Αναγνώστες

Τετάρτη 5 Ιανουαρίου 2011

Η Ευρώπη έχει απάντηση στην αυτοκρατορία /του Σλαβόι Ζίζεκ μια παλιοτερη Συνέντευξη στον Γιάννη Σταυρακάκη(klik)

 πηγη :ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
η Ευρώπη έχει απάντηση στην αυτοκρατορία
Ο διάσημος φιλόσοφος Σλαβόι Ζίζεκ μιλάει για το σημερινό αδιέξοδο της Δύσης και τις προοπτικές της Γηραιάς Ηπείρου Συνέντευξη στον Γιάννη Σταυρακάκη(1)
Τα τελευταία χρόνια ο Σλοβένος φιλόσοφος Σλαβόι Ζίζεκ έχει αναδειχθεί σε έναν από τους πολυγραφότερους και πιο επινοητικούς αναλυτές της παγκόσμιας πολιτικής και πολιτισμικής πραγματικότητας. Η κριτική που ασκεί στις κάθε λογής ορθοδοξίες είναι καταλυτική και αναζωογονεί –με την ιδιοτυπία του λόγου της– τις προοπτικές εναλλακτικών τρόπων σκέψης και δράσης. Τον περασμένο Οκτώβριο ο Ζίζεκ επισκέφτηκε την Αθήνα για μια σειρά ομιλιών, με την ευκαιρία της μετάφρασης και κυκλοφορίας των πρώτων δύο βιβλίων του στα ελληνικά από τις εκδόσεις Scripta. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του παραχώρησε στον Γιάννη Σταυρακάκη μια εκτενή συνέντευξη που θα δημοσιευθεί προσεχώς στο περιοδικό «Σύγχρονα Θέματα». Ακολουθούν αποσπάσματα της συνέντευξης αυτής. Στο επίκεντρο της συζήτησης η σχέση ψυχανάλυσης και πολιτικής, η σημερινή παγκόσμια συγκυρία και τα περιθώρια κριτικής και αντίστασης, αλλά και ο ρόλος της Ευρώπης.
— Τι είναι εκείνο που, κατά τη γνώμη σας, νομιμοποιεί τη χρήση της ψυχαναλυτικής θεωρίας στην κοινωνική και πολιτική ανάλυση;
— […] Μα ήδη στο έργο του Φρόιντ, ιδίως αν λάβουμε υπόψη μας βιβλία όπως «Ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας» (εκδόσεις Επίκουρος, Αθήνα 1974), είναι ξεκάθαρο ότι σκοπός της ψυχανάλυσης δεν είναι να ασχοληθεί με τις ατομικές παρεκκλίσεις από κάποιες νόρμες. Για την ψυχανάλυση, αυτές οι ατομικές παρεκκλίσεις σηματοδοτούν μιαν ανεπάρκεια ή αντίφαση στην ίδια τη νόρμα. Ο απώτερος ψυχαναλυτικός τρόπος για να εξηγήσουμε το γεγονός ότι εσείς και εγώ βιώνουμε ορισμένα προβλήματα δεν περιορίζεται σε μιαν αναφορά στις δυσκολίες ή την αποτυχία της κοινωνικοποίησης: εκείνο που εκρήγνυται μέσα μου είναι μια συγκεκριμένη εμπλοκή, ένα αδιέξοδο, που σημαδεύει τους ίδιους τους παγκόσμιους ιδεολογικούς μηχανισμούς που συγκροτούν την κοινωνία. Για να προχωρήσουμε ένα βήμα παραπέρα, το ζήτημα δεν είναι απλώς ότι, για την ψυχανάλυση, κάθε σύμπτωμα απευθύνεται πάντοτε στον Aλλο, ότι ο ασθενής δεν είναι ποτέ μόνος. Πρόκειται για κάτι περισσότερο ριζικό. Για να λειτουργήσω ως ατομικό υποκείμενο οφείλω με κάποιον τρόπο να έρθω σε σχέση με τον Aλλο, με την έννοια αυτής της ανώνυμης γνώσης που ενσαρκώνεται από τα έθιμα και τις κοινωνικές νόρμες. Μπορώ να λειτουργήσω ως υποκείμενο μόνον στον βαθμό που έχω πρόσβαση, πέρα από τα άλλα άτομα, σε κάτι που λαμβάνει τη μορφή ενός ανώνυμου πλαισίου μη υποκειμενικών εθίμων. Επομένως, η κοινωνία αποκαλύπτεται ως αναπόσπαστο και κεντρικό στοιχείο της ατομικής μου ταυτότητας. Υπό την έννοια αυτήν, τα έργα του Φρόιντ σχετικά με τη λεγόμενη «εφαρμοσμένη ψυχανάλυση» είναι απολύτως ουσιώδη τόσο για τους κοινωνικούς επιστήμονες όσο και για τους ψυχαναλυτές.
H Iστορία δεν τελείωσε


Θεωρείτε εξίσου στενή τη σχέση ανάμεσα στη λακανική ψυχαναλυτική θεωρία και τον μαρξισμό; Eχετε υποστηρίξει, για παράδειγμα, ότι «ο εκρηκτικός συνδυασμός της λακανικής ψυχανάλυσης με τη μαρξιστική παράδοση πυροδοτεί μια δυναμική ελευθερία που μας επιτρέπει να αμφισβητήσουμε τις ίδιες τις προϋποθέσεις του κυκλώματος του κεφαλαίου». Πώς ακριβώς αντιλαμβάνεστε λοιπόν αυτήν τη σχέση που σε μερικά αυτιά ακούγεται ίσως παράδοξη;
— […] Στο σημείο αυτό προσπαθώ να είμαι πολύ προσεκτικός, να δίνω βάρος σε κινήσεις μετρημένες και να αποφεύγω τις «μεγαλειώδεις» συνθέσεις. Είμαι μάλλον απαισιόδοξος από την άποψη αυτή.
Γνωρίζουμε πραγματικά τι συμβαίνει γύρω μας σήμερα; Υπάρχουν ορθόδοξοι μαρξιστές κοινωνιολόγοι που υποστηρίζουν ότι απλώς βιώνουμε μια νέα φάση στη διαδικασία της καπιταλιστικής εξέλιξης. Αυτό όμως δεν είναι αρκετό. Από την άλλη μεριά, έχουμε όλους του θεωρητικούς του «Τρίτου Δρόμου» και της «Κοινωνίας του Ρίσκου» –Αντονι Γκίντενς, Ούλριχ Μπεκ και άλλους– που εισάγουν μορφές μιας θεωρίας του μετά (που αφορά τη λεγόμενη δεύτερη νεωτερικότητα, τη μετα-βιομηχανική κοινωνία κ.ο.κ.). Κι αυτό όμως μου φαίνεται ανεπαρκές. Νομίζω πως απλώς εφευρίσκουν ωραίες λέξεις που δεν συγκροτούν ακόμα πραγματικές έννοιες.
Οφείλω λοιπόν να ομολογήσω ότι βρίσκομαι σε δύσκολη θέση. Δεν διαβλέπω σε άλλους ούτε φυσικά έχω επεξεργαστεί ο ίδιος – στη βάση της σύγκλισης μαρξισμού και ψυχανάλυσης– μια θεωρία που θα μας προσέφερε πειστικές διαγνώσεις αναφορικά με όλα όσα συμβαίνουν γύρω μας. Προφανώς σχετίζονται με κάποιες διαστάσεις της καπιταλιστικής δυναμικής. Υπάρχουν, ακόμα, αρκετοί ανταγωνισμοί ώστε να απορρίψουμε το όνειρο του Fukuyama για το τέλος της ιστορίας. Από την άλλη, βέβαια, είναι αρκετά προφανές ότι δεν βρισκόμαστε στα πρόθυρα μιας επανάστασης. Δεδομένου αυτού του πλαισίου, εκείνο που μας μένει είναι να αναγνωρίσουμε με εντιμότητα και χωρίς υπεκφυγές ότι δεν διαθέτουμε ξεκάθαρο προσανατολισμό. Υπάρχουν όλες αυτές οι γρήγορες φόρμουλες –όπως η ιδέα του περάσματος σε μια νέα μετα-καπιταλιστική ψηφιακή κοινωνία– αλλά, κατά κάποιον τρόπο, μου φαίνονται πολύ βιαστικές. Συνήθως στηρίζονται στη διάγνωση μιας κάποιας τάσης την οποία ανάγουν –μεγεθύνοντάς την– σε επίκεντρο μιας καθολικής νέας θεωρίας. Ποτέ όμως δεν κατορθώνουν να φωτίσουν τη συνολική εικόνα. Σκεφθείτε, για παράδειγμα, τη θεωρία περί εξαφάνισης της εργατικής τάξης. Μα δεν έχει εξαφανισθεί. Απλώς θα πρέπει να αναζητηθεί αλλού, στην Κίνα! Eχει, με άλλα λόγια, μετατοπισθεί. Επομένως, κάτι πάντοτε απωθείται σε όλες αυτές τις νέες θεωρίες της μόδας.
H ευκαιρία της Eυρώπης


 — Σήμερα βέβαια η «αυτοκρατορία» μοιάζει να είναι η νέα λέξη-κλειδί και οι ΗΠΑ υποτίθεται πως ενσαρκώνουν αυτόν τον ρόλο…
— Θα έλεγα ότι τελικά το πρόβλημα είναι πως οι ΗΠΑ στην πραγματικότητα απέτυχαν να εδραιωθούν ως μια παγκόσμια αυτοκρατορία κυρίως εξαιτίας της αντιφατικότητας των ίδιων των πολιτικών τους. Eτσι, η κατάσταση παραμένει ακόμα ανοιχτή: αν και αρέσκονται σε χειρονομίες που υποτίθεται πως καταδεικνύουν και ενισχύουν τον ρόλο τους ως παγκόσμιας αυτοκρατορίας, την ίδια στιγμή δεν φαίνονται ικανές να πάρουν απόσταση από τα στενά συμφέροντά τους ως έθνος-κράτος. Ως εκ τούτου, ο αγώνας παραμένει ζωντανός αναφορικά με τη μορφή που θα λάβει η νέα παγκόσμια τάξη, πράγμα που δημιουργεί ορισμένες ευκαιρίες και για την Ευρώπη. Προ καιρού μάλιστα είδαν το φως της δημοσιότητας ορισμένες αμερικανικές αναλύσεις που υποστηρίζουν ότι η Ευρώπη και όχι η Κίνα αποτελεί τον μεγάλο εχθρό των ΗΠΑ. Με την Κίνα, ισχυρίζονται, μπορεί να υπάρξει μια μορφή διπολικής τάξης, αν όμως η Ευρώπη αυτονομηθεί, αυτό θα σημάνει το τέλος του αμερικανικού ονείρου. Βρισκόμαστε λοιπόν σε μια συγκυρία που θέτει το ζήτημα της διαμόρφωσης και εδραίωσης νέων διεθνών κανόνων και μιας νέας διεθνούς σταθερότητας. Προφανώς αυτή η διαδικασία ενέχει τους κινδύνους της, αλλά δημιουργεί και ευκαιρίες.
— Είναι όμως η Ευρώπη τελικά ικανή να ακολουθήσει μια κατεύθυνση όπως αυτή που περιγράφετε; Επιπλέον, το θέλει πραγματικά;
— Oλοι φυσικά απογοητευτήκαμε με τα γεγονότα του πολέμου στο Ιράκ. Παρ’ όλες τις διαμαρτυρίες, η Ευρώπη δεν κατόρθωσε να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων. Αυτό όμως μπορεί να αποδειχθεί καλό σημάδι. Αποτελεί ήδη σημαντικό βήμα όταν κανείς συνειδητοποιεί την αποτυχία του. Με έναν αρνητικό τρόπο συνειδητοποιεί και το καθήκον του. Το πρώτο βήμα σε κάθε αγώνα δεν είναι η νίκη, αλλά η συνειδητοποίηση μιας αποτυχίας. Υπό αυτήν την έννοια εξακολουθώ να πιστεύω ότι η Ευρώπη παραμένει στοιχείο-κλειδί, αυτό είναι σχεδόν το δόγμα μου. Δεν είμαι μεγάλος θιασώτης της αντίστασης του Τρίτου Κόσμου. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει τόσο σημαντικό εκρηκτικό δυναμικό στις σχέσεις Αμερικής και Τρίτου Κόσμου. Μόνον από εκείνο που ονομάζεται Δεύτερος Κόσμος είναι δυνατόν να περιμένουμε κάποια μορφή αντίστασης. Για να διατηρήσουν η χειραφετητική πολιτική και η δημοκρατία το ριζοσπαστικό τους νόημα οφείλουν να ενδυναμώσουν τις ευρωπαϊκές συνδηλώσεις τους. Αυτό είναι για μένα το πρόβλημα σήμερα.
H κρίση είναι εδώ
Η 11η Σεπτεμβρίου σηματοδοτεί τη διάψευση της φιλελεύθερης ουτοπίας του τέλους της ιστορίας. Τώρα η κρίση είναι εδώ, και παλεύουμε για τους κανόνες. Δεν μπορώ να πω βέβαια ότι εμπιστεύομαι απολύτως την Ευρώπη. Εμπειρικά είμαι μάλλον απαισιόδοξος. Εκείνο που απλώς ισχυρίζομαι είναι ότι στη συγκεκριμένη συγκυρία η Ευρώπη είναι ίσως η μόνη δύναμη που είναι σε θέση να αρθρώσει ένα συνεπές εναλλακτικό όραμα. Κανείς άλλος δεν φαίνεται σε θέση να κάνει κάτι τέτοιο. Oλοι έχουμε τις ελπίδες μας για την Αφρική, για τη Λατινική Αμερική, αλλά δεν νομίζω ότι υπάρχουν πολλά περιθώρια επιτυχίας. Για παράδειγμα, είχαν δημιουργηθεί τόσες προσδοκίες από το κίνημα των Ζαπατίστας στο Τσιάπας. Τι έγινε τελικά; Ο αγώνας τους αισθητικοποιήθηκε. Αποδέχθηκαν δε ένα modus vivendi στη βάση του οποίου ενσάρκωσαν τον ρόλο μιας απλής φωνής ηθικής διαμαρτυρίας, η οποία στην πραγματικότητα δεν αγωνίζεται πια για την εξουσία. Eτσι ενσωματώθηκαν πλήρως στο σύστημα. Γι’ αυτό όλοι οι φιλελεύθεροι τώρα τους υπεραγαπούν. […]
— Εντούτοις, μέχρι σήμερα η ευρωπαϊκή ενοποίηση και η προώθηση της ευρωπαϊκής ταυτότητας αρθρώθηκαν μέσα από έναν εν πολλοίς τεχνοκρατικό, άνευρο λόγο, ανίκανο να κινητοποιήσει το πάθος για ταύτιση με την Ευρώπη.
— Iσως τα πράγματα να είναι ακόμα χειρότερα. Οποτεδήποτε εμφανίζεται μια εκδήλωση πάθους, συνήθως την κινητοποιεί ένας μάλλον δεξιός αντιαμερικανισμός. Eτσι, συνήθως έχουμε να κάνουμε με ένα ιδιαίτερα επικίνδυνο, σχεδόν φασιστικό, ευρω-κεντρικό πάθος. Ωστόσο, στο σημείο αυτό τείνω να συμφωνήσω με τον Χάμπερμας [βλ. «Η ώρα για την αναγέννηση της Ευρώπης», Καθημερινή, 8 Ιουνίου 2003]. Οι εντυπωσιακές αντιπολεμικές διαδηλώσεις σε όλη την Ευρώπη ήταν σημάδι παθιασμένης κινητοποίησης. Και το νόημά τους δεν περιοριζόταν σε μιαν απλή διαμαρτυρία κατά του πολέμου. Υπήρξε επίσης μια συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι οι ΗΠΑ προσπαθούν να μας επιβάλουν ένα συγκεκριμένο παγκόσμιο μοντέλο και ότι εμείς λέμε ΟΧΙ σε αυτό. Παρ’ όλα αυτά δεν είμαι αφελώς αισιόδοξος σε αυτό το επίπεδο. Το κάλεσμά μου για την Ευρώπη είναι περισσότερο μια πράξη απόγνωσης. Μοιάζει ως το μικρότερο κακό. Πολλοί μπορεί να διαφωνούν, αλλά δεν βλέπω τίποτε καλύτερο στον ορίζοντα.
Tα αδιέξοδα της ακαδημαϊκής αριστεράς


— Είστε συχνά ιδιαίτερα κριτικός απέναντι σε αυτό που αποκαλείτε «ακαδημαϊκή αριστερά». Από μια σκοπιά, βέβαια, και εσείς ανήκετε σε αυτήν την ακαδημαϊκή αριστερά...
— Ναι, ναι...
— Πώς λοιπόν ορίζετε την ακαδημαϊκή αριστερά και πού εντοπίζετε το πρόβλημα με τις θέσεις της;
— Από μια κριτική σκοπιά, οφείλω πρώτα να οριοθετήσω γεωγραφικά τη στάση μου. Δεν αναφέρομαι τόσο στη γερμανική ή στη γαλλική διανόηση, αλλά κυρίως στην αγγλοσαξονική και ειδικότερα στην αμερικανική ακαδημαϊκή αριστερά. Για να την οριοθετήσω ακόμη περισότερο, στόχος μου είναι η ακαδημαϊκή αριστερά που έχει συνδεθεί με τις λεγόμενες πολιτισμικές σπουδές (cultural studies). Στις πολιτικές της παρεμβάσεις, το ίδιο το πολιτικό και η οικονομία σιωπηλά εγκαταλείπονται ως δόκιμα πεδία στοχασμού και δράσης. Η αναγνώριση των διαφορών, ο σεβασμός για τους διαφορετικούς πολιτισμικούς, εθνοτικούς, θρησκευτικούς και σεξουαλικούς τρόπους ζωής, καθίσταται το κεντρικό ζήτημα, ως εάν ο απώτερος ηθικός μας ορίζοντας να ανάγεται στον σεβασμό της διαφοράς. Για να το θέσω με τους πιο ωμούς όρους, διαφωνώ κάθετα με αυτήν τη στάση. Δεν συμφωνώ ότι ο σεβασμός της διαφοράς μπορεί να αποτελεί τον απώτερο ορίζοντά μας. Για μένα, με ένα παλιομοδίτικο ίσως τρόπο, ο απώτερος ορίζοντας είναι η πάλη και ο αγώνας. Κατά τη γνώμη μου, και εδώ συμφωνώ με τον Badiou, η διαφορά –με την έννοια της ετερότητας– ακόμα και αν τεθεί με τους πιο ριζοσπαστικούς ηθικο-θεολογικούς όρους, όπως συμβαίνει στον Levinas, αποτελεί μια ηθικά ουδέτερη κατηγορία. Αμφιβάλλω ότι χωρίς κάποιο περαιτέρω κανονιστικό περιεχόμενο είναι δυνατόν να παραχθεί μια πολιτική μέσα από τον σεβασμό της ετερότητας.
Εκείνο που με ενοχλεί ιδιαίτερα είναι ότι ακόμα και όταν αυτή η ακαδημαϊκή αριστερά ενσωματώνει στο λόγο της μια οικονομική διάσταση, αυτή σιωπηρά μεταφράζεται σε ένα ζήτημα πολιτισμικής διαφοράς. Για να είμαστε δίκαιοι, επί παραδείγματι, η αμερικανική ακαδημαϊκή αριστερά μιλάει συχνά για τους Ισπανόφωνους και τους Μαύρους. Με ποιον τρόπο όμως; Ως εάν ο λόγος για τον οποίο τους εκμεταλλευόμαστε να είναι η ετερότητά τους. Με άλλα λόγια, κάτι λείπει εδώ. Αλλά, για να προχωρήσουμε ένα βήμα παραπέρα, φοβάμαι ότι ακόμα και οι πρόσφατες συζητήσεις για τον καπιταλισμό –που φαίνεται να πληθαίνουν στο ακαδημαϊκό πεδίο– δεν αρκούν. Γίνονται ήδη αντικείμενο ιδιοποίησης από την ακαδημαϊκή αριστερά και, ως εκ τούτου, ολόκληρη η ηθικο-πολιτική τους αιχμή, η ανατρεπτική τους δύναμη, μεταφράζεται σε μια ορισμένη υμνολογία του «πλήθους», της νομαδικής υποκειμενικότητας (βλ. Hardt και Negri, «Αυτοκρατορία», εκδόσεις Scripta, Αθήνα 2002). Και εδώ –με ένα περισσότερο λανθάνοντα τρόπο– η πολιτισμική διάσταση επανεδραιώνει την κυριαρχία της. Η κεντρική ιδέα είναι ότι δεν θα πρέπει να επιδιώκουμε μια σταθερή, παγιωμένη ταυτότητα, αλλά μια πολλαπλή, μεταλλασόμενη, νομαδική υποκειμενικότητα. […] Το πρόβλημα και πάλι είναι πως όλα αυτά ταιριάζουν απόλυτα με τον σύγχρονο καπιταλισμό και όχι μόνον επειδή έχει τη δύναμη να ενσωματώνει τα πάντα. Ακόμα και όταν η ακαδημαϊκή αριστερά επικρίνει την ταυτότητα και την οικουμενικότητα, ποιους νομίζει τελικά ότι πλήττει; Δεν νομίζω ότι θίγει τους ηγεμονικούς λόγους της εποχής μας. Οι σημερινοί ηγεμονικοί λόγοι όχι μόνο ανέχονται το πλήθος και την πολλαπλότητα, αλλά ενεργητικά τα παράγουν και τα προάγουν. Υπό αυτήν την έννοια, υπάρχει κάτι ιδιαίτερα προβληματικό στο επίπεδο αυτό.
— Η συζήτηση περί πλήθους συνδέεται με μια σειρά από πρόσφατες προσπάθειες να ανανεωθεί η ιδέα του ιστορικού υποκειμένου. Νομίζετε πως αυτή η συζήτηση εξακολουθεί να είναι σήμερα επίκαιρη; Εκείνο που έχω στο μυαλό μου είναι ερωτήματα όπως: ποιος μπορεί να είναι σήμερα ο φορέας της αλλαγής; Ποιος είναι σε θέση να αμφισβητήσει την παγκόσμια ηγεμονία; Oταν μιλάτε για τον ρόλο της Ευρώπης, ποια δύναμη εντός της Ευρώπης είναι σε θέση να ανοίξει το δρόμο;
— Για μένα –και εδώ θα ακουστώ λίγο σαν τον Ερνέστο Λακλάου– τα ελάχιστα τυπικά κριτήρια περιγράφουν εκείνους που αντιλαμβάνονται την ταυτότητά τους ως ριζικά μετατοπισμένη, εξαρθρωμένη. Και νομίζω πως η Ευρώπη έχει υποστεί μια μετατόπιση αυτού του είδους. Φορέας της αλλαγής δεν μπορεί παρά να είναι εκείνος του οποίου η ιστορικά δεδομένη ταυτότητα ανατρέπεται, έχει εξαρθρωθεί. Υπό την έννοια αυτή, σήμερα ο ευρωπαϊκός πολιτισμός –για να το θέσω με τους πιο απλοϊκούς όρους– έχει υποστεί πολύ περισσότερες εξαρθρώσεις από τον Τρίτο Κόσμο. Τι αποζητεί ο Τρίτος Κόσμος; Αμερικανικού τύπου ανάπτυξη με δόσεις τοπικής κουλτούρας. Αυτό λειτουργεί τέλεια, μπορεί να πραγματοποιηθεί! Το έχουμε δει στην Κορέα, στην Ταϊβάν και αλλού. Είναι απόλυτα εφικτό. Ο καπιταλισμός μοιάζει με μια ουδέτερη μηχανή που είναι σε θέση να συναρθρώνεται με τις τοπικές κουλτούρες. Υπάρχει ένας συγκεκριμένος τύπος υβριδικότητας που λειτουργεί τέλεια ως προς αυτό. Στην Ευρώπη, αντιθέτως, η εξάρθωση είναι περισσότερο ριζική και επομένως και οι ελπίδες για αντίσταση μεγαλύτερες.
Tο NATO στη M. Aνατολή


— Επιστρέφοντας στο έργο σας, πολλοί διαπιστώνουν την ύπαρξη δύο διαφορετικών φάσεων: μιας πρώτης φάσης όπου η έμφαση είναι στο πραγματικό του Λακάν, στη μαζική κουλτούρα, και –στο πολιτικό επίπεδο– στη ριζοσπαστική δημοκρατία και τον ρόλο των κοινωνικών κινημάτων, και μια δεύτερη φάση όπου προτάσσεται ο αντι-καπιταλισμός, επιστρέφετε στο έργο του Λένιν κ.λπ. Συμφωνείτε με μια περιοδοποίηση αυτού του είδους;
— Ναι, αν και νομίζω πως μια προσεκτική ανάγνωση αποκαλύπτει πως αυτή η δεύτερη φάση είναι πολύ περισσότερο ανοιχτή. Για παράδειγμα, τι νόημα έχει η επιστροφή μου στον Λένιν; Δεν προτείνω φυσικά τη δημιουργία ενός νέου επανασταστικού κόμματος. Αποδέχομαι ότι η κατάσταση ενέχει μια κάποια σύγχυση, παραπέμπω δε επιδοκιμαστικά και στον Αντόρνο όταν λέει πως δεν γνωρίζει «τι πρέπει να κάνουμε». Ακόμα και στο βιβλίο μου «Καλωσορίσατε στην έρημο του πραγματικού!» κάνω μία μόνο πολιτική πρόταση, και μάλλον δεξιόστροφη: ότι ίσως η μόνη λύση στο Mεσανατολικό να προϋποθέτει την παρουσία στη Δυτική Oχθη κάποιας Νατοϊκής ή άλλης Δυτικής δύναμης. Oπως βλέπετε, δεν μεταμορφώνομαι σε κάποιον παράφρονα υποστηρικτή της τρομοκρατίας ή σε οτιδήποτε παρόμοιο!
Ποιος είναι ο Σλαβόι Zίζεκ




Ο Σλαβόι Ζίζεκ γεννήθηκε το 1949 στη Σλοβενία. Είναι διδάκτωρ φιλοσοφίας και ψυχανάλυσης και καθηγητής στο Ινστιτούτο Κοινωνικών Επιστημών του πανεπιστημίου της Λιουμπλιάνα. Το έργο του είναι πολυδιάσταστο και πολύπλευρο. Σημαντικό μέρος του επικεντρώνεται στην ανάδειξη της ριζοσπαστικής πολιτικής και φιλοσοφικής σημασίας της λακανικής ψυχανάλυσης. Tα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Στα ελληνικά έχουν εκδοθεί τα βιβλία του «Μίλησε κανείς για ολοκληρωτισμό;» (Scripta, 2002) και «Καλωσορίσατε στην έρημο του πραγματικού!» (Scripta, 2003).
(1) Ο κ. Γιάννης Σταυρακάκης είναι πολιτικός επιστήμων, ερευνητής στο πανεπιστήμιο του Εσεξ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Οργασμός και χρόνος

 Το δογματικό μυθιστόρημα του οργασμού( η οργασμός και χρόνος) ----------------------σελ 40- 44. «Η ανοησία συνίσταται στην ανάγκη της κατάλ...