αποσπασμα
.''..Το τέλος του πολέμου, τη Γερμανία τη χαρακτηρίζει η όξυνση των
κοινωνικών αντιθέσεων. Δύο εκατομμύρια Γερμανοί είχαν σκοτωθεί στα πεδία
των μαχών και μαζί με τους τραυματίες και τους αιχμαλώτους οι απώλειες
έφταναν τα εφτάμισι εκατομμύρια. Ο πόλεμος έφερε καταστροφή στη
βιομηχανία, πτώση της αγροτικής παραγωγής, έλλειψη τροφίμων, ενώ οι
αρρώστιες επιδείνωναν την κατάσταση των λαϊκών μαζών μαζί με την πείνα.
Το μεροκάματο, που δεν έφτανε για τη ζωή των εργατικών οικογενειών, σε
συνδυασμό με το ελάχιστο βοήθημα στις οικογένειες των στρατιωτών,
ανέδειχνε την τεράστια ένταση των κοινωνικών αντιθέσεων, αφού την ίδια
στιγμή οι μεγάλοι γαιοκτήμονες και οι βιομήχανοι, έμποροι και τραπεζίτες
συσσώρευαν τεράστια κέρδη από τον πόλεμο.
Ετσι, στα 1918, η χώρα συνταράχτηκε από μεγαλειώδεις απεργιακές
κινητοποιήσεις, στις οποίες συμμετείχαν πάνω από 2,5 εκατομμύρια
εργάτες. Στην ιστορία της Γερμανίας ήταν άγνωστη ως τότε μια τόσο μεγάλη
έκταση του απεργιακού αγώνα. Αυτή η κατάσταση, που μέρα με τη μέρα
φούντωνε όλο και περισσότερο σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο πόλεμος
βάδιζε προς το τέλος του, με τη Γερμανία ηττημένη, έκαναν τον Λένιν να
γράψει τον Οκτώβρη του 1918:
«Η γερμανική αστική τάξη και η γερμανική κυβέρνηση που συντρίφτηκαν
στον πόλεμο και απειλούνται από ένα ισχυρό επαναστατικό κίνημα από τα
μέσα, παραδέρνουν αναζητώντας σωτηρία».
Η αφορμή για το ξέσπασμα επαναστατικών γεγονότων δεν άργησε να δοθεί.
Στις 28 του Οκτώβρη η γερμανική στρατιωτική διοίκηση διέταξε το στόλο
να βγει σε ανοιχτή θάλασσα για αποφασιστική σύγκρουση με τους Αγγλους.
Ηταν μια ενέργεια πέρα για πέρα παράλογη και τυχοδιωκτική. Οταν δόθηκε η
διαταγή, ο πόλεμος είχε χαθεί για τη Γερμανία και μ’ αυτήν την ενέργεια
θα μπορούσαν να χαθούν 80.000 ναύτες χωρίς λόγο.
Ετσι, τα πληρώματα των πλοίων αρνήθηκαν να πολεμήσουν και επέβαλαν
την επιστροφή των πλοίων στη βάση τους. Στη συνέχεια, μια αντιπροσωπεία
των πληρωμάτων πήγε στην ανώτατη διοίκηση και δήλωσε πως ο στόλος ήταν
έτοιμος να αμυνθεί σε ενδεχόμενη επίθεση του εχθρού, αλλά όχι και να
προχωρήσει στην άσκοπη καταστροφή του. Η απάντηση της διοίκησης ήταν το
ξεκίνημα διώξεων σε βάρος των ναυτών. Κι όταν αυτοί αντέδρασαν με
διαδήλωση διαμαρτυρίας στο Κίελο στις 3 του Νοέμβρη, μια ομάδα
αξιωματικών άνοιξε πυρ κατά των διαδηλωτών σκοτώνοντας 8 και
τραυματίζοντας βαριά 29.
Την επομένη στάλθηκαν στο Κίελο μονάδες πεζικού για να πνίξουν την
ανυπακοή των ναυτών στη διοίκηση και την κυβέρνηση. Ομως, πέρασαν με το
μέρος των ξεσηκωμένων ναυτών, ενώ συνενώθηκαν μαζί τους και οι εργάτες.
Ετσι, στις 4 του Νοέμβρη του 1918, σχηματίστηκε στο Κίελο το σοβιέτ των
εργατών και το σοβιέτ των στρατιωτών. Σοβιέτ σχηματίστηκαν, επίσης, στα
πλοία στα οποία την επόμενη μέρα υψώθηκαν κόκκινες σημαίες.
Ξεσπά επαναστατική δράση
Ετσι άναψε η επαναστατική φλόγα στο Κίελο και διαδόθηκε αμέσως σ’ όλη
τη Γερμανία. Στη Λυβέκη, στο Μπρούνσμπιτελ, στο Κουξχάφεν, στο
Αμβούργο, στη Βρέμη, στο Ροστόκ, στο Μπρούνσβικ, στο Σβέριν, στη Δρέσδη,
στη Λιψία και σε πολλές άλλες πόλεις, η λαϊκή κινητοποίηση δημιουργεί
παντού σοβιέτ, τα όργανα του επαναστατικού αγώνα και της νέας εξουσίας
που μόλις ξεπροβάλλει. Στη Βαυαρία, στη Σαξονία, στη Βιρτεμβέργη και
αλλού ένας μετά τον άλλον εκθρονίζονται οι εστεμμένοι άρχοντες.
Στις 9 του Νοέμβρη 1918, το πρωί, εκατοντάδες χιλιάδες Γερμανοί
εργάτες με κόκκινες σημαίες κινήθηκαν προς το κέντρο του Βερολίνου,
ζητώντας να σταματήσει ο πόλεμος, να φύγει η μοναρχία, να έχουν ψωμί και
ανθρώπινη ζωή. Δίπλα στους εργάτες βάδιζαν σε μακριές σειρές οι
γυναίκες, που ζητούσαν ειρήνη για τους άνδρες τους, τους πατεράδες ή τα
παιδιά τους. Το ανθρώπινο ποτάμι, με την καθοδήγηση της ομάδας
«Σπάρτακος» και επαναστατικών στοιχείων του Ανεξάρτητου
Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας, γρήγορα πλημμύρισε όλους τους
κεντρικούς δρόμους της πόλης και κινήθηκε προς τους στρατώνες, όπου
συνάντησε ελάχιστη έως μηδαμινή αντίσταση. Οι στρατιώτες συναδελφώθηκαν
με τους εργάτες. Χωρίς αντίσταση καταλήφθηκαν επίσης το παλάτι, η
διοίκηση Χωροφυλακής και τα περισσότερα κυβερνητικά κτίρια. Κατά το
μεσημέρι το Βερολίνο, η πρωτεύουσα της αυτοκρατορικής Γερμανίας,
βρισκόταν στα χέρια των επαναστατών. Προηγουμένως, όμως, γύρω στις 11
π.μ., ο πρωθυπουργός του Ράιχ, πρίγκιπας Μαξ φον Μπάντεν, ανήγγειλε την
παραίτηση από το θρόνο του τελευταίου Χοεντζόλερν, του κάιζερ Γουλιέλμου
II, υπέρ του διαδόχου. Ταυτόχρονα, διεξήγαγε διαπραγματεύσεις με το
Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας για το διορισμό του Εμπερτ, ηγέτη των
σοσιαλδημοκρατών, στη θέση του πρωθυπουργού. Στις 12 το μεσημέρι, ο
Εμπερτ ήταν ήδη ο αρχηγός της κυβέρνησης, αφού προηγουμένως είχε
διαβεβαιώσει τον πρίγκιπα Μαξ για τις προθέσεις του, λέγοντας: «Μισώ την
επανάσταση σαν την πανούκλα». Αργότερα, στα απομνημονεύματά του, ο
πρίγκιπας Μαξ δικαιολόγησε ως εξής τις παραπάνω ενέργειές του:
«Σκέφτηκα: Είναι σχεδόν βέβαιο ότι η επανάσταση θα νικήσει. Δεν μπορούμε
να την καταστείλουμε, ίσως, όμως, μπορούμε να την πνίξουμε». Ειδικά δε
για το διορισμό του Εμπερτ στη θέση του πρωθυπουργού, ο πρίγκιπας Μαξ δε
δίσταζε να δηλώσει: «Στην κατάσταση που δημιουργήθηκε, το μοναδικό
πρόσωπο που είναι δυνατόν να γίνει καγκελάριος του Ράιχ είναι ο Εμπερτ.
Αυτός θα μπορέσει να στρέψει την επαναστατική ενέργεια στα πλαίσια του
νόμιμου εκλογικού αγώνα».
Αναλαμβάνοντας τα καθήκοντά του, ο Εμπερτ είχε την ελπίδα ότι
μπορούσε να σώσει τη μοναρχία. Επρόκειτο για μια αυταπάτη. Κάτω από την
πίεση των επαναστατημένων μαζών, ο άλλος ηγέτης των σοσιαλδημοκρατών, ο
Φ. Σάιντεμαν, μιλώντας από ένα παράθυρο του Ράιχσταγκ σε μια τεράστια
λαϊκή διαδήλωση, ανακήρυξε την ελεύθερη λαϊκή δημοκρατία της Γερμανίας.
Ηθελε να προλάβει το πέρασμα των μαζών με το μέρος των πραγματικών
επαναστατικών δυνάμεων, να περιορίσει την επιρροή του πολιτικού λόγου
των ηγετών της ομάδας «Σπάρτακος». Κι είχε προβλέψει σωστά τις
επερχόμενες εξελίξεις. Την ίδια μέρα, από το μπαλκόνι των αυτοκρατορικών
ανακτόρων, μιλώντας σε μια τεράστια συγκέντρωση από εργάτες και
στρατιώτες, ο ηγέτης του «Σπάρτακου», Καρλ Λίμπκνεχτ, ανακήρυξε τη
Γερμανία «Ελεύθερη Σοσιαλιστική Δημοκρατία» και κάλεσε την εργατική τάξη
«να στρέψει όλες τις δυνάμεις της για να συγκροτηθεί μια κυβέρνηση από
εργάτες και στρατιώτες και να οργανωθεί μια τέτοια τάξη πραγμάτων στη
χώρα που να μπορέσει το προλεταριάτο να εγκαθιδρύσει την ειρήνη, την
ευτυχία και την ένωση του ελεύθερου γερμανικού λαού με τους ταξικούς
αδελφούς όλου του κόσμου».
Μπροστά στην κυβέρνηση έμπαινε το ζήτημα της καταστολής της
επανάστασης.
Η αντεπανάσταση οργανώνεται
Στις 15 του Νοέμβρη του 1918 μια ομάδα από μεγαλοβιομήχανους, ανάμεσα
σ’ αυτούς και οι ιδιοκτήτες μονοπωλίων Μπίρζιγκ, Στίνες και
Σπρίγκερουμ, υπέγραψε με τους ηγέτες (αποτελούνταν από συμβιβασμένους
σοσιαλδημοκράτες) της Γερμανικής Γενικής Ενωσης των Συνδικαλιστικών
Οργανώσεων μια συμφωνία «έμπρακτης συνεργασίας». Ηταν μια από τις
ενέργειες για να αντιμετωπίσουν την επαναστατική προοπτική. Με τη
συγκεκριμένη συμφωνία αναγνωρίζονταν στις συνδικαλιστικές οργανώσεις
μόνον τα δικαιώματα που είχαν κατακτήσει οι εργάτες στην πορεία της
επανάστασης – τα δικαιώματα του συνεταιρίζεσθαι, της οκτάωρης εργάσιμης
μέρας και των συλλογικών συμβάσεων. Η συμφωνία προέβλεπε ακόμη πως όλες
οι διαφορές ανάμεσα στους εργάτες και στους επιχειρηματίες θα λύνονταν
μόνο με διαιτησία. Ετσι, πίσω από την πλάτη της εργατικής τάξης οι
ηγέτες των συνδικαλιστικών οργανώσεων συμφώνησαν με τους καπιταλιστές να
σταματήσουν ουσιαστικά την ταξική πάλη.
Με τη σειρά της η κυβέρνηση Εμπερτ – Χάαζε, στην προσπάθειά της να
εξαπατήσει τις μάζες με ψεύτικα συνθήματα, ίδρυσε μια «επιτροπή
κοινωνικοποίησης» με επικεφαλής τον Καρλ Κάουτσκι. Η τεράστια
προπαγανδιστική καμπάνια που σηκώθηκε γύρω από την επιτροπή αυτή είχε
σκοπό να δημιουργήσει μια φαινομενική εντύπωση πως τάχα η Γερμανία
βαδίζει το δρόμο του σοσιαλισμού και να συγκαλύψει την αντεπαναστατική
συμφωνία των σοσιαλδημοκρατών ηγετών με τους κεφαλαιοκράτες και τους
γιούνκερ και με την ηγεσία του στρατού. Ο σοσιαλδημοκρατικός Τύπος
υποστήριζε επίμονα πως η Γερμανία θα γίνει σοσιαλιστική χώρα, αλλά για
να γίνει αυτό χρειάζονταν «γερά θεμέλια» που ακόμη δεν υπήρχαν.
Στο μεταξύ, οι αντιδραστικοί αξιωματικοί, σε συνεννόηση με τη
σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση και με χρήματα που τους έδινε η αστική τάξη,
άρχισαν να συγκροτούν ένοπλα τμήματα «εθελοντών». Ετσι οργανώθηκαν το
σώμα στρατού Μέρκερ, τα αποσπάσματα Ρόσμπαχ, Λιτσόφ και Επ, η ταξιαρχία
Ερχαρντ, η βαλτική άμυνα, το Σώμα εθελοντών και άλλα. Στα Σώματα αυτά
υπηρετούσαν χιλιάδες αξιωματικοί και υπαξιωματικοί, διάφοροι άνθρωποι
που μέσα στα τέσσερα και πάνω χρόνια που κράτησε ο πόλεμος είχαν ξεκόψει
από την παραγωγή και ο πόλεμος τους είχε γίνει ένα συνηθισμένο
επάγγελμα. Με τα ένοπλα αυτά τμήματα προετοιμαζόταν η αντεπανάσταση να
συντρίψει την επαναστατική δράση των λαϊκών μαζών.
Στις 6 του Δεκέμβρη του 1918 μια αντεπαναστατική ένοπλη ομάδα
πυροβόλησε στο Βερολίνο εναντίον διαδήλωσης στρατιωτών του μετώπου και
αδειούχων που ζητούσαν να συμπεριληφθούν οι αντιπρόσωποί τους στα Σοβιέτ
των στρατιωτών. Σκοτώθηκαν 16 διαδηλωτές, ανάμεσα σ’ αυτούς και το
ηγετικό στέλεχος της «Ενωσης των κόκκινων στρατιωτών», Βίλι Μπούντιχ.
Επίθεση έγινε και εναντίον των γραφείων της εφημερίδας των
«Σπαρτακιστών», «Ρότε Φάνε». Η «Ενωση του Σπάρτακου» ήταν η
κομμουνιστική φράξια η οποία δρούσε οργανωμένα μέσα στο «Ανεξάρτητο
Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας», που μαζί με το Σοσιαλδημοκρατικό
Κόμμα Γερμανίας ήταν με το πλευρό της αντεπανάστασης. Ηταν κι αυτή μια
ιδιομορφία του κινήματος, η μη ύπαρξη Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας.
Ηγέτες των «Σπαρτακιστών» ήταν ο Κ. Λίμπκνεχτ, η Ρ. Λούξεμπουργκ κ.ά.
Οι αντεπαναστάτες μπήκαν στο μέγαρο της Εκτελεστικής Επιτροπής του
Σοβιέτ του Βερολίνου και έπιασαν τα μέλη της. Αλλά δεν πέτυχαν το σκοπό
τους. Οι εργάτες, απαντώντας στην πρόσκληση των «Σπαρτακιστών», όρμησαν
στο κέντρο της πόλης, απελευθέρωσαν τα μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής
και σκόρπισαν τους αντεπαναστάτες. Στις 7 και στις 8 του Δεκέμβρη οι
εργάτες του Βερολίνου οργάνωσαν μαζικές διαδηλώσεις με τα συνθήματα:
«Κάτω η κυβέρνηση Εμπερτ – Σάιντεμαν», «Να αφοπλιστούν αμέσως οι
αξιωματικοί!», «Να συγκροτηθούν αμέσως ένοπλα σώματα εργατών και
Κόκκινης Φρουράς!», «Ζήτω η Διεθνής!», «Ζήτω η Σοσιαλιστική Σοβιετική
Δημοκρατία της Ρωσίας!». Στη διαδήλωση στις 8 του Δεκέμβρη πήραν μέρος
150.000 άτομα, ανάμεσά τους και πολλοί ένοπλοι. Οι αντεπαναστάτες
αναγκάστηκαν προσωρινά να υποχωρήσουν.
Τα Σοβιέτ που ιδρύθηκαν στην πορεία της επανάστασης του Νοέμβρη
δημιουργήθηκαν από τη γερμανική εργατική τάξη και υποστηρίζονταν από τις
λαϊκές μάζες. Γι’ αυτό οι σοσιαλδημοκράτες, μην τολμώντας να
εναντιωθούν στα Σοβιέτ ανοιχτά, αποφάσισαν να τα αποσυνθέσουν από τα
μέσα, να τα χρησιμοποιήσουν για σκοπούς πέρα για πέρα αντίθετους από την
ουσία των Σοβιέτ των αντιπροσώπων των εργατών και των στρατιωτών.
Το συνέδριο των Σοβιέτ
Από τις 16 έως τις 21 του Δεκέμβρη έγινε το Παγγερμανικό Συνέδριο των
Σοβιέτ των εργατών και των στρατιωτών. Σ’ αυτό πήραν μέρος 288
σοσιαλδημοκράτες, 87 του Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, 27
εξωκομματικοί στρατιώτες, 25 από αστικά κόμματα και μόνο 10
«Σπαρτακιστές». Η Ρόζα Λούξεμπουργκ και ο Καρλ Λίμπκνεχτ δεν είχαν
εντολή να πάρουν μέρος στο συνέδριο. Στο συνέδριο έφτασε για να πάρει
μέρος και αντιπροσωπεία της Σοβιετικής Ρωσίας, αλλά το συνέδριο δεν την
έκανε δεκτή. Από το συσχετισμό, αλλά και από τη στάση του συνεδρίου
απέναντι στη ρωσική σοβιετική αντιπροσωπεία ήταν φανερό ότι το συνέδριο
των Σοβιέτ δεν ήταν με την επανάσταση. Αλλωστε, η πλειοψηφία της
εργατικής τάξης ήταν με τους σοσιαλδημοκράτες, πολύ περισσότερο δε και
κάτω από το γεγονός της μη ύπαρξης Κομμουνιστικού Κόμματος. Ο τρόπος
δουλειάς των «Σπαρτακιστών» δεν αρκούσε ν’ αλλάξει την κατάσταση.
Τη μέρα που άρχισαν οι εργασίες του συνεδρίου των Σοβιέτ, οι
«Σπαρτακιστές» οργάνωσαν μια μαζική διαδήλωση εργατών. Οι διαδηλωτές
ζήτησαν από το συνέδριο να ανακηρύξει τη Γερμανία ενιαία σοσιαλιστική
δημοκρατία, να παραδώσει στα Σοβιέτ των εργατών και των στρατιωτών όλη
την εξουσία, να αφοπλίσει αμέσως τους αντεπαναστάτες και να οπλίσει τους
εργάτες. Με τα συνθήματα αυτά πέρασαν μπροστά από το μέγαρο του
συνεδρίου 250.000 διαδηλωτές.
Αλλά η ηγεσία του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος με την πείρα και την
επιρροή που είχε στην εργατική τάξη, καθώς και με το πλατύ δίκτυο των
εφημερίδων της, κατόρθωσε να εξαπατήσει τις λαϊκές μάζες. Η
σοσιαλδημοκρατική προπαγάνδα διαβεβαίωνε πως η επανάσταση είχε τελειώσει
και πως η εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού από τώρα και πέρα εξαρτιόταν από
την Εθνοσυνέλευση που θα εκλεγόταν ελεύθερα. Τους σοσιαλδημοκράτες τούς
ενίσχυαν και οι ηγέτες του Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, που,
έχοντας υπόψη πως οι εργαζόμενες μάζες συμπαθούν τα Σοβιέτ, πρότειναν
ένα σχέδιο απόφασης για να διατηρηθεί το σύστημα των Σοβιέτ. Στην
πραγματικότητα αυτό σήμαινε πως συνδυαζόταν το σύστημα των Σοβιέτ με την
Εθνοσυνέλευση, πως τα Σοβιέτ υπάγονταν στο όργανο της δικτατορίας της
αστικής τάξης με μοναδικό αποτέλεσμα να διαστρεβλωθεί και να δυσφημιστεί
η ιδέα των Σοβιέτ.
Οι αντιπρόσωποι στο συνέδριο των Σοβιέτ έπεσαν στις αυταπάτες της
σοσιαλδημοκρατικής προπαγάνδας και πίστεψαν τις αόριστες κυβερνητικές
διακηρύξεις για την κοινωνικοποίηση της βιομηχανίας από την επιτροπή
Κάουτσκι, ενώ βολεύτηκαν με κάποιες δημοκρατικές παραχωρήσεις και
υποστήριξαν το σχέδιο απόφασης των σοσιαλδημοκρατών για να συγκληθεί
Εθνική (Συντακτική) Συνέλευση και να μεταβιβαστεί όλη η νομοθετική και
εκτελεστική εξουσία στο Συμβούλιο των πληρεξουσίων του λαού ωσότου
αποφασίσει τελειωτικά η Εθνοσυνέλευση.
Το συνέδριο εξέλεξε το Κεντρικό Σοβιέτ που του παραχωρήθηκε τυπικά το
δικαίωμα να ελέγχει την κυβέρνηση. Στο Κεντρικό Σοβιέτ πήραν μέρος μόνο
σοσιαλδημοκράτες.
Η εξουσία στο κεφάλαιο
Το Παγγερμανικό Συνέδριο των Σοβιέτ έλυσε το βασικό πρόβλημα της
επανάστασης, δηλαδή το πρόβλημα της εξουσίας, προς όφελος της αστικής
τάξης. Αμέσως μετά το συνέδριο οι ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας πέρασαν
στην επίθεση εναντίον της επαναστατικής εμπροσθοφυλακής της εργατικής
τάξης. Και πρώτα πρώτα θέλησαν να στερήσουν το προλεταριάτο από τις
ένοπλες δυνάμεις του που το ίδιο είχε δημιουργήσει. Για το σκοπό αυτό η
κυβέρνηση σταμάτησε να πληρώνει τους μισθούς στη λεγόμενη Λαϊκή Ναυτική
Μεραρχία, που αριθμούσε περισσότερους από 3.000 επαναστάτες ναύτες. Για
τη λύση της διαφοράς αντιπρόσωποι των ναυτών της μεραρχίας έφτασαν στις
23 του Δεκέμβρη στο φρουραρχείο του Βερολίνου. Την ώρα που
διαπραγματεύονταν με τον σοσιαλδημοκράτη φρούραρχο Βελς μια περίπολος
του φρουραρχείου πυροβόλησε στο δρόμο εναντίον της ομάδας των ναυτών που
συνόδευσαν έως εκεί τους αντιπροσώπους τους. Δύο ναύτες σκοτώθηκαν και
τρεις τραυματίστηκαν βαριά. Οι αγανακτισμένοι ναύτες έπιασαν τον Βελς
και τον πήγαν στο μέγαρο της ιππευτικής σχολής.
Στις 24 του Δεκέμβρη το πρωί η κυβέρνηση, αφού συγκέντρωσε μπροστά
στη σχολή τμήματα πεζικού και πυροβολικό, έστειλε τελεσίγραφο στους
ναύτες να εγκαταλείψουν τη σχολή, να παραδώσουν τα όπλα και να αφήσουν
ελεύθερο τον Βελς. Οι ναύτες αρνήθηκαν. Μετά από αυτό άρχισε ο
κανονιοβολισμός των κτιρίων της σχολής που κατείχαν οι ναύτες. Οι
εργάτες του Βερολίνου ξεσηκώθηκαν για να υπερασπίσουν τους ναύτες,
έδιωξαν τους στρατιώτες και η κυβέρνηση απέτυχε σ’ αυτή της την
ενέργεια. Ετσι εγκατέλειψε προσωρινά την ιδέα της διάλυσης της Λαϊκής
Ναυτικής Μεραρχίας. Οι ηγέτες του Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού
Κόμματος άρχισαν διαπραγματεύσεις με τους εργάτες και τους ναύτες και
τους έπεισαν να σταματήσουν τον αγώνα.
Οι προκλητικές ενέργειες της κυβέρνησης στις 23 και 24 του Δεκέμβρη
έδειχναν καθαρά πως οι σοσιαλδημοκράτες μαζί με τους στρατιωτικούς είχαν
περάσει στο δρόμο της ανοιχτής αντεπαναστατικής δράσης. Ανάμεσα στους
εργάτες ξέσπασαν ταραχές. Οι προλεταριακές μάζες ζητούσαν από τους
ηγέτες των ανεξάρτητων σοσιαλδημοκρατών να ξεκόψουν από το συνασπισμό με
τους σοσιαλδημοκράτες της πλειοψηφίας του Σοβιέτ. Οι «Σπαρτακιστές»
ζητούσαν να συγκληθεί αμέσως συνέδριο του Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού
Κόμματος στο οποίο ανήκαν σαν φράξια. Οι ηγέτες των ανεξάρτητων
σοσιαλδημοκρατών αρνήθηκαν να συγκαλέσουν συνέδριο του κόμματος, αλλά
βλέποντας πως αν εξακολουθούσαν να παίρνουν μέρος στην κυβέρνηση Εμπερτ
κινδύνευαν να χάσουν την εμπιστοσύνη των απλών μελών του κόμματος,
αποσύρανε τους αντιπροσώπους τους (Χάαζε, Ντίτμαν και Μπαρτ) από το
Συμβούλιο των πληρεξουσίων του λαού. Τις θέσεις των ανεξάρτητων
σοσιαλδημοκρατών στην κυβέρνηση τις πήραν οι σοσιαλδημοκράτες Νόσκε και
Βίσελ.
Ιδρύεται το ΚΚΓ
Το ξετύλιγμα των επαναστατικών γεγονότων έβαζε ολοένα και με πιο
μεγάλη οξύτητα μπροστά στους ηγέτες της «Ενωσης του Σπάρτακου» το
πρόβλημα δημιουργίας ενός Επαναστατικού Κόμματος. Είχε γίνει πλέον
φανερό ότι δεν μπορούσαν να καθοδηγήσουν τα επαναστατικά γεγονότα και
την τροπή που πήραν σαν φράξια στους ανεξάρτητους. Μάλλον άργησαν να
συνειδητοποιήσουν αυτή την αναγκαιότητα.
Στο τέλος του Δεκέμβρη του 1918 ομάδες της «Ενωσης Σπάρτακου» είχαν
συγκροτηθεί στο Ρουρ, στον Κάτω Ρήνο, στο Εσεν, στο Μπρούνσβικ, στη
Θουριγγία, στην Ανατολική Πρωσία, στη Βαυαρία, στη Στουτγκάρδη, στη
Λιψία, στο Χέμνιτς, στη Δρέσδη, στο Μαγδεμβούργο και αλλού. Στις 14 του
Δεκέμβρη η εφημερίδα των Σπαρτακιστών «Ρότε Φάνε», δημοσίευσε την
προγραμματική προκήρυξη «Τι θέλει η Ενωση Σπάρτακου». Η προκήρυξη αυτή
έβαζε καθήκον τον αγώνα για την παραπέρα ανάπτυξη της επανάστασης με
σκοπό να νικήσουν η εργατική τάξη και η αγροτιά, να εγκαθιδρυθεί η
δικτατορία του προλεταριάτου και να σχηματιστεί μια ενιαία γερμανική
σοσιαλιστική δημοκρατία. Διατυπώνονταν ακόμη και τα εξής άμεσα αιτήματα:
Να εκμηδενιστεί ο πρωσικός μιλιταρισμός, να οργανωθεί πολιτοφυλακή από
εργάτες, να εθνικοποιηθούν οι τράπεζες, τα ανθρακωρυχεία και η βαριά
βιομηχανία, να γίνει αγροτική μεταρρύθμιση, να καταργηθούν τα χωριστά
γερμανικά κράτη, να αφοπλιστούν η αστυνομία, οι αξιωματικοί και όλες οι
ένοπλες δυνάμεις των κυρίαρχων τάξεων.
Στις 29 του Δεκέμβρη η παγγερμανική κλειστή συνδιάσκεψη της «Ενωσης
Σπάρτακου» αποφάσισε να ξεκόψει από τους ανεξάρτητους σοσιαλδημοκράτες
και να ιδρύσει κομμουνιστικό κόμμα. Την άλλη μέρα, στις 30 του Δεκέμβρη,
άρχισε τις εργασίες του στο Βερολίνο το ιδρυτικό συνέδριο του
Κομμουνιστικού Κόμματος της Γερμανίας. Σ’ αυτό πήραν μέρος 83
αντιπρόσωποι από 46 τοπικές Οργανώσεις, 3 αντιπρόσωποι της «Ενωσης των
κόκκινων στρατιωτών», 1 αντιπρόσωπος της νεολαίας και 16 προσκαλεσμένοι.
Το συνέδριο άκουσε την εισήγηση του Καρλ Λίμπκνεχτ «Η κρίση στο
Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα και η ανάγκη να ιδρυθεί Κομμουνιστικό
Κόμμα στη Γερμανία» και ενέκρινε μια απόφαση που έλεγε πως η «Ενωση
Σπάρτακου», σπάζοντας τους οργανωτικούς δεσμούς της με το Ανεξάρτητο
Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας, συγκροτείται σε ανεξάρτητο
πολιτικό κόμμα με τον τίτλο «Κομμουνιστικό Κόμμα της Γερμανίας» («Ενωση
Σπάρτακου»).
Η κύρια προσοχή του συνεδρίου είχε συγκεντρωθεί στην εισήγηση της
Ρόζας Λούξεμπουργκ «Το πρόγραμμα και η πολιτική κατάσταση». Η εισήγηση
έβαζε το ζήτημα ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γερμανίας στέκεται στη
βάση του μαρξισμού, τόνιζε τη σημασία της Οχτωβριανής Επανάστασης στη
Ρωσία και ότι για τη γερμανική επανάσταση ήταν ένα μεγάλο παράδειγμα. Η
Ρόζα Λούξεμπουργκ και ο Καρλ Λίμπκνεχτ εξέφρασαν στους λόγους τους τη
διεθνιστική αλληλεγγύη προς τη Σοβιετική Ρωσία και διαμαρτυρήθηκαν για
την αντισοβιετική πολιτική της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης της
Γερμανίας. Το συνέδριο ενέκρινε χαιρετιστήριο προς τους «Ρώσους
συναγωνιστές στον αγώνα εναντίον του κοινού εχθρού των καταπιεζόμενων
όλων των χωρών». Το χαιρετιστήριο αυτό ανάμεσα στα άλλα έλεγε και τα
εξής: «Η συναίσθηση πως οι καρδιές σας χτυπούν για μας δίνει δύναμη και
ενεργητικότητα στον αγώνα μας. Ζήτω ο σοσιαλισμός! Ζήτω η παγκόσμια
επανάσταση!».
Για πρόγραμμα του Κομμουνιστικού Κόμματος το συνέδριο ενέκρινε την
προκήρυξη «Τι θέλει η Ενωση Σπάρτακου».
Στο συνέδριο δε λύθηκαν όλα τα προβλήματα σωστά. Ετσι τα μέλη του
συνεδρίου υποτίμησαν το ρόλο της αγροτιάς ως σύμμαχου του προλεταριάτου
και γι’ αυτό το συνέδριο δεν κατάρτισε αγροτικό πρόγραμμα. Το συνέδριο
εξουσιοδότησε την Κεντρική Επιτροπή της «Ενωσης Σπάρτακου» να εκτελεί
καθήκοντα Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος έως το επόμενο
συνέδριο του κόμματος.
Το ιδρυτικό συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γερμανίας είχε
τεράστια διεθνή σημασία. Το γερμανικό εργατικό κίνημα αποκτούσε κόμμα με
επαναστατικό μαρξιστικό πρόγραμμα που αναγνώριζε τη δικτατορία του
προλεταριάτου. Οπως είχε δηλώσει στο συνέδριο η Ρόζα Λούξεμπουργκ, «τώρα
είμαστε πάλι με τον Μαρξ». Οι επαναστατικές δυνάμεις σε πολλές χώρες
επηρεάστηκαν ουσιαστικά και από το ότι παγκόσμια γνωστοί παράγοντες του
εργατικού κινήματος, όπως ο Κ. Λίμπκνεχτ, η Ρ. Λούξεμπουργκ, ο Β. Πικ
και ο Φ. Μέρινγκ, ξέκοψαν οριστικά από το Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό
Κόμμα και ίδρυσαν το Κομμουνιστικό Κόμμα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ήδη
είχε επέλθει η διάσπαση στη διεθνή σοσιαλδημοκρατία με επίκεντρο την
εκτίμηση του χαρακτήρα του πολέμου (ιμπεριαλιστικός) και την ταχτική της
σοσιαλδημοκρατίας στον πόλεμο, όπου οι σοσιαλδημοκράτες, ανάμεσά τους
και οι Γερμανοί με τον Κάουτσκι, πέρασαν με την αστική τους τάξη και την
ταχτική της «άμυνας της πατρίδας», ενώ απ’ όλες τις πλευρές ο πόλεμος
γινόταν για το εδαφικό ξαναμοίρασμα του κόσμου ανάμεσα στις
ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Οι μαρξιστές με επικεφαλής τον Λένιν χάραξαν
την ταχτική της μετατροπής του πολέμου από την εργατική τάξη και τους
συμμάχους της σε κάθε χώρα σε εμφύλιο, ενάντια δηλαδή στην αστική
εξουσία για την ανατροπή της, ταχτική που δικαιώθηκε με την Οχτωβριανή
Επανάσταση. Και διεξαγόταν οξύτατη διαπάλη στη διεθνή σοσιαλδημοκρατία,
ανάμεσα σ’ αυτούς που πέρασαν με την αστική τάξη και στους συνεπείς
μαρξιστές.
Ετσι η ίδρυση του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γερμανίας έπαιξε μεγάλο
ρόλο στο προτσές της ίδρυσης της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Ο Β. Ι. Λένιν
έγραφε: «Οταν η “Ενωση Σπάρτακου” ονόμασε τον εαυτό της “Κομμουνιστικό
Κόμμα της Γερμανίας”, τότε η ίδρυση μιας πραγματικά προλεταριακής, μιας
πραγματικά διεθνιστικής, μιας πραγματικά επαναστατικής Γ’ Διεθνούς, της
Κομμουνιστικής Διεθνούς, κατέστη γεγονός. Τυπικά η βάση αυτή δεν είχε
ακόμη κατοχυρωθεί, αλλά στην ουσία η Γ’ Διεθνής τώρα πια υπάρχει».
Αντεπαναστατική επίθεση
Μετά και από τις αρνητικές για την εργατική τάξη και την επανάσταση
εξελίξεις στο συνέδριο των Σοβιέτ, η αστική τάξη επιτάχυνε τις
προετοιμασίες για μια αποφασιστική εκστρατεία εναντίον της επαναστατικής
εμπροσθοφυλακής της εργατικής τάξης. Τα ένοπλα τμήματα των λεγόμενων
εθελοντών, που είχε οργανώσει, άρχισαν να συγκεντρώνονται στο Βερολίνο.
Στις 4 του Γενάρη του 1919 ο διευθυντής της αστυνομίας του Βερολίνου, ο
αγαπητός στους εργάτες ανεξάρτητος σοσιαλδημοκράτης Αϊχγκορν, απολύθηκε
από τη θέση του και αντικαταστάθηκε από τον σοσιαλδημοκράτη Ερνστ. Η
πρόκληση αποσκοπούσε να σπρώξει τους εργάτες του Βερολίνου σε μια πρόωρη
εξέγερση.
Στις 4 του Γενάρη το βράδυ, σύσκεψη των οργανώσεων των ανεξάρτητων
και επαναστατών εκπροσώπων του Σοβιέτ του Βερολίνου, όπου πήραν μέρος
και εκπρόσωποι του Κομμουνιστικού Κόμματος (Καρλ Λίμπκνεχτ και Βίλχελμ
Πικ), αποφάσισε να μην επιτρέψει την αντικατάσταση του Αϊχγκορν και
κάλεσε τους εργάτες του Βερολίνου σε διαδήλωση στις 5 του Γενάρη και σε
περίπτωση ανάγκης να αρχίσουν αγώνα για την ανατροπή της κυβέρνησης.
Εκλέχτηκε μια επαναστατική επιτροπή δράσης όπου πήραν μέρος ο Καρλ
Λίμπκνεχτ και ο Βίλχελμ Πικ. Το ίδιο βράδυ η ΚΕ του Κομμουνιστικού
Κόμματος αποφάσισε να υποστηρίξει τους επαναστάτες εκπροσώπους και να
πάρει μέρος στη διαδήλωση, αλλά έκρινε άκαιρη την εξέγερση για την
ανατροπή της κυβέρνησης, γιατί η χώρα δεν ήταν έτοιμη γι’ αυτό.
Στις 5 του Γενάρη έγινε μια μεγαλειώδης διαδήλωση. Η επαναστατική
επιτροπή, που μέλη της ήταν και εκπρόσωποι του Ανεξάρτητου
Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, κάλεσε τους εργάτες να αγωνιστούν για τη
διάλυση των σωμάτων των λευκοφρουρών, για τον οπλισμό του προλεταριάτου
και για την επαναφορά του Αϊχγκορν στη θέση του. Αλλά ταυτόχρονα ρίχτηκε
και ένα σύνθημα που γι’ αυτό οι εργάτες δεν ήταν προετοιμασμένοι. Η
επαναστατική επιτροπή κάλεσε τους διαδηλωτές να ανατρέψουν την κυβέρνηση
Εμπερτ – Σάιντεμαν και δήλωσε πως παίρνει την εξουσία στα χέρια της.
Την άλλη μέρα, στις 6 του Γενάρη, ξέσπασε στο Βερολίνο γενική
απεργία. Αυτή τη μέρα και τις επόμενες βγήκαν στους δρόμους 500 περίπου
χιλιάδες εργάτες. Στις 7-8 του Γενάρη οι εργάτες κυρίευσαν τους
σιδηροδρομικούς σταθμούς και τα γραφεία και τα τυπογραφεία της
εφημερίδας «Φόρβερτς», αλλά δεν ήξεραν τι άλλο να κάνουν. Οι ηγέτες των
ανεξάρτητων που λίγο πριν είχαν ζητήσει την ανατροπή της κυβέρνησης,
άρχισαν τώρα να διαπραγματεύονται μαζί της, δίνοντας έτσι στην
αντεπανάσταση τη δυνατότητα να κερδίσει χρόνο για να συγκεντρώσει
ένοπλες δυνάμεις. Υστερα από αυτό η ΚΕ του Κομμουνιστικού Κόμματος
αποφάσισε στις 8 του Γενάρη να ανακαλέσει τον Λίμπκνεχτ και τον Πικ από
την επαναστατική επιτροπή. Την ίδια μέρα το βράδυ, ύστερα από την
αποτυχία των συνομιλιών με τον Εμπερτ, οι ανεξάρτητοι που ανήκαν στην
επαναστατική επιτροπή ξανάρχισαν να καλούν τους εργάτες στα όπλα. Αλλά
δεν καταπιάνονταν να προετοιμαστούν πραγματικά για ένοπλη πάλη και
εξέγερση. Στο μεταξύ, το νεαρό Κομμουνιστικό Κόμμα δεν είχε ακόμη τη
δύναμη να τραβήξει μαζί του πλατιές λαϊκές μάζες. Συνολικά τα μέλη της
κομματικής οργάνωσης του Βερολίνου ήταν μόλις 300.
Τις μέρες αυτές τα μέλη της κυβέρνησης συσκέπτονταν συνεχώς με
εκπροσώπους της ηγεσίας του στρατού. Σε μια από τις συσκέψεις αυτές ο
Νόσκε ζήτησε να παρθούν γενναίες αποφάσεις. Κάποιος του φώναξε:
«Καταπιαστείτε λοιπόν μ’ αυτό το ζήτημα!». Και ο Νόσκε απάντησε: «Τι να
γίνει! Κάποιος ασφαλώς πρέπει να γίνει το αιμοβόρο σκυλί. Εγώ δε φοβάμαι
τις ευθύνες»… Το παρατσούκλι «αιμοβόρο σκυλί» χαρακτήρισε για πάντα τον
Νόσκε σαν δήμιο της γερμανικής επανάστασης.
Στις 11 του Γενάρη η κυβέρνηση είχε συγκεντρώσει στρατό και άρχισε να
εφαρμόζει σκληρά μέτρα. Εναντίον των εργατών και των στρατιωτών που
αμύνονταν στο μέγαρο της διεύθυνσης της αστυνομίας και στα γραφεία της
εφημερίδας «Φόρβερτς» χρησιμοποιήθηκαν τουφέκια και πυροβολικό. Οι
αιχμάλωτοι δέρνονταν άγρια και πολλοί τουφεκίζονταν επιτόπου. Οι
κομμουνιστές κηρύχτηκαν εκτός νόμου. Οι κύριες δυνάμεις των ένοπλων
τμημάτων των «εθελοντών» – η λευκή φρουρά του Νόσκε – εισβάλανε στις
εργατικές συνοικίες.
Οι σοσιαλδημοκράτες εδραιώνουν την αστική εξουσία
Στις 13 του Γενάρη η ηγεσία των ανεξάρτητων κήρυξε τη λήξη της
απεργίας.
Με απόφαση της ΚΕ του Κομμουνιστικού Κόμματος ο Καρλ Λίμπκνεχτ και η
Ρόζα Λούξεμπουργκ περνάνε στην παρανομία, αλλά εξακολουθούν να
διευθύνουν την εφημερίδα του κόμματος «Ρότε Φάνε». Η Ρ. Λούξεμπουργκ
γράφει το άρθρο «Τάξη επικρατεί στο Βερολίνο», όπου αποκαλύπτει για
ποιους λόγους νικήθηκε το προλεταριάτο του Βερολίνου. Τα χωριά, που
έδιναν ένα μεγάλο ποσοστό από τη μάζα των στρατιωτών, γράφει η
Λούξεμπουργκ, η επανάσταση δεν τα έθιξε σχεδόν καθόλου. Η πολιτική
ανωριμότητα της μάζας των στρατιωτών επέτρεπε στους αξιωματικούς να τους
χρησιμοποιούν για αντεπαναστατικούς σκοπούς. Πολλά επαναστατικά κέντρα
στις επαρχίες, π.χ., στην περιοχή του Ρήνου, στις παραθαλάσσιες πόλεις,
στο Μπρούνσβικ, στη Σαξονία, στη Βιρτεμβέργη, ήταν απόλυτα με το μέρος
του προλεταριάτου του Βερολίνου, αλλά τους έλειπε η ενότητα δράσης που
θα έδινε ασύγκριτα πιο μεγάλο αποτέλεσμα και δύναμη κρούσης στις
εξεγέρσεις των Βερολινέζων εργατών.
Ο Κ. Λίμπκνεχτ στο άρθρο του «Παραβλέποντας το καθετί», που γράφτηκε
στις 14 του Γενάρη, τόνιζε: «Ναι, οι επαναστάτες εργάτες του Βερολίνου
συντρίφτηκαν και οι Εμπερτ – Σάιντεμαν – Νόσκε νίκησαν. Αλλά υπάρχουν
ήττες που ισοδυναμούν με νίκες, και υπάρχουν νίκες που είναι πιο
μοιραίες από τις ήττες. Οι νικημένοι σήμερα εργάτες θα γίνουν αύριο
νικητές γιατί η ήττα έγινε γι’ αυτούς μάθημα».
Οι πράκτορες των στρατιωτικών της αντεπανάστασης κατόρθωσαν να
ανακαλύψουν το διαμέρισμα που κρύβονταν ο Καρλ Λίμπκνεχτ και η Ρόζα
Λούξεμπουργκ. Στις 15 του Γενάρη το βράδυ τους έπιασαν και τους πήγαν
στο επιτελείο της μεραρχίας Ιππικού της φρουράς. Και οι δύο αυτοί
θαυμάσιοι επαναστάτες δολοφονήθηκαν από αξιωματικούς. Οι δολοφόνοι
έστειλαν το σώμα του Κ. Λίμπκνεχτ στο νεκροτομείο σαν «πτώμα αγνώστου
ανδρός», ενώ το σώμα της Ρ. Λούξεμπουργκ το πέταξαν σε ένα κανάλι όπου
βρέθηκε μόλις στις 31 του Μάη του 1919.
Σε ολόκληρη τη Γερμανία ξεσηκώθηκε κύμα διαμαρτυρίας για τη δολοφονία
των δύο αυτών επιφανών κομμουνιστών ηγετών της γερμανικής εργατικής
τάξης. Οι κηδείες του Καρλ Λίμπκνεχτ (25 του Γενάρη 1919) και της Ρόζας
Λούξεμπουργκ (13 του Ιούνη 1919) μετατράπηκαν σε διαδηλώσεις, όπου πήραν
μέρος χιλιάδες εργαζόμενοι.
Η γερμανική αστική τάξη αφού συνέτριψε την επαναστατική
εμπροσθοφυλακή της εργατικής τάξης, πέτυχε το σκοπό της. Εξασφάλισε τη
νίκη στις εκλογές για Εθνοσυνέλευση. Οι εκλογές έγιναν σε συνθήκες
άγριας τρομοκρατίας. Ψήφισαν 30 εκατ. εκλογείς. Οι σοσιαλδημοκράτες
πήραν 11,5 εκατ. ψήφους και 165 έδρες και οι ανεξάρτητοι 2,3 εκατ.
ψήφους και 22 έδρες. Συνολικά τα δύο αυτά κόμματα συγκέντρωσαν τα 45,5%
των εδρών. Τα υπόλοιπα 54,5% των εδρών τα πήραν τα άλλα αστικά κόμματα.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν πήρε μέρος στις εκλογές. Ηταν ήδη εκτός
νόμου.
Η Εθνική (Συντακτική) Συνέλευση άρχισε τις εργασίες της στις 6 του
Φλεβάρη στη μικρή πόλη της Θουριγγίας Βαϊμάρη. Τη μέρα που άρχισαν οι
εργασίες της Συνέλευσης, το Κεντρικό Συμβούλιο των Σοβιέτ των εργατών
και των στρατιωτών αποφάσισε να της παραδώσει την εξουσία που την είχε
πάρει από το Παγγερμανικό Συνέδριο των Σοβιέτ των εργατών και
στρατιωτών. Ετσι εκπλήρωσε την αποστολή που του ανέθεσαν οι
σοσιαλδημοκράτες, να εδραιώσει την αστική εξουσία. Και αφού η αποστολή
του έληξε, οδηγήθηκε στην αυτοδιάλυση. Στις 11 του Φλεβάρη η
Εθνοσυνέλευση εξέλεξε τον Εμπερτ πρόεδρο της Δημοκρατίας και στις 13 του
Φλεβάρη ο Σάιντεμαν σχημάτισε κυβέρνηση συνασπισμού σοσιαλδημοκρατών με
τα αστικά κόμματα. Ετσι η σοσιαλδημοκρατία έπαιξε καλά το ρόλο της ως
σωτήρας του καπιταλισμού από την επανάσταση. Αυτό έκανε από τότε, αυτό
συνεχίζει και σήμερα.
Η δολοφονία της Ρ. Λούξεμπουργκ και του Κ. Λίμπκνεχτ ήταν ένα
τεράστιο πλήγμα, όχι μόνο για το γερμανικό, αλλά και για το παγκόσμιο
προλεταριάτο. Την πολιτική σημασία του γεγονότος την έδωσε με ακρίβεια ο
Λένιν στις 19 του Γενάρη του 1919, όταν, μιλώντας σε συγκέντρωση
διαμαρτυρίας, είπε μεταξύ άλλων («Απαντα», εκδόσεις ΣΕ, τόμος 37,
σελ. 434): «Σήμερα στο Βερολίνο η αστική τάξη και οι σοσιαλπροδότες
πανηγυρίζουν. Κατάφεραν να δολοφονήσουν τον Κ. Λίμπκνεχτ και την Ρ.
Λούξεμπουργκ. Ο Εμπερτ και ο Σάιντεμαν, που τέσσερα ολόκληρα χρόνια
έσπρωχναν τους εργάτες στο σφαγείο για ληστρικά συμφέροντα, ανέλαβαν
τώρα το ρόλο δημίων των προλεταριακών ηγετών. Το παράδειγμα της
επανάστασης στη Γερμανία μάς πείθει ότι η “δημοκρατία” δεν είναι παρά
ένα προκάλυμμα της αστικής καταλήστευσης και της πιο άγριας βίας». Για
το ίδιο θέμα, επίσης, ο Λένιν μίλησε το Μάρτη του ‘19 στο ιδρυτικό
συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, λέγοντας χαρακτηριστικά («Απαντα»,
εκδόσεις ΣΕ, τόμος 37, σελ. 497): «Η δολοφονία του Καρλ Λίμπκνεχτ
και της Ρόζας Λούξεμπουργκ αποτελεί γεγονός κοσμοϊστορικής σημασίας, όχι
μόνο γιατί βρήκαν τραγικό θάνατο οι καλύτεροι άνθρωποι και ηγέτες της
πραγματικά προλεταριακής, της Κομμουνιστικής Διεθνούς, αλλά και γιατί
αποκαλύφθηκε πέρα για πέρα η ταξική ουσία ενός κράτους προηγμένου σε
ευρωπαϊκή κλίμακα – μπορούμε να πούμε δίχως υπερβολή σε παγκόσμια
κλίμακα. Αν κάτω από μια κυβέρνηση σοσιαλπατριωτών οι αξιωματικοί και οι
καπιταλιστές μπόρεσαν να δολοφονήσουν ατιμώρητα κρατούμενους, δηλαδή
ανθρώπους που η κρατική εξουσία τούς είχε θέσει κάτω από τη φρούρησή
της, βγαίνει το συμπέρασμα πως η ρεπουμπλικανική δημοκρατία στην οποία
μπόρεσε να συμβεί ένα τέτοιο πράγμα δεν είναι παρά δικτατορία της
αστικής τάξης».....''
2 σχόλια:
Πάντως για τη μεθοδολογία του κ. Γκίκα που αναπαράγει συστηματικά ο κ. Erodotos μπορείτε να ενημερωθείτε από ένα πολύ καλό κείμενο:
"Ένας Ρώσος Λιακόπουλος, πηγή των σταλινικών για το Κατίν",
http://allotriosi.wordpress.com/2009/02/05/mukhin/
Δεν μπορώ να καταλάβω τι σχέση έχει ο Γκίκας ή το Κατίν με την ανάρτησή μου για την Γερμανική Επανάσταση!!!
Αυτό είναι εμπάθεια φίλτατε, λυπούμαι πολύ...
Όσο για τη "μεθοδολογία" που λες (όχι εσύ προσωπικά, όλοι όσοι κάνουν την ίδια κριτική), καλύτερα θα ήταν, αντί να λές ότι η μία πηγή δε σου κάνει γιατί είναι σταλινική, η άλλη δε σου κάνει γιατί είναι αστική (χωρίς όμως να αγγίζεις το περιεχόμενο της πληροφορίας που μεταφέρεται), να επιχειρηματολογείς ιστορικά, με επιχειρήματα, με αρχεία και κυρίως επί της ουσίας. Το θέμα είναι εδώ, ότι κανείς δε νοιάζεται ουσιαστικά για το έγκλημα, για την αλήθεια. Το όλο ζήτημα αντιμετωπίζεται ως μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία να "αποδείξουμε" ότι η ΕΣΣΔ ήταν ένα δολοφονικό, αιμοσταγές, τυρρανικό και δε ξέρω γω τι άλλο καθεστώς. Αυτό όμως δεν είναι ιστορία.
Κανείς λοιπόν μέχρι τώρα -απ' όσο μπορώ να έχω υπόψην μου- δεν έχει προσφέρει έναν σοβαρό αντίλογο στο άρθρο του Γκίκα. Ορισμένοι έχουν μάλιστα φτάσει στο σημείο να ισχυρίζονται ότι δεν μπορεί να το είχαν κάνει οι Ναζί, γιατί οι φασίστες δεν διέπρατταν μαζικά εγκλήματα πριν το 1943! Έλεος. Και μετά αναρωτιώμαστε γιατί αναβιώνει ο φασισμός, ενώ ταυτόχρονα διώκεται ο κομμουνισμός και οι αντιφασίστες στην ανατολική ευρώπη!! Έλα ντε, γιατί;
Δημοσίευση σχολίου