Αναγνώστες

Τετάρτη 5 Αυγούστου 2009

Phyllis Deane:Οι Καταβολές της συγχρονης οικονομικής επιστημης



Phyllis Deane
ΟΙ ΚΑΤΑΒΟΛΕΣ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ
ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ
(ORIGINS OF MODERN ECONOMICS)
Στο Phyllis Deane, The Evolution of Economic Ideas, Cambridge University Press, Cambridge, 1978
http://www.google.com/books?hl=el&lr=&id=fO5JuDbw4n0C&oi=fnd&pg=PP11&dq=Deane,+Phyllis&ots=QlaphssViK&sig=kp86cQo4ltyYrMNMNm3ufRuOkb4#v=onepage&q=&f=false
Μεταφραση : ΕΛΕΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ


Ιδέες γύρω από την οικονομία – οικονομικές έννοιες και θεωρίες που μπορεί να φαντάζουν οικείες στους μελετητές εκπαιδευτικών εγχειριδίων του εικοστού αιώνα – αναπτύχθηκαν ίσως πολύ καιρό πριν από την εποχή που μας επιτρέπουν να γνωρίζουμε οι γραπτές μαρτυρίες που έχουν διασωθεί. Ο Schumpeter, για παράδειγμα, αναφέρεται στους Kung Fu Tse (δηλαδή στον Κομφούκιο 551-478 Π.Χ.) και Meng Tzu (372-288 Π.Χ.) ‘από τα έργα των οποίων είναι δυνατόν να συνθέσουμε ένα περιεκτικό σύστημα οικονομικής πολιτικής’ και οι οποίοι χρησιμοποιούσαν ‘μεθόδους νομισματικής διαχείρισης και ελέγχου των συναλλαγών που δίνουν την εντύπωση ότι προϋπέθεταν κάποιον βαθμό ανάλυσης’.1 Οι κλασσικές ιστορίες της οικονομικής σκέψης αρχίζουν συνήθως με αναφορές στον Πλάτωνα και στον Αριστοτέλη (και μερικές φορές επίσης στην Παλαιά Διαθήκη) πριν εξαπολυθούν σε μία συζήτηση των θεωριών της δίκαιης τιμής: και έχει γίνει τυπικό να χωρίζεται η ιστορία της δυτικής οικονομικής σκέψης σε τέσσερις χαρακτηριστικές εποχές
Κλασσική Ελληνική: οι ιδέες αυτής της περιόδου έχουν φθάσει σε εμάς ενσωματωμένες στην πολιτική φιλοσοφία που εστιάζεται πάνω στα ηθικού χαρακτήρα προβλήματα της βασισμένης σε σκλάβους αριστοκρατικής πόλης-κράτους.
Σχολαστική (Τυπολατρική) Μεσαιωνική: σ’ αυτήν την περίοδο η μάθηση αποτελούσε μονοπώλιο του κλήρου και οι μεσαιωνικές οικονομικές ιδέες εντοπίζονται κατά κύριο λόγο σε πραγματείες όπου το κεντρικό ενδιαφέρον ήταν ηθικού και όχι πολιτικού χαρακτήρα, και όπου τα αποθησαυριστικά κίνητρα θεωρούνταν εκ φύσεως ανυπόληπτα. Οι συζητήσεις των οπαδών του σχολαστικισμού γύρω από την πρακτική της τοκογλυφίας, για παράδειγμα, ή γύρω από τη δίκαιη τιμή, στόχευαν συχνά στην παραγωγή γενικών ηθικών αρχών γύρω από την ατομική οικονομική συμπεριφορά που θα ήταν κατάλληλη στο πλαίσιο μιας οικονομίας της αγοράς, παρά στην εξήγηση του τρόπου με τον οποίο λειτουργούσε στην πράξη η οικονομία της ανταλλαγής, ή του τρόπου με τον οποίο όφειλε αυτή να λειτουργεί.
Μερκαντιλιστική: αυτή ήταν η εποχή που τα οικονομικά προβλήματα εμπόλεμων εθνικιστικών-μοναρχικών κρατών και η ανάπτυξη του καπιταλιστικού εμπορίου προκάλεσαν μία συνεχή ροή πολιτικών φυλλαδίων, σημείο εστίασης των οποίων αποτελούσαν οι τρόποι αύξησης του εθνικού πλούτου και της εθνικής ισχύος μέσω της ρύθμισης του εμπορίου.
Νεωτερική: στον δέκατο όγδοο αιώνα, ξεκινώντας από τους Γάλλους φυσιοκράτες (που αποκαλούσαν τους εαυτούς τους economistes) και από τον Adam Smith, εντοπίζουμε τις απαρχές μιας συστηματικής μελέτης των οικονομικών ζητημάτων με τη μορφή ενός ξεχωριστού κλάδου, μιας εξειδικευμένης τεχνικής της ανάλυσης, μιας επιστήμης ή περίπου επιστήμης.
Οι οικονομικές ιδέες που είδαν το φως στις δύο πρώτες από αυτές τις περιόδους έχουν κυρίως ιστορικό ή αρχαιοσυλλεκτικό ενδιαφέρον. Για τους Έλληνες φιλοσόφους και τους σχολαστικιστές του μεσαίωνα η μελέτη των οικονομικών άγγιζε μόνο την περίμετρο των πολιτικών ή θεολογικών ενδιαφερόντων τους, και η προσέγγισή τους δεν είχε σχεδόν τίποτα κοινό με τη σύγχρονη οικονομική σκέψη. Είναι δύσκολο να φανταστούμε κάποιον σύγχρονο θεωρητικό της οικονομίας να αντλεί οποιοδήποτε άμεσο ερέθισμα ή έμπνευση από τις αναλυτικές τεχνικές τους ή από τα συμπεράσματά τους γύρω από την οικονομική πολιτική. Με τους μερκαντιλιστές ωστόσο, και ιδιαίτερα με τις μεταγενέστερες γενεές των μερκαντιλιστών, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Οι οικονομολόγοι του εικοστού αιώνα δεν διστάζουν να αναγνωρίσουν ένα πνευματικό χρέος προς αυτούς. Είναι ίσως πιθανό ότι οι σημερινοί θεωρητικοί διαστρεβλώνουν τη συνολική πορεία της σκέψης των προκατόχων τους όταν αναδιατυπώνουν με σύγχρονους όρους προβλήματα, έννοιες και αναλύσεις του χθες, αλλά είναι εξίσου πιθανό ότι αυτοί αποσαφηνίζουν τις ιδέες που είχαν εκείνοι και κάνοντάς το αυτό οξύνουν και τα μηνύματά τους. Όταν κοιτάζουμε προς τα πίσω μ’ αυτόν τον τρόπο, δεν είναι δύσκολο να δεχθούμε τον Sir William Pety, για παράδειγμα, σαν έναν οικονομολόγο με την σύγχρονη ιδιωματική σημασία του όρου, ή να συνδέσουμε άμεσα κάποιες από τις θεωρίες και τις έννοιες των σημερινών οικονομικών εγχειριδίων με τα γραπτά των μερκαντιλιστών του τέλους του δέκατου έβδομου και του δέκατου όγδοου αιώνα.
Υπήρχαν δύο κύριοι παράγοντες που ωθούσαν τους μορφωμένους άνδρες να αναπτύξουν ένα ζωηρό ενδιαφέρον για τα προβλήματα της μακροοικονομικής πολιτικής κατά τον δέκατο έκτο και δέκατο έβδομο αιώνα. Από τη μία πλευρά, υπήρχαν οι ανάγκες των εθνικών κυβερνήσεων να αυξήσουν τα δημόσια έσοδα στην κλίμακα που ήταν απαραίτητη για να μπορούν να χρηματοδοτούν μισθοφορικούς στρατούς και μόνιμους στόλους (ή να ενισχύουν οικονομικά τους συμμάχους τους) στα πλαίσια των ελιγμών που στόχευαν στην εξισορρόπηση των δυνάμεων και που αποτελούσαν κυρίαρχο χαρακτηριστικό της διεθνούς πολιτικής μετά το τέλος των θρησκευτικών πολέμων. Από την άλλη πλευρά, υπήρχε μία ολοένα και μεγαλύτερη συνειδητοποίηση εκ μέρους των μερκαντιλιστών και των τραπεζιτών που ασχολούνταν με την κατεύθυνση και τη διεύρυνση των τοπικών και διεθνών αγορών ότι αυτοί ήταν εξαρτημένοι από τις ιδιαζόντως οικονομικές πολιτικές των κυβερνήσεων. Άρχισε να γίνεται όλο και πιο φανερό ότι κυβερνήσεις, παραγωγοί και καταναλωτές λειτουργούσαν μέσα σε ένα οικονομικό σύστημα πολύπλοκης αμοιβαίας αλληλεξάρτησης, και έγινε αντίστοιχα σημαντική η ανάγκη εξήγησης της ουσίας αυτού του συστήματος.
Ήταν οι Πολιτικοί Αριθμητιστές του δέκατου έβδομου αιώνα (π.χ., οι Graunt, Petty και King) αυτοί που ξεκίνησαν τη σύγχρονη παράδοση της εμπειρικής οικονομικής έρευνας, η οποία ήταν συνειδητά σχεδιασμένη σύμφωνα με τα πρότυπα των φυσικών επιστημών και εκ προθέσεως αντικειμενική στην προσέγγισή της. Στο διάστημα του υπόλοιποι μισού αιώνα περίπου εκδόθηκε ένας χείμαρρος από φυλλάδια και βιβλία (όχι πάντοτε αντικειμενικά) γύρω από οικονομικά ζητήματα: λέγεται, για παράδειγμα, ότι μέχρι τα μέσα του δέκατου όγδοου αιώνα ο Joseph Massie είχε συσσωρεύσει μία ολόκληρη βιβλιοθήκη από 2500 φυλλάδια και χειρόγραφα πάνω στο θέμα του ‘εμπορίου’.2 Για να είμαστε όμως πιο σαφείς, οι μερκαντιλιστές οικονομολόγοι δεν έγραφαν για την οικονομική επιστήμη, όπως αυτή κατέληξε να ονομάζεται αργότερα, αλλά για την πολιτική οικονομία. Έτσι, αν και μπορεί κανείς να βρει μερκαντιλιστές σαν τον Barbon (Discourse on Trade) ή τον Cantillon (Essay on the Nature of Trade in General) ή τον Gervaise (System of the Theory of the Trade of the World) οι οποίοι προσέφεραν σαφείς θεωρητικές εξηγήσεις των λειτουργιών και των λογικών διασυνδέσεων κάποιων όψεων του μακροοικονομικού συστήματος, το ρητά αναγνωρισμένο κίνητρο για την παραγωγή των περισσότερων από τα γραπτά των μερκαντιλιστών ήταν αυτό της δικαίωσης συγκεκριμένων πολιτικών συνταγών του ενός ή του άλλου είδους. Στο μεγαλύτερο μέρος τους, οι μερκαντιλιστές ήταν φυλλαδιογράφοι των οποίων τα γραπτά ήταν σχεδιασμένα να λειτουργούν σαν προπαγανδιστικά εργαλεία που εστίαζαν σε συγκεκριμένα ζητήματα πολιτικής. Στον βαθμό που αυτοί είχαν ξεκινήσει να υιοθετούν διαδεδομένες θεωρίες γύρω από τον τρόπο λειτουργίας της οικονομίας, αυτές εμφανίζονταν με υπαινικτικό παρά με σαφή τρόπο στα γραπτά τους – ένα παραπροϊόν των προσπαθειών τους να επηρεάσουν τους πολιτικούς.
Σε οποιαδήποτε περίπτωση, είναι αλήθεια ότι οι μερκαντιλιστές του δέκατου έβδομου αιώνα είχαν είτε κληρονομήσει είτε αναπτύξει μία βάση οικονομικής θεωρίας με τη σύγχρονη έννοια του όρου, ακόμη και αν αυτή ήταν πολλές φορές πρόχειρη. Για παράδειγμα, είχαν εγκαταλείψει πολύ καιρό πριν την σχολαστικής προέλευσης αντίληψη ότι η ‘αξία’ ενός αγαθού ήταν η τιμή στην οποία όφειλε αυτό να πωλείται στην αγορά (η Μεσαιωνική Δίκαιη Τιμή) χάριν της ιδέας ότι αυτή [αξία] ήταν η πραγματική τιμή με την οποία γινόταν στην πράξη η πώλησή του.3 Στην σκέψη τους, η οικονομία ήταν η τέχνη της διαχείρισης του νοικοκυριού και έτσι, σαν φυσική προέκταση, η πολιτική οικονομία ήταν η τέχνη της διαχείρισης του κράτους. Αυτοί είχαν επεξεργασθεί τα στοιχεία που συνέθεταν μία σαφή, αν και ατελώς ανεπτυγμένη, θεωρία προσφοράς και ζήτησης. Είχαν επίσης αναπτύξει θεωρίες σχετικές με τα επιτόκια, οι οποίες λάμβαναν υπόψη τους παράγοντες όπως ήταν η απόδοση των επενδύσεων σε αποθέματα κεφαλαίου και τα αποθέματα δανειοδοτικών πόρων.4 Οι περισσότεροι από αυτούς εστίαζαν κατά κύριο λόγο την προσοχή τους στις εξωτερικές εμπορικές σχέσεις της χώρας, αν και αυτό δεν τους εμπόδιζε να συζητούν επί μακρόν μία μεγάλη ποικιλία οικονομικών μεταβλητών και ζητημάτων όπως ήταν η παραγωγή, οι τιμές, το χρήμα, οι τόκοι, η πολιτική των δασμών, η ανακούφιση των φτωχών, κλπ. Οι τελευταίες γενιές των μερκαντιλιστών άρχισαν να ενδιαφέρονται όλο και περισσότερο για θέματα που είχαν να κάνουν με την παραγωγή και την ανάπτυξη. Για παράδειγμα, στα πλαίσια της δημόσιας αντιπαράθεσης για το εμπόριο με την Ινδία, έγινε φανερά αποδεκτό ότι το κριτήριο για το αν ήταν επιθυμητός ή όχι ο οποιοσδήποτε κλάδος του εμπορίου ήταν περισσότερο η συνεισφορά αυτού του κλάδου στο αθροιστικό σύνολο της εθνικής παραγωγής και απασχόλησης παρά το εμπορικό ισοζύγιο των υπερπόντιων συναλλαγών.5
Παρ’ όλ’ αυτά όμως, θα πρέπει να παραδεχθούμε πως η μερκαντιλιστική οικονομική σκέψη δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση το ισοδύναμο ενός συστηματικού επιστημονικού κλάδου ή συνεκτικού δόγματος, ακόμη και αν ήταν να στρέψουμε την προσοχή μας αποκλειστικά στην περίοδο που καλύπτει το τέλος του δέκατου έβδομου αιώνα και το σύνολο του δέκατου όγδοου αιώνα, για την οποία μπορεί να ειπωθεί ότι υπήρξε η περίοδος κατά την οποία η μερκαντιλιστική οικονομική σκέψη απέκτησε τα ιδιαίτερα μεθοδολογικού και δογματικού χαρακτήρα γνωρίσματά της.6 Η πλέον διάσημη και συγχρόνως η πλέον συστηματική εξήγηση του οικονομικού δόγματος του μερκαντιλισμού στο στάδιο της ωριμότητάς του, κατά τον δέκατο όγδοο αιώνα, εντοπίζεται στο Βιβλίο IV του έργου του Adam Smith Πλούτος των Εθνών. Αλλά αυτή αναπτύχθηκε εκεί από τον Adam Smith με τον σκοπό να καταρριφθεί, πράγμα που μας υποχρεώνει να τη δεχόμαστε με κάποια επιφύλαξη. Αυτή η εξήγηση ήταν περισσότερο μία αντανάκλαση εκείνων των όψεων του μερκαντιλισμού στις οποίες ο Adam Smith αντιτασσόταν παρά μία ακριβής σύνθεση του δόγματος όπως το αντιλαμβάνονταν αυτό οι πλέον ενήμεροι από τους υποστηρικτές του. Για τις συνακόλουθες αναμορφώσεις του δόγματος, είτε από τον Schmoller ή τον Cunningham προς το τέλος του δέκατου ένατου αιώνα είτε από τον Keynes στον εικοστό αιώνα, υπάρχει επίσης η υποψία ότι συνιστούν ιδιαίτερα επιλεκτικούς απολογισμούς. Είναι μόνο σχετικά πρόσφατα που τα φυλλάδια των μερκαντιλιστών άρχισαν να εξετάζονται από ιστορικούς της οικονομικής σκέψης στην αυτούσια μορφή τους έτσι ώστε να γίνει δυνατή η δόμηση μιας αντικειμενικής εικόνας των υποθέσεων που έκαναν και των αναλυτικών μηχανισμών που χρησιμοποιούσαν αυτοί.
Τα αποτελέσματα αυτών των ερευνών προτείνουν πως παρά το γεγονός ότι είναι δυνατόν να εντοπισθούν ορισμένα χαρακτηριστικά της μερκαντιλιστικής σκέψης που την κάνουν να διαφέρει από την κλασσική πολιτική οικονομία – π.χ., η κλίση της υπέρ των κρατικών παρεμβάσεων στην οικονομία, η έμφαση που έδινε στο υπερπόντιο εμπόριο θεωρώντας το σαν τον κύριο μοχλό της οικονομικής ανάπτυξης, και η τάση της να θεωρεί δεδομένη την υποαπασχόληση του εργατικού δυναμικού – αυτή δεν φαίνεται να είχε αναπτύξει είτε κάποια στέρεη παράδοση συστηματικής οικονομικής έρευνας και επεξήγησης είτε κάποιο συνεκτικό σύνολο γενικά αποδεκτών αρχών οικονομικής θεωρίας. Ήταν μόνον όταν οι φιλόσοφοι του δέκατου όγδοου αιώνα – κατά κύριο λόγο οι φυσιοκράτες και ο Adam Smith – άρχισαν συστηματικά, και όχι απλώς περιστασιακά, να εφαρμόζουν στα οικονομικά φαινόμενα τις θεωρίες τους περί της φυσικής τάξης πραγμάτων που συνιστούσε τη βάση του πραγματικού κόσμου που άρχισε πλέον να αναπτύσσεται η οικονομική θεωρία με τη μορφή ενός ενιαίου επεξηγηματικού συστήματος, μιας οριστικοποιημένης αναλυτικής τεχνικής.
Στην πράξη, ο Adam Smith και οι φυσιοκράτες υπήρξαν σύγχρονοι και η σκέψεις τους διασταυρώνονταν. Και οι δύο πλευρές έβλεπαν την οικονομική κοινωνία σαν μία οργανική ενότητα. Και οι δύο πλευρές ασχολήθηκαν με τη δόμηση φιλοσοφικών συστημάτων που επεδίωκαν να καταδείξουν τη φύση των νόμων που συνιστούσαν τη βάση της συνολικής κοινωνικοοικονομικής τάξης πραγμάτων – όπως ήταν αυτή και κυρίως όπως όφειλε να είναι. Και οι δύο πλευρές ταξινομούσαν τους βασικούς φορείς της οικονομικής διαδικασίας χρησιμοποιώντας αντίστοιχους όρους – δηλαδή, σαν εργάτες, γαιοκτήμονες και καπιταλιστές. Και οι δύο πλευρές χρησιμοποιούσαν ουσιαστικά προ-βιομηχανικές έννοιες σαν εργαλεία της ανάλυσή τους, π.χ., ο τρόπος που αντιλαμβάνονταν το κεφάλαιο ήταν σαν να αποτελούσε αυτό ‘ένα σωρό αποθεμάτων τροφίμων και υλικών που συσσωρεύτηκαν πριν ξεκινήσει και πριν τελικά προοδεύσει η παραγωγική διαδικασία έτσι ώστε να χαρακτηρίζεται από εργάτες σε αναμονή της απόδοσης του τελικού προϊόντος.7 Και οι δύο πλευρές έβλεπαν την ανάπτυξη σαν το κύριο οικονομικό ζήτημα και τόνιζαν τη σπουδαιότητα της εγχώριας αγοράς για την οικονομική ανάπτυξη, σε αντιδιαστολή με την μερκαντιλιστική εμμονή στο υπερπόντιο εμπόριο. Και οι δύο πλευρές αντιδρούσαν στις έμμονες ιδέες των μερκαντιλιστών για ένα ευνοϊκό εμπορικό ισοζύγιο και έδιναν έμφαση στη συσσώρευση πραγματικού κεφαλαίου, θεωρώντας την το κλειδί για μια ταχύτερη ανάπτυξη που δεν θα ήταν υποχρεωμένη να εξαρτάται από προστατευτικές πολιτικές.
Παρά τις ομοιότητές τους όμως, οι δύο αυτές πλευρές έφερναν στο προσκήνιο διαφορετικά συστήματα εξήγησης και έκλιναν προς διαφορετική κατεύθυνση στις πολιτικές τακτικές που πρότειναν. Ενώ οι φυσιοκράτες ανέλυαν το οικονομικό σύστημα σαν ένα σύστημα κυκλικής ροής, η καλύτερη απεικόνιση του οποίου εντοπίζεται στο Tableau Economique του Quesnay, ο Adam Smith το ανέλυε με λιγότερο σχηματικό τρόπο, σαν ένα φυσικό σύμπλεγμα δυνάμεων που συνέβαλλαν θετικά στη δημιουργία της αρμονίας. Ενώ οι φυσιοκράτες απένειμαν στη γεωργία τον πρωταρχικό ρόλο όσον αφορούσε την οικονομική ανάπτυξη,8 ο Adam Smith ανέθετε αυτόν τον ρόλο στην καταμερισμό της εργασίας.
Ωστόσο, ο λόγος για τον οποίο υπάρχει η άποψη ότι μία μελέτη της εξέλιξης των οικονομικών ιδεών θα πρέπει να ξεκινά από τον Adam Smith και όχι από τους φυσιοκράτες δεν έχει να κάνει ούτε με την έμφυτη υπεροχή του αναλυτικού του πλαισίου ούτε με τη διεκδίκηση εκ μέρους του της χρονολογικής προτεραιότητας στην ενιαία μεθοδολογική προσέγγιση που μοιράζονταν από κοινού. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Francois Quesnay δικαιούται εξίσου με τον Adam Smith να θεωρείται σαν ένας θεμελιωτής της σύγχρονης πολιτικής οικονομίας. Πράγματι, οι οικονομολόγοι που χρησιμοποιούν στις αναλύσεις τους εργαλεία κοινωνικής λογιστικής είναι δυνατόν να θεωρήσουν ότι η ιδέα του της κυκλικής ροής των εισοδημάτων και το οικονομικό του διάγραμμα (Tableau Economique), το οποίο μπορεί να ερμηνευθεί σαν ένας πίνακας εισροών-εκροών, είναι πιο σχετικά με τη σύγχρονη μακρο-οικονομία από ότι οποιοδήποτε άλλο κομμάτι της δεσπόζουσας από τον Adam Smith και μετά κλασσικής πολιτικής οικονομίας.
Εν τούτοις, αν και λίγες μόνο από τις συνεισφορές του Adam Smith ήταν αυθεντικές, με την έννοια ότι δεν μπορούν αυτές να εντοπισθούν σε δημοσιευμένα κείμενα κάποιων επιφανών προκατόχων του, αυτός είναι ο συγγραφέας στον οποίο απέδιδαν συνειδητά την προέλευση της επιστήμης που ασκούσαν όλοι οι ορθόδοξοι κλασσικοί οικονομολόγοι του δέκατου ένατου αιώνα (τόσο της ηπειρωτικής Ευρώπης όσο και της Βρετανίας). Ο Πλούτος των Εθνών έγινε αμέσως αντικείμενο υψηλών πωλήσεων. Μέχρι το 1800 το βιβλίο αυτό είχε κάνει εννέα εκδόσεις στην Αγγλία και είχε επίσης εκδοθεί και στις Η.Π.Α., στην Ιρλανδία και στην Ελβετία. Μέχρι το τέλος της πρώτης δεκαετίας του δέκατου ένατου αιώνα είχε εκδοθεί στη Δανέζικη, στην Ολλανδική, στη Γαλλική, στη Γερμανική, στην Ιταλική, στην Ισπανική και στη Ρωσική γλώσσα. Υπήρξε η αδιαμφισβήτητη, διεθνώς αναγνωρισμένη, βίβλος της νέας επιστήμης της πολιτικής οικονομίας, όχι μόνο για τους ορθόδοξους οικονομολόγους αλλά επίσης και για τους επαναστάτες θεωρητικούς οι οποίοι είχαν ξεφύγει από το ορθόδοξο ρεύμα. Ο Πλούτος των Εθνών υπήρξε σαφέστατα το πρότυπο πάνω στο οποίο γράφτηκε το έργο του J.S. Mill Principles (Αρχές) που εκδόθηκε το 1848. ‘Η άποψη του γράφοντος’ εξηγούσε ο Mill στον πρόλογό του ‘είναι ότι μία εργασία όμοια ως προς το αντικείμενό της και τη γενική της θεώρηση με εκείνη του Adam Smith, προσαρμοσμένη όμως στην πιο εκτεταμένη γνώση και στις βελτιωμένες ιδέες της παρούσης εποχής, συνιστά το είδος της συνεισφοράς που απαιτεί σήμερα η Πολιτική Οικονομία’. Και αυτός ο ίδιος ο Μαρξ δεν είχε καμία αμφιβολία για το σημείο εκκίνησης της σύγχρονης οικονομικής θεωρίας. ‘Πρέπει να αναγνωρίσουμε’ έγραφε ‘ότι [ο Adam Smith] έχει ορίσει με πιο συγκεκριμένο τρόπο τις αφηρημένες κατηγορίες και έχει προσδιορίσει με μεγαλύτερη σιγουριά τις διαφορές που ανέλυαν οι φυσιοκράτες’.9 Στην πράξη, ο Adam Smith προσέφερε στην επιστήμη της πολιτικής οικονομίας που βρισκόταν ακόμη σε νηπιακό στάδιο το πρώτο της γενικά αποδεκτό σύστημα θεωριών, εννοιών και αναλυτικών τεχνικών, την πρώτη της παραδειγματική διατύπωση ή το πρώτο της υποδειγματικό μοντέλο.10 Της έδωσε μία μεθοδολογία, ένα εννοιολογικό σύστημα και μία ιδεολογική απόκλιση που καθόρισε τα κύρια προβλήματα που μελετούσαν οι οικονομολόγοι, το αναλυτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο λάμβανε συνήθως χώρα η συζήτηση αυτών των προβλημάτων, και το συγκεκριμένο είδος οικονομικής πολιτικής που συνεπάγονταν οι λύσεις που πρότειναν αυτοί για μισό περίπου αιώνα: και το μοντέλο του κατάφερε να προσελκύει έναν επιφανειακό σεβασμό, αν όχι μία στενή υπακοή, για πολύ περισσότερο χρόνο.
Παρ’ όλ’ αυτά, ο Adam Smith απείχε πολύ από το να είναι ένας εξειδικευμένος οικονομολόγος. Ήταν ένας ακαδημαϊκός φιλόσοφος για τον οποίο η πολιτική οικονομία αποτελούσε μόνο έναν κλάδο της φιλοσοφίας των ηθών. Για εκείνον, όπως και για ορισμένους από τους διαπρεπείς διαδόχους του, η πολιτική οικονομία αποτελούσε μόνο έναν τομέα μιας γενικότερης θεωρίας της κοινωνίας, η οποία συμπεριλάμβανε μέσα της τη φιλοσοφία, την ψυχολογία, την ηθική, το δίκαιο και την πολιτική. Όπως και άλλοι φιλόσοφοι του δέκατου όγδοου αιώνα, είχε μία έντονη τάση να γενικεύει – ή, όπως έλεγε ο ίδιος, ‘να εξηγεί όλα τα φαινόμενα βάσει του μικρότερου δυνατού αριθμού γενικών αρχών.11 Η μέθοδος που συνειδητά φιλοδοξούσαν να εφαρμόσουν όλοι οι σύγχρονοί του που ήταν αφοσιωμένοι σε μια επιστημονικού χαρακτήρα προσέγγιση ήταν αυτή του Ισαάκ Νεύτωνα, του οποίου το σύστημα ο Smith περιέγραφε σαν τη ‘μεγαλύτερη ανακάλυψη που έγινε ποτέ από τον άνθρωπο, την ανακάλυψη μιας τεράστια αλυσίδας από τις πλέον σημαντικές και εκτυφλωτικές αλήθειες, στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους εξαιτίας μιας κεφαλαιώδους πραγματικότητας [βαρύτητα], για το αληθινό της οποίας έχουμε καθημερινή εμπειρία’.12 Ήταν από ένα ίδιο σύστημα οργανωμένης σκέψης, βασισμένο σε λίγες εύλογες, εξαιτίας του αυταπόδεικτου, υποθέσεις το σημείο από όπου ξεκίνησε ο Adam Smith να εξηγεί τα καθημερινά φαινόμενα της οικονομικής συμπεριφοράς. ‘Τα συστήματα’ έγραφε ‘είναι από πολλές πλευρές όμοια με τα μηχανήματα. Ένα μηχάνημα είναι ένα μικρό σύστημα που έχει δημιουργηθεί για να εκτελεί, όπως και για να συνδέει μεταξύ τους στην πράξη, όλες εκείνες τις κινήσεις και τις ενέργειες που χρειάζεται να κάνει ο τεχνίτης. Ένα σύστημα είναι ένα νοερό μηχάνημα που έχει ανακαλυφθεί για να συνδέει μεταξύ τους στο πεδίο της σκέψης εκείνες τις διαφορετικές κινήσεις και ενέργειες που λαμβάνουν χώρα στην πραγματική ζωή’.13 Στην πράξη λοιπόν, ο Adam Smith υπήρξε πλήρως αφοσιωμένος στις ορθολογιστικού χαρακτήρα14 θεϊστικές μηχανιστικές απόψεις του καιρού του, σε έναν τρόπο θεώρησης της κοινωνίας σαν να ήταν αυτή ένα θαυμαστό μηχάνημα το οποίο αν αφηνόταν να λειτουργήσει μόνο του είχε την τάση να μεγιστοποιεί την κοινωνική ευημερία. ‘Η ανθρώπινη κοινωνία, όταν τη μελετούμε κάτω από ένα αφηρημένο και φιλοσοφικό πρίσμα, εμφανίζεται να μοιάζει σαν ένα σπουδαίο, ένα τεράστιο μηχάνημα, του οποίου οι τακτικές και αρμονικές κινήσεις παράγουν χίλια ευχάριστα αποτελέσματα.’15 Ο ‘μεγάλος αρχιτέκτονας’ αυτού του ευάρεστου μηχανήματος ήταν μία αγαθοεργή θεότητα που αυτός άλλοτε αποκαλούσε μεγάλο διευθυντή του σύμπαντος και άλλοτε τελικό σκοπό, θεϊκή ύπαρξη, μεγάλο δικαστή των καρδιών, θεία πρόνοια, αόρατο χέρι, και κάποιες ελάχιστες φορές, με αρκετά απερίφραστο τρόπο, Θεό.
Η πρώτη σοβαρή εργασία του Smith, The Theory of Moral Sentiments (Η Θεωρία των Ηθικών Αισθημάτων), γράφτηκε όταν αυτός ήταν Καθηγητής της Ηθικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Γλασκόβης και εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1759. Ο Πλούτος των Εθνών προήλθε από ένα σύνολο διαλέξεων η συγγραφή των οποίων έγινε αφού είχε πλέον παραιτηθεί από το αξίωμα του καθηγητή, δηλαδή στην περίοδο 1767-76, όταν αυτός ήταν πια ένας ευγενής με ανεξάρτητους πόρους ζωής16 και σχεδίαζε να γράψει ένα βιβλίο πάνω στη νομική επιστήμη, αλλά δεν βρήκε ποτέ τον χρόνο ίσως επειδή αποδέχθηκε τον διορισμό του στη θέση του Τελωνειακού Επιτρόπου το 1778.
Η θεμελιώδης θεωρία του για την κοινωνία παρουσιάζεται εκτενώς στο έργο του Theory of Moral Sentiments. Βασικά, το επιχείρημα είναι ότι η κοινωνία είναι σχεδιασμένη βάσει ενός θεϊκού σχεδίου το οποίο λειτουργεί έτσι ώστε να μεγιστοποιεί την ανθρώπινη ευτυχία μέσω της αλληλεπίδρασης συγκεκριμένων ηθικών αισθημάτων που ανήκουν στα ‘αρχέτυπα πάθη της ανθρώπινης φύσης’. Κοινωνικά και αντικοινωνικά, ιδιοτελή και αλτρουιστικά κίνητρα, όλα διαδραματίζουν τον ‘απαραίτητο ρόλο τους στα πλαίσια του σχεδίου του σύμπαντος’ με στόχο την κοινωνική αρμονία. ‘Η ευτυχία του ανθρώπινου είδους, όπως και όλων των άλλων λογικών όντων, φαίνεται ότι ήταν η αρχική πρόθεση του Πρωτουργού της φύσης όταν τα δημιούργησε…. Αλλά δρώντας σύμφωνα με αυτά που μας υπαγορεύουν οι ηθικές μας δυνατότητες, αναζητούμε αναγκαστικά τα πιο αποτελεσματικά μέσα για την προώθηση της ευτυχίας της ανθρωπότητας’.17 Τα ηθικά αισθήματα που εγγυώνται ότι οι άνθρωποι θα εκπληρώσουν το θεϊκό σχέδιο μέσω της ανταπόκρισής τους στο φυσικό τους συναίσθημα και στις προσωπικές τους φιλοδοξίες είναι η αγαθοεργία – που συμπεριλαμβάνει τη συμπόνια, τη γενναιοδωρία, την ευγένεια, τη φιλία – η οποία ‘δεν είναι δυνατόν να επιβληθεί με τη βία’, η δικαιοσύνη, η επιβολή της οποίας είναι συχνά απαραίτητη και έχει πάντοτε την έγκριση της κοινωνίας, και η σύνεση – που περιλαμβάνει την εργατικότητα και τη λιτότητα – ‘ο σπουδαίος σκοπός της ανθρώπινης ζωής που ονομάζουμε καλυτέρευση της κατάστασής μας’.18 Αυτές οι αρετές ‘δεν έχουν τάση να παράγουν οτιδήποτε άλλο παρά ευάρεστα αποτελέσματα’19 Το απαραίτητο συνενωτικό στοιχείο του συστήματος είναι το ενεργό ενδιαφέρον του ατόμου για τον κοινωνικό σεβασμό των συγχρόνων του, επειδή ‘η φύση, όταν αυτή διαμόρφωσε τον άνθρωπο για την κοινωνία, τον προίκισε με μία αυθεντική επιθυμία να προσφέρει ευχαρίστηση και με μία αυθεντική τάση να αποφεύγει να προσβάλει τα αδέλφια του’.20
Σαν βάση για μία γενική θεωρία της κοινωνίας, αυτές οι υποθέσεις σχετικά με τους στρατηγικούς παράγοντες της ανθρώπινης συμπεριφοράς είναι αμφισβητήσιμες αλλά όχι και αναληθοφανείς. Η ανάγκη για κοινωνική καταξίωση έχει αναγνωρισθεί από τους κοινωνιολόγους και τους ψυχολόγους σαν ένα ισχυρότατο ανθρώπινο κίνητρο. Οι ηθικές αρετές της αγαθοεργίας, της δικαιοσύνης και της σύνεσης ίσως να μη βρίσκονται σε εξίσου υψηλά επίπεδα της κοινωνικής κλίμακας των αρετών για όλες τις ανθρώπινες κοινότητες, αλλά δεν υπάρχει προφανής λόγος για τον οποίο να απορρίψουμε την υπόθεση ότι αυτές ήταν σημαντικές στη Βρετανία του δέκατου όγδοου αιώνα. Για τον Smith, η θεμελιώδης δικαίωση της παγκοσμιότητάς τους ήταν τα επιτυχή αποτελέσματά τους.
Στις μεσαίες και κατώτερες θέσεις της ζωής, οι δρόμοι για την αρετή και για τον πλούτο, εκείνο το είδος του πλούτου, τουλάχιστον, τον οποίο μπορούν λογικά να ελπίζουν ότι θα αποκτήσουν οι άνθρωποι που κατέχουν αυτές τις θέσεις, είναι ευτυχώς στις περισσότερες περιπτώσεις σχεδόν οι ίδιοι. Σε όλα τα μεσαία και κατώτερα επαγγέλματα, πραγματικές και στέρεες επαγγελματικές ικανότητες, συνδυασμένες με συνετή, δίκαιη, σταθερή και συγκρατημένη συμπεριφορά, πολύ σπάνια μπορούν να αποτύχουν.21
Ως εκ τούτου, οπλισμένα με τις ενστικτώδεις ηθικές τους αρετές ή τα ιδανικά τους, τα άτομα παρακινούνται στο να συσσωρεύουν τα δικά τους πλούτη με τρόπους που τείνουν να μεγιστοποιούν το συνολικό εισόδημα τόσο της κοινότητας της οποίας είναι μέλη όσο και το δικό τους.
Στο βιβλίο Πλούτος των Εθνών, το κύριο πλαίσιο αυτής της θεωρίας της κοινωνίας θεωρείται σαν κάτι δεδομένο και ο Adam Smith προχωρά στην επεξεργασία μιας ειδικής περίπτωσης εφαρμογής αυτού του πλαισίου – της περίπτωσης της οικονομίας. Πολλά έχουν γραφεί γύρω από τη σχέση που συνδέει τα δύο παραπάνω βιβλία, και ιδιαίτερα γύρω από ορισμένες ασυνέπειες που γίνονται φανερές όταν κάποιος τα βάλει το ένα δίπλα στο άλλο. Η σχετική επιχειρηματολογία βέβαια μπορεί και να φαίνεται κάπως σχολαστική εφόσον δεν θα αποτελούσε και μεγάλη έκπληξη η πιθανότητα του να είχε αλλάξει λίγο κατεύθυνση ο Smith πάνω σε ορισμένα ζητήματα στη διάρκεια μιας περιόδου δεκαπέντε ετών που χωρίζει τα δύο βιβλία ως προς τη συγγραφή τους. Από την άλλη πλευρά, το γεγονός ότι, πολύ καιρό μετά τη δημοσίευση του δεύτερου, αυτός παρουσίασε μία καινούρια έκδοση του πρώτου βιβλίου χωρίς να αφαιρέσει τις προφανείς ασυνέπειες μοιάζει να υπαινίσσεται ότι ο ίδιος δεν απέδιδε κάποια ιδιαίτερη σημαντικότητα στα συγκεκριμένα ζητήματα. Από πολλές απόψεις όμως, ο Πλούτος των Εθνών είναι ένα πιο ουσιαστικό ως προς το περιεχόμενό του, πιο ώριμο και πιο αυθεντικό βιβλίο από ότι η Θεωρία των Ηθικών Αισθημάτων επειδή συμπεριέλαβε σ’ αυτό σημαντικό επεξηγηματικό υλικό με αναφορές στον πραγματικό κόσμο αλλά και κάποιον υγιή σκεπτικισμό γύρω από τα ‘ευάρεστα αποτελέσματα’ που παρήγαγε το ‘τεράστιο μηχάνημα’. Έτσι, ενώ η Θεωρία των Ηθικών Αισθημάτων ήταν κατ’ ουσία ένα σύνολο συμπερασμών ‘της πολυθρόνας’, αντλούμενων μέσα από τις συμβατικές φιλοσοφικές αφαιρέσεις της εποχής, ο Πλούτος των Εθνών επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στα πρότυπα συμπεριφοράς πραγματικών ανθρώπων μέσα στα πλαίσια των περιορισμών που επέβαλαν οι τότε υπαρκτοί θεσμοί.
Όταν λοιπόν έφθασε η στιγμή να γράψει το βιβλίο του Πλούτος των Εθνών, ο Adam Smith διατηρούσε ακόμη μία ξεκάθαρη άποψη της ‘φυσικής τάξης πραγμάτων’ την οποία όφειλε να προσεγγίζει το οικονομικό σύστημα, ήταν όμως και έτοιμος να παραδεχθεί την ύπαρξη ορισμένων ατελειών στη λειτουργία αυτού του μοντέλου στον πραγματικό κόσμο. Ο ‘μεγάλος αρχιτέκτονας’ είχε σε κάποιον βαθμό ανάγκη από τη συνεργασία εκείνων που σχεδίαζαν την οικονομική πολιτική για να επιτρέψει στο μηχάνημά του να λειτουργεί με τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο. Ως εκ τούτου, ο Smith υποστήριζε την εφαρμογή ενός προγράμματος εκτεταμένων μεταρρυθμίσεων σχεδιασμένων να οδηγήσουν το οικονομικό σύστημα πιο κοντά στην φυσική τάξη πραγμάτων, πράγμα που θα μεγιστοποιούσε το κοινωνικό προϊόν. Οι υπάρχουσες κυβερνήσεις ήταν αναποτελεσματικές και ανίκανες. Τα αφεντικά και οι εργάτες βρίσκονταν σε συνεχή σύγκρουση. Οι έμποροι και οι βιομηχανικοί κατασκευαστές έβρισκαν ότι τα συμφέροντά τους ήταν αντίθετα με εκείνα των καλλιεργητών και των γαιοκτημόνων. Με τα λόγια του ίδιου του Smith: ‘τα ενοίκια και τα κέρδη κατατρώγουν τους μισθούς, και οι δύο ανώτερες ανθρώπινες τάξεις καταπιέζουν εκείνη που είναι κατώτερη’ 22 Και πάλι, σε ένα πολύ γνωστό απόσπασμα: ‘Οι άνθρωποι του ίδιου επαγγέλματος σπάνιες φορές συναντούνται μεταξύ τους, έστω και για χαρά και διασκέδαση, αλλά η συζήτησή τους τελειώνει με μία συνομωσία κατά του κοινού, ή με την επινόηση κάποιου τεχνάσματος για την αύξηση των τιμών. Είναι πράγματι αδύνατο να εμποδίσουμε αυτές τις συναντήσεις μέσω οποιουδήποτε νόμου που είτε θα ήταν δυνατόν να εκτελεσθεί είτε θα ήταν συνεπής προς την ελευθερία και τη δικαιοσύνη’23 Και όσον αφορά εκείνα τα συνετά ηθικά αισθήματα που η Θεωρία των Ηθικών Αισθημάτων υπέθετε ότι ήταν τόσο διάχυτα, όταν πια είχε εξετάσει με αυστηρή ματιά τα δεδομένα της οικονομικής ζωής, ο Smith ήταν έτοιμος να αποδεχθεί ότι: ‘Οι άνθρωποι συχνά υπερτιμούν τις πιθανότητες που έχουν να επιτύχουν σε ριψοκίνδυνα εγχειρήματα με αποτέλεσμα ένα υπερβολικά μεγάλο μερίδιο του εθνικού κεφαλαίου να φεύγει σε τέτοιες παράτολμες ενέργειες’.24
Στην πράξη, το βιβλίο Πλούτος των Εθνών υπήρξε το αποτέλεσμα του εμπειρικού ελέγχου της κοινωνικής θεωρίας που είχε αναπτυχθεί στο βιβλίο Θεωρία των Ηθικών Αισθημάτων μέσα στο πλαίσιο που όριζε μία από τις σφαίρες της ανθρώπινης δραστηριότητας: και ήταν με την εφαρμογή αυτού του είδους της επιστημονικής κατ’ ουσία αναλυτικής τεχνικής στη μελέτη των οικονομικών ζητημάτων που ο Adam Smith κατόρθωσε να έχει μία επαναστατική επίδραση στον κλάδο για την θεμελίωση του οποίου βοήθησε και ο ίδιος. Αν βέβαια ορίζαμε τη θεωρητική επιστήμη σαν ένα σύνολο ‘γενικών κανόνων που μπορούν να λειτουργήσουν ως εργαλεία συστηματικής εξήγησης και αξιόπιστης πρόβλεψης’25 και την επιστημονική μεθοδολογία σαν έναν τεχνικό μηχανισμό λογικής ή εμπειρικής επαλήθευσης αυτών των κανόνων, τότε θα ήταν υπερβολικό να λέγαμε ότι ο Adam Smith ήταν ένας θεμελιωτής μιας επιστήμης της οικονομίας. Μπορούμε όμως λογικά να ισχυρισθούμε ότι αυτός είχε οπωσδήποτε κάνει τα πρώτα βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση με το να επινοήσει ένα σύστημα και να το υποβάλει σε έλεγχο. Διατυπώνοντας την αξιωματική υπόθεση της ύπαρξης ενός λογικού συστήματος οικονομικών σχέσεων που είχε σαν βάση του έναν θεμελιακού χαρακτήρα νόμο περί της ανθρώπινης φύσης (ανάλογο με τον νόμο της βαρύτητας του Νεύτωνα), αυτός έθεσε σε κίνηση την πορεία της θεωρητικής πολιτικής οικονομίας έτσι ώστε να αποκτήσει αυτή τη μορφή ενός επιστημονικού κλάδου δόμησης νοητικών συστημάτων. Ο Schumpeter τον επέκρινε για τη βιασύνη του να απορρίψει τις προτάσεις των μερκαντιλιστών και για την συνακόλουθη παράληψη εκ μέρους του να αναπτύξει μία επαρκή θεωρία περί των διεθνών οικονομικών σχέσεων.26 Ωστόσο, αυτό στο οποίο πράγματι οφειλόταν η τεράστια επίδραση που είχε το βιβλίο του πάνω στην οικονομική σκέψη δεν ήταν τα στοιχεία που συνέθεταν το περιεχόμενό του, τα οποία, όταν αφαιρεθούν από το πλαίσιό τους, προσφέρονται εύκολα για κριτική, αλλά ο τρόπος με τον οποίο αυτά αναπτύσσονταν σταδιακά σε ένα λογικά αλληλοσυνδεόμενο σύνολο, στο πρώτο ενοποιημένο κοινωνικο-οικονομικό μοντέλο.
Αναμφίβολα σημαντικό επίσης, όσον αφορά την εξήγηση της ισχυρής επίδρασης που είχε το βιβλίο πάνω στη σκέψη της εποχής αλλά και σ’ αυτήν του δέκατου ένατου αιώνα, ήταν το γεγονός ότι η συγκεκριμένη κατεύθυνση πολιτικής που υποδείκνυε αυτό ήταν ιδιαίτερα αρεστή στους επιχειρηματίες μιας συνεχώς επεκτεινόμενης και εκβιομηχανιζόμενης οικονομίας. Είναι παράδοξο το γεγονός ότι αν και ο Smith θεωρούσε τον εαυτό του επικριτή των μερκαντιλιστικών και των βιομηχανικο-επιχειρηματικών τάξεων – και οι επικρίσεις του μπορούσαν σίγουρα να είναι σκληρές – ήταν αυτές ακριβώς οι τάξεις που έβγαλαν από τους κόλπους τους τους πιο ενθουσιώδεις υποστηρικτές του. Η συγγραφή του βιβλίου έγινε στο πλαίσιο μιας οικονομίας η οποία ήταν κατ’ ουσία προ-βιομηχανική και δεν έδινε έντονα σημάδια ότι αυτός ανέμενε τις επαναστατικές αλλαγές που είχαν αρχίσει να γίνονται στην οργάνωση, στην τεχνολογία και στη δομή της Βρετανικής οικονομίας. Δεν υπάρχει σ’ αυτό καμία αναφορά στις νέες ανακαλύψεις στον χώρο της κλωστοϋφαντουργίας ή στη χρήση οπτάνθρακα στη βιομηχανία σιδήρου, αν και ο Πλούτος των Εθνών βρισκόταν ακόμη σε στάδιο σημαντικών αναθεωρήσεων και προσθέσεων μέχρι και το 1783 ή το 1784. Η μόνη αναφορά σ’ αυτήν καθαυτή τη βιομηχανία βάμβακος είναι μία αξιοπερίεργη έμμεση νύξη για την υπανάπτυξή της στην εποχή του Χριστόφορου Κολόμβου.27 Ο Smith γνώριζε πιθανά για την ύπαρξη των σιδηρουργείων Carron που εγκατέστησαν μία υψικάμινο οπτάνθρακα κοντά στο Falkirk το 1769 – εφόσον η εταιρεία διατηρούσε μία αποθήκη στην ιδιαίτερη πατρίδα του το Kirkcaldy. Ήταν ίσως εξοικειωμένος και με ένα δοκίμιο του φίλου του Edmund Burke που επαινούσε ‘τους πνευματώδεις, ευρηματικούς και τολμηρούς εμπόρους του Manchester’ και έστρεφε την προσοχή στα ‘τόσο μεγάλης σπουδαιότητας σιδηρουργεία, αν και σε βρεφικό ακόμη στάδιο, που έχουν ανεγερθεί στο Carron’.28 Εν τούτοις, η βιομηχανία που επέλεξε για να κάνει πιο ευκρινείς τις παρατηρήσεις του σχετικά με την τεχνική πρόοδο ήταν μία την οποία κάποιος συγγραφέας αποκάλεσε ‘το ταπεινό μικρό του εργοστάσιο πινεζών’, δηλαδή μία μονάδα παραγωγής καρφιών. Από την άλλη πλευρά, όπως θα δούμε στο Κεφάλαιο 4, αυτός είχε εντοπίσει την ύπαρξη ενός αποφασιστικού δεσμού μεταξύ της εκβιομηχάνισης και της παρατεινόμενης οικονομικής ανάπτυξης, δηλαδή της συνεχούς προοπτικής για αύξηση της απόδοσης στον χώρο της κατασκευαστικής βιομηχανίας σαν αποτέλεσμα της αυξανόμενης εξειδίκευσης της εργασίας.
Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι το οικονομικό σύστημα που οραματιζόταν o Adam Smith αφορούσε ουσιαστικά μία προ-βιομηχανική οικονομία, εφόσον η βιομηχανική επανάσταση χρειάστηκε περισσότερο από μία γενεά για να επιφέρει σε όλους τους τομείς εκείνες τις χαρακτηριστικές οργανωτικές, δομικές και τεχνολογικές αλλαγές που υπήρξαν οι πλέον σημαντικές της συνέπειες. Πιο συγκεκριμένα, για παράδειγμα, στα πλαίσια της θεωρίας του Smith η τεχνική πρόοδος συσχετιζόταν κυρίως όχι τόσο με τα νέα μηχανήματα, τις νέες διαδικασίες ή τα νέα προϊόντα αλλά με τις βελτιώσεις στην οργάνωση και στα εφόδια του εργατικού δυναμικού εξαιτίας της εξειδίκευσης. Στον βαθμό που αυτός θα μπορούσε να οραματισθεί κάποια μορφή ενσωματωμένης τεχνικής προόδου, θα έβλεπε μάλλον την τεχνική πρόοδο ενσωματωμένη στο εργατικό δυναμικό παρά στον μηχανικό εξοπλισμό ή στην εργοστασιακή μονάδα.29 Με τον όρο ‘κεφάλαιο’ αυτός εννοούσε συνήθως το κεφάλαιο κίνησης, δηλαδή κεφάλαιο που επενδυόταν σε αποθέματα αγαθών ή σε εργασίες που βρίσκονταν ήδη σε εξέλιξη, το οποίο και αποτελούσε την πιο σημαντική μορφή κεφαλαίου στην εποχή του, παρά το πάγιο κεφάλαιο. Η στρατηγικής σημασίας μεταβλητή στο σύνολο του συστήματος του Smith είναι ο καταμερισμός της εργασίας, η επέκταση του οποίου ήταν κατά την άποψή του εξαρτημένη από το άνοιγμα νέων πηγών ζήτησης. Αφιέρωσε, εξάλλου, ένα ολόκληρο κεφάλαιο στην ανάπτυξη της πρότασης ‘ότι αυτό που περιορίζει τον καταμερισμό της εργασίας είναι η έκταση της αγοράς’.
Σ’ αυτά τα θέματα, δηλαδή στην έμφαση που έδινε στον κυρίαρχο ρόλο της εργατικής δύναμης για την οικονομική ανάπτυξη και στην αντιμετώπιση εκ μέρους του του μεγέθους της αγοράς σαν να ήταν αυτό ένας πιο σημαντικός παράγοντας περιορισμού της ανάπτυξης από ότι τα αποθέματα φυσικών πόρων, ο Smith ακολουθούσε τις απόψεις που επικρατούσαν στον χώρο της μερκαντιλιστικής παράδοσης. Αλλά το γεγονός ότι επικέντρωνε την προσοχή του στην εγχώρια αγορά (παρά στην υπερπόντια) τον έφερνε πιο κοντά στους Γάλλους φυσιοκράτες παρά στους Άγγλους μερκαντιλιστές, εφόσον στα πλαίσια μιας προ-βιομηχανικής οικονομίας η απόδοση έμφασης στην εγχώρια αγορά συνεπάγεται ταυτόχρονα μία έμφαση στη γεωργία σαν την κύρια πηγή, αν και όχι απαραίτητα την κινητήρια δύναμη, της οικονομικής ανάπτυξης. ‘Η διαφορετική πρόοδος του πλούτου σε διαφορετικές εποχές και σε διαφορετικές χώρες’ έγραφε στην εισαγωγή του Βιβλίου IV ‘έχει δώσει την ευκαιρία για τη δημιουργία δύο διαφορετικών συστημάτων πολιτικής οικονομίας σε ότι αφορά τον εμπλουτισμό των ανθρώπων. Το ένα μπορούμε να το ονομάσουμε σύστημα του εμπορίου ενώ το άλλο σύστημα της γεωργίας’.30 Για να το πούμε με άλλα λόγια, το ένα ήταν το μερκαντιλιστικό σύστημα, ενώ το άλλο ήταν το φυσιοκρατικό. Αλλά οι φυσιοκράτες είχαν δει τη γεωργία σαν τη μοναδική πηγή ενός οικονομικού πλεονάσματος που θα ήταν αρκετά μεγάλο για να ανυψώσει την κυκλική ροή σε ένα υψηλότερο επίπεδο εθνικού προϊόντος: για εκείνους, ο κατασκευαστικός τομέας ήταν ‘άγονος’ με την έννοια ότι δεν παρήγαγε πλεόνασμα. Ο Smith όμως προχώρησε πέρα από αυτήν την ουσιαστικά προ-βιομηχανική άποψη για να επιχειρηματολογήσει υπέρ αυτού που θα μπορούσε να ονομασθεί στρατηγική μιας ελεύθερης ‘ισόρροπης’ ανάπτυξης, στα πλαίσια της οποίας ‘το προφανές και απλό σύστημα της φυσικής ελευθερίας’ θα μεγιστοποιούσε την πρόοδο στον βαθμό που θα επιτρεπόταν στο Θεϊκό Σχέδιο να λειτουργήσει χωρίς εμπόδια. Έτσι, για παράδειγμα,
κάθε σύστημα το οποίο επιχειρεί είτε, μέσα από ασυνήθιστες ενθαρρύνσεις, να ελκύσει προς το μέρος ενός συγκεκριμένου είδους παραγωγής ένα μεγαλύτερο μερίδιο του κεφαλαίου της κοινωνίας από ότι θα ήταν φυσικό να αναλογεί σ’ αυτό το είδος παραγωγής, είτε, μέσω ασυνήθιστων περιορισμών, να αποσπάσει από κάποιο συγκεκριμένο είδος παραγωγής κάποιο μερίδιο κεφαλαίου το οποίο κάτω από άλλες συνθήκες θα επενδυόταν στο συγκεκριμένο είδος παραγωγής είναι στην πραγματικότητα ένα σύστημα ανατρεπτικό του σπουδαίου σκοπού που εννοεί να προωθήσει. Επιβραδύνει, αντί να επιταχύνει, την πρόοδο της κοινωνίας προς τον πραγματικό πλούτο και το μεγαλείο, και μειώνει, αντί να αυξάνει, την πραγματική αξία του ετήσιου προϊόντος της γης και της εργασίας.31
Στην ουσία λοιπόν, ο Adam Smith εφοδίασε την πολιτική οικονομία με μία οργανωμένη δομή από υποθέσεις, με έναν συγκεκριμένο προσανατολισμό σε ότι αφορούσε τα προβλήματα με τα οποία θα έπρεπε να ασχολείται αυτή, και με ένα σύστημα αξιών. Ποια ήταν η ουσία – η μακροπρόθεσμη σπουδαιότητα – αυτού του παραδειγματικού μοντέλου, και σε τι οφειλόταν η ισχυρή και ανθεκτική του επίδραση;
Πρώτα απ’ όλα, ο Smith άρθρωσε με στέρεο τρόπο τον λόγο της πολιτικής οικονομίας μέσα στα πλαίσια της σφαίρας δράσης της ηθικής φιλοσοφίας, με τη μορφή μιας κανονιστικής μελέτης της κοινωνίας. Σαν ένας ηθικής παρά φυσικής κατεύθυνσης, φιλοσοφικής παρά λογικής ή μαθηματικής προσέγγισης, κλάδος, αυτή κατόρθωσε να ξεφύγει από την εμπειρική-ποσοτική κλίση των πολιτικών αριθμητιστών. Σαν μία κανονιστική μελέτη, έδωσε μία πνευματική στήριξη στις πολιτικο-προπαγανδιστικές προτιμήσεις των φυλλαδιογράφων του δέκατου όγδοου αιώνα.
Στην πράξη, ο Smith όρισε το μοντέλο μιας θεωρητικής συμπερασματικής επιστήμης η οποία ξεκινά με βάση έναν μικρό αριθμό γενικών αρχών, η φύση των οποίων είναι σε τελευταία ανάλυση επαληθεύσιμη με ενδοσκοπικό ή φιλοσοφικό παρά με εμπειρικό τρόπο. Είναι αλήθεια ότι υπάρχει μία συνεχής επίκληση της ιστορίας στον Πλούτο των Εθνών, αλλά εδώ πρόκειται για αυτό που ο Dugald Stewart (μαθητής, ακόλουθος και πρώτος του βιογράφος) αποκάλεσε ‘ιστορία εξ εικασίας’ παρά καταγεγραμμένη ιστορία. Ο ρόλος αυτής της επίκλησης, όπως και εκείνος των αναφορών στις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες άλλων χωρών σε προηγούμενα στάδια ανάπτυξης, ήταν αυτός της διευκρίνισης παρά της επαλήθευσης των φιλοσοφικών επιχειρημάτων.
Οι βασικοί φιλοσοφικοί συλλογισμοί του Smith είχαν υλιστικό και μηχανιστικό χαρακτήρα, όπως αποδεικνύεται και από την υπόθεση περί ενός ‘ευάρεστου μηχανήματος’ σχεδιασμένου από έναν ‘θεϊκό αρχιτέκτονα’ και τροφοδοτημένου με την ενέργεια του φυσικού και παγκόσμιου ανθρώπινου ενστίκτου για αυτοσυντήρηση και ατομική πρόοδο. Το πρόβλημά του ήταν να εξηγήσει την οικονομική ανάπτυξη, να διασαφηνίσει ‘τη φύση και τα αίτια του πλούτου των εθνών’. Η αναλυτική του μέθοδος ήταν αυτή του να περιγράφει τη ‘φυσική’ οικονομική τάξη πραγμάτων αποστάζοντας από τις συγκρούσεις και τις ατέλειες που αποτελούσαν εμπόδιο για τις ευεργετικές λειτουργίες αυτής της τάξης πραγμάτων στον πραγματικό κόσμο και συμπεραίνοντας λογικά την τάση της να μεγιστοποιεί την οικονομική ευημερία. Η ιδεολογική του απόκλιση, όπως διαφαίνεται αυτή μέσα από την επιλογή των υποθέσεων που διατύπωνε και της μεθοδολογίας που ακολουθούσε, τον κατηύθυνε προς πολιτικές τακτικές σχεδιασμένες έτσι ώστε να ελαχιστοποιούν την ανάμιξη δημοσίων αρχών (όπως του κράτους) στην ατομική ελευθερία: αυτή οδηγούσε αδιαμφισβήτητα προς τον ατομικισμό και το δόγμα της ελεύθερης συναλλαγής και μακριά από τον κολεκτιβισμό και την κρατική παρέμβαση.
Δεν είναι δύσκολο να εξηγήσουμε τον λόγο για τον οποίο το παραδειγματικό μοντέλο του Adam Smith για την πολιτική οικονομία είχε μία τόσο άμεση επιτυχία. Αν μη τι άλλο, αυτό προσέδωσε πνευματικό κύρος και απήχηση στο γνωστικό αντικείμενο, ενοποιώντας τις θεμελιώδεις θεωρίες του και συσχετίζοντάς το συστηματικά με την ακαδημαϊκή φιλοσοφία, με τρόπο που κανείς άλλος συγγραφέας δεν είχε κατορθώσει ή ούτε καν προσπαθήσει να το κάνει προηγουμένως. Το έργο της εξέτασης και της επέκτασης αυτού του ουσιαστικά απλού και σχετικά περιεκτικού ως προς τα νοήματά του συστήματος ανάλυσης αποτέλεσε πρόκληση για τα μορφωμένα πνεύματα, άσχετα από το ποιες ήταν οι πολιτικές τους προτιμήσεις ή οι πολιτικοί τους δεσμοί.
Επιπρόσθετα, το εν λόγω μοντέλο διατύπωσε το κύριο οικονομικό πρόβλημα με όρους που έμοιαζαν κατάλληλοι για μία κοινωνία που άρχιζε να επεκτείνεται ως προς τον πληθυσμό της και τον πλούτο της και να εκβιομηχανίζεται. Η οικονομική ανάπτυξη και η αλλαγή αποτελούσαν τα κύρια ζητήματα του καιρού. Το σύστημα που προέτασσε ο Smith για την ταξινόμηση των βασικών οικονομικών σχέσεων της κοινωνίας, η έμφασή του στη ζωτική σπουδαιότητα του χαρακτηριστικού κοινωνικού μοντέλου του καπιταλισμού – γαιοκτήμονες, εργάτες και κεφαλαιοκράτες – με τις χαρακτηριστικές τους μορφές εισοδήματος – ενοίκια, μισθοί και κέρδη – είχαν ιδιαίτερη σημασία για τις ανερχόμενες καπιταλιστικές κοινωνίες της Δυτικής Ευρώπης. Η ανατομία του της οικονομίας της ανταλλαγής έριχνε φως στην αλληλο-εξάρτηση εισοδημάτων και τιμών με μία πειστικότητα και έναν ρεαλισμό που δεν είχαν προηγούμενο. Για παράδειγμα:
Όπως η τιμή ή η ανταλλάξιμη αξία του κάθε ενός αγαθού, λαμβάνοντάς την υπόψη ξεχωριστά, διαχωρίζεται στο ένα ή στο άλλο, ή και στα τρία αυτά μέρη, έτσι και αυτή όλων των αγαθών που συνθέτουν το σύνολο του ετήσιου προϊόντος της εργασίας σε κάθε χώρα, λαμβάνοντάς την υπόψη συνθετικά, θα πρέπει να διαχωρίζεται στα ίδια τρία μέρη, και να διαμοιράζεται ανάμεσα στους διαφορετικούς κατοίκους της χώρας, είτε με τη μορφή μισθών για την εργασία τους, είτε με τη μορφή κερδών από τα αποθέματά τους, είτε με τη μορφή ενοικίων από τη γη τους. Το σύνολο που είτε συλλέγεται είτε παράγεται ετησίως από τον μόχθο της κάθε κοινωνίας, ή αυτό που ισοδυναμεί μ’ αυτό το σύνολο, δηλαδή η συνολική του τιμή, κατανέμεται κατ’ αυτόν τον συγκεκριμένο τρόπο σε κάποια από τα διαφορετικά μέλη της. Οι μισθοί, τα κέρδη και τα ενοίκια είναι οι τρεις πρωταρχικές πηγές όλου του εισοδήματος όπως επίσης και όλης της ανταλλάξιμης αξίας. Κάθε άλλο είδος εισοδήματος αντλείται σε τελευταία ανάλυση από μία απ’ αυτές τις πηγές.32
Έτσι, έχοντας διατυπώσει το οικονομικό πρόβλημα με όρους που οι σύγχρονοί του θεωρούσαν κατάλληλους, και έχοντας αναλύσει τους συντελεστές της παραγωγής σε κατηγορίες που αυτοί αναγνώριζαν σαν ρεαλιστικές, ο Adam Smith παρήγαγε μία στηριγμένη με επιχειρήματα λύση για το θεμελιώδες πρόβλημα της καπιταλιστικής κοινωνίας, δηλαδή για το πώς είναι δυνατόν να προκύψει τάξη αντί χάος μέσα από τις μη συντονισμένες δραστηριότητες μυριάδων ατόμων, το κάθε ένα από τα οποία επιδιώκει το προσωπικό του συμφέρον. Για να χρησιμοποιήσουμε ακόμη μία φορά τα ίδια του τα λόγια:
Όπως το κάθε άτομο επιχειρεί όσο του είναι δυνατόν να χρησιμοποιήσει το κεφάλαιό του για να στηρίξει την εγχώρια παραγωγική δραστηριότητα αλλά και για να διευθύνει εκείνη την παραγωγική δραστηριότητα που το προϊόν της έχει ίσως τη μεγαλύτερη αξία, με τον ίδιο τρόπο το κάθε άτομο μοχθεί αναγκαστικά για να κάνει το ετήσιο εισόδημα της κοινωνίας όσο πιο μεγάλο γίνεται. Γενικά βέβαια, το άτομο δεν έχει στην πράξη σαν σκοπό του να προωθήσει το δημόσιο συμφέρον ούτε γνωρίζει πόσο πολύ το προωθεί. Όταν επιλέγει να στηρίξει την εγχώρια παρά την εξωτερική παραγωγική δραστηριότητα, η πρόθεσή του αφορά μόνο στην προσωπική του ασφάλεια, και διευθύνοντας αυτήν την παραγωγική δραστηριότητα με τέτοιο τρόπο ώστε το προϊόν της να έχει τη μεγαλύτερη δυνατή αξία, η πρόθεσή του είναι μόνο το προσωπικό του όφελος, και καθοδηγείται, όπως και σε τόσες άλλες περιπτώσεις, από ένα ξεχωριστό χέρι έτσι ώστε να συμβάλει θετικά σε έναν σκοπό που δεν αποτελούσε μέρος της πρόθεσής του…. Επιδιώκοντας το προσωπικό του συμφέρον, συχνά προωθεί εκείνο της κοινωνίας πιο αποτελεσματικά από ότι όταν έχει πράγματι την πρόθεση να το προωθήσει.33
Τέλος, ένα μέρος της επιτυχίας του παραδειγματικού μοντέλου του Smith – πιθανά το μεγαλύτερο μέρος της ανθεκτικότητας αυτού του μοντέλου – μπορεί φυσικά να αποδοθεί στη φύση των συνταγών πολιτικής τακτικής που αυτό εμπεριέχει. Σε ένα δοκίμιο με θέμα τον έλεγχο των θεωριών34, ο Sir Karl Popper διακρίνει τρία είδη θεωριών: (1) λογικές και μαθηματικές θεωρίες οι οποίες μπορούν να διαψευσθούν μέσω ελέγχου δια της λογικής, (2) εμπειρικές και επιστημονικές θεωρίες οι οποίες μπορούν να ελεγχθούν με πειραματικές μεθόδους, και (3) φιλοσοφικές και μεταφυσικές θεωρίες οι οποίες είναι μη διαψεύσιμες εξ ορισμού και μη προσφερόμενες για εμπειρικό πειραματισμό. Η θεωρία περί της οικονομικής τάξης πραγμάτων του Adam Smith εμπίπτει κατά κύριο λόγο στην τρίτη κατηγορία και ο Popper προτείνει μία σειρά από ερωτήματα κριτικού χαρακτήρα όσον αφορά αυτό το είδος θεωρίας. Για παράδειγμα, ‘Επιλύει το πρόβλημα; Το επιλύει καλύτερα από άλλες θεωρίες; Είναι ίσως πιθανό ότι έχει απλώς μεταθέσει το πρόβλημα; Είναι απλός ο τρόπος επίλυσης; Είναι καρποφόρα; Είναι πιθανό να αντικρούει αυτή άλλες φιλοσοφικές θεωρίες που είναι απαραίτητες για την επίλυση άλλων προβλημάτων;’35 Το παραδειγματικό μοντέλο του Smith θα είχε αντέξει αρκετά καλά σε ένα μπαράζ ερωτημάτων αυτού του είδους στο τέλος του δέκατου όγδοου και στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα. Αλλά όταν πρόκειται για μία θεωρία του οικονομικού συστήματος, η οποία συνεπάγεται αναπόφευκτα έναν αριθμό συνταγών οικονομικής πολιτικής, είναι λογικά αναμενόμενο από τους χρήστες αυτού του παραδειγματικού μοντέλου να διατυπώσουν και ένα άλλο κριτικής σημασίας ερώτημα: ‘Είναι αποτελεσματική αυτή η πολιτική;’
Χωρίς μεγάλη αμφιβολία, στις καπιταλιστικές κοινωνίες του δέκατου όγδοου αιώνα και των αρχών του δέκατου ένατου, και πολύ περισσότερο για την πρώτη χώρα που βίωσε την εμπειρία της βιομηχανικής επανάστασης, η πολιτική αυτή έμοιαζε να έχει αποτελέσματα στον βαθμό που μεγιστοποιούσε το τελικό προϊόν των υλικών αγαθών και των υπηρεσιών. Η μείωση των παρεμβάσεων ενός μη ικανού κράτους, η μείωση των περιορισμών που υπήρχαν στο εσωτερικό και εξωτερικό εμπόριο και αυτή της μετακίνησης κεφαλαίου και εργατικού δυναμικού θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι συνετέλεσαν θετικά στη διαδικασία της οικονομικής ανάπτυξης. Το κατά πόσο κατόρθωσε αυτή να επιτύχει άλλες ποθούμενες πολιτικές τακτικές, π.χ., μία δίκαιη ή/και πολιτικά σταθερή κατανομή του πλούτου στα πλαίσια της οικονομικής κοινωνίας αποτελούσε φυσικά άλλο ζήτημα. Και δεν ήταν τυχαίο ότι το μοναδικό εξολοκλήρου διαφορετικό εναλλακτικό παράδειγμα που προτάθηκε κατά τον δέκατο ένατο αιώνα, το σύστημα του Μαρξ, εστίαζε στην αποτυχία της ορθόδοξης πολιτικής οικονομίας να προτάξει τους όρους για μία επιθυμητή κατανομή του πλούτου.
Ωστόσο, σε ότι αφορούσε τη δεσπόζουσα τάση της πολιτικής οικονομίας, το παραδειγματικό μοντέλο του Smith αναθεωρήθηκε, τροποποιήθηκε και επεκτάθηκε κομμάτι-κομμάτι κατά τη διάρκεια του δέκατου ένατου και του εικοστού αιώνα: η ιδεολογική του απόκλιση όμως διατηρήθηκε ουσιαστικά ανέπαφη για κάποιες σχολές σκέψης ακόμη και μέχρι τη σύγχρονη νέο-κλασσική ορθοδοξία. Το απόσπασμα που ακολουθεί, για παράδειγμα, γραμμένο το 1943 από ένα διαπρεπή Αμερικανό θεωρητικό της σχολής του Σικάγου εκφράζει έναν σχεδόν ανόθευτο Adam Smith:
Η πρακτική σπουδαιότητα της οικονομικής θεωρίας αφορά κυρίως τα προβλήματα της κοινωνικής δράσης. Αλλά σε μία ελεύθερη κοινωνία ο αντικειμενικός σκοπός του κοινωνικού ελέγχου δεν είναι συνήθως το να κάνει τα άτομα να συμπεριφέρονται με κάποιον συγκεκριμένο τρόπο αντί με κάποιον άλλο. Είναι απλώς το να δημιουργεί τις προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες τα άτομα θα είναι ικανά να πραγματοποιούν τους προσωπικούς τους στόχους στον μέγιστο δυνατό βαθμό, δηλαδή, να δρουν με αρμονικό τρόπο, με ένα ελάχιστο σύγκρουσης και αμοιβαίας ματαίωσης.36
ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΑΝΑΓΝΩΣΗ
Ένας σύντομος κατάλογος βιβλίων και άρθρων που είναι σχεδιασμένος έτσι ώστε να παραπέμπει τον μελετητή σε κάποιες από τις πλέον προσβάσιμες κύριες πηγές αλλά και σε μερικές δευτερεύουσες πηγές που είναι σχετικές με τα θέματα που τέθηκαν στο κείμενο ακολουθεί το κάθε κεφάλαιο. Μία πιο ολοκληρωμένη και χρήσιμη βιβλιογραφία συνοδευόμενη από σχόλια υπάρχει στο βιβλίο του Mark Blaug στο οποίο γίνεται αναφορά πιο κάτω.
Κύρια Βιβλιογραφία
Adam Smith, The Theory of Moral Sentiments, Glasgow edition, επιμ. Από A.L. Macfie και
D.D. Raphael (1976).
Adam Smith, An Inquiry into the Nature and Causes of the Wealth of Nations, επιμ. Cannan,
2 τόμοι. (1950). Βλέπε επίσης της έκδοση της Glasgow, με την επιμέλεια και μία εισαγωγή
των R.H. Campbell και A.S. Skinner (1976).
Δευτερεύουσα Βιβλιογραφία
M. Blaug, Economic Theory in Retrospect (1964).
Marian Bowley, Studies in the History of Economic Theory before 1870 (1973).
T.D. Campbell, Adam Smith’s Theory of Morals (1971).
D.C. Coleman (επιμ.), Revisions in Mercantilism (1969).
Samuel Hollander, ‘On the Interpretation of the Just Price’, Kyklos (1965).
Samuel Hollander, The Economics of Adam Smith (1973).
J. Ralph Lindgren, The Social Philosophy of Adam Smith (1973).
R.L. Meek (επιμ.), Precursors of Adam Smith 1750-1775 (1973).
R.L. Meek, The Economics of Physiocracy (1962).
Raymond de Roover, ‘The Concept of the just Price: Theory and Economic Policy’,
Journal of Economic History (1958).
J. Schumpeter, History of Economic Analysis (1954).
Andrew S. Skinner και Thomas Wilson, Essays on Adam Smith (1975).
J. Viner, ‘Adam Smith and Laissez-faire’ στο idem, The Long View and the Short (1950).
J. Viner, ‘English Theories of Foreign Trade before Adam Smith’ στο idem, Studies in the
Theory of International Trade (1937).

Δεν υπάρχουν σχόλια: