Αναγνώστες

Κυριακή 16 Αυγούστου 2009

Επανεξετάζοντας τα δικαιώματα του πολίτη και τις αγορές:


Επανεξετάζοντας τα δικαιώματα του πολίτη και τις αγορές:
Νεο- φιλελευθερισμός και ο ‘τρίτος δρόμος’
John Holmwood
http://www.sociology.ed.ac.uk/scaffolding/new_file_root/events/seminar_series/2002_2003/john_holmwood
Sociology Seminar Series, 2002-2003
“Citizenship and markets revisited: neo-liberalism and the third way”
μεταφραση : Ελενης Δημητριαδη

«δεν υπάρχει ούτε ένα κράτος που να μην διογκώνεται ορατά ο προϋπολογισμός του. Οι οικονομολόγοι βλέπουν σε αυτό το θλιβερό αποτέλεσμα μιας ξεκάθαρης περίπτωσης λανθασμένης συλλογιστικής και θρηνούν για την τύφλωση που πρυτανεύει. Θα ήταν ίσως καλύτερη ιδέα για μία τόσο καθολικά αναπόφευκτη τάση να θεωρείται κανονική και ομαλή» (Durkheim Professional Ethics and Civic Morals (1992[1937]: 54).
Εισαγωγή
Αρχίζοντας από μικρά ξεκινήματα στο τελευταίο τέταρτο του δέκατου ένατου αιώνα, οι κρατικές δραστηριότητες κοινωνικής πρόνοιας επεκτάθηκαν βαθμιαία, και φαινομενικά ασυγκράτητα. Ωστόσο, αυτή η επέκταση δεν απογειώθηκε πλήρως παρά μόνο μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Γράφοντας το 1950, ο T.H. Marshall περιέγραφε την ‘κανονικότητα και ομαλότητα’ αυτής της επέκτασης με τους όρους μιας αλλαγής κατεύθυνσης σε ό,τι αφορούσε την ουσία των δικαιωμάτων του πολίτη, από τα αστικά και πολιτικά δικαιώματα που κατακτήθηκαν κατά τη διάρκεια του δέκατου όγδοου και δέκατου ένατου αιώνα στα κοινωνικά δικαιώματα του εικοστού αιώνα. Ενώ τα πρώτα είναι τα βασικά ‘αρνητικού χαρακτήρα’ δικαιώματα της φιλελεύθερης ιδιότητας του πολίτη (Berlin 1969) – για παράδειγμα, δικαιώματα στην ιδιοκτησία, ελευθερία μπροστά στο νόμο, δικαιώματα στη δημιουργία συνασπισμών και στην πολιτική αντιπροσώπευση, κ.λ.π. – τα κοινωνικά δικαιώματα συνεπάγονται μία νέα, ‘θετικού χαρακτήρα’ αντίληψη του δικαιώματος στη διατήρηση κάποιου βιοτικού επιπέδου, εν μέρει υπό την έννοια του αυτοσκοπού και εν μέρει ως απαραίτητη προϋπόθεση για την πλήρη υλοποίηση των αστικών και των πολιτικών δικαιωμάτων. Από τη μία πλευρά, ισχυριζόταν ο Marshall, τα κοινωνικά δικαιώματα αποτελούν μία συνέχεια των αστικών και των πολιτικών δικαιωμάτων, αλλά, από την άλλη, βρίσκονται και ‘σε πόλεμο’ με αυτά (1963 [1950]: 29) στο βαθμό που εμπλέκουν μία τροποποίηση αυτών των ίδιων των αρχών λειτουργίας της αγοράς η ύπαρξη των οποίων γίνεται δυνατή μέσα από τα αστικά και πολιτικά δικαιώματα (Macpherson 1977). Και ενώ ο Marshall φαινόταν αρκετά αισιόδοξος ότι η ισορροπία έκλινε περισσότερο υπέρ των κοινωνικών δικαιωμάτων, τώρα, αρκετές δεκαετίες αργότερα, η κατάσταση φαίνεται να είναι πολύ διαφορετική. Οι νεο-φιλελεύθερες ιδέες γύρω από την ελευθερία και τα δικαιώματα, με την ‘αγορά’ να αποτελεί τη ‘φυσική’ τους έκφραση, κυριαρχούν στις ατζέντες πολλών κυβερνήσεων και διεθνών φορέων. Η φάση των κοινωνικών δικαιωμάτων εμφανίζεται αβέβαιη και σε κατάσταση υπαναχώρησης. Για μία ακόμη φορά ερχόμαστε αντιμέτωποι με εκείνο το είδος συλλογιστικής που υποστηρίζει τη μείωση των κρατικών προϋπολογισμών στο όνομα των γεμάτων σφρίγος και αποδοτικότητα οικονομιών της αγοράς.
Στην παρούσα διατριβή θα αντικρούσω την τρέχουσα άποψη ότι η κοινωνική ευημερία αποκτάται με πιθανό κόστος την οικονομική ευημερία και, σε συμφωνία με το πνεύμα του Durkheim, θα προσδιορίσω την ταυτότητα μιας ‘παθολογίας’ που βρίσκεται στην καρδιά της τρέχουσας συλλογιστικής, στην οποία συμπεριλαμβάνεται και εκείνη των υποστηρικτών του ‘τρίτου δρόμου’. Οι θεωρητικοί του ‘τρίτου δρόμου’ διατηρούν μία ευμενή στάση όσον αφορά το ρόλο των κρατικών παρεμβάσεων και υποστηρίζουν ότι είναι απαραίτητο να εξισορροπούνται οι αγορές με ισχυρούς κρατικούς και κοινωνικο-πολιτικούς θεσμούς. Από αυτήν την άποψη, οι ισχυρισμοί τους θα μπορούσαν να θεωρηθούν παρόμοιοι με εκείνους του Durkheim. Στο μεγαλύτερο μέρος του, ωστόσο, το ενδιαφέρον τους να επανεξετάσουν την σοσιαλδημοκρατία χάριν των ‘νέων καιρών’ συνεπάγεται την άσκηση μιας κριτικής των πρακτικών που ακολούθησε η σοσιαλδημοκρατία στο παρελθόν, μιας κριτικής που αποδέχεται την ισχύ των νεο-φιλελεύθερων επιχειρημάτων και παραμένει σιωπηλή όσον αφορά τον νεο-φιλελεύθερο εναγκαλισμό των αγορών.1 Κατ’ αυτόν τον τρόπο, είναι και οι θεωρητικοί του ‘τρίτου δρόμου’ μέρος της παθολογίας που ο Durkheim αγωνιούσε να κατανικήσει.
Η αγορά και ο ‘τρίτος δρόμος’
Η σύγχρονη δημόσια αντιπαράθεση γύρω από το ζήτημα της κοινωνικής πρόνοιας κυριαρχείται από το νεο-φιλελεύθερο τρόπο αντίληψης των συναλλακτικών σχέσεων της αγοράς σαν να αποτελούν αυτές ένα σύστημα οικονομικής ελευθερίας σε σύγκριση με το οποίο οι παρεχόμενες από το κράτος υπηρεσίες αντιμετωπίζονται ως γραφειοκρατικές και καταπιεστικές σε χαρακτήρα. Ο απόλυτος χαρακτήρας αυτής της θέσης εκφράζεται πλήρως στην απόρριψη εκ μέρους του Barry (1990) αυτού που θεωρεί ότι συνιστά την τυπική, αλλά θολή, άποψη η οποία θέλει να παρουσιάζει τις υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας ως ένα σύστημα πρόβλεψης των ‘αναγκών’ (εκφρασμένων ως ‘κοινωνικά δικαιώματα’), αντιπαραθέτοντας αυτές τις υπηρεσίες στην ιδιο-συμφεροντολογική φύση των δραστηριοτήτων της αγοράς. Αυτό δεν ισχύει, υποστηρίζει ο Barry, επειδή οι ‘ανάγκες’ βρίσκονται επίσης και στη βάση των συστημάτων της αγοράς, με τη διαφορά ότι στα συστήματα αγοράς αυτές εκφράζονται ως προσωπικές επιλογές και καλύπτονται μέσα από τις εθελοντικές δράσεις υπεύθυνων ατόμων. Επιπλέον, οι ανταγωνιστικές συναλλαγές που λαμβάνουν χώρα στα πλαίσια των αγορών μεγιστοποιούν την αποδοτικότητα και την ισοτιμία. Σε αντίθεση, οι ανάγκες που καλύπτονται μέσα από τις δραστηριότητες του κράτους απαιτούν αποφάσεις συλλογικής δέσμευσης που λαμβάνονται για λογαριασμό ατόμων μέσω πολιτικών φορέων ο χαρακτήρας των οποίων είναι μη-εθελοντικός. Για τον Barry, επομένως, δεν μπορεί να γίνει κάποια νόμιμη διάκριση ανάμεσα στις αγορές ως εκφραστές του προσωπικού συμφέροντος και στην κοινωνική πρόνοια ως ένα σύστημα προσανατολισμένο στην ανάγκη. Αντίθετα, «η σωστή διχοτομική διάκριση θα πρέπει να είναι αυτή ανάμεσα στην ελευθερία και στον καταναγκασμό» (1990: 70). Το σαφές επαγωγικό συμπέρασμα είναι ότι, όπου είναι αυτό δυνατόν, ο καταναγκασμός θα πρέπει να αντικαθίσταται από την ελευθερία και την αποδοτικότητα που εξασφαλίζουν οι αγορές.
Αυτή η χωρίς καλλωπίσματα νεο-φιλελεύθερη άποψη υπάρχει σε υπονοούμενη μορφή ακόμη και στα επιχειρήματα των κριτικών που προέρχονται από τον χώρο του τρίτου δρόμου. Ακόμη και στις περιπτώσεις που αυτοί αντιλαμβάνονται ότι υπάρχουν αρνητικές κοινωνικές επιπτώσεις των μη-ρυθμιζόμενων από το κράτος συστημάτων της αγοράς, συχνά αποδέχονται περιγραφές που θέλουν τα κράτη-πρόνοιας να είναι εγγενώς καταπιεστικά σε χαρακτήρα. Εδώ υπάρχει η αποδοχή ότι, αντί να ‘ενδυναμώνουν’ τα άτομα, τα κράτη-πρόνοιας έχουν εμφανιστεί συχνά να τα ‘αποδυναμώνουν’ (αντικαθιστώντας την ανεξαρτησία και την αυτονομία του ατόμου με νέες μορφές εξάρτησης από την κρατικά παρεχόμενη πρόνοια). Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι κριτικοί από την πλευρά του τρίτου δρόμου βρίσκουν συχνά τους εαυτούς τους να καταφέρονται ενάντια στο κοινωνικό κόστος των συστημάτων της αγοράς και να θρηνολογούν τις διευρυνόμενες ανισότητες που έχουν προκύψει ως επακόλουθο των νεο-φιλελεύθερων προσπαθειών για την επανεδραίωση των μη ρυθμιζόμενων από το κράτος αγορών, την ίδια στιγμή που αυτοί αποδέχονται τον τρόπο με τον οποίο χαρακτηρίζουν οι νεο-φιλελεύθεροι εκείνους ακριβώς τους θεσμούς που θα ήταν απαραίτητοι για την άμβλυνση αυτού του κόστους και αυτών των ανισοτήτων. Ο Walzer, για παράδειγμα, ασκεί κριτική στην ‘κρατικοποίηση’ της κοινωνικής πρόνοιας, υποστηρίζοντας αντίθετα την ‘κοινωνικοποίησή’ της διαμέσου της ανάπτυξης αυτο-υποστηριζόμενων και εθελοντικών σε χαρακτήρα ομάδων. Αυτός γράφει ότι «τώρα μετράμε την πρόοδο του κράτους-πρόνοιας – αλλά δεν μπορούμε σχεδόν καθόλου να μετρήσουμε την επιτυχία του – μέσω του αυξανόμενου αριθμού των εξαρτώμενων που πρέπει να συντηρήσει ο κάθε εργαζόμενος πολίτης, και για πολλούς πολίτες στις μέρες μας αυτός ο αριθμός μοιάζει ανυπόφορος» (1998: 6). Με ένα παρόμοιο ύφος, ο Plant γράφει ότι «αν μας ενδιαφέρει η ενδυνάμωση όλων των ανθρώπων στην κοινωνία, αυτό πρέπει να γίνει οπωσδήποτε από την αγορά, αλλά δεν μπορεί να γίνει εξολοκλήρου από αυτήν. Εξακολουθούμε να χρειαζόμαστε υπηρεσίες που είτε θα παρέχονται από το κράτος είτε θα έχουν το κράτος ως εγγυοδότη τους. Όμως εμείς στην Αριστερά δεν θα πρέπει να προσπαθούμε να ανακαλύπτουμε από την αρχή το χτες και να πηγαίνουμε πίσω σε θεσμούς κοινωνικής πρόνοιας οι οποίοι, με τις καλύτερες των προθέσεων, εναποθέτουν στην πράξη πολύ μικρή δύναμη στα χέρια εκείνων για την ενίσχυση των οποίων σχεδιάστηκαν» (1990: 32). Ο Giddens, από την πλευρά του, υποστηρίζει ότι υπάρχει μία αντίθεση ανάμεσα στην ισότητα και την ποικιλομορφία γράφοντας ότι «η σύγχρονη αριστερά χρειάζεται να αναπτύξει μία δυναμική προσέγγιση της έννοιας της ισότητας με σημείο αναφοράς τις ευκαιρίες για ζωή, τοποθετώντας την κύρια έμφαση στην ισότητα των ευκαιριών. Οι εκσυγχρονιστές σοσιαλδημοκράτες θα πρέπει επίσης να βρουν μία προσέγγιση η οποία θα συμφιλιώνει την έννοια της ισότητας με αυτές του πλουραλισμού και της ποικιλομορφίας των τρόπων ζωής, αναγνωρίζοντας ότι οι συγκρούσεις ανάμεσα στην ελευθερία και την ισότητα τις οποίες επισημαίνουν πάντοτε οι νεο-φιλελεύθεροι είναι πραγματικές» (2000: 86)2
Οι Plant, Giddens και Walzer (βλέπε επίσης και Wolfe 1988) φαίνονται να αναζητούν μία διευθέτηση των προβλημάτων που σχετίζονται με την κοινωνική πρόνοια η οποία θα είναι σύμφωνη με το πνεύμα του κοινοτισμού – αυτό που ο Giddens αποκαλεί ‘δομικό πλουραλισμό’ – αλλά μια διευθέτηση η οποία θα αναγνωρίζει τον αναγκαίο ρόλο των αγορών και η οποία θα εντοπίζει τη λύση για τις αρνητικές επιπτώσεις του συστήματος της αγοράς μέσα στο πλαίσιο της ‘κοινωνίας’ και εκείνων των εθελοντικών ενώσεων που δεν ανήκουν στο σύστημα της αγοράς, και όχι μέσα στο πλαίσιο των κρατικά παρεχόμενων υπηρεσιών (αν και ο Giddens φαίνεται να αναγνωρίζει στο κράτος κάποιον ρόλο όσον αφορά τη διευκόλυνση της παροχής κοινωνικών υπηρεσιών3). Αυτή η θέση δεν αμφισβητεί σχεδόν καθόλου τις νεο-φιλελεύθερες υποθέσεις και παραμένει καταστροφικά αδύναμη ακριβώς επειδή φαίνεται να αξιώνει αυτό για τη δικαιολόγηση του οποίου δεν βρίσκει την κατάλληλη γλώσσα, έναν επιβεβλημένο ρόλο στην πολιτική ρύθμιση. Ωστόσο, οι νεο-φιλελεύθερες πολιτικές που σχεδιάστηκαν με στόχο τη μείωση των ‘κολεκτιβιστικών’ προγραμμάτων κοινωνικής πρόνοιας και την απελευθέρωση των αγορών στο Ηνωμένο Βασίλειο έχουν επαναφέρει στο σήμερα εκείνο το μέγεθος των εισοδηματικών ανισοτήτων που ίσχυε στα πρώιμα χρόνια αυτού του αιώνα και έχουν δημιουργήσει εκτεταμένη φτώχεια σε παιδιά και οικογένειες, φαινόμενο που συμπεριλαμβάνει και μία ‘γυναικοποίηση’ της φτώχειας (Hills 1998).4 Είναι δύσκολο να δούμε γιατί ο Plant θεωρεί την ‘επανεφεύρεση του χτες’ σαν πηγή αμηχανίας για την Αριστερά, όταν η επανεφεύρεση του laissez-faire καπιταλισμού όπως και οι συνέπειές του φαίνονται να μην έχουν προκαλέσει κάποια υπερβολική αμηχανία στη Δεξιά. Στην επιχειρηματολογία υπέρ του κράτους-πρόνοιας θα μπορούσε λογικά να συμπεριλαμβάνεται το γεγονός της μείωσης των ανισοτήτων και της φτώχειας για ένα μεγάλο διάστημα αυτού του αιώνα (μέχρι τις πρόσφατες μεταστροφές) ως αναπόσπαστο χαρακτηριστικό αυτού που συνιστά την αξία του. Είναι δύσκολο να δούμε τι είναι τυραννικό σε ένα κράτος το οποίο επιτυγχάνει τα παραπάνω (εκτός, ίσως, αν το δούμε από την οπτική γωνία των ακραίων θέσεων που προτάσσουν οι οπαδοί της πλήρους ελευθερίας σκέψης και δράσης, όπως ο Nozick 1974).
Υπάρχει κάτι εγγενώς καταναγκαστικό στην ιδέα ότι τα κράτη-πρόνοιας είναι εγγενώς ‘καταπιεστικά’.5 Είναι βέβαιο ότι υπάρχουν απολυταρχικά κράτη αλλά, όπως έχει τονίσει ο Marshall, το κράτος πρόνοιας το οποίο βασίζεται επάνω σε θεσμοθετημένα κοινωνικά δικαιώματα είναι προϊόν του εκδημοκρατισμού και η ιδέα ότι η συλλογική φροντίδα και η ατομική ελευθερία είναι δύο αντιθετικά πράγματα απλώς παραβλέπει αυτήν τη θεμελιώδη πραγματικότητα.6 Επιπλέον, δεν πρόκειται απλά για το γεγονός ότι η παλινόρθωση των αγορών και η μείωση των κοινωνικών δικαιωμάτων παράγει κοινωνική πόλωση, αλλά για το ότι η πόλωση εμφανίζεται επίσης και με τη μορφή μιας υποβάθμισης των πολιτικών και αστικών δικαιωμάτων. Αυτό απεικονίζεται γραφικά με τα χαμηλά επίπεδα πολιτικής συμμετοχής και τα υψηλά επίπεδα εγκλεισμών σε φυλακές στις Η.Π.Α. (αλλά και στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου τα ποσοστά εγκλεισμών σε φυλακές έχουν αυξηθεί ραγδαία τα τελευταία χρόνια) ενώ τα κοινωνικά δικαιώματα εξακολουθούν να υπολείπονται εκείνων της Σκανδιναβίας όπου αυτά είναι σε αντιστοιχία πολύ πιο εκτεταμένα.7
Παρ’ όλα αυτά, οι θεωρητικοί του τρίτου δρόμου – η, πιο σωστά ίσως, οι θεωρητικοί που έχουν επηρεάσει τη σύλληψη της ιδέας του τρίτου δρόμου – έχουν υποστηρίξει ότι ακόμη και τα ‘πλήρως εδραιωμένα από θεσμική άποψη’ κράτη-πρόνοιας μπορούν να προσφέρουν μικρή μόνο προστασία έναντι των νέων εξελίξεων του παγκόσμιου καπιταλισμού, όπως και ότι το ‘τέλος της ιδέας του κράτους-πρόνοιας’ είναι κάτι περισσότερο από μία απλή περιγραφή του αταβισμού της υπολειμματικής μορφής του.8 Αυτοί έχουν αναπαραστήσει το κράτος πρόνοιας σαν να είναι αυτό συνδεδεμένο με μία συγκεκριμένη φάση της καπιταλιστικής ανάπτυξης, εκείνη ενός καθεστώτος ‘οργανωμένης’ καπιταλιστικής συσσώρευσης σύμφωνα με το παράδειγμα του Ford*, η οποία έχει πλέον τελειώσει.9 Καθώς ο καπιταλισμός έχει προχωρήσει στην πλέον πρόσφατη ‘παγκοσμιοποιημένη’ και ‘αποδιοργανωμένη’ ‘μετα-νεωτερική’ του φάση, αυτός χρησιμοποιεί διαδικασίες ‘ατομίκευσης’ οι οποίες υπονομεύουν τις παραδοσιακές πηγές ταυτότητας και αλληλεγγύης όπως είναι οι οικογένεια, η τοπική γειτονιά και η κοινωνική τάξη. Το ‘εθνικό’ κράτος πρόνοιας φαίνεται να υπονομεύεται εκ των ‘άνωθεν’ και ‘κάτωθεν’. Από τη μία πλευρά, υπάρχει ο ισχυρισμός ότι η παγκοσμιοποίηση έχει καταστήσει άχρηστο το έθνος-κράτος, αποδυναμώνοντας τις ικανότητές του για αποτελεσματική ρυθμιστική δράση καθώς οι εταιρικοί οικονομικοί δρώντες γίνονται όλο και πιο υπερεθνικοί σε χαρακτήρα και οι ψηφιακές επικοινωνίες κάνουν τις συναλλαγές στιγμιαίες και παγκόσμιες. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει ο ισχυρισμός ότι ο ‘κολεκτιβιστικός’ χαρακτήρας του κράτους-πρόνοιας υπήρξε ένα ‘κοινωνιολογικό’ ενδεχόμενο μόνο για τον λόγο ότι τα άτομα ήταν ριζωμένα μέσα σε μορφές κοινωνικής αλληλεγγύης όπως αυτές της οικογένειας, της γειτονιάς και της κοινωνικής τάξης. Με τη διάλυση αυτών των ταυτοτήτων και τον εφήμερο, διαπεραστικό και ίσως ακόμη και υπαγορευμένο από την αγορά καταναλωτικό χαρακτήρα των νέων ταυτοτήτων, η βασική κοινωνική αλληλεγγύη που είναι απαραίτητη για την πολιτική νομιμότητα του κράτους πρόνοιας έχει κερματισθεί.
Εκεί όπου ο Marshall αναφερόταν στο κράτος πρόνοιας και στα συνδεδεμένα με αυτό κοινωνικά δικαιώματα ως δηλωτικά της «αξίωσης για την απόκτηση της πλήρους ιδιότητας του μέλους μιας κοινότητας» (1963[1950]: 28), εκείνη η έννοια της κοινότητας φαίνεται τώρα να έχει κατακερματιστεί και μαζί με αυτήν και οι ‘πολιτικές πρακτικές’ που στήριζαν το κράτος πρόνοιας. Οι θεωρητικοί του τρίτου δρόμου τονίζουν τη σπουδαιότητα της ‘διαφοράς’ και, μάλλον χωρίς ιδιαίτερη πειθώ όσον αφορά τους όρους με τους οποίους την προτάσσουν, αναζητούν μία νέα μορφή αλληλεγγύης θεμελιωμένη στην ‘ανομοιομορφία’,10 σε αντίθεση με αυτό που αντιλαμβάνονται ως την ομοιομορφία του κράτους πρόνοιας αλλά και με αυτό που θεωρούν ότι αποτελεί την χαρακτηριστική του μορφή ταυτότητας, εκείνης του άρρενα βιομηχανικού εργάτη της εποχής του Ford*. Ωστόσο, με δεδομένη τη γενική κριτική του κράτους, η οποιαδήποτε προτεινόμενη μελλοντική ‘διαλεκτική’ του ‘παγκόσμιου’ παράλληλα με το ανομοιογενές ‘τοπικό’ δεν κάνει τίποτα για να εδραιώσει την πιθανότητα μιας πολιτικής που θα μπορούσε να αντιστρέψει αυτά που έχουν γίνει αποδεκτά ως αρνητικές συνέπειες, από τη στιγμή που αυτή η κριτική συνεπάγεται μία άρνηση αναγνώρισης της συνεχιζόμενης αποτελεσματικότητας εκείνων των φορέων δράσης που υπήρξαν επιτυχείς στο παρελθόν και της απουσίας οποιωνδήποτε καινούριων φορέων σήμερα. Στον βαθμό που προσδιορίζεται η ταυτότητα τέτοιων φορέων – για παράδειγμα, υπερεθνικών οντοτήτων όπως είναι η Ε.Ε. – αυτοί οι φορείς φαίνονται να αποτελούν συνέχεια εκείνου που προϋπήρξε, ή, όταν αυτό δεν αναγνωρίζεται, όπως συμβαίνει προφανώς στην περίπτωση του Giddens, τότε επιδοκιμάζεται μία μορφή ‘πολιτικής εκ των άνωθεν’ η οποία είναι πιο ελιτιστική από ό,τι εκείνη που θα μπορούσε να συναντήσει κανείς σε οποιοδήποτε κράτος πρόνοιας.11 Ωστόσο, όσο πολύ και να προσβλέπουν οι θεωρητικοί σε μια νέα πολιτική πέρα και πάνω από το κράτος πρόνοιας, η θέση υπέρ της ‘ατομίκευσης’ εμφανίζεται να περιγράφει τέτοιες κοινωνικές περιστάσεις για τις οποίες φαίνονται να είναι ιδιαίτερα κατάλληλα τα νεο-φιλελεύθερα επιχειρήματα σχετικά με τις αγορές και την απελευθέρωσή τους, ενώ, την ίδια στιγμή, η οποιαδήποτε εναλλακτική πρόταση εμφανίζεται να είναι εξαιρετικά εύθραυστη ως προς την ιδιοσυστασία της. Έτσι λοιπόν, παρά την οποιαδήποτε κριτική των παλαιών ‘μεγαλοπρεπών ιστορημάτων’, υπάρχει ένα ‘μεγαλοπρεπές ιστόρημα’, μία ‘ιδεολογία του δέκατου ένατου αιώνα’, που δεν φαίνεται να τίθεται υπό αμφισβήτηση στα πλαίσια των αναφορών στην παγκοσμιοποίηση και αυτή είναι εκείνη της ελευθερίας της αγοράς.12
Οι περιορισμοί της αγοράς
Όταν κάποιοι θεωρητικοί του τρίτου δρόμου ισχυρίζονται ότι επιθυμούν την αρμονική συνύπαρξη των αγορών και της κοινωνικής δικαιοσύνης, σκοπός τους είναι να προσυπογράψουν την καινοτομία και τις παραγωγικές δυνατότητες που χαρακτηρίζουν τον καπιταλισμό. Είναι ακριβώς τη στιγμή που προσυπογράφεται η καινοτομία που οι θεωρητικοί του τρίτου δρόμου αποκαλύπτουν την άκριτη αποδοχή εκ μέρους τους του μοντέλου της αγοράς και των άρρητων νεο-φιλελεύθερων υποθέσεων που το στηρίζουν. Οι αποτυχίες που σχετίζονται με την καινοτομία μπορούν να εναποτίθενται στο κατώφλι του κρατικού σοσιαλισμού, αλλά αυτή η κριτική δεν μπορεί να επεκταθεί στη σοσιαλδημοκρατία. Ο Giddens, για παράδειγμα, γράφει ότι «μία επιτυχημένη οικονομία της αγοράς παράγει πολύ μεγαλύτερη οικονομική ευημερία από οποιοδήποτε άλλο αντίπαλο σύστημα. Κατ’ ουσία, δεν υπάρχει πια αντίπαλο σύστημα στη θέση του, παρεκτός στα κατάλοιπα των μετα-κομμουνιστικών οικονομιών» (2000: 35). Είναι εύκολο να επισημαίνεται ότι η επιτυχία αποδίδεται στην ‘οικονομία της αγοράς’ αλλά, αν είναι έτσι, αυτή θα έπρεπε να είναι μία οικονομία της αγοράς η οποία θα συμπεριλάμβανε και ένα μεγάλο κράτος πρόνοιας μολονότι το τελευταίο εξαιρείται από την εξήγηση αυτής της επιτυχίας. Οι θεωρητικοί του τρίτου δρόμου δεν ευνοούν τις ανεξέλεγκτες αγορές. Ωστόσο, αυτοί δεν έχουν κάποια σχηματισμένη αντίληψη εκείνης της αγοράς που θα επέτρεπε τον περιορισμό αυτού του ίδιου του ρόλου της εφόσον δεν έχουν κάποια σχηματισμένη αντίληψη των εγγενών περιορισμών της αγοράς.
Η μη ικανοποιητική και επίσημη αντίθεση ανάμεσα στην κρατικά οργανωμένη κοινωνική πρόνοια και στις αγορές δεν είναι δυνατόν να ξεπεραστεί απλά και μόνο μέσα από την αμφισβήτηση του τρόπου με τον οποίο περιγράφεται η μια πλευρά της διχοτομίας. Αναπτύσσοντας την απαραίτητη άλλη πλευρά του επιχειρήματος, θα αντλήσω από την επιχειρηματολογία του Karl Polanyi, σχεδόν σύγχρονου του Marshall, από τον οποίο φαινόταν να εισπράττει, στην πράξη, ο Marshall την ιδέα του ‘πολέμου’ ανάμεσα στην ιδιότητα του πολίτη και την κοινωνική τάξη (Holmwood 2000). Είναι ο Polanyi, παρά ο Marshall, αυτός ο οποίος εξαπολύει μία εκτεταμένη κριτική της νεο-φιλελεύθερης ιδεολογίας (αυτής που αποκάλεσε ιδεολογία laissez faire) και της ’ουτοπίας’ της όσον αφορά την ‘αυτορυθμιζόμενη αγορά’. Πράγματι, ήταν ακριβώς στο μοντέρνο σύστημα της αγοράς όπως το προδιέγραψαν οι φιλελεύθεροι θεωρητικοί που απέδιδε ο Polanyi εκείνες τις μορφές κοινωνικής αποσύνθεσης που βοήθησαν την άνοδο του φασισμού και τη μεσουράνησή του με τον παγκόσμιο πόλεμο. Αυτή η κρίση του Ευρωπαϊκού πολιτισμού απείλησε ακόμη και αυτές τις ίδιες τις ελευθερίες που οι φιλελεύθεροι πίστευαν ότι βρίσκονταν καλά φυλαγμένες μέσα στις σχέσεις της αγοράς. Όπως το έθεσε ο ίδιος ο Polanyi, «οι πηγές του κατακλυσμού κείτονται στην ουτοπική προσπάθεια να δημιουργηθεί ένα αυτορυθμιζόμενο σύστημα αγοράς» (1957[1944]: 29). Στο όνομα μιας ‘απλής’ και χωρίς μεσολάβηση ελευθερίας, οι φιλελεύθεροι του δόγματος της μη κρατικής παρέμβασης συνωμότησαν να υπονομεύσουν την πιθανότητα μιας κοινωνίας που θα την χαρακτήριζε μία περισσότερο ‘σύνθετη’ ελευθερία.13
Για τον Polanyi, το βασικό πρόβλημα που υπάρχει στην ιδέα της ‘αυτορυθμιζόμενης αγοράς’ είναι ότι αυτή είναι ‘αντι-κοινωνική’. Η πλήρης πραγμάτωσή της θα συνιστούσε την καταστροφή της κοινωνίας (δηλαδή, αυτής της ίδιας της ‘ανομοιόμορφης κοινότητας’ την οποία προτάσσουν οι θεωρητικοί του ‘τρίτου δρόμου’ σαν την εναλλακτική λύση στο κράτος-πρόνοιας). Ο Polanyi αναπτύσσει την ανάλυσή του αποδεικνύοντας τον ‘μυθοπλαστικό’ χαρακτήρα που έχουν η γη, η εργασία και το κεφάλαιο ως εμπορευματικά αγαθά. Αυτό που εγώ θέλω να κάνω είναι να πάω αυτό το επιχείρημα μακρύτερα δείχνοντας ότι το πρόβλημα της αυτορυθμιζόμενης αγοράς είναι επίσης ότι αυτή είναι και αυτοαναιρούμενη – κατ’ αυτόν τον τρόπο, η εναντίωση στις αγορές δεν προέρχεται απλά και μόνο από την ‘κοινωνία’ αλλά επίσης και από αυτήν καθ’ εαυτή την ‘οικονομία’.14 Μοιάζει πασιφανές ότι η επιδίωξη του κέρδους είναι εγγενές χαρακτηριστικό της δυναμικής του καπιταλισμού. Ωστόσο, το οικονομικό μοντέλο που παρουσιάζει την ανταγωνιστική αποδοτικότητα των αγορών και τον χαρακτήρα τους ως συστήματα ελευθερίας είναι ακριβώς ένα μοντέλο στο οποίο δεν υπάρχει θέση για κέρδη.
Είναι βέβαιο ότι, παράλληλα με την αύξηση των δραστηριοτήτων του κράτους, τα καθοριστικά χαρακτηριστικά των Δυτικών οικονομιών του δέκατου ένατου και του εικοστού αιώνα ήταν αυτά μιας μαζικής ανάπτυξης των μορφών και της ποσότητας των πόρων και της κεντρικής θέσης που κατείχαν τα κέρδη στη δυναμική αυτής της ανάπτυξης. Ωστόσο, από την επίσημη οικονομική ανάλυση απουσιάζει οποιαδήποτε επαρκής αναφορά στα δύο αυτά χαρακτηριστικά. Από τις απαρχές της οικονομικής επιστήμης υπό τη μορφή ενός επίσημου επιστημονικού κλάδου υπάρχει κάποιο πρόβλημα όσον αφορά την πηγή του κέρδους. Ενώ η επιθυμία για κέρδη έχει θεωρηθεί ως η δύναμη που καθοδηγεί το αναπτυσσόμενο καπιταλιστικό σύστημα, αυτή δηλαδή που εξηγεί τις ακατανίκητες τάσεις για επιχειρηματική δραστηριότητα και οργάνωση, στις επίσημες αναφορές που γίνονται σε ένα λειτουργικά αποδοτικό ανταγωνιστικό σύστημα δεν έχει βρεθεί κάποιος ασφαλής χώρος για την ανάλυση της έννοιας του κέρδους. Αυτό που συνηθίζεται στις περισσότερες αναφορές είναι να παρουσιάζουν τα κέρδη ως μία κοινωνική σύμβαση – το ‘φυσιολογικό ποσοστό κέρδους’ – ή ως ‘ατέλειες’. Σε όλες τις περιπτώσεις, αυτό που παρουσιάζεται ως κέρδος βρίσκεται έξω από τη λογική του μοντέλου και εμφανίζεται να ριψοκινδυνεύει να ελαττωθεί με την πρόοδο των διαδικασιών που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του μοντέλου.15 Ό,τι και αν φέρνει το ‘κρυμμένο χέρι’ της αγοράς, αυτό δεν είναι ποτέ απλά και ξεκάθαρα κέρδος.16
Ωστόσο, τα κέρδη εξακολουθούν να υπάρχουν σαν μία κινητήρια δύναμη στα πλαίσια της επέκτασης του συστήματος. Γνωρίζουμε ότι τα κέρδη δεν εξαφανίστηκαν ποτέ, και συχνά, σε περιπτώσεις μετοχών που ανήκουν σε μη ανώτατα στελέχη επιχειρήσεων και διανεμόμενων κερδών, αυτά έχουν εύκολα ξεπεράσει, κατά μέσο όρο, τα εισοδήματα ανώτατων επιχειρησιακών στελεχών.17 Το πρόβλημα δεν είναι να παρατηρήσουμε την ύπαρξη των κερδών αλλά να δώσουμε μία εξήγηση όσον αφορά την πηγή τους η οποία θα είναι συνεπής με άλλους ισχυρισμούς που διατυπώνονται σχετικά με τις κεντρικές διαδικασίες του οικονομικού συστήματος (αλλά επίσης και συνεπής με την πραγματικότητα των δημόσιων προγραμμάτων που έχουν αναπτυχθεί παράλληλα και σε βαθμό ανάλογο με την ανάπτυξη των προηγμένων οικονομιών). Αυτό που φαίνεται να είναι απαραίτητο είναι μία κατανόηση τέτοια στα πλαίσια της οποίας τα κέρδη δεν αποτελούν ένα ‘κόστος’ επί της οικονομικής αποδοτικότητας, αλλά, αν αυτό είναι έτσι, η κοινωνική ευημερία δεν θα πρέπει να υπολογίζεται ως ένα κόστος.18
Η απάντηση βρίσκεται στον ρόλο που διαδραματίζει η καινοτομία. Ο στόχος εδώ δεν είναι να αρνηθούμε τη σημασία που έχουν οι τεχνολογικοί νεωτερισμοί όσον αφορά τη μείωση των δαπανών και, κατά συνέπεια, μία αύξηση των κερδών, αλλά στην ιστορία του καπιταλισμού αυτή είναι μία μορφή καινοτομίας πολύ λιγότερο σημαντική από ό,τι εκείνη που στα πλαίσια της διεύρυνσης των πόρων μεταβάλλει τη φύση αυτών των ίδιων των εμπορευματικών αγαθών. Η καινοτομία παράγει μία αύξηση της αξίας μέσα από τη μορφή και την ποσότητα των προϊόντων, και όχι μόνο μέσα από τον τρόπο με τον οποίο παράγονται αυτά. Από τη στιγμή που θα εξετάσουμε την έννοια της καινοτομίας μέσα σε αυτό το πλαίσιο, αυτή αποβάλλει τον ρόλο της του εχθρού των σύνθετων μορφών εργασίας. Όσο μεταβάλλεται το κοινωνικό προϊόν και αναπτύσσονται νέες ευκαιρίες, τόσο περισσότερο απαιτούνται και νέες μορφές εργασίας. Ενώ είναι αναπόφευκτο ότι η εμμονή στην περικοπή του κόστους θα ελαττώσει τα απαιτούμενα είδη εργασίας, αυτά θα αυξηθούν μέσα από τη διαδικασία της καινοτομίας. Ακόμη και εκείνοι που πιστεύουν ότι οι απαισιόδοξες προβλέψεις του Μαρξ (1981[1894]) έχουν απλώς μετατεθεί για αργότερα θα πρέπει να αποδεχθούν ότι η γενική τάση δεν ήταν, και δεν είναι απαραίτητο να είναι ούτε στο μέλλον, μία τάση προς λιγότερη εργασία μιας όλο και πιο στοιχειώδους μορφής.19 Τόσο ο Μαρξ όσο και οι κλασικοί και νεο-κλασικοί οικονομολόγοι καταλαμβάνουν τον ίδιο χώρο. Είναι μόνο σε ένα μοντέλο που υποστηρίζει ότι τα κέρδη εξαρτώνται από την αποτελεσματικότητα της παραγωγής αγαθών – συμπεριλαμβανομένων και των υπηρεσιών – παρά από τον καινοτομικό μετασχηματισμό τους που υπάρχει μία απαραίτητη αντίθεση ανάμεσα στην εργασία και στα κέρδη. Οι μακροπρόθεσμες τάσεις δεν έχουν καταδείξει αυτή τη μορφή αντίθεσης. Οι αμοιβές έχουν αυξηθεί και τα κέρδη έχουν εξακολουθήσει να υπάρχουν. Εκφράζοντάς το πιο ωμά, τόσο η αύξηση των πραγματικών εισοδημάτων όσο και η συνέχιση των κερδών εξαρτώνται από την καινοτομία.
Η καινοτομία υπονομεύει τις υπάρχουσες διαδικασίες της αγοράς καθώς αυξάνει τους πόρους. Είναι αυτό ακριβώς που αποτελεί άμεσα την πηγή των κερδών. Η αντίληψη ότι τα κέρδη δεν μπορούν να εντοπιστούν στη λειτουργία των αγορών που χαρακτηρίζονται από σταθερότητα είναι αρκετά σωστή. Το λάθος είναι να πιστεύουμε ότι η ιστορία του καπιταλισμού μπορεί να αναπαρασταθεί μέσα από ένα οικονομικό μοντέλο που εστιάζει στις αυτορυθμιζόμενες αγορές, και αυτό είναι ένα λάθος που γίνεται ακόμη πιο σοβαρό όταν ένα τέτοιο μοντέλο συνιστά τη βάση των πολιτικών τακτικών που σχεδιάζονται με στόχο να διευκολυνθεί η επίτευξη της οικονομικής ευημερίας. Η εισδοχή των ‘βασικών αρχών της αγοράς’ στον δημόσιο τομέα έχει θεωρηθεί αναγκαία βάσει της υπόθεσης ότι – με δεδομένο το γεγονός της μη ύπαρξης σε αυτόν τον τομέα προϊόντων που έχουν τη μορφή του εμπορευματικού αγαθού όπως και της απουσίας εμπορευματικών συναλλαγών – μία επίσημη απόδειξη πως η μείωση των δαπανών ισοδυναμεί με μία αύξηση των κερδών θα προσφέρει τη βάση για την ανάπτυξη πολιτικής όσον αφορά τον δημόσιο τομέα. Εδώ πρόκειται για εκείνο ακριβώς το είδος κατανόησης που δεν θα επέτρεπε τον εντοπισμό του κέρδους στη λειτουργία του ιδιωτικού τομέα, όμως εκεί οι πραγματικές οικονομικές αποφάσεις βρίσκονται σε μεγάλο βαθμό έξω από το πεδίο των αποφάσεων που καθορίζονται από πολιτικές τακτικές. Ο δημόσιος τομέας επηρεάζεται πολύ πιο άμεσα από πολιτικές τακτικές και από τις αντιλήψεις που αποτελούν τη βάση για τη διαμόρφωσή τους.
Η νεο-φιλελεύθερη οικονομική θεωρία μπορεί κάλλιστα να αντιμετωπίζει δυσκολίες στο να εντοπίσει τον ρόλο της καινοτομίας, όμως κάποια αναγνώριση της σημασίας που έχει η καινοτομία βρίσκεται καλά εμπεδωμένη στην κοινωνική πρακτική. Μία κοινωνικά επικυρωμένη συμφωνία γύρω από τα φυσιολογικά κέρδη είναι μία υπόθεση που κάνει η οικονομική θεωρία και η οποία δεν έχει κάποια επίσημη ή νομική υπόσταση στις περισσότερες καπιταλιστικές κοινωνίες, ενώ η διευκόλυνση και η προστασία της καινοτομίας απολαμβάνει πράγματι την κοινωνική επιδοκιμασία. Από την άλλη πλευρά, ο καπιταλισμός έχει ενθαρρύνει την καινοτομία, προστατεύοντας την κυριότητά της (μέσα από πατέντες, από την εκχώρηση εμπορικών σημάτων, κ.λ.π.) και κοινωνικοποιώντας τους ενδεχόμενους κινδύνους της (ανώνυμες εταιρίες, ασφάλειες, τραπεζικά συστήματα) όπως και τις αποτυχίες της (περιορισμένη ευθύνη). Το πρώτο από αυτά συνιστά την επιβολή ενός άμεσου περιορισμού στις ανταγωνιστικές αγορές, ενώ το δεύτερο εκφράζει τη μέριμνα της κοινωνίας να περιορίσει τα δυσμενή αποτελέσματα των αγορών. Υπάρχει μία θεσμική αναγνώριση της σπουδαιότητας της καινοτομίας, ακόμη και αν αυτή δεν αναφαίνεται στην επίσημη οικονομική θεωρία. Η ‘ακατανίκητη ώθηση’ για αποτελεσματικότητα υπονομεύει τα κέρδη και επιβραβεύει την καινοτομία στους επιχειρηματίες, αλλά αυτοί δεν είναι δυνατόν να καινοτομήσουν περικόπτοντας τις δαπάνες. Μόνο εκείνες οι οικονομικές θεωρίες που δεν έχουν χώρο για να φιλοξενήσουν την έννοια της καινοτομίας θα μπορούσαν να πιστεύουν ότι η οικονομική υγεία είναι κατά κύριο λόγο ένα ζήτημα που έχει να κάνει με την απελευθέρωση των αγορών και με τη μείωση του κόστους.
Στο μεγαλύτερο μέρος τους, οι επίσημες οικονομικές θεωρίες που πραγματεύονται το ζήτημα της παραγωγής εμπορευματικών αγαθών είχαν μία οριακή μόνο επίδραση στις οικονομικές πρακτικές που εφαρμόζονται στον χώρο των επιχειρήσεων. Εκείνες πάλι οι θεωρίες που πραγματεύονται το ζήτημα του κέρδους είχαν περισσότερο τη μορφή προβληματισμών γύρω από την καθιερωμένη πρακτική αντί να αποτελούν προτάσεις για συγκεκριμένες τακτικές – όπως και ήταν αναγκασμένες να είναι εφόσον τα κέρδη ήταν για αυτές κάτι το απροσδιόριστο. Τα πλέον σοβαρά προβλήματα προκύπτουν όταν οι οικονομικές θεωρίες, οι οποίες παίρνουν ως δεδομένο ότι τα κέρδη αποτελούν μία φυσική συνέπεια των αγορών που λειτουργούν αποτελεσματικά (παρά την απόλυτη αδυναμία τους να προσδιορίσουν τη φύση αυτών των κερδών), επεκτείνονται και σε πεδία που δεν έχουν να κάνουν με εμπορευματικά αγαθά. Αυτά τα πεδία έχουν αναπτύξει μία διαφορετική δυναμική και δεν εμπεριέχουν εκείνες τις προχωρημένες διαδικασίες που έχουν λειτουργήσει έτσι ώστε να προστατεύουν τον εμπορευματικό τομέα από πολιτικές που έλκουν την καταγωγή τους από ανεπαρκείς οικονομικές θεωρίες. Το να ακολουθούμε αυτά τα μοντέλα της αγοράς στον χώρο του δημόσιου τομέα, με τον ισχυρισμό ότι η μείωση του κόστους είναι ταυτόσημη με την αύξηση των κερδών (και, επομένως, συνεπάγεται και την εισαγωγή σε αυτόν τον τομέα καλών, ή αποδεδειγμένων, επιχειρηματικών πρακτικών) ισοδυναμεί με το να θέτουμε σε ετοιμότητα διαδικασίες οι οποίες γεννούν συγκρούσεις και εξασθενίζουν τους πόρους. Η ‘εμπορευματοποίηση’ (ή η επανα-εμπορευματοποίηση) της εργασίας, για παράδειγμα, παράγεται τώρα από αυτήν την ίδια την κυβερνητική πολιτική πρακτική μέσω της απελευθέρωσης της αγοράς εργασίας και μέσω ‘εκείνων των πολιτικών που απαιτούν από τους ανέργους να έχουν δουλέψει προηγουμένως για να μπορούν να πάρουν το επίδομα ανεργίας’*. Οι πολιτικές που αφορούν στην απελευθέρωση της αγοράς εργασίας σκοπεύουν φαινομενικά στη δημιουργία θέσεων εργασίας, και υποστηρίζεται ότι είναι επιτυχείς από αυτήν την άποψη. Οι κοινωνικές πολιτικές που τις συνοδεύουν οργανώνονται γύρω από την ιδέα μιας μετατόπισης της έμφασης από την γενική κοινωνική πρόνοια στην προσωπική ευθύνη για ευημερία. Η προϋπόθεση, όμως, για να καταστεί γενική αυτή η ιδιωτική ευθύνη δεν είναι απλώς οι θέσεις εργασίας αλλά ένα σταθερό εισόδημα από την εργασία. Ωστόσο, οι πολιτικές των χαμηλών αμοιβών και της απελευθέρωσης της αγοράς εργασίας υπονομεύουν την προσωπική οικονομική ασφάλεια και τα προσωπικά εισοδήματα που είναι απαραίτητα για ένα γενικό σύστημα προσωπικής ευθύνης όσον αφορά τη μελλοντική ευημερία. Αυτό το σύστημα θα είχε νόημα μόνο στα πλαίσια μιας τέτοιας μορφής οικονομικού εκσυγχρονισμού που θα μπορούσε, τελικά, να διασφαλίσει μία οικονομία η οποία θα παρείχε υψηλές αμοιβές. Με την απουσία ενός τέτοιου εκσυγχρονισμού, αυτό που παράγεται είναι η αποσύνθεση και πόλωση, παρά η αναδιάρθρωση, της κοινωνικής πρόνοιας.
Η καινοτομία δεν είναι κάποιο χαρακτηριστικό που αφορά κατά ιδιάζοντα τρόπο, ή ακόμη και κατά κύριο λόγο, την παραγωγή εμπορευματικών αγαθών. Παρά την κριτική που άσκησε ο Μαρξ στον καπιταλισμό σαν ένα σύστημα στα πλαίσια του οποίου θα ικανοποιούνται μόνο εκείνες οι ανάγκες οι οποίες θα μπορούν να προσλαμβάνουν τη μορφή του εμπορευματικού αγαθού, θα ήταν λίγοι εκείνοι που δεν θα αναγνώριζαν το γεγονός ότι, για το μεγαλύτερο μέρος του εικοστού αιώνα, οι σύγχρονες κοινωνίες έχουν διακριθεί για την ανάπτυξη σημαντικών κοινωνικών δραστηριοτήτων έξω από το πλαίσιο των άμεσων συναλλαγών της αγοράς – και κατά κύριο λόγο, αν και όχι αποκλειστικά, εκείνων των δραστηριοτήτων που συνδέονται με την εκπαίδευση και με το καθεστώς του κράτους κοινωνικής πρόνοιας. Στην ουσία, μεγάλο μέρος της οικονομικής θεωρίας λειτουργεί βάσει των κατηγοριών της αγοράς σε ανακολουθία με τις σύγχρονες κοινωνικές ρυθμίσεις. Η επίσημη οικονομική θεωρία δεν μπορεί να εξηγήσει το λόγο για τον οποίο οι σύγχρονες ρυθμίσεις είναι αυτές που είναι, ούτε και να κάνει κάποια θετική αναφορά στην αξία τους. Ο δημόσιος τομέας χαρακτηρίζεται από μία ιστορία καινοτομιών και επιτευγμάτων στο πεδίο της ανάπτυξης και ελευθέρωσης κοινωνικών πόρων, αλλά η δυναμική της καινοτομίας σε αυτόν τον τομέα είναι ειδοποιό χαρακτηριστικό αυτού του συγκεκριμένου τομέα. Το να υποτάσσουμε αυτή τη δυναμική στους χειρισμούς των οικονομικών θεωριών που έχουν μερικό χαρακτήρα και οι οποίες είναι ξεκάθαρα ανεπαρκείς ακόμη και για τα πεδία στα πλαίσια των οποίων αναπτύχθηκαν είναι σαν να επιζητούμε τη συμφορά.
Η χειρότερη από όλες τις πιθανές επιλογές είναι ένα σύστημα ‘οιονεί -αγορών’ στον χώρο του δημόσιου τομέα οι οποίες θα απορρέουν από τις στείρες οικονομικές αντιλήψεις που χαρακτηρίζουν τον ιδιωτικό τομέα όσον αφορά ‘το αποδοτικό μάνατζμεντ’. Στα πλαίσια αυτού του είδους αντίληψης, το ενδιαφέρον προσανατολίζεται στην παροχή υπηρεσιών με το χαμηλότερο δυνατό κόστος. Όμως αυτό δεν λαμβάνει υπόψη τον ‘δυναμισμό’ του ιδιωτικού τομέα, την ίδια στιγμή που αρνείται αυτόν τον δυναμισμό στον δημόσιο τομέα. Το ζήτημα δεν μπορεί να είναι ποτέ απλά και μόνο η αποτελεσματική παροχή των υπηρεσιών που υφίστανται στο παρόν αλλά η μελλοντική παροχή νέων και πιο εκτεταμένων υπηρεσιών. Η παροχή με το ελάχιστο δυνατό κόστος των υπηρεσιών που ήδη προσφέρονται δεν θα μπορούσε ποτέ να αντισταθμίσει την αποστέρηση μιας μελλοντικής ανάπτυξης. Ένας απλός τρόπος απόδειξης του πόσο καινοτομική υπήρξε στο παρελθόν η οργάνωση του δημόσιου τομέα είναι να θέσουμε το ερώτημα σχετικά με τις δραστηριότητές του: Μπορούν αυτές να ιδιωτικοποιηθούν; Όπου η απάντηση είναι ‘ναι’ (π.χ., ότι τα αγαθά και οι υπηρεσίες του θα ήταν πολύτιμες εμπορευματικές αξίες), θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι αυτοί οι πόροι δημιουργήθηκαν στα πλαίσια του δημόσιου τομέα και είναι μόνο μία στρεβλή και ‘παθολογική’ οικονομική επιστήμη που τους ορίζει ως ‘κόστος’ και όχι ως πόρους. Στην περίπτωση που αυτοί οι πόροι περιέρχονταν ολοκληρωτικά στον ιδιωτικό τομέα, η ανάγκη για καινοτομία θα εξακολουθούσε να ισχύει (αν και είναι πιθανό ότι θα υπήρχαν διαφωνίες όσον αφορά τη δραστικότητα και την αμεροληψία που θα χαρακτήριζε τη διανομή τους), αλλά το στείρο οικονομικό μοντέλο της αποδοτικότητας το αποκλείει αυτό στον δημόσιο τομέα. Για να το πούμε πιο ωμά, αν οι υπηρεσίες μπορούν να ιδιωτικοποιηθούν, γιατί είναι ανάγκη να γίνει αυτό; Ή, αν είναι σωστός ο ισχυρισμός περί μιας δυναμικής της καινοτομίας η οποία συνιστά ειδοποιό γνώρισμα του δημόσιου τομέα: Αν ήταν δυνατή η ιδιωτικοποίησή τους, με δεδομένο ότι αυτές οι υπηρεσίες υπήρξαν παράγωγο καινοτομικών δραστηριοτήτων του δημόσιου τομέα, θα μπορούσαν να είχαν αποτελέσει παράγωγο καινοτομικών δραστηριοτήτων του ιδιωτικού τομέα;20
Η μετάθεση των υπηρεσιών από τον δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα εξαρτάται από την εκδήλωση προτίμησης για αυτές τις υπηρεσίες, όπως και αν παρέχονται, και βρίσκεται σε συμφωνία με τα επιχειρήματα εκείνα που επιβεβαιώνουν την ιδιάζουσα ικανότητα του καπιταλιστικού συστήματος να αντιλαμβάνεται την έκφραση των προτιμήσεων. Σε κάποιον ελάχιστο βαθμό, αυτός ο προβληματισμός όσον αφορά τις προτιμήσεις θα πρέπει να επεκταθεί και σε εκείνες τις υπηρεσίες οι οποίες εδρεύουν με ασφάλεια στον χώρο του δημόσιου τομέα. Θα ήταν ένα εξαιρετικά ελλιπές σύστημα εκείνο το οποίο θα βασιζόταν μεν στην εκδήλωση προτιμήσεων αλλά θα ήταν ανίκανο να διαχειριστεί σημαντικούς τομείς προτίμησης. Έχουμε δει ότι οι πιο σημαντικές όψεις των προτιμήσεων δεν είναι η ικανοποίηση προϋφιστάμενων επιθυμιών ή αναγκών, αλλά η αναδιάρθρωσή τους στα πλαίσια της καινοτομικής επέκτασης των πόρων. Η πρόσφατη παρείσδυση στην οργάνωση του δημόσιου τομέα εκείνου του είδους δημόσιας πολιτικής που βασίζεται σε νεο-φιλελεύθερες οικονομικές θεωρίες έχει καταπνίξει την καινοτομία και έχει εκμηδενίσει τους πόρους μέσα από προσπάθειες περικοπής των δαπανών.
Συμπέρασμα
Η ‘παγκοσμιοποίηση’ – αυτό στο οποίο ο Polanyi αναφέρεται με τον όρο ‘πλανητική οικονομία’ – κατέχει κεντρική θέση στην ιδεολογία του νεο-φιλελευθερισμού. Εξάλλου, η ιδέα της ‘ισχυρής οικονομίας’ που δεν είναι πια θεμελιωμένη στις κοινωνικές σχέσεις έχει τη φυσική της συνέπεια, το ‘αδύναμο κράτος’. Οι θεωρητικοί του δόγματος της μη κρατικής παρέμβασης (laissez-faire) υποστηρίζουν εδώ και καιρό τη φθίνουσα σπουδαιότητα του έθνους-κράτους μπροστά στις ‘πραγματικότητες’ των συστημάτων της αγοράς. Αναλογιζόμενοι, για μία ακόμη φορά, τον ‘πόλεμο’ ανάμεσα στα δικαιώματα του πολίτη και στην αυτο-ρυθμιζόμενη αγορά, όπου ο φόβος που υπάρχει είναι ότι ‘το δικαίωμα του πολίτη’ μπορεί τώρα να κλίνει προς τη θέση του ηττημένου, θα πρέπει να ανακαλέσουμε στη μνήμη μας ότι η ‘πραγματικότητα’ της ‘αυτο-ρυθμιζόμενης αγοράς’ περιγράφει μία αυτοαναιρούμενη ‘ουτοπία’. Αυτό που ανατίθεται στον δημόσιο τομέα – ‘ο γραφειοκρατικός σχεδιασμός’ – δεν είναι η άλλη όψη των ‘αγορών’, και ο δημόσιος τομέας προχωρεί και αυτός επίσης με έναν ‘απροσχεδίαστο’ τρόπο. Πράγματι, ο Polanyi έγραψε ότι «ενώ η laissez-faire οικονομία υπήρξε το παράγωγο προμελετημένης δράσης του κράτους, οι συνακόλουθοι περιορισμοί που επιβλήθηκαν στην laissez-faire οικονομία ξεκίνησαν με έναν αυτόματο τρόπο. Η laissez-faire οικονομία σχεδιάστηκε. Όχι όμως και ο προγραμματισμός της» (1957[1944]: 141).21 Μία παρόμοια κρίση προσφέρθηκε και από τον Beveridge ο οποίος έγραψε ότι «το πρακτικό ζήτημα δεν βρίσκεται, και δεν είναι ποτέ δυνατόν να βρίσκεται, ανάμεσα στον προγραμματισμό που λαμβάνει χώρα υπό καθεστώς ολοκληρωμένου σοσιαλισμού και σε μία διαδικασία ελεύθερου καθορισμού των τιμών υπο καθεστώς καπιταλισμού». (1987[1935]). Το επιχείρημα του Hayek* ότι ο ‘προγραμματισμός‘ συνεπάγεται μία ‘ορθολογιστική’ παρέμβαση στους ανθρώπινους θεσμούς που έχουν αναπτυχθεί οργανικά αντιστρέφεται από τον Polanyi (όπως επίσης και από τον Beveridge). Ο ‘προγραμματισμός’ αποτελεί αντανάκλαση εκείνων των εξελίξεων που έχουν ‘οργανικό’ χαρακτήρα, ενώ η ‘αυτο-ρυθμιζόμενη αγορά’ αποτελεί ακριβώς εκείνη την ορθολογιστική ουτοπία που υποτίθεται ότι αποστρέφονται οι υποστηρικτές του Hayek.
Αν η αναζήτηση ενός τρίτου δρόμου είναι η αναζήτηση ενός ‘μεσαίου δρόμου’ ανάμεσα στον ‘ολοκληρωμένο σοσιαλισμό’ και στην ‘ελευθερία των τιμών’, αυτή δεν αποτελεί κατά κανέναν τρόπο ένα νεοφανές πρόταγμα. Αυτό που είναι ξεχωριστό στη σύγχρονη έκφανσή του, ωστόσο, είναι η αναζήτηση ενός τρίτου δρόμου με την παράλληλη απουσία μιας κριτικής της αγοράς. Είναι αυτή η απουσία που δίνει στον νεο-φιλελευθερισμό την κυρίαρχη θέση που κατέχει αυτός στη διαμόρφωση των σύγχρονων πολιτικών τακτικών. Για τους νεο-φιλελεύθερους θεωρητικούς, κάθε περίπτωση στην οποία οι θεωρητικές τους κατασκευές δεν ταιριάζουν με τις κοινωνικές περιστάσεις εμφανίζεται σαν μία ‘ευκαιρία δημιουργίας πολιτικής’. Η ‘οικονομική’ τους θεωρία μπορεί να παρέχει μία σειρά από συνταγές για τη δημιουργία εκείνων των πολιτικών μέσω των οποίων θα είναι δυνατή η επαναφορά – ειρωνικά, μέσα από την παρέμβαση του ίδιου του κράτους – των ‘έκτροπων’ κοινωνικών ρυθμίσεων στην υποτιθέμενη ‘τάξη’ των θεωρητικών τους κατασκευών. Ωστόσο, όπως προσπάθησα να δείξω, αυτές οι συνταγές πολιτικής έχουν δηλητηριώδεις συνέπειες και στερούνται την ‘τάξη’ ή τη συνοχή που τους αποδίδεται. Η αντίσταση απέναντι στην αγορά δεν είναι αντίσταση στον ‘ορθολογισμό’. Με το να αποδέχονται ότι η συνοχή συνιστά χαρακτηριστικό της ‘αγοράς’, αν και διαμέσου αυτού που επιθυμούν να επιβεβαιώσουν ότι συνιστά τη μερικότητά της, οι κοινωνικοί θεωρητικοί του τρίτου δρόμου αποδέχονται τη φαινομενική συνοχή εκείνων των πολιτικών τακτικών που θα επιβεβαίωναν την ολικότητά της. Εκεί όπου ο κριτικός λογισμός δεν έχει καμία επίδραση, το πεδίο παραχωρείται στο παράλογο.
Βιβλιογραφία
Albrow, M. 1996 Global Society. Cambridge: Polity Press.
Barry, N. 1990 Welfare. London: Open University Press.
Beck, U. 1992 Risk Society: Towards a New Modernity. London. Sage.
Berlin, I. 1969 Four Essays on Liberty Oxford: Oxford University Press.
Bell, D. 1960 The End of Ideology: The Exhaustion of Political Ideas in the Fifties New York:
Free Press.
Beveridge, W.H. 1987 [1935] ‘Between Cobden and Lenin: the dilemmas of planning in the
1930’s στο A Beveridge Reader London. Allen and Unwin.
Durkheim, E. 1992 [1937] Professional Ethics and Civic Morals, London: Routledge.
Esping-Andersen, G. 1990 The Three Worlds of Welfare Capitalism Cambridge: Polity.
Giddens, A. 2000 The Third Way and Its Critics Cambridge: Polity.
Gide, C. 1904 [1884] Principles of Political Economy, London: D.C. Heath.
Gilbert, N. και Gilbert, B. 1989 The Enabling State: Modern Welfare Capitalism in America
Oxford: Oxford University Press.
Hills, J. 1998 Income and Wealth: the Latest Evidence York: Joseph Rowntree Foundation.
Holmwood, J. 2000 ‘Three pillars of welfare state theory: T.H. Marshall, Karl Polanyi and Alva
Myrdal in defense of the national welfare state’ European Journal of Social Theory 311.
Kumar, K. 1995 From Post-Industrial to Post-Modern Society. London.
Lane, R.E. 1991 The Market Experience, Cambridge: Cambridge University Press.
Macpherson, C.B. 1977 The Life and Times of Liberal Democracy, Oxford: Oxford University
Press.
Marshall, A. 1961 [1890] Principles of Economics, London: Macmillan.
Marshall, T.H. 1963 [1950] ‘Citizenship and social class’ στο Sociology at the Crossroads,
and Other Essays, London: Heinemann.
Marx, K. 1981 [1894] Capital: A Critique of Political Economy, Volume 3, Harmondsworth:
Penguin Books.
Mill, J.S. 1909 [1848] Principles of Political Economy, London: Longmans, Green and Co.
Nozick, R. 1974 Anarchy, State and Utopia New York: Basic Books.
Obrinsky, M. 1983 Profit Theory and Capitalism, Philadelphia: University of Pennsylvania
Press.
Pakulski, J. και Waters, M. 1996 The Death of Class. London: Sage.
Polanyi, K. 1957 [1944] The Great Transformation: The Political and Economic Origins of our
Time, New York: Beacon Press.
Robinson, J. 1971 Economic Heresies, London: Macmillan.
Walras, L. 1954 [1874] Elements of Political Economy, London: Allen and Unwin.
Walzer, M. 1988 ‘Socializing the welfare state’ στο A. Gutman (επιμ.) Democracy and the
Welfare State, Princeton.
Walzer, M. 1998 ‘Pluralism and social democracy’ Dissent Winter.
Wolfe, A. 1988 Whose Keeper? Social Science and Moral Obligation. Berkeley and Los
Angeles.

Δεν υπάρχουν σχόλια: