Εικόνες μιας άγνωστης Θράκης
Μαίρης Αδαμοπούλου
Τη
γη όπου ζουν Πομάκοι, τουρκογενείς μουσουλμάνοι, Ρομά και Σουδανοί
εξερεύνησαν σπιθαμή προς σπιθαμή δύο γυναίκες με υπομονή κι επιμονή, για
να αποκαλύψουν μέσα από μια έκδοση τη διπλανή μας, άγνωστη Θράκη
«Οταν
βλέπεις τη Θράκη απέξω, καταλαβαίνεις καλύτερα πολλά πράγματα. Οταν
ζεις μέσα στην κοινωνία της, σε ποτίζουν με λάθος ιδέες και ιδεολογίες.
Οι πικρές μνήμες του παρελθόντος μεταφέρονται από γενιά σε γενιά και
δηλητηριάζουν τους νέους. Παλιά, οι άντρες στα χωριά έπαιρναν τα
τρακτέρ για να πάνε στα χωράφια και οι γυναίκες έσβηναν από πίσω τα
ίχνη που άφηναν τα λάστιχα. Κι εγώ ρωτούσα απορημένος γιατί συνέβαινε
αυτό... Μου εξηγούσαν πως, αν τα έβλεπε ο αστυνόμος του χωριού, θα
έδινε πρόστιμο στον μουσουλμάνο αγρότη, καθώς δεν είχε δίπλωμα
οδήγησης- απαγορεύοταν να έχει. Σου έλεγαν: “Πάρε το κάρο και τα
γελάδια σου και δούλεψε”. Οταν λοιπόν κάποιος έχει τέτοια βιώματα και τα
περνά στα παιδιά του, μέχρι να πάνε στον στρατό οι άντρες και στο
εξωτερικό οι κοπέλες- αν πάνε ποτέ -, δεν θα έχουν δει κάτι
περισσότερο».
Τα λόγια τούτα ανήκουν στον Νετζάτ Αμέτ, έναν
από τους 98.000 μουσουλμάνους που ζουν στη Θράκη και αποτελούν το 29%
του πληθυσμού της. Σε έναν από τους δεκάδες πρωταγωνιστές μιας
περιπέτειας που ξεκίνησε πριν από δύο χρόνια για τη δημοσιογράφο Ελενα
Μοσχίδη και τη φωτογράφο Πέπη Λουλακάκη. Περιπέτεια με στάσεις σε
τουλάχιστον 27 χωριά, που καταγράφηκε βήμα προς βήμα σε ένα λεύκωμα που
δεν αποτελεί ένα συνηθισμένο coffee table book, αλλά μια έρευνα, ένα
μεγάλο ρεπορτάζ, που συνοδεύεται από 80 ασπρόμαυρα στιγμιότυπα της ζωής
των μουσουλμάνων της Θράκης. «Είχαμε απωθημένο να ασχοληθούμε με τη
Θράκη, καθώς ήταν και παραμένει θέμα ταμπού. Κανείς δεν το αγγίζει στην
ουσία του», λέει στα «ΝΕΑ» η Ελενα Μοσχίδη, που επί δύο χρόνια, κάτω
από αντίξοες συνθήκες, γύρισε σχεδόν κάθε χωριό της Ξάνθης, της Ροδόπης
και του Εβρου όπου ζει μουσουλμανικός πληθυσμός. «Στην αρχή ο κόσμος
ήταν επιφυλακτικός. Νόμιζαν ότι ήμασταν πράκτορες, απεσταλμένοι του
υπουργείου Εξωτερικών ή από κάποια εφημερίδα. Μόλις τους πείθαμε ότι
ενδιαφερόμαστε να μάθουμε τον κόσμο τους, άρχιζαν κι εκείνοι να
ξεκλειδώνονται».
Η επιφυλακτικότητά τους μάλλον δεν είναι
αδικαιολόγητη. «Ερχονται δημοσιογράφοι από την Αθήνα και με ρωτάνε: “Μα
έχεις υπηρετήσει στον στρατό στην Ελλάδα; Πώς γίνεται αυτό;”. Οι
περισσότεροι δεν γνωρίζουν καν ότι έχουμε την ελληνική υπηκοότητα. Λίγα
πράγματα ξέρει ο ελληνικός λαός για μας. Κάποτε κάποιος με ρώτησε:
“Καλά, εσύ δεν φοράς πατούρια” (σ.σ. βράκα). Μου είχε κάνει εντύπωση
πώς είχαν μάθει τους ανθρώπους να βλέπουν τη μειονότητα...», λέει ο
Νετζάτ, που ζει με την οικογένειά του σε ένα υπερμοντέρνο διαμέρισμα
στην Κομοτηνή και παράλληλα με τη δουλειά του- αντιπρόσωπος ιατρικού
οξυγόνου- παρουσιάζει και εκπομπή κοινωνικού περιεχομένου σε τοπικό
ραδιοφωνικό σταθμό.
«Οι περισσότεροι είναι φοβισμένοι», λέει η
Πέπη Λουλακάκη. «Στην αρχή συστήνονταν ως έλληνες πολίτες, μουσουλμάνοι
στο θρήσκευμα. Οταν μας γνώριζαν καλύτερα, δήλωναν τουρκικής καταγωγής.
Κάποιοι δήλωναν Πομάκοι που έχουν εκτουρκιστεί», θυμάται η Ελενα
Μοσχίδη.
Στη διαδρομή τους οι δύο κοπέλες συνάντησαν
τουρκογενείς (50%), Πομάκους (35%), Ρομά (15%). Η μεγάλη έκπληξη όμως
ήταν όταν εντόπισαν περί τους 1.000 Σουδανούς που ζουν στον κάμπο της
Ξάνθης. Πώς βρέθηκαν στη Θράκη; Οι πρόγονοί τους ήρθαν ως σκλάβοι επί
οθωμανικής αυτοκρατορίας. «Μείναμε με το στόμα ανοιχτό όταν τους
ανακαλύψαμε», παραδέχεται η Ελενα Μοσχίδη. «Οι άντρες είναι ανοιχτοί.
Οι γυναίκες τους πολύ συντηρητικές. Αρνούνται να φωτογραφηθούν, παρά το
γεγονός ότι οι άντρες τους τις βρίσκουν παράλογες». Στη διαδρομή τους
οι δυο κοπέλες δεν συνάντησαν μπάρες και υπαρκτά όρια. Ομως ένιωθαν να
τις περιβάλλει ένα αόρατο τείχος. Συνάντησαν συγκροτήματα με
χριστιανούς και μουσουλμάνους μουσικούς. Πήγαν σε νυφοπάζαρα και
νεανικά νυχτέρια. Σε γαμήλια γλέντια και μουσουλμανικές γιορτές στην
εξοχή. Μπήκαν σε σπίτια και σε σχολεία, σε καφενεία και μαγέρικα.
Τόλμησαν να πλησιάσουν, να ακούσουν και να καταγράψουν τι συμβαίνει σε
έναν τόπο γνωστό και συνάμα άγνωστο.
«“Ζήσε πολύ, πολλά να
δεις”, λέει μια πομάκικη παροιμία. Μου την έλεγε η γιαγιά μου και
μεγαλώνοντας κατάλαβα ότι αφορούσε και τα δεινά των Πομάκων», λέει ο
36χρονος Πομάκος Ιρφάν Μεχμέτ Αλή. «Ημουν δεκαπέντε χρονών όταν,
απελπισμένος, τόλμησα να πάρω τις ταυτότητες των γονιών μου και να πάω
στον νομάρχη της Ξάνθης για να του τις δείξω. Να του πω κατάμουτρα ότι
είμαστε κι εμείς Ελληνες. Το μόνο που ζητούσε η οικογένειά μου ήταν
μια άδεια για να χτίσει ένα προστατευτικό τείχος για τις πλημμύρες που
μας ταλαιπωρούσαν τους χειμώνες. Ηθελα να δείξω στον νομάρχη ότι, παρ΄
όλο που ήμασταν έλληνες πολίτες, δεν μας αντιμετώπιζαν ισάξια. Τελικά
τα κατάφερα. Συγκινήθηκε και έδωσε τον λόγο του ότι θα φρόντιζε το θέμα,
και το έκανε. Πρέπει να τολμάμε και να διεκδικούμε χωρίς φόβο και,
ναι, υπάρχουν πολλοί Πομάκοι που φοβούνται να μιλήσουν».
Εκπληξη όμως δεν ήταν μόνο οι Σουδανοί για τις δύο ερευνήτριες. Ηταν
και η μοναδική χριστιανική οικογένεια που συνάντησαν στη Ρούσσα. Η
οικογένεια Δρατζίδη. «Εμείς ως χριστιανοί νιώθουμε ότι είμαστε σε ξένο
τόπο, γιατί οι μουσουλμάνοι εδώ αισθάνονται Τούρκοι. Η εκκλησιά μας στη
Ρούσσα, ο Αγιος Κωνσταντίνος, δεν λειτουργεί ποτέ. Πηγαίνουμε στο
Δέρειο για να προσευχηθούμε. Ευτυχώς στις μέρες μας δεν έχουμε διαφορές
και πολιτικές συγκρούσεις με τους μουσουλμάνους. Εμείς τουλάχιστον οι
απλοί άνθρωποι. Οταν ήρθαμε, ήταν καμιά εξηνταριά χριστιανοί στη
Ρούσσα, αλλά έφυγαν γιατί δεν άντεξαν. Κόντεψαν να τρελαθούν εδώ πάνω
στην ερημιά, στο πουθενά. Σκοπός μας ήταν να φυλάμε τα μέρη από
κατασκόπους. Επρεπε να υπάρχουν χριστιανοί, δεν γινόταν να είναι μόνο
μουσουλμάνοι εδώ. Δεν μπορούσαμε όμως, και ούτε σήμερα μπορούμε να
δούμε τους Πομάκους σαν αδέρφια μας. Οταν πρωτοήρθαμε, δεν μπορούσαμε να
συνεννοηθούμε μαζί τους και αναγκαστήκαμε να μάθουμε λίγα τουρκικά.
Πολλές φορές σκεφτήκαμε να φύγουμε, αλλά τα παιδιά μας δεν ήθελαν»,
μαρτυρούν ο κύριος Σαράντης και η σύζυγός του Αθηνά, που μετακόμισαν
στη Ρούσσα τη δεκαετία του ΄60.
Τελικά τούτος ο κόσμος της
Θράκης είναι ασπρόμαυρος, όπως οι φωτογραφίες της Πέπης Λουλακάκη;
«Οχι», απαντά η φωτογράφος, που με δυσκολία επέλεξε από τα χιλιάδες καρέ
τις 80 φωτογραφίες για την έκδοση, «θυσιάζοντας» πολλές αγαπημένες.
«Επέλεξα το ασπρόμαυρο για να μην υπάρχει ο εντυπωσιασμός του χρώματος
και να στραφεί ο θεατής σε αυτό που θέλει να δείξει η φωτογραφία, την
ουσία της», καταλήγει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου