Η Επανάσταση στην Ντίσνεϋλαντ (3)
Ευγένιος Αρανίτσης
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ :
''....Ετσι, περίσσευε αρκετή μελαγχολία στην Ντίσνεϋλαντ για τα παιδιά
και τους γονείς που τα συνόδευαν, κι οι γονείς διάλεγαν τώρα να
ξεχάσουν τη μελαγχολία τους και να συμφιλιωθούν, άρον άρον, με τις
γελοιογραφημένες βεβαιότητες της νέας εποχής. Στην αυθυποβολή εύθυμης
διάθεσης που προϋπέθετε η περιήγηση στην Ντίσνεϋλαντ βάραινε το γεγονός
ότι οι βεβαιότητες αφορούσαν, ολοφάνερα, την υποβάθμιση της ανθρώπινης
ζωής σ' ένα είδος εργασίας του ζην, όπου το παιγνίδι είχε ενσωματωθεί
στο πλέγμα των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων -χώρια το ότι, στις ΗΠΑ,
τα δικαιώματα είναι υποχρεωτικά. Δίχως υπερβολή, το σύνολο των
politically correct συμπεριφορών δεν ήταν παρά το θέαμα αυτού του
συλλογικού παλιμπαιδισμού, όταν ο ενήλικος κρίθηκε εξ υποθέσεως
ακατάλληλος να θεσπίσει όρια στο εσωτερικό της συνείδησής του. Ο
βασικός κανόνας, πλέον, υπαγόρευε την εξάλειψη της σκέψης σε όφελος της
πράξης, της πρακτικής, της αδιάκοπης προώθησης ενεργητικών
αλληλεπιδράσεων πέριξ του «υποχρεούμαι» και «δικαιούμαι» εννοούμενου ως
δούναι και λαβείν. Η δε σκηνή των ηρώων του Ντίσνεϋ είχε αναλάβει τη
νομιμοποιητική διακωμώδηση του κανόνα, τη διακωμώδηση εκείνου του τύπου
κοινωνικής και ψυχολογικής ρηχότητας που γινόταν αντιληπτή ως αξιέπαινη
απορρόφηση της σκέψης από τη συμπεριφορά.
Ομως η διακωμώδηση δεν ήταν διόλου αστεία, εντέλει.
Για παράδειγμα, η αίσθηση ότι ο καινούριος κόσμος ναι μεν ήταν
περισσότερο άδικος απ' τον προηγούμενο και εξίσου βίαιος, πλην σου
επέτρεπε να ξαναγίνεις δέκα ετών και να θαυμάζεις την υπναλέα
ηλιθιότητα του Γκούφη, κάθε άλλο παρά ενέπνεε αστεϊσμούς σε μια σκληρή,
χαώδη, ανομοιογενή και αλληλοσπαρασσόμενη κοινότητα όπου ο εξοντωτικός
ανταγωνισμός των συμφερόντων άγγιζε ώς και τα πλήκτρα των πυρηνικών
απειλών, για να μην σχολιάσουμε και την ψυχική έρημο που εκτεινόταν
κατά μήκος του δικτύου των ανήθικων φθορισμών της τηλεόρασης, στις
φτωχογειτονιές των προαστίων και στα τροχόσπιτα. Εντούτοις, οι
Αμερικανοί ουδέποτε ξέφυγαν απ' τη σαγήνη αυτής της μύχιας επιθυμίας
παλιμπαιδισμού, κηδεύοντάς την από δεκαετία σε δεκαετία, μέχρι την
εποχή που ο Σπίλμπεργκ θα γυρνούσε το Από πού πάνε στο Χόλιγουντ. Ο
μύθος των ξεκαρδιστικών προσποιήσεων που υποτίθεται ότι αναχαίτιζαν την
κατάθλιψη εξακολουθούσε να σπάει ταμεία.
Αναλόγως ευπρόσδεκτη, η κακογουστιά του εξωφρενικού
παραδείγματος του Λας Βέγκας είχε παρασύρει τουλάχιστον τους πιο
εύπιστους στο να δεχτούν ότι η Αμερική ήταν ακριβώς αυτό: ένας τόπος
όπου μπορούσες να στήσεις το αντίγραφο της πυραμίδας του Χέοπα σε
φυσικό μέγεθος, αρκεί να ορκιζόσουν υπακοή στο δολάριο και στο In God
we trust. Οι πιο εύπιστοι ήταν όντως οι πρωτοπόροι, διότι η ευπιστία
είχε δοθεί, απλούστατα, απ' τη μοίρα σαν πράσινο φως προς την κοινωνία
εκείνη για να επαναθεμελιωθεί στην ιδέα του εύκολου κέρδους και των
τυπικών, άνετων, επιφανειακών διεκπεραιώσεων, οπότε ο άνθρωπος θα
απαλλασσόταν από το άγχος της αγάπης που χρωστούσε στον τιμωρό Θεό.
Επιβλήθηκε λοιπόν αυτόματα η λατρεία ενός μέλλοντος που θα ήταν γεμάτο
με γήπεδα του γκολφ και παγωτατζίδικα, με τράπεζες και φαστ φουντ, με
ντράιβ ιν και πισίνες, ένας κόσμος όπου οι γραμματείς χαμογελούσαν, οι
πλασιέ χαμογελούσαν, οι πρόεδροι χαμογελούσαν και ο Μίκυ επίσης, παρά
τη νευραλγική του θέση στο Αστυνομικό Σώμα. Αυτό το όνειρο, υπέρ του
οποίου όφειλε κανείς να εγκαταλείψει την πνευματική αμφιβολία γύρω απ'
το τι σημαίνει άνθρωπος και πολίτης, δεν θα μπορούσε να βιωθεί σαν
πειστικό υποκατάστατο της εθνικής αμερικανικής αισιοδοξίας παρά μόνον
εάν η κοινή γνώμη επέστρεφε στην παιδική της ηλικία, απ' όπου ποτέ δεν
απομακρύνθηκε. Η Αμερική ξανάγινε η χώρα των παιγνιδιών.
Ετσι, τα παιγνίδια και οι λοταρίες, το πλαστικό και
ο τζόγος, η παραίσθηση ασυδοσίας που σου έδινε το ελεύθερο να
πλουτίζεις, να ταξιδεύεις, να αλλάζεις εμφάνιση, φίλους, κοινωνική τάξη
και συνήθειες σε μια νύχτα, αυτό το μίσος για τις ρίζες που
αποθηριωνόταν προστατεύοντάς σε απ' την εκδίκηση των αναμνήσεων κι απ'
τον πειρασμό ερμηνείας ενός παρελθόντος που περίμενε τη δικαίωσή του ως
κοιμητήριο ψυχών και συνάμα κλειδί της μοντέρνας Ιστορίας -όλα τα
παραπάνω έγιναν η πρόσοψη που κάλυπτε το απόθεμα εκείνου που δεν
ειπώθηκε, δηλαδή της ενοχής για όσα παραγράφηκαν χωρίς να συζητηθούν.
Και το απόθεμα αναδυόταν τώρα πίσω απ' τα ξόανα του Μίκυ και της
Κλάραμπελ με μιαν ανταύγεια μακάβριας παραδοξότητας.....''
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου