Του ΑΝΔΡΕΑ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΥ
αποσπασμα:
Για τη γαλλική αντίληψη, η γλώσσα συνιστά έναν αναγκαίο κώδικα επικοινωνίας: ο πολίτης του δημοκρατικού έθνους οφείλει να γνωρίζει τη γλώσσα της χώρας στην οποία διαμένει, προκειμένου να μπορεί να διαβάζει και να κατανοεί τους νόμους και τα έγγραφα της δημόσιας διοίκησης. Ο πολίτης είναι απαραίτητα και εθνικός πολίτης, η ιδιότητα του πολίτη ταυτίζεται με αυτήν του εθνικού πολίτη. Η απονομή της ιδιότητας αυτής συνιστά απλή διοικητική πράξη, όχι μόνον δεν παραπέμπει σε πολιτισμικές, γλωσσικές κ.ά. διαφορές, όχι μόνον δεν συστήνεται πάνω σε ένα δικαίωμα στη διαφορά, αντίθετα, συγκροτείται πάνω σε ένα δικαίωμα στην αδιαφορία. Ο δημόσιος χώρος οφείλει να παραμένει ουδέτερος από ιδιαιτεροκεντρικές προτιμήσεις, αφού είναι πολιτικά κατασκευασμένος, και δημοκρατικά συγκροτημένος στη βάση της υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ο πυρήνας της αντίληψης αυτής ουσιαστικά λέει το εξής: η πατρίδα του εθνικού πολίτη είναι μόνον τα ανθρώπινα δικαιώματα. Επομένως, αν και εθνική η αντίληψη περί πολίτη, μοιάζει, προοπτικά, να ταυτίζεται με τον κοσμοπολιτισμό, ακριβέστερα με τον ουνιβερσαλισμό, αφού τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν μπορούν να αποτελούν αντικείμενο πολιτισμικής διαπραγμάτευσης, αλλά όντας πολιτισμικά ουδέτερα, είναι οικουμενικοποιήσιμα.
..................................................
Το κείμενο του Νικόλα Σεβαστάκη είναι άλλης ποιότητας, θέλω να πω πως βρίσκεται μέσα στην τάξη της πολιτικής, και μάλιστα της ριζοσπαστικής πολιτικής. Επιπλέον, όπως συμβαίνει με τα κείμενα του Σεβαστάκη, το άρθρο του δίνει πραγματικά τροφή στη σκέψη. Συμμερίζομαι τις πολιτικές του αγωνίες, αλλά και πολλές διαπιστώσεις του, όπως ότι η αριστερά έχει ουσιαστικά ξεχάσει το ζήτημα του κοινωνικού μετασχηματισμού, έχει πάψει να συγκροτείται πάνω σε ένα εναλλακτικό πεδίο από αυτό του άναρχου και θηριώδους καπιταλισμού και ιμπεριαλισμού. Η σημερινή κυρίαρχη αριστερή μεταφυσική φαίνεται να έχει τροχιοδρομήσει στον άκριτο μελλοντοκεντρισμό των πλανητικών αγορών του νεοφιλελευθερισμού. Αυτό όμως το οποίο πάνω απ' όλα συμμερίζομαι, είναι ότι η αριστερά δεν δημιουργεί πλέον «λαϊκές συγκινήσεις». Η καίρια αυτή επισήμανση του Σεβαστάκη είναι το σημερινό «σταυρικό ζήτημα» για την αριστερά. Δυστυχώς, η αριστερά σήμερα αποποιείται τη μέριμνα να επεξεργασθεί ένα «νόημα» για το εν δυνάμει ακροατήριό της, μία κοινωνική μεταφυσική θα την ονόμαζα καταχρηστικά, ένα «λαϊκό πολιτισμό», ικανό να συνεγείρει τον κόσμο.
Ωστόσο, θα πρέπει να αναρωτηθούμε: μήπως η απουσία αυτή οφείλεται και στο γεγονός ότι η ριζοσπαστική, τη φορά αυτή, αριστερά αντί να προσφέρει συγκινήσεις, συγκινείται η ίδια διαρκώς από ό,τι θεωρούν οι κυρίαρχες ομάδες της, πολιτικές και διανοητικές, ότι πρέπει να συγκινηθεί; Μήπως δηλαδή η «αυτο-συγκίνηση» της αριστεράς δείχνει ένα από τα κορυφαία εμπόδια του αυτοπροσδιορισμού της; Η αριστερά, ακόμα και στις πιο εξαιρετικές κοινωνιακές στιγμές της, όταν ποντιζόταν ολόκληρη στη λαϊκή εμπειρία, τροφοδοτούμενη από αυτή, εσυγκινείτο και την ίδια στιγμή διατηρούσε πάντα μια απόσταση από το κοινωνικό. Η ίδια η αριστερά στις καλύτερες στιγμές της, μαζί με τη δημοκρατική νεωτερική πολιτική εν γένει (αυτό μας το έχει εξηγήσει αρκετά πειστικά ο Μαρσέλ Γκοσέ), θα μπορούσε να οριστεί και ως «απόσταση»: όχι μόνον με τις έννοιες της τακτικής και της στρατηγικής κ.λπ., αλλά κυρίως με την έννοια της «πολιτικής ιδεολογίας». Ηταν περισσότερο «αντιπροσώπευση» και λιγότερο «πίστη». Διηθούσε τη συγκινησιακή πρώτη ύλη και την ενέτασσε στην «πολιτική» της, και ως τέτοια την «επέστρεφε» στις «μάζες».
Πάντα ήταν δεσμευμένη από κάτι έξω από αυτή, από ένα σώμα αρχών (μαρξισμός κ.λπ.) από το οποίο απέρρεαν τα κριτήρια της δημόσιας πράξης της. Τη «γραμμή» της την εκπονούσαν πολιτικά σώματα και την επηρέαζαν διανοούμενοι, όχι δημοσιογράφοι και καλλιτέχνες. Είχε κριτήρια επιλογής (ορθά ή εσφαλμένα, αδιάφορο), δεν δημιουργούσε, ούτε αποδεχόταν, όλες τις συγκινήσεις, όλα τα «νοήματα» αδιακρίτως.
Σήμερα, μοιάζει να είναι παγιδευμένη μέσα στον ιστό της συγκίνησης εν γένει· ειδικότερα: στα πάθη μιας εθνοτικά, και θρησκευτικά ενίοτε, δονούμενης κοινότητας, στον επικίνδυνο μύθο της «διαφάνειας» του κοινωνικού, σε έναν τηλεοπτικά κυριαρχούμενο κύκλο θυματοποίησης/αυτο-θυματοποίησης, χωρίς να έχει καν τη μέριμνα μιας λυτρωτικής αποστασιοποίησης. Σήμερα, αυτή η έλλειψη απόστασης θεωρείται αυτόχρημα «αριστερή». Από εδώ προκύπτει μια ορισμένη αξιολογία και ηθική (λαϊκο-εθνοτική ή και λαϊκο-θρησκευτική), οι οποίες αντικαθιστούν τη ζωτική ανάγκη να κάνουμε πολιτική (που πάει να πει ότι η πολιτική έχει δικά της κριτήρια για το ποιος είναι αριστερός και δεξιός, εθνικιστής και αντιεθνικιστής, δεν χρειάζεται να προστρέχουμε σε οποιοδήποτε εξωπολιτικό μύθο γι' αυτό). Από εδώ απορρέει η επιλογή του πολιτισμικού κοινοτισμού, τον οποίο μοιάζει να εγκολπώνεται μια ορισμένη ριζοσπαστική αριστερά ως απάντηση στην κρίση νοήματος. Στον μελλοντοκεντρισμό απαντάει με την άκριτη επιστροφή σε μια μυθική «διαμονή», στην πρόοδο με την παράδοση, τελικά, στη «χωρίς όρια» επέλαση του νεο-φιλελευθερισμού με το «χωρίς όρια» της αντίστασης. Μόνον έτσι ο Λαζόπουλος μπορεί να φαίνεται πιο αριστερός από τον Κύρκο! Ολο το πρόβλημα μοιάζει να εντοπίζεται εδώ, γιατί εδώ φωλιάζει ο πιο ακραίος παραλογισμός: η αντιστασιακή νεο-εθνικοφροσύνη γίνεται κριτήριο της αντιστασιακής νεο-αριστεροσύνης.
Σε μικρογραφία, αυτό ακριβώς έκανε και ο Συνασπισμός, συγκροτώντας προεκλογικά, και ενθουσιαστικά, τον ετερόκλητο κινηματικό ΣυΡιΖα, σπρώχνοντας συνειδητά τις «διαφορές» των εταίρων κάτω από το χαλί. Εφτιαξε, υιοθετώντας το «η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση», μία μικρή βόμβα διασποράς («χωρίς όρια»), για να την πετάξει μέσα στην αριστερά, με σκοπό να ανασυνθέσει «ριζοσπαστικά» τον ευρύτερο χώρο. Η βόμβα όμως αυτή, με αφορμή το σχέδιο Ανάν, του έσκασε στα χέρια. Η έκρηξη ήταν ζήτημα χρόνου. Αλλά πέρα από αυτό καθεαυτό το γεγονός, διαπαιδαγώγησε τον κόσμο του σε αυτό το χωρίς όρια, το οποίο είναι πρωτογονισμός, απλουστευτική άρνηση, αναδιπλασιασμός, και όχι έλλογη και παθιασμένη κριτική, του απεριόριστου της παγκοσμιοποίησης. Είναι αυτό το αντιστασιακό, εμπαθές και εξω-ιστορικό, χωρίς όρια, η ειδική μορφή με την οποία διεισδύει ένας ορισμένος μεταμοντερνισμός μέσα στην αριστερά. Μια αριστερά η οποία αδυνατεί να κατανοήσει ότι η ριζοσπαστική κριτική στην παγκοσμιοποίηση, τον εκσυγχρονισμό, τον ιμπεριαλισμό κ.λπ., πρέπει να παραμένει και κριτική προς τον ίδιο της τον εαυτό, στα μέσα που χρησιμοποιεί για να τους αντιμετωπίσει.
Μπορούμε να υπερβούμε την αισιοδοξία του νεο-προοδευτισμού, χωρίς να πέσουμε στον πολιτισμικό πεσιμισμό του αντι-προοδευτισμού;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου