-
Le Monde diplomatique
-
Μια χώρα που καταβροχθίστηκε
Η Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας (ΛΔΓ - DDR) ιδρύθηκε τον Οκτώβριο του 1949 στη σοβιετική ζώνη κατοχής, πάνω στα ερείπια της ηττημένης Γερμανίας, λίγο μετά την ίδρυση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, η οποία, με τη σειρά της, προέκυψε από την ενοποίηση των δυτικών τομέων κατοχής. - Επανένωση
ή προσάρτηση της άλλης Γερμανίας;
Στα
ξεθωριασμένα χνάρια της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας
Ενας «ψυχρός πόλεμος» μνήμης μετά την πτώση του Τείχους Οταν τα φώτα των επετειακών εορτασμών έσβησαν παρέμεινε μόνο η πραγματικότητα, η οποία ίσως και να μην είναι τόσο ιδανική όσο παρουσιάζεται. Ενας «ψυχρός πόλεμος της μνήμης» έχει διαδεχθεί την αντιπαλότητα των δύο μπλοκ. Ουαί τοις ηττημένοις! Από το παρελθόν τους δεν πρέπει να μείνει τίποτα.
αποσπασμα
απο το αρθρο
'''τέχνη των νικητών Μια έκθεση που παρουσιάστηκε την άνοιξη του 2009, με αφορμή την επέτειο για την κατάρτιση του συντάγματος του 1949 της Ομοσπονδιακής Γερμανίας, στο Martin Gropius Bau, το παλιό μουσείο διακοσμητικών τεχνών, με τον τίτλο «60 χρόνια - 60 έργα», χαρακτηρίστηκε από μερίδα του ειδικού τύπου ως «η τέχνη των νικητών». Οποιο έργο ζωγραφικής ή γλυπτικής προερχόταν από την πρώην ΛΔΓ απομακρύνθηκε με συνοπτικές διαδικασίες. Και το αποκορύφωμα; Στη συλλογή έργων του ζωγράφου Βόλφγκανγκ Ματχόιερ, οι υπεύθυνοι της έκθεσης, κρατώντας μόνο τις μεταγενέστερες του 1989 δημιουργίες, άφηναν να εννοηθεί ότι έγινε «αληθινός» καλλιτέχνης μόνο μετά την πτώση του Τείχους. Τα 60 έργα προβάλλονταν ως απεικόνιση του άρθρου 5, παράγραφος 3 του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο «η τέχνη είναι ελεύθερη». Το ηθικό δίδαγμα ελήφθη: σε ένα δικτατορικό καθεστώς, δεν θα μπορούσε να υπάρχει καλλιτεχνική δημιουργία.
Για τον συγγραφέα Κρίστοφ Χάιν, ο οποίος αρνήθηκε δημόσια την πρόσκληση στα εγκαίνια, η έκθεση συμβολίζει την πραγματική κατάσταση της «διαγερμανικής ψευδοένωσης». Κάνουμε λάθος, μας εξηγεί, ως προς το ζήτημα της ένωσης: «Μόνο ο κόσμος στην Ανατολή την ήθελε. Για τους Δυτικούς, η Γερμανία σταματούσε στον Ελβα, που στο δικό τους το μυαλό αποτελούσε τα σύνορα με τη Ρωσία και όχι με κάποιο άλλο κομμάτι της Γερμανίας. Οι Γερμανοί της Δύσης θα προτιμούσαν να οραματίζονται μια επανένωση με την Τοσκάνη ή τις Βαλεαρίδες Νήσους, όχι όμως με τη ΛΔΓ, μια χώρα για την οποία δεν είχαν την παραμικρή ιδέα».
Οταν τον ρωτάμε για τη δυσκολία που συναντούν οι Γερμανοί στην εξεύρεση ενός συμβόλου ενότητας, ο Κρίστοφ Χάιν εξεγείρεται: «Σύμβολα ενότητας έχουμε και με το παραπάνω! Ενα από αυτά αποτελεί και η συγκεκριμένη έκθεση. Η έκθεση για τη φτώχεια στη Γερμανία είναι άλλο ένα, εκπληκτικό! Η άνιση κατανομή των μισθών, των θέσεων εργασίας, των συντάξεων, να πόσα εκπληκτικά σύμβολα έχουμε»!
Θα μπορούσαμε να επεκτείνουμε χωρίς δυσκολία τον κατάλογο και να τον αναπαραστήσουμε με πολύ συγκεκριμένα παραδείγματα -χωρίς να ξεχνάμε την παρουσία της μαφίας, το καλαβρέζικο παρακλάδι της οποίας έχει επεκτείνει τον τομέα της δράσης του προς την Ερφούρτη, τη Λειψία και το Αϊζεναχ(7).
Η καινούργια ταινία του Τόμας Χάιζε, το «Material» («Υλικό»)(8), συγκεντρώνει εικόνες που γυρίστηκαν από τα τέλη της δεκαετίας του '80 στη ΛΔΓ μέχρι τα μέσα του 2008 στην ενιαία Γερμανία. Ο τίτλος του θα μπορούσε να είναι «Ο,τι απέμεινε». «Ο,τι απέμεινε κυριεύει το μυαλό μου. Αυτές οι εικόνες εντάσσονται διαρκώς σε καινούριες σχέσεις. Μένουν σε κίνηση. Το υλικό είναι ημιτελές. Απαρτίζεται από όσα κομμάτια έχω κρατήσει. Τη δική μου εικόνα». Αυτή είναι επίσης μια απόπειρα απολογισμού των τελευταίων 20 χρόνων.
Ως σύνθημα ο Χάιζε αποτύπωσε στην ταινία την ακόλουθη φράση: «Μπορούμε να δώσουμε στην ιστορία ένα επίμηκες σχήμα. Μόνο που αποτελεί στοίβα». Είναι ένας τρόπος για να δείξεις ότι η ιστορία δεν αποτελείται μόνο από ένα πριν κι ένα μετά, αλλά και ότι περιλαμβάνει επίσης ένα εμπρός κι ένα πίσω, πάνω και κάτω, το ορατό και το κρυφό. Το έργο, πλούσιο σε αυθεντικά ντοκουμέντα, δεν έχει τη δομή ενός ντοκιμαντέρ που συνοδεύεται από επεξηγηματικά σχόλια. Ο σκηνοθέτης πλέκει τη μία εικόνα με την άλλη σε ένα αποσπασματικό μοντάζ.
Εναπόκειται στο θεατή να διαβάσει ανάμεσα από τις γραμμές, να ακούσει ανάμεσα από τις λέξεις, να δει ανάμεσα από τις εικόνες, όπως έμαθε να κάνει ένας ολόκληρος κόσμος. Στην πράξη, όλα αυτά τα αποσπάσματα ανακαλούν στιγμές όπου κάποιοι πήραν άμεσα το λόγο, ξεχασμένα στιγμιότυπα, όπως, για παράδειγμα τις συνομιλίες ανάμεσα σε φυλακισμένους και δεσμοφύλακες με αφορμή μια αμνηστία ή ανάμεσα σε στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ανατολικής Γερμανίας και τους ηγέτες τους.
Ο Χάιζε θέλει να αμφισβητήσει «ό,τι σάπιο υπάρχει στην αφήγηση» των γεγονότων. Υπενθυμίζει, για παράδειγμα, πως όταν οι διαδηλωτές, πάνω από τους οποίους πλανιόταν η σκιά της Τιέν Αν Μεν, φώναζαν «Είμαστε ένας λαός», δεν απευθύνονταν στους Δυτικογερμανούς, όπως προσπάθησαν να μας κάνουν να πιστέψουμε στη συνέχεια, αλλά στους αστυνομικούς, που είχαν περικυκλώσει τη διαδήλωση. «Εκείνη ακριβώς την πραγματικότητα θέλουν να σβήσουν κάποιοι, εκείνη τη στιγμή που οι πολίτες κατέβηκαν στην πρώτη γραμμή για να μιλήσουν για λογαριασμό τους. Εκείνη την ανάμνηση κάποιοι δεν τη θέλουν. Γιορτάζουμε την πτώση του Τείχους, όχι όμως και το γεγονός ότι ένας λαός έγινε κυρίαρχος απέναντι σε ένα κενό εξουσίας, ούτε το ότι, κατόπιν αυτού, δεν υπήρξε επανένωση αλλά προσάρτηση, ότι η τάξη αποκαταστάθηκε μέσω της καταστροφής της ουτοπίας. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία δεν μπορούσε να επιτρέψει την ύπαρξη ενός κυρίαρχου λαού σε ένα κομμάτι της Γερμανίας. Δεν θα επιβίωνε από κάτι τέτοιο. Το Τείχος άνοιξε για να μη γίνει η επανάσταση», λέει.
Οι ευθύνες Κολ
Ομως, η απάλειψη δεν περιορίστηκε στην πολιτική, στον πολιτισμό και τα σύμβολα: καταστράφηκε και ολόκληρη η βιομηχανική, τεχνολογική και επιστημονική δομή του συγκεκριμένου τμήματος της Γερμανίας. Ο οικονομολόγος Εντγκαρ Μοστ δεν κρύβει το θυμό του και επιρρίπτει ακόμα και σήμερα ευθύνες στον καγκελάριο Χέλμουτ Κολ, επειδή πήρε συνειδητά αυτή την απόφαση για εκλογικούς λόγους. «Ο ορισμός της ισοτιμίας ενός δυτικογερμανικού μάρκου προς δύο ανατολικογερμανικά πάνω από τα 4.000 μάρκα ήταν μια παράλογη απόφαση από οικονομική άποψη, η οποία κατέστρεψε τα θεμέλια της οικονομίας σε αυτό το κομμάτι της Γερμανίας. Μόλις το έμαθα, νόμισα ότι βρισκόμουν στην εποχή του Γκίντερ Μίταγκ»(9). Οπως και ο Μίταγκ -αλλά ήταν ήδη πολύ αργά- έτσι και ο Κολ ζήτησε το κεφάλι του Μοστ επί πίνακι, επίσης χωρίς επιτυχία.
Ο Μοστ είναι υπερήφανος για την καταγωγή του και για τη βαριά προφορά της Θουριγγίας. Εχει συνηθίσει από παλιά να λέει τα πράγματα με το όνομά τους. Γι' αυτόν και για μερικούς άλλους η ΛΔΓ ήταν ο τόπος όπου τα πράγματα κινούνταν εκτός κανόνων αν ήξερες να παίζεις με τα όρια. Πρόσφατα, δημοσίευσε την αυτοβιογραφία του με τίτλο «Πενήντα χρόνια στην υπηρεσία του κεφαλαίου». «Αλλά, σε δύο διαφορετικούς κόσμους», διευκρινίζει.
Ο Μοστ, πράγματι, διετέλεσε αντιπρόεδρος της Κρατικής Τράπεζας της ΛΔΓ προτού ιδρύσει την πρώτη ιδιωτική ανατολικογερμανική τράπεζα και καταλήξει στα υψηλότερα κλιμάκια της Deutsche Bank στο Βερολίνο. «Την εποχή της Κρατικής Τράπεζας ακολούθησα μια νομισματική και πιστωτική πολιτική με χρήματα που ανήκαν στο κράτος. Στο επίκεντρο των αποφάσεων που έπρεπε να λάβω υπήρχαν τα εξής ερωτήματα, με σειρά προτεραιότητας: σε τι χρησιμεύουν το κράτος και η κοινωνία; Χρησιμεύουν στις επιχειρήσεις ή στην εργασία; Και, τρίτη και τελευταία ερώτηση, σε τι χρησιμεύει η τράπεζα; Με το ιδιωτικό κεφάλαιο επέρχεται πλήρης αντιστροφή των αξιών: η πρώτη κατά σειρά ερώτηση είναι "σε τι χρησιμεύει η τράπεζα;"».
Ευχήθηκε να υπήρχε χρόνος για περισυλλογή το 1990: «Ο,τι είχε δημιουργηθεί στη ΛΔΓ παραμερίστηκε. Τη διοίκηση ανέλαβε η Δύση και το προσωπικό που έστειλε δεν ήταν πραγματικά πρώτης ποιότητας. Στα πανεπιστήμια όλες τις θέσεις τις πήραν οι καθηγητές από τη Δύση(10). Η Ακαδημία των Επιστημών διαλύθηκε. Εξαφανίστηκαν όλες οι επιστημονικές αρμοδιότητες της πρώην ΛΔΓ που μπορούσαν να ανταγωνιστούν στην εντέλεια τη Δύση. Δεν έγινε ποτέ κάποια απόπειρα αξιολόγησης όλων αυτών, ενός απολογισμού». Οι Δυτικοί κατέλαβαν το χώρο. Είναι αρκετά εύκολο να καταλάβουμε γιατί οι κάτοικοι ένιωσαν ότι τους μεταχειρίζονται σαν πολίτες δεύτερης κατηγορίας.
Μολονότι πιστεύει ότι η ΛΔΓ κατέληξε να ζει πιο πάνω από τις δυνατότητές της, ο τραπεζίτης διαψεύδει τη φήμη ότι η χώρα είχε εξαντλήσει τα περιθώρια πληρωμής στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Η Γαλλία, δηλώνει, ήταν έτοιμη να τη δανείσει. Ο Μοστ, ούτε κατά διάνοια νοσταλγώντας, έχει την εντύπωση, την οποία συμμερίζονται πολλοί άλλοι παράγοντες του κόσμου της οικονομίας, ότι βιώνει έναν παραλογισμό που έχει ξαναδεί.
Η αρχή του τέλους
Ολοι τοποθετούν την αρχή του τέλους της ΛΔΓ στο 1972, με την άφιξη του Εριχ Χόνεκερ στην εξουσία. Ο Χόνεκερ κρατικοποίησε όλες τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, καθώς και το λιανικό εμπόριο και βάλθηκε να σφυρηλατήσει μια «ενότητα οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής» αποκομμένη από την πραγματικότητα. Ο άνθρωπος που την υλοποίησε, ο Γκίντερ Μίταγκ, στο όνομα του κόμματος, είχε από τις επιχειρήσεις της Ανατολικής Γερμανίας τις ίδιες ανεύθυνες απαιτήσεις που έχουν οι μέτοχοι από τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις.
Ο Κρίστιαν Βέγκερντ δεν γράφει την αυτοβιογραφία του. Ακούγοντάς τον, όμως, έχεις την αίσθηση ότι θα έπρεπε να το επιχειρήσει. Μηχανολόγος ειδικευμένος στη φυσική των υλικών, αφηγείται τη μεταμόρφωσή του από διευθυντικό στέλεχος μιας σοσιαλιστικής επιχείρησης σε καπιταλιστή «επιχειρηματία», πεδίο άγνωστο για αυτόν. Τον συναντάμε στη Δρέσδη, στην έδρα της επιχείρησής του, της ΙΜΑ Dresde, που ειδικεύεται στην ανάλυση των υλικών.
Οι 160 υπάλληλοί του, ως επί το πλείστον μηχανολόγοι, εργάζονται για πελάτες της αεροναυπηγικής (Airbus), αλλά και για τη βιομηχανία αυτοκινήτων, σιδηροδρόμων, αιολικής ενέργειας, ιατρικής. Το οικονομικό περιβάλλον στη Σαξονία, ωστόσο, δεν είναι το πλέον ευνοϊκό. Αυτή η περιοχή, μία από τις πιο αναπτυγμένες βιομηχανικά στη Γερμανία, υφίσταται σκληρότερο πλήγμα από την κρίση σε σχέση με άλλες, καθώς στηρίζεται κατά βάση στις εξαγωγές.
Αφού έκανε σπουδές στον τομέα της μεταλλουργίας, ο συνομιλητής μας έγινε σύντομα επιστημονικός και τεχνικός διευθυντής και κατόπιν διευθυντής του τμήματος ερευνών σε ένα «Kombinat» (κρατικός όμιλος σοβιετικού τύπου) της βιομηχανίας σιδηρουργίας και μεταλλευμάτων που είχε τεθεί υπό την άμεση επίβλεψη του υπουργείου Οικονομίας.
Στη ΛΔΓ μπορούσες να αρνηθείς το πολύ μία φορά να γίνεις υφυπουργός, όχι όμως και δεύτερη. Ο Βέγκερτ το βίωσε αυτό προσωπικά. Είδε ως τιμωρία τη μετάθεσή του στα τέλη της δεκαετίας του 1980 σε ένα επιστημονικό και τεχνολογικό ινστιτούτο 900 ατόμων με ειδικότητα την έρευνα πάνω στα φαινόμενα διάβρωσης -την επιχείρηση που διευθύνει σήμερα. Υστερα, ήρθε η πτώση του Τείχους. Τι να έκανε; «Διέσχισα ολόκληρη τη Γερμανία: κανένας δεν μας ήθελε. Το διάστημα 1990-91 έγιναν 400 απολύσεις. Η Treuhand(11) είχε αποφασίσει: ιδιωτικοποίηση ή κλείσιμο μέχρι το 1992. Τέσσερις από εμάς αποφασίσαμε να εξαγοράσουμε την επιχείρηση». Και τα κατάφεραν.
Δυτική υπεροψία
Η υπεροψία των Δυτικογερμανών «που πίστευαν ότι δεν ξέραμε να μετράμε, ούτε να τρώμε με μαχαιροπίρουνα», τον σημάδεψε. Γι' αυτόν, η σύντομη περίοδος όπου το ζήτημα των πολιτικών δικαιωμάτων βρισκόταν στο επίκεντρο του διαλόγου, «παραμερίστηκε από έξωθεν αποφάσεις στις οποίες κυριαρχούσε η ιδεολογία του ανταγωνισμού, οι διαγκωνισμοί, λίγο με τη νοοτροπία του κατακτητή, λίγο με καλές προθέσεις, αλλά και με άπειρη φανφάρα και βλακώδη υπεροψία». Η ανάληψη του συνόλου της ανατολικογερμανικής οικονομίας από την Treuhand «δεν ήταν παρά η συνέχεια της συγκεντρωτικής οικονομίας, μόνο που τα μέτωπα είχαν αντιστραφεί».
Το 2001, σε μια διάλεξη της οποίας μας παραδίδει το χειρόγραφο, ο διευθυντής της επιχείρησης έκρινε «απλώς ανήθικο το να βλέπει πώς, λίγο λίγο, τα έσοδα του κεφαλαίου γίνονται πιο σημαντικά από τα έσοδα της εργασίας (....) Οσο ο σοσιαλισμός ανταγωνιζόταν ακόμα αυτό τον κόσμο, υπήρχε φόβος και αυτός αποτελούσε ένα φρένο. Τώρα που ο φόβος έχει χαθεί, τα φρένα κλατάρουν».
Βέβαια, δεν ήταν επιτυχημένες όλες οι παρόμοιες απόπειρες, κάθε άλλο. Ομως, η οπτική γωνία όσων τα κατάφεραν είναι ακόμα πιο ενδιαφέρουσα, γιατί δεν αλλοιώνεται από την πικρία της αποτυχίας. Με τη βοήθεια του γιου του, ο οποίος στο μεταξύ έγινε αντιδήμαρχος της πόλης, ο Ελμαρ Φάμπερ έστησε στη Λειψία τον εκδοτικό οίκο Faber & Faber. Εκανε τις σπουδές του σε μια γόνιμη περίοδο, όταν λαμπρά μυαλά όπως ο Ερνστ Μπλοχ και ο Χανς Μάγερ -για να αναφερθούμε μόνο στους πιο γνωστούς- δίδασκαν στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας, και δεν δέχεται να του αφαιρέσει κανείς αυτή την κληρονομιά. Προηγουμένως, ο Φάμπερ είχε διατελέσει εκδότης στον εγκυρότερο εκδοτικό οίκο της ΛΔΓ, εκείνον του Μπέρτολντ Μπρεχτ και του Τόμας Μαν, τον Aufbau Verlag. Με αυτά τα εύσημα έκανε το πέρασμά του στον ιδιωτικό τομέα.
Ιδιωτικοποίηση ή αφανισμός: αυτή ήταν στην πραγματικότητα η μόνη εναλλακτική λύση που δόθηκε στις κρατικές επιχειρήσεις με την επανένωση. Η διαδικασία τέθηκε υπό τον έλεγχο της Treuhand, στην οποία έπρεπε να εξακολουθήσουν να αποδεικνύουν ότι δεν είναι ελέφαντες, μετά την ολοκλήρωση της μετάβασης.
Ο Φάμπερ δεν γλίτωσε από αυτό. «Με κάλεσαν στην Treuhand. Ελειπε ένα χαρτί από το φάκελό μου. Στη διεύθυνση προσωπικού, μου παρουσίασαν ένα πιστοποιητικό με τίτλο "Δήλωση". Επρεπε να υπογράψω το εξής κείμενο: "Δηλώνω ότι δεν δούλεψα ποτέ για τη Στάζι"(12). Απάντησα ότι δεν θα υπέγραφα, αλλά ότι μπορούσα να προσκομίσω δήλωση. Υπέγραψα το παρακάτω κείμενο: "Δηλώνω ότι δεν υπέγραψα ποτέ και τίποτα προκειμένου να διατηρήσω τη θέση μου, ούτε με το παλιό ούτε με το καινούριο σύστημα". Αυτό έγινε στις 10.30 το πρωί. Στις 13.30 μου έδειξαν την πόρτα».
Στην... πυρά
Ο Φάμπερ έζησε στιγμές οργής σε εκείνη την ταραγμένη περίοδο που ακολούθησε την πτώση του Τείχους: «Δεν ήταν ποιητική εποχή. Τα βιβλία των καλύτερων συγγραφέων της ΛΔΓ, καθώς και οι εκδόσεις των Χάινριχ Μαν, Λέον Φοϊχτβάνγκερ, Αρνολντ Τσβάιχ, Αννας Ζέγκερς, τόνοι βιβλίων, πετάχτηκαν στα σκουπίδια. Επρεπε να κάνουν χώρο στα ράφια για τα βιβλία μαγειρικής, βιβλία συμβουλών παντός τύπου και τους τουριστικούς οδηγούς».
Η δολοφονία του πρώτου διευθυντή της Treuhand, το 1991, σηματοδότησε μια στροφή. Ο Ντέτλεφ Ροβέντερ πίστευε πως ήταν δυνατό να διατηρήσει ένα τμήμα του βιομηχανικού δυναμικού της πρώην ΛΔΓ και κυρίως τον εκδοτικό οίκο Aufbau Verlag. Αρχικά αγοράστηκε από ένα μεγαλομεσίτη, κατόπιν, μετά τη χρεοκοπία του, τον πήρε ένας επιχειρηματίας από το Βερολίνο, ο Ματίας Κοχ.
«Μετά τον τραγικό θάνατο του Ντέτλεφ Ροβέντερ παρακολουθήσαμε το θρίαμβο της βλακείας», συνεχίζει ο Φάμπερ. «Μια μέρα, για παράδειγμα, ο υπεύθυνος προσωπικού της Treuhand, κατόπιν ωρίμου σκέψεως, κατέληξε στο φοβερό συμπέρασμα ότι ο εκδοτικός μας οίκος δεν είχε στο κάτω κάτω δημοσιεύσει τίποτα άλλο εκτός από Μαρξ και Ενγκελς(13). Να με τι είδους ηλιθιότητες και απίστευτη αλαζονεία ήρθαμε αντιμέτωποι».
Ο εκδότης από τη Λειψία πιστεύει ότι δρομολογήθηκε μια διαδικασία «αποϊστορικοποίησης»: «Θέλησαν να μας κάνουν να ξεχάσουμε για ποιους λόγους οραματιζόμασταν μια άλλη Γερμανία». Αυτό θα εξηγούσε γιατί δεν διαφαίνεται καμία αχτίδα φωτός από τις σημερινές συζητήσεις, οι οποίες ξαναγράφουν την ιστορία ξεκινώντας από το τέλος. «Οταν οι κυβερνώντες γίνονται πιο ηλίθιοι από αυτούς τους οποίους κυβερνούν, οδεύουμε στην καταστροφή», καταλήγει με μια αναφορά στον Γκράμσι. «Αυτό ακριβώς συνέβη στη ΛΔΓ. Σήμερα τα πράγματα επαναλαμβάνονται, με τη μόνη διαφορά ότι η αποχαύνωση της πολιτικής τάξης συνοδεύεται από την αντίστοιχη αποχαύνωση του πληθυσμού».
Το Deutsches Hygiene Museum δεν είναι εκ προοιμίου ο τόπος που θα περίμενε κανείς να βρει μια έκθεση για την εργασία, μολονότι προβάλλεται ως Ανθρωπολογικό Μουσείο(14). Η έννοια της εργασίας δεν είναι εύκολο να οριστεί, κυρίως εάν θεωρήσουμε ότι περιλαμβάνει μεν αλλά δεν καλύπτει εξ ολοκλήρου την έννοια της απασχόλησης. Αν ορίσουμε υποθετικά την εργασία ως μια μεταμόρφωση του κόσμου με ανθρώπινα κίνητρα, η έκθεση ανοίγει καινούριες αφετηρίες, αφήνοντας στον επισκέπτη μια ασυνήθιστη ελευθερία να κρίνει ακόμα και τις ίδιες τις προτάσεις που του παρουσιάζονται.
Με τον τίτλο «Arbeit Sinn und Sorge», η έκθεση συσχετίζει την εργασία με τις ιδέες της έννοιας [(λογικής) (Sinn)] και της έγνοιας [(ανησυχίας) (Sorge)], που σημαίνει επίσης «φροντίδα» με τον τρόπο με τον οποίο ο Μπέραρντ Στίγκερ χρησιμοποιεί αυτή τη λέξη στον κατάλογο της έκθεσης(15).
Στη γερμανική λέξη «Sorge» η διάσταση της έγνοιας, του φόβου, της ανησυχίας («ανησυχώ για σένα») παραπέμπει σε μια μάλλον αρνητική έννοια. Είναι όμως παρούσα και μια άλλη διάσταση της φροντίδας, η οποία σχετίζεται με την ιδέα της προσοχής που παρέχεις στον εαυτό σου και στους άλλους. «Για μας ήταν σημαντικό να ξαναδώσουμε στον τίτλο της έκθεσης μια θετική διάσταση», εξηγεί ο Ντάνιελ Τιραντέλις, φιλόσοφος και επιμελητής της έκθεσης. «Το ερώτημα αφορά το αντικείμενο της φροντίδας. Πόσο εύρος μπορούμε να του δώσουμε; Μια αυστηρά ατομική διάσταση ή να προχωρήσουμε πιο πέρα; Σε ποιο βαθμό μπορούμε να αναπτύξουμε συναισθήματα για κάτι που υπερβαίνει την ατομική διάσταση;».
Τι συνέβη με την εργασία μετά την πτώση του Τείχους; Σε επίπεδο στατιστικών, η ανεργία άρχισε να σκαρφαλώνει στα ύψη, παράλληλα με την ανάπτυξη ελαστικών μορφών εργασίας. Ταυτόχρονα, το αίσθημα ικανοποίησης στη δουλειά αυξανόταν στο ανατολικό τμήμα, ενώ, κατά ένα αντιφατικό τρόπο, εντείνονταν τα ψυχολογικά προβλήματα(16).
Αλλαγή αξιών
Για τον κοινωνιολόγο Βόλφγκανγκ Ενγκλερ, πρύτανη της Ανώτερης Θεατρικής Σχολής Ernst Buch του Βερολίνου, «το παράδοξο είναι απλώς φαινομενικό, αν θεωρήσουμε ότι στη Δύση η εργασία προηγείτο του μισθού, ενώ στην Ανατολή ο μισθός προηγείτο της εργασίας». Εκτιμά, επίσης, ότι οι άνθρωποι «αυτό που απέρριψαν από τη ΛΔΓ ήταν ένα σύστημα για το οποίο θεωρούσαν ότι, υπό το πρόσχημα της πλήρους απασχόλησης, περιφρονούσε την επιθυμία τους να πραγματοποιήσουν κάτι σημαντικό».
Μερικές εκατοντάδες μέτρα από το μουσείο, ένα ολοκαίνουριο, ολοδιάφανο κτίριο, εξ ου και το όνομά του «Εργαστήρι γυαλιού», στεγάζει την τελευταία λέξη της επιχείρησης Volkswagen. Ενας καθεδρικός που δοξάζει τον θεό του αυτοκινήτου. Κάθε αγοραστής ενός Phaeton μπορεί να παρακολουθήσει απευθείας τη συναρμολόγηση και την ολοκλήρωση του δικού του αυτοκινήτου. Στο τρέιλερ της παρουσίασης, η Volkswagen δηλώνει τη φιλοδοξία της να αναμετρηθεί με τις μπαρόκ κατασκευές της Δρέσδης και εγκωμιάζει το αυτοκίνητο ανάλογα με ένα έργο του Ρίχαρντ Βάγκνερ!
Το μέρος αυτό εμφανίζεται ως πολιτιστικός χώρος, με εκθέσεις ζωγραφικής, επιδείξεις μόδας. Δίνονται και παραστάσεις όπερας. Και όμως, εκεί δουλεύουν εργάτες. Ακόμα κι όταν τους βλέπεις να κινούνται στην αλυσίδα της αυτοματοποιημένης συναρμολόγησης σαν να σερβίρουν τσάι, ο όρος «εργαστήρι» είναι καταχρηστικός.''
-
Μια χώρα που καταβροχθίστηκε
- ...
Αναγνώστες
Κυριακή 11 Απριλίου 2010
Η σημερινη Ελευθεροτυπια εχει ενα ακρως διαφωτιστικό αρθρο για την Ξεχασμένη πια Λαική Δημοκρατια της Γερμανιας ... Δειτε το Le Monde diplomatique * Μια χώρα που καταβροχθίστηκε Η Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας (ΛΔΓ - DDR) ιδρύθηκε τον Οκτώβριο του 1949 στη σοβιετική ζώνη κατοχής, πάνω στα ερείπια της ηττημένης Γερμανίας, λίγο μετά την ίδρυση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, η οποία, με τη σειρά της, προέκυψε από την ενοποίηση των δυτικών τομέων κατοχής. * Επανένωση ή προσάρτηση της άλλης Γερμανίας; Στα ξεθωριασμένα χνάρια της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας Ενας «ψυχρός πόλεμος» μνήμης
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
-
όταν μας επισκέπτεται η Θεια Ακηδία καμιά φορά Βυθίζομαι σε τρυφερή ανία και καταργείται μέσ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου