ΓΙΑ ΤΗΝ
ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ*
Το κύριο χαρακτηριστικό της κρίσης είναι η
συνολική επαναδιαπραγμάτευση του συσχετισμού δύναμης ανάμεσα στον κόσμο της
εργασίας και τις δυνάμεις του κεφαλαίου. Η συγκεκριμένη ανάλυση επιβεβαιώνεται
κάθε μέρα όλο και ποιο πολύ από την πρωτοφανή επίθεση που δέχονται εργατικές
και κοινωνικές κατακτήσεις χρόνων. Μέσα σε αυτή την συγκυρία πρώτο μέλημα μας
δεν μπορεί να είναι άλλο από την οργάνωση της άμυνας της κοινωνίας. Απαραίτητο
βήματα για την συγκρότηση της οποίας είναι η αποδόμηση της κυρίαρχης
προπαγάνδας σχετικά με την κρίση, τα αίτιά της και την αναγκαιότητα των
κυβερνητικών μέτρων και η δημιουργία ενός συνόλου πρακτικών που θα δίνουν
απάντηση στα πιο άμεσα ζητήματα της καθημερινότητας όσων πλήττονται.
Για την έξοδο από την κρίση.
Όταν
αναφερόμαστε στην κρίση πρέπει να μην λησμονούμε το γεγονός ότι στην
πραγματικότητα μιλάμε όχι για μία άλλά για τρεις κρίσεις, με τη δική τους
αυτονομία:
- Για την κρίση
του κεφαλαίου που εμφανίζεται μέσω της μείωσης των κερδών, τη χρεοκοπία
επιχειρήσεων, την υποαπασχόληση των παραγωγικών εγκαταστάσεων κτλ.
- Για την κρίση
των οικονομικών του κράτους που εμφανίζεται μέσω των αυξανόμενων ελλειμμάτων
και του χρέους.
- Για την κρίση
της εργασίας που εμφανίζεται μέσω της αύξησης της ανεργίας, της μείωσης
των μισθών, της επισφάλειας και της απώλειας εργασιακών δικαιωμάτων.
Υπό
αυτό το πρίσμα δεν μπορεί να υπάρξει μία καθολικά αποδεχτή μεθοδολογία για την
έξοδο από την κρίση. Κάθε πρόταση φέρει μαζί της μια συγκεκριμένη ταξική οπτική
και μεροληψία. Κάθε πρόταση στηρίζεται και σε διαφορετικές προτεραιότητες. Από
τη μία μεριά υπάρχουν τα ζητήματα της ανάκαμψης της κερδοφορίας, αλλά και του
χρέους, των ελλειμμάτων και από την άλλη μεριά υπάρχουν τα ζητήματα της
ανεργίας, των μισθών, των εργασιακών δικαιωμάτων και της προστασίας του
περιβάλλοντος.
Αυτό που βιώνουμε σήμερα είναι μια
προσπάθεια της κυβέρνησης, με όπλο την κρίση των οικονομικών του κράτους, να
μετατραπεί η κρίση του κεφαλαίου σε κρίση της εργασίας, έτσι ώστε να επιδοτηθούν
τα κέρδη των επιχειρήσεων μέσα από τη μείωση των μισθών κάτω από τα όρια
επιβίωσης και καταργώντας τα όποια αναιμικά εργασιακά δικαιώματα, βυθίζοντας
τους εργαζομένους και την κοινωνία στη φτώχεια.
Αυτή τη στιγμή υπάρχουν δύο δρόμοι
εξόδου από την κρίση. Η έξοδος σε βάρος της κερδοφορίας και των προνομίων του
κεφαλαίου και η έξοδος σε βάρος των δικαιωμάτων και των κατακτήσεων του κόσμου
της δουλειάς.
Τα
μέτρα της κυβέρνησης και των διεθνών συμμάχων της (ΕΕ-ΔΝΤ) σε καμία περίπτωση
δεν μπορούν να αποτελούν λύση για τον κόσμο της δουλειάς και τη νεολαία. Είναι
μέτρα με αποκλειστική στόχευση (α) την μείωση των ελλειμμάτων και του χρέους με
δημόσια έσοδα που έχουν ως πηγή τα λαϊκά εισοδήματα, και (β) την αύξηση της
κερδοφορίας. Ακόμα και στην περίπτωση επίτευξης των συγκεκριμένων στόχων η
κατάσταση των εργαζομένων θα χειροτερεύσει δραματικά αφού θα μιλάμε για
περισσότερο από 1 εκ. ανέργους, 3 εκ. εργαζόμενους σε επισφαλείς θέσεις και
συνολική κατάρρευση του ασφαλιστικού συστήματος και του κοινωνικού κράτους.
Δεν
είναι όμως λίγες οι αναλύσεις που πλέον αμφισβητούν την ικανότητα των μέτρων να
πετύχει ακόμα και τους παραπάνω στόχους. Ακόμα και το ΔΝΤ αναφέρει ότι στο
τέλος του σταθεροποιητικού προγράμματος το χρέος θα έχει αυξηθεί σχεδόν στο
150%. Με βάση αυτά τα δεδομένα είναι πιθανόν να γίνει επαναδιαπραγμάτευση του
χρέους με διαγραφή ενός κομματιού του. Χωρίς όμως την ύπαρξη ενός μαζικού
κινήματος στους δρόμους θα είναι μια διαγραφή που θα συμβεί αφού έχουν περάσει
τα μέτρα που διαλύουν τις εργασιακές σχέσεις: Θα εναρμονίζεται έτσι με τα
συμφέροντα του κεφαλαίου, αφήνοντας στο απυρόβλητο τις φοροαπαλλαγές και τα
προνόμιά του.
- Σχετικά με το χρέος και το έλλειμμα.
Το μέγεθος του χρέους, που ακουμπάει το 120%
του ΑΕΠ, από μόνο του δεν σημαίνει τίποτα. Αυτή τη στιγμή υπάρχουν οικονομίες όπως
η Ιαπωνία με χρέος 200%. Επίσης το μέγεθος του χρέους δεν είναι πρωτοφανές αφού
για πρώτη φορά το χρέος άγγιξε το 120% το 1993 και από τότε περιστρέφεται σε
αυτά τα μεγέθη.
Η
δημιουργία του χρέους αποτελεί ένα από τα καλύτερα παραδείγματα για την σκληρά
ταξική φύση της πολιτικής των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ όλων αυτών των
χρόνων. Αποδεικνύει με τον ποιο ξεκάθαρο τρόπο τον ταξικό χαρακτήρα της
ανάπτυξης που γνωρίσαμε και το γεγονός ότι η σημερινή κρίση είναι η άλλη όψη της
προηγούμενης ανάπτυξης. Από το 1997 μέχρι το 2007 η Ελλάδα είχε από τους
μεγαλύτερους ρυθμούς ανάπτυξης στην Ευρωζώνη με αποτέλεσμα την κατακόρυφη
αύξηση του ΑΕΠ κατά 44%. Με σταθερούς τους υπόλοιπους παράγοντες (κρατικά
έσοδα, δαπάνες κλπ.) έπρεπε να επέλθει σημαντική μείωση του χρέους ως % του ΑΕΠ,
(αφού αυτό ορίζεται πάντα ως ποσοστό επί του ΑΕΠ). Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη
λόγω της τεράστιας μείωσης των φορολογικών συντελεστών στα κέρδη του κεφαλαίου
και στη μεγάλη περιουσία, από 45%-40% (το 1981) στο 25% με στόχο το 20%, και την
εισαγωγή μίας πλειάδας φοροαπαλλαγών.
Το
χρέος αποτελεί τη συσσώρευση των ελλειμματικών προϋπολογισμών λόγω της
διαχρονικής υστέρησης των κρατικών εσόδων έναντι των δαπανών. Το έλλειμμα του
τελευταίου έτους είναι 13,6% του ΑΕΠ. Από αυτό 9% του ΑΕΠ είναι πρωτογενές
έλλειμμα (δηλαδή στη διάρκεια του έτους οι δημόσιες δαπάνες υπερείχαν κατά 9%
του ΑΕΠ, ήτοι 22,5 δις ευρώ περίπου των δημόσιων εσόδων), ενώ το υπόλοιπο (4,6%
του ΑΕΠ ή 11,5 δις ευρώ) πήγε στην εξυπηρέτηση του συσσωρευμένου δημόσιου
χρέους (συνολικού ύψους 300 δις ευρώ περίπου). Τα φορολογικά έσοδα προέρχονται κυρίως
από φόρους, από φόρους κατανάλωσης κατά τα δύο τρίτα και από άμεσους φόρους
κατά το ένα τρίτο.
*Με αυτή την έννοια, το γεγονός ότι το
χρέος ως % του ΑΕΠ παρέμεινε σταθερό τη δεκαετία πριν την κρίση παρά τη μεγάλη
αύξηση του ΑΕΠ κατά 44%, δείχνει ότι το χρέος είναι κυρίως η συσσωρευμένη
φοροαπαλλαγή (και όχι φοροδιαφυγή!) του μικρού και μεγάλου κεφαλαίου. Επίσης,
το χρέος δημιουργούσε μια επικερδή σφαίρα τοποθέτησης κεφαλαίων για τους
δανειστές του ελληνικού κράτους, τα εγχώρια και ξένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Τέλος άλλη μια μεταβλητή του χρέους αποτελούν και οι ιδιωτικοποιήσεις
κερδοφόρων τομέων και επιχειρήσεων (που στερούν τους κρατικούς προϋπολογισμούς
από σημαντικά έσοδα).
Η
ταξικότητα του χρέους όμως, πέρα από το ζήτημα της πηγής των εσόδων του
Προϋπολογισμού) προκύπτει και από μία πιο προσεκτική ανάγνωση των δαπανών του
κρατικού προϋπολογισμού. Το ελληνικό κράτος είναι πολύ «μικρό» σε ό,τι αφορά
τις δαπάνες για τις κοινωνικές υπηρεσίες. Αντιθέτως είναι ένα τεράστιο και
σπάταλο κράτος σε ό,τι αφορά τις στρατιωτικές δαπάνες και συνολικότερα τις
δαπάνες για τον κατασταλτικό μηχανισμό.
- Η απάντηση της Αριστεράς.
Από τα παραπάνω προκύπτουν πολύ συγκεκριμένες προτεραιότητες για την
μεθοδολογία δουλειάς που πρέπει να ακολουθήσει η αριστερά για τη δική της απάντηση
στη σημερινή κατάσταση. Πρώτα απ’ όλα πρέπει να δίνει προτεραιότητα στην κρίση της εργασίας και όχι στην κρίση των
οικονομικών του κράτους. Μπροστά πρέπει να μπαίνουν τα αιτήματα που
σχετίζονται με την ταξικότητα της σύγκρουσης, αιτήματα για την αναδιανομή του
εισοδήματος, τις εργασιακές σχέσεις, το ασφαλιστικό, τον δημόσιο πλούτο, και να
έπονται τα αιτήματα που απαντούν στο «τι θα κάνει η χώρα με το χρέος».
Έχοντας αναδείξει τον ταξικό χαρακτήρα του χρέους και της σημερινής
σύγκρουσης και την προτεραιότητα για έξοδο από την κρίση της εργασίας στην
συνέχεια μπορούμε να απαντάμε και στο ζήτημα της κρίσης των οικονομικών του
κράτους. Το πρώτο πράγμα που ζητάμε είναι η δυνατότητα δανεισμού από την ΕΚΤ με
1% ακριβώς όπως έγινε και με τις εμπορικές τράπεζες που δανείστηκαν με αυτό το
επιτόκιο και στην συνέχεια δάνεισαν το ελληνικό με 5% και παραπάνω. Κάτι τέτοιο
σημαίνει ανατροπή του Συμφώνου Σταθερότητας το οποίο, καίτοι έχει καταστεί από
τις εξελίξεις ανενεργό, τώρα υπάρχει μια προσπάθεια επαναφοράς και σκλήρυνσης
του.
Δεύτερος άξονας είναι ο δημόσιος έλεγχος στο χρηματοπιστωτικό σύστημα με
πρώτο βήμα τη δημιουργία ενός δημόσιου πυλώνα από την Εθνική την Αγροτική και
το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο. Αξίζει να υπενθυμίζουμε ότι οι τράπεζες έχουν
αποσπάσει οικονομική βοήθεια 12 δις και τώρα εκταμιεύουν άλλα 17. Αυτό που
πρέπει να τονιστεί είναι ότι από το πρώτο σκέλος του πακέτου τα 7 δις δεν ήταν
απλά εγγυήσεις. Με αυτό το ποσό θα μπορούσε η ελληνική κυβέρνηση να έχει αυτή
την στιγμή των έλεγχο όλων των βασικών τραπεζών αν είχαν αγοραστεί κοινές
μετοχές και όχι προνομιούχες που δεν συμμετέχουν στην διοίκηση.
- Σχέδια διαχείρισης της λαϊκής δυσαρέσκειας
από την μεριά των κυρίαρχων.
Οι συνέπειες της κρίσης και των
πολιτικών που ακολουθούνται έχει αρχίσει να δημιουργεί μια πρωτοφανή κοινωνική
κατάσταση που δύσκολα αντιμετωπίζεται. Η πρώτη γραμμή άμυνας που έχει
υιοθετηθεί από τα κόμματα που πρωτοστατούν στην επίθεση ενάντια στις λαϊκές
κατακτήσεις, δηλαδή το ΠΑΣΟΚ και το ΛΑΟΣ είναι αυτή της απώλειας της εθνικής
κυριαρχίας. Με το συγκεκριμένο πλαίσιο η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και οι σύμμαχοί
της μπορούν να βγαίνουν από τη δύσκολη θέση ισχυριζόμενοι ότι δεν ευθύνονται
αυτοί για τα επώδυνα μέτρα αλλά η τρόικα ΕΕ-ΕΚΤ-ΔΝΤ και ότι συνολικά για τη
σημερινή κατάσταση ευθύνεται η προηγούμενη κυβέρνηση που μας οδήγησε στο σημείο
απώλειας της εθνικής κυριαρχίας.
Η
συγκεκριμένη ανάλυση δημιουργεί ένα δίπολο ανάμεσα στις δυνάμεις του έθνους και
στους ξένους που μας επιβάλουν τα μέτρα, αποκρύβει έτσι τον πραγματικό
χαρακτήρα της σύγκρουσης που είναι ταξικός και δημιουργεί μια διαχωριστική
γραμμή ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις που με «αίσθημα εθνικής ευθύνης
αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα των μέτρων για να επανακτήσει η χώρα τη χαμένη
εθνική ακεραιότητα» και στις «ανεύθυνες πολιτικές δυνάμεις που θέλουν να
βουλιάξουν την χώρα στο χάος».
Σε
καμία περίπτωση δεν πρέπει ο λόγος μας να δίνει τη δυνατότητα στο ΠΑΣΟΚ να
αποποιηθεί τις ευθύνες του όχι μόνο για τη σημερινή κατάσταση αλλά και για την
ίδια την ουσία των μέτρων. Τόσα χρόνια το ΠΑΣΟΚ δεν χρειάστηκε ούτε το ΔΝΤ ούτε
κανέναν άλλο για να ιδιωτικοποιήσει τον δημόσιο πλούτο και τις δημόσιες
υπηρεσίες, φτάνοντας σε σημεία παροξυσμού, πουλώντας μέσω της Ελληνικά
Τουριστικά Ακίνητα παραλίες και εκτάσεις γης. Δεν χρειάστηκε κανέναν για να
επιτεθεί στις εργασιακές σχέσεις, στο ασφαλιστικό και στο δημόσιο σύστημα
υγείας και παιδείας. Στη σημερινή κρίση υπάρχει πιο ξεκάθαρα από ποτέ ένα
συγκεκριμένο δίλημμα: συνέχιση της νεοφιλελεύθερης πολιτικής ή συνολική ρήξη με
αυτή και χάραξη μιας διαφορετικής κατεύθυνσης με βάση την προστασία των
εργασιακών κατακτήσεων και δικαιωμάτων και συνολικότερα του δημόσιου πλούτου
και των κοινωνικών αναγκών.
Το
ΠΑΣΟΚ έχει αποδειχτεί ο καλύτερος μαθητής του νεοφιλελευθερισμού στη χώρα και
άρα τις συγκεκριμένες πολιτικές τις έχει επιλέξει και δεν του τις έχουν
επιβάλει. Σήμερα η κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου αντιλαμβάνεται την κρίση σαν μια
ευκαιρία για να περάσει μέτρα που
ούτως ή άλλως έχει προκηρύξει στο παρελθόν, όπως η ανασφάλιστη εργασία των νέων
σε καθεστώς μαθητείας με μισθούς κάτω από τη συλλογική σύμβαση εργασίας. Με
αυτή την έννοια για το ΠΑΣΟΚ και τους συμμάχους του όπως το ΛΑΟΣ και η
οικογένεια Μητσοτάκη τα μέτρα δεν είναι απλά αναγκαίο κακό αλλά είναι πάνω απ’
όλα «ορθά».
Μέσα
σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να διεξάγεται και η κριτική μας απέναντι στην Ε.Ε.
Μία κιτρική που οφείλει να είναι συνολική σχετικά με το πλαίσιο λειτουργίας και
τους στόχους που εξυπηρετεί η Ε.Ε., τονίζοντας όμως πάντα τις ευθύνες που έχει
συνολικά η σοσιαλδημοκρατία και τα λαϊκά κόμματα που από κοινού σχεδίασαν την
σημερινή ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική. Είναι ξεκάθαρο ότι οι κυρίαρχες
νεοφιλελεύθερες δυνάμεις στην Ευρώπη θέλησαν να δημιουργήσουν ένα μηχανισμό που
θα τους παρέχει περισσότερες εγγυήσεις για την αναπαραγωγή των σημερινών
ταξικών πολιτικών. Ο παραπάνω στόχος επιτεύχθηκε ακριβώς λόγω της ύπαρξης
συγκεκριμένων συσχετισμών στο εσωτερικό των ευρωπαϊκών κρατών. Η ίδια η Ε.Ε.
αποτελεί συμπύκνωση και αποκρυστάλλωση ταξικών συσχετισμών τους οποίους πρέπει
να αγωνιστούμε για να ανατρέψουμε.
Η
δεύτερη γραμμή άμυνας που φαίνεται να καλλιεργείται από μερίδες του αστικού
συνασπισμού εξουσίας και πιο συγκεκριμένα από τον τύπο είναι η στοχοποίηση για
τη σημερινή κατάσταση της οικονομίας του πολιτικού συστήματος και του πολιτικού
προσωπικού με όρους διαχείρισης. Έτσι για τη σημερινή κατάσταση δεν ευθύνεται ο
νεοφιλελευθερισμός και η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση αλλά τα «λαμόγια και οι
κλέφτες» που τα «έφαγαν». Όπως έδειξαν και οι τελευταίες εκλογές, με την
επιλογή της κυβέρνησης της ΝΔ να προσφύγει σε πρόωρες κάλπες τη στιγμή που ήταν
περισσότερο από σίγουρη η ήττα της, το πολιτικό προσωπικό είναι αναλώσιμο μπροστά
στην ανάγκη για συνολική αναπαραγωγή του αστικού συνασπισμού εξουσίας. Με αυτή
την έννοια ένα σχέδιο εκτόνωσης της λαϊκής δυσαρέσκειας μπορεί να είναι η θυσία
ενός κομματιού του πολιτικού κόσμου ως υπεύθυνου για σπατάλες και σκάνδαλα που
μας έφεραν σε αυτή την τραγική θέση.
Στο
πλαίσιο της συγκεκριμένης αντίληψης μπορεί εύκολα, με μανδύα τον «τεχνοκρατισμό»,
να προκριθούν ακραίες αντιδημοκρατικές λύσεις. Μία τέτοια θα μπορούσε να είναι
μια κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» που θα αποτελούνταν από τεχνοκράτες και
«ανθρώπους της αγοράς», οι οποίοι θα αναλάμβαναν τη έξοδο της χώρας από το
σημερινό τέλμα. Στο πλαίσιο μιας τέτοιας λύσης θα μπορούσε να ζητηθεί, κάτι που
έχει γίνει ήδη από τους κύκλους των πιο ακραίων νεοφιλελεύθερων, αναστολή
άρθρων του συντάγματος που σχετίζονται με τη συνδικαλιστική δράση και τις
απεργίες έτσι ώστε σε κλίμα ταξικής ειρήνης «η χώρα» να μπορέσει να «ορθοποδήσει».
Το
κύριο χαρακτηριστικό και των δύο γραμμών άμυνας που μέχρι τώρα φαίνεται να
αναπτύσσονται από τη μεριά του αντιπάλου είναι η αποσιώπηση του ταξικού
χαρακτήρα της σημερινής σύγκρουσης. Η σύγκρουση επιχειρείται να μεταμφιεστεί ή
σε εθνική υπόθεση ή σε διαχειριστική σύγκρουση ενάντια στους κλέφτες πολιτικούς
και τους τεμπέληδες δημόσιους υπαλλήλους. Δουλειά μας είναι να τοποθετούμε τη
σημερινή κατάσταση στην πραγματικής της βάση, δηλαδή στη δομική καπιταλιστική κρίση και στη συνολικότερη αποτυχία του
νεοφιλελευθερισμού και παράλληλα να αναδεικνύουμε τις εναλλακτικές που έχει μπροστά
του ο κόσμος της εργασίας και η νεολαία.
- Πολιτικό και όχι τεχνικό το ζήτημα εξόδου από
την κρίση.
Ένα από τα λάθη που φαίνεται στη συγκεκριμένη συγκυρία να
κάνουν κομμάτια του κινήματος είναι η προσπάθεια εξεύρεσης ενός υπερ-αιτήματος
που θα μπορέσει να αποτελέσει την απάντηση της Αριστεράς για την έξοδο από την
κρίση, συσπειρώνοντας την πλειοψηφία των εργαζομένων. Χαρακτηριστικό δε της
ηγεμονίας του αστισμού στο εσωτερικό της Αριστεράς ακόμα και σήμερα είναι ότι η
αναζήτηση αυτού του υπερ-αιτήματος βρίσκεται στο σκέλος της κρίσης των
οικονομικών του κράτους και όχι στην κρίση της εργασίας.
Για εμάς το ζήτημα εξόδου από την κρίση είναι πρωτίστως
πολιτικό και όχι τεχνικό. Με αυτή την έννοια όταν μιλάμε για έξοδο από την
κρίση πρέπει να εξηγούμε από ποια κρίση εννοούμε και ποιες είναι οι
προτεραιότητές μας και την ίδια στιγμή να αναδεικνύουμε την εξελισσόμενη
κοινωνική και πολιτική σύγκρουση. Έξοδος από την κρίση σημαίνει ρήξη με τον
νεοφιλελευθερισμό και συνολικά μια πολιτική που θα ακολουθεί την αντίστροφη
πορεία από αυτή που μας έφερε μέχρι εδώ. Μια πολιτική που θα προστατεύει το
εργατικό εισόδημα και συνολικά τις εργασιακές κατακτήσεις, θα ακυρώνει την
ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων και τις ιδιωτικοποιήσεις, θα προστατεύει
τον δημόσιο πλούτο και θα στηρίζεται συνολικά στην ικανοποίηση των αναγκών του
κόσμου της δουλειάς και της νεολαίας.
Εμείς υποστηρίζουμε ότι έχει τεράστια πολιτική σημασία η
σειρά των στόχων πρέπει να είναι συγκεκριμένη:
Ξεκινάμε από τα ζητήματα προστασίας της εργασίας και
αναδιανομής του εισοδήματος (υπεράσπιση των εργασιακών και κοινωνικών
δικαιωμάτων, αύξηση των μισθών πείνας σε αξιοπρεπή επίπεδα, κλπ.) και τα
επεκτείνουμε σε μέτρα για την αντιμετώπιση της κρίσης των δημόσιων οικονομικών
(αύξηση των φορολογικών συντελεστών του κεφαλαίου στο 40% των κερδών, κατάργηση
φοροαπαλλαγών, φορολόγηση εκκλησιαστικής περιουσίας, επιβολή ειδικού φόρου στις
εισηγμένες στο ΧΑΑ επιχειρήσεων: να καταθέτουν το 10% των ετήσιων κερδών τους
υπό τη μορφή μετοχών υπέρ του ασφαλιστικού συστήματος, μείωση των στρατιωτικών
δαπανών κατά 50%, αναδιοργάνωση της δημόσιας διοίκησης για την ενίσχυση των
κοινωνικών λειτουργιών, τη διαφάνεια και τον δημόσιο έλεγχο, την αύξηση της
αποτελεσματικότητας).
Στη συνέχεια και μόνο στη βάση των προηγούμενων θέτουμε ζητήματα που
αφορούν την κρίση χρέους καθαυτή, όπως η διαγραφή ενός μέρους του.
Δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να παραβλέπουμε το ζήτημα
του συσχετισμού δύναμης που αποτελεί και τον πραγματικό δείκτη για την εφαρμογή
μιας τεχνικής πρότασης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η πρόταση για στάση
πληρωμών και έξοδο από το ευρώ, μια πρόταση που υποστηρίζεται σήμερα και από
μερίδες ακραίων νεοφιλελεύθερων οικονομολόγων. Με το σημερινό συσχετισμό
δύναμης η εφαρμογή της συγκεκριμένης πρότασης θα βοηθήσει το κεφάλαιο στην πιο
γρήγορη μείωση του εργατικού κόστους και στις απαραίτητες σκληρές
μεταρρυθμίσεις για την ανάκαμψη της κερδοφορίας του. Αυτό θα συμβεί μέσα από
την υποτίμηση του νέου εθνικού νομίσματος που θα προκύψει. Μια υποτίμηση που θα
πλήξει σχεδόν αποκλειστικά τα μισθωτά στρώματα και όχι εκείνους που έχουν τη
δυνατότητα μεταφοράς κεφαλαίων στο εξωτερικό και άρα διατήρησής τους σε ευρώ.
*το κείμενο δημοσιεύεται με την άδεια του συγγραφέα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου