Αναγνώστες

Τετάρτη 5 Μαΐου 2010

Georg Simmel, Ο ΦΤΩΧΟΣ I (σε συνεχειες )

Georg Simmel,
“The Poor”
στο: Donald N. Levine (Ed.): Georg Simmel on Individuality and Social Forms (Heritage of Sociology Series)
(The University of Chicago Press, Chicago)
http://www.press.uchicago.edu/presssite/metadata.epl?mode=toc&bookkey=69791




Simmel, Georg
Ο ΦΤΩΧΟΣ

Μεταφραση    αποσπασματος


ΕΛΕΝΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ

Ι
Στο βαθμό που ο άνθρωπος είναι ένα κοινωνικό ον, σε κάθε μία από τις υποχρεώσεις του αντιστοιχεί και ένα δικαίωμα από την πλευρά των άλλων. Ίσως μία ακόμη βαθύτερη ιδέα θα ήταν η σκέψη ότι αρχικά υπήρχαν μόνο δικαιώματα. Ότι κάθε άτομο έχει απαιτήσεις οι οποίες έχουν έναν γενικό ανθρώπινο χαρακτήρα και συνιστούν το αποτέλεσμα της ιδιαίτερης κατάστασής του, και οι οποίες στη συνέχεια καταλήγουν να γίνονται υποχρέωση των άλλων.




 Αλλά από τη στιγμή που κάθε άτομο με υποχρεώσεις έχει επίσης, κατά τον έναν ή τον άλλο τρόπο, και δικαιώματα, είναι επόμενο ότι διαμορφώνεται ένα δίκτυο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, όπου το δικαίωμα είναι πάντοτε το κυρίαρχο στοιχείο το οποίο και καθορίζει την έμφαση ενώ η υποχρέωση δεν είναι τίποτα περισσότερο από μία αντιστοιχία στο δικαίωμα στα πλαίσια της ίδιας δράσης και, αληθινά, μία αναπόφευκτη αντιστοιχία….
Εδώ γίνεται φανερή μία θεμελιώδης αντίθεση ανάμεσα σε κοινωνιολογικού και ηθικού χαρακτήρα κατηγορίες. Στο βαθμό που όλες οι επιχορηγητικές σχέσεις απορρέουν από κάποιο δικαίωμα – με την ευρύτατη σημασία αυτής της έννοιας η οποία περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων στοιχείων, και το νομικό δικαίωμα – η σχέση του ανθρώπου με τον άνθρωπο έχει διεισδύσει πλήρως στις ηθικές αξίες του ατόμου και έχει καθορίσει την πορεία του. 

Ωστόσο, σε αντίθεση με τον αναμφίβολο ιδεαλισμό αυτής της άποψης, υπάρχει και η όχι λιγότερο βαθιά ριζωμένη απόρριψη της γένεσης οποιουδήποτε καθήκοντος μεταξύ ατόμων. Τα καθήκοντά μας (σύμφωνα με αυτήν την άποψη) θεωρούνται ότι είναι καθήκοντα μόνο προς τους εαυτούς μας και δεν υπάρχουν άλλοι. Το περιεχόμενο αυτών των καθηκόντων μπορεί να αφορά τη συμπεριφορά προς τους άλλους ανθρώπους, όμως η μορφή που έχουν και τα κίνητρα που υπαγορεύουν τον χαρακτήρα τους ως καθήκοντα δεν προέρχονται από άλλους αλλά, αντίθετα, αναπτύσσονται με πλήρη αυτονομία από τον ίδιο τον εαυτό του κάθε ατόμου και από τις εντελώς εσωτερικές απαιτήσεις αυτού του εαυτού, ο οποίος είναι ανεξάρτητος από οτιδήποτε βρίσκεται έξω από αυτόν. 

Είναι μόνο στην περίπτωση του δικαιώματος που ο άλλος αποτελεί την αφετηρία (terminus a quo) των κινήτρων για τις ηθικές μας πράξεις, αλλά για την ηθική αυτήν καθεαυτή ο άλλος δεν είναι παρά μόνο το τελικό σημείο (terminus ad quem). Σε τελευταία ανάλυση, εμείς οι ίδιοι είμαστε οι μόνοι υπεύθυνοι για την ηθική των πράξεών μας. Είμαστε υπεύθυνοι γι’ αυτές μόνο όσον αφορά τον καλύτερο εαυτό μας, την αυτο-εκτίμησή μας, ή όπως αλλιώς θέλουμε να ονομάσουμε αυτό το αινιγματικό εστιακό σημείο που η ψυχή εντοπίζει μέσα της σαν τον τελικό κριτή που αποφασίζει ελεύθερα για τον βαθμό στον οποίο τα δικαιώματα των άλλων συνιστούν υποχρεώσεις.
Αυτός ο θεμελιώδης δυϊσμός που υπάρχει στα βασικά συναισθήματα που κυβερνούν την πορεία της ηθικής μας δράσης βρίσκει την παραδειγματική του έκφραση ή τον εμπειρικό συμβολισμό του μέσα σε μία ποικιλία ιδεών που υπάρχουν σε σχέση με την αρωγή προς τους φτωχούς. 


Οι υποχρεώσεις που έχουμε προς τους φτωχούς είναι δυνατόν να εμφανίζονται σαν να συνιστούν μία απλή αντιστοιχία των δικαιωμάτων των φτωχών. 
Ειδικά σε χώρες όπου η επαιτεία αποτελεί ένα κανονικό επάγγελμα, ο επαίτης πιστεύει κάπως αφελώς ότι έχει κάποιο δικαίωμα στις ελεημοσύνες και συχνά θεωρεί ότι το να του τις αρνηθούν σημαίνει ότι του παρακρατούν κάποιον φόρο τιμής τον οποίο δικαιούται. 
Ένα άλλο και εντελώς διαφορετικό χαρακτηριστικό – μέσα στην ίδια κατηγορία – υπαινίσσεται την ιδέα ότι το δικαίωμα σε βοήθεια βασίζεται στους δεσμούς που συνδέουν το άτομο που βρίσκεται σε κατάσταση ανάγκης με την ομάδα. 
Μία άποψη σύμφωνα με την οποία αυτό το άτομο είναι απλά παράγωγο του κοινωνικού του περιβάλλοντος του δίνει το δικαίωμα να ζητά από την ομάδα αποζημίωση για κάθε κατάσταση ανάγκης και για κάθε απώλεια. 
 Αλλά ακόμη και όταν μία τόσο ακραία κατάργηση της ατομικής ευθύνης δεν είναι αποδεκτή, θα μπορούσε κανείς να τονίσει ότι τα δικαιώματα αυτών που βρίσκονται σε ένδεια συνιστούν, από μία κοινωνική σκοπιά, τη βάση για κάθε είδος αρωγής προς τους φτωχούς. 

Και αυτό επειδή είναι μόνον όταν υποθέσουμε την ύπαρξη τέτοιων δικαιωμάτων - τουλάχιστον υπό τη μορφή μιας κοινωνικο-νομικής μυθοπλασίας - που φαίνεται να είναι πράγματι δυνατή η περιφρούρηση της δημόσιας αρωγής από την αυθαιρεσία και από την εξάρτησή της από κάποια τυχαία οικονομική κατάσταση ή από άλλους αβέβαιους παράγοντες. 
Παντού, η δυνατότητα πρόβλεψης των λειτουργιών βελτιώνεται κάθε φορά που στον συσχετισμό μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που αυτά συνεπάγονται είναι το δικαίωμα αυτό που συνιστά το μεθοδολογικό σημείο εκκίνησης, και αυτό επειδή ο άνθρωπος εν γένει είναι πιο εύκολα διατεθειμένος να διεκδικήσει ένα δικαίωμα παρά να εκπληρώσει μία υποχρέωση.
Σε αυτό θα μπορούσε να προστεθεί και το ανθρωπιστικού χαρακτήρα κίνητρο του να διευκολύνουμε τον φτωχό άνθρωπο να ζητήσει και να δεχθεί βοήθεια, όταν κάνοντας κάτι τέτοιο αυτός δεν κάνει τίποτε άλλο από το να ασκεί το θεμιτό του δικαίωμα. 
 Αυτός μπορεί να υπερνικήσει την ταπείνωση, τη ντροπή, και τον υποβιβασμό σε χαμηλότερη βαθμίδα που συνεπάγεται η ελεημοσύνη, στο βαθμό που αυτή δεν του εκχωρείται μέσα από συμπόνια ή από μία αίσθηση καθήκοντος ή κοινωφελούς έργου αλλά επειδή αυτός έχει το δικαίωμα να την αξιώσει. Εφόσον βέβαια αυτό το δικαίωμα έχει όρια, τα οποία και θα πρέπει να καθορίζονται στα πλαίσια της κάθε ξεχωριστής ατομικής περίπτωσης, το δικαίωμα σε βοήθεια δεν πρόκειται να μεταβάλει αυτά τα κίνητρα ως προς την υλική και ποσοτική τους πλευρά σε σχέση με άλλα κίνητρα. 

Όταν η ζήτηση βοήθειας γίνεται δικαίωμα, τότε προσδιορίζεται πλέον το βαθύτερο νόημά της και αυτή ανάγεται στο επίπεδο μιας θεμελιώδους άποψης όσον αφορά τη σχέση του ατόμου με άλλα άτομα και τη σχέση του ατόμου με την ολότητα.


Το δικαίωμα στη λήψη βοήθειας ανήκει στην ίδια κατηγορία με το δικαίωμα στη ζωή και το δικαίωμα στην εργασία.  

Είναι βέβαια αλήθεια ότι σε αυτήν την περίπτωση η αβεβαιότητα όσον αφορά τα ποσοτικά όρια, η οποία χαρακτηρίζει τόσο το συγκεκριμένο δικαίωμα όσο και άλλες μορφές “ανθρωπίνων δικαιωμάτων”, αγγίζει τον μέγιστο δυνατό βαθμό, ιδιαίτερα όταν αυτή η βοήθεια παρέχεται σε μετρητά. 

Αυτό είναι έτσι επειδή ο καθαρά ποσοτικός και σχετικός χαρακτήρας των χρημάτων κάνει πολύ πιο δύσκολο τον αντικειμενικό καθορισμό του ορίου των αιτημάτων από ότι στην περίπτωση που η βοήθεια παρέχεται σε είδος – με εξαίρεση τις περίπλοκες και εξαιρετικά εξειδικευμένες περιπτώσεις όπου το άτομο που βρίσκεται σε ένδεια είναι δυνατόν να χρησιμοποιήσει με πολύ πιο χρήσιμο και αποδοτικό τρόπο τα χρήματα από ότι τη βοήθεια σε είδος, με τον χαρακτήρα της πρόνοιας που έχει αυτή.
Επίσης ασαφές είναι και το ποιοι θα είναι εκείνοι προς τους οποίους θα πρέπει να αποταθούν οι φτωχοί για τα δικαιώματά τους, ενώ το θέμα της επίλυσης αυτού του ζητήματος αποκαλύπτει πολύ βαθιές κοινωνιολογικές διαφορές. 
Ο φτωχός άνθρωπος που αντιλαμβάνεται την κατάστασή του σαν μια αδικία του κοσμικού συστήματος και που ζητά, κατά κάποιον τρόπο, επανόρθωση από όλη την πλάση είναι εύκολο να θεωρήσει οποιοδήποτε άλλο άτομο οι συνθήκες του οποίου είναι καλύτερες από τις δικές του σαν υπόχρεο να δεχθεί από κοινού με άλλους τις αξιώσεις που εκφράζει αυτός έναντι της κοινωνίας. 

Αυτό οδηγεί σε μία κλίμακα που εκτείνεται από τον εγκληματικά συμπεριφερόμενο προλετάριο ο οποίος βλέπει σε οποιοδήποτε καλοντυμένο άτομο και έναν εχθρό, έναν εκπρόσωπο της τάξης των “εκμεταλλευτών” που επιτρέπεται να ληστευθεί χωρίς αυτό να συνεπάγεται συνειδησιακές τύψεις, μέχρι τον ταπεινό επαίτη ο οποίας ζητά ελεημοσύνη “για την αγάπη του Θεού,” σαν να είχε το κάθε άτομο την υποχρέωση να συμπληρώσει τα κενά που υπάρχουν στον κόσμο, κάτι που ο Θεός επιθυμούσε να γίνει αλλά δεν το έχει υλοποιήσει πλήρως. 

Σε αυτήν την περίπτωση, ο φτωχός άνθρωπος απευθύνει τα αιτήματά του προς το άτομο: ωστόσο, όχι προς ένα συγκεκριμένο άτομο αλλά στο άτομο όπως ορίζεται αυτό με βάση την αλληλεγγύη του ανθρώπινου γένους.

Πέρα από αυτόν τον συσχετισμό, ο οποίος επιτρέπει σε οποιοδήποτε ξεχωριστό άτομο να εμφανίζεται σαν εκπρόσωπος της ολότητας της ύπαρξης όσον αφορά τις διεκδικήσεις που απευθύνονται προς αυτήν την ολότητα, υπάρχει επίσης και μία πολλαπλότητα ειδικών συλλογικών οργανώσεων προς τις οποίες κατευθύνονται τα αιτήματα των φτωχών. 

Το Κράτος, οι δημοτικές αρχές, η ενορία, μία επαγγελματική ένωση, ένας κύκλος φίλων, η οικογένεια είναι δυνατόν να συντηρούν, σαν συνολικές οντότητες, μία ποικιλία σχέσεων με τα μέλη τους. 

Η κάθε μία όμως από αυτές τις σχέσεις μοιάζει να εμπεριέχει ένα στοιχείο το οποίο εκδηλώνεται σαν ένα δικαίωμα για βοήθεια σε περίπτωση πτώχευσης του ατόμου. 

Αυτό το χαρακτηριστικό είναι το στοιχείο που μοιράζονται από κοινού αυτού του είδους οι κοινωνιολογικές σχέσεις, αν και από άλλες απόψεις αυτές οι σχέσεις είναι ιδιαζόντως ετερογενείς σε χαρακτήρα. Τα δικαιώματα των φτωχών που αναπτύσσονται πάνω στη βάση τέτοιων δεσμών είναι με αξιοπερίεργο τρόπο μεικτά σε χαρακτήρα κάτω από πρωτόγονες συνθήκες, εκεί δηλαδή όπου το άτομο βρίσκεται κάτω από την κυριαρχία των εθίμων της φυλής και των θρησκευτικών υποχρεώσεων, που όλα μαζί συνιστούν μία αδιαφοροποίητη ενότητα. 
Μεταξύ των αρχαίων Σημιτών, το δικαίωμα του φτωχού να συμμετάσχει σε ένα γεύμα δεν συνδέεται με την έννοια της προσωπικής γενναιοδωρίας αλλά μάλλον με αυτήν του κοινωνικού δεσμού και με κάποιο θρησκευτικό έθιμο.

Εκεί όπου η αρωγή στους φτωχούς έχει τον δικό της λόγο ύπαρξης (raison d’etre) μέσα στα πλαίσια ενός οργανικού δεσμού διαφόρων στοιχείων, τα δικαιώματα των φτωχών τονίζονται με ιδιαίτερη έμφαση, άσχετα με το αν η θρησκευτικού χαρακτήρα προϋποθετική βάση τους πηγάζει μέσα από μία μεταφυσική σύμπνοια ή αν η οικογενειακού ή φυλετικού χαρακτήρα βάση τους πηγάζει μέσα από μία βιολογική σύμπνοια. 

Θα δούμε, σε αντίθεση, ότι όταν η αρωγή προς τους φτωχούς είναι κάτι που προκύπτει τελεολογικά μέσα από κάποιον στόχο που ελπίζει κανείς να επιδιώξει κατ’ αυτόν τον τρόπο παρά μέσα από την αιτιολογική βάση μιας αληθινής και αποτελεσματικής ενότητας μεταξύ όλων των μελών της ομάδας, τότε τα δικαιώματα των φτωχών συρρικνώνονται σε επίπεδο ανυπαρξίας.


Στις περιπτώσεις που εξετάσαμε μέχρι εδώ, το δικαίωμα και η υποχρέωση φάνηκαν να είναι δύο όψεις μιας απόλυτης σχέσης. Εν τούτοις, όταν το σημείο εκκίνησης είναι αυτό της υποχρέωσης του δότη παρά εκείνο του δικαιώματος του λήπτη, τότε εμφανίζονται μπροστά μας κάποιες εντελώς καινούριες μορφές.


Στην ακραία περίπτωση, οι φτωχοί εξαφανίζονται τελείως σαν έννομα υποκείμενα και κεντρικά σημεία εστίασης των εμπλεκομένων συμφερόντων. Τότε, το κίνητρο για ελεημοσύνες βρίσκεται αποκλειστικά στη σπουδαιότητα που έχει η προσφορά για τον δότη. 

Όταν ο Ιησούς είπε στον πλούσιο άνδρα: “Δώσε τα πλούτη σου στους φτωχούς”, αυτό που προφανώς είχε σημασία για εκείνον δεν ήταν οι φτωχοί αλλά μάλλον η ψυχή του πλούσιου άνδρα για τη σωτηρία του οποίου αυτή η θυσία ήταν απλά ένα μέσο ή ένα σύμβολο. 

Αργότερα, οι Χριστιανικές ελεημοσύνες διατήρησαν τον ίδιο χαρακτήρα: αυτές δεν αντιπροσωπεύουν τίποτα περισσότερο από μία μορφή ασκητισμού, ένα είδος “καλών έργων” που βελτιώνουν τις πιθανότητες για τη σωτηρία του δότη. 

Η αύξηση της επαιτείας κατά τον Μεσαίωνα, το ακαταλόγιστο μοίρασμα ελεημοσύνης, η ηθική εξαθλίωση του προλεταριάτου μέσα από αυθαίρετες δωρεές οι οποίες έχουν την τάση να υπονομεύουν κάθε δημιουργική εργασία, όλα αυτά τα φαινόμενα συνιστούν την εκδίκηση, για να το πούμε έτσι, που παίρνουν οι ελεημοσύνες για το καθαρά υποκειμενικό κίνητρο των εκχωρήσεών τους – ένα κίνητρο που αφορά μόνο τον δότη και όχι τον λήπτη.
ΙΙ
Μόλις η ευημερία της κοινωνίας κάνει αναγκαία την αρωγή προς τους φτωχούς, το κίνητρο παύει να έχει σαν σημείο εστίασής του τον δότη, χωρίς ωστόσο να στραφεί γι’ αυτόν το λόγο προς τον λήπτη. 

Τότε, η αρωγή προς τους φτωχούς προσφέρεται οικειοθελώς ή επιβάλλεται δια νόμου έτσι ώστε να μην επιτραπεί στους φτωχούς να γίνουν ενεργοί και επικίνδυνοι εχθροί της κοινωνίας, έτσι ώστε να γίνει πιο παραγωγική η περιορισμένη τους ενέργεια, και έτσι ώστε να εμποδιστεί ο εκφυλισμός των απογόνων τους. 
Σε αυτήν την περίπτωση, τόσο ο ίδιος ο φτωχός άνθρωπος σαν πρόσωπο όσο και ο τρόπος με τον οποίο αυτός αντιλαμβάνεται στη σκέψη του την κατάστασή του αντιμετωπίζονται αυτά καθεαυτά με την ίδια αδιαφορία που ισχύει για την περίπτωση του δότη που παρέχει ελεημοσύνη για τη σωτηρία της ψυχής του. 

Εδώ, ο υποκειμενικός εγωισμός του τελευταίου υπερνικάται όχι προς όφελος του φτωχού αλλά χάριν της κοινωνίας

Το γεγονός ότι οι φτωχοί λαμβάνουν ελεημοσύνη δεν είναι αυτό καθαυτό ένας στόχος αλλά απλά το μέσο για την επίτευξη κάποιου σκοπού, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση του ανθρώπου που δίνει ελεημοσύνη χάριν της σωτηρίας της ψυχής του. 

Η υπερίσχυση της κοινωνικής σκοπιάς όσον αφορά την ελεημοσύνη φαίνεται στο γεγονός ότι μπορεί να υπάρξει και άρνηση της παροχής μέσα από την ίδια κοινωνική σκοπιά, και αυτό είναι κάτι που συμβαίνει συχνά στις περιπτώσεις εκείνες όπου είτε η προσωπική ευσπλαχνία είτε το δυσάρεστο συναίσθημα που προκαλεί η άρνηση θα μας ωθούσαν έντονα στο να προσφέρουμε.


Σαν ένας δημόσιος θεσμός λοιπόν, η αρωγή προς τους φτωχούς έχει έναν μοναδικό κοινωνιολογικό χαρακτήρα.

Αυτή είναι απόλυτα προσωπικής φύσης. Δεν κάνει τίποτα άλλο από το να ανακουφίζει ατομικές ανάγκες. Από αυτήν την άποψη διαφέρει από άλλους θεσμούς που έχουν σαν επιδίωξή τους την κοινωνική ευημερία και ασφάλεια.  
Τέτοιου είδους θεσμοί επιχειρούν να καλύψουν τις ανάγκες όλων των πολιτών. Σαν βασική αρχή, ο στρατός και η αστυνομία, τα σχολεία και τα δημόσια έργα, η διαχείριση της δικαιοσύνης και η Εκκλησία, η λαϊκή εκπροσώπηση και η ενασχόληση με την επιστήμη δεν απευθύνονται στους ανθρώπους λαμβάνοντάς τους υπόψη σαν διαφοροποιημένα άτομα αλλά μάλλον στην ολότητα που συνθέτουν αυτά τα άτομα. 

Η ενότητα των πολλών ή όλων είναι αυτό στο οποίο σκοπεύουν αυτοί οι θεσμοί. Η αρωγή προς τον φτωχό, από την άλλη πλευρά, έχει σαν επίκεντρο της συγκεκριμένης δραστηριότητας που αυτή συνεπάγεται το άτομο και την κατάσταση στην οποία βρίσκεται αυτό. Και πράγματι, στην αφηρημένη σύγχρονη μορφή της κοινωνικής πρόνοιας, αυτό το άτομο συνιστά μεν την τελική ενέργεια αλλά σε καμία περίπτωση τον τελικό σκοπό, ο οποίος είναι αποκλειστικά και μόνο η προστασία και η περαιτέρω ανάπτυξη της κοινότητας.


Οι φτωχοί δεν μπορούν καν να θεωρηθούν ότι είναι ένα μέσο για την επίτευξη αυτού του σκοπού – πράγμα που θα βελτίωνε την κατάστασή τους – επειδή η κοινωνική δράση δεν αξιοποιεί τους ίδιους τους φτωχούς παρά μόνο κάποια αντικειμενικά υλικά και διοικητικά μέσα που στοχεύουν στην καταστολή των κινδύνων και των απωλειών που συνεπάγονται οι φτωχοί όσον αφορά το κοινό καλό. Αυτή η καθιερωμένη κατάσταση δεν ισχύει μόνο για το σύνολο μιας συλλογικότητας αλλά και για μικρότερους κύκλους επίσης. Ακόμη και μέσα στην οικογένεια γίνονται διάφορες ενέργειες παροχής βοήθειας όχι προς όφελος αυτού του ίδιου του λήπτη αλλά για να μην αναγκαστεί η οικογένεια να αισθανθεί ντροπή και να χάσει το καλό της όνομα εξαιτίας της ανέχειας ενός από τα μέλη της. Η βοήθεια που παρέχουν τα Αγγλικά εργατικά σωματεία στα άνεργα μέλη τους δεν σκοπεύει τόσο στην ανακούφιση της προσωπικής κατάστασης του λήπτη όσο στο να εμποδίσει την πιθανότητα που υπάρχει για τον άνεργο, τον εξωθούμενο από ανάγκη, να εργασθεί με φθηνότερη αμοιβή, πράγμα που θα μπορούσε να οδηγήσει σε χαμηλότερα ημερομίσθια για το σύνολο της συντεχνίας.


Αν λάβουμε υπόψη μας αυτή τη σημασία της βοήθειας προς τους φτωχούς, τότε γίνεται φανερό ότι η πρακτική του να αφαιρείται κάτι από τα υπάρχοντα του πλούσιου για να δοθεί στον φτωχό δεν στοχεύει στην εξίσωση των ατομικών τους θέσεων και δεν αποβλέπει, ούτε καν όσον αφορά τον αρχικό της προσανατολισμό, στην εξαφάνιση της κοινωνικής διαφοράς μεταξύ του φτωχού και του πλούσιου. Αντίθετα, το φαινόμενο της αρωγής έχει σαν βάση του αυτήν την ίδια τη δομή της κοινωνίας, όποια και αν είναι αυτή.

Αυτό έρχεται σε φανερή αντίθεση με όλες τις σοσιαλιστικές ή κομμουνιστικές φιλοδοξίες περί κατάργησης αυτής της δομής. Ο τελικός σκοπός της βοήθειας είναι ακριβώς το να κατευνάσει ορισμένες ακραίες εκφάνσεις της κοινωνικής διαφοροποίησης έτσι ώστε η κοινωνική δομή να συνεχίσει να βασίζεται πάνω σε αυτήν τη διαφοροποίηση. Αν ήταν η βοήθεια να έχει σαν βάση της τα συμφέροντα του φτωχού ανθρώπου, τότε δεν θα υπήρχε, ως αρχή, κανένα απολύτως όριο για τη μεταβίβαση περιουσίας προς όφελος των φτωχών, μία μεταβίβαση που θα οδηγούσε στην ισότητα μεταξύ όλων. Αλλά εφόσον το σημείο εστίασης είναι το κοινωνικό σύνολο – ο πολιτικός, οικογενειακός, ή οποιοσδήποτε άλλος κοινωνιολογικά οριζόμενος κύκλος – δεν υπάρχει κανένας λόγος να βοηθηθεί το άτομο περισσότερο από όσο είναι αναγκαίο για τη διατήρηση του κοινωνικού status quo.
Όταν επικρατεί αυτή η καθαρά κοινωνική και συγκεντρωτική τελεολογία, τότε το ζήτημα της αρωγής των φτωχών προσφέρει ίσως τη μεγαλύτερη δυνατή κοινωνιολογική ένταση μεταξύ των άμεσων και των έμμεσων στόχων μιας πράξης.

Η ανακούφιση μιας προσωπικής ανάγκης είναι από συναισθηματική άποψη ένας τόσο απόλυτος αυτοσκοπός που το να στερούμε από αυτήν την πράξη την θεμελιώδη πρόθεσή της και να την μετατρέπουμε απλώς σε μία τεχνική για την επίτευξη των υπερ-υποκειμενικών στόχων μιας κοινωνικής ομάδας συνιστά έναν σημαντικό θρίαμβο από την πλευρά αυτής της ομάδας. 


ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Τα url του θείου Ισιδώρα