέα του αγίου [Saint], που είναι το ακριβές αντίθετο του ιερέα
[priest] στην υπηρεσία του Αγίου [Holy]. Ο ιερέας είναι «λειτουργός του Αγίου». Δεν
υπάρχει Άγιο δίχως τους αξιωματούχους του, δίχως το γραφειοκρατικό
μηχανισμό ο οποίος το στηρίζει, οργανώνοντας την τελετουργία του, από
την επίσημη ανθρωποθυσία των Αζτέκων μέχρι το νεωτερικό ιερό κράτος ή
τις στρατιωτικές τελετουργίες. Ο άγιος, αντιθέτως καταλαμβάνει την θέση
του objet petit a, του καθαρά αντικειμένου, κάποιου που υποβάλλεται σε
ριζική υποκειμενική καθαίρεση. Δεν τελεί καμιά λειτουργία, δεν εξορκίζει
τίποτα, απλώς εμμένει στην αδρανή παρουσία του.
Τώρα μπορούμε να καταλάβουμε γιατί ο Λακάν διέκρινε στην Αντιγόνη
έναν πρόδρομο της θυσίας του Χριστού: στην εμμονή της η Αντιγόνη είναι
μια αγία και σαφώς όχι μια ιέρεια. Γι αυτό θα πρέπει να αντιταχθούμε σε
κάθε απόπειρα να την εξημερώσουμε, να τη δαμάσουμε συγκαλύπτοντας έτσι
την τρομακτική ξενικότητά της, την «απανθρωπιά» της, την α-παθή
μορφή της, και μετατρέποντάς τη σε μιαν ευγενική προστάτιδα της
οικογένειας και του οίκου που προκαλεί τη συμπόνιά μας και προσφέρεται
ως σημείο ταύτισης.
Στην Αντιγόνη του Σοφοκλή, η μορφή με την οποία μπορούμε να
ταυτιστούμε είναι η αδελφή της Ισμήνη- ευγενική, αβρή, ευαίσθητη, έτοιμη
να υποχωρήσει και να συμβιβαστεί, συγκινητικά «ανθρώπινη», αντίθετα με
την Αντιγόνη, η οποία φτάνει στα άκρα, δεν «υποχωρεί σε σχέση με την
επιθυμία της» (Λακάν) και έτσι, εμμένοντας στην «ορμή θανάτου», στο
είναι- προς- θάνατο, γίνεται τρομακτικά ανηλεής, εξαιρείται από τον
κύκλο των καθημερινών συναισθημάτων και φροντίδων, των παθών και φόβων.
Με άλλα λόγια, είναι η ίδια η Αντιγόνη εκείνη η οποία προκαλεί, σ εμάς
τα συμπονετικά, συνηθισμένα πλάσματα, το ερώτημα «Τι θέλει πραγματικά;», ερώτημα που εμποδίζει οποιαδήποτε ταύτιση μαζί της.
Στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία το ζεύγος Αντιγόνη-Ισμήνη επαναλαμβάνεται
στο έργο του Σάντ, με τη μορφή του ζεύγους Ιουλιέττα- Ιουστίνη: η
Ιουστίνη αποτελεί επίσης ένα παθητικό θύμα, το αντίθετο της Ιουλιέττας,
αυτής της α-παθούς άσωτης η οποία επίσης «δεν υποχωρεί σε σχέση με την επιθυμία της».
Τέλος, γιατί να μην εντοπίσουμε μια Τρίτη εκδοχή του ζεύγους Αντιγόνης-
Ισμήνης, στην ταινία της Μαργαρέττε φον Τρόττα Τα μολυβένια χρόνια στο
ζεύγος της τρομοκράτισσας της RAF (Φράξια Κόκκινος Στρατός) (που
βασίζεται στο μοντέλο της Γκούντρουν Ένσλιν) και της συμπονετικής
αδελφής της που «προσπαθεί να την καταλάβει» και από τη σκοπιά
της οποίας γίνεται η αφήγηση της ιστορίας; (Το επεισόδιο του Σλέντορφ
στη σπονδυλωτή ταινία Η Γερμανία το Φθινόπωρο βασίστηκε επίσης σε έναν
παραλληλισμό μεταξύ Αντιγόνης και Γκούντρουν Ένσλιν.)
Πρόκειται για τρείς εκ πρώτης όψεως εντελώς διαφορετικές μορφές: η
αξιοπρεπής Αντιγόνη που θυσιάζεται για τη μνήμη του αδελφού της. Η
ασύδοτη Ιουλιέττα που παραδίδεται στην απόλαυση πέραν κάθε ορίου (δηλαδή
ακριβώς πέραν του ορίου όπου η απόλαυση εξακολουθεί να προσφέρει
ηδονή). Η φανατική- ασκητική Γκούντρουν η οποία, με τις τρομακτικές της
πράξεις, θέλει να αφυπνίσει τον κόσμο από τις καθημερινές ηδονές του και
την ρουτίνα του.
Ο Λακάν μας δίνει τη δυνατότητα να αναγνωρίσουμε και στις τρείς την ίδια ηθική θέση, που συνίσταται στο να «μην υποχωρούμε από την επιθυμία μας». Γι αυτό, όλες προκαλούν το ίδιο “Che vuoi?”, το ίδιο «Μα τι θέλουν πραγματικά;»:
η Αντιγόνη με την πείσμονα εμμονή της, η Ιουλιέττα με την α-παθή
ασυδοσία της, η Γκούντρουν με τις «άνευ νοήματος» τρομοκρατικές πράξεις
της. Και οι τρείς αμφισβητούν το αγαθό που ενσαρκώνεται στο κράτος και
στην κοινή ηθική. ”
πηγη:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου